From Wikipedia, the free encyclopedia
Η ελεφαντουργική είναι η τέχνη της γλυπτικής κατεργασίας (σμιλέματος) του ελεφαντόδοντου για τη δημιουργία διάφορων έργων τέχνης. Ο αντίστοιχος τεχνίτης ονομάζεται ελεφαντουργός και το καλλιτεχνικό έργο ή κομψοτέχνημα από ελεφαντόδοντο ονομάζεται ελεφαντούργημα.[1]
Η τέχνη αυτή ασκείται από τους ανθρώπους από την Προϊστορική εποχή. Το ελεφαντόδοντο ή φίλντισι ήταν συνήθως ένα σπάνιο και ακριβό υλικό, και αντίστοιχη ήταν και η διακοσμητική του χρήση, παρότι το άνοιγμα του εσωτερικού της Αφρικής μετά τις εξερευνήσεις του 19ου αιώνα κατέστησε διαθέσιμες πολύ μεγαλύτερες ποσότητες. Η γλυπτική του ελεφαντόδοντου μπορεί να επιτύχει πολύ μικρή λεπτομέρεια στην απόδοση του θέματος, περιορίζεται όμως στο συνολικό μέγεθος του έργου από το πεπερασμένο μέγεθος (κυρίως το πάχος) των χαυλιοδόντων από τους οποίους προέρχεται η πρώτη ύλη. Εξάλλου, επειδή η ανακύκλωσή του είναι δύσκολη και δεν έχει την αξία των ανακυκλωμένων πολύτιμων μετάλλων, πολύ μεγαλύτερο ποσοστό φιλντισένιων έργων τέχνης έχουν σωθεί διαχρονικά από το αντίστοιχο πσοστό έργων φτιαγμένων από άλλα υλικά. Για τον λόγο αυτό, η ελεφαντουργική έχει ιδιαίτερη σημασία για τη μεσαιωνική τέχνη της δυτικής Ευρώπης και τη Βυζαντινή τέχνη, καθώς ελάχιστα έργα μνημειακής γλυπτικής από τη συγκεκριμένη περίοδο παράχθηκαν ή έχουν σωθεί μέχρι σήμερα[2].
Η κυριότερη πηγή του ελεφαντόδοντου είναι οι χαυλιόδοντες του ελέφαντα, αλλά έχει χρησιμοποιηθεί κατά καιρούς φίλντισι από πολλά άλλα θηλαστικά με χαυλιόδοντες ή και μεγάλα δόντια. Χημικώς, η σύσταση είναι η ίδια με αυτή των ανθρώπινων δοντιών: το εξωτερικό στρώμα σμάλτου, το κυρίως σώμα οδοντίνης και το εσωτερικό οστεΐνης. Για χρήση στην ελεφαντουργική οι δύο τελευταίες ουσίες είναι χρησιμοποιήσιμες από τα περισσότερα ζώα, αλλά ο σμάλτος συνήθως είναι υπερβολικά σκληρός για να σμιλευτεί και τότε χρειάζεται να φύγει με λειοτρίβηση, π.χ. στην περίπτωση του ιπποπόταμου, του οποίου ο σμάλτος στα μεγαλύτερα δόντια έχει τη σκληρότητα του νεφρίτη (περίπου 6 στην Κλίμακα Μος). Αλλά το φίλντισι από ελέφαντα, εκτός από το μεγαλύτερο όγκο των τεμαχίων προς επεξεργασία, είναι σχετικώς μαλακό και ομοιογενές. Το είδος του ζώου από το οποίο προέρχεται το ελεφαντόδοντο μπορεί συνήθως να προσδιορισθεί με εξέταση κάτω από υπεριώδες φως, οπότε οι διαφορετικοί τύποι δείχνουν διαφορετικές αποχρώσεις.[3]
Η ηλικίας 25 χιλιάδων ετών «Αφροδίτη του Μπρασεμπουί» (Brassempouy), ίσως η αρχαιότερη ρεαλιστική απεικόνιση του ανθρώπινου προσώπου και ένα από τα πρώτα έργα γλυπτικής του ανθρώπινου πολιτισμού, σμιλεύτηκε από χαυλιόδοντα μαμούθ, πρόσφατα σκοτωμένου χωρίς αμφιβολία. Στη βόρεια Ευρώπη του πρώιμου Μεσαίωνα το φίλντισι από θαλάσσιο ίππο ήταν το ευκολότερα προμηθεύσιμο από εμπόρους Βίκινγκ (την εποχή εκείνη θαλάσσιοι ίπποι βρίσκονταν πιθανώς πολύ νοτιότερα από σήμερα[4]). Εξάλλου, η γλυπτική σε οστά ζώων χρησιμοποιήθηκε από πολλούς πολιτισμούς που δεν είχαν πρόσβαση σε ελεφαντόδοντο ή ως ένα κατά πολύ φθηνότερο υποκατάστατο.
Ολόκληρα έπιπλα από ελεφαντόδοντο έχουν ανακαλυφθεί, κατασκευασμένα στην Αρχαία Αίγυπτο και τη Μεσοποταμία. Στον ελληνικό χώρο έχουν βρεθεί ποικίλα ελεφαντουργήματα μικρών διαστάσεων: διακοσμητικά πλακίδια, αγαλματίδια, πυξίδες με κάλυμμα από φιλντισένια πλακίδια, σφραγίδες κ.ά.. Χαρακτηριστικό είναι ένα πλακίδιο από το Παλαίκαστρο που χρονολογήθηκε στην υστερομινωική περίοδο (ΥΜ I) και φέρει ανάγλυφη παράσταση ενός υπερφυσικού πτηνού. Από τον Μυκηναϊκό Πολιτισμό προέρχεται το φιλντισένιο σύμπλεγμα από δύο θεές με νεαρό θεό στα γόνατά τους (15ος αι. π.Χ.) και δύο βάσεις από καθρέφτες (μετά το 1500 π.Χ., «Τάφος της Κλυταιμνήστρας»). Δύο ανάγλυφα πλακίδια από ελεφαντόδοντο της προγεωμετρικής εποχής έχουν ανακαλυφθεί στα Σπάτα της Αττικής.
Κατά τη Γεωμετρική εποχή η χρήση του ελεφαντόδοντου συνεχίσθηκε και από το τέλος της σώζονται τα γνωστα ειδώλια από τάφο του Κεραμεικού που βρίσκονται σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Από αυτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το αγαλματίδιο της θεάς με το καπέλο.
Τα χρυσελεφάντινα γλυπτά είναι μορφές κατασκευασμένες από ένα μίγμα ελεφαντόδοντου (συνήθως για το γυμνό δέρμα) και άλλων υλικών, συνήθως με επιχρύσωση (για τα ενδύματα). Χρησιμοποιήθηκαν για πολλά από τα σημαντικότερα λατρευτικά αγάλματα στην κλασική Αρχαία Ελλάδα και άλλους πολιτισμούς. Το γνωστότερο παράδειγμα αποτελεί το τεράστιο άγαλμα της Αθηνάς Παρθένου, έργο του Φειδία, που κυριαρχούσε στο εσωτερικό του Παρθενώνα στην Αθήνα. Υπήρχε επίσης από τον ίδιο γλύπτη το Άγαλμα του Ολυμπίου Διός στον Ναό του Δία στην Ολυμπία. Το ελεφαντόδοντο έχει μεγάλη διάρκεια ζωής σε ξηρό και όχι ιδιαίτερα θερμό κλίμα, αλλά στα περισσότερα μέρη δεν διασώζεται για διάστημα αιώνων θαμμένο στο έδαφος και έτσι οι γνώσεις μας για την αρχαιοελληνική ελεφαντουργική είναι περιορισμένες, ενώ αντιθέτως αρκετά ελεφαντουργήματα της ύστερης ρωμαϊκής τέχνης έχουν σωθεί, καθώς δεν θάφτηκαν ποτέ: είναι κυρίως πλάκες από δίπτυχα που κατέληγαν συνήθως στα θησαυροφυλάκια των εκκλησιών.
Ασφαλώς αγαλματίδια και άλλα τέχνεργα των οποίων σώζονται πήλινα ή μαρμάρινα δείγματα κατασκευάζονταν και από ελεφαντόδοντο, αλλά ελάχιστα έχουν σωθεί. Επίσης, σώζονται λιγοστά ρωμαϊκά κουτιά και φέρετρα με σκαλιστές ανάγλυφες πλάκες από ελεφαντόδοντο, και τέτοια έργα αντιγράφονταν κατά τον πρώιμο Μεσαίωνα — η Πυξίδα του Franks είναι μία αγγλοσαξονική εκδοχή από κόκκαλο φάλαινας του 8ου αιώνα, ενώ η Πυξίδα του Βερόλι μία βυζαντινή από ελεφαντόδοντο ελέφαντα, που φιλοτεχνήθηκε στην Κωνσταντινούπολη περί το έτος 1000 και σήμερα βρίσκεται στο Μουσείο Βικτωρίας και Αλβέρτου, στο Λονδίνο. Αμφότερα περιλαμβάνουν μυθολογικές σκηνές (σαξονικές και ελληνικές, αντιστοίχως), που βρίσκονται σε ελάχιστα έργα αυτών των αιώνων. Γενικώς, οι Ρωμαίοι ασχολήθηκαν πολύ με το υλικό και έθεσαν βάσεις για την ελεφαντουργική τέχνη στις επόμενες εποχές.
Το σημαντικότερο ίσως ελεφαντούργημα της ύστερης αρχαιότητας είναι ο Θρόνος του Μαξιμιανού, που ανήκε στον Βυζαντινό επίσκοπο Μαξιμιανό της Ραβέννας (546-556): είναι καλυμμένος ολόκληρος με πλάκες σκαλισμένου ελεφαντόδοντου, με παραστάσεις μορφών (αλλά και του περίτεχνου μονογράμματος του επισκόπου) πλαισιωμένες από φυτικά διακοσμητικά θέματα. Πιθανώς φιλοτεχνήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και μεταφέρθηκε με πλοίο στη Ραβέννα.[5] Είναι γνωστή επίσης η λειψανοθήκη της Μπρέσια.
Τα υστερορωμαϊκά υπατικά δίπτυχα δίνονταν ως αναμνηστικά δώρα από τους υπάτους (π.χ. ως αναμνηστικά της αναλήψεως του αξιώματος από αυτούς) και αποτελούνταν από δύο πλάκες σκαλισμένες στη μία τους επιφάνεια με τη μορφή του υπάτου. Το είδος υιοθετήθηκε αργότερα για χριστιανική χρήση, με εικόνες του Χριστού, της Θεοτόκου ή αγίων.
Από τον 6ο αιώνα τέτοιες φιλντισένιες πλάκες χρησιμοποιούνταν ως καλύμματα βιβλίων, συνήθως ως το κεντρικό τμήμα μιας περιφέρειας από μέταλλο και πολύτιμα πετράδια, κάποτε συναρμολογημένα από έως και 5 μικρότερα τεμάχια εξαιτίας του περιορισμένου εύρους του χαυλιόδοντα. Αυτή η διάταξη πρότεινε μία νέα προσέγγιση στη σύνθεση με τον Χριστό ή την Παναγία στο κέντρο και αγγέλους, αποστόλους και αγίους στις περιφερειακές πλάκες. Καλύμματα από σκαλιστό ελεφαντόδοντο χρησιμοποιούνταν για πολυτελείς βιβλιοδεσίες των πιο πολυτιμων εικονογραφημένων χειρογράφων.
Χαρακτηριστικά έργα της βυζαντινής ελεφαντουργικής μετά την περίοδο της Εικονομαχίας ήταν τρίπτυχα. Ανάμεσα στα πλέον αξιοσημείωτα παραδείγματα είναι το Τρίπτυχο του Harbaville από τον 10ο αιώνα, με πολλαπλές πλάκες. Τέτοια βυζαντινά τρίπτυχα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν μόνο για ιδιωτική λατρεία εξαιτίας του μικρού μεγέθους τους. Περίφημο τρίπτυχο του 10ου αιώνα από ελεφαντόδοντο είναι το Τρίπτυχο του Borradaile, που σήμερα βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο και έχει μόνο μία κεντρική εικόνα (τη Σταύρωση). Το «Ελεφαντοστό του Ρωμανού» είναι παρόμοιο με τα θρησκευτικά τρίπτυχα, αλλά η κεντρική του πλάκα δείχνει τον Χριστό να στέφει τον Αυτοκράτορα Ρωμανό και την Αυτοκράτειρα Ευδοκία. Υπάρχουν διάφορες απόψεις ως προς το για ποιον Βυζαντινό ηγέτη φιλοτεχνήθηκε το τρίπτυχο. Μία πιθανή απάντηση είναι ο Ρωμανός Β΄, κάτι που χρονολογεί το έργο ανάμεσα στο 944 και το 949. Η ελεφαντουργική φαίνεται να παρακμάζει ή και να εξαφανίζεται σχεδόν στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία μετά τον 12ο αιώνα.
Η δυτική Ευρώπη κατασκεύαζε επίσης πολύπτυχα, που κατά τη γοτθική περίοδο είχαν συνήθως παράπλευρες πλάκες με σειρές ανάγλυφων αφηγηματικών σκηνών αντί των αγίων της βυζαντινής τέχνης. Οι σκηνές αυτές ήταν συνήθως ο Βίος της Παρθένου Μαρίας ή του Χριστού. Στην περίπτωση τρίπτυχου, η κεντρική πλάκα συνήθως φιλοξενούσε μία ιερατική σκηνή σε μεγαλύτερη κλίμακα, ενώ τα δίπτυχα με μόνο αφηγηματικές σκηνές ήταν τα πιο συνηθισμένα. Η δυτική τέχνη δεν συμμεριζόταν τις βυζαντινές επιφυλάξεις για την καθαυτό γλυπτική: τα ανάγλυφα γίνονταν βαθμιαία πιο ολόγλυπτα και τα αγαλματίδια ήταν συνηθισμένα, αντιπροσωπεύοντας πολλή από την καλύτερη τέχνη. Φιλντισενια πιόνια σκακιού κατασκευάζονταν συχνά σε μεγάλα μεγέθη και με περίτεχνα σκαλίσματα. Τα πιόνια σκακιού του Lewis από τον 12ο αιώνα είναι από τα γνωστότερα.
Τα περισσότερα έργα της μεσαιωνικής ελεφαντουργικής ήταν χρυσοποίκιλτα και χρωματισμένα, κάποτε μερικώς και άλλοτε εξ ολοκλήρου, αλλά σπάνια διασώζεται κάτι περισσότερο από ελάχιστα ίχνη χρωστικής: πολλά ξύστηκαν από εμπόρους του 19ου αιώνα. Η επιβίωση επίπεδων ελεφαντουργημάτων ήταν πάντοτε πολύ πιθανότερη από εξίσου πολυτελή έργα από π.χ. πολύτιμα μέταλλα, επειδή μία λεπτή πλάκα από ελεφαντόδοντο δεν μπορεί να ανακυκλωθεί, παρότι μερικές σκαλίστηκαν εκ νέου στην άλλη τους πλευρά. Τα ελεφαντουργήματα έχαιραν πάντοτε εκτιμήσεως και εξαιτίας της «μακροζωίας» τους αυτής, αλλά και του φορητού τους χαρακτήρα, ήταν πολύ σημαντικά στη μετάδοση καλλιτεχνικών τάσεων στο ύφος, ιδίως στην Καρολίγγειο τέχνη, η οποία αντέγραψε και παράλλαξε πολλά ελεφαντουργήματα της ύστερης αρχαιότητας.
Το ελεφαντόδοντο έγινε ευρύτερα διαθέσιμο προς τον ύστερο Μεσαίωνα, ενώ το σημαντικότερο κέντρο της ευρωπαϊκής ελεφαντουργικής έγινε το Παρίσι, που έφθασε σε μία σχεδόν βιομηχανική παραγωγή και έκανε εξαγωγές σε όλη την ήπειρο. Τα κοσμικά ή θρησκευτικά κομμάτια για τους λαϊκούς βαθμιαία ξεπέρασαν σε αριθμό την παραγωγή για τους κληρικούς. Πλαίσια καθρεφτών, πιόνια και πούλια για το σκάκι και τα επιτραπέζια παιχνίδια, κουτιά και χτένια, ήταν ανάμεσα στα συνήθη προϊόντα, μαζί με τα μικρά δίπτυχα και τρίπτυχα για προσωπική λατρεία.
Η ελεφαντουργική δεν ξανάγινε ποτέ τόσο σημαντική μετά το τέλος του Μεσαίωνα, αλλά συνέχισε να δίνει μικρές μορφές, ιδίως το σώμα ενός Εσταυρωμένου, περίτεχνες λαβές για μαχαιροπίρουνα και μία μεγάλη γκάμα από άλλα χρηστικά αντικείμενα. Πέρασε δηλαδή κυρίως στο πεδίο της διακοσμητικής τέχνης, όπου και παραμένει μέχρι σήμερα, καλύπτοντας χρονικά ολόκληρη την ανθρώπινη ιστορία και τους κυριότερους πολιτισμούς. Η Διέππη εξελίχθηκε σε σημαντικό κέντρο, με ειδίκευση στα ομοιώματα-μινιατούρες πλοίων, όπως και το `Ερμπαχ στη Γερμανία. Το Χολμογκόρυ υπήρξε επί αιώνες κέντρο της ρωσικής τεχνοτροπίας, κάποτε πάνω σε ελεφαντόδοντο από μαμούθ, αλλά τον τελευταίο αιώνα κυρίως σε οστά[6]. Το scrimshaw, μία μορφή χαρακτικής περισσότερο, παρά γλυπτικής, είναι μία μορφή κυρίως Ναΐφ τέχνης που εξασκούσαν φαλαινοθήρες και ναυτικοί σε δόντια φαλαινών φυσητήρων και άλλων θαλάσσιων θηλαστικών, ιδίως κατά τον 18ο και τον 19ο αιώνα. Ελεφαντόδοντο χρησιμοποιόταν για την κατασκευή σφαιρών του μπιλιάρδου και άλλων παιχνιδιών μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα. Μία άλλη διαδεδομένη χρήση ήταν για την κατασκευή των λευκών πλήκτρων των πιάνων.
Το ελεφαντόδοντο ήταν ιδιαίτερα κατάλληλο υλικό για τα περίτεχνα γεωμετρικά μοτίβα της ισλαμικής τέχνης και χρησιμοποιήθηκε πολύ για την κατασκευή κουτιών, ως ένθετο σε ξύλινες διακοσμήσεις και αλλού. Μέχρι τουλάχιστον το 1600, ο ισλαμικός κόσμος ήταν πλουσιότερος από τον δυτικό, και επιπλέον είχε πολύ ευκολότερη πρόσβαση στο ινδικό και στο αφρικανικό ελεφαντόδοντο, οπότε η χρήση του υλικού σε αυτόν τον πολιτισμό υπήρξε καθαρά πιο γενναιόδωρη από ό,τι στην Ευρώπη, με πολλές αρκετά μεγάλες πυξίδες, κυλινδρικά κουτιά που χρησιμοποιούν ένα ολόκληρο τμήμα του χαυλιόδοντα (εικόνα αριστερά) και άλλα κομμάτια. Πολλές πλευρές της ισλαμικής ελεφαντουργικής αντανακλούν τη βυζαντινή παράδοση που κληρονόμησε το Ισλάμ. Η ανεικονική τέχνη του Ισλάμ δεν επιβαλλόταν τόσο αυστηρά σε μικρά διακοσμητικά έργα και πολλά ισλαμικά ελεφαντουργήματα φέρουν υπέροχες αναπαραστάσεις ζώων και ανθρώπινων μορφών, ιδίως κυνηγών.
Η Ινδία αποτελούσε μείζον κέντρο ελεφαντουργικής από την αρχαιότητα. Ειδικότερα, η πόλη Μουρσινταμπάντ στη σημερινή πολιτεία της Δυτικής Βεγγάλης φημιζόταν για τα ελεφαντουργήματά της, των οποίων ένα εξαιρετικό παράδειγμα αποτελεί το σύνολο φιλντισένιου τραπεζιού και καθισμάτων που εκτίθεται σήμερα στο Victoria Memorial Hall της Καλκούτας. Το κάθε κάθισμά του είναι ουσιαστικά μία πολυθρόνα με 5 πόδια, από τα οποία τα τρία ενώνονται ψηλά σε ένα πόδι τίγρης, ενώ τα υπόλοιπα δύο ενώνονται σε μία κεφαλή τίγρης με ανοικτό στόμα. Το τραπέζι και τα καθίσματα φέρουν εξαιρετική διάτρητη διακόσμηση jaali με ίχνη επιχρυσωμάτων. Το σύνολο δωρήθηκε στο μουσείο από τον Μαχαραγιά της Νταρμπάνγκα. Είναι ενδεικτικό ότι οι ελεφαντουργοί του Μουρσινταμπάντ είχαν ειδικές ονομασίες για τα μέρη του χαυλιόδοντα ενός ελέφαντα: αποκαλούσαν το συμπαγές άκρο του χαυλιόδοντα Nakshidant, το μεσαίο του τμήμα Khondidant και το παχύ αλλά κοίλο τμήμα της βάσεώς του Galhardant.[7] Προτιμούσαν να χρησιμοποιούν το Nakshidant για την τέχνη τους.
Η ελεφαντουργική ήταν επίσης διαδεδομένη στη νότια Ινδία, ιδίως στη Μυσόρη και στο Ταμίλ Ναντού, αλλά και στο Ούταρ Πραντές και το Ρατζαστάν.
Το ελεφαντόδοντο δεν ήταν τόσο «ευγενές» υλικό στην αυστηρή ιεραρχία της κινεζικής τέχνης, στην οποία ο ίασπις θεωρείτο πάντοτε κατά πολύ ευγενέστερος, ενώ το κέρατο του ρινόκερου, που δεν είναι φίλντισι, είχε την αίγλη του «τυχερού» υλικού.[8] Ωστόσο, το ελεφαντόδοντο και τα οστά των ζώων χρησιμοποιούνται στην Κίνα για την κατασκευή διάφορων αντικειμένων από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, από τότε που η Κίνα είχε το δικό της υποείδος ελέφαντα (Elephas maximus rubridens), του οποίου η εξαφάνιση πριν το 100 π.Χ. περίπου φαίνεται ότι προκλήθηκε κατά μεγάλο μέρος από τη ζήτηση για ελεφαντόδοντο. Από τη Δυναστεία Μινγκ το υλικό άρχισε να χρησιμοποιείται για την κατασκευή αγαλματιδίων θεοτήτων και άλλων μορφών. Κατά τη Δυναστεία Τσινγκ το ελεφαντόδοντο ταίριαξε με την αυξανόμενη προτίμηση για τη μικρή λεπτομέρεια και η ελεφαντουργική διαδόθηκε ακόμα περισσότερο, με τη χρήση του υλικού για λαβές, κουτιά και παρόμοια. Αργότερα στην Καντώνα παράχθηκαν μεγάλα μοντέλα οικιών και άλλα μεγάλα επιδεικτικά ελεφαντουργήματα, που παραμένουν δημοφιλή[9]. Οι μορφές των κινεζικών ελεφαντουργημάτων συνήθως δεν είναι επιζωγραφισμένες, ή είναι μόνο σε μερικά σημεία με μαύρη (κυρίως) μελάνη.
Από τον 18ο αιώνα η Κίνα είχε μία αξιόλογη παραγωγή ελεφαντουργημάτων, κυρίως μορφές, προς εξαγωγή στην Ευρώπη, την οποία ακολούθησε η Ιαπωνία από τη Μεταρρύθμιση Μεΐτζι και μετά. Τα ιαπωνικά ελεφαντουργήματα για την εγχώρια αγορά ήταν παραδοσιακά μικρά αντικείμενα, όπως τα νετσούκε, για τα οποία το ελεφαντόδοντο χρησιμοποιήθηκε από τον 17ο αιώνα, ή μικρά ένθετα για λαβές σπαθιών και παρόμοια εξαρτήματα, αλλά στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, με χρήση πλέον αφρικανικού ελεφαντόδοντου, τα ελεφαντουργήματα έγιναν τόσο μεγάλα όσο επέτρεπε το υλικό και σκαλίζονταν με επιδεξιότητα βιρτουόζου. Μία απω-ανατολική ειδικότητα ήταν οι διάτρητες φιλντισένιες μπάλες που περιείχαν μία σειρά μικρότερων σφαιρών, που μπορούσαν να περιστρέφονται ελεύθερα, μία απόδειξη της υπομονής των Ασιατών ελεφαντουργών.
Τα ελεφαντουργήματα του Κονγκό είναι από τα ωραιότερα έργα γλυπτικής των εθνών της κεντρικής και δυτικής Αφρικής. Και στο Βασίλειο του Κονγκό το ελεφαντόδοντο ήταν πολύτιμο αγαθό, το οποίο ελεγχόταν αυστηρά από φυλάρχους και βασιλιάδες, οι οποίοι παράγγελναν σε γλύπτες λεπτεπίλεπτα ελεφαντουργήματα για την προσωπική τους χρήση και για χρήση από τους αυλικούς τους. Με την εμφάνιση του υπερατλαντικού εμπορίου, το γεγονός έγινε ευρύτερα γνωστό και οι ελεφαντουργοί του Κονγκό κατασκευάζαν πλέον και έργα όχι για τους ντόπιους ηγέτες και ελίτ, αλλά και για Ευρωπαίους και άλλους ξένους.
Από τα παλαιότερα σωζόμενα ελεφαντουργήματα από την υποσαχάριο Αφρική, τα περισσότερα δεν δημιουργήθηκαν για Αφρικανούς καταναλωτές[10]. Κυνηγετικές σάλπιγγες ή «κόρνα» με πλούσια διακόσμηση από τον 16ο αιώνα είναι ανάμεσα στις παλαιότερες γνωστές βασιλικές παραγγελίες ελεφαντουργημάτων του Βασιλείου του Κονγκό. Παρότι κατασκευάζονταν στη μορφή μουσικών οργάνων και για χρήση κατά τη διάρκεια τελετών της βασιλικής αυλής, πολλά τέτοια γλυπτά δωρίζονταν πιθανότατα ή πωλούνταν σε Πορτογάλους ευγενείς, ιεραποστόλους και εμπόρους. Τη δεκαετία του 1950 ο ιστορικός William Buller Fagg επινόησε τον όρο Afro-Portuguese ivories («Αφρο-πορτογαλικά ελεφαντουργήματα») προκειμένου να περιγράψει έργα αυτής της περιόδου.[11]
Περί τα μέσα του 19ου αιώνα, ένα νέο στιλ ελεφαντουργικής αναπτύχθηκε στην περιοχή για να ανταποκριθεί στη ζήτηση του εξαγωγικού εμπορίου κατά μήκος της ακτής του Λοάνγκο της κεντροδυτικής Αφρικής. Αυτό το στιλ χαρακτηριζόταν από λεπτεπίλεπτο ανάγλυφο και, θεματολογικά, από σκηνές της ζωής στο Κονγκό.[12] Συχνά τέτοιες σκηνές απεικόνιζαν τη δυναμική και κοσμοπολίτικη παραλιακή δραστηριότητα που σχετιζόταν με το υπερατλαντικό εμπόριο. Οι περισσότεροι σκαλιστοί χαυλιόδοντες αυτής της «περιόδου Λοάνγκο» δεν ξεπερνούν σε μήκος τα 70 ως 80 εκατοστά, επειδή προέρχονται από ελέφαντες της ζούγκλας, που είναι αρκετά μικρότεροι από τους ελέφαντες της σαβάνας. Ολόκληροι γλυπτοί χαυλιόδοντες της περιόδου από μεγάλους ελέφαντες της σαβάνας είναι εξαιρετικά σπάνιοι: ένα τέτοιο σπάνιο παράδειγμα βρίσκεται στη συλλογή του Μουσείου του Μπρούκλιν.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.