From Wikipedia, the free encyclopedia
Να μη συγχέεται με τη μάχη του Ευρυμέδοντα κατά τους Ρωμαιο-Συριακούς Πολέμους
Μάχη του Ευρυμέδοντα | |||
---|---|---|---|
Πόλεμοι της Δηλιακής Συμμαχίας | |||
Ο Ευρυμέδοντας Ποταμός, κοντά στον Άσπενδο | |||
Χρονολογία | 466 ή 469 π.Χ. | ||
Τόπος | Ευρυμέδοντας (ποταμός) | ||
Έκβαση | Νίκη των Ελλήνων | ||
Αντιμαχόμενοι | |||
Ηγετικά πρόσωπα | |||
Δυνάμεις | |||
| |||
Απώλειες | |||
|
Η Μάχη του Ευρυμέδοντα ήταν διπλή μάχη (ναυμαχία και πεζομαχία), η οποία έλαβε χώρα στη θάλασσα και στη ξηρά μεταξύ της Δηλιακής Συμμαχίας — δηλαδή της Αθήνας και των συμμάχων της — και της Περσικής αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών υπό την ηγεσία του Ξέρξη Α'. Διεξήχθη είτε το 469 π.Χ. είτε το 466 π.Χ. στον Ευρυμέδοντα Ποταμό, στην Παμφυλία της Μικράς Ασίας (σημερινή Τουρκία). Αποτελεί μέρος των Πολέμων της Δηλιακής Συμμαχίας, οι οποίοι με τη σειρά τους εντάσσονται στο πλαίσιο των Περσικών Πολέμων.
Η Δηλιακή Συμμαχία συγκροτήθηκε μεταξύ της Αθήνας και πόλεων-κρατών του Αιγαίου, μετά την αποχώρηση των Σπαρτιατών από την προηγούμενη ελληνική συμμαχία, με κύριο σκοπό να συνεχιστεί ο πόλεμος κατά της Περσίας, ο οποίος ξεκίνησε με την πρώτη και συνεχίστηκε με τη δεύτερη περσική εισβολή στην Ελλάδα (492-490 π.Χ. και 480-479 π.Χ. αντίστοιχα). Μετά τις μάχες των Πλαταιών και της Μυκάλης, με τις οποίες έληξε η δεύτερη εισβολή, οι ελληνικές συμμαχικές δυνάμεις αντεπιτέθηκαν, πολιορκώντας τις πόλεις της Σηστού και του Βυζαντίου. Ακολούθως, η Δηλιακή Συμμαχία ανέλαβε την ευθύνη για τον πόλεμο και συνέχισε τις επιθέσεις στις περσικές βάσεις στο Αιγαίο κατά τη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας (από το 478 π.Χ.).
Είτε το 469 είτε το 466 π.Χ., οι Πέρσες άρχισαν να συγκροτούν εκ νέου στρατό και στόλο, έτσι ώστε να ξεκινήσουν νέα μεγάλη επίθεση κατά των Ελλήνων. Το περσικό εκστρατευτικό σώμα στρατοπέδευσε κοντά στον Ευρυμέδοντα, με πιθανολογούμενο σκοπό να κινηθεί κατά μήκος των ακτών της Μικράς Ασίας, κατακτώντας όλες τις πόλεις στο πέρασμά του. Αυτό θα έθετε τις περιοχές της Ασιατικής Ελλάδας και πάλι υπό περσικό έλεγχο και θα προσέφερε στους Πέρσες ναυτικές βάσεις, από τις οποίες θα μπορούσαν να διεξάγουν επιχειρήσεις στο Αιγαίο. Όταν πληροφορήθηκε τις περσικές προετοιμασίες, ο Αθηναίος στρατηγός Κίμων έπλευσε με 200 τριήρεις στη Φασηλίδα της Παμφυλίας, η οποία εντέλει δέχθηκε να συμμαχήσει με τη Δηλιακή Συμμαχία, γεγονός το οποίο δυσχέρανε τον αρχικό περσικό σχεδιασμό.
Ακολούθως, ο Κίμων αποφάσισε να πραγματοποιήσει προληπτική επίθεση κατά των περσικών δυνάμεων στον Ευρυμέδοντα. Συγκεκριμένα, έπλευσε κοντά στο στόμιο του ποταμού και διέλυσε γρήγορα τον περσικό στόλο που στρατοπέδευε εκεί. Το μεγαλύτερο μέρος του περσικού στόλου προσέγγισε τη ξηρά και οι Πέρσες ναύτες βρήκαν καταφύγιο στο στρατόπεδό τους. Ο Κίμων τότε αποβιβάστηκε με τους στρατιώτες του και επιτέθηκε στον περσικό στρατό, ο οποίος επίσης διαλύθηκε. Οι Έλληνες, μετά τη νίκη κατά των Περσών, πήραν πολλούς αιχμαλώτους και κατάφεραν να καταστρέψουν τις αγκυροβολημένες 200 περσικές τριήρεις. Αυτή η διπλή νίκη φαίνεται να έπληξε το ηθικό των Περσών και να απέτρεψε οποιαδήποτε περσική εκστρατεία στο Αιγαίο μέχρι το 451 π.Χ. Ωστόσο, η Δηλιακή Συμμαχία δεν κατάφερε να εκμεταλλευτεί το πλεονέκτημα της, ίσως επειδή άλλα γεγονότα του Ελληνικού κόσμου απαιτούσαν την προσοχή της.
Η στρατιωτική ιστορία της Ελλάδας από το τέλος της δεύτερης περσικής εισβολής μέχρι τον Πελοποννησιακό Πόλεμο (479-431 π.Χ.) περιγράφεται ελλιπώς από τις αρχαίες πηγές. Αυτή η περίοδος, μερικές φορές αναφερόμενη και ως πεντηκονταετία από τους αρχαίους μελετητές, αποτέλεσε εποχή ειρήνης και ευημερίας για την Ελλάδα.[1][2] Η Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου του Θουκυδίδη συνιστά την κοντινότερη στα περιγραφόμενα γεγονότα, την αξιολογότερη, εξ επόψεως πλούτου υλικού, και την πιο αξιόπιστη, σύμφωνα με τους σύγχρονους ιστορικούς, πρωτογενή ιστορική πηγή της εν λόγω περιόδου.[3][4][5] Ο Θουκυδίδης αναφέρεται σε αυτή παρεκβατικά στο πλαίσιο της ανάλυσής του για την ενίσχυση της αθηναϊκής δύναμης κατά τη διάρκεια των χρόνων πριν από τον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Πρόκειται δε για αναφορά σύντομη, πιθανώς επιλεκτική και στερούμενη ημερομηνιών.[6][7] Παρ' όλ' αυτά, η ιστορία του Θουκυδίδη αξιοποιείται από τους ιστορικούς για την κατάρτιση ενός χρονολογικού σκελετού των σχετικών γεγονότων, όπου μπορούν, παράλληλα, να τοποθετηθούν λεπτομέρειες και από άλλες αρχαιολογικές πηγές και συγγραφείς.[6]
Επιπλέον πληροφορίες για τα γεγονότα της πεντηκονταετίας παρέχει ο Πλούταρχος στις βιογραφίες (Βίοι Παράλληλοι) που συνέγραψε για τον Αριστείδη και, κυρίως, για τον Κίμωνα. Ο Πλούταρχος έγραψε, όμως, 600 χρόνια αργότερα από την εξεταζόμενη εποχή και θεωρείται, συνεπώς, δευτερογενής πηγή των γεγονότων. Πάντως, μνημονεύει συχνά τις πηγές του, κάτι που επιτρέπει τον, μέχρις ενός βαθμού, έλεγχο των γραφόμενων του.[8] Στις βιογραφίες του, ο Πλούταρχος αντλεί υλικό από αρχαίες πηγές, οι οποίες δεν έχουν διασωθεί και, κατ' αυτό τον τρόπο, συχνά καταγράφει πληροφορίες, που παραλείφθηκαν από τη σύντομη παρεκβατική παράθεση των γεγονότων στο θουκυδίδειο έργο. Η τελευταία σημαντική πηγή της πεντηκονταετίας είναι η παγκόσμια ιστορία (Βιβλιοθήκη Ιστορική) του ιστορικού του πρώτου αιώνα π.Χ., Διόδωρου Σικελιώτη. Τις σχετικές πληροφορίες του, όμως, για την περίοδο αυτή φαίνεται να αντλεί ο Διόδωρος από τον Έλληνα ιστορικό Έφορο, ο οποίος είχε συγγράψει τη δική του παγκόσμια ιστορία.[9] Ωστόσο, βασιζόμενοι στις λίγες πληροφορίες που είναι γνωστές για τον Έφορο, οι μελετητές αντιμετωπίζουν με επιφυλακτικότητα την αξιοπιστία της ιστορικής καταγραφής του.[5] Αυτός είναι ένας από τους λόγους που ο Διόδωρος, οι αναφορές του οποίου έχουν συχνά αντικρουστεί από σύγχρονους ιστορικούς,[10] δεν θεωρείται ιδιαίτερα αξιόπιστη πηγή. Μάλιστα, ο εκ των μεταφραστών του, Όλτφαδερ (αγγ. Oldfather), υποστηρίζει, αναφορικά με την περιγραφή της μάχης του Ευρυμέδοντα από τον Διόδωρο, ότι «...τα τρία προηγούμενα κεφάλαια αποκαλύπτουν τη χειρότερη πλευρά του Διόδωρου...».[11] Τέλος, έχει αποκαλυφθεί, χάρη στις ανασκαφές, αξιόλογος όγκος αρχαιολογικών δεδομένων, μεταξύ των οποίων ιδιαίτερη θέση κατέχουν επιγραφές με λεπτομερείς καταλόγους κατανομής φορολογικών βαρών εντός της Δηλιακής Συμμαχίας.[3][12]
Ο Θουκυδίδης παραθέτει συνοπτικά τα κυριότερα γεγονότα από το τέλος της δεύτερης περσικής εισβολής μέχρι τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, αλλά δε δίνει χρονολογίες.[13] Κατά καιρούς, κατεβλήθησαν προσπάθειες για την ακριβή χρονολόγηση των εν λόγω γεγονότων, αλλά έως τώρα δεν έχει δοθεί ικανοποιητική λύση στο πρόβλημα. Η βασική υπόθεση των προσπαθειών αυτών είναι ότι ο Θουκυδίδης καταγράφει τα γεγονότα με την κατάλληλη χρονολογική σειρά.[14] Η μόνη γενικώς αποδεκτή ημερομηνία είναι το 465 π.Χ. ως το έτος έναρξης της πολιορκίας της Θάσου. Η εν λόγω χρονολόγηση βασίζεται σε σχόλιο ανώνυμου αρχαίου σχολιαστή σε αντίγραφο έργων του Αισχίνη. Ο σχολιαστής σημειώνει ότι οι Αθηναίοι βρήκαν την καταστροφή στις «Εννέα Οδούς», όταν Επώνυμος Άρχων στην Αθήνα ήταν ο Λυσίθεος (465/4 π.Χ.).[6] Ο Θουκυδίδης αναφέρει την επίθεση στις «Εννέα Οδούς», συνδέοντάς τη χρονικά με την αρχή της πολιορκίας της Θάσου, και, καθώς ο αρχαίος ιστορικός αναφέρει ότι η πολιορκία έληξε ύστερα από τρία χρόνια, η τελευταία χρονολογείται μεταξύ 465 και 463 π.Χ.[15]
Η μάχη του Ευρυμέδοντα χρονολογείται το 469 π.Χ., με βάση το ανέκδοτο του Πλούταρχου για τον Άρχοντα Αψεφίωνα, που επέλεξε τον Κίμωνα και τους άλλους στρατηγούς ως κριτές σε κάποιο διαγωνισμό.[16] Αυτό που υπονοείται στην εν λόγω ιστορία είναι ότι ο Κίμωνας είχε πρόσφατα πετύχει μια μεγάλη νίκη, η οποία πιθανώς να αφορά τη μάχη του Ευρυμέδοντα.[15] Ωστόσο, από τη στιγμή που η μάχη του Ευρυμέδοντα φαίνεται να διεξήχθη μετά την πολιορκία της Νάξου από τους Αθηναίους (αλλά πριν από την πολιορκία της Θάσου), οι πιθανές χρονολογίες για την εν λόγω μάχη τοποθετούνται αναγκαστικά μετά την ημερομηνία διεξαγωγής των γεγονότων της Νάξου. Πάντως, ενώ ορισμένοι μελετητές θεωρούν ως πιθανότερη ημερομηνία για την πολιορκία της Νάξου το 469 (ή και νωρίτερα) π.Χ.,[17][18] άλλοι προτάσσουν ως ορθότερη χρονολογία το 467 π.Χ.[19] Βάσει της ανωτέρω ανάλυσης και με δεδομένο ότι η μάχη του Ευρυμέδοντα έλαβε χώρα πριν από τα γεγονότα της Θάσου, η προτεινόμενη εναλλακτική ημερομηνία για την ως άνω μάχη είναι το 466 π.Χ.[19] Συμπερασματικά, επισημαίνεται ότι οι σύγχρονοι ιστορικοί διαφωνούν μεταξύ τους ως προς τη χρονολόγηση της μάχης του Ευρυμέδοντα, καθώς μερικοί θεωρούν ότι αυτή πραγματοποιήθηκε το 469 π.Χ.,[15][20][21] ενώ άλλοι το 466 π.Χ.[22][23]
Οι ρίζες των Περσικών πολέμων βρίσκονται στην κατάληψη των ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας, και κυρίως της Ιωνίας, από τον Πέρση βασιλιά Κύρο Β', περίπου το 550 π.Χ. Οι Πέρσες, όμως, αντιμετώπισαν δυσκολίες στη διακυβέρνηση των ιωνικών πόλεων και εντέλει αρκέστηκαν στην υποστήριξη τυράννων σε καθεμιά από αυτές.[24] Αν και οι ελληνικές πόλεις είχαν συχνά κυβερνηθεί από τυράννους στο παρελθόν, πλέον η εν λόγω μορφή κυβέρνησης θεωρούταν απαρχειωμένη.[25] Κατά το 500 π.Χ., οι εχθρικές διαθέσεις των Ιώνων εναντίον των Περσών φαίνεται να είχαν ενισχυθεί σημαντικά και υποκινούμενοι από τον Μιλήσιο τύραννο, Αρισταγόρα, οδηγήθηκαν σε επανάσταση. Συγκεκριμένα, αφού απέτυχε να καταλάβει τη Νάξο το 499 π.Χ., ο Αρισταγόρας άρχισε να μελετά τις δυνατότητες οργάνωσης επανάστασης και, στο πλαίσιο αυτό, διακήρυξε τη δημοκρατία τόσο στη δική του πόλη όσο και ευρύτερα στην Ιωνία, υποστηρίζοντας σχετικά κινήματα.[26] Οι ενέργειες αυτές του Αρισταγόρα έδωσαν το έναυσμα για εξεγέρσεις όχι μόνο στην Ιωνία αλλά και στη Δωρίδα και την Αιολίδα, σηματοδοτώντας έτσι την έναρξη της Ιωνικής Επανάστασης.[27]
Οι ελληνικές πόλεις της Αθήνας και της Ερέτριας συμφώνησαν να βοηθήσουν τον Αρισταγόρα και, κατά τη διάρκεια σχετικής εκστρατείας το 498 π.Χ., συνέβαλαν στην κατάληψη και πυρπόληση της περσικής περιφερειακής πρωτεύουσα των Σάρδεων.[28] Εν συνεχεία, η Ιωνική Επανάσταση διήρκεσε (χωρίς εξωτερική βοήθεια) για ακόμα πέντε έτη, πριν καταπνιγεί ολοκληρωτικά από τους Πέρσες. Ωστόσο, παρά την επιτυχή λήξη της επανάστασης, ο Πέρσης βασιλιάς Δαρείος Α' αποφάσισε να τιμωρήσει την Αθήνα και την Ερέτρια για την υποστήριξη που παρείχαν στους εξεγερμένους.[29] Θεωρούσε ότι η Ιωνική Επανάσταση απείλησε τη σταθερότητα της αυτοκρατορίας του, κάτι που θα μπορούσαν να κάνουν στο μέλλον και οι ελλαδικές πόλεις, αν δε λάμβανε άμεσα μέτρα. Κινούμενος από αυτές τις σκέψεις, ο Δαρείος άρχισε να καταστρώνει σχέδια για την κατάληψη ολόκληρης της Ελλάδας, θέτοντας ως πρώτη προτεραιότητα την καταστροφή της Αθήνας και της Ερέτριας.[29]
Στις επόμενες δύο δεκαετίες διεξήχθησαν δύο περσικές εισβολές στην Ελλάδα, στο πλαίσιο των οποίων έλαβαν χώρα ορισμένες από τις πιο γνωστές μάχες στην ιστορία. Κατά τη διάρκεια της πρώτης εισβολής, η Θράκη, η Μακεδονία και τα νησιά του Αιγαίου έγιναν κτήσεις της Περσίας, ενώ η Ερέτρια καταστράφηκε.[30] Ωστόσο, η εισβολή έληξε το 490 π.Χ. χάρη στην αποφασιστική νίκη των Αθηναίων στο Μαραθώνα.[31] Στο μεσοδιάστημα των δύο εκστρατειών, ο Δαρείος πέθανε και την ευθύνη για τον πόλεμο ανέλαβε ο γιος του, Ξέρξης Α'.[32] Ο Ξέρξης ηγήθηκε προσωπικά της δεύτερης εισβολής το 480 π.Χ., υποστηριζόμενος από μεγάλο στρατό και στόλο, των οποίων συχνά τα μεγέθη διογκώνονται υπερβολικά από τις πρωτογενείς πηγές.[33] Οι Έλληνες που διάλεξαν να μην παραδοθούν και να αντισταθούν (οι Σύμμαχοι) ηττήθηκαν στις Θερμοπύλες και το Αρτεμίσιο σε ξηρά και θάλασσα αντίστοιχα.[34] Ακολούθως, όλη η Ελλάδα, εκτός της Πελοποννήσου, έπεσε στα χέρια των Περσών, οι οποίοι, όμως, συνετρίβησαν στη ναυμαχία της Σαλαμίνας.[35] Τον επόμενο χρόνο, το 479 π.Χ., οι Έλληνες συγκέντρωσαν τον μεγαλύτερο έως τότε ελληνικό στρατό και νίκησαν τους Πέρσες στις Πλαταιές, τερματίζοντας την εισβολή και απομακρύνοντας την περσική απειλή για την Ελλάδα.[36]
Σύμφωνα με την παράδοση, την ίδια μέρα με τη μάχη στις Πλαταιές, ο συμμαχικός στόλος νίκησε και κατέστρεψε τον περσικό στόλο στη Μυκάλη.[37] Οι μάχες αυτές σηματοδοτούν το τέλος της περσικής εισβολής και την απαρχή της νέας φάσης των Περσικών Πολέμων, της ελληνικής αντεπίθεσης.[38] Μετά τη ναυμαχία της Μυκάλης, οι ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας εξεγέρθηκαν ξανά, με τους Πέρσες να αδυνατούν να τις σταματήσουν αυτήν τη φορά.[39] Ο συμμαχικός στόλος έπλευσε στη Χερσόνησο, η οποία ήταν ακόμα υπό περσική κατοχή, πολιόρκησε και κατέλαβε την πόλη της Σηστού.[40] Τον επόμενο χρόνο, το 478 π.Χ., οι Έλληνες έστειλαν στρατό, για να καταλάβει το Βυζάντιο (νυν Κωνσταντινούπολη). Η πολιορκία ήταν επιτυχής, αλλά η συμπεριφορά του Σπαρτιάτη στρατηγού Παυσανία αλλοτρίωσε πολλούς από τους Σύμμαχους και είχε ως αποτέλεσμα την ανάκληση του Παυσανία.[41] Η πολιορκία του Βυζαντίου ήταν η τελευταία πολεμική πρωτοβουλία της Ελληνικής συμμαχίας, η οποία αντιμετώπισε νικηφόρα τον Πέρση εισβολέα.
Μετά το Βυζάντιο, η Σπάρτη αποφάσισε να απεμπλακεί από την πολεμική δράση κατά των Περσών.[41] Οι Σπαρτιάτες θεωρούσαν ότι, με την επίτευξη της ελευθερίας τόσο της ηπειρωτικής Ελλάδας όσο και των ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας, ο σκοπός του πολέμου είχε επιτευχθεί. Πιθανώς, πίσω από την επίσημη αυτή δικαιολογία να υποκρυπτόταν η εκτίμηση των Σπαρτιατών ότι η μακροχρόνια ασφάλεια των ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας θα αποδεικνυόταν αδύνατη.[42] Η χαλαρή συμμαχία των πόλεων-κρατών που είχε αποκρούσει την εισβολή του Ξέρξη είχε έως τότε επικεφαλής τη Σπάρτη και την Πελοποννησιακή Συμμαχία. Με την αποχώρηση, όμως, των Λακεδαιμονίων, η ηγεσία των ελληνικών συμμαχικών δυνάμεων περιερχόταν αυτομάτως στους Αθηναίους.[41][42] Σε συνέχεια των γεγονότων αυτών, συγκλήθηκε στο ιερό νησί της Δήλου συνέδριο με σκοπό την ίδρυση νέας συμμαχίας, η οποία θα συνέχιζε τον αγώνα κατά των Περσών. Αυτή η συμμαχία, η οποία συμπεριλάμβανε πλέον και πολλά νησιά του Αιγαίου, έμεινε γνωστή στην ιστορία ως «Πρώτη Αθηναϊκή Συμμαχία» ή, απλούστερα, ως Δηλιακή Συμμαχία. Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, κύριος στόχος της συμμαχίας αποτελούσε η «εκδίκηση για τις αδικίες που υπέστησαν λεηλατώντας την επικράτεια του βασιλιά».[43] Οι δυνάμεις της Δηλιακής συμμαχίας αφιέρωσαν το μεγαλύτερο μέρος της επόμενης δεκαετίας εκδιώκοντας τις περσικές φρουρές από τη Θράκη, και επεκτείνοντας τις ελεγχόμενες από αυτές περιοχές του Αιγαίου.[42]
Όταν πια οι περσικές δυνάμεις είχαν εξουδετερωθεί σε ευρωπαϊκό έδαφος, οι Αθηναίοι άρχισαν να επεκτείνουν στην Ασία τη δράση τη δική τους και της Συμμαχίας που συνέστησαν.[44][45] Αυτό που γνωρίζουμε από τις πηγές είναι ότι τα νησιά της Σάμου, της Χίου και της Λέσβου, που είχαν ενταχθεί στην αρχική ελληνική συμμαχία κατά των Περσών μετά τη ναυμαχία της Μυκάλης, υπήρξαν αργότερα ιδρυτικά μέλη της Δηλιακής Συμμαχίας.[46] Ωστόσο, δεν είναι σαφές πότε οι λοιπές ιωνικές πόλεις και, ευρύτερα, οι άλλες ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας έγιναν μέλη της συμμαχίας, κάτι που οι μελετητές θεωρούν δεδομένο πως συνέβη, χωρίς, όμως, να μπορούν να προσδιορίσουν το ακριβές χρονικό σημείο.[47] Ο Θουκυδίδης αναφέρει την παρουσία ιωνικού σώματος στο Βυζάντιο το 478 π.Χ., άρα είναι πιθανό ότι τουλάχιστον έως το 478 π.Χ., ορισμένες πόλεις των Ιώνων έγιναν μέλη της συμμαχίας.[48] Ο Αριστείδης πέθανε στον Πόντο (περίπου το 486 π.Χ.) κατά τη διάρκεια κρατικής αποστολής, που του είχε ανατεθεί. Με δεδομένο ότι ο εν λόγω πολιτικός ήταν υπεύθυνος για τις οικονομικές συνδρομές των μελών της Δηλιακής Συμμαχίας, πιθανολογείται ότι το ταξίδι του συνδεόταν με την επέκταση της τελευταίας στη Μικρά Ασία.[49]
Η εκστρατεία του Κίμωνα στον Ευρυμέδοντα φαίνεται να αποτέλεσε την αθηναϊκή αντίδραση στη συγκέντρωση περσικού στρατού και στόλου στην Άσπενδο, κοντά στο στόμιο του ποταμού.[44][45] Συνήθως υποστηρίζεται από ιστορικούς ότι οι Πέρσες ήταν οι δυνητικοί επιτιθέμενοι και πως η εκστρατεία του Κίμωνα είχε στόχο να αντιμετωπίσει αυτή τη νέα απειλή.[14][44][45][50] Ο Κόκγουελ (αγγ. Cawkwell) θεωρεί ότι οι προετοιμασίες των Περσών αποτέλεσαν την πρώτη συντονισμένη ενέργεια από μέρους τους να σταματήσουν την ελληνική στρατιωτική δραστηριότητα μετά την αποτυχία της δεύτερης περσικής εισβολής.[21] Οι εσωτερικές διαμάχες στην Περσική Αυτοκρατορία πιθανώς, όμως, να συνέβαλαν στην παράταση του χρόνου που χρειάστηκε για την έναρξη της εκστρατείας.[21] Ο Κόκγουελ περιγράφει τα περσικά στρατηγικά προβλήματα ως εξής:
Η Περσία ήταν μια χερσαία δύναμη, που χρησιμοποιούσε τις ναυτικές της δυνάμεις σε στενή διασύνδεση με το στρατό της, με το στόλο να έχει, κατά συνέπεια, περιορισμένη ελευθερία κίνησης στα θαλάσσια ύδατα των εχθρών. Σε κάθε περίπτωση, ήταν απαραίτητη η ασφάλεια των ναυτικών βάσεων. Κατά τη διάρκεια της Ιωνικής Επανάστασης, ήταν εύκολο για τον περσικό στρατό και στόλο να καταπνίξουν την εξέγερση των ελληνικών πόλεων λόγω του ότι είχαν ήδη χερσαίες δυνάμεις που δρούσαν στην Ιωνία και τα παράλια του Αιγαίου. Όπως έδειξε, όμως, η εξέγερση του 479 π.Χ. και οι επιτυχίες του ελληνικού ναυτικού που ακολούθησαν, οι Πέρσες δε διέθεταν πλέον άλλη επιλογή από το να κινητοποιήσουν ταυτόχρονα στρατό και στόλο κατά μήκος της ακτής και να καταλάβουν κάθε πόλη που θα έβρισκαν μπροστά τους.[51]
Λόγω της φύσης των ναυτικών συγκρούσεων στην αρχαιότητα, οι στόλοι έπρεπε να προσεγγίζουν στην ξηρά κάθε λίγες μέρες, για να προμηθεύονται φαγητό και νερό, απαραίτητα για τις μεγάλες ομάδες κωπηλατών που στελέχωναν τα πλοία.[52] Το γεγονός αυτό περιόριζε σημαντικά τις δυνατότητες των αρχαίων στόλων, που μπορούσαν να δρουν μόνο πλησίον ασφαλών ναυτικών βάσεων.[53] Γι' αυτό, Ο Κόκγουελ πιστεύει ότι οι περσικές δυνάμεις, οι οποίες στρατοπέδευσαν στην Άσπενδο, είχαν κύριο στόχο να κινηθούν κατά μήκος της νότιας ακτής της Μικράς Ασίας, κατακτώντας κάθε πόλη, ώστε εντέλει ο περσικός στόλος να μπορέσει να ενεργήσει ξανά στην Ιωνία.[45] Ο Μέγας Αλέξανδρος θα χρησιμοποιούσε την τακτική αυτή τον χειμώνα του 333 π.Χ., αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση: Μη δυνάμενος να αντιτάξει ναυτικό στους Πέρσες, ο Αλεξάνδρος επέλεξε να κατακτήσει τα λιμάνια της νότιας Μικράς Ασίας, στερώντας, κατ' αυτό τον τρόπο, από τους αντιπάλους του κάθε κατάλληλη ναυτική βάση.[45]
Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι, μόλις ο Κίμων πληροφορήθηκε τη συγκέντρωση περσικών δυνάμεων στην Άσπενδο, απέπλευσε από την Κνίδο με διακόσες τριήρεις. Είναι πολύ πιθανό ο Κίμων να είχε συγκεντρώσει αυτή την ισχυρή ναυτική δύναμη λόγω πληροφοριών που είχε συλλέξει αναφορικά με τα σχέδια των Περσών να ανακτήσουν τις ασιατικές ελληνικές πόλεις.[45] Ο Κίμων πιθανώς περίμενε στην Καρία, καθώς ανέμενε ότι οι Πέρσες θα βάδιζαν κατά της Ιωνίας μέσω της Βασιλικής Οδού από τις Σάρδεις.[45] Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο Κίμων έπλευσε στη Φασηλίδα της Λυκίας επικεφαλής της ως άνω ναυτικής δύναμης, αλλά οι αρχές της πόλης αρνήθηκαν να τον δεχθούν. Τότε, άρχισε να λεηλατεί τα εδάφη της Φασηλίδας, η οποία δέχθηκε να γίνει μέλος της συμμαχίας χάρη στη διαμεσολάβηση χιακού αποσπάσματος του στόλου του Κίμωνα. Επιπλέον, η πόλη υποχρεώθηκε να συνεισφέρει στρατεύματα στην εκστρατεία και να πληρώσει δέκα τάλαντα στους Αθηναίους.[44] Η απόφαση για την προληπτική κατάληψη της Φασηλίδας δείχνει πως ο Κίμων ανέμενε περσική στρατιωτική πρωτοβουλία για την ανακατάληψη των παραλιακών ελληνικών πόλεων.[45] Η ταυτόχρονη παρουσία στρατού και στόλου στην Άσπενδο πιθανώς να τον έπεισε ότι επέκειτο περσική επίθεση στην Ιωνία. Καταλαμβάνοντας τη Φασηλίδα, την ανατολικότερη ελληνική πόλη στη Μικρά Ασία (και δυτικά του Ευρυμέδοντα), ο Κίμων είχε αποτελεσματικά σταματήσει την αντίπαλη εκστρατεία πριν αυτή αρχίσει, με τους Πέρσες να χάνουν την πρώτη ναυτική βάση που σκόπευαν να κατακτήσουν.[45] Αναλαμβάνοντας πλέον την πρωτοβουλία των κινήσεων, ο Κίμων κίνησε ευθέως για να επιτεθεί στον περσικό στόλο στην Άσπενδο.[44]
Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο συμμαχικός στόλος αποτελούταν από 200 τριήρεις. Επρόκειτο για, αρχικώς ἄφρακτα (χωρίς κατάστρωμα), πλοία, τα οποία είχαν σχεδιαστικά βασιστεί σε σύλληψη του Θεμιστοκλή και ήταν προσανατολισμένα σε ενέργειες εμβολισμού.[54] Στην πορεία, ο Κίμων επέφερε κάποιες πρόσθετες βελτιώσεις, ώστε να είναι πιο κατάλληλα και αποτελεσματικά για αποβιβαστικές ενέργειες.[44]
Κατά κανόνα, η τριήρης αποτελούταν από 200 άνδρες, στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν και 14 στρατιώτες.[55] Στη δεύτερη περσική εισβολή στην Ελλάδα, κάθε περσικό πλοίο είχε επιπλέον 30 στρατιώτες,[56], κάτι που πιθανώς συνέβη και στην πρώτη εισβολή, όταν το σύνολο των δυνάμεων εισβολής είχε μεταφερθεί με τριήρεις.[55] Παράλληλα, τα πλοία από τη Χίο στη ναυμαχία της Λάδης είχαν σαράντα στρατιώτες το καθένα. Συνεπώς, εκτιμάται ότι μια τριήρης ήταν σε θέση να μεταφέρει έως 40-45 στρατιώτες, αν και είναι πιθανό τα εν λόγω πλοία να αντιμετώπιζαν προβλήματα αποσταθεροποίησης λόγω του επιπλέον βάρους.[57] Βάσει όλων των ανωτέρω, υπολογίζεται ότι υπήρχαν 5.000 οπλίτες μαζί με το συμμαχικό στόλο.[44]
Για το μέγεθος του περσικού στόλου υπήρξαν ποικίλες εκτιμήσεις. Ο Θουκυδίδης, που θεωρείται η πιο αξιόπιστη πηγή, αναφέρει την παρουσία διακοσίων φοινικικών πλοίων.[58] Ο Πλούταρχος παραθέτει τις εκτιμήσεις του Έφορου του Κυμαίου που έκανε λόγο για 350 περσικά πλοία και του Φανόδημου που ανέβαζε τον αριθμό τους στα εξακόσια. Παράλληλα, ο Πλούταρχος αναφέρει ότι οι Πέρσες περίμεναν τον απόπλου 80 επιπλέον φοινικικών πλοίων από την Κύπρο.[44] Αν και οι μελετητές προκρίνουν τους αριθμούς που μας παραδίδει ο Θουκυδίδης, δεν αποκλείεται να αληθεύει ο ισχυρισμός του Πλούταρχου ότι οι Πέρσες ανέμεναν ενισχύσεις, καθώς θα εξηγούσε το γεγονός ότι ο Κίμων ήταν σε θέση να εξαπολύσει προληπτική επίθεση εναντίον τους.[44][58][59] Σε ό,τι αφορά το πεζικό, οι πρωτογενείς πηγές δεν περιλαμβάνουν εκτιμήσεις για το μέγεθος των περσικών χερσαίων δυνάμεων. Θεωρείται, ωστόσο, ότι ανέρχονταν στους πέντε χιλιάδες, καθώς τα περσικά πλοία πλοία είχαν παρόμοια δυνατότητα μεταφοράς στρατιωτών με τα ελληνικά.[56] Ο Πλούταρχος, βασιζόμενος στα γραφόμενα του Εφόρου, αναφέρει ότι ο Τιθραύστης ήταν διοικητής του βασιλικού στόλου και ο Φερενδάτης διοικητής του πεζικού, αν και συμπληρώνει ότι, σύμφωνα με τον Καλλισθένη, ο Αριομάνδης ήταν διοικητής ολόκληρης της περσικής δύναμης.[44]
Σε αντίθεση με τον Θουκυδίδη που αρκείται σε ορισμένες βασικές πληροφορίες, ο Πλούταρχος μας παραδίδει μια πιο αξιόπιστη και λεπτομερή περιγραφή της εξέλιξης και των επιμέρους περιστατικών της μάχης.[11] Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο περσικός στόλος αγκυροβόλησε στα ανοικτά του ποταμού, περιμένοντας άλλα 80 φοινικικά πλοία από την Κύπρο. Πριν, όμως, φθάσουν οι ενισχύσεις, ο Κίμων, ερχόμενος από τη Φασηλίδα, κινήθηκε με στόχο να επιτεθεί στους Πέρσες, οι οποίοι υποχώρησαν, επιδιώκοντας να αποφύγουν τη μάχη. Εντέλει, οι Πέρσες αναγκάστηκαν να απαντήσουν στις επιθετικές κινήσεις του Κίμωνα, αλλά η ναυμαχία εξελίχθηκε αρνητικά για αυτούς: Παρά την αριθμητική τους υπεροχή, ο Κίμωνας διέσπασε ταχέως το σχηματισμό τους, αναγκάζοντας τα περσικά πολεμικά πλοία σε υποχώρηση προς την όχθη του ποταμού.[44] Εγκαταλείποντας τα πλοία τους, τα πληρώματα αναζητούσαν καταφύγιο στις παρακείμενες στρατιωτικές δυνάμεις. Μερικά περσικά πλοία αιχμαλωτίστηκαν ή καταστράφηκαν κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας, αλλά φαίνεται ότι τα περισσότερα αγκυροβόλησαν επιτυχώς.[58]
Ακολούθως, ο περσικός στρατός κινήθηκε εναντίον του ελληνικού στόλου, ο οποίος είχε πιθανότατα επίσης αγκυροβολήσει, για να καταλάβει τα περσικά πλοία. Παρά την κούραση του στρατού του, ο Κίμων διείδε ότι οι άντρες του είχαν υψηλό ηθικό και, γι'αυτό, αποφάσισε να αποβιβάσει τους οπλίτες και να επιτεθεί στο περσικό πεζικό.[44] Αρχικά, οι Πέρσες απώθησαν την επίθεση, αλλά (όπως και στη Μυκάλη) οι Έλληνες οπλίτες αναδείχθηκαν ανώτεροι, χάρη στον βαρύ εξοπλισμό τους και κατατρόπωσαν τους αντιπάλους τους. Κατά την άτακτη υποχώρησή τους, τόσο οι Πέρσες στρατιώτες όσο και το στρατόπεδό τους αιχμαλωτίστηκαν από το νικηφόρο ελληνικό στρατό.[60]
Ο Θουκυδίδης υποστηρίζει ότι διακόσια φοινικικά πλοία κατελήφθησαν και ακολούθως καταστράφηκαν,[61] Ωστόσο, σύγχρονοι μελετητές κρίνουν ως εξαιρετικά απίθανο να αιχμαλωτίστηκε ένας τόσο μεγάλος αριθμός εχθρικών πλοίων κατά τη διάρκεια μιας τόσο σύντομης ναυμαχίας. Εάν ο αριθμός που παραδίδει ο Θουκιδύδης είναι ακριβής, τότε πρόκειται μάλλον για εγκαταλειφθέντα από τους ηττημένους πλοία που κατελήφθησαν και παραδόθηκαν στην πυρά από τους νικητές μετά το τέλος της ναυμαχίας, όπως συνέβη και στη Μυκάλη.[58] Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι διακόσια πλοία κατελήφθησαν, πέραν των όσων καταστράφηκαν ή διέφυγαν.[44] Όπως γράφει ο Κόκγουελ, ο όρος «καταστράφηκαν», στην προκειμένη περίπτωση, πιθανώς να σημαίνει ότι βυθίστηκαν κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας, καθώς θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι οι Έλληνες κατέστρεψαν και όσα πλοία κατέλαβαν (όπως φαίνεται, άλλωστε, να υπονοεί ο Θουκυδίδης).[58] Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, οι αριθμοί που δίδουν ο Θουκυδίδης και ο Πλούταρχος παρουσιάζουν ομοιότητες αλλά δε συμπίπτουν. Πάντως, σε καμία πρωτογενή πηγή δεν υπάρχουν εκτιμήσεις για το μέγεθος των ανθρώπινων απωλειών των δύο αντιμαχόμενων παρατάξεων.
Ο Πλούταρχος υποστηρίζει πως, μετά τη διπλή του νίκη, ο Κίμων συνέχισε να είναι ιδιαίτερα δραστήριος και έσπευσε με το στόλο του να ανακόψει τα ογδόντα φοινικικά πλοία που περίμεναν οι Πέρσες. Σύμφωνα πάλι με τον Πλούταρχο, αφού αιφνιδίασε τους Φοίνικες, αιχμαλώτισε η κατέστρεψε ολόκληρο το στόλο τους.[60] Ωστόσο, ο Θουκυδίδης δεν αναφέρει το περιστατικό αυτό, με αποτέλεσμα αρκετοί μελετητές αν αμφιβάλλουν αν η συγκεκριμένη ναυμαχία έλαβε όντως χώρα.[58]
Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο Πέρσης βασιλιάς (πιθανότατα ο Ξέρξης) συμφώνησε να υπογράψει μια ταπεινωτική συνθήκη ειρήνης μετά τη μάχη του Ευρυμέδοντα[60] Όπως, όμως, παραδέχεται ο Πλούταρχος, άλλοι συγγραφείς αρνούνται ότι συνήφθη συνθήκη ειρήνης μετά την εν λόγω μάχη και θεωρούν ότι είναι είναι πιο λογικό αυτή να υπογράφηκε μετά την κυπριακή εκστρατεία (450 π.Χ.).[62] Σύμφωνα με μια εναλλακτική ερμηνεία των γεγονότων από τον Πλούταρχο, ο Πέρσης βασιλιάς ενεργούσε σαν να είχε υπογράψει ταπεινωτική συνθήκη ειρήνης, φοβούμενος να αντιμετωπίσει εκ νέου σε μάχη τους Έλληνες.[60] Βάσει των εκτιμήσεων σύγχρονων ιστορικών, κρίνεται μάλλον απίθανη η υπογραφή της συνθήκης μετά την παρούσα μάχη.[63]
Η νίκη του Κίμωνα στον Ευρυμέδοντα είχε ιδιαίτερη σημασία, καθώς ελαχιστοποίησε την απειλή νέας περσικής εισβολής στην Ελλάδα.[22] Παράλληλα, φαίνεται να ανέστειλε, τουλάχιστον μέχρι το 451 π.Χ., κάθε προσπάθεια των Περσών να ανακτήσουν τις ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας.[64] Η ένταξη περισσότερων από αυτές τις πόλεις (ειδικότερα δε πόλεων της Καρίας) στη Δηλιακή Συμμαχία πιθανότατα ακολούθησε την εκστρατεία του Κίμωνα στην περιοχή.[65]
Από την άλλη, όμως, παρά την αποφασιστική νίκη του Κίμωνα, οι Έλληνες δε φαίνεται να απέκτησαν κάποιο στρατηγικό πλεονέκτημα στη σύγκρουσή τους με τους Πέρσες.[23] Εάν αποδεχθούμε ως ημερομηνία διεξαγωγής της εκστρατείας του Ευρυμέδοντα το 466 π.Χ., τότε η εφεκτικότητα που επέδειξαν οι Έλληνες μετά τη νίκη τους μπορεί να εξηγηθεί από το ότι οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοί τους αναγκάστηκαν να μεταφέρουν σημαντικούς πόρους και δυναμικό από τη Μικρά Ασία στη Θάσο, ώστε να αποτρέψουν την απόσχιση της τελευταίας από τη συμμαχία.[23] Σε ό,τι αφορά τους Πέρσες, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος, οι τελευταίοι υιοθέτησαν μια ιδιαίτερα αμυντική στρατηγική στο Αιγαίο κατά τη διάρκεια της δεκαπενταετίας που ακολούθησε τη μάχη.[60] Ο περσικός στόλος ήταν ουσιαστικά απών από το Αιγαίο μέχρι το 451 π.Χ., ενώ την ίδια στιγμή τα ελληνικά πλοία δέσποζαν ανενόχλητα στις ακτές της Μικράς Ασίας.[60][66] Η επόμενη μεγάλη εκστρατεία της Δηλιακής Συμμαχίας κατά των Περσών θα διεξαγόταν στην Αίγυπτο το 460 π.Χ., όταν οι Αθηναίοι αποφάσισαν να υποστηρίξουν μια επαναστατική κίνηση κατά της περσικής αυτοκρατορίας. Η εν λόγω εκστρατεία θα διαρκούσε 6 ολόκληρα χρόνια, πριν τερματισθεί με καταστροφικά αποτελέσματα για τους Αθηναίους.[67]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.