εφημερίδα της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Ριζοσπάστης είναι πολιτική εφημερίδα, που σήμερα αποτελεί όργανο της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ.
Τύπος | Καθημερινή εφημερίδα |
---|---|
Ιδιοκτήτης | Σύγχρονη Εποχή-Εκδοτική ΑΕΒΕ |
Εκδότης | Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας |
Αρχισυντάκτης | Στέφανος Λουκάς |
Ίδρυση | Ιούνιος 1916 |
Πολιτική τοποθέτηση | Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας |
Γλώσσα | Ελληνικά |
Έδρα | Σόλωνος 130, 106 81, Αθήνα, Ελλάδα |
Ιστοσελίδα | Επίσημη ιστοσελίδα |
δεδομένα |
Ιδρυτής του Ριζοσπάστη ήταν ο Γιάννης Πετσόπουλος, ο οποίος αγόρασε το δικαίωμα έκδοσης της εφημερίδας με αυτό τον τίτλο από τον Γεώργιο Φιλάρετο που εξέδιδε εφημερίδα με το ίδιο όνομα από το 1908 μέχρι το 1911. Η πρώτη έκδοση του Ριζοσπάστη έγινε τον Ιούνιο του 1916 στη Θεσσαλονίκη και διατηρήθηκε μέχρι τον Οκτώβριο του ίδιου έτους. Κυκλοφορούσε ως δισεβδομαδιαία εφημερίδα. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην Αθήνα, όπου άρχισε η έκδοσή της στις 23 Ιουλίου 1917. Στη διάρκεια του μεσοπολέμου απαγορεύθηκε η κυκλοφορία της: στη δικτατορία του Παγκάλου (1925-1926) και στη δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά (1936-1940). Για τρία χρόνια (1931-1934) κυκλοφόρησε με τον τίτλο Νέος Ριζοσπάστης για να αντιμετωπίσει την παύση της κυκλοφορίας. Ξεκίνησε η επανέκδοσή της το 1944, αλλά και πάλι διατάχθηκε η διακοπή της το 1947 θεωρούμενη παράνομη. Την τριετή αυτή περίοδο κυκλοφορίας της εκδιδόταν και η απογευματινή εβδομαδιαία έκδοση Ο Ρίζος της Δευτέρας. Μετά τη μεταπολίτευση, στις 25 Σεπτεμβρίου 1974, ξεκίνησε και πάλι η κυκλοφορία της που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Επί των δικτατοριών, Πάγκαλου-Μεταξά-Απριλιανών, τυπωνόταν και κυκλοφορούσε παράνομα, ενώ επί Μεταξά η κρατική Ασφάλεια μέσω της Προσωρινής Διοίκησης τύπωνε και κυκλοφορούσε δικό της Ριζοσπάστη[1].
Η εφημερίδα λειτουργεί μεν με τις νομικές υποχρεώσεις που ισχύουν στην Ελλάδα για τις εφημερίδες, αλλά αποτελεί όργανο της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ.
Ο Ριζοσπάστης για πολλά χρόνια βρισκόταν υπό καθεστώς διωγμού στην Ελλάδα, άλλες φορές επίσημα, άλλες ανεπίσημα. Ακόμα και όταν κυκλοφορούσε ελεύθερα, σπανίως αγοραζόταν από τα περίπτερα, υπό το φόβο των καταδοτών. Στην διάδοσή του βοηθούσαν τα κατά τόπους οργανωμένα τμήματα της Νεολαίας του ΚΚΕ, της ΚΝΕ, διακινώντας χέρι με χέρι την εφημερίδα.
Στην εφημερίδα Ριζοσπάστης οι υπεύθυνοι των συντακτών της εφημερίδας επιλέγονταν ανάλογα με τις συνθήκες της εποχής. Τον Ιούλιο του 1917 αρχισυντάκτης της εφημερίδας ήταν ο Νικόλαος Γιαννιός ο οποίος είχε μυηθεί στην σοσιαλιστική και δημοτικιστική ιδέα. Τον Σεπτέμβριο του 1918 όμως ο Γιαννιός εγκαταλείπει τον Ριζοσπάστη κατόπιν εντολής του Σοσιαλιστικού Κέντρου Αθηνών, που ήταν μέλος, το οποίο υποπτευόταν πως ο Πετσόπουλος έχει τάσεις προς τον κομμουνισμό. Αν και η εφημερίδα εξέφρασε τη βαθύτατη θλίψη της, λίγο αργότερα ο Γιαννιός ήρθε σε ρήξη με τον Πετσόπουλο καθώς ο πρώτος μπήκε στη Β' Κομμουνιστική Διεθνή, ενώ ο δεύτερος στην Γ'.[2]
Στις 30 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους την αρχισυνταξία αναλαμβάνει ο Θ. Λασκαρίδης έως τις 2 Ιουνίου του 1920. Από το 1920 έως το 1922 αρχισυντάκτης ορίζεται ο Λ. Παυλίδης. Τον Φεβρουάριο του 1922 ο Πετσόπουλος (έχει αποχωρήσει το 1921) αναλαμβάνει και πάλι τη διεύθυνση κατόπιν απόφασης της συνδιάσκεψης του ΚΚΕ, έτσι ώστε να συντονίζει τη δημοσιογραφική δουλειά. Τη διεύθυνση την διατηρεί έως τον Νοέμβριο όπου έρχεται σε ρήξη με το κόμμα. Το αποτέλεσμα ήταν η παραχώρηση της διεύθυνσης στον Γιάνη Κορδάτο.
Ο Ι. Κορδάτος από το 1917 γράφει άρθρα στο Ριζοσπάστη με το ψευδώνυμο Πέτρος Χαλκός, ενώ το 1920 γίνεται υπεύθυνος επί της πολιτικής του Ριζοσπάστη. Ταυτόχρονα βέβαια παρέχει κείμενα και σε άλλες εφημερίδες όπως Το Βήμα, Τα Νέα κτλ.[3] Το 1924 αποχωρεί από τη διεύθυνση και την αρχισυνταξία, συνεχίζοντας να γράφει για τον Ριζοσπάστη.[4]
Τον Σεπτέμβριο του 1922 αρχισυντάκτης είναι ο Ελευθέριος Σταυρίδης τον οποίο διαδέχεται ο Ιωάννης Γιενναρόπουλος, ο οποίος έμεινε γνωστός ως Πέτρος Πικρός. Αποδείχτηκε πρωτοπόρος του κοινωνικού ρεπορτάζ και εξαιρετικός υπεύθυνος της λογοτεχνικής ύλης. Από το 1926 έως το 1931 αναλαμβάνουν άλλοι τέσσερις αρχισυντάκτες (Τ. Χατζηαναστασίου, Γ. Ανδρουλιδάκης, Ο. Οικονομίδης, Α. Τσουρτσούλης). Ενώ άλλοι αρχισυντάκτες της εποχής ήταν και οι Γ. Νικολής (Οκτώβριος 1924), Τ. Φίτσιος (Δεκέμβριος 1924), Γεράσιμος Μαρμαρέλης και Μιχάλης Βοζιάδης.
Από το 1931 μέχρι την άνοιξη του 1934 την αρχισυνταξία και τη διεύθυνση αναλαμβάνει ο Δημήτρης Παρτσαλίδης ο οποίος ασκεί τα καθήκοντα του όντας εξόριστος στον Άγιο Ευστράτιο. Ακολουθεί ο Μιχάλης Τυρίμος ώσπου τον Νοέμβρη του 1944 η διεύθυνση περνάει στον Κώστα Καραγιώργη, ενώ στην αρχισυνταξία είναι η συγγραφέας Διδώ Σωτηρίου. Το πραγματικό όνομα του Καραγεώργη ήταν Γυφτοδημόπουλος και ασκεί τη διεύθυνση έως το 1947. Επί διευθύνσεως Καραγιώργη η κυκλοφορία ξεπερνά όλες τις υπάρχουσες εφημερίδες της εποχής.
Μετά τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ επανεκδίδεται στις 25 Σεπτέμβρη του 1974 με διευθυντή τον Γρηγόρη Φαράκο ενώ στο κρίσιμο 15 συνέδριο της ΚΕ του ΚΚΕ το 1991 διευθυντής του Ριζοσπάστη γίνεται ο Τάκης Τσίγκας, ο οποίος γίνεται και αρχισυντάκτης το 1996. Ακολουθούν ως υπεύθυνοι σύνταξης ο Κωνσταντίνος Τσαλόγλου και ο Μανώλης Γλέζος. Διευθυντές διετέλεσαν οι Γ. Φαράκος, Θ. Καρτερός, Τ. Κατσιμάρδος και Σ. Λουκάς, ο οποίος παραμένει διευθυντής μέχρι το 2013, όπου διευθυντής γίνεται ο Κύριλλος Παπασταύρου και ο Λουκάς γίνεται αρχισυντάκτης.
Ο Γεώργιος Φιλάρετος, στις 9 Φεβρουαρίου του 1908, ιδρύει στην Αθήνα τον Ριζοσπάστη. Στο πρώτο τεύχος του εκθέτει και κάποιες από τις αρχές του και δηλώνει πως είναι υπέρ των δημοκρατικών αρχών, της αξιοποίησης πολιτικών ευκαιριών, ενώ αρχικά τάσσεται και υπέρ του Στέμματος (αυτό αλλάζει στην πορεία). Γενικότερα από την εκτενή απαρίθμηση των αξιών του ο Φιλάρετος φαίνεται να είναι κατά της ξενολατρίας, υπέρ των παραδόσεων, καθώς και του υγιεινού βίου. Η εφημερίδα γράφεται στην καθαρεύουσα, όντας ο Φιλάρετος φανατικός οπαδός.
Κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου μάλιστα ο Ελευθέριος Βενιζέλος αποκάλεσε τον Φιλάρετο πατέρα της Ελληνικής Δημοκρατίας (αν και μετά το 1909 και μέχρι τον εθνικό διχασμό, είχε εναντιωθεί στον Βενιζέλο εξαιτίας της σχέσης του με τον βασιλιά).
Στις 12 Φεβρουαρίου του 1911 κλείνει η εφημερίδα και όταν την ξανανοίγει ο Π. Πετσόπουλος, στέλνει μια επιστολή στον Φιλάρετο έτσι ώστε να αποκτήσει τα δικαιώματα του τίτλου της εφημερίδας και είτε να αρχίσει την έκδοση στην Αθήνα είτε να συνεργαστούν και να την εκδίδουν μαζί. Ο Φιλάρετος αρνείται τη συνεργασία, παραχωρώντας τα δικαιώματα του τίτλου και δηλώνοντας ότι δεν φέρει καμία ευθύνη. Επίσης στην προς «απάντησιν επιστολήν» ζήτησε να εξακολουθήσει η εφημερίδα να εξυπηρετεί τις δημοκρατικές ελευθερίες και τα εθνικά συμφέροντα καθώς και την καθαρεύουσα ως γλώσσα. Η επιστολή δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη με μια σημείωση του Πετσόπουλου που ρωτούσε «Δεν είναι εξίσου δημοκρατική και η χρήση της δημοτικής;». Αργότερα, ο Φιλάρετος εναντιώθηκε στην προσχώρηση του Ριζοσπάστη στον σοσιαλισμό.
Ο Ριζοσπάστης της τριπλής κατοχής στην Ελλάδα (1941-1944) εκτυπωνόταν με πρωτόγονα μηχανήματα και αυτοσχέδια πιεστήρια σε διάφορους χώρους, στους οποίους μπορούσε να εκδίδεται κρυφά. Το πρώτο παράνομο φύλλο ξεκίνησε να εκδίδεται τον Ιούλιο του 1941 σε ένα σπίτι το οποίο εντόπισε ο Κ. Καραγιώργης (βλ. Αρχισυντάκτες-Διευθυντές) και τελικά εκδόθηκε την 1η Αυγούστου.[5]
Ο δημοσιογράφος Κώστας Βιδάλης συνέβαλλε σημαντικά στην εκτύπωση του Ριζοσπάστη, στον οποίο έγραφε από το 1942, βοηθώντας στην εύρεση υλικών τυπώματος.
Παρ' όλα αυτά κατόρθωσε να τυπώνεται σε όλη τη διάρκεια της κατοχής σχεδόν δύο φορές τον μήνα ή και ανά δέκα μέρες μετά τον πρώτο καιρό, ενώ τον τελευταίο χρόνο ανατυπωνόταν και ελεύθερα στα βουνά. Στην κατοχή είχαν κυκλοφορήσει συνολικά τουλάχιστον 100 φύλλα ενώ η τιμή του εκτοξεύτηκε μέχρι και τις 100.000 δραχμές.
Μετά την απελευθέρωση ο Ριζοσπάστης αντιμετωπίζει προβλήματα από την αρχή των Δεκεμβριανών, την 3 Δεκεμβρίου 1944. Ως εκείνη τη μέρα κυκλοφορεί κανονικά δισέλιδος, αλλά μετά την έναρξη των συγκρούσεων αποκτά πολεμικό χαρακτήρα, μικραίνει στο σχήμα, γίνεται μονοσέλιδος, για να μπορεί να τοιχοκολλάται, και η ύλη του περιορίζεται μόνο στα απαραίτητα για τον αγώνα. Από τα Δεκεμβριανά και έπειτα είναι παράνομος, γι’ αυτό από τον Ιανουάριο του 1945 και μέχρι την υπογραφή της συνθήκης της Βάρκιζας η έκδοσή του γίνεται στα Τρίκαλα και η κυκλοφορία του στις περιοχές που ελέγχονται από τον ΕΛΑΣ.
Η εφημερίδα ανοίγει αρχικά στις 9 Φεβρουαρίου του 1908 από τον Γ. Φιλάρετο και λειτουργεί έως τις 18 Φεβρουαρίου του 1911. Τον Ιούνιο του 1916 ξανά ανοίγει στη Θεσσαλονίκη από τον Π. Πετσόπουλο, όμως κλείνει πέντε μήνες μετά. Από την 23η Ιουλίου του 1917, ξεκινάει η έκδοση στην Αθήνα λόγω της εκδίωξης του βασιλιά και της επανόδου του Βενιζέλου (Ο Πετσόπουλος αρχικά ήταν βενιζελικός).
Τον Οκτώβριο του 1917 καταστρέφονται τα γραφεία του από φιλομοναρχικούς αξιωματικούς χωρίς μεγάλες επιπτώσεις. Ένα χρόνο αργότερα όμως (23 Σεπτεμβρίου 1918) εξαιτίας της αποχώρησης του Γιαννιού η εφημερίδα κλείνει, μέχρι τον Δεκέμβριο. Η εφημερίδα λειτουργεί χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα μέχρι την 31η Ιουλίου 1920, όταν καταστρέφονται τα γραφεία της, αυτή τη φορά από φιλελεύθερους, ως απόρροια της δολοφονικής απόπειρας κατά του Βενιζέλου. Παραμένει κλειστή μέχρι την 8η Αυγούστου, όπου επανεκδίδεται με εικόνες των κατεστραμμένων γραφείων και περιγραφές της επίθεσης[2].
Επιπλέον ο Ριζοσπάστης πήγε δύο ακόμα φορές να κλείσει. Η πρώτη ήταν στις αρχές του 1921, στην απεργία των εργατών της Ομοσπονδίας Ηλεκτρισμού, όπου πολλοί συντάκτες του συνελήφθησαν και η δεύτερη μετά από διαταγή του Α' Σώματος στρατού εφημερίδων.[2]
Από την 8η Αυγούστου του 1925 έως την 27η Αυγούστου 1926 ο Ριζοσπάστης παραμένει κλειστός στη δικτατορία του Παγκάλου. Στην επανέκδοση του γίνεται επίσημο όργανο της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ. Κυκλοφορεί μέχρι την 31η Αυγούστου του 1931, όταν καταδικάζεται σε στέρηση του τίτλου λόγω της παραβίασης τους νόμου περί Τύπου. Έτσι από το 1931 έως το 1934 εκδίδεται ως Νέος Ριζοσπάστης. Τον Μάρτιο του 1934 εκδίδεται και πάλι ως Ριζοσπάστης και λειτουργεί ως την 1η Μαρτίου του 1935 που κλείνει μαζί με άλλες εφημερίδες, εξαιτίας του στρατιωτικού πραξικοπήματος. Επανεκδίδεται τον Μάιο του ίδιου έτους.
Από το 1936 έως το 1940 κλείνει και πάλι λόγω της δικτατορίας αλλά κυκλοφορεί με παράνομες και έκτακτες εκδόσεις, όπως και στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (μετά τον Αύγουστο του 1941). Εκδίδεται νόμιμα μετά το τέλος του πολέμου τον Οκτώβριο του 1944, αλλά κλείνει τον Δεκέμβριο, εξαιτίας των Δεκεμβριανών. Λειτουργεί στις 12 Φεβρουαρίου 1945 (Συμφωνία της Βάρκιζας), αλλά καταφέρνει να κυκλοφορεί μόνο στην Αθήνα. Όπως είπε και ο τότε αρχισυντάκτης του Καραγιώργης: «Ποτέ έπειτα από την "απελευθέρωση" ο Ριζοσπάστης δεν μπόρεσε να κυκλοφορήσει στα χωριά και σχεδόν σε όλες τις κωμοπόλεις. Κατόπιν τον απέκλεισαν λίγο – λίγο από ολόκληρες περιοχές».
Τελικά ο Ριζοσπάστης κλείνει στις 17 Νοεμβρίου 1947 με ψήφισμα της κυβέρνησης Σοφούλη-Τσαλδάρη μαζί με άλλα δημοσιογραφικά όργανα του ΚΚΕ (Ελεύθερη Ελλάδα). Ένα περίπου μήνα αργότερα, όμως, ξεκινά την παράνομη κυκλοφορία του και εκδίδεται κανονικά σε όλη τη διάρκεια του εμφυλίου. Στη μετεμφυλιακή περίοδο εκδίδεται αραιά και ακανόνιστα και η έκδοση μειώνεται περισσότερο όταν το εργατικό κίνημα και το κόμμα απέκτησαν τρόπους νόμιμης έκφρασης μέσω της ΕΔΑ.
Ο Ριζοσπάστης αρχίζει να εκδίδει έκτακτα τακτικά φύλλα από το 1968 κατά τη διάρκεια της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Τελικά στις 25 Σεπτεμβρίου του 1974 μετά από ανακοίνωση της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ ξεκίνησε ξανά η νόμιμη κυκλοφορία του.
Ο Ριζοσπάστης στην καθημερινή του έκδοση έρχεται συχνά στις πρώτες θέσεις σε πωλήσεις.[6] Ωστόσο Η Καθημερινή από το 2008 έως το 2012 καθώς και Το Βήμα από το 2006 έως το 2010, που εμφανιζόταν ως καθημερινές ημερήσιες εφημερίδες, περνούσαν τον Ριζοσπάστη σε πωλήσεις. Από το 2012 και μετά εμφανίζεται στην πρώτη θέση είτε αυτός είτε Η Αυγή, ενώ το 2016 υπάρχει ανταγωνισμός με την εφημερίδα Star Press. Ο Ριζοσπάστης δεν εκδίδεται τη Δευτέρα και την Κυριακή. Παράλληλα πωλείται και από μέλη των κομματικών οργανώσεων του ΚΚΕ και της ΚΝΕ σε χώρους όπως τα πανεπιστήμια και οι χώροι εργασίας, πωλώντας ένα σημαντικό αριθμό φύλλων.
Όσον αφορά τον Ριζοσπάστη της Κυριακής[7] συνήθως έρχεται 8ος ή 7ος σε πωλήσεις. Ενώ από το 2009, με την έναρξη της έκδοσης της εφημερίδας Real News, πέφτει μέχρι και την 9η θέση. Το 2012 με ανεβασμένες πωλήσεις φτάνει την 6η θέση (το 2011 έκλεισε η Ελευθεροτυπία) και το 2013 και 2015 αν και έχουν μειωθεί οι πωλήσεις του φτάνει στην 5η θέση.
Για τις πωλήσεις παλαιότερων ετών γνωρίζουμε, ότι την περίοδο της πανσιδηροδρομικής απεργίας, το 1924, που απεργούσαν και οι εργάτες του τύπου και κυκλοφορούσε μόνο ο Ριζοσπάστης, οι πωλήσεις ξεπέρασαν τις 20.000 στην Αθήνα.[8] Το 1932-1936 έφτασε μεγάλες- για την εποχή- πωλήσεις, καθώς πουλούσε μέχρι 12.000 φύλλα, ενώ οι μεγαλύτερες αστικές εφημερίδες έφτανα τα 25.000-30.000. Ενώ και ο ίδιος το 1927 πουλούσε 6.000-7.000 φύλλα. Μετά τη Βάρκιζα ο Ριζοσπάστης γίνεται για ένα διάστημα η μεγαλύτερη σε κυκλοφορία εφημερίδα.
Στη μεταπολιτευτική περίοδο θα έχει γοργή άνοδο: έτσι από 22.000 φύλλα μέση ημερήσια κυκλοφορία το 1974, θα φτάσει το 1985 τα 60.000 φύλλα. Αυτό αντικατόπτριζε «την αύξηση της πολιτικής εμβέλειας του Κ.Κ.Ε. που πάντως δεν κατοχυρώνεται και εκλογικά».[1] Η κυκλοφορία της αρχίζει να κάμπτεται μετά την περίοδο αυτή, εν μέρει και λόγω της έκδοσης της φιλοκομμουνιστικής εφημερίδας Η Πρώτη μια κι αυτή στο ίδιο αναγνωστικό κοινό απευθυνόταν.[1]
Η γλώσσα του Ριζοσπάστη ουσιαστικά κινήθηκε σε δύο κατευθύνσεις. Στην αρχή σε καθαρεύουσα (Γεώργιος Φιλάρετος) και αργότερα σε δημοτική με τη μεταφορά της διεύθυνσης της εφημερίδας στο ΣΕΚΕ όπου υιοθετήθηκε η δημοτική σε ολόκληρη τη διάρκεια της γλωσσικής διαμάχης. Η επιλογή της γλώσσας συντελείται κυρίως γιατί ο Ριζοσπάστης απευθύνεται πλέον στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα στα οποία είναι καθιερωμένη και πιο κατανοητή.[9]
Αν και σήμερα εξακολουθεί να χρησιμοποιείται η δημοτική στο παρελθόν η χρήση της ήταν εντονότερη.[10] Στοιχεία που αποδεικνύουν την επικράτηση της δημοτικής στην εφημερίδα είναι η σχεδόν πιστή αναπαραγωγή της γραμματικής του Τριανταφυλλίδη γνωστής και ως «Γραμματική της Δημοτικής» καθώς και η χρήση των λαϊκών συμπλεγμάτων –χτ-, -φτ-. Ουσιαστικά ο Ριζοσπάστης κατατάσσεται ανάμεσα στις εφημερίδες που χρησιμοποιούν τη συγκεκριμένη γραμματική (Έθνος, Αυγή, Καθημερινή).[9]
Ο Ριζοσπάστης από το 1917, πριν γίνει σοσιαλιστική εφημερίδα, είχε καθιερώσει ειδικές στήλες για την εργατική είδηση και δημοσίευε καθημερινά εργατικές ειδήσεις.[2][11]
Η επικέντρωση του Ριζοσπάστη στην εργατική είδηση συνεχίζεται μέχρι και σήμερα (πλέον σχετίζεται και με το ΚΚΕ). Έχει ειδικό δημοσιογραφικό τμήμα για τις εργατικές ειδήσεις και στήλες που τις καλύπτουν (π.χ. η στήλη «Η άποψη μας»). Η εφημερίδα καλύπτει όλων των ειδών εργατικές ειδήσεις, από πρωτογενείς μέχρι διεθνείς επιδράσεις.
Γενικότερα ο Ριζοσπάστης καλύπτει με επιτυχία όλα τα σημαντικά εργατικά γεγονότα, όπως αυτά στο Νεώριο το 1992 όπου αναμετάδωσε τόσο τις θέσεις της κυβερνήσεως όσο και των εργατών, ενώ για τα γεγονότα στα Ελληνικά Ναυπηγεία το 1995 αφιέρωσε τα 2/3 των εξωφύλλων του τον Αύγουστο και Σεπτέμβριο και το 1/3 όλον τον χρόνο. Και αν και εξίσου καλή κάλυψη εργατικών γεγονότων γίνεται και από άλλες αριστερές εφημερίδες, όπως Η Αυγή, πολλές φορές υπάρχουν διαφοροποιήσεις στην κάθε εφημερίδα.
Ο καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Δημήτρης Ψυχογιός, επισημαίνει ότι ο Ριζοσπάστης «παραμένει...πάντα πιστός στη λενινιστική αντίληψη που θέλει την κομματική του εφημερίδα καθοδηγητή και αγκιτάτορα των μελών του κόμματος, της εργατικής τάξης και προβάλλει τις θέσεις του ΚΚΕ σε σχέση με την επικαιρότητα και τις αγωνιστικές κινητοποιήσεις των εργαζομένων, ενώ προβαίνει και σε έντονα σχόλια κατά των πολιτικών αντιπάλων.[11]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.