From Wikipedia, the free encyclopedia
Τα γαλλοβελγικά κόμικς ή BD (γαλλικά: bande dessinée franco-belge) είναι κόμικς τα οποία δημιουργούνται για αναγνώστες από τη Γαλλία ή/και το Βέλγιο. Οι ανταλλαγές μεταξύ αυτών των δύο χωρών, τόσο σε επίπεδο εικαστικό, όσο και οικονομικό, είναι τόσο έντονες, που ευρέως γίνεται χρήση του όρου-ομπρέλα γαλλοβελγικά κόμικς και, παρά τις δεδομένες διαφορές, εννοούνται ως μία ενιαία παράδοση.[1][2] Στα γαλλικά, ο όρος bande dessinée (κατά λέξη «σχεδιασμένη λωρίδα») και η συντομογραφία BD χρησιμοποιούνται για τον χαρακτηρισμό των κόμικς εν γένει. Στις μη γαλλόφωνες χώρες, ωστόσο, το BD χαρακτηρίζει τα γαλλοβελγικά κόμικς ειδικά.
Η γαλλική γλώσσα δεν μιλιέται μόνο στη Γαλλία και το Βέλγιο. Στην Ελβετία και τον Καναδά, οι γαλλόφωνοι κάτοικοι της αντιπροσωπεύουν το 23%[3] και 22% του πληθυσμού αντίστοιχα.[4] Αυτό συνεπάγεται ότι το κοινό των γαλλοβελγικών κόμικς δεν περιορίζεται μόνο στη Γαλλία και το Βέλγιο. Πράγματι, υπάρχουν Ελβετοί δημιουργοί που έχουν κάνει σπουδαία καριέρα σε γαλλικές ή βελγικές εταιρείες, ενώ αρκετά γαλλόφωνα κόμικς από τον Καναδά έχουν ευρεία αποδοχή σε Γαλλία και Βέλγιο.
Η Γαλλία και το Βέλγιο θεωρούνται από τις πρώτες χώρες που αντιμετώπισαν τα κόμικς και τους δημιουργούς αυτών με σεβασμό[5] και πολλοί γαλλοβελγικοί τίτλοι κόμικς έχουν αποκτήσει διεθνή φήμη. Μεταξύ αυτών είναι τα χιουμοριστικά Τεντέν (Hergé), Αστερίξ (Ρενέ Γκοσινί και Αλμπέρ Ουντερζό) και Λούκυ Λουκ (Μορίς), καθώς και η παιδική σειρά Στρουμφάκια (Peyo). Τα ενήλικα κόμικς δημιουργών όπως ο Ζακ Ταρντί, ο Ζαν Ζιρό και η Ζυλί Μαρό έχουν γίνει επίσης διάσημα. Μεγάλα ονόματα σαν τον Ιταλό Ούγκο Πρατ ή τον Χιλιανό Αλεχάντρο Χοδορόφσκι έχουν συνεργαστεί συστηματικά με γαλλικές και βελγικές εκδοτικές και ως εκ τούτου μπορούν να θεωρηθούν μέρος της γαλλοβελγικής σκηνής.
Στη Γαλλία, η πρώτη εμφάνιση της διαδοχικής τέχνης, τουλάχιστον όπως την ορίζει ο Σκοτ ΜακΚλάουντ, μπορεί να αναχθεί στην Ταπισερί της Μπαγιέ (11ος αιώνας), η οποία απεικονίζει την κατάκτηση της Αγγλίας από τον Γουλιέλμο τον Κατακτητή.[6] Ο συνδυασμός εικόνας και λόγου συνεχίστηκε επί πολλούς αιώνες, σε εικονογραφημένα βιβλία όπως το Grandes Chroniques de France (13ος αιώνας) και το Le Champion des dames (15ος αιώνας).
Τα έργα του Ελβετού ζωγράφου και καρικατουρίστα Ροντόλφ Τέπφερ, που ο ίδιος ονόμαζε littérature en estampes,[7] περιείχαν διάφορες καινοτομίες (π.χ. τα όρια των καρέ), οι οποίες ήταν θεμελιώδεις για τη γέννηση των κόμικς.[8] Σήμερα, πολλοί μελετητές τα θεωρούν ως τα πρώτα κόμικς με τη σύγχρονη έννοια.[8][9][10] Πάντως, παρόμοια έργα είχαν δημιουργήσει πολλοί άλλοι καλλιτέχνες της εποχής, όπως ο Τζωρτζ Κρούκσανκ στη Βρετανία, o Βίλχελμ Μπους στη Γερμανία και ο Αμεντέ ντε Νοέ στη Γαλλία.[8] Το έργο Desagréments d'un voyage d'agrément (1851) του Γκυστάβ Ντορέ μπορεί επίσης να θεωρηθεί ένα από τα προπατορικά γαλλοβελγικά κόμικς.[7]
Στα τέλη του 19ου αιώνα οι πρόδρομοι των γαλλοβελγικών κόμικς είχαν φύγει από τη σφαίρα των ενηλίκων και είχαν μπει αποκλειστικά σε παιδικά περιοδικά.[11] Σε αυτό, σημαντικό ρόλο έπαιξε η επιτυχία των χιουμοριστικών στριπ του Ζωρζ Κολόμπ, γνωστού με το ψευδώνυμο Christophe. Έργα του όπως το La Famille Fenouillard (1889-1893), στο οποίο παρωδούσε την μπουρζουαζία της εποχής, δημοσιεύονταν στο παιδικό περιοδικό Le Petit Français illustré και εν συνεχεία κυκλοφορούσαν σε πολυτελείς τόμους, μια πρακτική που έγινε νόρμα για τη γαλλοβελγική σκηνή και συνεχίστηκε στο μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα.[11] Ωστόσο, ο Κολόμπ κράτησε χωριστά την εικόνα από τον λόγο.[7]
Σχεδόν μέχρι και τη δεκαετία του 1960, τα γαλλόφωνα κόμικς θα συνδέονταν κυρίως με το παιδικό κοινό, γεγονός που ο πρωτοπόρος Γάλλος μελετητής Πιέρ Κουπρί σχολίασε ως εξής: «Τα προφύλαξαν, φυλακίζοντάς τα».[12]
Τον Φεβρουάριο του 1905[13] κυκλοφόρησε το περιοδικό Semaine de Suzette, που απευθυνόταν κυρίως σε κορίτσια.[14] Ο σημαντικότερος χαρακτήρας που εμφανίστηκε στις σελίδες του ήταν η Bécassine, μια αφελής και καλόκαρδη υπηρέτρια, δημιούργημα των Ζακλίν Ριβιέρ και Ζοζέφ Πορφύρ Πινσόν.[15] Πρόκειται για την πρώτη γυναίκα πρωταγωνίστρια των γαλλοβελγικών κόμικς[16][17] και οι περιπέτειές της ήταν τόσο δημοφιλείς, που συνεχίστηκαν, με ένα διάλειμμα έξι ετών κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μέχρι και το 1950.[18][i]
Τον Ιούνιο του 1908 έκανε το ντεμπούτο του, στο περιοδικό L'Épatant, το κόμικ Les Pieds Nickelés του Λουί Φορτόν.[19] Οι χιουμοριστικές ιστορίες των τριών κατεργάρηδων φίλων είχαν σημαντική απήχηση στο κοινό. Επιπλέον, ο Φορτόν ήταν ο πρώτος γαλλόφωνος δημιουργός που χρησιμοποίησε συστηματικά τα μπαλονάκια ομιλίας, παρότι δεν απεμπόλησε τις μεγάλες περιγραφές κάτω από τις εικόνες.[20] Σήμερα, το Les Pieds Nickelés αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της κληρονομιάς των γαλλικών κόμικς.[21]
Κάποια έργα της ίδιας περιόδου, το Sam et Sap (1908) και το Frip et Bob (1912), ήταν τα πρώτα που αφαίρεσαν τελείως τις περιγραφές κάτω από τα καρέ και τα αντικατέστησαν με τα μπαλονάκια κειμένου.[20] Ωστόσο, αυτό συχνά πιστώνεται στο Zig et Puce, μια σειρά του Αλαίν Σαιντ-Ογκάν που έκανε την εμφάνιση της το 1925 και ήταν εξαιρετικά επιτυχημένη.[20] Το 1926, κυκλοφόρησε το πρώτο κόμικ του Ζωρζ Ρεμί, του διάσημου πια Hergé. Ήταν το Les Aventures de Totor, C. P. des Hannetons, το οποίο σήμερα θεωρείται ένας πολύ σημαντικός κρίκος της εξέλιξης του σύγχρονου κόμικ.[22]
Η εμφάνιση του Τεντέν του Hergé αποτελεί ένα από τα πλέον καθοριστικά γεγονότα της ιστορίας των γαλλοβελγικών κόμικς. Οι περιπέτειες του νεαρού δημοσιογράφου εμφανίστηκαν για πρώτη φορά το 1929 στο Le Petit Vingtième, ένθετο της εφημερίδας Le Vingtième Siècle. Το πρώτο άλμπουμ, Στη Χώρα των Σοβιέτ, είχε πρωτοφανή επιτυχία, πουλώντας μέσα σε έναν χρόνο 10.000 κομμάτια μόνο στο Βέλγιο.[23] Αν και ειδικά οι πρώτες ιστορίες έχουν κατηγορηθεί επανειλημμένως για ρατσιστικές απόψεις και στερεοτυπικές απεικονίσεις ξένων λαών,[24][25][26] η σειρά στο σύνολό της (24 άλμπουμ) αποτελεί έναν από τους διασημότερους γαλλοβελγικούς τίτλους, έχοντας πουλήσει διακόσια εκατομμύρια αντίτυπα σε σχεδόν 100 γλώσσες και διαλέκτους.[27][28] Την ίδια περίπου περίοδο, ο Hergé δημιούργησε άλλες δύο επιτυχημένες σειρές, τις Quick et Flupke και Les Aventures de Jo, Zette et Jocko. Η μην πρωτοδημοσιεύτηκε στο Le Petit Vingtième τον Ιανουάριο του 1930,[29] η δε ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 1936 στο γαλλικό περιοδικό Cœurs vaillants.[30]
Βλέποντας την επιτυχία του Le Petit Vingtième, η εκδοτική Dupuis ίδρυσε το περιοδικό Le Journal de Spirou. Το πρώτο τεύχος βγήκε στην κυκλοφορία τον Απρίλιο του 1938 και σύντομα άρχισε να αποτελεί σημαντικότατο αντίπαλο του Le Petit Vingtième.[31] Το όνομα του περιοδικού, που στα βαλλωνικά σημαίνει «σκίουρος» και, μεταφορικά, «ζωηρό αγόρι»,[31] προήλθε από τον ομώνυμο χαρακτήρα που σχεδίασε ο Ρομπέρ Βελτέρ, ένας Γάλλος καλλιτέχνης, γνωστός ως Rob-Vel.
Στη Γαλλία, η δεκαετία του 1930 σήμανε τη μαζική εισαγωγή αμερικανικών κόμικς (Σούπερμαν, Μίκυ Μάους κ.ά.), τα οποία δημοσιεύονταν σε καινούργια περιοδικά όπως τα Le Journal de Mickey, Le Journal de Toto και Hop-là. Αδυνατώντας να αντεπεξέλθουν στον ανταγωνισμό, πολλά παλαιότερα έντυπα σαν το Cri-Cri και το L'Épatant σταμάτησαν την κυκλοφορία τους και τα γαλλικά κόμικς εκλείψαν.[32] Ωστόσο, υπήρξαν κάποιες λιγοστές εξαιρέσεις. Μία από αυτές ήταν το Professeur Nimbus, που εμφανίστηκε το 1934, μια σειρά χιουμοριστικών στριπ χωρίς λόγια,[33] από το χέρι του Αντρέ Ντε. Μία άλλη ήταν το Futuropolis (1937-1938) του Ρενέ Πελός, ένα ενήλικο κόμικ επιστημονικής φαντασίας εμπνευσμένο από την ταινία Μετρόπολις του Φριτς Λανγκ.[34] Ο Πελός έκανε ιδιαίτερη και καινοτόμα χρήση των καρέ, τα οποία είχαν ασυνήθιστα σχήματα και εισχωρούσαν το ένα μέσα στο άλλο.[35]
Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ανέκοψε την ανοδική τάση των BD. Το Βέλγιο περιήλθε σε γερμανική κατοχή τον Μάιο του 1940, ενώ τον Ιούνιο του ίδιου έτους, τα ναζιστικά στρατεύματα είχαν μπει στο Παρίσι. Και στις δύο χώρες, η κατοχή επέφερε διακοπή της έκδοσης πολλών περιοδικών.
Ένα από τα περιοδικά που αντιμετώπισε προβλήματα, ήταν το Le Journal de Spirou. Αρχικά, διέκοψε την κυκλοφορία του τον Μάιο του 1940, επανήλθε τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου και δύο μήνες αργότερα, τον χαρακτήρα του Σπιρού ανέλαβε ο Jijé.[36] Τελικά, το περιοδικό απαγορεύτηκε το 1943, μετά την άρνηση της εκδοτικής να δεχθεί Γερμανό διαχειριστή.[37] Το Le Petit Vingtième είχε επίσης τερματιστεί από τους Ναζί.[38] Ωστόσο, ο Hergé συνέχισε τη δημιουργία νέων επεισοδίων του Τεντέν, καθώς η δουλειά του άρχισε να δημοσιεύεται στη συνεργατική εφημερίδα Le Soir.
Σε όσα περιοδικά επετράπη να συνεχίσουν την κυκλοφορία τους, απαγορεύτηκε η δημοσίευση αμερικανικών κόμικς.[37] Ένα εξ αυτών ήταν το Bravo, που εξέδιδε το δημοφιλές Flash Gordon του Άλεξ Ρέιμοντ. Όταν δεν μπορούσε να συνεχίσει τις ιστορίες, ανέθεσε στον Εντγκάρ Π. Ζακόμπς τη δημιουργία ενός στριπ για να το αντικαταστήσει. Έτσι, ο Ζακόμπς, μιμούμενος το σχεδιαστικό στυλ του Ρέιμοντ, έφτιαξε το Le Rayon U (1943).[39]
Όσον αφορά τη Γαλλία, η παραγωγή κόμικς δε μειώθηκε σημαντικά κατά τα δύο πρώτα χρόνια μετά την ήττα. Τουλάχιστον είκοσι περιοδικά κυκλοφορούσαν συνολικά στην Κατεχόμενη Ζώνη και στη Γαλλία του Βισύ.[40] Μολαταύτα, η έλλειψη χαρτιού στην Κατεχόμενη Ζώνη τα οδήγησε σε κλείσιμο και μέχρι την άνοιξη του 1942 δεν υπήρχε κάποιο έντυπο με κόμικς,[40] αλλά τον Ιανουάριο του 1943 έκανε την εμφάνισή του το προπαγανδιστικό περιοδικό Le Téméraire.[41] Περιείχε οκτώ σελίδες κόμικς και σε κάποιο σημείο έφτασε να πουλάει μέχρι και 150.000 φύλλα.[40] Αντιθέτως, στη Γαλλία του Βισύ συνέχισαν να εκδίδονται αρκετά περιοδικά κόμικς. Μεταξύ αυτών ήταν το Cœurs Vaillants-Âmes vaillantes, που προέκυψε από τη συγχώνευση των δύο βασικών τίτλων των εκδόσεων Fleurus. Στο τεύχος 9 του του εν λόγω εντύπου έκανε το ντεμπούτο του το Sylvain et Sylvette, του Μορίς Κουβιγιέ, μια από τις μακροβιότερες γαλλικές σειρές κόμικς.[42]
Η περίοδος μετά τον Πόλεμο μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1960 θεωρείται ευρέως η Χρυσή Εποχή των BD,[2][43][44] καθώς διέπρεψαν πολλοί νέοι καλλιτέχνες και εκδόθηκαν τίτλοι που πλέον θεωρούνται κλασικοί.
Στα μεταπολεμικά χρόνια, ιδρύθηκαν πολλά περιοδικά και στις δύο χώρες, αλλά εκείνα που ανέβασαν τον πήχη των γαλλοβελγικών κόμικς και τα ανανέωσαν ριζικά, ήρθαν από το Βέλγιο.[44][46] Αυτό εξηγείται όχι μόνο από την τεράστια επιτυχία του Hergé, που ενέπνευσε νέους δημιουργούς, αλλά και από την πιο χαλαρή στάση των βελγικών αρχών απέναντι στα κόμικς, σε αντίθεση με τη γαλλική κυβέρνηση που επέβαλε λογοκρισία.[46]
Το 1946 πραγματοποιήθηκε το ντεμπούτο του περιοδικού Tintin και δύο χρόνια αργότερα άρχισε να εκδίδεται και στη Γαλλία, με μικρές διαφορές στο περιεχόμενο.[47] Ωστόσο, δεν περιείχε μόνο ιστορίες του Τεντέν, καθώς μέσω του αυτού αναδείχθηκαν γρήγορα πολλά κόμικς, με κυριότερα τα Les Aventures de Blake et Mortimer (1946) του Εντγκάρ Π. Ζακόμπς, που συνδυάζει την κατασκοπία με την επιστημονική φαντασία, η ιστορική περιπέτεια Alix (1948) του Ζακ Μαρτέν και το παιδικό Bob et Bobette (1948) του Βίλυ Φαντερστέεν. Τη δεκαετία του 1950 έγινε προσθήκη μερικών επιπλέον σημαντικών τίτλων, όπως το χιουμοριστικό Chlorophylle (1954) του Ρεϊμόν Μουσρό και το αστυνομικό Ric Hochet (1955) των Αντρέ-Πωλ Ντουσατώ και Tibet.
Ο μεγαλύτερος ανταγωνιστής του Tintin ήταν το Le Journal de Spirou,[44][48] που είχε επανέλθει τον Οκτώβριο του 1944.[49] Από το 1946, τον Σπιρού είχε αναλάβει ο Αντρέ Φρανκέν, ο οποίος σήμερα θεωρείται ο σημαντικότερος δημιουργός που ασχολήθηκε με τον χαρακτήρα-σύμβολο του περιοδικού.[50] Επιπροσθέτως, ο Φρανκέν ήταν ο άνθρωπος πίσω από τα εξαιρετικά επιτυχημένα Marsupilami (1952) και Gaston (1957). Άλλες χιουμοριστικές σειρές, όπως οι Lucky Luke (1946) του Μορίς, Les Schtroumpfs (1958) του Peyo και Boule et Bill (1959) του Ζαν Ρομπά, απέκτησαν επίσης πολυάριθμους θαυμαστές. Το 1954, ο Jijé δημιούργησε το Jerry Spring, μια σειρά που έθεσε τα θεμέλια για τα μετέπειτα ενήλικα γουέστερν BD.[51]
Στη Γαλλία, η επαναφορά των αμερικανικών στριπ συνοδεύτηκε από ιδιαίτερες ανησυχίες για το περιεχόμενό τους και το θέμα πήρε πολιτικές διαστάσεις. Ο επονομαζόμενος Loi du 16 juillet 1949 sur les publications destinées à la jeunesse («Νόμος της 16ης Ιουλίου για εκδόσεις που απευθύνονται στη νεολαία») απαγόρευε όχι μόνο τη θετική απεικόνιση ανήθικων ή βίαιων συμπεριφορών σε περιοδικά για το νεανικό κοινό, αλλά και την έκθεση τέτοιου υλικού σε σημεία που ήταν ορατό από παιδιά, ακόμα και αν αυτό το υλικό δεν απευθυνόταν σε αυτά.[52] Ο νόμος αυτός, που ισχύει μέχρι και σήμερα,[52] άνοιξε τον δρόμο για τη λογοκρισία στον χώρο των γαλλικών κόμικς.[53]
Παρά τις όποιες επιπλοκές μπορεί να επέφερε η λογοκρισία, πολλά γαλλικά περιοδικά με κόμικς ευημερούσαν. Ανάμεσα στα πιο διαδεδομένα ήταν τα Vaillant και Coq hardi, τα οποία μέχρι το 1948 πουλούσαν περισσότερα από 150.000 αντίτυπα ανά εβδομάδα.[54] Οι πιο αγαπητοί τίτλοι του Vaillant ήταν η σειρά επιστημονικής φαντασίας Les Pionniers de l’espérance (1948) των Ροζέ Λεκιουρού και Ρεϊμόν Ποϊβέτ και το χιουμοριστικό Pif le chien (1952) του Χοσέ Καμπρέρο Αρνάλ.[ii] Μάλιστα, το δεύτερο ήταν τόσο αγαπητό, που το 1965, το περιοδικό μετονομάστηκε σε Le Journal de Pif.[37] Από το Coq hardi ξεχώριζαν τα διάφορα γουέστερν κόμικς των Μαριζάκ, Ετιέν λε Ραλίκ και άλλων.[55]
Κατά τη δεκαετία του 1960, οι ήδη υπάρχοντες τίτλοι του Tintin και Le Journal de Spirou συνέχισαν να προσελκύουν αναγνώστες. Το Tintin προχώρησε στη συνεργασία με διάφορα νέα ταλέντα, όπως ο Dupa, δημιουργός του Cubitus (1968), και ο Hermann, που σχεδίαζε το Bernard Prince (1966), σε σενάριο του Greg. Αντιθέτως, το Le Journal de Spirou είχε μικρότερη τάση για ανανέωση. Εξαίρεση αποτελούσε ο σεναριογράφος Ραούλ Κωβέν. Ο Κωβέν συνεργαζόταν με το περιοδικό από το 1964, αλλά έγινε γνωστός μέσα από το Les Tuniques Bleues (1968), μια χιουμοριστική και ταυτόχρονα αντιμιλιταριστική σειρά γουέστερν.[56]
Το 1959, μια ομάδα δημιουργών και δημοσιογράφων, μεταξύ των οποίων και οι Ρενέ Γκοσινί, Αλμπέρ Ουντερζό και Σαν-Μισέλ Σαρλιέ, ίδρυσε το περιοδικό Pilote.[57] Η διαφημιστική καμπάνια τράβηξε το ενδιαφέρον εφήβων και φοιτητών, με αποτέλεσμα το πρώτο νούμερο να πουλήσει 300.000 αντίτυπα.[58] Στο πρώτο αυτό τεύχος εμφανίστηκε το πασίγνωστο Astérix των Γκοσινί και Ουντερζό.[59] Διαθέτοντας μια εξαιρετική ισορροπία ανάμεσα στις θορυβώδεις πλάκες και το έξυπνο χιούμορ, σύντομα έγινε ο πιο αγαπητός τίτλος του περιοδικού[60] και συγκαταλέγεται πλέον στα κορυφαία κόμικς της γαλλοβελγικής παράδοσης, με περισσότερες από 300 εκατομμύρια πωλήσεις παγκοσμίως.[61] Ωστόσο, η επιτυχία του Pilote δεν οφειλόταν μόνο στις ιστορίες των Γαλατών, καθώς οι χιουμοριστικές σειρές Achille Talon (1963) του Greg και Iznogoud (1968) των Γκοσινί και Ζαν Ταμπαρί, ήταν πολύ δημοφιλείς. Ο δε Σαρλιέ αναδείχθηκε σε έναν εξαίρετο σεναριογράφο, που μαζί με τον Ζαν Ζιρώ δημιούργησαν το Blueberry (1963), το κατά πολλούς κορυφαίο γουέστερν κόμικ.[62] Άλλες εμβληματικές δουλειές του Pilote ήταν τα Barbe-Rouge (1959) και Tanguy et Laverdure (1959), επίσης σε σενάριο του Σαρλιέ και σε σχέδιο των Βικτόρ Ουμπινό και Ουντερζό αντίστοιχα, και το Valérian et Laureline (1967) των Πιερ Κριστέν και Ζαν-Κλωντ Μεζιέρ.
Το Le Journal de Pif συνεργαζόταν και αυτό με μερικούς πολύ σημαντικούς νέους δημιουργούς. Ένας από τους σπουδαιότερους χιουμορίστες των γαλλικών κόμικς, ο Gotlib, έκανε το ντεμπούτο του σε αυτό το περιοδικό και το 1964 δημιούργησε τον σκύλο Gai-Luron.[63] Η χιουμοριστική σειρά Concombre masqué, από τα γνωστότερα κόμικς του Νικιτά Μαντρυκά, εμφανίστηκε τον επόμενο χρόνο.[64] Το 1969 το περιοδικό μετονομάστηκε σε Pif gadget.[65]
Το 1960 ιδρύθηκε το περιοδικό Hara-Kiri, του οποίου το περιεχόμενο δεν αποτελούνταν μόνο από κόμικς.[66] Έχοντας στο δυναμικό του σατιρικούς κομίστες όπως οι Ζωρζ Βολίνσκι, Reiser, Cabu και Fred, άρχισε να βάλλει ενάντια στα ταμπού κάθε είδους, από την «ιερότητα» του Τεντέν,[66] έως τον καταναλωτισμό της σύγχρονης κοινωνίας.[67] Η κυβέρνηση προσπάθησε να λογοκρίνει το προκλητικό περιεχόμενό του και για μικρά διαστήματα επέβαλε διακοπή της κυκλοφορίας του, πρώτα το 1961 και μετά το 1966.[66] Στη δεύτερη περίπτωση μάλιστα, το θέμα έλαβε κοινωνικές διαστάσεις, καθώς προσωπικότητες όπως η Σιμόν ντε Μποβουάρ και ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ υπέγραψαν δημόσια αίτηση, ζητώντας την άρση της απαγόρευσης.[66] Ο Βολίνσκι είχε σχολιάσει την όλη κατάσταση ως εξής: «Ήμασταν σαν παιδιά σε σχολείο όπου ο διευθυντής ήταν πολύ αυστηρός».[68] Το Hara-Kiri άνοιξε το δρόμο για τα ενήλικα περιοδικά που θα εμφανίζονταν τη δεκαετία του 1970, ενώ αποτέλεσε και ένα είδος προοικονομίας για τα γεγονότα του Μάη του '68.[66][67]
Μια άλλη γνωστή υπόθεση λογοκρισίας ήταν αυτή που αφορούσε το Barbarella του Ζαν-Κλωντ Φορέστ, ένα κόμικ που συνδύαζε την επιστημονική φαντασία με τον ερωτισμό. Μολονότι είχε κυκλοφορήσει στο περιοδικό V magazine το 1962, ήταν δύο χρόνια αργότερα, όταν βγήκε σε άλμπουμ, που προκάλεσε αντιδράσεις και απαγορεύτηκε η κυκλοφορία. Επανεκδόθηκε το 1968, μετά την κυκλοφορία της καλτ ταινίας, με την πρωταγωνίστρια να έχει πιο ευπρεπή εμφάνιση.[66]
Η δεκαετία του 1970 συνδέεται με την προσπάθεια των δημιουργών για την απόκτηση καλλιτεχνικής ελευθερίας.[69] Τα γαλλοβελγικά κόμικς αυτής της περιόδου προσπαθούσαν να αποδεσμευτούν από την παιδικότητα που είχε επιβληθεί και, όπως έχει γράψει ο μελετητής Φρανσουά Κανέτ, κατά τη δεκαετία του 1970 «τα πάντα επιτρέπονταν... εφόσον ήταν απαγορευμένα».[70] Ο νόμος του 1949 έγινε λιγότερο εφαρμόσιμος και η απεικονίσεις βίας και σεξ έγιναν περισσότερο αποδεκτές.[71]
Τα Tintin και Le Journal de Spirou ανανεώθηκαν σημαντικά. Ειδικά το πρώτο έκανε μια στροφή προς ελαφρώς πιο ενήλικα αναγνώσματα, σαν το Buddy Longway (1972) του Ελβετού Derib. Το Thorgal των Ζαν Βαν Αμ και Γκρέγκορζ Ροσίνσκι έκανε το ντεμπούτο του το 1977 και σήμερα έχει αναδειχθεί σε μια από τις μεγαλύτερες εμπορικές και καλλιτεχνικές επιτυχίες των BD.[72] Από την άλλη πλευρά, το Le Journal de Spirou δεν απομακρύνθηκε πολύ από το χιουμοριστικό του περιεχόμενο, επενδύοντας σε νέες επιτυχημένες σειρές από τον Κωβέν (Sammy – 1973, L'Agent 212 – 1975). Το 1977 έκανε το ντεμπούτο του άλλη μία σημαντική σειρά του Φρανκέν, το Idées noires, ένα από τα καλύτερα γαλλοβελγικά κόμικς μαύρου χιούμορ.[73]
Οι αρχές του 1970 έφεραν μια τάση φυγής από το Pilote, καθώς διάφοροι δημιουργοί πίστευαν ότι η στάση του Γκοσινί, που εν τω μεταξύ είχε γίνει αρχισυντάκτης, ήταν μάλλον πατερναλιστική.[76] Έτσι, το 1972, οι Gotlib, Μαντρυνκά και Κλερ Μπρετεσέ ίδρυσαν το περιοδικό L'Écho des savanes, το οποίο απευθυνόταν αποκλειστικά σε ενήλικες.[69] Εκτός από τους ιδρυτές, στο περιοδικό συνεισέφεραν ονόματα όπως ο Ρενέ Πετιγιόν, Φιλίπ Βιγιεμέν και Ζωρζ Πισάρ. Συχνά περιέχονταν σεξουαλικού περιεχομένου ιστορίες ή στριπ με σκατολογικό χιούμορ και, γενικά, το L'Écho des savanes σηματοδότησε την πλήρη ρήξη με τη μέχρι τότε γαλλοβελγική παράδοση.[77] Ωστόσο, ο Gotlib δεν άργησε να αποχωρήσει και από το L'Écho des savanes και τον Μάιο του ίδιου έτους κυκλοφόρησε το πρώτο τεύχος του Fluide Glacial, που ίδρυσε με τον Alexis.[78] Στο δυναμικό του περιλαμβάνονταν πέρα από τα ιδρυτικά μέλη, ο βετεράνος Αντρέ Φρανκέν και τα νέα ταλέντα του χιουμοριστικού κόμικ, Ντανιέλ Γκουσένς και Binet.
Το 1975 ιδρύθηκε από τους Ζαν Ζιρώ, Φιλίπ Ντρουγιέ, Ζαν-Πιερ Ντιονέ και Μπερνάρ Φαρκάς η εκδοτική Les Humanoïdes Associés.[79] Το περιοδικό που εξέδιδε, ονόματι Métal Hurlant, εστίαζε κυρίως στην επιστημονική φαντασία, χωρίς ωστόσο να κάνει χρήση των στερεοτύπων του είδους.[80] Ο Ζιρώ πρωτοπόρησε με το Arzach (1975), μια σειρά σύντομων ιστοριών χωρίς λόγια, στην οποία η πλοκή δεν είχε προκαθοριστεί, αλλά ήταν αυθόρμητη.[81] Ο Ντρουγιέ, με το ασυνήθιστο στήσιμο των καρέ και τα έντονα χρώματα, αποτέλεσε επίσης έναν από τους πρωτοπόρους δημιουργούς του περιοδικού και γενικά της δεκαετίας αυτής.[82] Στο περιοδικό εμφανίστηκαν επίσης δουλειές των Ντιονέ, Caza, Πωλ Ζιγιόν και Ένκι Μπιλάλ. Το Métal Hurlant ήταν, από κοινού με τα Hara-Kiri και L'Écho des savanes, η κινητήρια δύναμη των ενήλικων κόμικς, που τα οδήγησε στο να διεκδικήσουν μεγαλύτερο κομμάτι των πωλήσεων.[83]
Ένα άλλο αξιοσημείωτο περιοδικό ήταν το Charlie Mensuel, που είχε ιδρυθεί το 1969.[84] Ήταν ουσιαστικά η γαλλική βερσιόν του ιταλικού περιοδικού Linus[85] και εξειδικευόταν στη μετάφραση διαφόρων φημισμένων ξένων στριπ (π.χ. Krazy Kat του Τζωρτζ Χέριμαν). Παρόλα αυτά, εξέδιδε και ορισμένες πρωτότυπες δουλειές, με κυριότερη ίσως την κωμική-ερωτική σειρά Paulette (1970) των Βολίνσκι και Πισάρ.
Η δεκαετία του 1980 είδε μεγάλες αλλαγές στο οικονομικό και εκδοτικό πλαίσιο των γαλλοβελγικών κόμικς, καθώς οι πωλήσεις των κόμικς ακολούθησαν την πτωτική τάση που είχε προηγουμένως παρατηρηθεί στον χώρο του βιβλίου.[86] Τα γαλλοβεγλικά κόμικς σημαδεύτηκαν από την επικράτηση των οικονομικών συμφερόντων, αφού ο πειραματισμός και η ελευθερία της έκφρασης που είχε κατακτηθεί τα προηγούμενα χρόνια, υποχώρησαν μπροστά στην κερδοσκοπία των εκδοτών.[70][87] Μεγάλες εκδοτικές απορρόφησαν μικρότερες. Για παράδειγμα, η Dargaud εξαγόρασε το 1982 την Éditions du Square, που εξέδιδε τα Hara-Kiri και Charlie Mensuel.[88] Επιπροσθέτως, εκδοτικοί οίκοι γενικού περιεχομένου μπήκαν στην αγορά των κόμικς: η Albin Michel αγόρασε το L'Écho des savanes,[89] η Hachette τη Les Humanoïdes Associés και η Gallimard τη Futuropolis.[88]
Διάφορα περιοδικά που μέχρι τώρα κυριαρχούσαν στον χώρο, άρχισαν να κλείνουν. Το Pilote σταμάτησε την κυκλοφορία του το 1989, ενώ το ακόμη μακροβιότερο Tintin είχε κλείσει τον προηγούμενο χρόνο.[88] Ομοίως, το Métal Hurlant δεν απέφυγε το κλείσιμο το 1987, παρότι συνέχισε να δημοσιεύει σημαντικούς τίτλους (π.χ. L'Incal – 1980).[88] Καθώς, όμως, οι περιοδικές κυκλοφορίες μειώνονταν, η ζήτηση για τα αυτόνομα άλμπουμ αυξανόταν: στα μέσα της δεκαετίας εκδίδονταν περισσότερα από 500 καινούργια άλμπουμ.[91]
Το βελγικό περιοδικό (À suivre) θα μπορούσε ίσως να χαρακτηριστεί ως το σημαντικότερο έντυπο της δεκαετίας. Είχε εμφανιστεί λίγα χρόνια πριν και γρήγορα έγινε η ναυαρχίδα της εκδοτικής Casterman.[92] Το (À suivre) στόχευε αποκλειστικά στο ενήλικο κοινό, στο οποίο προσέφερε έργα πολλών σπουδαίων δημιουργών, ανάμεσα στους οποίους ήταν οι Ζακ Ταρντί (Les Aventures Extraordinaires d'Adèle Blanc-Sec – 1980, Nestor Burma – 1981 κ.ά.), Μπενουά Πέετερς και Φρανσουά Σούιτεν (Les Cités Obscures – 1982) και Ντιντιέ Κομές (Silence – 1979).
Το Le Journal de Spirou επιβίωσε συνδυάζοντας στην ύλη του ενήλικες και χιουμοριστικές σειρές. Ιδιαίτερα το XIII (1984), σε σενάριο του Ζαν Βαν Αμ και σχέδιο του Ουίλλιαμ Βανς, ήταν τεράστια εμπορική επιτυχία.[93] Δημοφιλείς ήταν επίσης οι τίτλοι Jeremiah (1979) του Hermann και Cédric (1986) των Ραούλ Κωβέν και Laudec. Το Fluide Glacial, ένα από τα λίγα έντυπα που απέφυγαν το κλείσιμο, συνέχισε την παράδοση των σατιρικών κόμικς με μια νέα γενιά δημιουργών, όπως ο «επεισοδιακός» Maëster[iii] και ο σουρεαλιστικός Édika. Αξίζει να σημειωθεί ότι το Fluide Glacial είναι το μοναδικό μηνιαίο περιοδικό ενήλικων κόμικς που κυκλοφορεί στη Γαλλία σήμερα.[94]
Η οικονομική ανάκαμψη στον χώρο των γαλλοβελγικών ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του 1990.[92][96] Η άνοδος αυτή αποδίδεται στην ολοένα αυξανόμενη δημοφιλία των μάνγκα, αλλά και στην εμφάνιση νέων, μικρών εκδοτών και εναλλακτικών δημιουργών.[97] Θεωρείται δε, ότι οι μικροί εκδότες πυροδότησαν μια συνολική αισθητική αναγέννηση στα γαλλοβελγικά κόμικς.[98]
Μία από αυτές τις εκδοτικές, ήταν η γαλλική L'Association, η οποία σχηματίστηκε το 1990 από νεαρούς κομίστες που αδυνατούσαν να εκφραστούν στις υπάρχουσες εκδοτικές.[99] Διαθέτοντας μεγάλη καλλιτεχνική ελευθερία, οι δημιουργοί που συνεργάζονταν με την L'Association δεν είχαν περιορισμούς σε ό, τι αφορά τον αριθμό των σελίδων και το σχήμα των κόμικς τους. Σύμφωνα με τον Menu, ιδρυτικό μέλος, σκοπός τους ήταν να πειραματιστούν και να δείξουν ότι τα κόμικς μπορούν να είναι κάτι διαφορετικό από άλμπουμ 48 έγχρωμων σελίδων, την κλασική δηλαδή μορφή που συνηθιζόταν έως τότε.[100] Μέσα από την L'Association εξέδωσαν τα έργα τους πολλοί βραβευμένοι πλέον καλλιτέχνες, όπως οι David B., Ζοάν Σφαρ και Λιούις Τρόντχαϊμ.
Το παράδειγμα της L'Association ακολουθήθηκε σύντομα και από άλλους εκδότες με παρόμοιες επιδιώξεις, όπως η Fréon στις Βρυξέλλες, η Ego comme X στο Ανγκουλέμ και η Requins Marteaux στην Αλμπί. Το 2006 υπήρχαν πάνω από σαράντα εκδοτικές που προσδιορίζονταν ως ανεξάρτητες.[101] Σημαντικοί δημιουργοί που έχουν σχετιστεί με τις μικρότερες αυτές εκδοτικές της εναλλακτικής σκηνής περιλαμβάνουν τους Φαμπρίς Νεώ, Winschluss, Φιλίπ Σκουαρζονί και Blexbolex.
Όσον αφορά τους mainstream εκδοτικούς οίκους, εξέδιδαν παλαιούς και νέους τίτλους με μεγάλη επιτυχία. Για παράδειγμα, το δέκατο τρίτο άλμπουμ της σειράς Blake et Mortimer, που ανέλαβαν το 1996 οι Ζαν Βαν Αμ και Τεντ Μπενουά, πούλησε περίπου 700.000 αντίτυπα.[96] Σειρές όπως οι Lanfeust de Troy (1990) των Κριστόφ Άρλεστον και Ντιντιέ Ταρκίν και Joe Bar Team (1991) των Bar2 και Fane, από τις Soleil Productions και Glénat αντίστοιχα, είχαν μεγάλη ανταπόκριση. Ταυτόχρονα, όμως, βλέποντας την επιτυχία του ανεξάρτητου τομέα, οι μεγάλες εκδοτικές άρχισαν να προσφέρουν συμβόλαια σε εναλλακτικούς δημιουργούς, με αποτέλεσμα πολλοί εξ αυτών να δουλεύουν και στους δύο εκδοτικούς πόλους.[102] Η γνωστότερη περίπτωση είναι αυτή των Λιούις Τρόντχαϊμ και Ζοάν Σφαρ, που συνεργάστηκαν με την Delcourt για το Donjon (1998), ενώ καλλιτέχνες όπως οι Stanislas, David B. και Winschluss έχουν λιγότερο ή περισσότερο συνεργαστεί με κάποιες από τις μεγάλες εταιρείες.
Η οικονομική άνθηση της βιομηχανίας των κόμικς συνεχίστηκε κατά τη δεκαετία του 2000. Από το 1996 έως τις αρχές του 2010, η παραγωγή ήταν διαρκώς αυξανόμενη, φτάνοντας τα 5.565 νέα άλμπουμ το 2012.[103] Το 2005, τα κόμικς αντιπροσώπευαν το 6,5% του τζίρου των εκδοτικών δραστηριοτήτων στη Γαλλία,[104] σε αντιδιαστολή με το 1,7% του 1975.[105]
Οι λίστες των best seller περιέχουν κυρίως τίτλους φαντασίας, δράσης και χιούμορ. Ο πολυγραφότατος Ζαν Βαν Αμ συνεχίζει να συγκαταλέγεται στους πλέον δημοφιλείς σεναριογράφους των σύγχρονων γαλλοβελγικών κόμικς, καθώς οι σειρές του Thorgal, XIII και Largo Winch βρίσκονται συχνά στα πιο ευπώλητα κόμικς, και το 2000 ήταν υπεύθυνος για το σενάριο του 10% των τίτλων που είχαν πωληθεί.[106] Ένας άλλος ιδιαίτερα επιτυχημένος δημιουργός είναι ο Zep, ο πρώτος Ελβετός που τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο της πόλης του Ανγκουλέμ, του οποίου η σειρά Titeuf έχει εκατομμύρια πωλήσεις.[107]
Η τρίτη χιλιετία χαρακτηρίζεται επίσης από μία νοσταλγική τάση, που οδήγησε πολλές παλιές σειρές σε αστρονομικές πωλήσεις.[108] Κυριότερο παράδειγμα είναι τα καινούργια άλμπουμ του Astérix, γραμμένα από τον Αλμπέρ Ουντερζό και αργότερα από το δίδυμο Ζαν-Υβ Φερί και Ντιντιέ Κονράντ,[iv] που ξεπερνούν με ευκολία τα 1.000.000 αντίτυπα και σε ορισμένες περιπτώσεις τα 2.000.000.[109][110][111] Το 2014, το 23ο άλμπουμ του Blake et Mortimer ήταν το πιο ευπώλητο κόμικ στη Γαλλία, με περισσότερα από 400.000 αντίτυπα, ενώ το 116ο άλμπουμ του Lucky Luke βρισκόταν στις 270.000 πωλήσεις.[112]
Παράλληλα, έχουν αναπτυχθεί νέα είδη που εξετάζουν κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα.[108] Η αυτοβιογραφία, που κατείχε ιδιαίτερη θέση στα εναλλακτικά κόμικς του 1990, έχει να επιδείξει πολλούς σημαντικούς τίτλους. Η Μαργιάν Σατράπι αποτέλεσε μία από τις κυριότερες δημιουργούς αυτής της κατηγορίας στις αρχές του 2000, τόσο με το τετράτομο Persepolis (2000-2003), μακράν ο πιο επιτυχημένος τίτλος της L'Association,[113] όσο και με το Poulet aux Prunes (2004). Το L'Arabe du Futur (2014) του Ριάντ Σατούφ, μεταφρασμένο σε 16 γλώσσες, έχει αναδειχθεί σε ένα από τα σημαντικότερα γαλλικά κόμικς των τελευταίων ετών.[114] Το Le Photographe (2003-2006), των Ντιντιέ Λεφέβρ, Εμμανουέλ Γκυμπέρ και Φρεντερίκ Λεμερσιέ, αποτελεί έναν από τους πιο αντιπροσωπευτικούς τίτλους του είδους του ρεπορτάζ στη γαλλοβελγική σκηνή. Όσον αφορά τα βιογραφικά κόμικς, αυτά καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα προσωπικοτήτων όπως ο Φριτς Χάμπερ, ο Τζιμ Μόρισον και ο Ζυλ Πασκέν.
Το σχεδιαστικό στυλ που ανέπτυξε ο Hergé ονομάστηκε ligne claire, δηλαδή «καθαρή γραμμή» και θεωρείται ένα ενδιάμεσο στον ρεαλισμό και στην καρικατούρα.[115] Ο Hergé συνδύαζε εικονικούς χαρακτήρες με αρκετά ρεαλιστικό φόντο,[116] ενώ απέφευγε τις σκιάσεις και ο χρωματισμός ήταν επίπεδος.[37] Την τεχνοτροπία αυτή υιοθέτησαν πολλοί άλλοι καλλιτέχνες, όπως ο Εντγκάρ Π. Ζακόμπς, ο Ζακ Μαρτέν και ο Μπομπ ντε Μόορ, οι οποίοι και αποτέλεσαν τη λεγόμενη «Σχολή των Βρυξελλών» (École de Bruxelles).[115] Η δημοφιλία της ligne claire έπεσε σημαντικά τη δεκαετία του 1960, αλλά «αναγεννήθηκε» τη δεκαετία του 1980 από δημιουργούς όπως ο Τεντ Μπενουά και ο Floc'h.[117]
Στον αντίποδα της «Σχολής των Βρυξελλών», βρίσκεται η «Σχολή της Μαρσινέλ» (École de Marcinelle), γνωστή και ως «σχολή του Σαρλερουά» (École de Charleroi).[v] Το σχεδιαστικό στυλ που συνδέεται με αυτήν, ονομάζεται style atome («ατομικό στυλ»).[118] Οι γραμμές του είναι ζωηρές και στρογγυλεμένες, ο χρωματισμός έντονος και γενικά θεωρείται πιο εκφραστικό και δυναμικό στυλ από την ligne claire.[44][115] Βασική επιρροή για τη δημιουργία αυτού του στυλ ήταν ο Jijé[119] και οι σημαντικότεροι εκπρόσωποί του ήταν οι Αντρέ Φρανκέν, Μορίς, Peyo, Μορίς Τιγιέ και Υβ Σαλάν.[115][120]
Αν και μόνο η ligne claire και το style atome έχουν τυποποιηθεί και μελετηθεί τόσο συστηματικά, έχουν καταγραφεί ομοιότητες μεταξύ άλλων δημιουργών, που θα μπορούσαν να αναγνωριστούν ως ξεχωριστά στυλ. Για παράδειγμα, το σχέδιο των Ούγκο Πρατ και Ντιντιέ Κομές έχει χαρακτηριστεί ως «εξπρεσιονιστικό», ενώ αυτό των Φρανσουά Κρενούλς, Ζαν-Κλωντ Μεζιέρ και των ουέστερν κόμικς του Ζαν Ζιρώ θεωρείται σχετικά ρεαλιστικό.[115]
Χρονολογικά, τα πρώτα βραβεία των γαλλοβελγικών κόμικς είναι τα Saint-Michel, που θεσπίστηκαν το 1971.[121][vi] Το Grand Prix Saint-Michel απονέμεται σε δημιουργούς για το σύνολο του έργου τους[122] και ανάμεσα στους τιμηθέντες ανήκουν οι Hergé, Εντγκάρ Π. Ζακόμπς, Μορίς, Φιλίπ Γκελούκ,[123] Φλοράνς Σεστάκ[124] και Μίλο Μανάρα.[122]
Κατά κοινή ομολογία, το σπουδαιότερο ετήσιο γεγονός των γαλλοβελγικών κόμικς, είναι το Διεθνές Φεστιβάλ του Ανγκουλέμ, το οποίο διοργανώθηκε για πρώτη φορά το 1974. Έχοντας ετήσια επισκεψιμότητα 200.000 με 300.000 άτομα, αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα συνέδρια κόμικς παγκοσμίως.[125][126] Στο πλαίσιο του φεστιβάλ πραγματοποιούνται ομιλίες, εκθέσεις και απονέμονται βραβεία, μεταξύ των οποίων και το Μεγάλο Βραβείο της πόλης του Ανγκουλέμ. Αν και η πλειονότητα των βραβευθέντων προέρχεται από τη γαλλοβελγική παράδοση (Αντρέ Φρανκέν, Moebius, Reiser, Baru, Φρανσουά Μπουκ κ.ά.), αρκετοί ξένοι έχουν λάβει το περίοπτο αυτό βραβείο, όπως ο Αμερικανός Γουίλ Άισνερ και ο Αργεντινός Χοσέ Μουνιόθ.
Το δεύτερο μεγαλύτερο φεστιβάλ του είδους στη Γαλλία είναι το Quai des Bulles, που διοργανώνεται στο Σαιν-Μαλό.[127] Άλλες σημαντικές εκδηλώσεις πραγματοποιούνται στις πόλεις του Μπλουά (bd BOUM), του Στρασβούργου (Strasbulles), του Αιξ-αν-Προβάνς (Rencontres du neuvième art d'Aix-en-Provence), της Αρλόν (Festival BD d'Arlon) και της Λυών (Lyon BD Festival).
Σε Γαλλία και Βέλγιο λειτουργούν αρκετοί οργανισμοί και μουσεία με αντικείμενο τα κόμικς. Το παλαιότερο είναι το Βελγικό Κέντρο των Κόμικς, στην πόλη των Βρυξελλών. Ιδρύθηκε το 1989 και τα εγκαίνια πραγματοποιήθηκαν παρουσία του Βασιλιά Βαλδουίνου και της Βασίλισσας Φαμπιόλα, γεγονός που αντανακλά τη σημασία των κόμικς στην εθνική ταυτότητα των Βέλγων.[128] Η συλλογή του μουσείου καλύπτει την ιστορία των βελγικών κόμικς από τη δεκαετία του 1920 μέχρι σήμερα και έχει τμήματα αφιερωμένα στον Hergé, τον Peyo, τον Μορίς Τιγιέ και πολλούς άλλους.[129]
Το Ανγκουλέμ έχει γίνει, λόγω του Διεθνούς Φεστιβάλ, κεντρική πόλη στην κουλτούρα των κόμικς στη Γαλλία. Από το 2008 λειτουργεί εκεί η Διεθνής Πόλη των Κόμικς και της Εικόνας, σπουδαίο κέντρο μελέτης που χρηματοδοτείται μερικώς από τη γαλλική κυβέρνηση.[125] Περιέχει μουσείο, κινηματογραφικές αίθουσες και μια βιβλιοθήκη με κόμικς από το 1946 και έπειτα.[130]
Το 2009 άνοιξε στην πόλη Λουβάν-λα-Νεβ το Μουσείο Hergé. Σχεδιάστηκε από τον περίφημο Γάλλο αρχιτέκτονα Κριστιάν ντε Πορτσαμπάρκ,[131] ενώ την εσωτερική διακόσμηση ανέλαβε ο Ολλανδός δημιουργός κόμικς Γιόοστ Σβάρτε.[132] Η ετήσια επισκεψιμότητα είναι γύρω στα 80.000 άτομα.[133]
Ακόμα και ιδρύματα που δεν ανήκουν άμεσα στον χώρο της ένατης τέχνης, διαθέτουν σχετικά εκθέματα ή οργανώνουν εκθέσεις. Για παράδειγμα, το Μουσείο Καλών Τεχνών της Λιέγης διαθέτει μια μεγάλη συλλογή πρωτότυπων έργων από Βέλγους δημιουργούς όπως ο Peyo, ο Μορίς και ο Ρεϊμόν Μασρό.[44] Εξάλλου, η πρώτη μεγάλου βεληνεκούς έκθεση κόμικς πραγματοποιήθηκε το 1967 στο Μουσείο Διακοσμητικών Τεχνών του Παρισιού. Υπό τον τίτλο Bande dessinée et figuration narrative («Κόμικς και αφηγηματική απεικόνιση»), η έκθεση επικεντρωνόταν κυρίως στα αμερικανικά κόμικς και η προσέλευση του κόσμου έφτασε τους 500.000 επισκέπτες.[134] Πιο πρόσφατα, το Ίδρυμα Καρτιέ για τη Σύγχρονη Τέχνη, στο Παρίσι, οργάνωσε το 2010 μια έκθεση προς τιμήν του Ζαν Ζιρώ,[135] ενώ μεταξύ 2016 και 2017, στο Grand Palais στα Ηλύσια Πεδία του Παρισιού, εκτέθηκαν πρωτότυπα σκίτσα του Hergé, αλλά και έργα τέχνης (των Άντι Γουόρχολ, Ρόι Λίχτενσταϊν κ.ά.) που ο ίδιος συνέλεγε.[27]
i.^ Το 1959, η σειρά ανανεώθηκε από τον Ζαν Τρουμπέρ.[136]
ii.^ Ο Αρνάλ ήταν Ισπανός, αλλά ζούσε και σχεδίαζε στη Γαλλία.
iii.^ Το κόμικ του Soeur Marie–Thérèse des Batignolles (1982) ασκεί κριτική στην Καθολική Εκκλησία και είχε προκαλέσει δικαστική διαμάχη με τον συντηρητικό πολιτικό Μπερνάρ Αντονί, την οποία κέρδισε το περιοδικό.[137]
iv.^ Ο Ρενέ Γκοσινί είχε πεθάνει το 1977.
v.^ Και τα δύο ονόματα αναφέρονται στην περιοχή που εδρεύει η εκδοτική Dupuis, καθώς η Μαρσινέλ είναι περιοχή του Σαρλερουά.[44]
vi.^ Παρότι συχνά παρουσιάζεται ως ο αρχαιότερος θεσμός κόμικς στην Ευρώπη,[122][138] τα σουηδικά βραβεία Adamson είχαν εμφανιστεί το 1965.[139]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.