From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Β΄ Περσικός πόλεμος διεξήχθη τα έτη 480 και 479 π.Χ και αποτελεί την πιο σημαντική σύγκρουση Ελλήνων και Περσών κατά τη διάρκεια των Περσικών Πολέμων. Δέκα χρόνια πριν τη σύγκρουση, οι Πέρσες επιτέθηκαν στην Ελλάδα, ωστόσο οι Αθηναίοι τους σταμάτησαν στον Μαραθώνα. Ο Ξέρξης συγκέντρωσε πολύ μεγάλο στρατό και στόλο για να κατακτήσει ολόκληρη την Ελλάδα. Παρά τις αρχικές του επιτυχίες σε Θερμοπύλες και Αρτεμίσιο, οι Έλληνες κατάφεραν να σταματήσουν την κάθοδο των Περσών στην Πελοπόννησο χάρη στη νίκη που πέτυχαν στη Σαλαμίνα. Το επόμενο έτος, το ελληνικό πεζικό διέλυσε τους Πέρσες στη μάχη των Πλαταιών και ο ελληνικός στόλος νίκησε τους Πέρσες στη Μυκάλη. Μετά τις νίκες τους, οι Έλληνες αντεπιτέθηκαν και οι ελληνοπερσικές συγκρούσεις συνεχίστηκαν μέχρι το 449 π.Χ.
Κύρια πηγή για τους Περσικούς πολέμους αποτελεί ο Έλληνας ιστορικός Ηρόδοτος. Ο Ηρόδοτος, γνωστός ως «Πατέρας της Ιστορίας»,[1] γεννήθηκε το 484 π.Χ. στην Αλικαρνασσό της Μικράς Ασίας, η οποία εκείνη την περίοδο βρισκόταν υπό περσική κατοχή. Έγραψε το έργο «Ιστορίαι» γύρω στα 440-430 π.Χ, προσπαθώντας να ανακαλύψει τις πραγματικές αιτίες των Περσικών πολέμων,[2] οι οποίοι ολοκληρώθηκαν το 450 π.Χ.[3] Η μέθοδος του Ηροδότου αποτελούσε καινοτομία και σύμφωνα με μερικούς ιστορικούς, ο Ηρόδοτος έχει εφεύρει την ιστορία που ξέρουμε.[3] Κατά τον Παπαρρηγόπουλο: «Ο Ηρόδοτος είναι ο δημιουργός της αληθούς ιστορικής τέχνης...πρώτος ενόησεν ότι η ιστορία δεν είναι απλούς πραγμάτων κατάλογος, αλλά και η τεχνική των πραγμάτων τούτων συναρμολόγηση και η εξήγησις του χαρακτήρος αυτών».[4] Κατά τον Τομ Χόλλαντ: «Για πρώτη φορά, ένας ιστορικός αποφάσισε να αποκαλύψει τα αίτια ενός πολέμου, ο οποίος έληξε πρόσφατα, χωρίς να καταγράφει μύθους, αλλά αιτίες, τις οποίες θα μπορούσαμε να ελέγξουμε προσωπικά».[3]
Ο Θουκυδίδης είχε αμφισβητήσει το έργο του Ηροδότου, καθώς η προσωπική άποψη του τελευταίου εμφανιζόταν συχνά στο έργο του.[5][6] Παρόλα αυτά, ο Θουκυδίδης αποφάσισε να ξεκινήσει το έργο του εκεί όπου ο Ηρόδοτος σταμάτησε (στην πολιορκία της Σηστού) αλλά σταμάτησε την προσπάθεια, επειδή πίστευε ότι το έργο του Ηροδότου δεν χρειαζόταν εκ νέου εγγραφή ή διορθώσεις, γιατί ήταν ακριβές.[6] Η αξιοπιστία του Ηροδότου έχει αμφισβητηθεί και από άλλους ιστορικούς. Ο Παυσανίας, στα Φωκικά, αναφέρεται στην περιγραφή του Ηροδότου για τη μάχη των Θερμοπυλών, όπου ο δεύτερος καταγράφει ότι οι Θηβαίοι παραδόθηκαν, όπως και 80 Μυκηναίοι.[7] Ο Πλούταρχος, στο έργο Περί της Ηροδότου κακοήθειας (αν όντως το έγραψε αυτός), κατηγορεί τον Ηρόδοτο επειδή ο τελευταίος ζήτησε χρήματα από τους Θηβαίους, και επειδή δεν τα έλαβε, έγραψε ότι οι Θηβαίοι δείλιασαν και παραδόθηκαν.[8] Οπωσδήποτε οι κατηγορίες που εκτοξεύει το σύγγραμμα αυτό κατά του Ηροδότου κάθε άλλο παρά σοβαρές είναι.[9] Την περίοδο της Αναγέννησης, παρά το γεγονός ότι οι άνθρωποι συνέχιζαν να διαβάζουν το έργο του Ηροδότου, ο ιστορικός είχε κακή φήμη.[10] Παρ' όλ' αυτά, τα αρχαιολογικά ευρήματα επιβεβαίωσαν τα γραφόμενα του Ηροδότου και αποκατέστησαν τη φήμη και την αξιοπιστία του, ειδικά ως προς τα γεγονότα που εξέτασε αυτοπροσώπως.[11][12] Οι σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν το έργο του αξιόπιστο, αλλά έχουν αμφιβολίες για τους αριθμούς των νεκρών και τις ημερομηνίες των μαχών.[12][13]
Ο ιστορικός Διόδωρος Σικελιώτης έγραψε τον 1ο αιώνα π.Χ. τη Βιβλιοθήκη Ιστορική. Θεωρείται ότι ο Ηρόδοτος και ο Έφορος ο Κυμαίος αποτελούν τις πηγές του Διόδωρου.[14] Η σύγκρουση περιγράφεται με λιγότερες λεπτομέρειες από σειρά αρχαίων ιστορικών, όπως ο Πλούταρχος και ο Κτησίας, ενώ αποτελεί το θέμα της τραγωδίας Πέρσαι του Αισχύλου. Αρχαιολογικά ευρήματα, όπως η δελφική Στήλη των Όφεων, υποστηρίζουν τα αναφερόμενα από τον Ηρόδοτο.[15]
Η Αθήνα και η Ερέτρια υποστήριξαν τους Ίωνες στον αγώνα τους κατά των Περσών (499-494 π.Χ), οι οποίοι κατέπνιξαν κάθε εξέγερση εναντίον τους.[16][17] Σύμφωνα με τους ιστορικούς, ο Δαρείος ήταν σφετεριστής και πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στους πολέμους εναντίον των εξεγερμένων υποτελών του.[16] Η εξέγερση αυτή απείλησε τη σταθερότητα της αυτοκρατορίας του Δαρείου, για αυτό και ορκίστηκε να εκδικηθεί όσες πόλεις συμμετείχαν[18][19] — έβλεπε επίσης την ευκαιρία να επεκταθεί στη Δύση.[19] Το 492 π.Χ, οι Πέρσες, με αρχηγό τον Μαρδόνιο, ανακατέλαβαν τη Θράκη και ανάγκασαν τους Μακεδόνες να συμμαχήσουν μαζί τους.[20]
Το 491 π.Χ, ο Δαρείος απαίτησε την παράδοση όλων των ελληνικών πόλεων.[21][22] Πολλές από αυτές παραδόθηκαν — ο Ηρόδοτος αναφέρεται στην παράδοση των Αιγινητέων, που μετέπειτα κατηγορήθηκαν από τους Σπαρτιάτες για προδοσία.[23] Οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες ήταν οι μόνοι που αρνήθηκαν να παραδοθούν στους Πέρσες.[22] Τότε, το 490 π.Χ, ο Δαρείος ξεκίνησε νέα εκστρατεία, με αρχηγούς τον Δάτη και τον Αρταφέρνη, οι οποίοι κατάφεραν να καταλάβουν τη Νάξο, τις Κυκλάδες και την Ερέτρια.[24] Αλλά η επέκταση τους σταμάτησε και αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην Ασία χάρη στη νίκη των Αθηναίων και των Πλαταιέων στον Μαραθώνα.[25]
Ο Δαρείος άρχισε να συγκεντρώνει μεγάλο στρατό για να επιτεθεί ξανά στην Ελλάδα, αλλά τα σχέδια του αναβλήθηκαν λόγω της εξέγερσης στην Αίγυπτο, όπου και πέθανε. Στον θρόνο ανέβηκε ο Ξέρξης Α΄.[17][26][27] Ο Ξέρξης ανακατέλαβε την Αίγυπτο[28] και άρχισε ξανά τις προετοιμασίες για εισβολή στην Ελλάδα.[29]
Καθώς θα αποτελούσε μεγάλης κλίμακας εισβολή, ο Ξέρξης χρειαζόταν πολύ χρόνο για συγκεντρώσει στρατό και υλικά αγαθά.[29] Ο Ξέρξης αποφάσισε ότι ο Ελλήσποντος πρέπει να γεφυρωθεί για να επιτρέψει στον στρατό του να διασχίσει την Ευρώπη, και ότι ένα κανάλι πρέπει να περνά δια μέσου του ισθμού του Όρους Άθως.[30] Η εκπλήρωση αυτών των στόχων ήταν πάρα πολύ δύσκολη, όπως είναι και για τα σύγχρονα κράτη.[30] Η εκστρατεία καθυστέρησε λόγω εξεγέρσεων στην Αίγυπτο και στην Βαβυλώνα.[28] Ο Ξέρξης άρχισε να μεταφέρει τον στρατό του στην Ευρώπη κατά το 481 π.Χ. Ο στρατός του, κατά τον Ηρόδοτο, αποτελείτο από 46 φυλές ή έθνη της Περσικής Αυτοκρατορίας.[31] Τα στρατεύματα από τις ανατολικές σατραπείες συναθροίστηκαν στα Κρίταλα και πέρασαν τον χειμώνα στις Σάρδεις,[32] ενώ την άνοιξη ενώθηκαν με τα σώματα των δυτικών σατραπειών στην Άβυδο.[33] Ο περσικός στρατός διέσχισε τον Ελλήσποντο σε δύο σχεδίες γέφυρες.[34]
Το μέγεθος του περσικού στρατού έγινε θέμα μεγάλων διαφωνιών μεταξύ των ιστορικών. Κατά τον Ηρόδοτο, οι Πέρσες είχαν 2,5 εκατομμύρια άνδρες πεζικό, συμπεριλαμβανομένου βοηθητικών σωμάτων.[35] Ο Σιμωνίδης ο Κείος αναφέρει την παρουσία 4 εκατομμυρίων στρατιωτών, ενώ ο Κτησίας δηλώνει ότι οι Πέρσες είχαν 800.000 άνδρες.[36] Κατά τους σύγχρονους ιστορικούς, ο Ηρόδοτος και οι άλλοι αρχαίοι ιστορικοί παραθέτουν απίστευτους και μη αληθείς αριθμούς, ενώ υπολογίζουν ότι οι Πέρσες είχαν 200 με 250 χιλιάδες άνδρες.[37][38] Παρακάτω αναφέρονται οι αριθμοί των στρατευμάτων που παραθέτει ο Ηρόδοτος:[39]
Σώματα | Αριθμός |
---|---|
1.207 τριήρεις μαζί με πληρώματα 200 ανδρών από 12 εθνικές ομάδες: Φοίνικες, Αιγύπτιοι,[40] Κύπριοι,[41] Κύλικες, Πάμφυλοι, Λύκιοι, Δωριείς, Κάρες, Ίωνες, κάτοικοι του Αιγαίου, Αιολείς και Έλληνες του Πόντου | 241.400[42] |
30 στρατιώτες για κάθε τριήρη: άνδρες των Περσών, των Μήδων και των Σακέων | 36.210[42] |
3.000 πλοία (τριηκόντεροι, πεντηκόντεροι, κέρκουροι, ιππαγωγά)[43] | 240.000[42]b |
Σύνολο των συμπληρωμάτων των πλοίων | 517.610[42] |
Πεζικό από 47 εθνικές ομάδες (η τελευταία δεν αναφέρεται): Μήδοι, Κισσίοι, Υρκανίοι,[44] Ασσύριοι, Χαλδαίοι,[45] Βάκτριοι, Σάκες,[46] Ινδοί,[47] Αρίοι, Πάρθοι, Χοράσμιοι, Σογδοι, Γανδάριοι, Δαδίκες,[48] Κάσπιοι, Σαράγγες, Πάκτυες,[49] Ούτιοι, Μύκοι, Παρικάνιοι,[50] Άραβες, Αιθίοπες (Αφρική),[51] Αιθίοπες (Ασία),[52] Λίβυοι,[53] Παφλαγόνες, Λίγυες, Ματιηνοί, Μαριανδυνοί, Καππαδόκες,[54] Φρύγες, Αρμένιοι,[55] Λυδοί, Μυσοί,[56] Θρήικες,[57] Καβηλέες, Λασόνιοι,[58] Μόσχοι, Τιβαρηνοί, Μάκρωνες, Μοσσύνοικοι,[59] Μάρες, Κόλχοι, Αλαρόδιοι, Σάσπειρες[60] και κάτοικοι της Ερυθράς Θάλασσας.[61] | 1.700.000[62] |
Ιππικό: Πέρσες,[63] Σαγάρτιοι,[64] Μήδοι, Κίσσιοι, Ινδοί, Κάσπιοι και Παρικάνιοι[65] | 80.000[66] |
Σώματα καμήλων των Αράβων και Λίβυοι ηνίοχοι | 20.000[42] |
Συνολικές ασιατικές δυνάμεις ξηράς και θάλασσας (Ασιάτες, Άραβες και βορειοαφρικανοί) | 2.317.610[67] |
120 τριήρεις με πληρώματα 200 ατόμων από τη Θράκη (Ελλάδα) και τα γειτονικά νησιά | 24.000[68] |
Βαλκανικό πεζικό από 13 εθνικές ομάδες: Ευρωπαίοι Θρήικες, Παίονες, Εορδοί, Βοττιαίοι, κάτοικοι της Χαλκιδικής, Βρύγοι, Πίερες, Μακεδόνες, Περραιβοί, Ενιήνες, Δόλοπες, Μαγνήτες, Αχαιοί | 300.000[68] |
Σύνολο | 2.641.610 |
Ο Τζώρτζ Κρότ δήλωσε ότι είναι αδύνατο να παραδεχθούμε τους αριθμούς του Ηροδότου, χωρίς να αναφέρει ότι ο Ηρόδοτος δεν θεωρείται ως αξιόπιστη πηγή.[69] Ο Σερ Φρέντερικ Μάουρις πιστεύει ότι η παροχή νερού σε 200.000 άνδρες και 70.000 ζώα ήταν σχετικά αδύνατη, γι' αυτό και ο αριθμός των περσικών δυνάμεων πρέπει να ήταν μικρότερος. Αναφέρει επίσης ότι ο Ηρόδοτος πιθανώς σύγχυσε τους περσικούς όρους για τη χιλιαρχία (1000) και μυριαρχία (10.000).[70] Άλλοι ιστορικοί δηλώνουν ότι οι Πέρσες είχαν 100.000 άνδρες πεζικό/ιππικό.[71][72][73][74][75][76][77][78] Άλλοι αναφέρουν ότι οι Πέρσες διέθεταν 250 με 700 χιλιάδες άνδρες.[79][80]
Παρακάτω αναγράφονται οι αριθμοί των πλοίων του περσικού στόλου:
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο περσικός στόλος είχε 1.207 τριήρεις.[81] Ωστόσο, από αυτά τα πλοία το ένα τρίτο χάθηκε στην Μαγνησία λόγω καταιγίδας,[82] περισσότερα από 200 χάθηκαν στην Εύβοια,[83] ενώ τουλάχιστον 50 πλοία καταστράφηκαν κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας του Αρτεμισίου.[83][84] Ο Ηρόδοτος ισχυρίζεται ότι αυτές οι απώλειες αντικαταστάθηκαν στο σύνολο τους,[85] αλλά νωρίτερα αναφέρει ότι οι κάτοικοι της Θράκης (και των κοντινών περιοχών) πρόσφεραν στους Πέρσες 120 πλοία.[68] Ο Αισχύλος συμφωνεί με τον Ηρόδοτο, και αναφέρει ότι 207 πλοία ήταν γρήγορα.[86] Ο Διόδωρος Σικελιώτης[87] και ο Λυσίας[88] ισχυρίζονται ότι 1.200 πλοία του περσικού στόλου συναθροίστηκαν στον Δορίσκο, την άνοιξη του 480 π.Χ. Ο αριθμός των 1.207 (μόνο για την αρχή) δίνεται επίσης από τον Έφορο,[89] καθώς ο δάσκαλός του Ισοκράτης ισχυρίζεται, ότι συναθροίστηκαν 1.300 πλοία στη Δορίσκο και 1.200 στη Σαλαμίνα.[90][91] Ο Κτησίας δίνει άλλο αριθμό, χίλια πλοία,[36] καθώς ο Πλάτωνας αναφέρει ότι οι Πέρσες είχαν χίλια πλοία και περισσότερα.[92] Αυτοί οι αριθμοί έχουν γίνει αποδεκτοί από κάποιους ιστορικούς,[93][94][95] ενώ άλλοι τους απέρριψαν, παραπέμποντας στον αριθμό του ελληνικού στόλου στην Ιλιάδα.[95][96][97]
Στα μέσα της δεκαετίας του 480 π.Χ, οι Αθηναίοι ξεκίνησαν τις προετοιμασίες για πιθανό πόλεμο κατά των Περσών. Το 482 π.Χ, ο Θεμιστοκλής έπεισε τους Αθηναίους να δημιουργήσουν ένα στόλο από τριήρεις, λέγοντας τους ότι πρόκειται να επιτεθεί στην Αίγινα.[98][99] Ωστόσο, οι Αθηναίοι δεν κατείχαν τον απαραίτητο αριθμό στρατιωτών για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες, συνεπώς χρειάζονταν μια συμμαχία από ελληνικές πόλεις-κράτη. Το 481 π.Χ, ο Ξέρξης έστειλε πρεσβευτές σε όλες τις ελληνικές πόλεις-κράτη, με εξαίρεση την Αθήνα και τη Σπάρτη, ζητώντας γην και ύδωρ.[100]
Η Σπάρτη και Αθήνα έλαβαν την υποστήριξη μερικών ελληνικών πόλεων, και το ίδιο έτος, στην Κόρινθο, συγκλήθηκε συνέδριο,[101] όπου και δημιουργήθηκε η ελληνική συμμαχία. Το κάθε μέλος της συμμαχίας είχε την δυνατότητα να στέλνει αγγελιοφόρους στις υπόλοιπες πόλεις-μέλη, ζητώντας στρατό για αμυντικούς σκοπούς. Σύμφωνα με τους σύγχρονους ιστορικούς, αυτό αποτελεί αξιοσημείωτο, καθώς οι εμφύλιες συρράξεις μεταξύ των Ελλήνων, εκείνη την περίοδο, συνεχίζονταν.[102][103] Η Θήβα δεν έστειλε αντιπρόσωπο και θεωρήθηκε σύμμαχος των Περσών, αργότερα όμως οι Θηβαίοι βοήθησαν τους Σπαρτιάτες στις Θερμοπύλες. Στο μέρος των Περσών τάχθηκαν και οι κάτοικοι του Άργους, ωστόσο ήταν αδύναμοι, καθώς οι Σπαρτιάτες τους διέλυσαν στη μάχη της Σεπείας, λίγα χρόνια νωρίτερα.[104]
Ο περσικός στρατός, μετά από τρεις μήνες, πέρασε από τον Ελλήσποντο στη Θέρμη και σταμάτησε για λίγο στη Δορισκό για να αναδιοργανωθούν τα εθνικά σώματα σε τακτικά στρατεύματα. Λίγο αργότερα, οι Έλληνες έμαθαν ότι ο Ξέρξης διέσχισε τον Ελλήσποντο. [105] Το 480 π.Χ, συγκλήθηκε νέο συνέδριο. Μια αντιπροσωπεία από τη Θεσσαλία πρότεινε στους Έλληνες να σταματήσουν τον Ξέρξη στα Στενά των Τεμπών.[105][106] Ωστόσο, όταν αγγελιοφόροι του Αλεξάνδρου Α' της Μακεδονίας ενημέρωσαν τους Έλληνες ότι οι Πέρσες βαδίζουν ήδη εναντίον τους κυκλωτικά παρακάμπτοντας την κοιλάδα των Τεμπών μέσω του περάσματος του Σαρανταπόρου[107], και λόγω του μεγαλύτερου μεγέθους του περσικού στρατού, οι Έλληνες οπισθοχώρησαν.[108] Τότε, ο Θεμιστοκλής πρότεινε μια διαφορετική στρατηγική στους συμμάχους. Ο Ξέρξης θα αναγκαζόταν να περάσει από τις Θερμοπύλες για να φτάσει στη Νότια Ελλάδα. Για αυτό, ο Θεμιστοκλής πρότεινε στους Έλληνες να κλείσουν το στενό πέρασμα των Θερμοπυλών, όπου οι Πέρσες δεν θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν την αριθμητική υπεροχή τους. Παράλληλα, οι Αθηναίοι θα αντιμετώπιζαν τον περσικό στόλο στο Αρτεμίσιο. Αυτό το σχέδιο έγινε δεκτό από τους Έλληνες.[109] Ωστόσο, οι πόλεις της Πελοποννήσου, σε περίπτωση αποτυχίας του σχεδίου, σχεδίαζαν να υπερασπιστούν τον Ισθμό της Κορίνθου, ενώ οι γυναίκες και τα παιδιά των Αθηναίων θα έφευγαν μαζικά στην Τροιζήνα.[110]
Όταν οι Έλληνες έμαθαν ότι οι Πέρσες από τον Όλυμπο βάδιζαν στις Θερμοπύλες, οι Σπαρτιάτες γιόρταζαν τα Κάρνεια, ενώ παράλληλα διεξάγονταν οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Ωστόσο, οι Σπαρτιάτες έστειλαν 300 άνδρες με τον βασιλιά Λεωνίδα. Ο Λεωνίδας διέταξε τους Φωκαείς να ανεγείρουν ένα αμυντικό τείχος και περίμενε την άφιξη των Περσών.
Οι Πέρσες περίμεναν τέσσερις μέρες την υποχώρηση των Ελλήνων, ωστόσο, όταν κατάλαβαν ότι οι Έλληνες θα πολεμούσαν, αποφάσισαν να επιτεθούν.[111] Οι Έλληνες απωθούσαν τις περσικές επιθέσεις για δύο μέρες, αλλά ο Εφιάλτης έδειξε στους Πέρσες ένα μονοπάτι και τους οδήγησε πίσω από τους Έλληνες. Ο Λεωνίδας αποφάσισε να μείνει στο πεδίο της μάχης με τους 300 Σπαρτιάτες, 400 Θηβαίους, 700 Θεσπιείς και ακόμα λίγους Έλληνες,[112] ωστόσο, ο ελληνικός στρατός εκμηδενίστηκε.[113] Παράλληλα, ο ελληνικός στόλος αντιμετώπισε τους Πέρσες στο Αρτεμίσιο.[114] Οι Πέρσες είχαν χάσει πολλά πλοία στη Μαγνησία λόγω καταιγίδας και προσπάθησαν να κλείσουν όλες τις εξόδους από τα στενά. Μετά την πρώτη μέρα, οι Έλληνες κατέστρεψαν τριάντα περσικά πλοία, ενώ η καταιγίδα κατέστρεψε τον περσικό στόλο στην Εύβοια.[115]
Οι Έλληνες, τη δεύτερη μέρα, επιτέθηκαν στα πλοία από την Κιλικία και τα κατέστρεψαν.[83] Την επόμενη μέρα, οι Πέρσες επιτέθηκαν. Κατά τη διάρκεια της μάχης καταστράφηκαν πολλά ελληνικά και περσικά πλοία.[116][117] Το απόγευμα, οι Έλληνες έμαθαν για την ήττα στις Θερμοπύλες. Επειδή δεν υπήρχε πλέον ανάγκη να υπερασπίζονται τις Θερμοπύλες και εξαιτίας των μεγάλων απώλειων, οι Έλληνες υποχώρησαν με τον στόλο στη Σαλαμίνα.[118]
Μετά τη νίκη τους στις Θερμοπύλες, οι Πέρσες κατέστρεψαν τη Βοιωτία, τις Πλαταιές και τις Θεσπιές, ενώ αργότερα κινήθηκαν για να καταλάβουν την άδεια Αθήνα.[119] Στη Σαλαμίνα, ο Σπαρτιάτης ναύαρχος Ευρυβιάδης και οι υπόλοιποι Πελοποννήσιοι επέμεναν να προστατεύσουν τον Ισθμό της Κορίνθου, καταστρέφοντας τον μοναδικό δρόμο που οδηγούσε εκεί και χτίζοντας τείχος γύρω από αυτό.[120] Οι Έλληνες έμειναν στη Σαλαμίνα και οι Πέρσες, μετά από τέχνασμα του Θεμιστοκλή, επιτέθηκαν στα στενά, όπου οι μεγάλοι αριθμοί τους έφερναν μόνο προβλήματα.[121] Στη ναυμαχία, οι Έλληνες κατέστρεψαν διακόσια περσικά πλοία και απέτρεψαν την κάθοδο των Περσών στην Πελοπόννησο. Ο Ξέρξης, φοβούμενος ότι οι Έλληνες μετά τη νίκη τους στη Σαλαμίνα θα κατέστρεφαν τη γέφυρα του Ελλησπόντου, αποφάσισε να υποχωρήσει με το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του.[122] Ο Μαρδόνιος έμεινε με τους στρατιώτες που διάλεξε.[123] Πέρασε τον χειμώνα στη Βοιωτία και στη Θεσσαλία, ενώ οι Αθηναίοι επέστρεψαν στην πόλη τους.
Κατά τον Ηρόδοτο, ο Αρτάβαζος, έχοντας στη διάθεση του 60.000 άνδρες,[124] αποφάσισε να πολιορκήσει την Ποτίδαια. Επειδή απέτυχαν να καταλάβουν την πόλη με διπλωματία,[125] οι Πέρσες πολιόρκησαν για τρεις μήνες την πόλη.[126] Εξαιτίας της πολιορκίας, οι Πέρσες έχασαν πολλούς άνδρες, γι' αυτό και ο Αρτάβαζος παρέδωσε τους ζώντες στον Μαρδόνιο.[126] Την ίδια ώρα, ο Αρτάβαζος πολιορκούσε την Όλυνθο, την οποία και κατέλαβε και μετά παρέδωσε στους κάτοικους της Χαλκιδικής.[127]
Οι σχέσεις μεταξύ των Ελλήνων χάλασαν, καθώς οι Πελοποννήσιοι αρνήθηκαν να στείλουν στρατό στα βόρεια για να βοηθήσουν τους Αθηναίους. Οι Αθηναίοι απέσυραν τον στόλο τους και την ηγεσία του ελληνικού στόλου ανέλαβε ο Λεωτυχίδας.[126] Ο ελληνικός στόλος βρίσκονταν στη Δήλο, ενώ ο περσικός στη Σάμο — και οι δύο πλευρές απέφευγαν την σύγκρουση, ενώ ο Μαρδόνιος αποφάσισε να μην επιτεθεί στον Ισθμό. Ο Μαρδόνιος, με τη βοήθεια του Αλέξανδρου Α', προσπάθησε να πείσει τους Αθηναίους να δεκτούν ειρήνη, αλλά οι τελευταίοι, αφού εξασφάλισαν την βοήθεια των Σπαρτιατών, αρνήθηκαν — κατά τον Ηρόδοτο, απάντησαν τα εξής: καὶ αὐτοὶ τοῦτό γε ἐπιστάμεθα ὅτι πολλαπλησίη ἐστὶ τῷ Μήδῳ δύναμις ἤ περ ἡμῖν, ὥστε οὐδὲν δέει τοῦτό γε ὀνειδίζειν. ἀλλ᾽ ὅμως ἐλευθερίης γλιχόμενοι ἀμυνεύμεθα οὕτω ὅκως ἂν καὶ δυνώμεθα (μετ. αν και ξέρουμε ότι οι Μήδοι είναι περισσότεροι από εμάς, εμείς όμως θα αμυνθούμε καθώς αγαπούμε την ελευθερία μας).[128] Οι Αθηναίοι εκκένωσαν την πόλη τους, την οποία κατέλαβε ο Μαρδόνιος, ο οποίος επανάλαβε την προσφορά του στη Σαλαμίνα. Οι Αθηναίοι ζήτησαν την άμεση βοήθεια της Σπάρτης,[129] αλλά η τελευταία γιόρταζε τα Υακίνθια και άργησε να δώσει απάντηση. Ωστόσο, ο Τεγεάτης Χίλεος έπεισε τους Σπαρτιάτες να στείλουν στρατό, αφού τόνισε τα αποτελέσματα που θα' χε η παράδοση της Αθήνας στους Πέρσες. Οι Αθηναίοι έμειναν έκπληκτοι όταν έμαθαν για τον προέλαση του σπαρτιατικού στρατού.[130]
Ο Μαρδόνιος, μαθαίνοντας για τις κινήσεις των Ελλήνων, κινήθηκε στις Πλαταιές με σκοπό να δελεάσει τους Έλληνες σε σύγκρουση που θα γινόταν σ' ανοικτό πεδίο, όπου θα χρησιμοποιούσε το ιππικό του. Οι Έλληνες, υπό την ηγεσία του Παυσανία, έμειναν στα υψώματα, γι' αυτό και ο Μαρδόνιος διέταξε επίθεση του ιππικού,[131] η οποία αποκρούστηκε από τους Έλληνες.[132] Οι Έλληνες ήρθαν πιο κοντά στο περσικό στρατόπεδο, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα το άνοιγμα των γραμμών τους και την επίθεση των Περσών στην μοναδική πηγή νερού των Ελλήνων.[133] Ο Παυσανίας διέταξε νυχτερινή υποχώρηση, η οποία όπως πήγε στραβά, γι' αυτό και οι Αθηναίοι με τους Σπαρτιάτες και τους Τεγεάτες έμειναν για να καλύπτουν την υποχώρηση των Ελλήνων. Αυτό ώθησε τον Μαρδόνιο σε επίθεση.[134] Στη μάχη που ακολούθησε, οι Έλληνες διέλυσαν τον περσικό στρατό και σκότωσαν τον Μαρδόνιο.[135] Απ' τους Πέρσες, μόνο 40.000 άνδρες έμειναν ζωνταντοί,[136] ενώ οι άλλοι σφάχθηκαν από τους Έλληνες.[137] Την ίδια μέρα, κατά τον Ηρόδοτο, ο ελληνικός στόλος επιτέθηκε στον περσικό στόλο, στις ακτές της Μυκάλης.[138] Ο αθηναϊκός στόλος, υπό τις διαταγές του Ξανθίππου, ενώθηκε με τον υπόλοιπο ελληνικό στόλο και έπλευσε κοντά στη Σάμο.[139] Οι Πέρσες, μη θέλοντας να εμπλακούν σε ναυμαχία με τους Έλληνες, υποχώρησαν στη Μυκάλη. Εκεί, ο Ξέρξης είχε αφήσει στρατό από 60.000 άνδρες, ο οποίος ενώθηκε με τον στόλο.[139] Οι Έλληνες, παρά την αριθμητική υπεροχή των Περσών, επιτέθηκαν και κατέστρεψαν ένα μεγάλο μέρος του περσικού στόλου, πετυχαίνοντας μια σπουδαία νίκη και τερματίζοντας ουσιαστικά τη δεύτερη περσική εισβολή στην Ελλάδα.
Οι μάχες στις Πλαταιές και στη Μυκάλη έφεραν το τέλος της δεύτερης περσικής εισβολής στην Ελλάδα. Οι Έλληνες συνέχιζαν να πιστεύουν ότι οι Πέρσες θα επιτίθονταν, αλλά μετά κατάλαβαν ότι η πιθανότητα επίθεσης μειώθηκε. Οι Έλληνες, μετά τη μάχη της Μυκάλης, επιτέθηκαν στον Ελλήσποντο για να καταστρέψουν τις περσικές γέφυρες, αλλά όταν έφτασαν εκεί οι γέφυρες είχαν ήδη λυθεί.[140] Οι Πελοποννήσιοι επέστρεψαν στην πατρίδα τους, αλλά οι Αθηναίοι επιτέθηκαν στη Θρακική Χερσόνησο. Οι Πέρσες, μαζί με τους συμμάχους τους, υποχώρησαν στη Σηστό, αλλά οι Αθηναίοι την πολιόρκησαν με επιτυχία. Εκεί τελειώνει το έργο του ο Ηρόδοτος. Οι συγκρούσεις Ελλήνων και Περσών συνεχίστηκαν μέχρι την υπογραφή της Ειρήνης του Καλλία.
Στους Περσικούς Πολέμους, οι Έλληνες πολέμησαν σε στενά πεδία, με σκοπό να μην επιτρέψουν στους μεγάλους αριθμούς των Περσών να αναπτύξουν το πλεονένκτημά τους. Μεγάλο ρόλο στο αποτέλεσμα των πολέμων έπαιξε επίσης και ο εξοπλισμός των δύο πλευρών. Οι Έλληνες οπλίτες φορούσαν βαριές πανοπλίες, περικνημίδες και είχαν μεγάλη ορειχάλκινη ασπίδα και σιδερένιο ξίφος. Απ' την άλλη, οι άνδρες του περσικού πεζικού φορούσαν κυρίως δερμάτινες πανοπλίες, είχαν ξύλινη ασπίδα και κοντό δόρυ. Αυτός ο εξοπλισμός ήταν κατώτερος από τον ελληνικό, γι' αυτό και οι Πέρσες είχαν αποτύχει στις σώμα-με-σώμα μάχες με τους Έλληνες.[141] Κύρια δύναμη των Περσών ήταν το ιππικό και μονάχα αυτό μπορούσε να νικήσει την ελληνική οπλιτική φάλαγγα, όπως φάνηκε στην Ιωνική Επανάσταση. Όσον αφορά το ναυτικό, οι Πέρσες είχαν μεγάλα πλοία, κάτι που αποδείχθηκε καταστροφικό στη ναυμαχία της Σαλαμίνας, καθώς ήταν εκτεθειμένα στους εμβολισμούς των ελληνικών πλοίων.
Οι μάχες στις Πλαταιές και στη Μυκάλη ήταν οι τελευταίες της δεύτερης περσικής εισβολής στην Ελλάδα, αλλά δεν θεωρούνται θρυλικές όπως αυτές στις Θερμοπύλες, στον Μαραθώνα και στη Σαλαμίνα. Αυτό οφείλεται στην κατάσταση του ελληνικού στρατού πριν τη μάχη και στις στρατηγικές τους.[3] Οι Πλαταιές και η Μυκάλη έχουν μεγάλη στρατηγική σημασία, καθώς απέδειξαν γι' άλλη μια φορά την υπεροχή του οπλίτη.[142] Οι Πέρσες ξεκίνησαν να προσλαμβάνουν Έλληνες μισθοφόρους, κάτι που περιγράφεται στην «Κύρου Ανάβαση» του Ξενοφώντα.[143]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.