From Wikipedia, the free encyclopedia
Οι αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης (ΑΜΕΑ) είναι κατηγορία φαρμάκων που χρησιμοποιείται κυρίως για τη θεραπεία της υψηλής αρτηριακής πίεσης και της καρδιακής ανεπάρκειας.[1][2] Λειτουργούν προκαλώντας χαλάρωση των αιμοφόρων αγγείων καθώς και μείωση του όγκου του αίματος, που οδηγεί σε χαμηλότερη αρτηριακή πίεση και μειωμένη ζήτηση οξυγόνου από την καρδιά.
Οι αναστολείς ΜΕΑ αναστέλλουν τη δραστηριότητα του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης, ενός σημαντικού συστατικού του συστήματος ρενίνης-αγγειοτασίνης που μετατρέπει την αγγειοτασίνη Ι σε αγγειοτασίνη II,[3] και υδρολύει τη βραδυκινίνη.[1] Ως εκ τούτου, οι αναστολείς ΜΕΑ μειώνουν τον σχηματισμό της αγγειοτενσίνης II, ενός αγγειοσυσταλτικού, και αυξάνουν το επίπεδο της βραδυκινίνης, ενός πεπτιδικού αγγειοδιασταλτικού.[3][1] Αυτός ο συνδυασμός είναι συνεργιστικός στη μείωση της αρτηριακής πίεσης.[3][1] Ως αποτέλεσμα της αναστολής του ενζύμου ΜΕΑ στο σύστημα βραδυκινίνης, τα φάρμακα αναστολέα ΜΕΑ επιτρέπουν αυξημένα επίπεδα βραδυκινίνης τα οποία κανονικά θα αποικοδομούνταν. Αυτός ο μηχανισμός μπορεί να εξηγήσει τις δύο πιο συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες που παρατηρούνται με τους αναστολείς ΜΕΑ: αγγειοοίδημα και βήχας. Η βραδυκινίνη παράγει προσταγλανδίνη.
Οι αναστολείς ΜΕΑ εγκρίθηκαν αρχικά για τη θεραπεία της υπέρτασης και μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνοι ή σε συνδυασμό με άλλα αντιυπερτασικά φάρμακα. Αργότερα, βρέθηκαν χρήσιμα για άλλες καρδιαγγειακές και νεφρικές παθήσεις[4] συμπεριλαμβανομένων:
Στη θεραπεία της υψηλής αρτηριακής πίεσης, οι αναστολείς ΜΕΑ είναι συχνά η πρώτη φαρμακευτική επιλογή, ιδιαίτερα όταν υπάρχει διαβήτης,[8] αλλά η ηλικία μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετικές επιλογές και είναι σύνηθες να χρειάζονται περισσότερα από ένα φάρμακα για να επιτευχθεί η επιθυμητή βελτίωση. Υπάρχουν συνδυασμοί φαρμάκων σταθερής δόσης, όπως συνδυασμοί αναστολέων ΜΕΑ και θειαζιδών. Οι αναστολείς ΜΕΑ έχουν επίσης χρησιμοποιηθεί στη χρόνια νεφρική ανεπάρκεια και στη νεφρική προσβολή στη συστηματική σκλήρυνση (σκλήρυνση των ιστών, ως σκληροδερμική νεφρική κρίση). Σε άτομα με σταθερή στεφανιαία νόσο, αλλά χωρίς καρδιακή ανεπάρκεια, τα οφέλη είναι παρόμοια με άλλες συνήθεις θεραπείες.[9]
Το 2012, δημοσιεύτηκε μια μετα-ανάλυση στο BMJ που περιέγραψε τον προστατευτικό ρόλο των αναστολέων ΜΕΑ στη μείωση του κινδύνου πνευμονίας σε σύγκριση με τα ARB (Αποκλειστές Υποδοχέων Αγγειοτασίνης II).[10] Οι συγγραφείς βρήκαν μειωμένο κίνδυνο σε ασθενείς με προηγούμενο εγκεφαλικό (54% μείωση κινδύνου), με καρδιακή ανεπάρκεια (37% μείωση κινδύνου) και ασιατικής καταγωγής (43% μείωση κινδύνου έναντι 54% μείωση κινδύνου σε μη ασιατικό πληθυσμό). Ωστόσο, δεν παρατηρήθηκε μειωμένη θνησιμότητα που σχετίζεται με πνευμονία.[11]
Οι αναστολείς ΜΕΑ μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν για να βοηθήσουν στη μείωση της υπερβολικής κατανάλωσης νερού σε άτομα με σχιζοφρένεια που πάσχουν από ψυχογενή πολυδιψία.[12][13] Μια διπλά τυφλή, ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο δοκιμή έδειξε ότι όταν χρησιμοποιήθηκε τοιουτοτρόπως, η εναλαπρίλη οδήγησε σε μειωμένη κατανάλωση (καθορισμένη από την παραγωγή ούρων και την ωσμωτικότητα) στο 60% των ανθρώπων.[14] Το ίδιο αποτέλεσμα έχει αποδειχθεί σε άλλους αναστολείς ΜΕΑ.[15]
Επιπλέον, οι ΑΜΕΑ χρησιμοποιούνται συνήθως μετά από μεταμόσχευση νεφρού για τη διαχείριση της ερυθροκυττάρωσης μετά τη μεταμόσχευση, μια κατάσταση που χαρακτηρίζεται από επίμονα υψηλό αιματοκρίτη μεγαλύτερο από 51% ο οποίος συχνά αναπτύσσεται 8-24 μήνες μετά την επιτυχή μεταμόσχευση,[16] καθώς οι αναστολείς ΜΕΑ έχουν αποδειχθεί ότι μειώνουν την παραγωγή ερυθροποιητίνης.[17]
Οι συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες περιλαμβάνουν: χαμηλή αρτηριακή πίεση, βήχας, υπερκαλιαιμία, πονοκέφαλο, ζάλη, κόπωση, ναυτία και νεφρική δυσλειτουργία.[18]
Οι κύριες ανεπιθύμητες ενέργειες της αναστολής του ΜΕΑ μπορούν να γίνουν κατανοητές από τη φαρμακολογική τους δράση. Οι άλλες αναφερόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες είναι ηπατικά προβλήματα και επιπτώσεις στο έμβρυο.[18] Προβλήματα στα νεφρά μπορεί να εμφανιστούν με όλους τους αναστολείς ΜΕΑ που προκύπτει άμεσα από τον μηχανισμό δράσης τους. Οι ασθενείς που ξεκινούν με έναν αναστολέα ΜΕΑ έχουν συνήθως μέτρια μείωση του ρυθμού σπειραματικής διήθησης (GFR).[19] Ωστόσο, η μείωση μπορεί να είναι σημαντική σε καταστάσεις προϋπάρχουσας μειωμένης νεφρικής αιμάτωσης, όπως στένωση νεφρικής αρτηρίας, καρδιακή ανεπάρκεια, πολυκυστική νεφρική νόσο ή μείωση όγκου. Σε αυτούς τους ασθενείς, η διατήρηση του GFR εξαρτάται από τον εξαρτώμενο από την αγγειοτενσίνη ΙΙ απαγωγό αγγειοκινητικό τόνο.[19] Επομένως, η νεφρική λειτουργία θα πρέπει να παρακολουθείται στενά τις πρώτες ημέρες μετά την έναρξη της θεραπείας με αναστολέα ΜΕΑ σε ασθενείς με μειωμένη νεφρική αιμάτωση.[18] Μια μέτρια μείωση της νεφρικής λειτουργίας, όχι μεγαλύτερη από 30% αύξηση της κρεατινίνης ορού, η οποία σταθεροποιείται μετά από μια εβδομάδα θεραπείας θεωρείται αποδεκτή ως μέρος του θεραπευτικού αποτελέσματος, με την προϋπόθεση ότι η υπολειπόμενη νεφρική λειτουργία είναι επαρκής.
Ο μειωμένος ρυθμός σπειραματικής διήθησης καθίσταται πρόβλημα εάν ο ασθενής λαμβάνει ταυτόχρονα ένα ΜΣΑΦ και ένα διουρητικό.[20] Όταν τα τρία φάρμακα λαμβάνονται μαζί, ο κίνδυνος ανάπτυξης νεφρικής ανεπάρκειας αυξάνεται σημαντικά.[21]
Τα υψηλά επίπεδα καλίου στο αίμα είναι μια άλλη πιθανή επιπλοκή της θεραπείας με αναστολέα ΜΕΑ λόγω της επίδρασής του στην αλδοστερόνη. Η καταστολή της αγγειοτενσίνης II οδηγεί σε μείωση των επιπέδων αλδοστερόνης. Δεδομένου ότι η αλδοστερόνη είναι υπεύθυνη για την αύξηση της απέκκρισης του καλίου, οι αναστολείς ΜΕΑ μπορεί να προκαλέσουν κατακράτηση καλίου. Μερικοί άνθρωποι, ωστόσο, μπορούν να συνεχίσουν να χάνουν κάλιο ενώ λαμβάνουν αναστολέα ΜΕΑ.[22] Η υπερκαλιαιμία μπορεί να μειώσει την ταχύτητα της αγωγής των ώσεων στα νεύρα και τους μύες, συμπεριλαμβανομένων των καρδιακών ιστών. Αυτό οδηγεί σε καρδιακή δυσλειτουργία και νευρομυϊκές συνέπειες, όπως μυϊκή αδυναμία, παραισθησία, ναυτία, διάρροια και άλλα. Απαιτείται στενή παρακολούθηση των επιπέδων καλίου σε ασθενείς που λαμβάνουν θεραπεία με αναστολείς ΜΕΑ που διατρέχουν κίνδυνο υπερκαλιαιμίας.[18]
Μια άλλη πιθανή ανεπιθύμητη ενέργεια ειδική για τους αναστολείς ΜΕΑ, αλλά όχι για άλλους αναστολείς του συστήματος ρενίνης αγγειοτενσίνης, είναι η αύξηση των επιπέδων βραδυκινίνης.[18]
Ο επίμονος ξηρός βήχας είναι μια σχετικά συχνή ανεπιθύμητη ενέργεια που πιστεύεται ότι σχετίζεται με αυξήσεις στα επίπεδα βραδυκινίνης που οφείλονται στους αναστολείς ΜΕΑ, αν και ο ρόλος της βραδυκινίνης στην παραγωγή αυτών των συμπτωμάτων έχει αμφισβητηθεί.[23] Ωστόσο, πολλές περιπτώσεις βήχα σε άτομα που λαμβάνουν αναστολείς ΜΕΑ μπορεί να μην προέρχονται από το ίδιο το φάρμακο.[24] Τα άτομα που εμφανίζουν αυτόν τον βήχα συχνά αλλάζουν σε ανταγωνιστές των υποδοχέων της αγγειοτενσίνης ΙΙ.
Μερικοί (0,7%)[20] αναπτύσσουν αγγειοοίδημα λόγω αυξημένων επιπέδων βραδυκινίνης.[25] Μπορεί να υπάρχει γενετική προδιάθεση.[26]
Μια σοβαρή σπάνια αλλεργική αντίδραση μπορεί να επηρεάσει το τοίχωμα του εντέρου και δευτερευόντως να προκαλέσει κοιλιακό άλγος.[27]
Αιματολογικές επιδράσεις, όπως ουδετεροπενία, ακοκκιοκυτταραιμία και άλλες αιματολογικές δυσκρασίες, έχουν εμφανιστεί κατά τη διάρκεια της θεραπείας με αναστολείς ΜΕΑ, ειδικά σε άτομα με πρόσθετους παράγοντες κινδύνου.[28]
Σε έγκυες γυναίκες, οι αναστολείς ΜΕΑ που λαμβάνονται κατά τη διάρκεια όλων των τριμήνων έχει αναφερθεί ότι προκαλούν συγγενείς δυσπλασίες, θνησιγένεια και νεογνικούς θανάτους. Οι κοινώς αναφερόμενες εμβρυϊκές ανωμαλίες περιλαμβάνουν υπόταση, νεφρική δυσπλασία, ανουρία/ολιγουρία, ολιγοϋδράμνιο, επιβράδυνση της ενδομήτριας ανάπτυξης, πνευμονική υποπλασία, ανοιχτό αρτηριακό πόρο και ατελή οστεοποίηση του κρανίου.[18][29] Συνολικά, περίπου τα μισά νεογνά που εκτίθενται σε αναστολείς ΜΕΑ επηρεάζονται δυσμενώς, οδηγώντας σε γενετικές ανωμαλίες.[30][20]
Οι αναστολείς ΜΕΑ κατατάσσονται σε κατηγορία εγκυμοσύνης D και θα πρέπει να αποφεύγονται σε γυναίκες που είναι πιθανό να μείνουν έγκυες. Στις ΗΠΑ, οι αναστολείς ΜΕΑ πρέπει να φέρουν ετικέτα με προειδοποίηση σχετικά με τον κίνδυνο γενετικών ανωμαλιών όταν λαμβάνονται κατά το δεύτερο και τρίτο τρίμηνο. Η χρήση τους στο πρώτο τρίμηνο σχετίζεται επίσης με τον κίνδυνο μεγάλων συγγενών δυσπλασιών, που επηρεάζουν ιδιαίτερα το καρδιαγγειακό και το κεντρικό νευρικό σύστημα.[31]
Συμπτώματα και θεραπεία: Υπάρχουν λίγες αναφορές υπερδοσολογίας με αναστολείς ΜΕΑ στη βιβλιογραφία. Οι πιο πιθανές εκδηλώσεις είναι η υπόταση, η οποία μπορεί να είναι σοβαρή, η υπερκαλιαιμία, η υπονατριαιμία και η νεφρική δυσλειτουργία με μεταβολική οξέωση. Η θεραπεία πρέπει να είναι κυρίως συμπτωματική και υποστηρικτική, με διεύρυνση του όγκου με χρήση φυσιολογικού ορού για τη διόρθωση της υπότασης και τη βελτίωση της νεφρικής λειτουργίας και πλύση στομάχου ακολουθούμενη από ενεργό άνθρακα και καθαρτικό για την πρόληψη περαιτέρω απορρόφησης του φαρμάκου. Η καπτοπρίλη, η εναλαπρίλη, η λισινοπρίλη και η περινδοπρίλη είναι γνωστό ότι μπορούν να αφαιρεθούν με αιμοκάθαρση.[32]
Οι αναστολείς ΜΕΑ αντενδείκνυνται σε:
Οι αναστολείς ΜΕΑ πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή σε άτομα με:
Ένας συνδυασμός αναστολέα ΜΕΑ με άλλα φάρμακα μπορεί να αυξήσει τις επιδράσεις αυτών των φαρμάκων, αλλά και τον κίνδυνο ανεπιθύμητων ενεργειών.[18] Οι συχνά αναφερόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες του συνδυασμού φαρμάκων με ΜΕΑ είναι η οξεία νεφρική ανεπάρκεια, η υπόταση και η υπερκαλιαιμία. Τα φάρμακα που αλληλεπιδρούν με τον αναστολέα ΜΕΑ θα πρέπει να συνταγογραφούνται με προσοχή. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίνεται σε συνδυασμούς αναστολέων ΜΕΑ με άλλους αναστολείς του συστήματος ρενίνης αγγειοτενσίνης αλδοστερόνης, διουρητικά (ιδιαίτερα καλιοσυντηρητικά διουρητικά), ΜΣΑΦ, αντιπηκτικά, κυκλοσπορίνη, αναστολείς DPP-4 και συμπληρώματα καλίου.
Τα συμπληρώματα καλίου πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή και υπό ιατρική παρακολούθηση λόγω της υπερκαλιαιμικής δράσης των αναστολέων ΜΕΑ.[35]
Η ταυτόχρονη χρήση με αναστολείς κυκλοοξυγενάσης τείνει να μειώσει την υποτασική δράση του αναστολέα ΜΕΑ.[36][20]
Οι αναστολείς ΜΕΑ μειώνουν τη δραστηριότητα του συστήματος ρενίνης-αγγειοτενσίνης-αλδοστερόνης (ΣΡΑΑ) ως το κύριο αιτιολογικό συμβάν στην ανάπτυξη υπέρτασης σε άτομα με σακχαρώδη διαβήτη, ως μέρος του συνδρόμου αντίστασης στην ινσουλίνη ή ως εκδήλωση νεφρικής νόσου.[37][38]
Το σύστημα ρενίνης-αγγειοτασίνης-αλδοστερόνης είναι ένας σημαντικός μηχανισμός ρύθμισης της αρτηριακής πίεσης. Δείκτες της ανισορροπίας των ηλεκτρολυτών και του νερού στο σώμα, όπως η υπόταση, η χαμηλή συγκέντρωση νατρίου στα περιφερικά σωληνάρια, ο μειωμένος όγκος αίματος και ο υψηλός συμπαθητικός τόνος πυροδοτούν την απελευθέρωση του ενζύμου ρενίνη από τα κύτταρα της παρασπειραματικής συσκευής του νεφρού.
Η ρενίνη ενεργοποιεί μια κυκλοφορούσα παραγόμενη από το ήπαρ προορμόνη, το αγγειοτασινογόνο, με πρωτεολυτική διάσπαση της πρωτεΐνης με την εξαίρεση των πρώτων δέκα υπολειμμάτων αμινοξέων , γνωστά ως αγγειοτασίνη Ι. Το ΜΕΑ (μετατρεπτικό ένζυμο της αγγειοτασίνης) στη συνέχεια αφαιρεί άλλα δύο υπολείμματα, μετατρέποντας την αγγειοτασίνης Ι σε αγγειοτασίνης II. Το ΜΕΑ βρίσκεται στην πνευμονική κυκλοφορία και στο ενδοθήλιο πολλών αιμοφόρων αγγείων. Το σύστημα αυξάνει την αρτηριακή πίεση αυξάνοντας την ποσότητα αλατιού και νερού που συγκρατεί το σώμα, αν και η αγγειοτασίνη είναι επίσης πολύ καλή στο να προκαλεί τη σύσφιξη των αιμοφόρων αγγείων (ισχυρός αγγειοσυσταλτικός παράγοντας ).
Οι αναστολείς ΜΕΑ εμποδίζουν τη μετατροπή της αγγειοτενσίνης Ι (ATI) σε αγγειοτενσίνη II (ATII).[39] Μειώνουν έτσι την αρτηριακή αντίσταση και αυξάνουν τη φλεβική χωρητικότητα, μειώνουν την καρδιακή παροχή, τον καρδιακό δείκτη και τον όγκο παλμού, χαμηλώνουν τις αντιστάσεις στα αιμοφόρα αγγεία στα νεφρά και οδηγούν σε αυξημένη νατριούρηση (απέκκριση νατρίου στα ούρα). Η συγκέντρωση της ρενίνης στο αίμα αυξάνεται ως αποτέλεσμα της αρνητικής ανάδρασης της μετατροπής της ΑΤΙ σε ΑΤΙΙ. Η ATI αυξάνεται για τον ίδιο λόγο. Η ATII και η αλδοστερόνη μειώνονται. Η βραδυκινίνη αυξάνεται λόγω της μικρότερης αδρανοποίησης από το ΜΕΑ.
Υπό κανονικές συνθήκες, η αγγειοτενσίνη II έχει τα εξής αποτελέσματα:
Κατά τη διάρκεια της χρήσης του αναστολέα ΜΕΑ, η παραγωγή της ATII μειώνεται,[40] γεγονός που εμποδίζει την απελευθέρωση αλδοστερόνης από τον φλοιό των επινεφριδίων.[40] Αυτό επιτρέπει στο νεφρό να εκκρίνει ιόντα νατρίου μαζί με νερό και να συγκρατεί ιόντα καλίου. Αυτό μειώνει τον όγκο του αίματος, οδηγώντας σε μειωμένη αρτηριακή πίεση.[40]
Επιδημιολογικές και κλινικές μελέτες έχουν δείξει ότι οι αναστολείς ΜΕΑ μειώνουν την πρόοδο της διαβητικής νεφροπάθειας ανεξάρτητα από τη δράση τους στη μείωση της αρτηριακής πίεσης.[41] Αυτή η δράση των αναστολέων ΜΕΑ χρησιμοποιείται για την πρόληψη της διαβητικής νεφρικής ανεπάρκειας.
Οι αναστολείς ΜΕΑ έχει επίσης αποδειχθεί ότι προκαλούν κεντρική ενίσχυση της δραστηριότητας του παρασυμπαθητικού νευρικού συστήματος σε υγιείς εθελοντές και ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια.[42] Αυτή η δράση μπορεί να μειώσει τον επιπολασμό κακοήθων καρδιακών αρρυθμιών και τη μείωση του αιφνίδιου θανάτου που αναφέρεται σε μεγάλες κλινικές δοκιμές.[43] Οι αναστολείς ΜΕΑ μειώνουν επίσης τα επίπεδα νορεπινεφρίνης στο πλάσμα και τις προκύπτουσες αγγειοσυσπαστικές επιδράσεις της σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια, σπάζοντας έτσι τον φαύλο κύκλο της ενεργοποίησης του συμπαθητικού και του συστήματος αγγειοτενσίνης ρενίνης, ο οποίος συντηρεί την επιδείνωση της καρδιακής λειτουργίας στη συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια.
Ο αναστολέας ΜΕΑ εναλαπρίλη έχει επίσης αποδειχθεί ότι μειώνει την καρδιακή καχεξία σε ασθενείς με χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια.[44] Η καχεξία είναι ένα κακό προγνωστικό σημείο σε ασθενείς με χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια.[45] Οι αναστολείς ΜΕΑ βρίσκονται υπό πρώιμη έρευνα για τη θεραπεία της αδυναμίας και της μυϊκής απώλειας (σαρκοπενία) σε ηλικιωμένους ασθενείς χωρίς καρδιακή ανεπάρκεια.[46]
Οι αναστολείς ΜΕΑ είναι εύκολα αναγνωρίσιμοι από το κοινό τους επίθημα «-πρίλη». Οι αναστολείς ΜΕΑ μπορούν να χωριστούν σε τρεις ομάδες με βάση τη μοριακή τους δομή των θέσεων δέσμευσης ενζύμου (σουλφυδρύλιο, φωσφινύλιο, καρβοξυλικό) στο ενεργό κέντρο του ΜΕΑ:[47]
Αυτοί οι παράγοντες φαίνεται να παρουσιάζουν αντιοξειδωτικές ιδιότητες αλλά μπορεί να εμπλέκονται σε ανεπιθύμητες ενέργειες όπως δερματικά εξανθήματα.[47]
Αυτή είναι η μεγαλύτερη ομάδα, που περιλαμβάνει:
Όλοι οι αναστολείς ΜΕΑ έχουν παρόμοια αντιυπερτασική αποτελεσματικότητα όταν χορηγούνται ισοδύναμες δόσεις. Οι κύριες διαφορές έγκεινται στην καπτοπρίλη, τον πρώτο αναστολέα ΜΕΑ. Η καπτοπρίλη έχει μικρότερη διάρκεια δράσης και αυξημένη συχνότητα ανεπιθύμητων ενεργειών. Είναι επίσης ο μόνος αναστολέας ΜΕΑ που μπορεί να περάσει τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό, αν και η σημασία αυτού του χαρακτηριστικού δεν έχει αποδειχθεί ότι έχει θετικές κλινικές επιδράσεις.
Σε μια μεγάλη κλινική μελέτη, ένας από τους παράγοντες της κατηγορίας των αναστολέων ΜΕΑ, η ραμιπρίλη (Altace), έδειξε να μειώνει τα ποσοστά θνησιμότητας ασθενών που πάσχουν από έμφραγμα του μυοκαρδίου και να επιβραδύνει την επακόλουθη ανάπτυξη καρδιακής ανεπάρκειας. Αυτό το εύρημα έγινε αφού ανακαλύφθηκε ότι η τακτική χρήση της ραμιπρίλης μείωσε τα ποσοστά θνησιμότητας ακόμη και σε άτομα που δεν έπασχαν από υπέρταση.[54]
Μερικοί πιστεύουν ότι τα πρόσθετα οφέλη της ραμιπρίλης μπορεί να μοιράζονται ορισμένα ή όλα τα φάρμακα στην κατηγορία των αναστολέων ΜΕΑ. Ωστόσο, η ραμιπρίλη παραμένει επί του παρόντος ο μόνος αναστολέας ΜΕΑ για τον οποίο τέτοιες επιδράσεις βασίζονται στην πραγματικότητα σε στοιχεία.[55]
Μια μετα-ανάλυση επιβεβαίωσε ότι οι αναστολείς ΜΕΑ είναι αποτελεσματικοί και σίγουρα η πρώτης γραμμής επιλογή στη θεραπεία της υπέρτασης. Αυτή η μετα-ανάλυση βασίστηκε σε 20 μελέτες και σε μια ομάδα 158.998 ασθενών, εκ των οποίων το 91% ήταν υπερτασικοί. Οι αναστολείς ΜΕΑ χρησιμοποιήθηκαν ως ενεργή θεραπεία σε επτά δοκιμές (n=76.615) και ο αναστολέας των υποδοχέων της αγγειοτενσίνης (ARB) σε 13 δοκιμές (n=82.383). Οι αναστολείς ΜΕΑ συσχετίστηκαν με στατιστικά σημαντική μείωση της θνησιμότητας κατά 10%: (HR 0,90, 95% CI, 0,84–0,97, P=0,004). Αντίθετα, δεν παρατηρήθηκε σημαντική μείωση της θνησιμότητας με τη θεραπεία με ARB (HR 0,99, 95% CI, 0,94–1,04, P=0,683). Η ανάλυση της μείωσης της θνησιμότητας από διαφορετικούς αναστολείς ΜΕΑ έδειξε ότι τα σχήματα που βασίζονται στην περινδοπρίλη σχετίζονται με στατιστικά σημαντική μείωση της θνησιμότητας από όλες τις αιτίες κατά 13%. Λαμβάνοντας υπόψη το ευρύ φάσμα του υπερτασικού πληθυσμού, θα μπορούσε κανείς να αναμένει ότι μια αποτελεσματική θεραπεία με αναστολείς ΜΕΑ, ιδιαίτερα με περινδοπρίλη, θα είχε ως αποτέλεσμα σημαντική σωτηρία ζωών.[56]
Οι αναστολείς ΜΕΑ έχουν διαφορετική ισχύ με διαφορετικές δοσολογίες έναρξης. Η δοσολογία πρέπει να προσαρμόζεται ανάλογα με την κλινική ανταπόκριση.[57]
Δοσολογίες αναστολέων ΜΕΑ για υπέρταση | |||||
---|---|---|---|---|---|
Δοσολογία | |||||
Σημείωση: bid = δύο φορές την ημέρα, tid = τρεις φορές την ημέρα, d = καθημερινά Δοσολογίες φαρμάκων από το Drug Lookup, Epocrates Online. | |||||
Ονομα | Ισοδύναμη ημερήσια δόση | Αρχή | Συνήθης | Μέγιστη | |
Μπεναζεπρίλη | 10 mg | 10 mg | 20–40 mg | 80 mg | |
Καπτοπρίλη | 50 mg (25 mg bid) | 12,5–25 mg bid-tid | 25–50 mg bid-tid | 150 mg/d | |
Εναλαπρίλη | 5 mg | 5 mg | 10–40 mg | 40 mg | |
Φοσινοπρίλη | 10 mg | 10 mg | 20–40 mg | 80 mg | |
Λισινοπρίλη | 10 mg | 10 mg | 10–40 mg | 80 mg | |
Μοεξπρίλη | 7.5 mg | 7.5 mg | 7,5–30 mg | 30 mg | |
Περινδοπρίλη | 4 mg | 4 mg | 4–8 mg | 16 mg | |
Κουιναπρίλη | 10 mg | 10 mg | 20–80 mg | 80 mg | |
Ραμιπρίλη | 2.5 mg | 2.5 mg | 2,5–20 mg | 20 mg | |
Τραντολαπρίλη | 2 mg | 1 mg | 2–4 mg | 8 mg | |
Οι αναστολείς ΜΕΑ έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά με μια άλλη κατηγορία καρδιαγγειακών φαρμάκων, τους ανταγωνιστές των υποδοχέων της αγγειοτενσίνης ΙΙ, οι οποίοι χρησιμοποιούνται συχνά όταν οι ασθενείς έχουν δυσανεξία στις ανεπιθύμητες ενέργειες που προκαλούνται από τους αναστολείς ΜΕΑ. Οι αναστολείς ΜΕΑ δεν εμποδίζουν πλήρως τον σχηματισμό της αγγειοτενσίνης II, καθώς η αναστολή είναι δοσοεξαρτώμενη, επομένως οι ανταγωνιστές των υποδοχέων της αγγειοτενσίνης II μπορεί να είναι χρήσιμοι επειδή δρουν για να αποτρέψουν τη δράση της αγγειοτενσίνης II στον υποδοχέα ΑΤ1, αφήνοντας τον υποδοχέα ΑΤ2 ελεύθερο. Το τελευταίο μπορεί να έχει συνέπειες που χρειάζονται περαιτέρω μελέτη.
Η συνδυαστική θεραπεία των ανταγωνιστών των υποδοχέων της αγγειοτενσίνης II με αναστολείς ΜΕΑ μπορεί να είναι ανώτερη από οποιονδήποτε από τους παράγοντες μόνο. Αυτός ο συνδυασμός μπορεί να αυξήσει τα επίπεδα της βραδυκινίνης ενώ αναστέλλει τη δημιουργία της αγγειοτενσίνης II και τη δραστηριότητά της στον υποδοχέα ΑΤ1. Αυτός ο «διπλός αποκλεισμός» μπορεί να είναι πιο αποτελεσματικός από τη χρήση ενός αναστολέα ΜΕΑ μόνο του, επειδή η αγγειοτενσίνη II μπορεί να δημιουργηθεί μέσω μη εξαρτώμενων από το ΜΕΑ μονοπατιών. Προκαταρκτικές μελέτες δείχνουν ότι αυτός ο συνδυασμός φαρμακολογικών παραγόντων μπορεί να είναι επωφελής στη θεραπεία της ιδιοπαθούς υπέρτασης, της χρόνιας καρδιακής ανεπάρκειας[58] και της νεφροπάθειας.[59][60] Ωστόσο, η πιο πρόσφατη μελέτη ONTARGET δεν έδειξε όφελος από το συνδυασμό των παραγόντων και ενώ έδειξε αύξηση των ανεπιθύμητων ενεργειών.[61] Ενώ έχουν ληφθεί στατιστικά σημαντικά αποτελέσματα για το ρόλο του στη θεραπεία της υπέρτασης, η κλινική σημασία μπορεί να λείπει.[62] Υπάρχουν προειδοποιήσεις σχετικά με τον συνδυασμό αναστολέων ΜΕΑ με ARB.[63]
Οι ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια μπορεί να ωφεληθούν από τον συνδυασμό όσον αφορά τη μείωση της νοσηρότητας και την αναδιαμόρφωση της καρδιακής κοιλίας.[64][65]
Τα πιο πειστικά στοιχεία αφορούν τη θεραπεία της νεφροπάθειας: αυτή η συνδυαστική θεραπεία ανέστρεψε εν μέρει την πρωτεϊνουρία και επίσης έδειξε νεφροπροστατευτική δράση σε ασθενείς που έπασχαν από διαβητική νεφροπάθεια[59] και παιδιατρική IgA νεφροπάθεια.[66]
Ο Λέοναρντ Σκεγκς και οι συνεργάτες του (συμπεριλαμβανομένου του Νόρμαν Σάμγουεϊ) ανακάλυψαν το ΜΕΑ στο πλάσμα το 1956.[67] Σημειώθηκε επίσης ότι όσοι εργάζονταν σε φυτείες μπανανών στη Νοτιοδυτική Βραζιλία κατέρρευσαν μετά από δάγκωμα οχιάς, οδηγώντας σε αναζήτηση συστατικού που μειώνει την αρτηριακή πίεση στο δηλητήριό της.[68] Ο Βραζιλιάνος επιστήμονας Σέρζιο Ενρίκε Φερέιρα ανέφερε έναν ενισχυτικό παράγοντα βραδυκινίνης (BPF) που υπάρχει στο δηλητήριο της Bothrops jararaca, μιας νοτιοαμερικανικής οχιάς, το 1965[69] Στη συνέχεια, ο Φερέιρα πήγε στο εργαστήριο του Τζον Βέιν ως μεταδιδακτορικός υπότροφος με τον ήδη απομονωμένο BPF του. Η μετατροπή της ανενεργής αγγειοτενσίνης Ι στην ισχυρή αγγειοτενσίνη ΙΙ θεωρήθηκε ότι λαμβάνει χώρα στο πλάσμα. Ωστόσο, το 1967, οι Κέβιν ΚΦ Νγκ και Τζον Ρ. Βαν έδειξαν ότι το ΜΕΑ στο πλάσμα είναι πολύ αργό για να εξηγήσει τη μετατροπή της αγγειοτενσίνης Ι σε αγγειοτενσίνη II in vivo. Μεταγενέστερη έρευνα έδειξε ότι συμβαίνει ταχεία μετατροπή κατά τη διέλευσή του από την πνευμονική κυκλοφορία.[70]
Η βραδυκινίνη αδρανοποιείται γρήγορα στο κυκλοφορούν αίμα και εξαφανίζεται τελείως με ένα μόνο πέρασμα από την πνευμονική κυκλοφορία. Η αγγειοτενσίνη Ι εξαφανίζεται επίσης στην πνευμονική κυκλοφορία λόγω της μετατροπής της σε αγγειοτενσίνη II. Επιπλέον, η αγγειοτενσίνη ΙΙ διέρχεται από τους πνεύμονες χωρίς καμία απώλεια. Η αδρανοποίηση της βραδυκινίνης και η μετατροπή της αγγειοτενσίνης Ι σε αγγειοτενσίνη II στους πνεύμονες πιστεύεται ότι προκαλείται από το ίδιο ένζυμο.[71] Το 1970, οι Νγκ και Βαν, χρησιμοποιώντας το BPF που παρείχε ο Φερέιρα, έδειξαν ότι η μετατροπή αναστέλλεται κατά τη διέλευσή της από την πνευμονική κυκλοφορία.[72]
Ο BPF είναι μέλος μιας οικογένειας πεπτιδίων των οποίων η ενισχυτική δράση συνδέεται με την αναστολή της βραδυκινίνης από το ΜΕΑ. Η μοριακή ανάλυση του BPF έδωσε ένα εννεαπεπτίδιο BPF τεπροτίδη (SQ 20,881), το οποίο έδειξε τη μεγαλύτερη ισχύ αναστολής του ΜΕΑ και υποτασικό αποτέλεσμα in vivo. Η τεπροτίδη είχε περιορισμένη κλινική αξία ως αποτέλεσμα της πεπτιδικής της φύσης και της έλλειψης δραστικότητας όταν χορηγήθηκε από το στόμα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, η γνώση της σχέσης δομής-δραστικότητας που απαιτείται για την αναστολή του ΜΕΑ αυξανόταν. Ο Ντέιβιντ Κούσμαν, ο Μιγέλ Οντέντι και οι συνεργάτες τους χρησιμοποίησαν ανάλογα πεπτιδίου για να μελετήσουν τη δομή του ΜΕΑ, χρησιμοποιώντας ως μοντέλο την καρβοξυπεπτιδάση Α. Οι ανακαλύψεις τους οδήγησαν στην ανάπτυξη της καπτοπρίλης, του πρώτου από του στόματος ενεργού αναστολέα ΜΕΑ, το 1975.[73]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.