Το χρονικό διάστημα που απαρτίζεται από επτά συνεχόμενα ημερονύκτια. From Wikipedia, the free encyclopedia
Η εβδομάδα είναι μονάδα χρόνου οριζόμενη ίση με το χρονικό διάστημα που απαρτίζεται από επτά συνεχόμενα ημερονύκτια. Ο κύκλος επτά ημερών τρέχει ανεξάρτητα από τον κύκλο ενός ημερολογίου. Η εβδομάδα αποτελεί το κυρίως χρονικό διάστημα για τον κύκλο των εργάσιμων ημερών. Σήμερα, οι ημέρες της εβδομάδας στην ελληνική γλώσσα φέρουν τα ονόματα: Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή, ενώ σε άλλες γλώσσες φέρουν τα ονόματα πλανητών. Δηλαδή, τα ονόματα των ημερών Δευτέρα μέχρι Πέμπτη προέρχονται από τα θηλυκά τακτικών αριθμητικών.
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Οι ανθρωπολόγοι έχουν παρατηρήσει ότι ημερολογιακές υποδιαιρέσεις διαφορετικές από την επταήμερη εβδομάδα (από τρεις μέχρι και οκτώ ημέρες) συναντώνται σε διάφορες αρχαίες κοινωνίες. Ένα αξιοπαρατήρητο κοινό σημείο είναι ότι συχνά η λέξη για την «εβδομάδα» συμπίπτει με τη λέξη για την «ημέρα της αγοράς (ή της εμποροπανήγυρης)», πράγμα που αποτελεί ένδειξη ότι η εν λόγω έννοια αναπτύχθηκε σε αγροτικές ή προ-αγροτικές κοινωνίες, στις οποίες υπήρχε τόσο «αγορά» όσο και «ημέρα αγοράς». Σε αραιοκατοικημένες περιοχές, στις οποίες δεν διεξάγονται καθημερινά εμπορικές δραστηριότητες, ήταν ουσιώδες για τους παραγωγούς και τους καταναλωτές να καταλήξουν σε μια εκ των προτέρων συμφωνηθείσα ημέρα συναλλαγών, ειδικώς αν ο δρόμος προς την αγορά διαρκούσε αρκετές ώρες ή ημέρες.
Η εβδομάδα (ως καθορισμένο διάστημα ημερών) αποτελούσε πολύ απλούστερο και ακριβέστερο τρόπο υπολογισμού του χρόνου εν σχέσει με το σύστημα που βασιζόταν στο σεληνιακό ημερολόγιο ή στην εποχική (φαινόμενη) περιστροφή της ουράνιας σφαίρας (του στερεώματος). Το μόνο μειονέκτημα ήταν ότι η εβδομάδα δεν είχε «ουράνια» προέλευση, αλλά στηριζόταν σε υπολογισμούς ανθρώπων μάλλον παρά στην κίνηση της σελήνης και των άστρων. Στην παραδοσιακή επταήμερη εβδομάδα, το μειονέκτημα αυτό ξεπεράστηκε με την αντιστοίχιση του ηλίου, της σελήνης και πέντε πλανητών γνωστών στους αρχαίους (Ερμής, Αφροδίτη, Άρης, Δίας, Κρόνος) σε κάθε μια από τις επτά ημέρες.
Οι αρχαίοι Χαλδαίοι/Βαβυλώνιοι φαίνεται ότι διέθεταν επταήμερη εβδομάδα, κατά την οποία κάθε ημέρα ήταν αφιερωμένη σε διαφορετική θεότητα. Η σπουδαιότητα του αριθμού επτά στη χαλδαϊκή αστρολογία και αστρονομία ήταν αξιοσημείωτη λόγω των επτά ουρανίων σωμάτων ή φωστήρων που φαίνονται κανονικά με γυμνό μάτι (ήλιος, σελήνη και πέντε πλανήτες) και συσχετίστηκαν με θεότητες.
Η κινεζική χρήση της επταήμερης εβδομάδας (και των πολιτισμών της Κορέας, της Ιαπωνίας, του Θιβέτ και του Βιετνάμ) ανάγεται στο 600 π.Χ. περίπου, όταν η βαβυλωνιακή έννοια των επτά «φωστήρων» εισέδυσε και διαδόθηκε στην Κίνα. Μολονότι σε κάθε ημέρα αντιστοιχήθηκε ένας από τους φωστήρες, η εβδομάδα δεν επηρέασε την κοινωνική ζωή ή το επίσημο ημερολόγιο. Συνήθως χρησιμοποιείται για αστρολογικούς σκοπούς ή παρατίθεται σε βουδιστικά κείμενα, μέχρις ότου οι Ιησουίτες επανεισήγαγαν την έννοια τον 16ο αιώνα.
Ως αποτέλεσμα, όταν τον 16ο αιώνα οι Ιάπωνες ήλθαν για πρώτη φορά σε επαφή με τους Ευρωπαίους, διαπίστωσαν έκπληκτοι ότι τα δικά τους ονόματα για τις ημέρες της εβδομάδας αντιστοιχούσαν στα αγγλικά ονόματα (και στην πραγματικότητα διατηρούσαν πιστότερα τις αρχικές βαβυλωνιακές έννοιες, διότι στην Αγγλική είχαν εν τω μεταξύ εισέλθει θεωνύμια από τη σκανδιναβική μυθολογία).
Η εβδομάδα ως επταήμερο σύστημα υπολογισμού του χρόνου έχει φθάσει στον Δυτικό πολιτισμό με αφετηρία το εβραϊκό ημερολόγιο. Οι Ινδοευρωπαίοι δεν φαίνεται να είχαν ενδιάμεση μονάδα μετρήσεως του χρόνου μεταξύ του μήνα και της ημέρας, πράγμα που εξηγεί γιατί η λ. ἑβδομάς και αντίστοιχοι όροι των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών (λ.χ. λατ.: septimāna) συναντώνται από την ελληνιστική / χριστιανική εποχή και μετά με τη σημασία των επτά ημερών.
Η όποια διαίρεση του μηνός σε υποδιαστήματα κατά την εποχή πριν από την κατίσχυση του εβραϊκού ημερολογίου θα πρέπει να βασιζόταν, όπως δέχονται οι μελετητές, στην παρατήρηση των φάσεων της σελήνης και γενικότερα στο σεληνιακό σύστημα. Μολονότι ορισμένες θεωρίες εικάζουν ότι το επταήμερο σύστημα αποτελεί απλουστευτικά το ένα τέταρτο του σεληνιακού μήνα, αυτό δεν ερμηνεύει ικανοποιητικά τα παρακάτω δεδομένα.
Οι Ινδοί, όπως δείχνει η σανσκριτική γλώσσα, διαιρούσαν τον μήνα σε δύο ίσα μέρη (paks'a «πτέρυγα, τμήμα»), τα οποία κατονόμαζαν με όρους που σημαίνουν «αύξουσα σελήνη» και «φθίνουσα σελήνη». Όμοια διαίρεση φαίνεται ότι είχαν υιοθετήσει οι Κέλτες, ενώ τόσο οι αρχαίοι Έλληνες όσο και οι Ρωμαίοι διαιρούσαν τον μήνα με βάση τις φάσεις της σελήνης και τις αντίστοιχες εορτές. Η διαίρεσή τους χαρακτηριζόταν από μάλλον ατελή υπολογισμό, πράγμα αναμενόμενο για κάθε σεληνοκεντρικό σύστημα· θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι χώριζαν τον μήνα σε τρία δεκαήμερα (πβ. λατ. nundinum «διάστημα εννέα ημερών (μεταξύ δύο εορτασμών)»). Κατάλοιπο της αρχικά σεληνιακής βάσεως της υποδιαίρεσης είναι οι λέξεις των γερμανικών γλωσσών για την εβδομάδα, οι οποίες έχουν ως αφετηρία τον αρχ. γερμανικό όρο wika-, που ίσως σημαίνει «αλλαγή, μεταβολή, τροπή (της σελήνης)». Σε αυτόν έχουν την απώτερη αναγωγή τους οι ομόρριζες λέξεις Woche (γερμ.), week (αγγλ.), vecka (σουηδ.), uge (δαν.) κ.ά.
Η ιστορικοσυγκριτική γλωσσολογία δέχεται, με βάση αυτές και άλλες παρατηρήσεις, ότι η επταήμερη εβδομάδα ήταν άγνωστη στον ινδοευρωπαϊκό κόσμο πριν από την είσοδο του εβραϊκού ημερολογίου και τις Βιβλικές μαρτυρίες για αυτό. Το εβραϊκό ημερολόγιο είχε ως σημείο αναφοράς το Σάββατο (εβρ. שׁבת «ανάπαυση») και αριθμούσε τις ημέρες με βάση αυτό. Ως αποτέλεσμα, η ελληνιστική λέξη σάββατον δήλωνε την «ημέρα του Σαββάτου», το «έβδομο έτος αγραναπαύσεως» (Wayyiqra’ 26:43 והארץ תעזב מהם ותרץ את־שׁבתתיה, τονίζω τη βασική ρίζα της λέξης שׁבת που εδώ είναι σε πληθυντικό· Μετάφρ. των LXX, Λευιτικόν 26:43 τότε προσδέξεται ἡ γῆ τὰ σάββατα αὐτῆς ἐν τῷ ἐρημωθῆναι αὐτὴν δι΄ αὐτούς), αλλά και ολόκληρη την επταήμερη «εβδομάδα» (Κ.Δ., Κατὰ Λουκᾶν 18:12: νηστεύω δὶς τοῦ σαββάτου, που δεν εννοεί «δύο φορές το Σάββατο», αλλά «δύο φορές την εβδομάδα»).
Εφόσον το Σάββατο αποτελούσε σημείο αναφοράς στο εβραϊκό ημερολόγιο, εύκολα κατανοούμε γιατί οι υπόλοιπες ημέρες κατονομάζονταν (στην Ελληνιστική Κοινή) με αυτήν ως επίκεντρο: μία σαββάτων, δευτέρα σαββάτων, τρίτη σαββάτων…, ενώ η ημέρα πριν από το Σάββατο αποκλήθηκε αρχικώς προσάββατον και κατόπιν παρασκευή «προετοιμασία (για το Σάββατο)».
Στη Χριστιανική Λειτουργική ζωή, η Κυριακή, με την ιδιαίτερη θρησκευτική σημασία της, δεσπόζει των υπόλοιπων ημερών της εβδομάδας.
Ο ιερός ρυθμός της εβδομάδας είχε πρωταρχική σημασία στα ήθη και τις θρησκευτικές πράξεις των Εβραίων, καθώς συσχετίστηκε με τη δραστηριότητα του δημιουργού Θεού και την ιερή ανάπαυσή του (Γέν. 2:2). Το γεγονός αυτό οδήγησε στην αργία του Σαββάτου που εμφανίζεται ήδη στα αρχαιότερα κείμενα του ιουδαϊκού Νόμου (Έξ. 20:8) και στην Παλαιά Διαθήκη.
Οι πρώτοι μεταστραφέντες Ιουδαίοι Χριστιανοί έμειναν, καθώς φαίνεται, προσκολλημένοι στα έθιμα με τα οποία είχαν ανατραφεί (εφ' όσον αυτά ήταν συμβατά με το νόμο του Ευαγγελίου) και συνέχισαν αρχικά να θεωρούν σημαντικό το Σάββατο (Ματθ. 28:1, Μάρκ. 15:42, 16:1, Ιωάν. 19:42). Σύντομα, όμως, ημέρα λατρείας της Εκκλησίας γίνεται η πρώτη μέρα της εβδομάδας, η Κυριακή, ως «ημέρα του Κυρίου» (Πράξ. 20:7, Α' Κορ. 16:2, Αποκ. 1:10). Παρ' όλ' αυτά, ο κύκλος των επτά ημερών παρέμεινε και συνέχισε να ισχύει όπως και πριν.
Κατά τον 1ο και 2ο αιώνα μ.Χ., οι εορτασμοί των σημαντικών χριστιανικών μυστηρίων είναι πιθανό ότι είχαν εβδομαδιαία περιοδικότητα. Για παράδειγμα, η Κυριακή, σύμφωνα με την Επιστολή Βαρνάβα (xv), «ἔστιν ἄλλου κόσμου ἀρχή», και όπως αναφέρει ο συγγραφέας της επιστολής:
Και πάλι, ένα άλλο έργο με γενικό τίτλο Διδαχαί των αποστόλων, που αν και ψευδεπίγραφο ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένο μεταξύ των Χριστιανών των πρώτων αιώνων μ.Χ., ορίζει:
ενώ στο κεφ. xiv προτρέπει:
Συνολικά, μέσα από τα κείμενα του Τερτυλλιανού, τους Αποστολικούς κανόνες και άλλα πρωτοχριστιανικά έργα, γίνεται ξεκάθαρη η συνάφεια της Ανάστασης του Κυρίου με την Κυριακή, η οποία έγινε ημέρα λατρείας, όπως και η σύνδεση της Τετάρτης και της Παρασκευής με την προδοσία του Ιούδα και το Πάθος του Χριστού αντίστοιχα.
Αν και αυτή η αρχαία αντίληψη υποχώρησε σταδιακά δίνοντας τη θέση της σε έναν ετήσιο κύκλο νέων επετείων και εορτασμών, η εβδομάδα διατήρησε τη σπουδαιότητά της όπως δείχνουν οι ακολουθίες των λεγόμενων Κανονικών Ωρών (Divine Office), όπου στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία επτά (7) υποδιαιρέσεις της ημέρας έχουν οριστεί για προσευχή, αλλά και η υποχρεωτική εβδομαδιαία ανάγνωση ολόκληρου του Ψαλτηρίου, που, όπως μαθαίνουμε από τον λειτουργικό συγγραφέα Αμαλάριο του Μετς, του 9ου αιώνα, έγινε αποδεκτή στο βασιλικό παρεκκλήσιο του Άαχεν το έτος 802. Η διαίρεση αυτή του Ψαλτηρίου σε γενικές γραμμές ήταν ίδια με αυτήν που περιείχε η Ρωμαιοκαθολική Σύνοψη μέχρι την έκδοση των Αποστολικών κανόνων, «Θεία Έμπνευση», της 1ης Νοεμβρίου 1911. Επιπλέον, όπως αναφέρει ο Αμαλάριος, η λειτουργική αυτή διαίρεση που είχε δεχτεί η Εκκλησία της Ρώμης ήταν ουσιαστικά ίδια με των Καρλοβιγγειανών, αν και από τον 6ο αιώνα ο Άγιος Βενέδικτος είχε καθορίσει σαφώς τον κανόνα σύμφωνα με τον οποίο ολόκληρο το Ψαλτήριο θα έπρεπε να αναγνωσθεί τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα, ενώ μια τέτοια ρύθμιση αποδίδεται και στον Πάπα Δάμασο (ή Δαμάσο) (366-384).
Η αφιέρωση συγκεκριμένων ημερών της εβδομάδας σε εκδηλώσεις της Ρωμαιοκαθολικής λειτουργικής ζωής γίνεται φανερή με ακολουθίες όπως της Υπεραγίας Θεοτόκου κάθε Σάββατο, τις λειτουργίες των Παθών κάθε Παρασκευή κατά τη διάρκεια της Τεσσαρακοστής, και με την καθιέρωση ακολουθιών σε συγκεκριμένες ημέρες της εβδομάδας (όπως π.χ. η ακολουθία των Αγίων Αγγέλων τη Δευτέρα, η ακολουθία των Αγίων Αποστόλων την Τρίτη κλπ.), που την καθιέρωσή τους ενέκρινε ο Πάπας Λέων ο 13ος. Ανάλογη αφιέρωση ημερών υπάρχει και στην Ορθόδοξη Εκκλησία, όπου η Δευτέρα είναι αφιερωμένη στους Αρχαγγέλους, η Τρίτη στον Τίμιο Πρόδρομο, η Τετάρτη και η Παρασκευή στο Σταυρό, η Πέμπτη στους Αποστόλους και το Σάββατο στους Μάρτυρες.
Για μεγάλο χρονικό διάστημα κατά τον πρώιμο Μεσαίωνα, η Πέμπτη θεωρήθηκε στη Δύση ως «μικρή Κυριακή», πιθανότατα επειδή έγινε αποδεκτή ως η ημέρα της Αναλήψεως του Κυρίου (βλ. Bede, "Hist. Eccl.", IV, 25). Μετά τη Σύνοδο του Τρέντο εγκρίθηκε η προσθήκη επιπλέον ακολουθιών στη Ρωμαιοκαθολική Σύνοψη, όπως τα Μνημόσυνα υπέρ των κεκοιμημένων, οι Αναβαθμοί (σύνολο από 15 ψαλμούς) κλπ., που τελούνται μία φορά την εβδομάδα, ιδιαίτερα τις Δευτέρες, σε όλη τη διάρκεια της προ των Χριστουγέννων νηστείας (περίοδος 21-28 ημερών) και κατά τη διάρκεια της Τεσσαρακοστής.
Στα εβδομαδιαία συστήματα υπολογισμού του χρόνου που αναπτύχθηκαν στις επί μέρους γλώσσες είναι προφανής η επιρροή του ημερολογίου που εισήχθη από την Ανατολή. Εκτός από το εβραϊκό ημερολόγιο, που μνημονεύθηκε παραπάνω, αξιοσημείωτη επίδραση άσκησε επίσης το πλανητικό ημερολόγιο, το οποίο πιθανώς είχε ως βάση τις αστρολογικές προλήψεις των Χαλδαίων. Το σύστημα αυτό κατονόμαζε τις ημέρες με αφετηρία διαφορετική θεότητα για κάθε ημέρα και προφανώς αντικατέστησε τα ανατολικά ονόματα με θεότητες διαφόρων μυθολογιών οικείων στους Ινδοευρωπαίους (όπως του Δωδεκαθέου, του σκανδιναβικού πανθέου κτλ.). Για τον λόγο αυτόν, υποστηρίζεται ότι το πλανητικό / αστρολογικό ημερολόγιο πρέπει να έγινε αισθητό στον ινδοευρωπαϊκό κόσμο συγχρόνως με την έλευση του εβραϊκού ημερολογίου και τη διάδοσή του μέσω του Χριστιανισμού ή λίγο αργότερα.[1]
Το εκκλησιαστικό λατινικό ημερολόγιο στηρίχθηκε στο αντίστοιχο ελληνιστικό-χριστιανικό. Οι χριστιανικές εκκλησίες υιοθέτησαν το ιουδαϊκό σύστημα μετονομάζοντας την πρώτη ημέρα (μία σαββάτων) σε Κυριακή «ημέρα Κυρίου» (του οποίου μετάφραση αποτελεί το εκκλησ. λατ. Dominica). Συνεπώς, κατά τους πρώτους αιώνες μ.Χ. συνυπήρχαν στην υστερολατινική γλώσσα δύο ημερολογιακά συστήματα, το εκκλησιαστικό-χριστιανικό και το πλανητικό-αστρολογικό. Όπως θα φανεί από την επί μέρους ανάλυση, ονομασίες διαφόρων ημερών στην ύστερη λατινική γλώσσα συνυπήρξαν με το εκκλησιαστικό ημερολόγιο και άφησαν αξιοσημείωτα ίχνη σε αρκετές γλώσσες. Συνοπτικά:
Στην ονομασία σάββατον (μέσω του λατ. sabbatum) φαίνεται ότι έχουν την αφετηρία τους οι περισσότερες σύγχρονες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, χωρίς ωστόσο να λείπουν οι εξαιρέσεις. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των γερμανικών γλωσσών, οι οποίες έχουν διασπαστεί στη δήλωση της συγκεκριμένης ημέρας και απηχούν διαφορετική αφετηρία ανάλογα με την περίπτωση.
Η ονομασία Κυριακή χρησιμοποιήθηκε κατά τους πρώτους αιώνες μ.Χ. προκειμένου να αντικαταστήσει την ημέρα που αρχικώς απεκαλείτο μία σαββάτων (λατ. una sabbati ή dies prima) και αποδόθηκε κατάλληλα στη Λατινική ως dies dominica. Η διπλή παρουσία του εκκλησιαστικού και του πλανητικού συστήματος στην ύστερη Λατινική αποτυπώνεται ως εξής στις διάφορες γλώσσες:
Για την ονομασία αυτής της ημέρας στην πλειονότητα των γλωσσών επικράτησε το πλανητικό-αστρολογικό σύστημα, καθ’ ότι το εκκλησιαστικό (εβραιογενές) ημερολόγιο την προσδιόριζε απλώς αριθμητικά:
Για την ονομασία αυτής της ημέρας στην πλειονότητα των γλωσσών επικράτησε το πλανητικό-αστρολογικό σύστημα, καθ’ ότι το εκκλησιαστικό (εβραιογενές) ημερολόγιο την προσδιόριζε απλώς αριθμητικά:
Εκτός από τις ονομασίες του εκκλησιαστικού και του πλανητικού συστήματος, παρατηρούμε εδώ την τάση ορισμένων γλωσσών να αναγνωρίσουν αυτή την ημέρα ως «μέσο» της εβδομάδας, πράγμα που από ορισμένους μελετητές αποδίδεται στη μεταγενέστερη εκκλησιαστική χρήση του ημερολογίου και στον προσδιορισμό των νηστειών. Για τον λόγο αυτόν, οι γλώσσες που ονομάζουν την Τετάρτη «μεσαία» ημέρα εντάσσονται στον υπότιτλο του εκκλησιαστικού συστήματος.
Εκτός από τις ονομασίες του εκκλησιαστικού και του πλανητικού συστήματος, παρατηρούμε ότι ορισμένες γλώσσες κατονομάζουν τη συγκεκριμένη ημέρα με βάση τις προγραμματισμένες νηστείες ή τη σχέση της με την Κυριακή. Επειδή και η εν λόγω ονομασία αντανακλά θρησκευτική χρήση του ημερολογίου, οι γλώσσες που την εφαρμόζουν θα αναφερθούν στον υπότιτλο του εκκλησιαστικού συστήματος.
Εκτός από τις ονομασίες του εκκλησιαστικού και του πλανητικού συστήματος, παρατηρούμε ότι ορισμένες γλώσσες κατονομάζουν τη συγκεκριμένη ημέρα με βάση τις προγραμματισμένες νηστείες ή τη σχέση της με το Σάββατο ή την Κυριακή. Επειδή και η εν λόγω ονομασία αντανακλά θρησκευτική χρήση του ημερολογίου, οι γλώσσες που την εφαρμόζουν θα αναφερθούν στον υπότιτλο του εκκλησιαστικού συστήματος.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.