Κινηματογράφος στην Ιαπωνία From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Ιαπωνικός κινηματογράφος (Ιαπωνικά:日本 映 画, Nihon eiga) έχει μια ιστορία που εκτείνεται σε περισσότερα από 100 χρόνια. Η Ιαπωνία έχει μια από τις παλαιότερες και μεγαλύτερες κινηματογραφικές βιομηχανίες στον κόσμο, και το 2021, ήταν η τέταρτη μεγαλύτερη βάσει του αριθμού των μεγάλων ταινιών που παρήγαγε.[4] Το 2011 η Ιαπωνία παρήγαγε 411 ταινίες μεγάλου μήκους που κέρδισαν το 54,9% του συνολικού εγχώριου box office των 2,338 δισεκατομμυρίων δολαρίων.[5] Οι ταινίες στην Ιαπωνία άρχισαν να παράγονται από το 1897, όταν έφτασαν οι πρώτοι ξένοι κινηματογραφιστές.
Ιαπωνικός κινηματογράφος | |
---|---|
Κινηματογραφική αίθουσα στη συνοικία Γκίνζα του Τόκιο | |
No. κινηματογραφικών αιθουσών | 3,583 (2019)[1] |
• Αίθουσες κατά κεφαλήν | 2.8 ανά 100,000 (2017)[2] |
Κύριοι διανομείς | Toho (33.7%) Walt Disney (13.6%) Toei Company (10.5%)[3] |
Αριθμός καταχωρημένων (2019)[1] | |
Συνολικά | 194,910,000 |
Gross box office[1] | |
Συνολικό | 261.180 δισ. γιέν (2.39 δισ. δολάρια)[1] |
Εγχώριες ταινίες | 142.192 δισ. γιέν (54.4%) |
Η ταινία Tokyo Story (1953) κατετάγη νούμερο τρία στην λίστα της Sight & Sound «με τις 100 καλύτερες ταινίες όλων των εποχών» [6] και ήταν επίσης στην κορυφή της δημοσκόπησης των σκηνοθετών του Sight & Sound του 2012 «με τις 50 κορυφαίες ταινίες όλων των εποχών», αποθρονίζοντας τον Πολίτη Κέιν του Όρσον Γουέλς,[7][8] ενώ Οι Επτά Σαμουράι του Ακίρα Κουροσάβα (1954) ψηφίστηκε ως η καλύτερη ξενόγλωσση ταινία όλων των εποχών σε μια δημοσκόπηση του BBC του 2018 που πήραν μέρος 209 κριτικοί κινηματογράφου από 43 χώρες.[9]
Η Ιαπωνία κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας μεγάλου μήκους, [Σημ 1] τέσσερις φορές,[Σημ 2] περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη ασιατική χώρα.
Τα τέσσερα μεγάλα κινηματογραφικά στούντιο της Ιαπωνίας είναι τα Toho, Toei, Shochiku και Kadokawa, τα οποία είναι μέλη του Ένωσης Κινηματογραφικών Παραγωγών Ιαπωνίας (αγγλικά: Motion Picture Producers Association of Japan). Τα ετήσια βραβεία της Ιαπωνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου θεωρούνται τα ιαπωνικά ισοδύναμα των Βραβείων Όσκαρ των ΗΠΑ.
Η ιαπωνική κινηματογραφική βιομηχανία, δομημένη σε μεγάλους οίκους παραγωγής, όπως το Χόλυγουντ, είχε μια πρώιμη χρυσή εποχή στις δεκαετίες το 1920 και 1930, με μια εξαιρετικά πλούσια παραγωγή [12] και έφτασε στο απόγειό της τη δεκαετία του 1950,[13] όταν η παραγωγή έφτασε στη μέγιστη παραγωγικότητά της, παράγοντας πάνω από 500 ταινίες το χρόνο.[14] Ταινίες εξαιρετικής καλλιτεχνικής ποιότητας από ορισμένους σεναριογράφους, όπως ο Ακίρα Κουροσάβα και ο Κέντζι Μιζογκούτσι, έκαναν τους ανθρώπους της Δύσης να ανακαλύψουν, μέσω των φεστιβάλ, την ύπαρξη του ιαπωνικού κινηματογράφου, ξεκινώντας από την ταινία Ρασομόν (1950), η οποία και κέρδισε τον Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας και το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας.
Μεταξύ του τέλους της δεκαετίας του '50 και των αρχών της δεκαετίας του '60, ο ιαπωνικός κινηματογράφος επηρεάστηκε επίσης από το διεθνές φαινόμενο των Νέων Κυμάτων (nouvelles vagues) και εμφανίστηκαν νέοι σκηνοθέτες διεθνούς αναγνώρισης, όπως οι Ναγκίσα Όσιμα και Σόχει Ιμαμούρα. Στη δεκαετία του '60, ωστόσο, το σύστημα παραγωγής ταινιών υπέστη τον αξεπέραστο ανταγωνισμό της τηλεόρασης και πήρε το δρόμο της παρακμής, με τη σταδιακή μείωση του αριθμού των ταινιών που παράγονται, των κινηματογραφικών αιθουσών και των θεατών.[15]
Το κινοσκόπιο, που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο εμπόριο από τον Τόμας Έντισον στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1894, εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην Ιαπωνία το Νοέμβριο του 1896. Το Βίτασκοπ και ο κινηματογράφος των αδελφών Λυμιέρ παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά στην Ιαπωνία στις αρχές του 1897,[16] από επιχειρηματίες όπως ο Ιναμπάτα Κατσουτάρο.[17] Οι αδερφοί Λυμιέρ ήταν οι πρώτοι που γύρισαν ταινίες στην Ιαπωνία.[18] Οι κινούμενες εικόνες, ωστόσο, δεν ήταν μια εντελώς νέα εμπειρία για τους Ιάπωνες λόγω της πλούσιας παράδοσης των προ-κινηματογραφικών συσκευών όπως το γκέντο ή το μαγικό φανάρι.[19][20] Η πρώτη επιτυχημένη ιαπωνική ταινία στα τέλη του 1897 έδειχνε αξιοθέατα στο Τόκιο.[21]
Στο τέλος του 19ου αιώνα, το 1898, δημιουργήθηκαν οι πρώτες ταινίες από Ιάπωνες σκηνοθέτες. Ένας από τους πρωτοπόρους ήταν ο Ασάνο Σίρο ο οποίος έκανε πολλές ταινίες μικρού μήκους. Τον επόμενο χρόνο, απεικονίστηκαν να χορεύουν γκέισες σε ένα από τα εστιατόρια του Τόκιο. Μαζί με τον Σίρο, μία από τις πρώτες ταινίες είναι η ταινία του 1899 του Τσουνεκίτσι Σιμπάτα «Θαυμάζοντας τα φύλλα σφενδάμου». σε μια σκηνή του θεάτρου Καμπούκι με τους Ιτσικάβα Νταντζούρο και Ονόε Κικουγκόρο στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Το 1908, ο Σόζο Μακίνο, που θεωρείται ο πρωτοπόρος σκηνοθέτης της ιαπωνικού κινηματογράφου, ξεκίνησε την καριέρα του με την ταινία Honnōji gassen (ιαπωνικά: 本能 寺 合 戦), που παρήχθη για την εταιρεία Γιοκότα Σόκαϊ. Ο Μακίνο προσέλαβε τον Ματσουνοσούκε Ονόε, έναν πρώην ηθοποιό του Καμπούκι, για να πρωταγωνιστήσει στις παραγωγές του. Ο Ονόε έγινε ο πρώτος αστέρας της Ιαπωνίας, που εμφανίστηκε σε περισσότερες από 1.000 ταινίες, κυρίως μικρού μήκους, μεταξύ 1909 και 1926.[22] Ο Τοκιχίκο Οκάντα ήταν ένα δημοφιλής ρομαντικός πρωταγωνιστής της ίδιας εποχής. Επίσης η πρώτη γυναίκα πρωταγωνίστρια που εμφανίστηκε σε μια ταινία επαγγελματικά ήταν η χορεύτρια / ηθοποιός Τοκούκο Ναγκάι Τακάγκι, η οποία εμφανίστηκε σε τέσσερις μικρού μήκους ταινίες για την αμερικανική εταιρεία Thanhouser Company μεταξύ 1911 και 1914.[23]
Το πρώτο στούντιο παραγωγής ιαπωνικών ταινιών χτίστηκε το 1909 από την εταιρεία Γιοσιζάβα Σότεν στο Τόκιο.[24]
Μεταξύ των διανοούμενων, οι κριτικοί του ιαπωνικού κινηματογράφου αυξήθηκαν τη δεκαετία του 1910 και τελικά εξελίχθηκαν σε ένα κίνημα που μετέτρεψε τον ιαπωνικό κινηματογράφο. Οι κινηματογραφικές κριτικές ξεκίνησαν σε πρώιμα κινηματογραφικά περιοδικά όπως το Katsudō shashinkai (ξεκίνησε το 1909) και ένα πλήρες βιβλίο που γράφτηκε από τον Γιασουνοσούκε Γκόντα το 1914, αλλά πολλοί κριτικοί του κινηματογράφου επικεντρώνονταν συχνά στο να τιμωρήσουν τις ταινίες των στούντιο όπως το Νικκάτσου και το Τενκάτσου επειδή ήταν πολύ θεατρικές (χρησιμοποιώντας, για παράδειγμα, στοιχεία από το Καμπούκι και το Σίνπα, όπως το Οννογκάτα) και για τη μη χρήση όσων θεωρούνταν πιο κινηματογραφικές τεχνικές για να αφηγηθουν ιστορίες, αντί να βασίζονται στο Μπένσι.
Σε αυτό που αργότερα ονομαστηκε Pure Film Movement, δημοσιογράφοι σε περιοδικά όπως το Kinema Record ζήτησαν ευρύτερη χρήση τέτοιων κινηματογραφικών τεχνικών. Μερικοί από αυτούς τους κριτικούς, όπως ο Νοριμάσα Καεριγιάμα, συνέχισαν να προβάλλουν τις ιδέες τους για την σκηνοθεσία ταινιών όπως το The Glow of Life (1918), που ήταν μια από τις πρώτες ταινίες που χρησιμοποίησαν ηθοποιούς. Υπήρξαν παράλληλες προσπάθειες και στη βιομηχανία του κινηματογράφου. Στην ταινία του 1917, Η Κόρη του Πλοιάρχου (The Captain's Daughter), ο Μασάο Ινούεα άρχισε να χρησιμοποιεί τεχνικές νέες για την εποχή των βουβών ταινιών, όπως η κινηματογράφηση σε πρώτο πλάνο και το μοντάζ. Το Pure Film Movement διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της σκηνοθεσίας και του σεναρίου.
Τα νέα στούντιο που ιδρύθηκαν γύρω στο 1920, όπως το Σοτσίκου και το Ταϊκάτσου, βοήθησαν στην μεταρρύθμιση. Στο Ταϊκάτσου, ο Τόμας Κουριχάρα σκηνοθέτησε ταινίες του μυθιστοριογράφου Γιουνιχίρο Τανιζάκι, ο οποίος ήταν ισχυρός υποστηρικτής της μεταρρύθμισης του κινηματογράφου.[25] Ακόμα και το Νικκάτσου παρήγαγε ρεφορμιστικές ταινίες υπό τη διεύθυνση του Έιζο Τανάκα. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1920, οι ηθοποιοί είχαν αντικαταστήσει τους ερασιτέχνες και οι ταινίες χρησιμοποίησαν περισσότερες από τις τεχνικές που πρωτοστάτησε ο Ινούε. Μερικές από τις πιο συζητημένες βουβές ταινίες από την Ιαπωνία είναι αυτές του Κέντζι Μιζογκούτσι, των οποίων τα μετέπειτα έργα (συμπεριλαμβανομένων των Ugetsu / Ugetsu Monogatari) διατηρούν πολύ υψηλή φήμη.
Οι ιαπωνικές ταινίες έγιναν δημοφιλείς στα μέσα της δεκαετίας του 1920 σε σχέση με τις ξένες ταινίες, εν μέρει τροφοδοτούμενες από τη δημοτικότητα των σταρ, αλλά και λόγω ενός νέου στυλ, του λεγόμενου τζινταϊντζέκι (αγγλ. jidaigeki, σημ. "ταινίες εποχής"). Σκηνοθέτες όπως ο Νταϊσούκε Ίτο και ο Μασαχίρο Μακίνο δημιούργησαν ταινίες με σαμουράι όπως το Ημερολόγιο των ταξιδιών του Τσούτσι και το Ρονινγκάι με επαναστατικούς αντι-ηρώες σε γρήγορες σκηνές μάχης. Και οι δύο ταινίες απέκτησαν αναγνώριση κι έγιναν εμπορικές επιτυχίες.[26] Μερικά αναγνωρισμένα ονόματα, όπως οι Τσουμασάμπουρο Μπάντο, Κανζούρο Αράσι, Τσιέζο Καταόκα, Τακάκο Ιρίε και Ουταέμον Ισικάβα, ακολούθησαν τα βήματα των Makino Film Productions και δημιούργησαν τις δικές τους ανεξάρτητες εταιρείες παραγωγής, όπου σκηνοθέτες όπως ο Χιρόσι Ιναγκάκι, ο Μανσάκου Ιτάμι και Σαντάο Γιαμανάκα έβαλαν τις δικές τους μοναδικές πινελιές. Ο σκηνοθέτης Τεϊνοσούκε Κινουγκάσα δημιούργησε μια εταιρεία παραγωγής, η οποία παρήγαγε το πειραματικό αριστούργημα A Page of Madness, με πρωταγωνιστή τον Μασάο Ινούε το 1926.[27] Πολλές από αυτές τις εταιρείες, ενώ επέζησαν του ανταγωνισμού κατά τη διάρκεια της βουβής εποχής απένταντι σε μεγάλα στούντιο, όπως οι Nikkatsu, Shochiku, Teikine και Toa Studios, δεν μπόρεσαν να επιβιώσουν του κόστους παραγωγής ταινιών με ήχο.
Με την άνοδο των αριστερών πολιτικών κινημάτων και των εργατικών συνδικάτων στα τέλη της δεκαετίας του 1920, δημιουργήθηκαν οι λεγόμενες ταινίες αριστερής τάσης. Οι σκηνοθέτες όπως οι Κέντζι Μιζογκούτσι, Νταϊσούκε Ίτο, Σιγκεϊόσι Σουζούκι, Τόμου Ουσίντα ήταν τα πιο γνωστά παραδείγματα που δημιούργησαν τέτοιες ταινίες. Σε αντίθεση με τις εμπορικά παραγόμενες ταινίες 35 χιλιοστών, το Marxist Proletarian Film League of Japan (Prokino) έκανε ανεξάρτητα έργα μικρότερων διαστάσεων (όπως 9,5 και 16 χιλιοστά), με πιο ριζοσπαστικές τάσεις. Αυτού του είδους οι ταινίες υπέφεραν από σοβαρή λογοκρισία μέχρι και το 1930, κι έτσι τα μέλη του Prokino συνελήφθησαν και το κίνημα υπέστη ολοκληρωτική συντριβή. Τέτοιες κινήσεις της κυβέρνησης είχαν βαθιές επιπτώσεις στην έκφραση της πολιτικής διαφωνίας στον κινηματογράφο της δεκαετίας του 1930. Οι ταινίες αυτής της περιόδου περιλαμβάνουν τις: Sakanaya Honda, Jitsuroku Chushingura, Horaijima, Orochi, Maboroshi, Kurutta Ippeji, Jujiro, Kurama Tengu: Kyōfu Jidai και Kurama Tengu.
Μια νεότερη έκδοση της ταινίας Η κόρη του λοχαγού ήταν μια από τις πρώτες ταινίες ήχου. Χρησιμοποίησε το Mina Talkie System. Η ιαπωνική κινηματογραφική βιομηχανία χωρίστηκε αργότερα σε δύο ομάδες. Η πρώτη συνέχισε να χρησιμοποιεί το Mina Talkie System, ενώ ο δεύτερη άρχισε να χρησιμοποιεί το Eastphone Talkie System για την παραγωγή των ταινιών Tojo Masaki.
Ο σεισμός του 1923, ο βομβαρδισμός του Τόκιο κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, οι φυσικές επιπτώσεις του χρόνου και η υγρασία της Ιαπωνίας έχουν προκαλέσει φθορά σε εύφλεκτα και ασταθή φιλμ νιτρικών κι έτσι πολύ λίγες ταινίες αυτής της περιόδου έχουν διασωθεί μέχρι σήμερα.
Σε αντίθεση με τη Δύση, οι βουβές ταινίες εξακολουθούσαν να παράγονται στην Ιαπωνία μέχρι τα μέσα της δεκαετίας 1930. Μέχρι το 1938, το ένα τρίτο των ιαπωνικών ταινιών ήταν βουβές.[28] Για παράδειγμα, το Αν Ιν στο Τόκιο (1935) του Γιασουτζίρο Όζου, που θεωρείται πρόδρομος του είδους του νεορεαλισμού, ήταν μια βουβή ταινία. Μερικές ιαπωνικές σύντομες ταινίες ήχου έγιναν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920 και του 1930, αλλά η πρώτη ιαπωνική ταινία ήχου μεγάλου μήκους ήταν η Fujiwara Yoshie no furusato (1930), όπου χρησιμοποιήθηκε το Mina Talkie System. Οι αξιοσημείωτες ταινίες ήχου αυτής της περιόδου περιλαμβάνουν Σύζυγε, Να είσαι σαν τριαντάφυλλο! (αγγλ. Wife, Be Like A Rose! ή Tsuma Yo Bara No Yoni, 1935) του Μικίο Ναρούσε, που ήταν μια από τις πρώτες ιαπωνικές ταινίες οι οποίες κυκλοφόρησαν σε θέατρο στις ΗΠΑ, Αδελφές του Γκιον (1936) του Κέντζι Μιζογκούτσι, Ελεγεία της Οσάκα (1936), Η ιστορία του τελευταίου χρυσάνθεμου (1939) και Ανθρωπότητα και χάρτινα μπαλόνια (1937) του Σάνταο Γιαμανάκα.
Οι κριτικοί του κινηματογράφου μοιράστηκαν αυτήν τη ζωτικότητα, με πολλές εφημερίδες και περιοδικά ταινιών όπως το Kinema Junpo να εκτυπώνουν λεπτομερείς συζητήσεις για τον κινηματογράφο της ημέρας, τόσο εγχώριου όσο και ξένου. Η καλλιεργημένη «ιμπρεσιονιστική» κριτική κυριαρχούσε, η οποία ασκούνταν από κριτικούς όπως ο Ταντάσι Ιιζίμα, ο Φουγιούχικο Κιταγκάβα, και ο Ματσούο Κίσι, σε αντίθεση με τους αριστερούς κριτικούς όπως ο Ακίρα Ιβαζάκι και ο Γκέντζου Σάσα που αναζητούσαν να κάνουν κριτική στις ταινίες βασιζόμενοι σε ιδεολογικές βάσεις.[29]
Τη δεκαετία του 1930 υπήρξε επίσης αυξημένη συμμετοχή της κυβέρνησης στον κινηματογράφο, η οποία σφραγίστηκε με την ψήφιση του Νόμου για τον Κινηματογράφο το 1939, ο οποίος έδωσε στο κράτος περισσότερη εξουσία επί της κινηματογραφικής βιομηχανίας. Η κυβέρνηση ενθάρρυνε ορισμένες μορφές κινηματογράφου, την παραγωγή ταινιών προπαγάνδας και την προώθηση ντοκιμαντέρ (τις λεγόμενες μπούνκα εϊγκα ή "πολιτιστικές ταινίες"), με σημαντικά ντοκιμαντέρ να γίνονται από σκηνοθέτες όπως ο Φούμιο Καμέι.[30] Ο ρεαλισμός ήταν σε άνθιση, οι θεωρητικοί του κινηματογράφου, όπως ο Ταϊχέι Ιμαμούρα και Χεϊσι Σουγκιγιάμα υποστήριζαν το ντοκιμαντέρ ή το ρεαλιστικό δράμα, ενώ σκηνοθέτες όπως ο Χιρόσι Σιμιζού και ο Τομοτάκα Τασάκα παρήγαγαν ταινίες μυθοπλασίας στο στυλ του ρεαλισμού.
Λόγω του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και της αδύναμης οικονομίας, η ανεργία ήταν ιδιαίτερα υψηλή στην Ιαπωνία και η κινηματογραφική βιομηχανία υπέφερε.
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, όταν η Ιαπωνία προσπάθησε να επεκτείνει την Αυτοκρατορία της, η ιαπωνική κυβέρνηση είδε τον κινηματογράφο ως εργαλείο προπαγάνδας για να προβάλει τη δόξα και την ισχύ της Αυτοκρατορίας της Ιαπωνίας. Έτσι, πολλές ταινίες αυτής της περιόδου απεικόνιζαν πατριωτικά και στρατιωτικά θέματα. Το 1942, η ταινία Ο πόλεμος στη θάλασσα από την Χαβάη ως τη Μαλαισία του Κατζίρο Γιαμαμότο απεικόνισε την επίθεση στο Περλ Χάρμπορ. Η ταινία έκανε χρήση ειδικών εφέ σκηνοθεσίας του Εϊτζι Τσουμπουράγια, συμπεριλαμβανομένου ενός μοντέλου μικροσκοπικής κλίμακας του λιμανιού.
Τη δεκαετία αυτή, η Γιοσίκο Γιαμαγκούτσι ήταν μια πολύ δημοφιλής ηθοποιός. Έφτασε τη διεθνή αναγνώριση με 22 ταινίες πολέμου. Ο Σύλλογος Κινηματογράφου Manchukuo την άφησε να χρησιμοποιήσει το κινέζικο όνομα Λι Ξιανγκλάν, ώστε να μπορεί να εκπροσωπεί κινέζικους ρόλους σε ιαπωνικές ταινίες προπαγάνδας. Μετά τον πόλεμο χρησιμοποίησε το επίσημο ιαπωνικό της όνομα και πρωταγωνίστησε σε επιπλέον 29 ταινίες. Εκλέχτηκε ως μέλος του ιαπωνικού κοινοβουλίου τη δεκαετία του 1970 όπου παρέμεινε για 18 χρόνια.
Τέλος, ο Ακίρα Κουροσάβα έκανε το ντεμπούτο του στην ταινία μεγάλου μήκους με τη Σουγκάτα Σανσίρο το 1943.
Το 1945, όταν η Ιαπωνία ηττήθηκε στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ξεκίνησε ο λεγόμενος κανόνας της Ιαπωνίας από τον Ανώτατο Διοικητή Συμμαχικών Δυνάμεων (τον Στρατηγό Ντάγκλας ΜακΆρθουρ ή SCAP). Οι ταινίες που παράγονταν στην Ιαπωνία ήταν υπό την επίβλεψη και τη διαχείριση του Εκπαιδευτικού Τμήματος των Πολιτικών Πληροφοριών (CIE). Αυτό το σύστημα διαχείρισης διήρκεσε μέχρι το 1952 και ήταν για πρώτη φορά στην ιαπωνική κινηματογραφική ιστορία που η διαχείριση και ο έλεγχος εφαρμόζονταν από ένα ξένο ίδρυμα. Κατά τη διάρκεια των σταδίων σχεδιασμού και σεναρίου, οι ταινίες μεταφράζονταν στα αγγλικά, και παράγονταν μόνο οι ταινίες, οι οποίες ήταν εγκεκριμένες από το τμήμα αυτό. Για παράδειγμα, η Απόδραση την αυγή (Akatsuki no Dassō) του Ακίρα Κουροσάβα (1950) ήταν αρχικά ένα έργο που απεικόνιζε μια Κορεάτισσα εκδιδόμενη γυναίκα σε Ιάπωνες στρατιώτες με πρωταγωνίστρια την Γιόσικο Γιαμαγκούτσι, αλλά έπειτα από τη λογοκρισία του CIE, έγινε πρωτότυπο έργο. Η ολοκληρωμένη ταινία λογοκρίθηκε για δεύτερη φορά από την Αποσύνδεση Πολιτικής λογοκρισίας (CCD). Η λογοκρισία πραγματοποιούνταν επίσης αναδρομικά σε προηγούμενες ταινίες. Παράλληλα, η Ιαπωνία προέβαλε αμερικανικά κινούμενα σχέδια για περισσότερο από μία δεκαετία, τα οποία είχαν απαγορευτεί από την ιαπωνική κυβέρνηση κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Στο πλαίσιο της αμερικανικής κατοχής, το θέμα της ευθύνης του πολέμου εξαπλώθηκε στη βιομηχανία του κινηματογράφου. Όταν το 1947 άρχισαν να εκφράζονται φωνές απαγόρευσης των συνεργατών πολέμου στην παραγωγή ταινιών κατά τη διάρκεια του πολέμου, όπως οι Ναγκαμάσα Καβακίτα, Κανίσι Νεγκίσι, και Σίρο Κίντο, το πρόσωπο που συμμετείχε σε τέτοιες ταινίες υψηλής κίνησης εξορίστηκε. Ωστόσο, όπως και σε άλλες θέματα, η ευθύνη για τον πόλεμο αντιμετωπίστηκε αόριστα στη βιομηχανία του κινηματογράφου και τα παραπάνω μέτρα καταργήθηκαν το 1950.
Η πρώτη ταινία που κυκλοφόρησε μετά τον πόλεμο ήταν το Soyokaze το 1945 του Γιασούσι Σασάκι με το θεματικό τραγούδι "Ringo no Uta" του Μίχικο Ναμίκι κι έκανε μεγάλη επιτυχία.
Στη λίστα απαγόρευσης παραγωγής που κυκλοφόρησε το 1945 από τον David Conde του CIE, ο εθνικισμός, ο πατριωτισμός, η αυτοκτονία και η σφαγή, οι βάναυσες βίαιες ταινίες κ.λπ. έγιναν απαγορευμένα αντικείμενα, καθιστώντας σχεδόν αδύνατη την παραγωγή του ιστορικού δράματος. Ως αποτέλεσμα, ηθοποιοί που εμφανίζονταν στο ιστορικό δράμα αναγκάστηκαν να εμφανίζονται στο σύγχρονο δράμα. Αυτό περιλάμβανε την ταινία μυστηρίου Bannai Tarao (1946) του Τσιέζο Καταόκα, το Σχισμένο Τύμπανο (1949) του Τσουμασάμπουρο Μπάντο, Τα παιδιά που κρατάνε τα χέρια του Χιρόσι Ιναγκάκι, και ο Βασιλιάς του Ντατσούκε Ίτο.
Επιπλέον, πολλές ταινίες προπαγάνδας παρήχθησαν έπειτα από την πρόταση του SCAP. Αυτές περιλάμβαναν τις ταινίες Δεν λυπόμαστε την νεολαία μας (1946) όπου εμφανίστηκε ο Σετσούκο Χάρα του Ακίρα Κουροσάβα, Χορός στο σπίτι της Άντζο (1947) του Καζαμπούρο Γιοσιμούρα, τα Μπλε Όρη (1949) του Ταντάσι Ιμάι κ.α., οι οποίες κέρδισαν σε δημοτικότητα και συμβόλιζαν την αρχή μιας νέας εποχής. Στο Hatachi no Seishun (1946) του Γιασούσι Σασάκι γυρίστηκε η πρώτη ιαπωνική σκηνή φιλιών.
Οι πρώτες συνεργασίες μεταξύ του Ακίρα Κουροσάβα και του ηθοποιού Τοσίρο Μιφούνε ήταν ο Πιωμένος Άγγελος το 1948 και το Αδέσποτο Σκυλί το 1949. Ο Γιασουζίρο Ότζου σκηνοθέτησε την εμπορικά επιτυχημένη ταινία Αργά την Άνοιξη το 1949.
Τα βραβεία ταινιών Mainichi άρχισαν να απονέμονται το 1946.[31]
Η δεκαετία του 1950 θεωρείται ως η Χρυσή Εποχή του ιαπωνικού κινηματογράφου.[32] Τρεις ιαπωνικές ταινίες αυτής της δεκαετίας (Ρασομόν, Επτά σαμουράι και Tokyo Story) εμφανίστηκαν στις δέκα κορυφαίες ταινίες της έρευνας κοινής γνώμης των κριτικών και σκηνοθετών της Sight & Sound του 2002 για τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών.[33] Οι ταινίες αυτές εμφανίστηκαν επίσης στην έρευνα κοινής γνώμης του 2012, με το Tokyo Story (1953) να εκθρονίζει τον Πολίτη Κέιν από την κορυφή της λίστας της έρευνας κοινής γνώμης των διευθυντών του Sight & Sound της χρονιάς αυτής.[34][35]
Οι πολεμικές ταινίες που λογοκρίθηκαν από τον SCAP άρχισαν να σκηνοθετούνται, όπως οι ταινίες Ακούστε τις φωνές της θάλασσας (1950) του Χιντέο Σεκιγκάβα, ο Πύργος των κρίνων (1953) του Ταντάσι Ιμάι, Εικοσιτέσσερα μάτια (1954) του Κεϊσούκε Κινοσίτα, η βιρμανική άρπα (1956) του Κον Ισικάβα και άλλα έργα που στόχευαν στην τραγική και συναισθηματική αναδρομή της πολεμικής εμπειρίας, και είχαν μεγάλη αποδοχή από το κοινό. Άλλες ταινίες νοσταλγίας που παρήχθησαν ήταν το Θωρηκτό Γιαμάτο (1953) και ο Αετός του Ειρηνικού (1953). Υπό αυτές τις συνθήκες, εμφανίστηκαν επίσης ταινίες όπως ο Αυτοκράτορας Μέιτζι και ο ρωσοϊαπωνικός πόλεμος (1957), όπου ο Καντζούρο Αράσι έπαιξε τον αυτοκράτορα Μέιτζι. Οι ταινίες που προέβαλαν τον αυτοκράτορα ήταν αδιανόητες πριν από τον πόλεμο, με την εμπορευματοποίησή του που υποτίθεται ότι ήταν ιερός και ανέγγιχτος.
Η περίοδος μετά την αμερικανική κατοχή οδήγησε σε αύξηση της ποικιλομορφίας στη διανομή των ταινιών χάρη στην αυξημένη παραγωγή και δημοτικότητα των κινηματογραφικών στούντιο Toho, Daiei, Shochiku, Nikkatsu και Toei. Αυτή την περίοδο αναδείχθηκαν τέσσερις μεγάλοι καλλιτέχνες του ιαπωνικού κινηματογράφου: Μασάκι Κομπαγιάσι, Ακίρα Κουροσάβα, Κέντζι Μιζογκούτσι και Γιασουζίρο Ότζου. Ο κάθε σκηνοθέτης αντιμετώπιζε τα αποτελέσματα του πολέμου και της επακόλουθης κατοχής από τις ΗΠΑ με δικούς του ξεχωριστούς και καινοτόμους τρόπους.
Η δεκαετία ξεκίνησε με τον Ράσομον (1950) του Ακίρα Κουροσάβα, ο οποίος κέρδισε το Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας το 1951 και το τιμητικό Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας το 1952 κι έτσι σηματοδότησε την είσοδο του ιαπωνικού κινηματογράφου στην παγκόσμια σκηνή. Ήταν επίσης ο ρόλος σταθμός για το θρυλικό αστέρι Τοσίρο Μιφούκε.[36] Το 1953 το Entotsu no mieru basho από τον Χενοσούκε Γκόσο πήρε μέρος στο 3ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου.
Η πρώτη ιαπωνική έγχρωμη ταινία ήταν η Κάρμεν επιστρέφει στην πατρίδα της σε σκηνοθεσία του Κεϊσούκε Κινοσίτα και κυκλοφόρησε το 1951. Υπήρχε επίσης μια ασπρόμαυρη έκδοση της ταινίας αυτής. Το Tokyo File 212 (1951) ήταν η πρώτη αμερικανική ταινία μεγάλου μήκους που γυρίστηκε εξ ολοκλήρου στην Ιαπωνία. Στους πρωταγωνιστικούς ρόλους έπαιξαν οι Florence Marly και Robert Peyton. Επίσης εμφανίστηκε η γκέισα Ισιμάρου σε ένα σύντομο ρόλο. Η εταιρεία Tonichi Enterprises Company συνέβαλε στην παραγωγή της ταινίας αυτής. Η πύλη της κολάσεως, μια ταινία του 1953 του Τεϊνοσούκε Κινουγκάσα, ήταν η πρώτη ταινία που γυρίστηκε χρησιμοποιώντας την Eastmancolor. Η ταινία αυτή ήταν η πρώτη έγχρωμη ταινία της εταιρείας Daiei και η πρώτη ιαπωνική έγχρωμη ταινία που κυκλοφόρησε εκτός Ιαπωνίας. Έλαβε το τιμητικό Όσκαρ του καλύτερου σχεδιασμού κοστουμιών από τον Σάνζο Βάντα το 1954 και ένα τιμητικό Όσκαρ για την καλύτερη ξενόγλωσση ταινία. Κέρδισε επίσης τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών, και ήταν η πρώτη ιαπωνική ταινία που πέτυχε την τιμή αυτή.
Το 1954 κυκλοφόρησαν δύο από τις πιο σημαντικές ιαπωνικές ταινίες. Η πρώτη ήταν οι Επτά σαμουράι του Κουροσάβα, για μια ομάδα μισθωμένων σαμουράι που προστάτευαν ένα αβοήθητο χωριό από μια αδίστακτη συμμορία κλεφτών. Την ίδια χρονιά, ο Ισίρο Χόντα σκηνοθέτησε το Γκοντζίλα, το οποίο κυκλοφόρησε στην Αμερική ως Γκοτζίλα, ο βασιλιάς των τεράτων. Αν και επεξεργασμένο για τη δυτική κουλτούρα, ο Γκοτζίλα έγινε το διεθνές σύμβολο της Ιαπωνίας και γεννήθηκε ένα ολόκληρο σίκουελ ταινιών καϊτζού με βάση το τέρας αυτό. Επίσης το 1954, μια άλλη ταινία του Κουροσάβα, ο Ikiru έλαβε μέρος στο 4ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου.
Το 1955, ο Χιρόσι Ιναγκάκι κέρδισε το τιμητικό Όσκαρ για την καλύτερη ξενόγλωσση ταινία για το Μέρος Ι της τριλογίας του Σαμουράι και το 1958 κέρδισε το Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας για τον Rickshaw Man. Ο Κον Ισικάβα σκηνοθέτησε δύο αντιπολεμικά δράματα: η βιρμανική άρπα (1956), η οποία ήταν υποψήφια για την καλύτερη ξενόγλωσση ταινία στα βραβεία Ακαδημίας, και οι πυρκαγιές στην πεδιάδα (1959), μαζί με την Έντζο (1958), το οποίο αναπροσαρμόστηκε από το μυθιστόρημα του Γιουκίο Μίσιμα, Ο ναός του χρυσού περιπτέρου. Ο Μασάκι Κομπαγιάσι γύρισε τρεις ταινίες που θα γίνονταν γνωστές ως Ανθρώπινη παρτίδα: Η μεγάλη αγάπη (1959) και ο Δρόμος προς την αιωνιότητα (1959). Η τριλογία ολοκληρώθηκε το 1961, με την προσευχή ενός στρατιώτη.
Ο Κέντζι Μιζογκούτσι, ο οποίος πέθανε το 1956, ολοκλήρωσε την καριέρα του με μια σειρά αριστουργημάτων, όπως Η ζωή της Οχάρου (1952), Ουγκέτσου (1953) και επιστάτης Σάνσο (1954). Για τον Ουγκέτσου κέρδισε τον Ασημένιο Λέοντα στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας. Οι ταινίες του ασχολούνταν συχνά με τις τραγωδίες που προκαλούνταν στις γυναίκες από την ιαπωνική κοινωνία. Ο Μικίο Ναρούσε σκηνοθέτησε το Γεύμα (1950), Το τελευταίο χρυσάνθεμο (1954), Ο ήχος του βουνού (1954) και Πλεόμενα σύννεφα (1955). Ο Γιασουζίρο Ότζου άρχισε να σκηνοθετεί έγχρωμες ταινίες ξεκινώντας με το Equinox Flower (1958) και αργότερα το Καλημέρα (1959) και τα Πλωτά ζιζάνια (1958), τα οποία προσαρμόστηκαν από την βουβή ταινία Ιστορία των πλωτών ζιζανίων (1934) γυρισμένη από τον Καζούο Μιγιαγκάβα.
Τα βραβεία Blue Ribbon άρχισαν να απονέμονται το 1950. Ο πρώτος νικητής καλύτερης ταινίας ήταν o Ταντάσι Ιμάι με την ταινία Μέχρι να συναντηθούμε.
Τη δεκαετία του 1960, τόσο ο αριθμός των ταινιών που παρήχθησαν όσο και το κοινό που παρακαλουθούσε τις κινηματογραφικές ταινίες έφτασαν στο αποκορύφωμά τους.[37] Οι περισσότερες ταινίες είχαν διπλούς λογαριασμούς, με τις ήμισυ εξ αυτών να εμφανίζονται ως "εικόνα προγράμματος" ή ταινία Β επιπέδου (σ.σ. χαμηλού προϋπολογισμού εμπορική κινηματογραφική ταινία που δεν είναι καλλιτεχνική). Μια τυπική ταινία αυτού του είδους γυρίζεται σε τέσσερις βδομάδες. Η ζήτηση αυτών των ταινιών σήμαινε ότι θα αναπτύσσονταν ταινίες όπως ο στρατιώτης του Χόντλουμ ή Akumyo (σημ. "κακό όνομα").
Το τεράστιο επίπεδο δραστηριότητας του ιαπωνικού κινηματογράφου της δεκαετίας του 1960 είχε επίσης ως αποτέλεσμα να γυριστούν πολλές κλασσικές ταινίες. Για παράδειγμα, ο Ακίρα Κουροσάβα σκηνοθέτησε την κλασική ταινία Yojimbo (σημ. "ο σωματοφύλακας") το 1961. Ο Γιασουτζίρο Ότζου γύρισε την τελευταία του ταινία, Ένα φθινοπωρινό απόγευμα, το 1962. Ο Μικίο Ναρούσε σκηνοθέτησε το μελόδραμα Όταν μια γυναίκα ανεβαίνει τις σκάλες το 1960. Η τελευταία του ταινία ήταν Διάσπαρτα σύννεφα το 1967.
Τα χρόνια της δεκαετίας του 1960 ήταν τα χρόνια αιχμής του ιαπωνικού Νέου Κύματος, το οποίο ξεκίνησε τη δεκαετία του 1950 και συνεχίστηκε μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Οι Ναγκίσα Όσιμα, Κανέτο Σίντο, Μασαχίρο Σινόντα, Σουσούμου Χάνι και Σοχέι Ιμαμούρα εμφανίστηκαν ως σημαντικοί κινηματογραφιστές κατά τη διάρκεια της δεκαετίας αυτής. Οι ταινίες Ιστορία της σκληρής νεολαίας, Νύχτα και ομίχλη στην Ιαπωνία, Θανατική ποινή δι 'απαγχονισμού του Όσιμα, μαζί με την ταινία Ονιμπάμπα (σημ. "γυναίκα δαίμονας") του Σίντο, Αυτή και αυτός και Η γυναίκα έντομο (σημ. "τα εντομολογικά χρονικά της Ιαπωνίας") του Ιμαμούρα, έγιναν μερικά από τα πιο γνωστά παραδείγματα αυτού του κύματος. Τα ντοκιμαντέρ επίσης έπαιξαν έναν καθοριστικό ρόλο στο Νέο Κύμα, καθώς οι σκηνοθέτες όπως οι Χάνι, Καζούο Κουρόκι, Τόσιο Ματσουμότο και Χιρόσι Τεσιγκάχαρα μεταφέρθηκαν από τα ντοκιμαντέρ σε ταινίες μυθοπλασίας, ενώ οι σκηνοθέτες ταινιών μεγάλου μήκους, όπως ο Όσιμα και ο Ιμαμούρα γύρισαν ντοκιμαντέρ. Τέλος, ο Σινσούκε Ογκάβα και ο Νοριάκι Τσουσιμότο έγιναν οι πιο σημαντικοί σκηνοθέτες ντοκιμαντέρ.[38]
Η γυναίκα στους αμμόλοφους (1964) του Τεσιγκάχαρα κέρδισε το ειδικό βραβείο κριτικής επιτροπής στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών, ενώ ο Τεσιγκάχαρα προτάθηκε για το βραβείο καλύτερου σκηνοθέτη και η ταινία του για το βραβείο καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας στα βραβεία Όσκαρ. Η ταινία Kwaidan (1965) του Μασάκι Κομπαγιάσι πήρε επίσης το ειδικό βραβείο κριτικής επιτροπής στις Κάννες και ήταν υποψήφια για την καλύτερη ξενόγλωσση ταινία στα Όσκαρ. Η ταινία Μπουσίντο, η σάγκα του σαμουράι του Ταντάσι Ιμάι κέρδισε τη Χρυσή Άρκτο στο 13ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου. Η Αθάνατη Αγάπη του Κεϊσούκε Κινοσίτα, Οι δίδυμες αδερφές του Κιότο, και Πορτρέτο του Σίεκο, του Νομπούρου Νακαμούρα, ήταν επίσης υποψήφιες για την καλύτερη ξενόγλωσση ταινία στα βραβεία Όσκαρ. Τέλος, Η χαμένη άνοιξη του Νακαμούρα ήταν υποψήφια για τη Χρυσή Άρκτο στο 17ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου.
Τη δεκαετία του 1970 το κοινό του κινηματογράφου μειώθηκε λόγω της εξάπλωσης της τηλεόρασης. Το συνολικό κοινό έπεσε από 1,2 δισεκατομμύρια που ήταν το 1960 στα 0,2 δισεκατομμύρια το 1980.[39] Οι κινηματογραφικές εταιρείες αντέδρασαν με διάφορους τρόπους στη μείωση της ζήτησης, είτε με το να δημιουργούν ταινίες μεγαλύτερου προϋπολογισμού όπως αυτές της Kadokawa Pictures, είτε με το να περιλαμβάνουν όλο και περισσότερο σεξουαλικό ή βίαιο περιεχόμενο και γλώσσα που δεν μπορούσαν να προβληθούν στην τηλεόραση. Η ροζ κινηματογραφική βιομηχανία που προέκυψε αποτέλεσε το βήμα για πολλούς νέους ανεξάρτητους σκηνοθέτες. Η δεκαετία του 1970 είδε επίσης την έναρξη του "idol eiga", ταινιών με πρωταγωνιστές νέα "αστέρια", τα οποία θα προσέλκυαν το κοινό λόγω της φήμης και της δημοτικότητάς τους.
Τη δεκαετία αυτή, ο Τοσίγια Φουτζίτα γύρισε την ταινία εκδίκησης Lady Snowblood (1973). Την ίδια χρονιά, ο Γιοσισίτζε Γιόσιντα γύρισε την ταινία Coup d' État (σημ. "εξέγερση"), για τον Ίκκι Κίτα, τον ηγέτη του ιαπωνικού πραξικοπήματος τον Φεβρουάριο του 1936. Η ταινία έτυχε μεγάλης αναγνώρισης μέσα στην Ιαπωνία λόγω της πειραματικής κινημογραφικής προσέγγισης και της μουσικής από τον μουσικοσυνθέτη Τόσι Ιτιανάγκι.
Το 1976 άρχισαν να απονέμονται τα βραβεία Hochi. Ο πρώτος νικητής της καλύτερης ταινίας ήταν ο Κον Ισικάβα με τους Ινουγκάμι.
Ο Ναγκίσα Όσιμα σκηνοθέτησε την ταινία Το βασίλειο των αισθήσεων (1976), μια ταινία που περιέγραφε ένα έγκλημα πάθους που αφορούσε τη γέισα Σάντα Άμπε της δεκετίας του 1930. Το περιεχόμενο της ταινίας είχε άσεμνο σεξουαλικό υλικό, το οποίο δεν έχει πάψει ποτέ να λογοκρίνεται στην Ιαπωνία.
Ο Κίντζι Κουκασάκου είχε ολοκληρώσει τη σειρά ταινιών Η γιάκουζα μάχεται χωρίς τιμή και ανθρωπιά. Ο Γιότζι Γιμάντα παρουσίασε την εμπορικά επιτυχημένη σειρά με τον Τόρα σαν, ενώ σκηνοθέτησε κι άλλες ταινίες, ιδίως το δημοφιλές Το κίτρινο μαντίλι (1977), το οποίο κέρδισε το πρώτο βραβείο της καλύτερης ταινίας της Ιαπωνικής Ακαδημίας το 1978. Οι νέοι κινηματογραφιστές όπως ο Σουσούμου Χάνι και Σοχέι Ιμαμούρα μεταφέρθηκαν σε σκηνοθεσία ντοκιμαντέρ, αν και ο Ιμαμούρα επέστρεψε με την ταινία Η εκδίκηση είναι δική μου το 1979.
Τέλος, οι ταινίες Dodes'ka-den (σημ. "κάτω από τον ήχο των τροχών του τραμ") του Ακίρα Κουροσάβα και Σάντακαν Ν. 8 του Κέι Κουμάι προτάθηκαν για το βραβείο καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας της Αμερικάνικης Ακαδημίας Κινηματογράφου.
Τη δεκαετία του 1980 υπήρξε μια παρακμή των μεγάλων ιαπωνικών κινηματογραφικών στούντιο και των σχετικών αλυσίδων κινηματογράφων, με τα μεγάλα στούντιο Toho και Toei μετά βίας να παραμένουν στο χώρο, η εταιρεία Shochiku να υποστηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά από τη σειρά Otoko wa tsurai yo (σημ. "είναι δύσκολο να είσαι άντρας") και η αρχαιότερη κινηματογραφική εταιρεία Nikkatsu να μειώνεται σε μέγεθος ακόμη περισσότερο.
Από την παλαιότερη γενιά σκηνοθετών, ο Ακίρα Κουροσάβα σκηνοθέτησε την ταινία Kagemusha (σημ. "πολεμιστής σκιά") (1980), η οποία κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών το 1980, και τη Ραν (1985). Ο Σεϊτζούν Σουζούκι επέστρεψε με την ταινία Zigeunerweisen (σημ. "τσιγγάνες") το 1980. Ο Σοχέι Ιμαμούρα κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών για τον Θρύλο του Ναραγιάμα (1983). Ο Γιοσισίγκε Γιόσιντα γύρισε την Υπόσχεση (1986), χρόνια μετά την πρώτη του ταινία Coup d' État από το 1973.
Οι νέοι σκηνοθέτες που εμφανίστηκαν τη δεκαετία του 1980 περιλάμβαναν τον ηθοποιό Τζούζο Ιτάμι, ο οποίος σκηνοθέτησε την πρώτη του ταινία, Η κηδεία, το 1984, και πέτυχε την αναγνώριση και επιτυχία στο box office με την κωμωδία Tampopo (σημ. "πικραλίδα") το 1985. Ο Σίντζι Σομάι, ένας λαϊκός σκηνοθέτης, γύρισε ταινίες που στόχευαν τη νεολαία, όπως η Typhoon Club, και την πορνογραφική ταινία Love Hotel μεταξύ άλλων. Ο Κιγιόσι Κουροσάβα, ο οποίος θα γινόταν διεθνώς αναγνωρισμένος στις αρχές της δεκαετίας του 1990, έκανε το ντεμπούτο του με ροζ ταινίες και ταινίες τρόμου.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, το άνιμε αυξήθηκε σε δημοτικότητα, με νέες ταινίες κινούμενων σχεδίων που κυκλοφορούσαν κάθε καλοκαίρι και χειμώνα, συχνά βασισμένες σε δημοφιλείς τηλεοπτικές σειρές. Ο Μαμόρου Οσίι κυκλοφόρησε την ταινία ορόσημο Angel's Egg το 1985. Ο Χαγιάο Μιγιαζάκι προσάρμοσε τη σειρά των κόμικς Η Ναυσικά της κοιλάδας των ανέμων σε μια ταινία μεγάλου μήκους με το ίδιο όνομα το 1984. Ο Κατσουχίρο Οτόμο έκανε το ίδιο, προσαρμόζοντας τη δική του σειρά των κόμικς Ακίρα σε μια ταινία μεγάλου μήκους με το ίδιο όνομα το 1988.
Η παρακολούθηση βίντεο στο σπίτι κατέστησε δυνατή τη δημιουργία μιας βιομηχανίας ταινιών απευθείας σε βίντεο.
Τα μίνι θέατρα, ένας τύπος ανεξάρτητου κινηματογράφου που χαρακτηρίζεται από μικρότερο μέγεθος και χωρητικότητα σε σύγκριση με τα μεγαλύτερα κινηματογραφικά θέατρα, κέρδισε σε δημοτικότητα κατά τη δεκαετία του 1980. Τα μίνι θέατρα βοήθησαν να προβληθούν στο ιαπωνικό κοινό ανεξάρτητες ταινίες από άλλες χώρες, καθώς και ταινίες που παράγονταν στην Ιαπωνία από άγνωστους Ιάπωνες σκηνοθέτες.[40]
Λόγω της οικονομικής ύφεσης που καταγραφόταν στην Ιαπωνία σε διάφορες χρονικές περιόδους, ο αριθμός των κινηματογράφων μειωνόταν σταθερά από τη δεκαετία του 1960. Τη δεκαετία του 1990 υπήρξε αντιστροφή αυτής της τάσης και παράλληλα η εισαγωγή του λεγόμενου πολυπλέγματος (σ.σ. συγκρότημα με πολλές αίθουσες κινηματογράφου), ενώ η δημοτικότητα των μίνι θεάτρων συνεχίστηκε.[40]
Ο Τακέσι Κιτάνο εμφανίστηκε ως σημαντικός σκηνοθέτης αυτής της περιόδου με έργα όπως Sonatine (1993), Kids Return (1996) και Hana-bi (1997), για το οποίο πήρε το Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας. Ο Σοχέι Ιμάμουρα κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα δυο φορές, όπου τη δεύτερη φορά τον μοιράστηκε με τον Ιρανό σκηνοθέτη Αμπάς Κιαροστάμι, αυτή τη φορά για την ταινία The Eel (σημ. "χέλι") (1997). Έτσι, έγινε ο πέμπτος παραλήπτης που το έλαβε δύο φορές, μαζί με τους Αλφ Σιομπεργκ, Φράνσις Φόρντ Κόππολα, Εμίρ Κουστουρίτσα και Μπίλε Όγκουστ.
Ο Κιγιόσι Κουροσάβα κέρδισε τη διεθνή αναγνώριση μετά την κυκλοφορία του Cure (1997). Ο Τακέσι Μιίκε ξεκίνησε μια παραγωγική καριέρα με ταινίες όπως Audition (1999), Dead or Alive (1999) και The Bird People in China (1998). Ο πρώην σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ Χιροκάζου Κορεέντα ξεκίνησε μια διεθνή καριέρα με τις ταινίες Maborosi (1996) και After Life (1999).
Ο Χαγιάο Μιγιαζάκι σκηνοθέτησε δύο ταινίες με μεγάλα κέρδη στο box office και σημαντικές επιτυχίες, την Porco Rosso (1992) - που ήταν η ταινία με τα υψηλότερα κέρδη στην Ιαπωνία, περισσότερα και από τον E.T. ο Εξωγήινος (1982) - και την Πριγκίπισσα Μονονόκε (1997), επίσης με τα υψηλότερα κέρδη στο box office μέχρι την προβολή του Τιτανικού (1997).
Αρκετοί νέοι σκηνοθέτες άνιμε έγιναν ευρέως γνωστοί, εισάγοντας έννοιες όχι μόνο του τομέα της ψυχαγωγίας, αλλά και της μοντέρνας τέχνης. Ο Μαμόρου Οσίι γύρισε τη διεθνώς αναγνωρισμένη ταινία επιστημονικής φαντασίας Ghost in the Shell το 1996. Ο Σατόσι Κον σκηνοθέτησε το βραβευμένο ψυχολογικό θρίλερ Perfect Blue το 1997. Ο Χιντεάκι Άννο κέρδισε μια σημαντική αναγνώριση με το The End of Evangelion το 1997.
Τη δεκαετία αυτή ο αριθμός των ταινιών που προβάλλονταν στην Ιαπωνία αυξήθηκε σταθερά, με περίπου 821 ταινίες να κυκλοφορούν το 2006. Ταινίες με βάση τις ιαπωνικές τηλεοπτικές σειρές ήταν ιδιαίτερα δημοφιλείς κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Οι ταινίες άνιμε αντιπροσώπευαν πια το 60% της ιαπωνικής παραγωγής ταινιών. Οι δεκαετίες του 1990 και του 2000 θεωρούνται ως «η δεύτερη χρυσή εποχή του ιαπωνικού κινηματογράφου», λόγω της τεράστιας δημοτικότητας των ταινιών άνιμε, τόσο στην Ιαπωνία όσο και στο εξωτερικό.[32]
Αν και δεν ήταν εμπορική επιτυχία, το All About Lily Chou-Chou σε σκηνοθεσία Σούντζι Ιβάι τιμήθηκε το 2001 στα Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βερολίνου, Γιοκοχάμα και Σαγκάης. Ο Τακέσι Κιτάνο έκανε την εμφάνισή του στο Battle Royale και σκηνοθέτησε και πρωταγωνίστησε στις ταινίες Dolls and Zatoichi. Αρκετές ταινίες τρόμου, όπως Σφυγμός, Σκοτεινό νερό, Προαίσθημα, Ju-On και Μια αναπάντητη κλήση γνώρισαν εμπορικές επιτυχίες. Το 2004, το Γκοτζίλα: Ο Τελικός Πόλεμος, σε σκηνοθεσία Ρουϊχέι Κιταμούρα, κυκλοφόρησε για να γιορτάσει την 50ή επέτειο του Γκοτζίλα. Το 2005, ο σκηνοθέτης Σεϊτζούν Σουζούκι έκανε την 56η ταινία του, την Πριγκίπισσα Ρακούν. Ο Χιροκάζου Κορεέντα κέρδισε βραβεία κινηματογραφικού φεστιβάλ σε όλο τον κόσμο με δύο από τις ταινίες του Απόσταση και Κανένας δε γνωρίζει. Η ταινία της σκηνοθέτιδος Ναόμι Καβάσε, Το πένθιμο δάσος, κέρδισε το Μέγα Βραβείο στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών το 2007. Ο Γιότζι Γιαμάντα, σκηνοθέτης της σειράς Otoko wa Tsurai yo, έκανε μια τριλογία φημισμένων ρεβιζιονιστικών ταινιών με σαμουράι, το Twilight Samurai το 2002, ακολουθούμενο από το The Hidden Blade το 2004 και Love and Honor το 2006. Το 2008, οι Αναχωρήσεις κέρδισαν το Όσκαρ για την καλύτερη ξενόγλωσση ταινία.
Το 2001, ο Χαγιάο Μιγιαζάκι σκηνοθέτησε την ταινία άνιμε Ταξίδι στη Χώρα των Θαυμάτων, η οποία έσπασε τα ιαπωνικά ρεκόρ box office και κέρδισε πολλά βραβεία, συμπεριλαμβανομένου του Όσκαρ καλύτερης ταινίας κινουμένων σχεδίων το 2003.[41] Την ταινία ακολούθησε Το κινούμενο κάστρο το 2004 και το Πόνιο το 2008. Το 2004, ο Μαμόρου Οσίι σκηνοθέτησε την ταινία άνιμε Ghost in the Shell 2: Innocence, η οποία έλαβε διεθνή αναγνώριση. Κατ' ανάλογο τρόπο, η ταινία The Sky Crawlers του 2008, γνώρισε επίσης διεθνή αποδοχή. Την ίδια δεκαετία, ο Σατόσι Κον σκηνοθέτησε τρεις εξαιρετικά επιτυχημένες ταινίες: Millennium Actress, Tokyo Godfathers και Πάπρικα.
Ο Κατσουχίρο Οτόμο σκηνοθέτησε το 1995 τις Αναμνήσεις, το πρώτο του έργο κινουμένων σχεδίων από τη συλλογή ταινιών μικρού μήκους, το οποίο ακολούθησε η ταινία Steamboy, το 2004. Σε συνεργασία με το Studio 4C, ο Αμερικανός σκηνοθέτης Μάικλ Αρίας σκηνοθέτησε την ταινία Tekkonkinkreet το 2008. Μετά από αρκετά χρόνια σκηνοθεσίας κυρίως ταινιών δράσης, ο Χιντεάκι Άννο δημιούργησε το δικό του στούντιο παραγωγής και επανεξέτασε τη δημοφιλή σειρά Ευαγγέλιον και κυκλοφόρησε την τετραλογία Rebuild of Evangelion, μια νέα σειρά ταινιών που παρείχε μια εναλλακτική αναδιατύπωση της αρχικής ιστορίας.
Τον Φεβρουάριο του 2000, ιδρύθηκε το Συμβούλιο Προώθησης του Κινηματογράφου της Ιαπωνίας. Στις 16 Νοεμβρίου 2001, οι νόμοι του Ιαπωνικού Ίδρυματος για την Προώθηση των Τεχνών παρουσιάστηκαν στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Αυτοί οι νόμοι αποσκοπούσαν στην προώθηση της παραγωγής των τεχνών, συμπεριλαμβανομένου του κινηματογραφικού σκηνικού, και όριζαν ότι η κυβέρνηση - τόσο σε εθνικό όσο και σε τοπικό επίπεδο - έπρεπε να χορηγεί οικονομική στήριξη προκειμένου να συντηρείται ο κινηματογράφος. Οι νόμοι ψηφίστηκαν στις 30 Νοεμβρίου και τέθηκαν σε ισχύ στις 7 Δεκεμβρίου 2001. Το 2003, σε μια συγκέντρωση για τον Οργανισμό Πολιτιστικών Υποθέσεων, προτάθηκαν δώδεκα πολιτικές σε μια γραπτή έκθεση που επέτρεπαν την προώθηση και προβολή των δημόσιων ταινιών στο Κέντρο Ταινιών του Εθνικού Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης.
Τέσσερις ταινίες μέχρι σήμερα έχουν λάβει διεθνή αναγνώριση επειδή επιλέχθηκαν να συμμετάσχουν σε μεγάλα κινηματογραφικά φεστιβάλ: Caterpillar του Κότζι Βακαμάτσου, η οποία έλαβε μέρος σε διαγωνισμό για τη Χρυσή Άρκτο στο 60ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου και κέρδισε την Ασημένια Άρκτο για την καλύτερη ηθοποιό το 2010. Η ταινία Outrage του Τακέσι Κιτάνο έλαβε μέρος στο διαγωνισμό για τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών το 2010, και η ταινία Himizu του Σιόν Σόνο ήταν υποψήφια για τον Χρυσό Λέοντα στο 68ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας το 2011.
Το 2012, η ταινία Χαρακίρι: Ο θάνατος ενός σαμουράι του Τακάσι Μιίκε έλαβε μέρος σε διαγωνισμό για τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών, και ήταν η πρώτη ταινία 3D που προβλήθηκε ποτέ στο διαγωνισμό στις Κάννες. Η ταινία αυτή γυρίστηκε σε συμπαραγωγή με τον Βρετανό ανεξάρτητο παραγωγό Τζέρεμι Τόμας, ο οποίος είχε παράγει διεθνώς αναγνωρισμένες ιαπωνικές ταινίες, όπως Καλά Χριστούγεννα, Κύριε Λώρενς και Ταμπού του Ναγκίσα Όσιμα, Αδερφός του Τακέσι Κιτάνο, και 13 Δολοφόνοι του Τακάσι Μιίκε.
Το 2018, ο Χιροκάζου Κορεέντα κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα για την ταινία Κλέφτες καταστημάτων στο 71ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών, όπου συμμετείχε επίσης η ταινία Άζακο I & II του Ριουσούκε Χαμαγκούτσι.
Το 2020, όπως συνέβη σε όλες τις χώρες, η κινηματογραφική βιομηχανία της Ιαπωνίας υπέφερε από την πανδημία COVID-19. Οι κυκλοφορίες αρκετών ταινιών αναβλήθηκαν και τα θέατρα έκλεισαν για αρκετούς μήνες, ενώ ξανάνοιξαν με αυστηρά πρωτοκόλλα ασφαλείας. Λίγο καιρό μετά το άνοιγμα των θεάτρων, η ταινία άνιμε Demon Slayer: Mugen Train, η οποία βασίστηκε σε σειρά κόμικς Demon Slayer: Kimetsu no Yaiba manga, έσπασε όλα τα ρεκόρ box-office στη χώρα, κι έγινε η ταινία με τα υψηλότερα κέρδη όλων των εποχών στην Ιαπωνία.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.