Γερμανός ποδοσφαιριστής From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Γκέρχαρντ «Γκερντ» Mίλερ (γερμανικά : Gerhard "Gerd" Müller, 3 Νοεμβρίου 1945 – 15 Αυγούστου 2021) ήταν Γερμανός διεθνής ποδοσφαιριστής. Αναδείχθηκε σε έναν από τους καλύτερους επιθετικούς και τους δεινότερους σκόρερ όλων των εποχών.[1][2][3] Οι πολλαπλοί τίτλοι και διακρίσεις σε συλλογικό και ατομικό επίπεδο τον κατατάσσουν στους σημαντικότερους του αθλήματος όλων των εποχών.[4][5] Στις εκλογές της IFFHS για την ανάδειξη των καλύτερων του 20ού αιώνα κατέλαβε την 13η θέση,[6] ενώ ήταν 10ος σε ειδική ψηφοφορία μεταξύ των νικητών της Χρυσής Μπάλας που διοργάνωσε το γαλλικό περιοδικό France Football το 1999.[7]
Το 1973 με τη Μπάγερν Μονάχου | ||||||||||||||
Προσωπικές πληροφορίες | ||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Πλήρες όνομα | Γκέρχαρντ Mίλερ | |||||||||||||
Ημερ. γέννησης | 3 Νοεμβρίου 1945 | |||||||||||||
Τόπος γέννησης | Νέρντλινγκεν, Γερμανία | |||||||||||||
Ημερ. θανάτου | 15 Αυγούστου 2021 (75 ετών) | |||||||||||||
Τόπος θανάτου | Βολφρατχάουζεν, Γερμανία | |||||||||||||
Ύψος | 1,76 μ. | |||||||||||||
Θέση | Κεντρικός επιθετικός | |||||||||||||
Νούμερο φανέλας | 9 | |||||||||||||
Ομάδες νέων | ||||||||||||||
1958–1963 | ΤΣΦ 1861 Νέρντλινγκεν | |||||||||||||
Επαγγελματική καριέρα* | ||||||||||||||
Περίοδος | Ομάδα | Συμμ.† | (Γκ.)† | |||||||||||
1963–1964 | ΤΣΦ 1861 Νέρντλινγκεν | 31 | (51) | |||||||||||
1964–1979 | Μπάγερν Μονάχου | 462 | (406) | |||||||||||
1979–1981 | Φορτ Λόντερντεϊλ Στράικερς | 71 | (38) | |||||||||||
Σύνολο | 564 | (495) | ||||||||||||
Εθνική ομάδα | ||||||||||||||
Περίοδος | Ομάδα | Συμμ.† | (Γκ.)† | |||||||||||
1966 | Δυτική Γερμανία Κ-23 | 1 | (1) | |||||||||||
1966–1974 | Δυτική Γερμανία | 62 | (68) | |||||||||||
Τίτλοι
| ||||||||||||||
* Οι συμμετοχές και τα γκολ στις προηγούμενες ομάδες υπολογίζονται μόνο για τα εγχώρια πρωταθλήματα. † Συμμετοχές (Γκολ). |
Γνώρισε συλλογική επιτυχία με τη Μπάγερν Μονάχου κατακτώντας στα 15 χρόνια της παρουσίας του όλους τους συλλογικούς τίτλους που διεκδίκησε, ενώ είναι ένας από τους εννέα παίκτες που έχουν κερδίσει το Παγκόσμιο Κύπελλο, το Τσάμπιονς Λιγκ και τη Χρυσή Μπάλα. Ανάλογη επιτυχία γνώρισε και στη διεθνή του σταδιοδρομία, κατακτώντας το Παγκόσμιο Κύπελλο και το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα σκοράροντας και στους δύο τελικούς, ο μόνος στην ιστορία μέχρι τώρα.[8] Κατείχε το ρεκόρ όλων των εποχών στο Παγκόσμιο Κύπελλο με 14 γκολ για 32 χρόνια. Το 2011 ήταν ένα από τα 15 πρώτα μέλη που εισήχθησαν στην Αίθουσα Φήμης του Ποδοσφαίρου (Salón de la Fama del Fútbol) στην Πατσούκα, της πολιτείας Ιδάλγο του Μεξικού.[9][10]
Ο Γκερντ Mίλερ γεννήθηκε στις 3 Νοεμβρίου του 1945 στο Νέρντλινγκεν, που βρίσκεται σε απόσταση 1,5 ώρας βορειοδυτικά από το Μόναχο. Ήταν το πέμπτο παιδί μίας φτωχής αγροτικής οικογένειας. Από μικρός δούλευε σε εργοστάσιο υφαντουργίας για να συνεισφέρει στο οικογενειακό εισόδημα. Τις υπόλοιπες ώρες κυνηγούσε μία μπάλα στις αλάνες της γενέθλιας πόλης του στη Βαυαρία. Εγκατέλειψε το σχολείο στα 14 του χρόνια.[8][11] Ξεκίνησε στις ακαδημίες της τοπικής ομάδας ΤΣΦ 1861 Νέρντλινγκεν (TSV 1861 Nördlingen) σε ηλικία 12 ετών, τον Αύγουστο του 1958, αφού ένας φίλος που ήταν ήδη ενεργός στον σύλλογο τον πήγε σε μία προπόνηση. Από μικρός διακρινόταν για την ευχέρεια που είχε στο σκοράρισμα και ως το 1963 σημείωσε στα πρωταθλήματα νέων περισσότερα από 500 τέρματα.[12] Όμως θεωρούνταν μικρόσωμος για τη θέση (1,76 μέτρα), είχε κοντά πόδια, ήταν υπέρβαρος (80 κιλά) και έτσι δεν γέμιζε το μάτι για επιθετικός.[13][14] Το χαμηλό κέντρο βάρους του θεωρήθηκε από τους ειδικούς του αθλήματος ότι ήταν το μυστικό της επιτυχίας του, αφού τον έκανε ικανό να πάρει την μπάλα με την πλάτη του ενάντια στο τέρμα και να γυρίζει με μεγάλη ταχύτητα και χωρίς να χάσει την ισορροπία του. Αν είχε την ευκαιρία να σκοράρει δεν καθυστερούσε ποτέ για να σκεφτεί δεύτερη φορά δρώντας ενστικτωδώς.[15][16] Δεν διέθεται υψηλή τεχνική, όμως ήταν πάντα στην πιο κατάλληλη θέση, ιδιαίτερα μέσα στη μεγάλη περιοχή.[17][18]
Στις 27 Απριλίου 1963, ο 17χρονος Mίλερ έκανε το ντεμπούτο του με την πρώτη του ομάδα στην κατηγορία ανδρών (ΤΣΦ 1961 Νέρντλινγκεν) με αντίπαλο την Άουγκσμπουργκ 85 για την αγωνιστική περίοδο 1962–63. Στην πρώτη του πλήρη αγωνιστική περίοδο (1963–64), με 47 τέρματα σε 28 εμφανίσεις, είχε σημαντικό μερίδιο στην άνοδο του συλλόγου στη Landesliga. Η απρόσμενη επιτυχία του συλλόγου οδήγησε στο γήπεδο μέχρι και 3.000 θεατές σε μία πόλη που ο πληθυσμός της δεν ξεπερνούσε τις 20.000. Εντοπίστηκε από την διοίκηση της Μπάγερν Μονάχου και υπέγραψε το πρώτο του συμβόλαιο στο σύλλογο, που τότε δεν διέθετε σημαντικούς επιθετικούς. Επιπλέον, του δόθηκε δουλειά μερικής απασχόλησης σε ένα κατάστημα επίπλων.[19][20][21]
Στο τεχνικό επιτελείο της Μπάγερν αρχικά δεν έγινε δεκτός με ιδιαίτερο ενθουσιασμό. Μάλιστα ο προπονητής Ζλάτκο Τσαϊκόφσκι τον απαξίωσε λέγοντας ότι δεν χρειάζεται αρσιβαρίστα αλλά ποδοσφαιριστή. Τον αποκαλούσαν μάλιστα Kleines dickes Müller («κοντός, χοντρός Μίλερ»).[22][23] Για δέκα παιχνίδια δεν τον χρησιμοποίησε καθόλου. Στις 14 Αυγούστου 1964, έπαιξε το πρώτο του παιχνίδι στη Regionalliga Süd, (που ήταν ένα επίπεδο κάτω από τη Μπούντεσλιγκα στην οποία αγωνιζόταν εκείνη την εποχή η Μπάγερν) απέναντι στη Μόναχο 1860, η οποία είχε ενδιαφερθεί γι' αυτόν στην αρχή της καριέρας του.[24] Η Μπάγερν πέτυχε την άνοδο το 1965 και στον αγώνα στις 18 Οκτωβρίου με αντίπαλο τη Φράιμπουργκ πέτυχε δύο γκολ στη νίκη με 11–2 και συνολικά 14 στην πρώτη χρονιά στην πρώτη κατηγορία.[25] Η Μπάγερν τελείωσε στο τρίτη θέση της κατάταξης στο τέλος της σεζόν και κέρδισε το Κύπελλο DFB: ήταν ο πρώτος τίτλος του συλλόγου σε εννέα χρόνια.[15]
Έτσι καθιερώθηκε και από την επόμενη αγωνιστική περίοδο αποτέλεσε για χρόνια το σταθερό τρίο της ομάδας μαζί με τον Φραντς Μπεκενμπάουερ και τον τερματοφύλακα Σεπ Μάιερ. Τη χρονιά 1966–67 παίρνει τους πρώτους ατομικούς τίτλους (πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος με 28 γκολ, του Κυπέλλου με εννέα και καλύτερος παίκτης της χρονιάς στη Δυτική Γερμανία - ο πρώτος από τους δύο τίτλους που κατέκτησε[24]), ενώ η ομάδα στέφεται Κυπελλούχος Ευρώπης. Το τρίο κατέκτησε μαζί με την Μπάγερν τέσσερα πρωταθλήματα Γερμανίας, τέσσερα Κύπελλα, τρία Κύπελλα Πρωταθλητριών, ένα Κύπελλο Κυπελλούχων κι ένα Διηπειρωτικό Κύπελλο,[26][27] θεωρούμενη ως μια από τις καλύτερες ομάδες όλων των εποχών.[28] Το 1969 είχε την πρώτη διεθνή ατομική αναγνώριση όταν αναδείχθηκε τρίτος καλύτερος Ευρωπαίος ποδοσφαιριστής στην ψηφοφορία της Χρυσής Μπάλας που France Football.[29][30] Ήταν πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος επτά φορές, επίδοση που παραμένει ως ρεκόρ. Είχε το διεθνές ρεκόρ των 66 γκολ σε 74 παιχνίδια ευρωπαϊκών διοργανώσεων για τρεις δεκαετίες.[31][32] Την αγωνιστική περίοδο 1971–72 σημείωσε 40 τέρματα στη Μπουντεσλίγκα κάνοντας ρεκόρ που καταρρίφθηκε σχεδόν μισό αιώνα αργότερα,[31][23] οπότε κατέκτησε και το Χρυσό Παπούτσι των ευρωπαϊκών πρωταθλημάτων ως κορυφαίος σκόρερ (το είχε κερδίσει και το 1970 με 38 τέρματα, ενώ κέρδισε ακόμα ένα αργυρό και ένα χάλκινο), ο πρώτος με τέσσερα βραβεία και ο μόνος στην πρώτη περίοδο του θεσμού μέχρι το 1991, όταν λαμβάνονταν υπ' όψιν μόνο ο αριθμός των τερμάτων.[33][34] Στη διοργάνωση του Κυπέλλου Πρωταθλητριών του 1972 στον αγώνα του δεύτερου γύρου με αντίπαλο την Ομόνοια Λευκωσίας (αποτέλεσμα 9–0) σημείωσε πέντε γκολ και είναι μεταξύ των συν-κατόχων του ρεκόρ στη διοργάνωση.[35] Την ίδια χρονιά σημείωσε συνολικά 85 γκολ σε 60 επίσημους αγώνες, επίδοση στις πέντε καλύτερες όλων των εποχών.[36] Την αγωνιστική περίοδο 1976–77 σημείωσε συνολικά σε επίσημους και φιλικούς αγώνες 146 τέρματα σε 72 αγώνες, επίδοση που είναι από τις υψηλότερες που έχουν καταγραφεί στην ιστορία του παγκοσμίου ποδοσφαίρου.[37] Δεν ήταν σύνηθες να σημειώνει εντυπωσιακά γκολ, όμως αυτό που χρονολογείται από τις 17 Μαΐου 1974 όταν η Μπάγερν κέρδισε το Ευρωπαϊκό Κύπελλο Πρωταθλητριών για πρώτη φορά με 4–0 με αντίπαλο την Ατλέτικο Μαδρίτης σημείωσε δύο γκολ, με αυτό στο 58ο λεπτό να είναι αξιομνημόνευτο.[38][39]
Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 έγινε αρχηγός της ομάδας με τη φυγή του Μπεκενμπάουερ. Το 1979 αντιμετώπισε πρόβλημα με τη μέση του και σε αγώνα με την Άιντραχτ Φρανκφούρτης αντικαταστάθηκε για πρώτη φορά στην ήττα της 3ης Φεβρουαρίου με 2–1. Ο Μίλερ είχε ήδη ανακοινώσει στο διοικητικό συμβούλιο ότι θα αποχωρούσε στο τέλος της σεζόν, ζήτησε εγγράφως να λύσει το συμβόλαιό του.[11] Στα 15 χρόνια της καριέρας του με την ομάδα του Μονάχου σημείωσε 365 τέρματα σε 427 αγώνες πρωταθλήματος πρώτης εθνικής, το οποίο παραμένει μέχρι σήμερα το ρεκόρ του γερμανικού πρωταθλήματος.[24][23] Ήταν πρώτος σκόρερ της ομάδας τα 14 χρόνια της παρουσίας του, από το πρώτο έως το 1977–78.[40] Με 68 γκολ ήταν ο πρώτος σκόρερ όλων των ευρωπαϊκών διασυλλογικών διοργανώσεων.[41] Η αποτελεσματικότητά του είναι η καλύτερη όλων των εποχών στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις με αναλογία γκολ ανά αγώνα 0,97 για το Κύπελλο Πρωταθλητριών και 0,87 για το σύνολο των ευρωπαϊκών διοργανώσεων.[42][43][44] Κλείνοντας την σταδιοδρομία του στο σύλλογο του Μονάχου είχε σημειώσει 1.335 τέρματα σε επίσημους και φιλικούς αγώνες (σύμφωνα με το βιβλίο που κυκλοφόρησε η Μπάγερν το 2010), αλλά η RSSSF και άλλες στατιστικές πηγές αναφέρουν χαμηλότερο αριθμό (λίγο περισσότερα από 1.250).[15][37] Όπως δήλωσε και ο συμπαίκτης του Φραντς Μπεκενμπάουερ, δεν υπάρχει αμφιβολία: «Ότι η Μπάγερν Μονάχου κατάφερε να επιτύχει είναι χάρη στον Γκερντ Mίλερ και τα γκολ του».[45] Η συνεργασία του με τον αρχηγό ήταν υποδειγματική : ο Μίλερ, συχνά σκεφτόταν τι ήθελε ο Μπεκενμπάουερ στη συνέχεια της επιθετικής του δράσης, κάτι που γίνονταν αντιληπτό από το είδος της πάσας. Αν ήταν δυνατή, σήμαινε ότι ο Μίλερ έπρεπε να κάνει κάτι μόνος του, αν ήταν ήπια, σήμαινε ότι ο Μπεκενμπάουερ την ήθελε πίσω για το σήμα κατατεθέν ένα-δύο που υπαγόρευσε και έκρινε τόσους μεγάλους αγώνες.[46] Ο ίδιος ο Μίλερ δήλωσε για την ιδιαίτερα ξεχωριστή ικανότητά του: «Ως επιθετικός πρέπει να ξέρεις που είναι το γκολ. Και ήξερα που ήταν».[47]
Προς το τέλος της καριέρας του μετέβη στις ΗΠΑ, όπου αγωνίστηκε τρεις σεζόν με την ομάδα Φορτ Λόντερντεϊλ Στράικερς στο πρωτάθλημα του NASL. Παρά την αρχική του πρόθεση να σταματήσει το ποδόσφαιρο, το Μάρτιο του 1979 μετέβη στις ΗΠΑ υπογράφοντας συμβόλαιο με της ομάδας της Φλόριντα, σε μια εποχή που μεγάλος αριθμός ξένων επιφανών παικτών είχαν περάσει στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Έκανε το ντεμπούτο του στις 28 Απριλίου στην ήττα 1–2 εναντίον της Τάμπα Μπέι Ρόουντις, ενώ σημείωσε το πρώτο του γκολ στην τρίτη του εμφάνιση στο πρωτάθλημα, σε μια εντός έδρας νίκη με 4–0 επί της Τορόντο Μπλίζαρντ στις 12 Μαΐου 1979. Η πρώτη χρονιά ήταν η καλύτερη ατομικά πετυχαίνοντας 19 γκολ σε 25 αγώνες πρωταθλήματος.[48][49] Σε συλλογικό επίπεδο στην παρουσία του στις ΗΠΑ σημαντικότερη στιγμή ήταν η συμμετοχή στον τελικό του Πρωταθλήματος το Σεπτέμβριο του 1980, όπου οι Στράικερς έχασαν από την Νιου Γιορκ Κόσμος. Έκλεισε την καριέρα του στις 11 Αυγούστου 1981 έχοντας σημειώσει 405 τέρματα σε 507 αγώνες πρωταθλήματος πρώτης κατηγορίας,[12][50] ενώ το αποχαιρετιστήριο παιχνίδι προς τιμήν του διοργανώθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 1983 μπροστά σε 50.000 θεατές στο Ολυμπιακό Στάδιο: σε φιλικό αγώνα μεταξύ της Μπάγερν και της εθνικής ομάδας (4–2) αγωνίστηκε για ένα ημίχρονο με το σύλλογο του Μονάχου και για πέντε λεπτά με την εθνική ομάδα.[51]
Από το 1966 αποτέλεσε σταθερό μέλος της Εθνικής Δυτικής Γερμανίας, με την οποία αγωνίστηκε ως το 1974 και πέτυχε 68 τέρματα σε 62 εμφανίσεις, με τον αριθμό των γκολ να είναι εθνικό ρεκόρ για 40 χρόνια.[18][23][52] Έκανε το ντεμπούτο του στις 12 Δεκεμβρίου 1966 στον αγώνα απέναντι στην Τουρκία (2–0), ενώ στη δεύτερη εμφάνισή του σημείωσε τέσσερα τέρματα με την Αλβανία (6–0), για την προκριματική φάση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος του 1968.[53] Σημείωσε οκτώ χατ τρικ σε διεθνείς αγώνες, η δεύτερη καλύτερη επίδοση στον κόσμο μέχρι τότε.[54] Με την εθνική κατέκτησε το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1972 και το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1974. Στα παιχνίδια του με την εθνική γνώρισε 45 νίκες, 9 ισοπαλίες και μόνο 8 ήττες. Το προσωνύμιο «βομβαρδιστής του έθνους» (Der bomber der nation) δεν άργησε να έρθει.[13][33] Με τα 68 τέρματα παραμένει στους 25 πρώτους όλων των εποχών έχοντας την τρίτη καλύτερη αναλογία γκολ ανά αγώνα από όλους τους άλλους.[4]
Το 1970 αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ στο Παγκόσμιο Κύπελλο του Μεξικού με 10 γκολ σημειώνοντας δύο συνεχόμενα χατ τρικ απέναντι στη Βουλγαρία και το Περού και τιμήθηκε με τη Χρυσή Μπάλα ως καλύτερος ποδοσφαιριστής στην Ευρώπη.[30][55][56] Πριν τη λήξη έναρξη της διοργάνωσης η επάνοδος του πρώην αρχηγού Ούβε Ζέελερ δημιούργησε ερωτήματα για τη συνύπαρξη των δύο κεντρικών επιθετικών στην ενδεκάδα, με τη λύση που δοκιμάστηκε με το Ζέελερ σε πιο οπισθοχωρημένη θέση να αποδίδει. Ο «βομβαρδιστής του έθνους» σημείωσε το γκολ της νίκης απέναντι στην Αγγλία στον προημιτελικό (3–2 στην παράταση) και ήταν από τους πρωταγωνιστές του δραματικού ημιτελικού με την Ιταλία που έμεινε στην ιστορία ως ο «αγώνας του αιώνα».[11][16][57] Ο ημιτελικός άρχισε με την Ιταλία να ανοίγει το σκορ από πολύ νωρίς και τη Δυτική Γερμανία να μη παραδίδει τα όπλα μέχρι τα λεπτά των καθυστερήσεων όταν ισοφάρισαν σε 1–1 και οδήγησαν τον αγώνα στην παράταση. Ο Mίλερ στα πρώτα λεπτά της παράτασης, απαλλαγμένος από το σκληρό μαρκάρισμα του αμυντικού Ροζάτο, ο οποίος είχε αντικατασταθεί, δίνει το προβάδισμα στο σκορ για τη γερμανική ομάδα, αλλά η χαρά δεν διαρκεί πολύ. Ο Ταρτσίζιο Μπούρνιτς ισοφάρισε σε 2–2, με το διαιτητή να συνεχίζει να σφυρίζει φιλικά τους Ιταλούς και να αγνοεί ένα φάουλ πριν ο Λουίτζι Ρίβα κάνει το 3–2. Πέντε λεπτά αργότερα ο Mίλερ ισοφάρισε σε 3–3, αλλά χρειάστηκαν μόλις 14 δευτερόλεπτα για να πετύχει το 4–3 ο Τζάνι Ριβέρα, καθώς κανένας Δυτικογερμανός ποδοσφαιριστής δεν ήρθε σε επαφή με την μπάλα από την σέντρα και μέχρι αυτή να καταλήξει για τέταρτη φορά στα δίχτυα.[58][59][60] Συμπεριλήφθηκε στην καλύτερη ενδεκάδα της διοργάνωσης.[61]
Πρώτος σκόρερ ήταν και στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1972, όπου με τα καθοριστικά γκολ σε ημιτελικό (με το Βέλγιο 2–1, και τα δύο τέρματα) και στον τελικό (με την Σοβιετική Ένωση 3–0, σημείωσε αλλά δύο) έδωσε τον τίτλο στη εθνική του ομάδα.[1][62][63] Η εντυπωσιακή του παρουσία εκείνη τη χρονιά του έδωσε τη δεύτερη θέση στην ψηφοφορία για την ανάδειξη του καλύτερου Ευρωπαίου ποδοσφαιριστή.[29] Καθοριστικός ήταν και ο ρόλος του στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1974, όπου σημείωσε τέσσερα τέρματα, από τα οποία το μοναδικό του ημιτελικού απέναντι στην Πολωνία και το νικητήριο του τελικού με αντίπαλο την Ολλανδία (2–1), για ορισμένους την επιτομή του τρόπου δράσης του στην περιοχή δράσης του.[64][65][66] Παραμένει ο μοναδικός παίκτης που κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο, το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα και το Κύπελλο Πρωταθλητριών/Τσάμπιονς Λιγκ έχοντας σκοράρει στους τελικούς και των τριών κορυφαίων διοργανώσεων.[67] Σύμφωνα με τον ίδιο η ομάδα του 1974 δε διέθετε την ισχύ αυτής που αγωνίστηκε στο Μεξικό το 1970, όμως το επίπεδο εκείνης της διοργάνωσης ήταν υψηλότερο και η κατάκτηση της κορυφής πιο δύσκολη.[47] Κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του ήταν πρώτος σκόρερ σε 18 επίσημες διοργανώσεις.[26] Η παραγωγικότητά του παρέμενε υψηλή και στα πιο αποφασιστικά παιχνίδια: σε 13 αγώνες τελικών ή ημιτελικών μεγάλων διεθνών διοργανώσεων μεταξύ 1970 και 1976 σημείωσε 15 γκολ.[68] Αποχώρησε από την εθνική ομάδα μετά τον τελικό του 1974, όταν έμαθε ότι οι σύζυγοι των παικτών αποκλείστηκαν από το εορταστική εκδήλωση.[11]
Αν υπολογιστούν και τα 80 τέρματα σε 64 αγώνες που σημείωσε σε αγώνες του Κυπέλλου Γερμανίας (δύο στο Süddeutscher Pokal και 78 στο DFB-Pokal - και αυτή η επίδοση είναι ακατάρριπτο εθνικό ρεκόρ), ο Mίλερ συνολικά στην καριέρα του σημείωσε 735 τέρματα σε 793 επίσημα παιχνίδια.[12][69] Σύμφωνα με την RSSSF (Rec.Sport.Soccer Statistics Foundation), ο αριθμός των γκολ που σημείωσε συμπεριλαμβανομένων και των φιλικών είναι 1.483 σε 1.226 αγώνες.[37][70] Ο αριθμός αυτός είναι μεγαλύτερος από τον αντίστοιχο του Πελέ και σε λιγότερους μάλιστα αγώνες. Αυτή ήταν και η τελευταία εμφάνισή του με την εθνική ομάδα.[11] Έτσι, έφτασε τα 14 γκολ σε αγώνες τελικής φάσης Παγκοσμίου Κυπέλλου, αριθμός που κατέρριπτε την επίδοση του Γάλλου Ζυστ Φονταίν από το 1958. Και τα 14 σημειώθηκαν μέσα από τη μεγάλη περιοχή, ενώ τα μισά μέσα από τη μικρή.[71][72]
Μετά το τέλος της καριέρας του παρέμεινε στη Φλόριντα των Ηνωμένων Πολιτειών, όπου η αποτυχία μιας μικρής επιχείρησης εστίασης και η κρίση στο γάμο του τον οδήγησαν σε προβλήματα αλκοολισμού: υποβλήθηκε σε θεραπεία απεξάρτησης στις αρχές της δεκαετίας του 1990 επιστρέφοντας στη Γερμανία και τελικά κατάφερε να τα ξεπεράσει με τη συμπαράσταση παλιών συμπαικτών και φίλων του. Έτσι, εργάστηκε ως προπονητής στα τμήματα υποδομής της Μπάγερν Μονάχου από το 1992.[48]
Το 1998 τιμήθηκε από τη FIFA με την ανώτατη διάκριση του αθλήματος, το Τάγμα Αξίας.[73] Το 2008 το 10.000 θεατών στάδιο χωρητικότητας στη γενέτειρά του Νέρντλινγκεν μετονομάστηκε σε Gerd-Müller-Stadion.[74] Το 2003 ψηφίστηκε καλύτερος παίκτης των 40 χρόνων της Μπουντεσλίγκα,[8] ενώ ανάλογη αξιολόγηση έλαβε και το 2016 από τη γερμανική εφημερίδα Bild.[75]
Το 2015 ο σύλλογος ανακοίνωσε στην επέτειο των 70ών γενεθλίων του πως ο Γκερντ Mίλερ πάσχει από Αλτσχάιμερ και ο πρώην διεθνής ποδοσφαιριστής είναι σοβαρά άρρωστος. Η Μπάγερν παρά ταύτα τον ενσωμάτωσε στη ζωή του συλλόγου.[31][76] Το 2018 ο μεγαλύτερος Γερμανός επιθετικός όλων των εποχών εντάχθηκε στην πρώτη ενδεκάδα της γερμανικής αίθουσας φήμης του ποδοσφαίρου (Hall of Fame's Best XI).[74] Απεβίωσε σε ηλικία 75 ετών στις 15 Αυγούστου 2021.[40] Το Σεπτέμβριο του 2022 το γαλλικό περιοδικό France Football ανακοίνωσε ότι το «The Müller Trophy» θα απονέμεται στον επιθετικό της χρονιάς που έχει σημειώσει τα περισσότερα γκολ για το σύλλογο και τη χώρα του σε μια σεζόν.[77][78] Το Νοέμβριο του 2022 ένα άγαλμά του αποκαλύφθηκε στο Νέρντλινγκεν, ενώ η κεντρική πλατεία της πόλης πήρε το όνομά του.[79]
Ομάδα |
Περίοδος |
Επίσημοι αγώνες |
Φιλικοί αγώνες |
Σύνολο | |||
---|---|---|---|---|---|---|---|
αγώνες | γκολ | αγώνες | γκολ | αγώνες | γκολ | ||
ΤΣΦ 1861 Νέρντλινγκεν | 1963—1964 | 31 | 51 | 2 | 7 | 33 | 58 |
Μπάγερν Μονάχου | 1964—1979,1983 | 616 | 573 | 386 | 684 | 1.002 | 1.257 |
Επίλεκτες ομάδες | 1964—1973 | - | - | 3 | 2 | 3 | 2 |
Φορτ Λόντερντεϊλ Στράικερς | 1979—1981 | 80 | 40 | 26 | 32 | 106 | 72 |
Εθνική Ελπίδων Δ. Γερμανίας | 1966 | 1 | 1 | - | - | 1 | 1 |
Εθνική Δυτικής Γερμανίας | 1966—1974 | 62 | 68 | 8 | 20 | 70 | 88 |
Μπαβάρια (Μπάγερν) | 1962—1963 | 3 | 2 | - | - | 3 | 2 |
Αγώνες «επωφελείς» | 1965—1980 | - | - | 8 | 3 | 8 | 3 |
Σύνολα | 793 | 735 | 433 | 748 | 1.226 | 1.483 |
Πηγή : RSSSF - Gerd Müller (2021)
Εθνική ομάδα | Έτος | Συμμ. | Γκολ |
---|---|---|---|
Δυτική Γερμανία | 1966 | 1 | 0 |
1967 | 4 | 6 | |
1968 | 3 | 2 | |
1969 | 7 | 9 | |
1970 | 12 | 13 | |
1971 | 8 | 12 | |
1972 | 7 | 13 | |
1973 | 8 | 7 | |
1974 | 12 | 6 | |
Σύνολο | 62 | 68 |
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.