δήμος της Ιταλίας From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Γκαέτα (ιταλικά: Gaeta) είναι πόλη της Ιταλίας που βρίσκεται στην περιφέρεια Λάτιο. Απέχει 120 χλμ. από τη Ρώμη και 80 χλμ. από τη Νάπολη. Ιδρύθηκε κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους ως οχυρό, ενώ κατά τον 15ο αιώνα, όταν ανήκε διοικητικά στο Βασίλειο της Νάπολης (αργότερα στο Βασίλειο των Δύο Σικελιών) τα τείχη της πόλης επεκτάθηκαν πολύ. Σήμερα, η Γκαέτα είναι σημαντικό λιμάνι για το εμπόριο ψαριού και πετρελαίου. Το ΝΑΤΟ κατέχει στρατιωτική βάση κοντά στην πόλη.
Γκαέτα Comune | |
---|---|
Città di Gaeta | |
Διοικητικές πληροφορίες | |
Χώρα | Ιταλία |
Περιφέρεια | Λάτιο |
Επαρχία | Λατίνα |
Δήμαρχος | Αντόνιο Ραϊμόντι |
Περιοχή | |
Υψόμετρο | 2 μ. |
Πληθυσμός | (2008) |
Πυκνότητα | 762.1 κατ./χλμ² |
Άλλες πληροφορίες | |
Ταχυδρομικός κώδικας | 04024 |
Ζώνη ώρας | UTC+1 |
Πολιούχος | Άγιος Έρασμος |
Τοποθεσία | |
Θέση του δήμου στην επαρχία της Λατίνα | |
Επίσημος ιστότοπος |
Η Γκαέτα ιδρύθηκε κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους ως Καϊέτα, το οποίο προήλθε ίσως από την Αρχαιοελληνική λέξη «Καϊέτας», που σημαίνει σπήλαιο -ονομασία, λόγω των παραλίων σπηλαίων της περιοχής. Ο Στράβων την αναφέρει ως αποικία των Ιώνων της Σάμου. Όμως υπάρχει και η εκδοχή ότι η ονομασία είναι φοινικική και σήμαινε αετός. Η αρχαία Καϊέτα βρίσκεται στους πρόποδες του Όρους Τόρρε ντι Ορλάντο σε μια πλεονεκτική θέση με την οποία επιβλέπει τη Μεσόγειο. Οι πρώτοι της κάτοικοι από τον 10ο αιώνα π.Χ. ήταν οι Ιταλικοί αυτόχθονες πληθυσμοί Αύσονες που μιλούσαν την Οσκική γλώσσα μέχρι την εποχή που η Γκαέτα κατακτήθηκε από τη Ρωμαϊκή δημοκρατία.[1] Στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία η Γκαέτα μαζί με τις γειτονικές πόλεις Φόρμια και Σπερλόνγκα έμειναν διάσημες για το θαυμάσιο κλίμα τους, έγιναν παραθεριστικά θέρετρα διάσημων Ρωμαϊκών προσωπικοτήτων, συνδέθηκε με τη Ρώμη μέσω της Αππίας οδού. Ο αυτοκράτορας Αντωνίνος ο Ευσεβής αποκατέστησε το λιμάνι της πόλης και του έδωσε έντονη στρατηγική σημασία. Το Μαυσωλείο του Λούκιου Σεμπρώνιου Ατρατίνος ήταν άλλο ένα εντυπωσιακό μνημείο, βρισκόταν σε μιά τεράστια βίλλα στο Μόντε Ορλάντο που επέβλεπε τον κόλπο της Γκαέτα. Ο Λούκιος Σεμπρώνιος Ατρατίνος ενταφιάστηκε με τον θάνατο του (7 μ.Χ.) στη βίλλα του που οικοδομήθηκε στα τέλη του 1ου αιώνα π.Χ.[2] Ο Λούκιος Σεμπρώνιος Ατρατίνος διετέλεσε Ύπατος (40 π.Χ., 34 π.Χ.), Ύπατος στην Ελλάδα (39 π.Χ.) και πρώτος διοικητής στον στόλο του Μάρκου Αντώνιου (38 π.Χ.-34 π.Χ.). Ο Οκταβιανός Αύγουστος τον διόρισε Ύπατο στην Αφρική (21 π.Χ.), εκεί πέτυχε έναν θρίαμβο.[3] Ο αυτοκράτορας Δομιτιανός (81 μ.Χ.-96 μ.Χ.) είχε επίσης στην περιοχή μια βίλλα.[4]
Στις αρχές του Μεσαίωνα επιτέθηκαν στην Ιταλία οι Λομβαρδοί, η Γκαέτα παρέμεινε ανεξάρτητη υπό την κυριαρχία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η Γκαέτα, η Αμάλφι, το Σορρέντο και η Νάπολη παρέμειναν τυπικά ανεξάρτητα λιμάνια με ισχυρές εμπορικές επαφές με το Λεβάντες.[5] Η Βυζαντινή επίδραση στη νότια Ιταλία ξεκίνησε σταδιακά να φθίνει, οι πόλεις βρήκαν την ευκαιρία να ενισχύσουν τη θέση τους. Η Γκαέτα και πολλές άλλες πόλεις όπως το Αμάλφι και η Νάπολη δημιούργησαν μια νέα μορφή δημοκρατικής διακυβέρνησης που διοικούσε ένας Δουξ. Το Δουκάτο βρισκόταν υπό την υψηλή κυριαρχία του Βυζαντινού Εξαρχάτου της Ραβέννας σαν ασπίδα προστασίας για την επίθεση που ετοίμαζαν οι Σαρακηνοί. Η ηγεμονία έγινε κατόπιν κληρονομική (830) με έναν Ύπατο ή Σύμβουλο (830).[5] Ο πρώτος ήταν ο Κωνσταντίνος της Γκαέτα (839–866) που βοήθησε τον πάπα Λέων Δ΄ στη "Ναυμαχία της Όστια" (847). Την ίδια εποχή (846) ιδρύθηκε η επισκοπική έδρα της Γκαέτα από τον επίσκοπο της Φόρμιας που εγκαταστάθηκε στην περιοχή, Δουξ ήταν τότε ο γιος του Κωνσταντίνου Μαρίνος Α΄ της Γκαέτα. Την επισκοπή ανέτρεψε βίαια ο Ντοκιμπίλης Α΄ της Γκαέτα (866) ο οποίος έκλεισε ειρηνικές συνθήκες με τους Σαρακηνούς με αποτέλεσμα να έρθει σε σύγκρουση με τον πάπα, επέκτεινε ωστόσο σημαντικά το δουκάτο του και ξεκίνησε την ανέγερση των ανακτόρων. Ο μεγαλύτερος από τους Υπάτους ήταν ο Ιωάννης Α΄ της Γκαέτα γιος του Ντοκιμπίλη Α΄, είχε σημαντική συμβολή στη συντριβή των Αράβων στη "μάχη του ποταμού Γκαριγκλιάνο" (915). Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ΄ του παραχώρησε σαν αμοιβή τον τίτλο του Πατρίκιου και ο Πάπας Ιωάννης Ι΄ τις πόλεις Τρέττο και Φοντί.[6]
Η περίοδος της συμβασιλείας ξεκίνησε όταν ο Ντοκιμπίλης Β΄ της Γκαέτα γιος του Ιωάννη Α΄ διορίστηκε συμβασιλέας μαζί με τον πατέρα του. Σε κάποια χρονική στιγμή (933) η Γκαέτα κυβερνήθηκε από τρεις γενεές Ιωάννης Α΄, Ντοκιμπίλης Β΄ και Ιωάννης Β΄ της Γκαέτα που πήρε πρώτος τον τίτλο του Δουκός. Με τον Ιωάννη Β΄ (πέθανε το 954) με τον οποίο η δόξα της πόλης έφτασε στο αποκορύφωμα ξεκίνησε η διάσπαση του δουκάτου στα μέλη της οικογένειας, ο ίδιος κυβέρνησε την Γκαέτα και ο αδελφός του Μαρίνος τη Φοντί με τον ισάξιο τίτλο του δουκός. Μετά τον θάνατο του Ιωάννη Β΄ ακολούθησε η διαίρεση του δουκάτου στα μέλη της οικογένειας με αποτέλεσμα την παρακμή της δυναστείας. Στα τέλη του 9ου αιώνα το Πριγκιπάτο της Κάπουα διεκδίκησε την Γκαέτα σαν τίτλο για τον δεύτερο γιο του άρχοντα του πριγκιπάτου. Στα μέσα του 10ου αιώνα στο έργο Περί βασιλείου τάξεως του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου η στέψη του "πρίγκιπα της Γκαέτα" περιγράφεται με ξένα πρωτόκολλα σε σχέση με το Βυζαντινό.[7] Ο πρίγκιπας Πανδόλφος Δ΄ της Κάπουα κατέλαβε την Γκαέτα (1032) και απέκτησε τους ηγεμονικούς τίτλους αφού εκθρονίστηκε ο τελευταίος δούκας Ιωάννης Ε΄ της Γκαέτα. Ο πρίγκιπας Γουαϊμάρος Δ΄ του Σαλέρνο το κατέλαβε για λογαριασμό των Νορμανδών (1038), ίδρυσε τη Νορμανδική δυναστεία των κομήτων της Αβέρσα σαν Κράτος-μαριονέτα των πριγκίπων της Καπούα. Η γηγενής δυναστεία έκανε μια τελευταία αποτυχημένη προσπάθεια να ανακαταλάβει την πόλη όταν ο σφετεριστής Λέων Α΄της Γκαέτα προσπάθησε να ανατρέψει τον Γουαϊμάρο Δ΄ (1042).
Ο Νορμανδός Ατενούλφος Α΄ της Γκαέτα εξελέγη από τους κατοίκους της Γκαέτα δούκας της πόλης (1045). Ο γιος του Ατενούλφος Β΄ της Γκαέτα δήλωσε υποταγή στον Νορμανδό πρίγκιπα Ριχάρδο Α΄ της Κάπουα όταν κατέλαβε την Γκαέτα ο γιος του Ιορδάνης Α΄ της Κάπουα. Στην πόλη τοποθετήθηκαν μια σειρά από δούκες-μαριονέτες διορισμένοι από τους πρίγκιπες της Κάπουα που είχαν σφετεριστεί τους δουκικούς τίτλους. Οι δούκες αυτοί που ήταν εξιταλισμένοι Νορμανδοί κυβέρνησαν την Γκαέτα σε κάποιο επίπεδο ανεξαρτησίας μέχρι την εποχή που πέθανε ο Ριχάρδος Γ΄ της Γκαέτα (1140). Την ίδια εποχή ο Ρογήρος Β΄ της Σικελίας προσάρτησε την Γκαέτα στο Βασίλειο της Σικελίας και την παραχώρησε στον γιο του Ρογήρο Γ΄ της Απουλίας που εξελέγη δούκας από τους ευγενείς της πόλης. Οι Νορμανδοί είχαν διατηρήσει το νομισματικό τους σύστημα μέχρι το 1229 αν και τους είχε αντικαταστήσει ο Οίκος των Χοενστάουφεν. Από την εποχή που δημιουργήθηκε το Βασίλειο των Δύο Σικελιών η Γκαέτα δέχθηκε πολλές επιθέσεις λόγω της στρατηγικής της θέσης. Οι Πιζανοί σύμμαχοι του αυτοκράτορα Ερρίκου ΣΤ΄ κατέλαβαν την πόλη (1194). Ο Φρειδερίκος Β΄ Χοενστάουφεν γιος του Ερρίκου ΣΤ΄ που έγινε Βασιλιάς της Σικελίας (1198) βρέθηκε στην Γκαέτα και επέκτεινε το κάστρο της (1227).
Την εποχή που ο αυτοκράτορας Φρειδερίκος Β΄ συγκρούστηκε με τον Πάπα η Γκαέτα επαναστάτησε εναντίον του αυτοκράτορα και παραδόθηκε στον Πάπα όταν οι Παπικές δυνάμεις κατέστρεψαν το κάστρο της πόλης (1228). Με την "Ειρήνη του Σαν Τζέρμανο" (1230) η Γκαέτα επέστρεψε στο Βασίλειο της Σικελίας, ο Φρειδερίκος Β΄ ανέκτησε το λιμάνι και το κάστρο (1233). Όταν διαιρέθηκε το Βασίλειο της Σικελίας η Γκαέτα έγινε η έδρα στο Βασίλειο της Νεαπόλεως. Ο Κάρολος ο Ανδεγαυός οικοδόμησε ξανά το κάστρο της πόλης και ενίσχυσε τις οχυρώσεις (1279). Ο Ιάκωβος Β΄ της Αραγωνίας πολιόρκησε την πόλη αλλά χωρίς αποτέλεσμα (1289), αργότερα φιλοξενήθηκε ο Αντίπαπας Κλήμης Ζ΄ (1378). Ο μελλοντικός Λαδίσλαος Α΄ της Νεαπόλεως εγκαταστάθηκε στην Γκαέτα και παντρεύτηκε την Κωνσταντία Κιαραμόντε (21 Σεπτεμβρίου 1387), τη χώρισε σε τρία χρόνια. O Αλφόνσος Ε΄ της Αραγωνίας αποφάσισε να κατακτήσει την Γκαέτα με στόχο να τη χρησιμοποιήσει σαν βάση για να κατακτήσει στη συνέχεια το Βασίλειο της Νεαπόλεως (1435). Μετά από μιά καταστροφική ναυμαχία κατέλαβε την πόλη, ενίσχυσε το κάστρο που έγιναν τα βασιλικά του ανάκτορα και δημιούργησε ένα νομισματοκοπείο. Ο Αλφόνσος Ε΄ υπέγραψε τη "Συνθήκη της Γκαέτας" με τον Αλβανό ηγεμόνα Σκεντέρμπεη (1451), σύμφωνα με αυτή ο Σκεντέρμπεης αναγνώριζε την πολιτική ηγεμονία του Αλφόνσου Ε΄ και ο ίδιος με τη σειρά του θα είχε υπό την προστασία του τα Αλβανικά εδάφη.[8] Το 1495 ο Κάρολος Η' της Γαλλίας κατέκτησε την πόλη, ωστόσο ο Φρειδερίκος της Νεαπόλεως κατέκτησε ξανά την πόλη. Η πόλη πέρασε στα χέρια πολλών χωρών, όπως της Αυστρίας, της Γαλλίας και της Σαρδηνίας.
Το 1862, η Γκαέτα προσαρτήθηκε στο ενωμένο, πλέον, Βασίλειο της Ιταλίας. Τον Απρίλιο του 1938, έγιναν πολλές διαδηλώσεις από Γερμανούς και Αυστριακούς κληρικούς στην πόλη, διαμαρτυρόμενοι για την Προσάρτηση της Αυστρίας στη Ναζιστική Γερμανία. Το 1943 ο Μπενίτο Μουσολίνι εξορίστηκε στο κοντινό νησί Πόνζα (ένα από τα νησιά που οι Έλληνες ονόμαζαν "Πόντιαι νήσοι"). Ύστερα από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, άρχισε η ανοικοδόμηση της πόλης. Σήμερα, είναι δημοφιλές τουριστικό θέρετρο.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.