From Wikipedia, the free encyclopedia
Το Όρνιο είναι ημερόβιο πτωματοφάγο πτηνό, ένας από τους γύπες που απαντούν και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική του ονομασία είναι Gyps fulvus και περιλαμβάνει 2 υποείδη.[2][3]
Όρνιο | ||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Ενήλικο όρνιο (υποείδος G. f. fulvus) | ||||||||||||||||
Κατάσταση διατήρησης | ||||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||||
| ||||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||||
Gyps fulvus (Γυψ ο πυρρόχρους) [iii] Hablizl, 1783 | ||||||||||||||||
Υποείδη | ||||||||||||||||
Gyps fulvus fulvescens | ||||||||||||||||
Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος G. f. fulvus (Hablizl, 1783).[1]
Η λατινική επιστημονική ονομασία του γένους, Gyps, είναι εκλατινισμένη απόδοση της ελληνικής λέξης Γυψ, -πός «γύπας». Το θέμα γυ- σημαίνει «οτιδήποτε κυρτωμένο» ή «σπηλιά», με παρέκταση σε -π- και παραπέμπει, πιθανότατα, στο έντονα κυρτωμένο ράμφος ή τους γαμψώνυχες του πτηνού.[5]
Η λατινική λέξη fulvus δεν έχει κάποιαν αντίστοιχη και επακριβή μονολεκτική απόδοση στα ελληνικά και σημαίνει, «καφεκίτρινος, πορτοκαλοκίτρινος, καφέ-πορτοκαλί ή κοκκινοκίτρινος με σκωριόχρωμη απόχρωση». Αντίθετα, στην αγγλική αποδίδεται μονολεκτικά ως tawny. Παραπέμπει στο χρώμα του πτερώματος, αν και αυτό δεν ανταποκρίνεται πάντοτε στην ονομασία, καθότι μπορεί να ποικίλλει αρκετά.
Η αγγλική ονομασία του είδους Griffon vulture, προέρχεται από την ελληνική λέξη γρυψ και έχει την εξής ετυμολογία: griffon < griffoun < grifon < grŷphus < γρύψ «μυθικό ζώο με σώμα λιονταριού και, κεφάλι και φτερά αετού».[6][7]
Η ελληνική ονομασία όρνιο, έχει τη ρίζα της στην αρχαία λέξη όρνις, -ιθος (ό | ή) < θ. όρν-ι- (µε παρέκταση -θ- για τις ανάγκες τής κλίσεως) < I.E. *or-n- «αετός, µεγάλο πουλί», πβ. χετ.^Γ-aa, γότθ. ara, αρχ. γερµ. aro | aru, αρχ. αγγλ. earn, αρχ. σλαβ. orilu κ.ά. Οµόρρ. αρχ. oρv-εον.[8] [ii]
Το είδος περιγράφηκε από τον Ρώσο βοτανικό Κ. Χάμπλιτσλ (Carl Ludwig von Hablitzl, 1752–1821) ως Vultur fulvus (Ιράν, 1783). Η μεταφορά του στο γένος Gyps, έγινε το 1809 από τον Γάλλο ζωολόγο Μ. Σαβινί (Marie Jules César Lelorgne de Savigny 1777 – 1851).[9]
Το όρνιο ανήκει στους γύπες του λεγόμενου Παλαιού Κόσμου για να υπάρχει διαχωρισμός από τους αντίστοιχους του Νέου Κόσμου. που ανήκουν στην οικογένεια Καθαρτίδες (Cathartidae). Όμως, τα γένη αυτών των δύο ομάδων είναι φυλογενετικά απομακρυσμένα μεταξύ τους και, αυτός ο διαχωρισμός είναι περισσότερο συμβατικός παρά ουσιαστικός. Τα μέλη των δύο κατηγοριών υπήρξαν διαδεδομένα τόσο στον Παλαιό Κόσμο όσο και στη Βόρεια Αμερική, κατά τη διάρκεια του Νεογενούς. Οι γύπες του Παλαιού Κόσμου αποτελούν, πιθανώς, πολυφυλετική ομάδα μέσα στην οικογένεια Accipitridae, με τον ασπροπάρη, γυπαετό και γυποϊέρακα να αποτελούν ξεχωριστά taxa.[10]
Παλαιότερα, οι ερευνητές θεωρούσαν ότι σχημάτιζε «ομάδα» (group) με τα είδη G. himalayensis, G. indicus (μαζί με το G. tenuirostris), G. coprotheres και G. rueppelli. Πρόσφατα γενετικά στοιχεία δείχνουν ότι, αποτελεί έναν (1) κλάδο με το G. rueppelli και ότι, αυτά τα δύο taxa είναι «αδελφικά» με άλλον κλάδο που περιλαμβάνει τα G. indicus, G. tenuirostris και G. coprotheres, θέση που υποστηρίζεται ανεξάρτητα, από μελέτη βασισμένη σε ευρύτερα μοριακά δείγματα από επιπρόσθετες τοποθεσίες.[9]
Το όρνιο είναι ένας από τους «εκπροσώπους» των γυπών του Παλαιού Κόσμου, με κατακερματισμένη περιοχή κατανομής, η οποία καλύπτει μεγάλα τμήματα της ΝΔ. Παλαιαρκτικής (οικοζώνες: Παλαιαρκτική, Αφροτροπική (οριακά) και Ινδομαλαϊκή). Το φάσμα κατανομής αρχίζει από τη Μεσόγειο (Ισπανία και τη Β. Αφρική στα δυτικά, συνεχίζει μέσω των Βαλκανίων προς τη Μέση Ανατολή, παρακάμπτει τις υψηλές οροσειρές της Κ. Ασίας, για να καταλήξει στην Ινδία, το Νεπάλ και τη ΝΔ. Μογγολία προς ανατολάς, ενώ αγγίζει τα όρια του Καζακστάν στα βορειοανατολικά).[11]
Αρ. | Υποείδος | Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης) | Περιοχές μετακίνησης ή/και διαχείμασης | Σημειώσεις |
---|---|---|---|---|
1 | Gyps fulvus fulvescens | Αφγανιστάν, A Πακιστάν ΒΔ Ινδία | Ασσάμ και Ντέκκαν | Πιο ανοικτόχρωμο και κιτρινομπέζ από το 2, πιο κανελί η άνω περιοχή του στήθους |
2 | Gyps fulvus fulvus | ΒΔ Αφρική, Ιβηρική χερσόνησος και Ν Γαλλία, ανατολικά προς λεκάνη Μεσογείου, Βαλκάνια, Τουρκία, Κριμαία, Μέση Ανατολή, Αραβία, Ιράν, Παμίρ, Ν και Α Καζακστάν | Επιδημητικοί και διαχειμάζοντες πληθυσμοί | Είναι το ευρωπαϊκό και κύριο (nominate) υποείδος (βλ. Μορφολογία) |
(σημ. με έντονα γράμματα το υποείδος που απαντά στον ελλαδικό χώρο)
Η αποδημητική συμπεριφορά του όρνιου είναι αρκετά περίπλοκη και σε πολλούς τομείς παραμένει αδιερεύνητη. Γενικά, τα ενήλικα άτομα είναι ως επί το πλείστον μόνιμα (επιδημητικά) στις περιοχές αναπαραγωγής τους, ενώ αντίθετα, τα ανώριμα πουλιά μεταναστεύουν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό ανάλογα με τούς πληθυσμούς. Αρκετές χιλιάδες, κυρίως νέα και ανώριμα, άτομα μεταναστεύουν το φθινόπωρο (Σεπτέμβριος-Οκτώβριος) μέσω Γιβραλτάρ και Βοσπόρου προς την Αφρική, περνώντας το χειμώνα στη Σενεγάλη, το Μάλι και τον Νίγηρα, και στα ανατολικά στο Σουδάν και την Αιθιοπία. Τα νεαρά πουλιά περνούν τα πρώτα καλοκαίρια τους, σε περιοχές μακριά από τον τόπο γέννησής τους στους οποίους επιστρέφουν, πιθανότατα, μόνο μετά την εφηβεία τους.
Ο μεγαλύτερος ευρωπαϊκός πληθυσμός όρνεων βρίσκεται στην Ισπανία, ως επί το πλείστον επιδημητικός. Τα ανήλικα άτομα μπορούν να περιπλανηθούν προς το νότο το φθινόπωρο, έως και 600 χιλιόμετρα από τις τοποθεσίες όπου γεννήθηκαν, μέχρι το Μαρόκο, αν και έχουν αναφερθεί περιπτώσεις μέχρι τη Μαυριτανία.[13] Τα πουλιά που διασχίζουν τον Βόσπορο αυξάνονται σε αριθμούς από ορισμένους τοπικούς πληθυσμούς, κατά τη διάρκεια του μεταναστευτικού περάσματος σε όλη την Τουρκία, δεδομένου ότι οι πληθυσμοί της Τουρκίας είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου αποδημητικοί. Το πέρασμα σε στενό μέτωπο πάνω από τα βόρεια του Κόλπου του Σουέζ (διέλευση του νερού 12-13 χλμ), με κατεύθυνση νότια-δυτικά, γίνεται τον Οκτώβριο, και βόρεια-ανατολικά τον Φεβρουάριο-Μάρτιο.[14]
Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από το Βέλγιο, τη Δανία και τη Φινλανδία, τη Λιβύη, την Κένυα και το Μπανγκλαντές.[4]
Το όρνιο ζει και αναπαράγεται σε περιοχές με κάθετες ή απότομες πλαγιές, φαράγγια και παρόμοια οικοσυστήματα με βράχια που προεξέχουν. Η αναζήτηση τροφής, όμως, γίνεται σε ευρύ φάσμα ανοικτών και κυρίως ξηρών περιοχών, που περιλαμβάνουν στέπες, ερήμους, πλαγιές και οροπέδια, καθώς και ανοικτές γεωργικές εκτάσεις. Το είδος εμφανίζεται σε υψόμετρα από 0 έως 3000 μέτρα, αλλά έχει επίσης παρατηρηθεί σε υψόμετρο μέχρι 3500 μέτρα. Στην ευρύτερη περιοχή του Νεπάλ, το όρνιο απαντά κάτω από τα 915 μ., ωστόσο έχει παρατηρηθεί μέχρι τα 3.050 μ.[20]
Το όρνιο ανήκει στα μεγάλα πτηνά του Παλαιού Κόσμου, υπολειπόμενος -για την Ευρώπη- μόνον του γυπαετού (σε μήκος σώματος) και του μαυρόγυπα (σε συνολικό όγκο).
Τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά του είναι: πολύ μεγάλο μέγεθος και δύο χρωματικοί «τόνοι», του απαλού καφέ και του μαυριδερού, σε όλα τα πτερώματα (νεαρών και ενηλίκων). Στιβαρό, μεγάλο ράμφος -ωστόσο μικρότερο του υπολοίπου κεφαλιού, σχετικά μικρή ουρά και κοντοί ταρσοί. Η πάνω επιφάνεια του σώματος είναι απαλή καφετί στο χρώμα της άμμου προς κρεμ, ενώ η κάτω πλησιάζει το απαλό μπεζ χρώμα.[21] Το κεφάλι και ο μακρύς λαιμός καλύπτονται με γκριζόλευκα πούπουλα, κρέμ στην κορυφή του κεφαλιού και στο κάτω μέρος του λαιμού. Η αφράτη, πυκνή χαίτη (τραχηλιά) είναι λευκή -μόνον όταν είναι καθαρή [25] -, αλλά σπάνια ξεχωρίζει από μακριά.[26] Οι άκρες των πτερύγων καλύπτουν εντελώς την ουρά.
Στο είδος δεν παρουσιάζεται ιδιαίτερος φυλετικός διμορφισμός, όπως αποδεικνύεται από δείγματα νεκρών ατόμων.[27] Ωστόσο, υπάρχει μικρή διαφορά στο μέγεθος (5%) και το βάρος (7%), υπέρ των θηλυκών.[21]
Τα πρωτεύοντα ερετικά φτερά είναι σκούρα καφέ, σχεδόν μαύρα και κάνουν έντονη αντίθεση με την υπόλοιπη κοιλιά στην παρατήρηση κατά την πτήση, που εμφανίζεται σαν μία φωτεινή ζώνη (σκουρότερη στον μαυρόγυπα). Επίσης, σημαντική αντίθεση κάνουν τα πηδαλιώδη φτερά της ουράς, που είναι σκούρα γκρι, σχεδόν μαύρα και αυτά. Οι άκρες των δευτερευόντων ερετικών δεν είναι τόσο μυτερές και δεν δίνουν «πριονωτή» όψη στο πίσω μέρος των πτερύγων.[28] Το γαμψό, ισχυρό ράμφος έχει κιτρινωπό-πρασινοκίτρινο χρώμα και ανοικτό γκρίζο στη βάση του. Η ίριδα είναι ανοικτόχρωμη κίτρινη προς χρυσοκίτρινη, ενώ με το πέρασμα της ηλικίας γίνεται ολοένα και πιο καφετί.[21] Το κήρωμα, το άπτερο μέρος των ταρσών και τα πόδια είναι γκρίζα-μολυβί,[23] αν και υπάρχουν διάφορες αποχρώσεις από πράσινο-γκρίζο έως καφέ-γκρίζο, ακόμη και κυανό-γκρίζο.[29]
Τα νεαρά άτομα έχουν, γενικά, παρόμοιο πτέρωμα με των ενηλίκων, αλλά φαίνονται πιο σκοτεινόχρωμα, πιο κιτρινοκαφέ στο πάνω μέρος του σώματος, με λιγότερη αντίθεση μεταξύ των καλυπτηρίων των πτερύγων και των μαύρων ερετικών φτερών. Επίσης, τα μεγάλα στέγαστρα είναι μακρύτερα, μυτερά και όλα σκουρόχρωμα εκτός από τις πιο ανοικτόχρωμες άκρες. Η τραχηλιά είναι κρεμ-κίτρινη. Πάντως, το πτέρωμα των ενηλίκων αποκτάται μετά τα 6 χρόνια και τα ενδιάμεσα στάδια αλλαγής πτερώματος είναι μεγάλα σε διάρκεια και αναστέλλονται κατά την αναπαραγωγική περίοδο.[21]
Τα όρνια τρέφονται αποκλειστικά με θνησιμαία (ψοφίμια) -νωπά ή σε αποσύνθεση- παρατηρώντας απευθείας το έδαφος, αλλά και έμμεσα με την παρατήρηση άλλων σαρκοφάγων και, ειδικά με την παρατήρηση άλλων αρπακτικών πτηνών που τρέφονται με σφάγια (scavengers). Ενδιαφέρονται κυρίως για τα εσωτερικά όργανα και το περιεχόμενο του στομάχου, καθώς και τη σάρκα των μεσαίων και μεγάλων νεκρών ζώων. Τουλάχιστον στην Ευρώπη, οι γύπες τρέφονται σχεδόν αποκλειστικά με νεκρά κατοικίδια ζώα όπως, πρόβατα, κατσίκια, βοοειδή, άλογα και καμήλες. Σπανιότερα, στρέφονται σε μικρότερα σφάγια όπως, σκυλιά, κουνέλια, αλεπούδες και παρόμοια ζώα. Επίσης, έχουν καταγραφεί κητοειδή, πάπιες και ψάρια, αλλά πολύ σπάνια.
Το όρνιο επισκοπεί την περιοχή που τρέφεται γυροπετώντας σε ενιαίους, διαρκείς κύκλους πάνω από το ανοιχτό τοπίο (soaring). Τα πουλιά πετούν ομαδικά μακριά από την αποικία, νωρίς το πρωί,[23] έως και 60 χιλιόμετρα από εκεί που κουρνιάζουν. Συνηθίζει να κάθεται σε σημείο επόπτευσης χώρου (perching post), συνήθως στο γείσο ενός βράχου ή, σπανιότερα, σε κάποιο δένδρο. Όταν έχει τραφεί, μετακινείται στο έδαφος, κοντά σε έναν βράχο ή κάποιο ύψωμα. Σε θέση κουρνιάσματος, τοποθετεί το κεφάλι γερμένο μεταξύ των ώμων.[13]
Τα όρνια μπορεί να είναι είτε μοναχικά είτε αγελαία στη συμπεριφορά τους. Έτσι, αναζητούν την τροφή μόνα τους, αλλά όταν βρεθεί κάποιο σφάγιο, αμέσως σχηματίζονται μικρά ή μεγάλα σμήνη (συνήθως 20-40 άτομα). Το ίδιο συμβαίνει και κατά τη διάρκεια της μετανάστευσης, η οποία γίνεται μεν μοναχικά, αλλά συναθροίσεις αρκετών ατόμων (συνήθως 5-15) παρατηρούνται συχνά πάνω από τα θαλάσσια περάσματα ή όταν δημιουργούνται θερμά ανοδικά ρεύματα. Τέλος, το κούρνιασμα γίνεται σε ομάδες των 15-20 ατόμων, που συνωστίζονται στο γείσο ενός μεγάλου βράχου ή, σπανιότερα, σε γειτονικά δένδρα.[37]
Το όρνιο δείχνει το μεγάλο του μέγεθος κατά την πτήση, εμφανιζόμενο μεγαλύτερο από τους περισσότερους αετούς, με το κεφάλι να προέχει ελαφρά. Οι πτέρυγες δείχνουν μακριές και αρκετά ευρείες, περίπου 2,5 φορές το μήκος του σώματος, με «εξογκωμένα» τα δευτερεύοντα ερετικά φτερά και 7 λεπτότερα «δάκτυλα» (άκρες των ανοιγμένων πρωτευόντων ερετικών) να διακρίνονται. Η ουρά εμφανίζεται κοντή και τετραγωνισμένη αλλά, με το πέρασμα των ετών, δείχνει πιο σφηνοειδής ή ελαφρώς στρογγυλεμένη, λόγω φθοράς.
Η πτήση είναι άνετη, που έχει χαρακτηριστεί ότι συμβαίνει σε «αργή κίνηση» (slow motion) (sic), όπως και στον μαυρόγυπα.[28] Όμως, το ενεργητικό πέταγμα του όρνιου δείχνει «βαρύ» και «κοπιαστικό», με λίγα, αργά και «βαθιά» φτεροκοπήματα, που ακολουθούνται από σύντομη αερολίσθηση (glide). Η αερολίσθηση γίνεται με τις πτέρυγες τεντωμένες ή ελαφρά καμπυλωμένες και τα «δάκτυλα», ελαφρά γερμένα προς τα κάτω. Αντίθετα, το γυροπέταγμα (soaring) πραγματοποιείται εντελώς αβίαστα, με τις πτέρυγες ελαφρά ανορθωμένες σε σχήμα «ρηχού» V .[29]
Το όρνιο παραμένει συνήθως σιωπηλό όταν πετάει, εκτός όταν βρίσκεται κοντά στην φωλιά του. Ωστόσο, γίνεται πολύ πιο «φωνητικό» στα σημεία σίτισης ή κουρνιάσματος και, σε κάθε περίπτωση, περισσότερο από άλλα πτωματοφάγα αρπακτικά πτηνά. Ιδιαίτερα κατά τη διεκδίκηση της προτεραιότητας πάνω από το σφάγιο ακούγονται δυνατοί συριστικοί ήχοι, σφυρίγματα και λαρυγγισμοί, με σκοπό τον εκφοβισμό του «αντιπάλου». Ανάλογοι ήχοι, μικρότερης όμως έντασης, ακούγονται στις θέσεις κουρνιάσματος και φωλιάσματος.[37]
Τα όρνια είναι αγελαία κατά την αναπαραγωγική περίοδο και, συνήθως, φωλιάζουν κατά αποικίες που μπορεί να περιλαμβάνουν αρκετά έως πολλά ζευγάρια αναπαραγωγής (συνήθως μέχρι 20, αλλά έχουν καταγραφεί έως και 150 φωλιές). Επίσης, υπερασπίζονται την -κοντινή στον ζωτικό τους χώρο, φωλιά. Τα τελετουργικά ερωτοτροπίας περιλαμβάνουν σύντομες «καταδιώξεις» και πτήσεις, όπου ο ένας σύντροφος αντιγράφει κάθε κίνηση του άλλου. Περιστασιακά, το αρσενικό παίρνει κάποια υλικά επίστρωσης της φωλιάς στο ράμφος του, και στη συνέχεια ακολουθεί το θηλυκό για λίγα λεπτά στον αέρα.
Η περίοδος ωοτοκίας ποικίλλει ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και μπορεί να αρχίζει από τα τέλη Δεκεμβρίου στη Μέση Ανατολή, ενώ στη Β. Αφρική και την Ινδία από τον Ιανουάριο και μετά. Στη Ν. Ευρώπη διαρκεί από τον Φεβρουάριο μέχρι τον Σεπτέμβριο,[37] και πραγματοποιείται άπαξ.[38] Το όρνιο φωλιάζει σε βράχους, κάτω από στέγες βράχων ή, σπανιότερα, σε σχισμές ή σπηλιές μιας ορθοπλαγιάς. Το βασικό υλικό δόμησης είναι ξύλα και ξερά κλαδιά και η επένδυση αποτελείται από πράσινα κλαδιά ή χόρτα. Οι διαστάσεις της φωλιάς δεν είναι τόσο μεγάλες όσο πολλών αετών, φθάνοντας τα 60-100 εκατοστά σε πλάτος και τα 20-30 εκ. σε βάθος. Ωστόσο, επειδή επαναχρησιμοποιείται κάθε χρόνο, αυτές οι διαστάσεις μεγαλώνουν συνεχώς. Κάποιες φορές χρησιμοποιείται μια εγκαταλελειμμένη φωλιά χρυσαετού, ή γυπαετού.[37]
Η γέννα αποτελείται από ένα (1) μόνον ελαφρώς υποελλειπτικό αβγό, διαστάσεων 92,4 Χ 69,7 χιλιοστών [38] που το επωάζουν και οι δύο γονείς [38] ή μόνο το θηλυκό,[23] για (47-) 48 έως 54 (-57) ημέρες, περίπου.
Ο νεοσσός είναι ισχυρά φωλεόφιλος και τρέφεται, αρχικά, με αναμασημένη και εξεμεσμένη τροφή που φέρνει κυρίως το αρσενικό, ενώ πάντοτε υπάρχει στη φωλιά ο ένας γονέας. Η φωλιά μετά από λίγες ημέρες γίνεται εξαιρετικά βρώμικη.[38] Το αρχικό, υποτυπώδες πτέρωμα αποκτάται μετά από 1 με 2 μήνες και η πτέρωση (fleding) στις (100-) 115 έως 120 -132) ημέρες.[30][37] Ωστόσο, ο νεοσσός παραμένει κοντά στη φωλιά και εξακολουθεί να τρέφεται από τους γονείς για 3-4 μήνες ακόμη.
Οι ευρωπαϊκοί πληθυσμοί παραμένουν γενικά σταθεροί, με τους μεγαλύτερους να βρίσκονται στην Ισπανία, ενώ ακολουθούν η Γαλλία, η Πορτογαλία και η Ελλάδα.[41] Για τους ασιατικούς πληθυσμούς δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία. Η κατάσταση στην Ευρώπη ήταν πολύ καλύτερη κατά τους ιστορικούς χρόνους, με την περιοχή εξάπλωσης να επεκτείνεται πολύ περισσότερο προς τα βόρεια. Στη Γερμανία, το όρνιο ήταν κοινό κατά τον Μεσαίωνα,[42] ενώ στις αρχές του 20ού αιώνα αναπαραγόταν σε σημαντικούς αριθμούς στη Βοϊβοντίνα, στη Μολδαβία, στη Δ. Ουκρανία και τη ΝΑ. Πολωνία, στη Ρουμανία και τη Βουλγαρία.[27] Σήμερα, εκτός από τη Βουλγαρία (29 ζεύγη το 2002), το είδος εξαφανίστηκε από παντού.
Η κύρια αιτία ήταν η συρρίκνωση των ενδιαιτημάτων του, μαζί με τη βελτίωση της υγιεινής των βοσκοτόπων (επομένως μικρότεροι αριθμοί θνησιμαίων) και την επιδείνωση του κλίματος. Από το τέλος του 19ου αιώνα η βασική μείωση του πληθυσμού, τουλάχιστον στη ΝΑ. Ευρώπη οφειλόταν κυρίως στην αποδεκάτιση των λύκων με δηλητηριασμένα δολώματα (στρυχνίνη), πού πέρναγε στα σφάγια και στα όρνια. Ακόμη και σήμερα, τα δηλητηριασμένα δολώματα και τα φυτοφάρμακα αποτελούν τη μεγαλύτερη απειλή στη Ν.και ΝΑ. Ευρώπη.
Οι προσπάθειες των τελευταίων δεκαετιών έχουν αποδώσει, με αποτέλεσμα να ανακάμψουν οι ευρωπαϊκοί πληθυσμοί που, σε συνδυασμό με τους υγιείς ασιατικούς πληθυσμούς, διατηρούν το είδος σε ικανοποιητικά επίπεδα έτσι, ώστε να αξιολογείται ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC) από την IUCN.[43]
Στην Ελλάδα του 19ου και των αρχών του 20ού, το όρνιο ήταν τόσο κοινό είδος, που το κατέγραφαν οι περισσότεροι ερευνητές και περιηγητές της εποχής. Στις επόμενες δεκαετίες, όμως, ιδιαίτερα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι πληθυσμοί του αποδεκατίστηκαν από μεγάλο μέρος στα ηπειρωτικά και από όλα σχεδόν τα νησιά.[22] Κατά τη δεκαετία του ’90, εγκαταλείφθηκε το 70% των ηπειρωτικών αποικιών, λόγω της ανεξέλεγκτης ή παράνομης χρήσης δηλητηριασμένων δολωμάτων για τον έλεγχο των σαρκοφάγων θηλαστικών.
Μετά την απαγόρευση της χρήσης στρυχνίνης το 1981, η κατάσταση βελτιώθηκε, αλλά παραμένει το πρόβλημα ανεύρεσης τροφής (νεκρά ζώα), όπως και η λαθροθηρία, που απειλεί τις μικρές ή διάσπαρτες αποικίες. Η σημερινή του κατανομή είναι πολύ διάσπαρτη και περιορισμένη. Λίγα ζευγάρια έχουν απομείνει πλέον στην Ήπειρο, την Αιτωλοακαρνανία, τη Θράκη και τη Νάξο, περιορισμένα σε διάσπαρτες αποικίες. Τον πιο υγιή πληθυσμό διαθέτει η Κρήτη, κατανεμημένο σε ολιγάριθμες αποικίες από τα (30-) 120 έως 600 (-1.100) μ., με νοτιοδυτικό προσανατολισμό που, ωστόσο, έχουν μειωθεί σε σχέση με το παρελθόν.[44][45][46]
Όλα αυτά έχουν οδηγήσει στον χαρακτηρισμό του είδους, ειδικά για τον ελλαδικό χώρο, ως Τρωτό (VU, D1)',[44][47] ωστόσο, οι πληθυσμοί της ηπειρωτικής ελλάδας και της Νάξου θεωρούνται Κρισίμως Κινδυνεύοντες CR [C1] .[47] Υπολογίζεται ότι περίπου 1000 άτομα του είδους ζουν στην Κρήτη και άλλα 60 στη Νάξο. Ο πληθυσμός στην Κρήτη αυξάνεται έως και κατά 10% ετησίως, με αποτέλεσμα πουλιά να έχουν μεταφερθεί στην Κύπρο και στην ηπειρωτική Ελλάδα.[48] Ο πληθυσμός ορνιών της Κρήτης είναι ο μεγαλύτερος νησιωτικός πληθυσμός στον κόσμο.[49]
Απαιτούνται ειδικά μέτρα διαχείρισης, όπως λεπτομερής πληθυσμιακή απογραφή των αποικιών, ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του κόσμου και των κυνηγών για την ανάγκη προστασίας του είδους, εγκατάσταση ταϊστρών κ.ο.κ.[44] Επίσης, αυστηρός έλεγχος στην παράνομη χρήση δηλητηριασμένων δολωμάτων, μείωση της λαθροθηρίας και μελέτη των επιπτώσεων της λειτουργίας των υφιστάμενων αιολικών πάρκων, με ταυτόχρονη επαναδιατύπωση των προδιαγραφών για τη χωροθέτηση των νεοσχεδιαζομένων.[50]
Το όρνιο είναι προστατευόμενο είδος, με όλες τις αποικίες να βρίσκονται εντός του δικτύου ΖΕΠ/Natura 2000. Ο πληθυσμός του, ωστόσο, παρακολουθείται συστηματικά μόνο στην Κρήτη, ενώ ορισμένες αποικίες σε Μακεδονία και Θράκη υποστηρίζονται συστηματικά με τεχνητή παροχή τροφής (ταΐστρες). Στην Κρήτη υπάρχουν δύο περιφραγμένες ταΐστρες, που συντηρούνται περιστασιακά από κτηνοτρόφους των γύρω περιοχών.[50]
Στον ελλαδικό χώρο, το Όρνιο απαντά και με τις ονομασίες Αλατζάς (Κως), Γούπϊας (Έλυμπος Καρπάθου), Γιούπας (Κύπρος), Γυμνοκέφαλο (Κεφαλλονιά), Ερυθρόγυπας, Ζαγανό ή Ζάγανος, Καναβός (Κρήτη), Κοκκινόγυπας, Κόκκινο Όρνιο, Σκανίτης (Κυκλάδες) και Σκάρα (Κρήτη).[51]
i. ^ Κάποιοι ερευνητές θεωρούν ότι το γένος Fulvus ανήκει στην ξεχωριστή υποοικογένεια Γυπίνες (Aegypiinae) που περιλαμβάνει τους γύπες του Παλαιού Κόσμου. Όμως, δεν υπάρχουν ακόμη επαρκή στοιχεία για την τεκμηρίωση αυτής της ταξινόμησης, γι’ αυτό ακολουθείται η κατά Howard & Moore και ITIS άποψη, που αποτελούν τις εγκυρότερες επιστημονικές πηγές.
ii. ^ Η λ. όρνις αναφερόταν αρχικά σε κάθε είδους πτηνό, ενώ η λ. όρνεον περιοριζόταν στα αρπακτικά και η λ. οιωνός σε εκείνα που χρησίµευαν ως δείκτες τού µέλλοντος, ως προµηνύµατα. Αργότερα, η λ. όρνις περιορίστηκε στα κατοικίδια πτηνά και, τελικά, δήλωσε αποκλειστικά την κότα.[8]
iii. ^ Για την ακριβή διευκρίνιση του όρου, βλ Ονοματολογία
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.