Ολλανδία
χώρα της Δυτικής Ευρώπης From Wikipedia, the free encyclopedia
χώρα της Δυτικής Ευρώπης From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Ολλανδία (ολλανδικά: Nederland, προφέρεται: [ˈneːdərˌlɑnt]), επίσημα Κάτω Χώρες, είναι το ευρωπαϊκό τμήμα του Βασιλείου των Κάτω Χωρών (ολλανδικά: Koninkrijk der Nederlanden). Είναι πυκνοκατοικημένη χώρα που βρίσκεται στη Δυτική Ευρώπη, με τρεις μικρές νησιωτικές περιοχές στην Καραϊβική.[σμ 1] Το 2024, είχε συνολικό πληθυσμό 17.981.933 κατοίκους,[1] σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση.
Κάτω Χώρες
Nederland | |||
---|---|---|---|
| |||
Εθνικός ύμνος: Het Wilhelmus (Γουλιέλμος του Νασσάου) | |||
Η θέση της Ολλανδίας (σκούρο πράσινο) | |||
και μεγαλύτερη πόλη | Άμστερνταμ1 52°21′N 04°52′E | ||
Ολλανδικά | |||
Κυρίαρχο κράτος | Βασίλειο των Κάτω Χωρών | ||
Βασιλευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία | |||
Γουλιέλμος-Αλέξανδρος Ντικ Σχόοφ | |||
Ανεξαρτησία • Κηρύχθηκε • Αναγνωρίστηκε Ισχύον Σύνταγμα | Ογδοηκονταετής Πόλεμος (από την Ισπανία) 26 Ιουλίου 1581 30 Ιανουαρίου 1648 1815 (αναθεωρήθηκε πολλές φορές, με τελευταία το 2002) | ||
• Σύνολο • % Νερό • Σύνορα Ακτογραμμή | 41.543 km2 (133η) 18,41 1.027 km 451 km | ||
Πληθυσμός • Εκτίμηση 7-2024 • Απογραφή 2011 • Πυκνότητα | 17.981.933[1] (70η) 16.655.799[2] 432,9 κατ./km2 (31η) | ||
ΑΕΠ (ΙΑΔ) • Ολικό (2016) • Κατά κεφαλή | 869,365 δισ. $[3] 51.049 $[3] | ||
ΑΕΠ (ονομαστικό) • Ολικό (2016) • Κατά κεφαλή | 771,163 δισ. $[3] 45.282 $[3] | ||
ΔΑΑ (2021) | 0,941[4] (10η) – πολύ υψηλός | ||
Νόμισμα | Ευρώ2 (€ EUR) | ||
• Θερινή ώρα | CET (UTC +1) (UTC +2) | ||
ISO 3166-1 | NL | ||
Internet TLD | .nl και .eu ως μέλος της ΕΕ | ||
Οδηγούν στα | δεξιά | ||
Κωδικός κλήσης | +31 | ||
Η ευρέως διαδεδομένη ονομασία (Ολλανδία) προέκυψε από την περιοχή της Ολλανδίας, στην οποία περικλείονται δύο μόνο από τις δώδεκα επαρχίες του κράτους των Κάτω Χωρών. Η χώρα περιβάλλεται από τη Βόρεια Θάλασσα, το Βέλγιο και τη Γερμανία.
Η χώρα, που αποκαλείται στα ολλανδικά Nederland και κυριολεκτικά σημαίνει Κάτω Χώρες, επηρεάζεται από το γεγονός ότι περίπου το 1/4 της χώρας βρίσκεται κάτω από τη στάθμη της θάλασσας, με μόνο το 50% της γης να υπερβαίνει το ένα μέτρο πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.[5] Οι περισσότερες από τις περιοχές που βρίσκονται κάτω από το επίπεδο της θάλασσας είναι τεχνητές, ενώ 3.000 χιλιόμετρα φραγμάτων προστατεύουν τη χώρα. Από τα τέλη του 16ου αιώνα, μεγάλες περιοχές (πόλντερ) έχουν ανακτηθεί από τη θάλασσα και τις λίμνες, ενώ ανέρχονται σχεδόν στο 17% της τρέχουσας μάζας γης της χώρας. Με πυκνότητα πληθυσμού περί τους 510 κατοίκους ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο (Ιούλιος 2016), χωρίς να περιλαμβάνονται οι περιοχές με νερό, η Ολλανδία είναι μια πολύ πυκνοκατοικημένη χώρα. Μόνο το Μπανγκλαντές, η Νότια Κορέα και η Ταϊβάν έχουν μεγαλύτερο πληθυσμό και υψηλότερη πυκνότητα πληθυσμού. Παρ' όλα αυτά, η Ολλανδία είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος εξαγωγέας τροφίμων και γεωργικών προϊόντων στον κόσμο, μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες.[6][7] Αυτό οφείλεται εν μέρει στη γονιμότητα του εδάφους και στο ήπιο κλίμα.
Η Ολλανδία είναι η τρίτη αρχαιότερη χώρα στον κόσμο που έχει εκλεγμένο κοινοβούλιο, ενώ από το 1848 κυβερνάται ως Βασιλευομένη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία, οργανωμένη ως ενιαίο κράτος. Η Ολλανδία έχει μακρά ιστορία όσον αφορά την κοινωνική ανοχή και θεωρείται γενικά ως μια φιλελεύθερη χώρα, αφού νομιμοποίησε την άμβλωση, την πορνεία και την ευθανασία, διατηρώντας παράλληλα μια προοδευτική πολιτική για τα ναρκωτικά. Το 2001, έγινε η πρώτη χώρα στον κόσμο που νομιμοποίησε τον γάμο ατόμων του ίδιου φύλου.
Η ευρύτερη περιοχή της σημερινής Ολλανδίας, μαζί με το σημερινό Βέλγιο, το Λουξεμβούργο και όμορα εδάφη, αναφέρεται ως μέρος των Δεκαεπτά Επαρχιών των Κάτω Χωρών, κατά τη βασιλεία του Καρόλου του Ε΄, Άγιου Ρωμαίου Αυτοκράτορα και βασιλιά της Ισπανίας κατά τον 16ο αιώνα. Το 1568 είναι η αρχή του ογδοηκονταετούς πολέμου μεταξύ των επαρχιών αυτών και της Ισπανίας για τα κυριαρχικά δικαιώματα σε αυτές. Το 1579, το βόρειο τμήμα των δεκαεπτά επαρχιών σχημάτισε την Ένωση της Ουτρέχτης, η οποία ουσιαστικά αποτέλεσε μία συμφωνία αλληλοϋποστήριξης μεταξύ τους στην άμυνα απέναντι στον ισπανικό στρατό. Η Ένωση της Ουτρέχτης αναφέρεται και ως το πρώτο ιστορικό σημείο εμφάνισης των Κάτω Χωρών ως ξεχωριστή θεσμική οντότητα. Το 1581 οι βόρειες επαρχίες υιοθέτησαν τη Δήλωση της Άρνησης, με την οποία διακήρυξαν την ανεξαρτησία τους και αποκήρυξαν τον Φίλιππο τον Β΄ της Ισπανίας. Ο αγώνας των Ολλανδών ενάντια στους Ισπανούς επηρέασε τη βασίλισσα Ελισάβετ η Α΄ της Αγγλίας, η οποία το 1585 υπέγραψε συνθήκη μαζί τους με την υπόσχεση αποστολής στρατού για την υποστήριξή τους στον πόλεμο για την ανεξαρτησία τους. Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, σχεδόν 7.500 στρατιώτες έφτασαν στην Ολλανδία από την Αγγλία κάτω από τις διαταγές του Ρόμπερτ Ντάντλεϊ, πρώτου κόμη του Λέστερ. Ο αγγλικός στρατός όμως αναλώθηκε σε ανώφελες εκστρατείες στην ευρύτερη περιοχή, χωρίς να έχει κάποιο ουσιαστικό αντίκτυπο στην ολλανδική εξέγερση. Ο Ντάντλεϊ επέστρεψε το 1586 στην Ολλανδία με στρατό, αλλά ούτε και τότε συνεισέφερε σε κάποιο σημαντικό αποτέλεσμα. Ο Φίλιππος ο Β΄ της Ισπανίας, γιος του Καρόλου του Ε΄, δεν ήταν διατεθειμένος να παραδώσει τις Κάτω Χώρες και ο πόλεμος συνεχίστηκε μέχρι και το 1648, όταν ο βασιλιάς Φίλιππος ο Δ΄ τελικά αναγνώρισε την ανεξαρτησία των επτά βορειοδυτικών επαρχιών της περιοχής με τη συνθήκη ειρήνης του Μίνστερ. Τμήματα των νότιων επαρχιών παρέμειναν στην κατοχή των Ολλανδών και έτσι αποτέλεσαν και αυτά μέρος του νέου ανεξάρτητου κράτους.
Μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας τους οι επαρχίες Ολλανδία, Ζηλανδία, Χρόνινγκεν, Φρίσλαντ, Ουτρέχτη, Οφεράισσελ και Χέλντερλαντ σχημάτισαν μία συνομοσπονδία γνωστή ως η Δημοκρατία των Επτά Ενωμένων Κάτω Χωρών. Όλες οι επαρχίες παρέμειναν αυτόνομες και είχαν τη δική τους κυβέρνηση, την πολιτεία της επαρχίας, όπως έμεινε γνωστή. Η κυβέρνηση της συνομοσπονδίας και οι ύπατοι κυβερνήτες των επαρχιών είχαν έδρα τη Χάγη, ενώ αποτελούνταν από αντιπροσώπους των μελών της συνομοσπονδίας. Η αραιοκατοικημένη περιοχή Ντρέντε ήταν μέρος της δημοκρατίας, αν και δεν θεωρούνταν επαρχία. Η Ντρέντε είχε τους δικούς τους αξιωματούχους, αλλά ο κυβερνήτης της διορίζονταν από τους ύπατους κυβερνήτες. Παράλληλα, η δημοκρατία κατείχε και ορισμένες περιοχές εκτός των παραδοσιακών συνόρων των επαρχιών, γνωστές ως Γενικές Εκτάσεις, οι οποίες διοικούταν απευθείας από τους ύπατους κυβερνήτες, χωρίς δικούς τους αντιπροσώπους ή εξουσία. Η πλειοψηφία των περιοχών αυτών είχε καταληφθεί από τους Ολλανδούς κατά τη διάρκεια του ογδοηκονταετούς πολέμου και κατοικούνταν κυρίως από καθολικούς. Οι περιοχές αυτές αποτελούσαν μια ουδέτερη ζώνη ανάμεσα στη δημοκρατία και τις νότιες Κάτω Χώρες.
Η ολλανδική αυτοκρατορία αναπτύχθηκε και σταδιακά εξελίχθηκε σε μια από τις μεγαλύτερες ναυτικές και οικονομικές δυνάμεις του 17ου αιώνα. Στην ονομαζόμενη ολλανδική Χρυσή Εποχή ιδρύθηκαν αποικίες και εμπορικοί σταθμοί σε όλο τον κόσμο. Η εγκατάσταση των Ολλανδών στη βόρεια Αμερική ξεκίνησε με την ίδρυση του οικισμού Νέο Άμστερνταμ στο νότιο άκρο του Μανχάταν το 1614. Οι Ολλανδοί ίδρυσαν την Αποικία του Ακρωτηρίου στη Νότια Αφρική το 1652. Μέχρι το 1650 ο ολλανδικός στόλος αριθμούσε 16.000 εμπορικά πλοία,[8] ενώ παράλληλα ο πληθυσμός αυξήθηκε σε περίπου 2 εκατομμύρια από 1,5 μέσα στον 17ο αιώνα.
Πολλοί ιστορικοί και οικονομολόγοι θεωρούν την Ολλανδία ως την πρώτη καπιταλιστική χώρα στην παγκόσμια ιστορία. Στην πρώιμη σύγχρονη Ευρώπη, η Ολλανδία είχε την πιο πλούσια εμπορική πόλη, το Άμστερνταμ, και το πρώτο πλήρως λειτουργικό χρηματιστήριο. Η εφευρετικότητα των εμπόρων οδήγησε στη θεσμοθέτηση κεφαλαίου ασφάλισης και σύνταξης, καθώς και σε λιγότερο ευχάριστα φαινόμενα, όπως στον φαύλο οικονομικό κύκλο, την πρώτη παγκόσμια πληθωριστική φούσκα, τη μανία της τουλίπας μεταξύ 1636 και 1637 και στον πρώτο παγκόσμιο τυχοδιώκτη του χρηματιστηρίου, ο οποίος κατέβαζε τις τιμές των μετοχών πουλώντας για να τις αγοράσει ξανά με χαμηλότερη τιμή. Η δημοκρατία έπεσε σε γενική παρακμή στα τέλη του 18ου αιώνα με τον έντονο οικονομικό ανταγωνισμό από την Αγγλία και συνεχείς εσωτερικές προστριβές ανάμεσα στις δύο κύριες πολιτικές ομάδες της χώρας, τους ρεπουμπλικάνους και τους βασιλικούς.
Τον 17ο αιώνα συνεχίστηκαν οι διαμάχες με την Αγγλία για ανταγωνιστικές αποικίες και εμπορικούς σταθμούς σε όλο τον κόσμο. Οι Ολλανδοί είχαν ιδρύσει αποικίες φυτειών κατά μήκος των ακτών και των ποταμών της Γουιάνας στη Νότια Αμερική, παράλληλα με τους Άγγλους. Μετά από συνεχόμενες διαμάχες, οι δύο χώρες κατέληξαν σε συμφωνία αποχώρησης των Άγγλων και παραχώρησης των εκτάσεών τους στους Ολλανδούς, με τη συνθήκη της Μπρέντα. Η συμφωνία προέβλεπε την ανταλλαγή των εκτάσεων με την αποικία των Ολλανδών στη βόρεια Αμερική, το Νέο Άμστερνταμ, έναν μικρό εμπορικό σταθμό, ο οποίος μετέπειτα εξελίχθηκε στη σημερινή Νέα Υόρκη.
Στις 19 Ιανουαρίου του 1795, μία ημέρα μετά τη διαφυγή του κυβερνήτη Γουλιέλμου Ε΄ της Οράγγης στην Αγγλία, ανακηρύχθηκε η Δημοκρατία της Μπατάβια με στόχο την ένωση των Κάτω Χωρών σε ένα ενιαίο κράτος. Από το 1795 έως και το 1806 με το καθεστώς αυτό η Ολλανδία απέκτησε μία κρατική δομή παρόμοια με αυτή της τότε νεοσύστατης Η Πρώτη Γαλλική Δημοκρατία και η περίοδος της Γαλλικής Δημοκρατίας.
Με την άνοδο του Ναπολέοντα στην εξουσία της Γαλλίας, στις Κάτω Χώρες καθιερώθηκε το Βασίλειο της Ολλανδίας από το 1806 μέχρι το 1810, υποτελές στη Γαλλία με βασιλιά τον αδελφό του Ναπολέοντα, Λουδοβίκο Βοναπάρτη, με πλήρη έλεγχο των εξουσιών από τους Γάλλους. Για την ονομασία του βασιλείου αυτού χρησιμοποιήθηκε το όνομα της κύριας επαρχίας, της Ολλανδίας, το οποίο και καθιερώθηκε από τότε και στο εξής ως ταυτόσημο των Κάτω Χωρών. Το Βασίλειο της Ολλανδίας κάλυπτε την έκταση της σημερινής χώρας εκτός από την επαρχία του Λίμπουρχ και τμήματα της επαρχίας Ζέελαντ, τα οποία άνηκαν στη Γαλλία. Το 1807 προστέθηκαν στο βασίλειο η ανατολική Φρισία, πρότερη κτήση της Πρωσίας, και η περιοχή του Γιέβερ. Το 1809 όμως, μετά από μία αποτυχημένη Βρετανική εισβολή, η Ολλανδία υποχρεώθηκε να παραχωρήσει όλα τα εδάφη της νότια του Ρήνου στη Γαλλία.
Ο βασιλιάς Λουδοβίκος δεν ικανοποίησε τις προσδοκίες του Ναπολέοντα, καθώς υποστήριζε τα τοπικά συμφέροντα περισσότερο από τα γαλλικά, και υποχρεώθηκε σε παραίτηση το 1810. Τον διαδέχθηκε ο πεντάχρονος γιος του, Ναπολέοντας Λουδοβίκος Βοναπάρτης, ο οποίος βασίλεψε ως Λουδοβίκος ο Β΄ για δέκα μόλις ημέρες, αφού ο Ναπολέοντας δεν αναγνώρισε την εξουσία του στον θρόνο και κατέλαβε άμεσα την Ολλανδία, καταλύοντας το βασίλειο. Έτσι, οι Κάτω Χώρες έγιναν τμήμα της Γαλλικής Αυτοκρατορίας, στην οποία και παρέμειναν έως και το 1813, όταν, μετά την ήττα του στη μάχη της Λειψίας, ο Ναπολέοντας υποχρεώθηκε να αποσύρει τα στρατεύματά του από τη χώρα.
Ο Γουλιέλμος ο Α΄ των Κάτω Χωρών, γιος του τελευταίου κυβερνήτη Γουλιέλμου του Ε΄ της Οράγγης, επέστρεψε στην Ολλανδία το 1813 και ανακηρύχθηκε ισόβιος πρίγκιπας των Κάτω Χωρών, ενώ το 1815 ο τίτλος του εξελίχθηκε σε Βασιλιάς των Κάτω Χωρών.
Το Συνέδριο της Βιέννης το 1815 εγκαθίδρυσε το Ηνωμένο Βασίλειο των Κάτω Χωρών με την επέκταση της επικράτειάς του στο Βέλγιο, ώστε να δημιουργήσει μία ισχυρή κρατική οντότητα στα βόρεια σύνορα της Γαλλίας. Παράλληλα, ο Γουλιέλμος έγινε κληρονόμος του τίτλου του Μεγάλου Δούκα του Λουξεμβούργου. Έτσι, το Λουξεμβούργο παραχωρήθηκε στον Γουλιέλμο ως προσωπική ιδιοκτησία σε ανταλλαγή με τις κτήσεις του στη Γερμανία, δηλαδή στο Νασσάου-Ντίλενμπουργκ, το Ζίγκεν, το Χανταμάρ και το Ντιτς.
Το 1830 το Βέλγιο επαναστάτησε και τελικά κέρδισε την ανεξαρτησία του, ενώ η προσωπική ένωση μεταξύ του Λουξεμβούργου και των Κάτω Χωρών καταλύθηκε το 1890, όταν ο βασιλιάς Γουλιέλμος ο Γ΄ των Κάτω Χωρών απεβίωσε χωρίς να αφήσει πίσω του άρρενες κληρονόμους. Οι νόμοι της διαδοχής απαγόρευαν στην κόρη του Βασίλισσα Βιλελμίνα να πάρει τον τίτλο της Μεγάλης Δούκισσας, με συνέπεια ο θρόνος του Λουξεμβούργου να μεταφερθεί από τον οίκο Οράγγης-Νασσάου στον κλάδο Νασσάου-Βάιλμπουργκ, θυγατρικό του Οίκου του Νασσάου.
Η μεγαλύτερη ολλανδική αποικία εκείνη την περίοδο στο εξωτερικό ήταν η Αποικία του Ακρωτηρίου, η οποία είχε ιδρυθεί από τον Γιαν βαν Ρίμπεκ για λογαριασμό της Ολλανδικής Εταιρίας των Ανατολικών Ινδιών το 1652 στην Πόλη του Ακρωτηρίου. Ο Πρίγκηπας του Οράνιε συναίνεσε στην κατάληψη και έλεγχο της αποικίας από τους Βρετανούς το 1788. Η Ολλανδία είχε και άλλες αποικίες, αλλά το Ακρωτήριο ήταν η πολυπληθέστερη, με τις Ολλανδικές Ανατολικές Ινδίες (σημερινή Ινδονησία) και το Σουρινάμ να ακολουθούν. Αυτές οι αποικίες αρχικά διοικούνταν από την Ολλανδική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών και αντίστοιχα την Ολλανδική Εταιρία των Δυτικών Ινδιών, οι οποίες ήταν συλλογικές ιδιωτικές επιχειρήσεις. Τρεις αιώνες αργότερα οι εταιρίες αυτές είχαν οικονομικά προβλήματα και οι περιοχές που διοικούσαν πέρασαν στον έλεγχο της Ολλανδικής κυβέρνησης το 1815 και το 1791 αντίστοιχα. Τότε μόνο έγιναν και τυπικά επίσημα αποικίες.
Κατά την περίοδο της αποικιοκρατίας, η Ολλανδία εμπλεκόταν ιδιαίτερα στο εμπόριο σκλάβων. Οι Ολλανδοί άποικοι και ιδιοκτήτες φυτειών βασίζονταν στους αφρικανούς σκλάβους για τις καλλιέργειες καφέ, κακάο, ζαχαροκάλαμου και βαμβακιού κατά μήκος των διαφόρων ποταμών. Η μεταχείριση των σκλάβων ήταν ιδιαίτερα άσχημη και αρκετοί δραπέτευαν. Η δουλεία καταργήθηκε από την Ολλανδία στο Σουρινάμ το 1863, αλλά το σύνολο των σκλάβων δεν απελευθερώθηκε παρά μόνο μέχρι το 1873 μετά από μία υποχρεωτική δεκαετή περίοδο μετάβασης, κατά την οποία δούλευαν στις φυτείες για τον ελάχιστο μισθό και χωρίς βασανιστήρια. Με την επίσημη απελευθέρωση οι περισσότεροι έφυγαν από τις φυτείες και προτίμησαν να εγκατασταθούν στην κύρια πόλη του Σουρινάμ, το Παραμαρίμπο.
Κατά τον 19ο αιώνα η Ολλανδία εκβιομηχανίστηκε σχετικά αργά σε σύγκριση με τις γειτονικές της χώρες, κυρίως λόγω της μεγάλης πολυπλοκότητας του εκσυγχρονισμού των υποδομών της, οι οποίες κύρια αποτελούνται από υδάτινες οδούς, αλλά και λόγω του σημαντικού ρόλου της αιολικής ενέργειας στη βιομηχανία της χώρας.
Αν και η Ολλανδία παρέμεινε ουδέτερη κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αναμείχθηκε ιδιαίτερα σε αυτόν. Ο κόμης Σλίφεν αρχικά είχε σχεδιάσει να καταλάβει την Ολλανδία κατά την προέλασή του στη Γαλλία. Το σχέδιο αυτό άλλαξε από τον Χέλμουτ φον Μόλτκε τον νεότερο, ώστε να διατηρηθεί η ολλανδική ουδετερότητα. Αργότερα, αυτή η ουδετερότητα αποδείχθηκε κρίσιμη για την επιβίωση της Γερμανίας μέχρι το εμπάργκο που ολοκληρώθηκε με την εισδοχή των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας το 1916, και την αδυναμία εισαγωγών από την Ολλανδία στα γερμανικά εδάφη. Παρ'όλα αυτά, οι Ολλανδοί παρέμειναν ουδέτεροι χρησιμοποιώντας τη διπλωματία τους και την ικανότητά τους στο εμπόριο.
Η Ολλανδία επιθυμούσε να παραμείνει ουδέτερη κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως και στο παρελθόν, αλλά τα σχέδια των στρατών του Βελγίου, της Γαλλίας και της Μεγάλης Βρετανίας ήταν διαφορετικά. Χωρίς ενδοιασμούς, η ναζιστική Γερμανία εισέβαλε στην Ολλανδία λόγω της στρατηγικής της θέσης στις 10 Μαΐου του 1940, ως μέρος της εκστρατείας κατά των Συμμάχων. Η επίπεδη διαμόρφωση του εδάφους της χώρας διευκόλυνε την ανάπτυξη των γερμανικών στρατευμάτων και ο ολλανδικός στρατός υπέκυψε σε 4 μέρες, παρά την επίμονη αρχική αντίστασή του. Η κυβέρνηση της χώρας και η βασίλισσα εξορίστηκαν στο Λονδίνο.
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής και υπό τη διοίκηση του στυγνού Άρτουρ Ζάις-Ίνκβαρτ 100.000 Ολλανδοί Εβραίοι μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Αρκετοί ήταν επίσης οι Ολλανδοί - περίπου 50.000, που κατετάγησαν εθελοντικά στην Ες Ες.[9] Παρά το κόστος της κατοχής σε ζωές και χρήμα, η Ολλανδία είχε πολύ καλύτερη μεταχείριση από το ναζιστικό καθεστώς σε σχέση με χώρες της Ανατολής, καθώς οι Ολλανδοί θεωρούνταν από τους Γερμανούς «τευτονικός» λαός. Επιπλέον μιας και η Γερμανία δεν είχε αρκετά ισχυρό στόλο για να «σιγουρέψει» τις ολλανδικές αποικίες, όφειλε να φερθεί ήπια ώστε να πείσει τους Ολλανδούς να συνεργαστούν.[10] Έτσι καθ'όλη τη διάρκεια της κατοχής ο προπολεμικός κρατικός μηχανισμός παρέμεινε άθικτος και οι Ολλανδοί ανώτεροι κρατικοί υπάλληλοι διεκπεραίωναν το πραγματικό κομμάτι της διοίκησης, με σχετικά μικρό αριθμό Γερμανών να επιβλέπει τη χώρα.[11]
Η χώρα απελευθερώθηκε στις 5 Μαΐου 1945 με την παράδοση των τελευταίων γερμανικών στρατευμάτων στους Συμμάχους. Την ίδια περίοδο στην Ινδονησία, η οποία είχε τελέσει υπό ιαπωνική κατοχή κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ξεκινούσε ο αγώνας για την αποτίναξη του ολλανδικού αποικιοκρατικού ζυγού.
Τις επόμενες δεκαετίες η Ολλανδία παράλληλα με την ανάπτυξη της οικονομίας της προώθησε τη σύσφιξη των σχέσεών της με τις γειτονικές χώρες. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της ένωσης Μπενελούξ, του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα που μετεξελίχθηκε στη σημερινή ΕΕ. Το 1975 απέκτησε την ανεξαρτησία του από την Ολλανδία και το Σουρινάμ. Στις 10 Οκτωβρίου 2010 οι Ολλανδικές Αντίλλες εντάχθηκαν στην ολλανδική επικράτεια.[12]
Στις 30 Απριλίου 2013 νέος βασιλιάς έγινε ο Γουλιέλμος Αλέξανδρος, μετά την παραίτηση της μητέρας του Βεατρίκης από τον θρόνο[13].
Η Ολλανδία έχει έκταση 33.491 τ.χλμ. ξηράς και, αν ληφθεί υπ' όψιν και το 20% της θαλάσσιας έκτασης συνολική επιφάνεια: 41.526 τ.χλμ. Η μισή χώρα βρίσκεται λιγότερο από ένα μέτρο πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, ενώ το 1/4 κάτω από το επίπεδο της θάλασσας. Το ψηλότερο σημείο της χώρας είναι το Φάαλσερμπερχ (Vaalserberg) στα νότια της χώρας, στα σύνορα με το Βέλγιο και τη Γερμανία και έχει υψόμετρο μόλις 321 μέτρα. Το χαμηλότερο σημείο της χώρας βρίσκεται στον δήμο Νίουερκερκ αν ντεν Άισελ (ολλανδικά: Nieuwerkerk aan den IJssel) και βρίσκεται 6,76 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, αποτελώντας έτσι το χαμηλότερο σημείο της Ευρώπης. Το τοπίο είναι γενικά πιο λοφώδες στα ανατολικά και νότια της χώρας.
Πολλά τμήματα της Ολλανδίας, όπως ολόκληρη η επαρχία Φλέβολαντ (ολλανδικά: Flevoland) δεν ήταν πάντα στεριά αλλά θάλασσα που οι Ολλανδοί διεκδίκησαν. Τα μέρη που διεκδικήθηκαν από τη θάλασσα ονομάζονται Πόλντερ. Το 18,4% της συνολικής έκτασης της Ολλανδίας είναι υδάτινες επιφάνειες. Η λίμνη Άισελμεερ (IJsselmeer) χωρίζεται από τη θάλασσα με το φράγμα Άφσλαουτνταϊκ μήκους 29 χιλιομέτρων, το οποίο χτίστηκε το 1932. Οι σημαντικότεροι ποταμοί της χώρας είναι ο Ρήνος, ο Μάας και ο Σχέλντε. Η Ολλανδία είναι, επί της ουσίας, το δέλτα που δημιουργούν αυτά τα τρία ευρωπαϊκά ποτάμια. Εκτός από τη γεωγραφική τους σημασία, αυτά τα ποτάμια χωρίζουν τη χώρα -σε γενικές γραμμές- πολιτιστικά και θρησκευτικά σε βόρεια και νότια.
Το κλίμα είναι ωκεάνιο με δυτικούς ανέμους ως επί το πλείστον. Οι βροχές είναι άφθονες όλο τον χρόνο (εκτός του χειμώνα), ενώ οι θερμοκρασίες είναι σχετικά ήπιες τον χειμώνα και δροσερές το καλοκαίρι. Χιονοπτώσεις συμβαίνουν κυρίως από τις αρχές Δεκεμβρίου έως και τα τέλη Φεβρουαρίου. Βροχές έχει όλο τον υπόλοιπο χρόνο και κυρίως τους καλοκαιρινούς μήνες. Οι θερμοκρασίες κυμαίνονται από -1,-2 έως 4-5 βαθμούς τον χειμώνα και από 11-12 έως 20-22 βαθμούς το καλοκαίρι. Οι διαφορές θερμοκρασίας τόσο κατά το καλοκαίρι όσο και κατά και χειμώνα είναι σχετικά μικρές, και αυτό συμβαίνει διότι τον χειμώνα ένα θερμό ρεύμα, το οποίο έρχεται κάθε χρόνο από τον κόλπο του Μεξικού, επηρεάζει τη θερμοκρασία της θάλασσας, με αποτέλεσμα να μην παγώνει σχεδόν ποτέ. Εάν δεν συνέβαινε αυτό, υπολογίζεται πως το Άμστερνταμ τον χειμώνα θα είχε μέση θερμοκρασία γύρω στους -10 βαθμούς Κελσίου.
Η Ολλανδία με συνολικό πληθυσμό, σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση για το 2024, 17.981.933 κατοίκους,[1] κατατάσσεται στην 31η θέση των χωρών ανά πυκνότητα πληθυσμού, με 432,9 κατοίκους ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο (ή 510/τ.χλμ. αν δεν ληφθεί υπ' όψιν το 20% της θαλάσσιας έκτασης). Αποτελεί την πιο πυκνοκατοικημένη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της στατιστικής υπηρεσίας της χώρας, οι εθνικότητες των κατοίκων ποικίλλουν: το 80,8% του πληθυσμού είναι Ολλανδοί, το 5,6% Ευρωπαίοι (με 2,4% Γερμανούς), το 2,4% Ινδονήσιοι, το 2,2% Τούρκοι, το 2,0% από το Σουρινάμ, το 1,9% Μαροκινοί, το 0,8% από τις πάλαι ποτέ Ολλανδικές Αντίλλες και την Αρούμπα, ενώ το 4,2% είναι άλλης εθνικότητας. Η χώρα δεν διαθέτει καμία πόλη με πληθυσμό άνω του ενός εκατομμυρίου, ωστόσο οι τέσσερις μεγαλύτερες πόλεις (Άμστερνταμ, Ρότερνταμ, Χάγη και Ουτρέχτη) καθώς και άλλες περιοχές των περιχώρων, θεωρούνται συχνά ως ένα ενιαίο πολεοδομικό σύμπλεγμα, το οποίο ονομάζεται Ράντσταντ (Randstad) και περιλαμβάνει περίπου 7 εκατομμύρια κατοίκους.
Το προσδόκιμο ζωής στο σύνολο του πληθυσμού, σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2019 του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας ήταν 81,8 χρόνια (80,4 χρόνια οι άνδρες και 83,1 οι γυναίκες).[14]
Η επίσημη και πλειοψηφική γλώσσα με 16 εκατομμύρια ομιλητές είναι τα Ολλανδικά, που είναι γερμανική γλώσσα της Δύσης από την ομάδα των κάτω Γερμανικών. Επίσημα αναγνωρισμένες τοπικές διάλεκτοι είναι τα Λιμβουργιανά, τα Κάτω-σαξονικά και τα Φριζικά, που ομιλούνται στην επαρχία Φρίσλαντ, και συνδέονται έντονα με τα Ολλανδικά αλλά και τα Αγγλικά. Από τις 10 Οκτωβρίου 2010, μετά την διάλυση των Ολλανδικών Αντίλλων, επίσημη γλώσσα αποτελούν και τα Παπιαμέντο.
Στην Ολλανδία ομιλούνται επίσης κυρίως από μετανάστες τα τουρκικά και τα αραβικά από περίπου 192.000 και 100.000 κατοίκους αντίστοιχα, ακολουθούμενα από άλλες γλώσσες.
Η Ολλανδία, από παλιά χριστιανική χώρα, είναι σήμερα μία από τις πλέον αγνωστικιστικές χώρες. Περίπου το 40% των κατοίκων της αυτοπροσδιορίζεται ως ακόλουθος καμίας θρησκείας. Υπάρχουν έτσι πολλοί άθεοι. Το υπόλοιπο 60% του πληθυσμού χωρίζεται περίπου ως εξής:
Οι καθολικοί βρίσκονται κυρίως στο νότιο τμήμα της χώρας, ενώ οι προτεστάντες στο βόρειο.
Η Δευτεροβάθμια εκπαίδευση, η οποία ξεκινά από την ηλικία των 12 ετών, είναι υποχρεωτική μέχρι την ηλικία των 16 ετών και προσφέρεται σε διάφορα επίπεδα. Τα δύο προγράμματα γενικής εκπαίδευσης που οδηγούν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι τα HAVO (πέντε χρόνια) και VWO (έξι έτη). Οι μαθητές εγγράφονται ανάλογα με τις ικανότητές τους, και αν και το VWO είναι πιο αυστηρό, τόσο το HAVO όσο και το VWO χαρακτηρίζονται ως επιλεκτικοί τύποι δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Το πρόγραμμα σπουδών του VWO προετοιμάζει τους μαθητές για το πανεπιστήμιο και μόνο το δίπλωμα VWO παρέχει πρόσβαση σε WO (ερευνητικά πανεπιστήμια). Το δίπλωμα HAVO είναι η ελάχιστη προϋπόθεση για την εισαγωγή στο HBO (πανεπιστήμια επαγγελματικής εκπαίδευσης). Τα δύο τελευταία χρόνια του ΗΑVO και τα τρία τελευταία χρόνια της VWO αναφέρονται ως δεύτερη φάση («tweede fase»), ή ανώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Κατά τη διάρκεια αυτών των ετών, οι μαθητές επικεντρώνονται σε μία από τις τέσσερις θεματικές δέσμες («profielen»), κάθε μια από τις οποίες εστιάζει σε μια συγκεκριμένη περιοχή μελέτης, επιπρόσθετα της ικανοποίησης των γενικών απαιτήσεων εκπαίδευσης. Κάθε δέσμη έχει σχεδιαστεί για να προετοιμάσει τους μαθητές για τα προγράμματα σπουδών στο τριτοβάθμιο επίπεδο. Ένας μαθητής που εγγράφονται στα VWO ή ΗΑVO μπορεί να επιλέξει από τις παρακάτω θεματικές δέσμες:
1) Επιστήμη και Τεχνολογίας («Natuur en Techniek»)
2) Επιστήμη και Υγεία («Natuur en Gezondheid»)
3) Οικονομικά και Κοινωνία («Economie en Maatschappij»)
4) Πολιτισμός και Κοινωνία («Cultuur en Maatschappij»)
Η τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Ολλανδία προσφέρεται σε δύο τύπους ιδρυμάτων: ερευνητικά πανεπιστήμια («universiteiten» ή «Wetenschappelijk Onderwijs») και τα πανεπιστήμια επαγγελματικής εκπαίδευσης («Hogescholen» ή «Hoger Beroepsonderwijs»). Τα πρώτα περιλαμβάνουν γενικά πανεπιστήμια και πανεπιστήμια που ειδικεύονται στον τομέα της μηχανικής και της γεωργίας. Τα δεύτερα περιλαμβάνουν γενικά ιδρύματα και ιδρύματα που ειδικεύονται σε ένα συγκεκριμένο τομέα, όπως η γεωργία, καλές τέχνες και τέχνες του θεάματος, ή η κατάρτιση των εκπαιδευτικών.
Από τον Σεπτέμβριο του 2002, το σύστημα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ολλανδία έχει οργανωθεί γύρω από ένα σύστημα τριών κύκλων σπουδών που αποτελείται από βασικό Πτυχίο, Μεταπτυχιακό και Διδακτορικό. Την ίδια στιγμή, το πιστωτικό σύστημα ECTS υιοθετήθηκε ως ένας τρόπος ποσοτικοποίησης των περιόδων σπουδών. Ωστόσο, το σύστημα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης συνεχίζει να είναι ένα δυαδικό σύστημα με μια διάκριση μεταξύ της εκπαίδευσης με προσανατολισμό στην έρευνα και επαγγελματικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Το επίπεδο του προγράμματος σπουδών καθορίζει τόσο τον αριθμό των πιστωτικών μονάδων που απαιτούνται για την ολοκλήρωση του προγράμματος και το πτυχίο που απονέμεται. Ένα WO πρόγραμμα βασικού πτυχίου απαιτεί την ολοκλήρωση 180 πιστωτικών μονάδων (3 χρόνια) και οι απόφοιτοι αποκτούν πτυχίο του Bachelor of Arts ή Bachelor of Science (BA / BSc), ανάλογα με τον κλάδο. Ένα πρόγραμμα βασικού πτυχίου HBO απαιτεί την ολοκλήρωση 240 πιστωτικών μονάδων (4 χρόνια), και οι απόφοιτοι αποκτούν πτυχίο που αναφέρει τον τομέα των σπουδών τους, για παράδειγμα Πτυχίο Μηχανικού (Β Eng.) ή Πτυχίο Νοσηλευτικής (B. Nursing).
Τα μεταπτυχιακά προγράμματα WO απαιτούν κυρίως την ολοκλήρωση 60 ή 120 μονάδων (1 ή 2 χρόνια). Ορισμένα προγράμματα απαιτούν 90 (1,5 έτη) ή πάνω από 120 μονάδες. Στη μηχανική, τη γεωργία, και τα μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες, οι 120 μονάδες απαιτούνται πάντοτε. Οι απόφοιτοι αποκτούν το πτυχίο Master of Arts ή Μεταπτυχιακό τίτλο ειδίκευσης (MA / MSc). Τα μεταπτυχιακά προγράμματα HBO απαιτούν την ολοκλήρωση 60 έως 120 μονάδες, και οι απόφοιτοι αποκτούν πτυχίο που δείχνει το πεδίο μελέτης, για παράδειγμα Μεταπτυχιακό Κοινωνικής Εργασίας (MSW).
Ο τρίτος κύκλος της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης προσφέρεται μόνο από τα ερευνητικά πανεπιστήμια, τα οποία έχουν το δικαίωμα να απονείμουν τον υψηλότερο ακαδημαϊκό τίτλο σπουδών της χώρας, το διδακτορικό, το οποίο επιτρέπει σε ένα πρόσωπο να χρησιμοποιεί τον τίτλου δόκτωρ (Δρ.). Η διαδικασία με την οποία επιτυγχάνεται η εκπόνηση διδακτορικής διατριβής αναφέρεται ως promotie. Το διδακτορικό είναι πρωτίστως ένα ερευνητικό πτυχίο, για το οποίο ο υποψήφιος πρέπει να γράψει και αν υπερασπίσει δημοσίως μια διατριβή βασισμένη σε πρωτότυπη έρευνα.
Η Ολλανδία είναι γνωστή παγκοσμίως για τους ζωγράφους της και τους εν γένει εικαστικούς καλλιτέχνες. Ο οικονομικός πλούτος του 17ου αιώνα γέννησε μια πλειάδα αριστουργηματικών καλλιτεχνών, όπως τον Ρέμπραντ και τον Γιοχάνες Βερμέερ, ενώ η νεότερη εποχή συνδέθηκε με τα ηχηρά ονόματα του Βίνσεντ βαν Γκογκ και του Πητ Μοντριάν. Τα έργα του χαράκτη Μαουρίτς Κορνέλις Έσερ αφήνουν ακόμη και σήμερα τα αποτυπώματά τους στα έργα άλλων καλλιτεχνών.
Από τον κόσμο των γραμμάτων, τα ονόματα Έρασμος και Σπινόζα κατέχουν μια θέση στην παγκόσμια ιστορία, αμφότεροι φιλόσοφοι με έδρα την Ολλανδία. Μεγάλης αξίας είναι και το έργο του Καρτέσιου, που πραγματοποιήθηκε ως επί το πλείστον στην Ολλανδία, όπως επίσης και η εφεύρεση του εκκρεμούς ρολογιού από τον Κρίστιαν Χόυχενς.
Από το τέλος της Γαλλικής Κατοχής το 1815, η Ολλανδία αποτελεί Βασιλευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία με τον βασιλικό οίκο Οράγγης-Νάσσαου στην εξουσία. Την εκτελεστική εξουσία ασκεί η ολλανδική κυβέρνηση.
Αρχηγός κράτους από το 1980 ήταν η βασίλισσα Βεατρίκη. Από την 30ή Απριλίου 2013, ημέρα της εορτής της Βασίλισσας (Koninginnedag), ο γιος της Γουλιέλμος Αλέξανδρος της Ολλανδίας (Willem-Alexander) είναι ο νέος βασιλιάς της χώρας, ο πρώτος άρρην που καταλαμβάνει το ανώτατο αξίωμα μετά από 120 χρόνια. Νέα εθνική εορτή είναι η ημερομηνία γεννήσεως του Γουλιέλμου-Αλεξάνδρου, 27η Απριλίου (1967), η οποία ονομάζεται "Ημέρα του Βασιλιά".[16]
Το Ολλανδικό Κοινοβούλιο αποτελείται από 2 σώματα. Η εκλογή των 150 μελών του δεύτερου σώματος (Tweedekamer) γίνεται κάθε 4 χρόνια. Αυτό το σώμα είναι ουσιαστικά το Κοινοβούλιο, η εκπροσώπηση του λαού στην κυβέρνηση. Το πρώτο σώμα, που ονομάζεται γερουσία (Eerstekamer), αποτελείται από 75 αντιπροσώπους όλων των κοινοβουλίων των επαρχιών, οι οποίοι εκλέγονται επίσης κάθε 4 χρόνια[17]. Η δουλειά του πρώτου σώματος είναι να παρακολουθεί και να αξιολογεί τους νόμους τους οποίους έχει επεξεργαστεί το δεύτερο σώμα. Οι πιο πρόσφατες εκλογές για το πρώτο σώμα έγιναν στις 15 Μαΐου 2023, και για το δεύτερο σώμα έγιναν στις 22 Νοεμβρίου 2023.
Η Ολλανδία φημίζεται για την πολύ ελεύθερη κοινωνική πολιτική που διατηρεί. Υπάρχει πολύ χαλαρή νομική ρύθμιση για τα ναρκωτικά, την πορνεία (οι ιερόδουλες είναι ασφαλισμένες κοινωνικά) και τον γάμο ομοφυλοφίλων, όπου η Ολλανδία ήταν η πρώτη χώρα στον κόσμο όπου έγινε νόμιμος ο γάμος ομοφυλοφίλων, την 1η Απριλίου του 2001.
Ωστόσο τα τελευταία χρόνια έχουν ανακύψει ορισμένα προβλήματα στη συμβίωση των μουσουλμάνων με τον υπόλοιπο ολλανδικό πληθυσμό και σημειώθηκαν περιστατικά όπως η δολοφονία το 2004, του σκηνοθέτη Τέο Βαν Γκογκ, που ασκούσε κριτική στο Ισλάμ, από έναν νεαρό Μουσουλμάνο.[18] Παγκοσμίως διάσημος για την ισχυρή πολεμική του ενάντια στο Ισλάμ έχει γίνει ο Ολλανδός πολιτικός Γκερτ Βίλντερς.[19]
Η Ολλανδία είναι ένα ενιαίο κράτος με 12 επαρχίες. Σε όλη την ιστορία της χώρας υπήρχαν διοικητικές διαιρέσεις, ως επαρχίες, με τις παλαιότερες να υπάρχουν από το 1579, ενώ η νεότερη είναι το Φλέβολαντ που αναγνωρίστηκε το 1986 ως επαρχία, η οποία δημιουργήθηκε με επέκταση στη θάλασσα (IJsselmeer) κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα.
Σημαία | Επαρχία | Πρωτεύουσα | Μεγαλύτερη
πόλη |
Έκταση (τ.χλμ.) |
Πληθυσμός[21] (2021) |
Πυκνότητα (ανά τ.χλμ.) |
---|---|---|---|---|---|---|
Ντρέντε | Άσσεν | Άσσεν | 2.641 | 494.771 | 187,3 | |
Φλέβολαντ | Λέλυσταντ | Αλμέρε | 1.417 | 428.226 | 302,2 | |
Φρίσλαντ | Λέουβαρντεν | Λέουβαρντεν | 3.341 | 651.435 | 195 | |
Χέλντερλαντ | Άρνεμ | Ναϊμέχεν | 4.971 | 2.096.603 | 421,8 | |
Χρόνινχεν | Χρόνινχεν | Χρόνινχεν | 2.333 | 586.937 | 251,6 | |
Λιμβουργία | Μάαστριχτ | Μάαστριχτ | 2.150 | 1.115.872 | 519 | |
Βόρεια Βραβάντη | Ντεν Μπος | Αϊντχόφεν | 4.916 | 2.573.949 | 523,6 | |
Βόρεια Ολλανδία | Χάαρλεμ | Άμστερνταμ | 2.671 | 2.888.486 | 1.081 | |
Οφεράισσελ | Ζβόλε | Ενσχέντε | 3.325 | 1.166.533 | 350,8 | |
Ουτρέχτη | Ουτρέχτη | Ουτρέχτη | 1.385 | 1.361.153 | 982,8 | |
Ζηλανδία | Μίντελμπουρχ | Μίντελμπουρχ | 1.787 | 385.400 | 215,7 | |
Νότια Ολλανδία | Χάγη | Ρότερνταμ | 2.814 | 3.726.050 | 1.324 |
Η Ολλανδία διαθέτει ένα καλά οργανωμένο οικονομικό σύστημα. Κυρίαρχη είναι η βιομηχανία τροφίμων, η χημική βιομηχανία και η κατασκευή ηλεκτρικών ειδών. Η σύγχρονη γεωργία είναι επίσης πολύ παραγωγική. Εκτός από δημητριακά, λαχανικά και φρούτα, η ανθοκομία παίζει μεγάλο ρόλο στην οικονομία. Ιδιαίτερα η καλλιέργεια τουλιπών είναι ευρέως διαδεδομένη. Η κτηνοτροφία και κυρίως η γαλακτοκομία χαρίζουν στη χώρα το καλό όνομα για τα περίφημα ολλανδικά τυριά. Παρόλο που η ολλανδική γεωργία απασχολεί μόνο το 4% του συνολικού πληθυσμού, παίζει μεγάλο ρόλο στις εξαγωγές. Η Ολλανδία είναι μετά τις ΗΠΑ και τη Γαλλία ο τρίτος μεγαλύτερος παγκοσμίως εξαγωγέας γεωργικών προϊόντων.
Η Ολλανδία διαθέτει πηγές με φυσικό αέριο, ιδιαίτερα στη Βόρεια Θάλασσα, οι οποίες επαρκούν για να καλύψουν ένα μέρος από τις ενεργειακές ανάγκες της χώρας. Στην παγκόσμια κλίμακα, η Ολλανδία βρίσκεται 5η στην παραγωγή φυσικού αερίου. Επιπλέον, στα σύνορα με τη Γερμανία βρίσκονται μικρές πετρελαιοπηγές. Εκτός από την κοπριά, η Ολλανδία δεν διαθέτει άλλες φυσικές πηγές ή ορυκτά.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.