πτυχή της ιστορίας From Wikipedia, the free encyclopedia
Η ιστορία της Κύπρου ξεκινά από τη λίθινη εποχή, όταν το νησί κατοικείται από ανθρώπους οι οποίοι ήρθαν από τις ακτές της Μικράς Ασίας. Την εποχή του Χαλκού η Κύπρος γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη εξαιτίας της παραγωγής χαλκού από τα ορυχεία της. Κατά την ίδια περίοδο, πέρα από τους λεγόμενους Ετεοκύπριους, τους αυτόχθονες δηλαδή κατοίκους της Αμαθούντας, εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο οι πρώτοι Έλληνες (σε όλο το νησί) καθώς και οι Φοίνικες (στο Κίτιον). Οι τελευταίοι εγκατέλειψαν το νησί κατά τα Ελληνιστικά χρόνια. Κατακτήθηκε τον 7ο αιώνα π.Χ. από τους Ασσύριους, για να ακολουθήσουν οι Αιγύπτιοι και αργότερα οι Πέρσες. Μετά την απελευθέρωσή της από τον Μέγα Αλέξανδρο, ακολούθησε η Ελληνιστική περίοδος, όπου η Κύπρος εξελληνίστηκε πλήρως.
Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο η Κύπρος εκχριστιανίστηκε. Με τον διαχωρισμό της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας η Κύπρος έγινε μέρος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Σε όλη αυτή την περίοδο, που κράτησε σχεδόν χίλια χρόνια, δέχτηκε επιδρομές από Σαρακηνούς. Ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος κατέκτησε την Κύπρο το 1191 και τη μεταβίβασε σε ξένους βασιλιάδες, τους Ναΐτες, αργότερα στους Λουζινιανούς που την πούλησαν αργότερα στους Ενετούς. Η περίοδος αυτή ήταν δυσβάστακτη για τον λαό της Κύπρου.
Τo 1570 οι Οθωμανοί κατόρθωσαν να κατακτήσουν την Κύπρο προκαλώντας αρκετές σφαγές. Στα τέλη του 19ου αιώνα μεταβίβασαν την Κύπρο στη Βρετανική Αυτοκρατορία και στα μέσα του 20ου, η Κύπρος ανακηρύχθηκε ανεξάρτητο Κράτος. Η νέα περίοδος όμως δεν ήταν χωρίς προβλήματα, αφού οι διακοινοτικές ταραχές ανάμεσα σε Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους κορυφώθηκαν το 1974 με το πραξικόπημα και την τούρκικη εισβολή. Έκτοτε, οι συνομιλίες για επίλυση του Κυπριακού συνεχίζονται.
Η προϊστορία είναι η περίοδος από την εποχή που πρωτοεμφανίσθηκαν οι σύγχρονοι άνθρωποι, ως προς τη συμπεριφορά και ανατομία τους, μέχρι την εμφάνιση της γραπτής ιστορίας[1]. Η Προϊστορία χωρίζεται με το σύστημα τριών εποχών, ανάλογα με το υλικό για κατασκευή εργαλίων στην Λίθινη Εποχή, την Εποχή του Χαλκού και την Εποχή του Σιδήρου.[2] Στην Κύπρο, τα πρώτα σημάδια ανθρώπινης παρουσίας χρονολογούνται στη Λίθινη εποχή, το 10 000 π.Χ.
Η Λίθινη Εποχή είναι η εποχή κατά τη διάρκεια της οποίας ο άνθρωπος χρησιμοποίησε λίθινα εργαλεία και εκτείνεται από 2,5 εκατομμύρια χρόνια πριν από την εποχή μας έως το 3.300 π.Χ., το τέλος δηλαδή της τελευταίας Εποχής των Παγετώνων. Διαιρείται στην Παλαιολιθική περίοδο (2,5εκ π.Χ. - 10.000 π.Χ.), στη Μεσολιθική (10.000 π.Χ. - 8.000 π.Χ.) και τη Νεολιθική (8.000 π.Χ. - 3.300 π.Χ.). Η δε νεολιθική εποχή χωρίζεται με τη σειρά της στην ακεραμική (δηλαδή πριν τη χρήση κεραμικών), κεραμική και χαλκολιθική εποχή. Στη νεολιθική εποχή, ο άνθρωπος ασχολείται για πρώτη φορά με την καλλιέργεια Γης καθώς και εξημερώνει ζώα.[3]
Αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό της κυπριακής λίθινης εποχής είναι η ύπαρξη πηγαδιών για άντληση νερού, και χρονολογούνται περί το 10000 π.Χ., από τα αρχαιότερα πηγάδια που έχουνε βρεθεί.[4]
Ο άνθρωπος πρωτοήρθε στην Κύπρο δια θαλάσσης, αφού οι ακτές της Κύπρου είναι ορατές από τη Μικρά Ασία. Με την εδώ παρουσία του εμφανίζονται για πρώτη φορά οστά κατοικίδιων ζώων, που μαρτυρά ότι δεν προϋπήρχαν, ενώ ζώα τα οποία ενδημούσαν στην Κύπρο μέχρι τότε εξαφανίστηκαν.[5]
Η περιοχή Αετόκρεμμος, κατά την πρώτη ανασκαφή της, το 1960. Στο έδαφος βρίσκονται απολιθώματα. | |
Τοποθεσία | Δυτικά της Λεμεσού |
---|---|
Ιστορία | |
Περίοδοι | Μεσολιθική |
Τα πρώτα Ευρήματα ανθρώπινης Παρουσίας εντοπίζονται στο νησί στην περιοχή Αετόκρεμμοι, στο Ακρωτήρι Λεμεσού και χρονολογούνται περί το 10000 π.Χ. Εκεί, βρέθηκαν τα τελεύταία υπολλείματα οστών από πυγμαίους ελέφαντες (Elephas cypriotes) και νάνους ιπποπόταμους(Hippopotamus minor). Τα οστά που βρέθηκαν ανήκαν στους νάνους ιπποπόταμους, σε ψάρια και αγριόγαλους ενώ υπήρχαν και ίχνη φωτιάς[6][7]. Η εξαφάνιση των ιπποποτάμων και ελέφαντων της Κύπρου, συμπίπτει με την εμφάνιση των πρώτων ανθρώπων.[7] Οι κάτοικοι φαίνεται να είναι κυνηγοί και τροφοσυλλέκτες.[7]
Την ακεραμική νεολιθική Εποχή, έχουμε την εμφάνιση νέων οικισμών.[8] Κυριότερος είναι ο οικισμός της Χοιροκοιτίας ο οποίος χρονονολογείται στο 7000 π.Χ. Ωστόσο έχουνε βρεθεί και άλλοι, μικρότεροι νεολιθικοί οικισμοί όπως τον οικισμό στην Καλαβασό,(οικισμός Καλαβασός-Τέντα), Σιυλουρόκαμπος, στην Παρεκκλησιά Λεμεσού[9], ενώ ίχνη ανθρώπινης παρουσίας που χρονολογούνται από το 8600-8200 π.Χ., έχουν βρεθεί στην περιοχή Μυλούθκια, Κισσονεργα Πάφου[10].
Οι κάτοικοι ήταν πλέον αγρότες, αλλά δεν χρησιμοποιούσανε κεραμικά. (ακεραμική Νεολιθική περίοδος).[11] Είχανε σκύλους, πρόβατα κατσίκες και χοίρους. Έφεραν στο νησί άγρια ζώα όπως την Αλεπού (Vulpes vulpes), το αγρινό και ελάφι (Dama mesopotamica- ελάφι το οποίο εξαλήφθηκε από την Κύπρο τον 19ο αιώνα μ.Χ. [12]). Οι κάτοικοι καλλιεργούσαν σιτάρι.
Ο οικισμός είναι κτισμένος στην απότομη πλαγιά ενός λόφου που βρίσκεται στη δυτική όχθη του ποταμού Μαρωνίου, σε απόσταση 6 χλμ. από τη θάλασσα. Στα δυτικά, όπου ο οικισμός δεν είναι φυσικά οχυρωμένος, ανεγέρθηκε ένας πλατύς τοίχος περίφραξης. Το κτίσιμό του προϋποθέτει συλλογική προσπάθεια, γεγονός που υπονοεί σύνθετη κοινωνική οργάνωση. Υπολογίζεται πως κατοικούσαν 5.000 άνθρωποι στη Χοιροκοιτία[13]
Από τον οικισμό της Χοιροκοιτίας μπορούν να βγούν συμπεράσματα για την αρχιτεκτονική, τα ταφικά έθιμα και τις καθημερινές ασχολίες των κατοίκων. Τα σπίτια της Χοιροκοιτίας ήταν στα θεμέλια και στα κατώτερα μέρη χρησιμοποιήθηκαν λιθάρια (πέτρες) του ποταμού, ενώ στα ανώτερα ελαφρότερα υλικά, όπως πηλός και πλιθάρια. Τη στέγη αποτελούσαν οριζόντια δοκάρια, πάνω στα οποία υπήρχαν καλάμια και κλαδιά, καλυμμένα με πηλό. Στο μέσο της οικίας υπήρχε εστία για το μαγείρεμα, το φωτισμό και τη θέρμανση.[14]
Οι νεκροί ενταφιάζονταν σε λάκκους σκαμμένους στο εσωτερικό των κατοικιών. Οι τάφοι ήταν ατομικοί και οι νεκροί ενταφιάζονταν με το σώμα πλαγιασμένο, συνήθως στη δεξιά πλευρά. Σε αρκετές περιπτώσεις συνοδεύονται από αντικείμενα καθημερινής χρήσης όπως λίθινα αγγεία και περιδέραια φτιαγμένα από θαλάσσια όστρακα και λίθινες χάντρες. Ίσως αυτό να είναι ένδειξη μιας μορφής αρχαίας θρησκείας, της προγονολατρείας.[15] Όπως συμπεραίνουμε από τους σκελετούς τάφων της Χοιροκοιτίας,οι κάτοικοι είχαν ύψος 1,60μ. περίπου οι άντρες και 1,50μ. οι γυναίκες ενώ πέθαιναν σε ηλικία 25-40 χρόνων.[14]
Οι διατροφικές ανάγκες των κατοίκων καλύπτονταν από την κτηνοτροφία, το κυνήγι, τη γεωργία και τη συλλογή άγριων καρπών. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν ήταν φτιαγμένα από λίθο και οστά. Έχουν βρεθεί επίσης πολλά λίθινα σκεύη και ειδώλια που παριστάνουν κυρίως ανθρώπινες μορφές.
Ο αρχαιολογικός χώρος ανακαλύφθηκε το 1934 από τον Δρ. Πορφύριο Δίκαιο, διευθυντή του Κυπριακού Τμήματος Αρχαιοτήτων, πραγματοποιώντας έξι ανασκαφές μεταξύ του 1934 και του 1946[16].
Η ακεραμική περίοδος έλειξε μάλλον απότομα περι το 6000 π.Χ., και μετά από ένα κενό 1500 χρόνων, εμφανίζεται η δεύτερη νεολιθική περίοδος, η Νεολιθική Β' ή κεραμική νεολιθική εποχή.
Οικισμοί βρίσκονται στο χωριό Σωτήρα, στο χωριό Τρούλλοι και στον Άγιο Επίκτητο. Στον Άγιο Επίκτητο οι κατοικίες είναι υπόγειες και με τοίχους από πέτρα. Στους Τρούλλους και στον οικισμό της Σωτήρας τα δωμάτια των κατοικιών είναι είναι ορθογώνια με στρογγυλεμένες γωνίες. Η κεραμική της φάσης αυτής είναι μονόχρωμη και ομοιάζει με εκείνη της Κιλικίας(Μεσίνα) και του Λιβάνου (Rash Shamra). Τα ειδώλια της περιόδου είναι από πέτρα και σχηματοποιημένα, επικρατεί η χτενιστή κεραμική. Οι οικονομία της περιόδου είναι μικτή με την επιπλέον καλλιέργεια της ελιάς και του αμπελιού, ενώ η θήρευση του ελαφιού αποτελεί βασική πηγή κρέατος.[17]
Ο νεολιθικός πολιτισμός καταστράφηκε από σεισμό το 3800 π.Χ. Δεν φαίνεται να ήρθαν νέοι άνθρωποι από γύρω περιοχές, αλλά η κοινωνία εξελίχθηκε από τους ήδη υπάρχοντες κατοίκους παρ' όλη τη σφοδρότητα της φυσικής καταστροφής. Μια σημαντική εξέλιξη παρατηρείται το 3500 π.Χ. με την εμφάνιση μεταλλικών κατασκευών, που σηματοδοτούν τη χαλκολιθική εποχή, η οποία κράτησε εως το 2500 π.Χ. Η παρουσία μικρών αγκιστρών και κοσμημάτων από χαλκό, μαρτυρεί ίσως τη στενή επαφή με τη Μικρά Ασία όπου η συγκεκριμένη τέχνη ήτανε ήδη αρκετά εξελιγμένη ήδη.
Στην περίοδο αυτή η οικονομία στηρίζεται στους ίδιους πόρους με τη Νεολιθική ΙΙ. Η εκτροφή αιγοπροβάτων και χοίρων συνεχίζεται όπως και το κυνήγι ελαφιών. Στην αρχιτεκτονική επανέρχεται η κυκλική κατοικία με λιθόκτιστο θεμέλιο και πασσάλους που στηρίζουν την οροφή. Οι ταφές γίνονται μέσα ή ενδιάμεσα από τα σπίτια, οι τάφοι είναι κυψελοειδείς λάκκοι με έναν ή περισσότερους νεκρούς σε συνεσταλμένη θέση. Η κεραμική είναι χτενιστή και γραπτή με ερυθρό πάνω σε λευκό, παράλληλα νέα σχήματα εμφανίζονται ενώ στη φυσιοκρατική ειδωλοπλαστική κυριαρχεί η γυναικεία μορφή.[18]
Κατά τη Χαλκολιθική Εποχή, υπήρξαν σημαντικές τεχνολογικές και καλλιτεχνικές εξελίξεις. Η ύπαρξη σφραγίδων, τα διαφορετικά μεγέθη σπιτιών και η ταφή σε διαφορετικά στολισμένους τάφους, μαρτυρούν ίσως την ύπαρξη ιδιοκτησίας και κοινωνικής ιεραρχείας.
Σημαντικοί οικισμοί της Χαλκολιθικής Εποχής είναι ο οικισμός της Ερήμης, στη Λεμεσό και της Λέμπας στην Πάφο όπου πληθυσμός έφτανε τους 1000 κατοίκους.[19]
Η εποχή του Χαλκού ξεκινάει περίπου το 2600 π.Χ. Η ύπαρξη του Χαλκού καθόρισε τις εξελίξεις στο νησί. Η γνώση για την εξόρυξη και χρήση του χαλκού ήρθε από τους γειτονικούς λαούς της Μικράς Ασίας και Συρίας, όπου γνώριζαν για την επεξεργασία του χαλκού από το 3000 π.Χ.[20] Η συστηματική εξόρυξη και εμπορεία του, οδήγησε σε άνθιση του πληθυσμού του νησιού, κατασκευή καλύτερων μηχανημάτων, καλύτερης τεχνολογίας (ξυλοκοπτικά, πλοία), καθώς και στη δημιουργία εμπορικών σχέσεων με το εξωτερικό. Στην Κύπρο, τα άφθονα δάση έδωσαν τα απαραίτητα καύσιμα για επεξεργασία του μεταλλεύματος. Δημιουργήθηκαν πολύ περισσότεροι οικισμοί σε σχέση με τη νεολιθική εποχή, διάσπαρτοι σε όλη την Κύπρο.[21] Στη γεωργία εισήχθη το άροτρο, μια επαναστατική αλλαγή για την εποχή η οποία επέτρεψε τον πολλαπλασιασμό της καλλιεργήσιμης γης. Επιπλέον, εισήχθη το γαϊδούρι, με το οποίο επέκτεινε τον ζωτικό χώρο του χωριού.[22] Επιπλέον, εισήχθη αυτή την εποχή το κρασί και το ξύδι, το οποίο χρησιμοποιείται και για συντήρηση.
Στην ύστερη εποχή του Χαλκού, εισάγεται το πρώτο σύστημα γραφής.
Στα τέλη της εποχής του Χαλκού, εμφανίζονται οι Μυκηναίοι (Έλληνες) στην Κύπρο και θα σχηματίσουν τους πρώτους οικισμούς τους, ενώ από το 1500 π.Χ. το όνομα της Κύπρου εμφανίζεται στη γραφή των Μυκηναίων, τη Γραμμική Γραφή Β.[23][24]
Η εποχή του χαλκού χωρίζεται σε 3 περιόδους.
Κατά την πρώιμη εποχή του χαλκού (2300 - 1900 π.Χ.) νέο κύμα μετανάστευσης προς την Κύπρο από τη Μικρά Ασία εμφανίζεται αρχικά στην περιοχή της Μόρφου. Οι νεοεισερχόμενοι αποτελούν τον πολιτισμό της Φυλλιάς, ο οποίος λαμβάνει το όνομα από το χωρίο Φυλλιά της Μόρφου όπου πρωτοπαρουσιάστηκε. Τα ξεχωριστά χαρακτηριστικά αυτού του πολιτισμού είναι η αρχιτεκτονική των οικιών, η οποία γίνεται ορθογώνια με λίθινες κρηπίδες και ανωδομίες από πλίνθους, ενώ εμφανίζονται τα κόκκινα κεραμικά. Οι νέοι οικισμοί, μαρτυράνε την αύξηση του πληθυσμού εξ' αιτίας και της οικονομικής ευημερίας λόγω της εκμετάλλευσης των μεγάλων κοιτασμάτων χαλκού. Η αγγειοπλαστική της περιόδου είναι πιο σύνθετη με χαρακτά διακοσμητικά μοτίβα, ζωγραφιστά κύπελλα με ζωικές και ανθρώπινες μορφές. Οι θρησκευτικές αντιλήψεις εξελίσσονται κι αυτές:ομοιώματα ιερών (Κοτσιάτης, Καλοψίδα), λατρεία ταύρου.[25]
Η εξαγωγή του Χαλκού σε Μ.Ασία, Συρία, Παλαιστίνη φέρνει σε επαφή την Κύπρο με άλλους παραμεσόγειους πολιτισμούς[26],όπως και στην Κρήτη, η οποία υπερέχει ως προς τις εισαγωγές από την Κύπρο.[27]
Τα νεκροταφεία είναι λαξευμένα σε πλαγιές και σπηλιές, πλησίον των οικισμών, σε απόσταση περίπου 10 λεπτών με τα πόδια. Αυτό αποτελεί διακριτό στοιχείο από την προηγούμενη νεολιθική εποχή, όπου οι νεκροί θάβονταν εντός της οικείας.
Οι πιο σημαντικοί οικισμοί της πρώιμης εποχής του χαλκού είναι ο οικισμός στην περιοχή Καμινούδια της Σωτήρας και στο Μαρκί Αλώνια,
Η Μέση εποχή του χαλκού (1900 - 1650/1600 π.Χ.) ήτανε μια σύντομη, μεταβατική περίοδος, η οποία χαρακτηρίστηκε από την ειρηνική ανάπτυξη του νησιού.
Οι Οικισμοί χτίζονται με πυκνή δόμηση, μακριά από τη θάλασσα. Διαθέτουν πρόσβαση σε πηγές διαβίωσης: νερό, καλλιεργήσιμη γη και είναι κοντά σε χαλκοφόρες περιοχές. Οι οικίες είναι σύνολο δωματίων τετράγωνης και ακανόνιστης κάτοψης. Διατάσσονται γύρω από κεντρική αυλή ή το κεντρικό δωμάτιο ή εκατέρωθεν κεντρικού τοίχου.Οι τοίχοι θεμελιώνονται σε λίθους αργούς, ενώ η ανωδομή είναι από ωμοπλίνθους. Οι τοίχοι εφάπτονται ο ένας στη γωνία του άλλου. Γίνεται χρήση πηλοκονιάματος από χώμα με υψηλή περιεκτικότητα σε ασβεστολιθικά στοιχεία.[28]
Η ταφική αρχιτεκτονική της περιόδου γίνεται πιο σύνθετη (θάλαμοι γύρω από διάδρομο) και δέχεται επιδράσεις από την Αίγυπτο[29][30]
Η Ύστερη εποχή του χαλκού (1650/1600 - 1100/1050 π.Χ) ξεκινά με αναταραχές που μάλλον αντανακλουν την απέλαση των Υκσώς από την Αίγυπτο. Από αυτή την εποχή εγκαθίστανται στο νησί ελληνικοί πληθυσμοί σε τρεις διαδοχικές φάσεις. Οι επιδράσεις εντοπίζονται σε θρησκευτικό και γλωσσικό επίπεδο,[31] αλλά και από τα ταφικά έθιμα και τον κεραμεικό ρυθμό που έφεραν οι Αχαιοί.[32] Αρκάδες από την Τριφυλία και την Πισάτιδα εγκαθίσταται στο Μαρόνι και στην Εγκώμη κομίζοντας το τοπωνύμιο Αλασία που έγινε δηλωτικό όλου του νησιού.[33] Ύστερα από το 1230 π.Χ. στα τέλη του ΙΓ' αι. ακολουθεί μια περίοδος αναταραχής και καταστροφών (Έγκωμη και Κίτιο) λόγω των εισβολών των Λαών της Θάλασσας.[34] Γύρω στα 1500 π.Χ εμφανίζεται ένα σύστημα γραφής, η συλλαβική κυπριακή γραφή, την οποία χρησιμοποιούσαν οι πιο παλιοί Κύπριοι, και είναι εξέλιξη της Γραμμικής Β΄. Είναι καθαρά ελληνική γλώσσα, όπως έχει αποδειχτεί, αφού η ανάγνωσή της είναι γνωστή. Οι φερόμενοι ως πρώτοι χρήστες της, οι καλούμενοι Ετεοκύπριοι (δεν προσδιορίζονται ως λαός και η ύπαρξη τους βασίζεται σε θεωρία που προέκυψε επί Αγγλοκρατίας, με βάση 5 πινακίδες που δε διαβάστηκαν) αμφισβητούνται ως συγκεκριμένος λαός. Όσο αφορά την κυπριακή συλλαβική συνέχισε η χρήση της για χίλια περίπου χρόνια, μέχρι τον 4ο αιώνα π.Χ., οπόταν και η παρουσία των Φοινίκων στο νησί (Κίτιο) εξέλειπε. Υπενθυμίζεται ότι το σημερινό αλφάβητο, παρότι αναπτύχθηκε στην Κύμη, θεωρείται φοινικικής επινόηση, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο και λόγω του ανταγωνισμού με τους Φοίνικες οι κύπριοι το υιοθέτησαν τελευταίοι από τους Έλληνες (το νησί θεωρείται πλήρως εξελληνισμένο από τον 12ο αι. π.χ., με εξαίρεση το Κίτιο, στο οποίο κατοικούσαν και Φοίνικες και την Αμαθούντα στην οποία κατοικούσαν και Αφρικανοί, κατά τον Ηρόδοτο- τα αρχαιολογικά στοιχεία τεκμηριώνουν μόνο την ύπαρξη Φοινίκων στο Κίτιο, όπου υπήρχε και ναός της Αστάρτης) - μετά ακόμα κι από τους Ρωμαίους.
Η ύστερη εποχή του χαλκού στην Κύπρο ήτανε εποχή ανάπτυξης. Πόλεις όπως την Έγκωμη, με τείχη, μεγάλα δημόσια κτίρια, ευθυγραμμισμένους δρόμους και κεντρικές πλατείες, κτίστηκαν.
Η Κύπρος κατά την ύστερη εποχή του Χαλκού, ήτανε κομμάτι της αυτοκρατορίας των Χετταίων, κατέβαλλε φόρο υποτελείας, αλλά οι βασιλιάδες των Χετταίων δεν αναμειγνύονταν στα εσωτερικά της Κύπρου, ούτε εισέβαλλαν στην Κύπρο, εκτός από την εποχή του βασιλιά Τουδαλίγια.[35][35]
Κατά την ύστερη εποχή του χαλκού, οι πρώτοι Έλληνες κατεύθασαν στο νησί. Ήδη από το 1400 υπάρχουν τα πρώτα ίχνη Ελλήνων, όμως μαζική μετακίνηση Ελλήνων στην Κύπρο έγινε μετά την κατάρρευση του Μυκηναϊκού πολιτισμού, πιθανόν πιεζόμενοι από τους Δωριείς. Οι επιδράσεις εντοπίζονται σε θρησκευτικό και γλωσσικό επίπεδο,[31] αλλά και από τα ταφικά έθιμα και τον κεραμεικό ρυθμό που έφεραν οι Αχαιοί.[32] Οι Δωριείς στην Κύπρο κατεύθασαν το 1100 π.Χ.
Η Εποχή του Σιδήρου στην Κύπρο χωρίζεται στη Γεωμετρική περίοδο (1050–700 π.Χ.), και την Αρχαϊκή (700–525 π.Χ.). Γενικά υπήρξε περίοδος άνθισης της Κύπρου, αφού το νησί κατέστη εμπορικός σταθμός. Αυτή η περίοδος χαρακτηρίζεται από την αποίκηση του νησιού από τους Φοίνικες, και την κατάκτηση της Κύπρου από τους Ασσύριους, Αιγύπτιους και Πέρσες.
Η Γεωμετρική περίοδος πήρε το όνομά της από τη γεωμετρική διακόσμηση που φέρουν τα αγγεία της περιόδου. Ονομάζεται ακόμη και Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου, γιατί ελάχιστα χρόνια πριν από την έναρξή της αρχίζει να γίνεται γνωστός ο σίδηρος, το νέο μέταλλο που ίσως και να ανακαλύφθηκε στην Κύπρο, σύμφωνα με κάποιους αρχαιολόγους.
Η Κύπρος κατά την Γεωμετρική περίοδο, είχε δέκα ελληνικές πόλεις-βασίλεια. Η ίδρυση των πόλεων συνδέεται με τους μύθους των ηρώων του Τρωϊκού πολέμου. Για παράδειγμα, ο Τεύκρος, ο αδελφός του Αίαντα, συμφωνα με τον μύθο, ίδρυσε την Σαλαμίνα. Ο αρκάδας βασιλειάς Αγαπήνωρας, ίδρυσε την Παλαίπαφο, μετά τον Τρωϊκό πόλεμο.
Στο διάστημα της Γεωμετρικής Περιοδου εντοπίζεται σημαντική παρουσία τους στην Κύπρο, κυρίως στο Κίτιον (κοντά στη σημερινή Λάρνακα), όπου κι έκτισαν τον επιβλητικότερο ναό του φοινικικού κόσμου αφιερωμένο στη θεά Αστάρτη.[36] Δεν εντοπίζεται άλλο σημαντικό δημόσιο φοινικικό κτήριο στην Κύπρο.
Στις αρχές του 7ου αι. και έως το 650 π.Χ κατακτούν το νησί οι Ασσύριοι [37] Οι Κύπριοι αφού εξασφαλίζουν ανεξαρτησία από το 650 π.Χ και μετά περιορίζονται στην καταβολή φόρου υποτέλειας στους Ασσυρίους. Την περίοδο αυτή το νησί διέρχεται περίοδο ακμής: σημαντικό κέντρο, ήδη από παλαιότερες περιόδους, αποτελεί η Σαλαμίνα που είναι κέντρο επικοινωνίας ανάμεσα στον Αιγαιακό χώρο και την ηπειρωτική Ελλάδα από τη μια και την Κύπρο και δια μέσου αυτής με την Ανατολή[38]. Το 560 π.Χ., οι Αιγύπτιοι καταλαμβάνουν το νησί και στο σύντομο διάστημα που κατέχουν την Κύπρο, (560-545) υπήρξαν πιο καταπιεστικοί από τους προκατόχους τους Ασσύριους. Η Αμαθούντα ήτανε το πιο σημαντικό λιμάνι του νησιού.
Την περίοδο της Ασσυριακής κυριαρχίας στην Κύπρο, υπήρχαν 10 βασίλεια στην Κύπρο, τα οποία κατονομάζονται σε μια ασσυριακή λίστα του βασιλιά Εσαράδδων[39]
Η περίοδος της Αρχαιότητας στην Κύπρο, ξεκινάει από τα μέσα της εποχής του Σιδήρου και τελειώνει με τη Ρωμαϊκή περίοδο. Στο νησί είχαν ήδη εγκατασταθεί, πέρα από τους Ετεοκύπριους, Έλληνες και Φοίνικες, οι οποίοι φτιάξανε αποικίες.
Οι Ασσύριοι οι οποίοι κατοικούν στη Μικρά Ασία, βόρεια της Κύπρου, κατακτούν το νησί, εξαναγκάζοντας το να πληρώνει φόρο υποτέλειας στους Ασσύριους βασιλείς.
Το 570 π.Χ. η Κύπρος κατακτήθηκε από την Αίγυπτο του βασιλιά Αμασις Β Παρόλο που η κυριαρχία της Αιγύπτου ήταν σύντομη, επηρέασε τις τέχνες, ιδίως τη γλυπτική. Πέτρινα αγάλματα έχουν συχνά Αιγυπτιακή και Ελληνική επιρροή. Τα κεραμικά της περιόδου δείχνουν έντονες επιρροές από την Αρχαία Κρήτη. Οι άντρες συχνά απεικονίζονται να έχουνε Αιγυπτιακή κόμμωση και Ασσυριακό τύπου γενειάδας. Το ντύσιμο των Κυπρίων έχει στοιχεία της Δυτικής Ασίας. Η κυριαρχία τους κράτησε ως το 525 π.Χ.
Το 525 π.Χ., η Κύπρος κατακτήθηκε από την Περσική Αυτοκρατορία. Οι βασιλείς διατήρησαν την ανεξαρτησία τους, αλλά έπρεπε να πληρώνουν φόρο υποτέλειας. Τα κυπριακά βασίλεια ξεκίνησαν να κατασκευάζουν το καθένα το νόμισμα του, χρησιμοποιώντας το περσικό σύστημα ζυγίσματος. Τα νομίσματα απεικόνιζαν τον βασιλιά της περιοχής. Ο βασιλιάς της Σαλαμίνας Ευέλθων, ήταν μάλλον ο πρώτος ο οποίος κατασκεύασε χάλκινα και ασημένια νομίσματα.
Περσικού τύπου παλάτια έχουν βρεθεί σε ανασκαφές στην Παλαίπαφο και στο Βουνί, μια περιοχή του Μάριον, στη βόρεια ακτογραμμή.[40] Μοιάζουν εντυπωσιακά με την αρχιτεκτονική της Περσέπολης. Το παλάτι στο Βουνί είχε θέα τον Κόλπο της Μόρφου, χτίστηκε γύρω στο 520 π.Χ. ενώ καταστράφηκε το 280 π.Χ.
Οι πόλεις της περσικής περιόδου απόκτησαν οχυρά και τείχη από πλινθόλιθους. Τα σπίτια ήτανε και αυτά κτισμένα με πλίνθους, ενώ τα δημόσια κτίρια είχανε πέτρινη επικάλυψη. Οι ναοί ακολουθούσαν τη φοινικική τεχνοτροπία, μόνο στην περιοχή Σόλοι υπήρχε ένας μικρός ναός που θύμιζε τον Ελληνικό ρυθμό.
Τα αγάλματα, σε αντίθεση με την αρχιτεκτονική, ήταν επηρεασμένα από την Ελληνική τεχνοτροπία. Το αρχαϊκό χαμόγελο στα πρόσωπα των αγαλμάτων είναι εμφανές σε πολλά κυπριακά κομμάτια της εποχής. Κατά την Περσική κυριαρχία, η επίδραση από τους Ίωνες εντατικοποιήθηκε και αντίτυπα της Κόρης εμφανίζονται στην Κύπρο. Παρόλα αυτά, οι Κούροι, τυπικό παράδειγμα ανδρικού γυμνού αγάλματος στην Ελλάδα, ήτανε σπάνιοι στην Κύπρο.
Η πιο σημαντική υποχρέωση των βασιλιάδων της Κύπρου ήτανε η πληρωμή φόρου υποτελείας στον Πέρση βασιλέα, καθώς και να χορηγούν στρατό όταν ήτανε απαραίτητο. Έτσι, όταν ο Ξέρξης ο Α' εισέβαλε στην Ελλάδα το 480 π.Χ., η Κύπρος έδωσε 150 πλοία στον περσικό στρατό.[41]
Όλες οι κυπριακές πόλεις έλαβαν μέρος στην Ιωνική Επανάσταση του 499 π.Χ., με εξαίρεση την πόλη της Αμαθούντας. Της εξέγερσης στην Κύπρο ηγήθηκε ο Ονήσιλλος, ο οποίος ήτανε αδελφός του Γόργου, του βασιλιά της Σαλαμίνας, τον οποίο εκθρόνισε εξ αιτίας της άρνησης του να λάβει μέρος στον αγώνα. Ο Ονήσιλος πολιόρκησε την Αμαθούντα για να πείσει τους κατοίκους της να συμμετέχουν στην εξέγερση.[42] Το 498 π.Χ., ενώ ο Ονήσιλος πολιορκούσε την Αμαθούντα, έγινε γνωστό ότι οι Πέρσες, υπό την ηγεσία του Αρτύβιου, έφθασαν στην Κύπρο χάρη στους Φοίνικες. Ο Ονήσιλος ζήτησε βοήθεια από τους Ίωνες, οι οποίοι έστειλαν πολλές ενισχύσεις[43] και διέλυσαν σε ναυμαχία τους Φοίνικες.[44] Οι Κύπριοι είχαν αρχικά την υπεροχή και είχαν σκοτώσει τον αρχηγό των Περσών, αλλά όταν ο βασιλιάς του Κουρίου Στησάνωρ και τα άρματα των Σαλαμινίων πήραν το μέρος των Περσών, οι τελευταίοι τελικά νίκησαν ενώ ο Ονήσιλος σκοτώθηκε στη μάχη. Μετά από πολιορκία πέντε μηνών, οι Πέρσες κατέλαβαν τους Σόλους. Η Πάφος πολιορκήθηκε επίσης. Τελικά οι Πέρσες κατέπνιξαν την κυπριακή εξέγερση. Οι συνέπειες ήταν οι φιλέλληνες βασιλείς να αντικατασταθούν με φιλικά διακείμενους στους Πέρσες και οι Κύπριοι να παραχωρούν στρατιωτικές δυνάμεις στις εκστρατείες των Περσών.
Ο Ευαγόρας ο Α' ήταν βασιλιάς της αρχαίας Σαλαμίνας στην Κύπρο (περίπου 435 - 374 π.χ.)[45][46] και υπήρξε η κυρίαρχη μορφή της Κύπρου για σχεδόν μισό αιώνα μέχρι τον θάνατο του. Κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο τάχθηκε υπέρ της Αθήνας και προκάλεσε τους Πέρσες να υποστηρίξουν και αυτοί την Αθήνα. Προσκάλεσε Έλληνες από τα νησιά του Αιγαίου να εγκατασταθούν στην Κύπρου. Όταν απέκτησε έλεγχο όλης της Κύπρου, προσπάθησε να ανεξαρτητοποιηθεί από τους Πέρσες με τη βοήθεια της Αθήνας. Οι βασιλείς από το Κίτιον, την Αμαθούντα και τους Σόλους, ζήτησαν βοήθεια από την Περσία. Ο Ευαγόρας έλαβε λιγότερη υποστήριξη από την Αθήνα απ' ό,τι ήλπιζε και αναγκάστηκε να υποταχθεί ξανά στους Πέρσες, μετά τη συντριβή στη Ναυμαχία στο Κίτιον, παραμένοντας όμως βασιλιάς της Σαλαμίνας.
Ο Ευαγόρας προώθησε το Ελληνικό αλφάβητο στην Κύπρο,[47] αν και σε μέρη όπως το φοινικικό Κίτιον, η Κυπριακή Συλλαβική γραφή συνέχισε να χρησιμοποιείται. Σύμφωνα με τον Ισοκράτη, ο Ευαγόρας ήταν ένα πρότυπο ηγεμόνα, του οποίου στόχος ήταν να προωθήσει την ευημερία του κράτους και των υπηκόων του από την καλλιέργεια του ελληνικού πολιτισμού. Ο Ισοκράτης αναφέρει επίσης ότι πολλοί άνθρωποι μετανάστευσαν από την Ελλάδα προς την Κύπρο. Ο Ευαγόρας είχε κατασκευάσει χρυσά νομίσματα που αντικατέστησε το Περσικό νομισματικό σύστημα.
Το 387 π.Χ., οι κύριες συγκρούσεις τoυ κορινθιακού πολέμου είχαν μετατοπιστεί από την ελληνική ηπειρωτική χώρα στο Αιγαίο, όπου ένας αθηναϊκός στόλος υπό τη διοίκηση του Θρασύβουλου είχε τοποθετήσει επιτυχώς αρκετές πόλεις στο Αιγαίο υπό τον έλεγχο των Αθηναίων και συνεργαζόταν με τον Ευαγόρα τον Βασιλέα της Κύπρου. Δεδομένου ότι ο Ευαγόρας ήταν εχθρός της Περσίας και πολλά από τα αθηναϊκά κέρδη απειλούσαν τα περσικά συμφέροντα, οι εξελίξεις ώθησαν τον Αρταξέρξη να άρει την υποστήριξή του προς την Αθήνα και τους συμμάχους τους, στρεφόμενος στη Σπάρτη. Ο Ανταλκίδας, ο διοικητής ενός σπαρτιατικού στόλου, κλήθηκε στα Σούσα μαζί με τον σατράπη Τιρίβαζο. Εκεί οι Σπαρτιάτες και οι Πέρσες επεξεργάστηκαν τη μορφή μιας συμφωνίας για τον τερματισμό του πολέμου.
Με βάση τη συμφωνία αυτή, που είναι γνωστή ως Ανταλκίδειος ειρήνη, η Ιωνία και η Κύπρος εγκαταλείφθηκαν στους Πέρσες και οι Αθηναίοι αναγκάστηκαν να παραχωρήσουν τα νεοαποκτηθέντα εδάφη τους στο Αιγαίο. Μετά τη συμφωνία, οι Σπαρτιάτες, οι οποίοι ήταν υπεύθυνοι για τη διαχείριση της ειρήνης, δεν ήθελαν να δουν την εφαρμογή της αρχής της ανεξαρτησίας στις περιοχές που προέβλεπε η συμφωνία.
Η Κύπρος μαζί με την Αίγυπτο και τη Φοινίκη, εξεγέρθηκαν ξανά εναντίον των Περσών το 350 π.Χ., για να συντριβούν πάλι, από τον Αρταξέρξη Γ' το 344 π.Χ.
Οι προσπάθειες των Κυπρίων για να αποτινάξουν την Περσική κυριαρχία αποτύγχαναν μέχρι την εμφάνιση του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Τα βασίλεια του νησιού συμμάχησαν με τις δυνάμεις του Αλέξανδρου μετά τις νίκες του στη Μικρά Ασία. Οι Κύπριοι βασιλιάδες εξεγέρθηκαν κατά των Περσών διέθεσαν τον στόλο τους, που προηγουμένως βοηθούσε τους Πέρσες. Ο κυπριακός στόλος βοήθησε τον Αλέξανδρο να καταλάβει το λιμάνι της Τύρου (332 π.Χ.), μετά από εφτάμηνη πολιορκία. Κύπριοι βασιλιάδες παρέστησαν στη συγκεκριμένη πολιορκία.
Οι Κύπριοι, ως έμπειρος ναυτικός λαός και με τεχνογνωσία στην κατασκευή πλοίων, βοήθησε τον Αλέξανδρο και κατά την εκστρατεία του στις Ινδίες, στην οποία βρίσκονται αρκετά πλωτά ποτάμια. Επικεφαλής της αποστολής της Κύπρου ήτανε ο κύπριος πρίγκηπας Νικοκλής, ο γιος του βασιλιά Πασικράτη, και ο Νιφόθωνας, γιος του Πνυταγόρα της Σαλαμίνας.[48]
Η Κύπρος δεν ανεξαρτητοποιήθηκε πλήρως, όπως θέλανε οι βασιλιάδες της, κατά την περίοδο του Αλεξάνδρου. Ο Αλέξανδρος έκανε σαφές πως ενώ θα σεβόταν μια αυτονομία στα εσωτερικά ζητήματα, ξεκαθάρισε πως τα ορυχεία θα ήτανε υπό τον έλεγχό του καθώς και τα νομίσματα θα έφεραν τη σφραγίδα του.
Μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου και του διαμοιρασμού της αυτοκρατορίας του ανάμεσα στους στρατηγούς του, η Κύπρος πέρασε, μετά από μάχες με τον Αντίγονο τον Μονόφθαλμο ο οποίος έλεγχε τη Συρία, υπό τον έλεγχο των Πτολεμαίων.[49][50] Ο πόλεμος του Αντίγονου με τους Πτολεμαίους έφερε σε δύσκολη θέση τους βασιλιάδες της Κύπρου, που έπρεπε να κάνουν νέες συμμαχίες. Οι περισσότεροι επέλεξαν να συμμαχήσουν με τους Πτολεμαίους, άλλοι με τον Αντίγονο, ενώ άλλοι προσπάθησαν να κρατήσουν ουδετερότητα. Ο Νικοκρέωντας, ο βασιλιάς της πιο ισχυρής πόλης τότε, της Σαλαμίνας, κατάκτησε την Κερύνεια και τη Λάπηθο, ενώ το Μάριον υποτάχτηκε σε αυτόν. Όταν αργότερα, το 312 π.Χ., ο Πτολεμαίος εισήλθε στην Κύπρο με επιπλέον στρατιωτικές δυνάμεις, σκότωσε τον βασιλιά του Κιτίου και συνέλαβε τους βασιλιάδες που είχανε συμμαχήσει με τον Αντίγονο. Κατέστρεψε το Μάριον και εξάλειψε τα περισσότερα από τα βασίλεια της Κύπρου. Αυτή η αποφασιστική επέμβαση του Πτολεμαίου, έδωσε περισσότερη ώθηση στις πόλεις της Πάφου, των Σόλων και της Σαλαμίνας. Η Σαλαμίνα εξάπλωσε τον έλεγχο της πλέον στις περιοχές που έλεγχαν πιο πριν το Κίτιο, η Λάπηθος και η Ταμασσός. Παρόλη την ενίσχυση του βασιλιά της Σαλαμίνας, οι βασιλιάδες της Πάφου και των Σόλων παραμένουν στις θέσεις τους, όμως, όταν τον επόμενο χρόνο ο βασιλιάς της Πάφου θα θεωρηθεί ύποπτος, θα εξαναγκαστεί σε αυτοκτονία ενώ η οικογένεια του θα θανατωθεί. Την επόμενη χρονιά, 311 π.Χ., ο βασιλιάς της Σαλαμίνας Νικοκρέωντας θα πεθάνει
Ο γιος του Αντίγονου του Μονόφθαλμου, ο Δημήτριος Α' ο Πολιορκητής, κατέκτησε την Κύπρο το 306 π.Χ. Ο Δημήτριος είχε ήδη διακριθεί σε αρκετές μάχες πριν την εκστρατεία του κατά της Κύπρου. Το 307 απελευθέρωσε την Αθήνα από τον Κάσσανδρο, και εγκατέστησε Δημοκρατικό πολίτευμα. Ο Δημήτριος έφτασε στην Κιλικία με δύναμη 15.000 πεζικάριων και 400 ιππέων, περισσότερες από 110 ταχείς τριήρεις, 53 βαρύτερα μεταφορικά πλοία και διάφορα άλλα ναυλωμένα ώστε να μεταφέρουν επιτυχώς όλες του τις δυνάμεις. Οι επιχειρήσεις ξεκίνησαν με την άμεση κατάληψη των πόλεων Ουρανία και Καρπασία στη χερσόνησο της Καρπασίας, προτού η προσοχή του Δημητρίου στραφεί στη Σαλαμίνα όπου τον περίμενε ο Μενέλαος, ο οποίος ήτανε αδελφός του Πτολεμαίου και κυβερνήτης της Κύπρου. Στη μάχη που ακολούθησε έξω από τα τείχη της πόλης, οι πτολεμαϊκές δυνάμεις παρέταξαν 12.000 πεζούς και 800 ιππείς.[51] Ο Δημήτριος αναδείχθηκε νικητής μετά από σύντομη μάχη, καταδιώκοντας τον εχθρό μέχρι τις παρυφές της πόλης.[52] Σύμφωνα πάντα με τον Διόδωρο, έλαβε 3.000 αιχμαλώτους και θανάτωσε 1.000 στρατιώτες.[51] Από την πλευρά του ο Μενέλαος προετοίμασε τις άμυνες της πόλης για πολιορκία, στέλνοντας παράλληλα μήνυμα στον Πτολεμαίο στην Αίγυπτο να του αποστείλει βοήθεια.[52]
Μαθαίνοντας την κατάσταση στην Κύπρο, ο Πτολεμαίος απέπλευσε από την Αίγυπτο με προορισμό την Πάφο. Αφού ενώθηκαν με το στόλο του και πλοία άλλων συμμαχικών του πόλεων, ανεχώρησε για το Κίτιο. Το στόλο του αποτελούσαν 140 πολεμικά πλοία και περισσότερα από 200 μεταφορικά πλοία, με τα οποία ταξίδεψαν τουλάχιστον 10.000 πεζοί.[53] Ο Πτολεμαίος είχε συντριπτική υπεροχή, ωστόσο, στη σημαντική μάχη που ακολούθησε, τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας ηττήθηκε
Ο Δημήτριος ακολούθως έθεσε υπό τον έλεγχό του όλες τις πόλεις του νησιού, στρατολογώντας για το στρατό του 16.000 πεζούς και 600 ιππείς.[54] Ο Πλούταρχος κάνει αναφορά σε 1.200 ιππείς και 12.000 πεζικαρίους τους οποίους και παρέδωσε πριν αναχωρήσει ο Μενέλαος.[55] Ως αποτέλεσμα της περίφημης αυτής ναυμαχίας ο Πτολεμαίος εγκατέλειψε οριστικά την Κύπρο και επέστρεψε στην Αίγυπτο.[54][56] Με τον τρόπο αυτό οι Αντιγονίδες κέρδισαν τον έλεγχο και στο νότιο Αιγαίο, σε ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο και στην Εγγύς Ανατολή.
Η Κύπρος ξαναπέρασε υπό την Κυριαρχία των Πτολεμαίων το 294 π.Χ. και παρέμεινε τέτοια έως το 58 π.Χ., όταν έγινε Ρωμαϊκή επαρχία. Κατά την περίοδο αυτή, ανέπτυξε έντονες σχέσεις με την Αθήνα και Αλεξάνδρεια, δυο από τα πιο σημαντικά εμπορικά κέντρα της αρχαιότητας.
Κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας των Πτολεμαίων, η Κύπρος ελληνοποιήθηκε πλήρως. Τόσο τα Ετεοκυπριακά χαρακτηριστικά, όσο και τα Φοινικικά, εξαφανίστηκαν, μαζί με κάθε ίχνος Κυπριακής Συλλαβιστικής Γραφής. Παρόλα αυτά, η κυριαρχία των Πτολεμαίων υπήρξε σκληρή, εκμεταλλευόμενη πλήρως τα ορυχεία της Κύπρου, αλλά και την ξυλεία.
Μια μεγάλη μορφή της Φιλοσοφίας, ο Ζήνων ο Κιτιευς, γεννήθηκε στο Κίτιον το 336 π.Χ. και ίδρυσε τη Στωική Σχολή στην Αθήνα. Πέθανε το 263 π.Χ.
Η Κύπρος έγινε Ρωμαϊκή επαρχεία το 58 π.Χ. Ο Κάτων ο Νεότερος, ένας Ρωμαίος αξιωματούχος, στάλθηκε στην Κύπρο να την οργανώσει με βάση τους Ρωμαϊκούς νόμους. Ο Κάτων φρόντισε να μην δημιουργήσει συνθήκες υπερφορολόγησης των αγροτών, όπως συνέβαινε στην υπόλοιπη αυτοκρατορία και δημιουργούσε συνεχώς εντάσεις. Η διοίκηση του ήτανε υποδειγματική και σύμφωνη με τις αρχές του Στωϊκισμού που ακολουθούσε. Τιμήθηκε από τη Ρώμη για τη διοίκηση του.[57]
Η Κύπρος άλλαξε χέρια όταν ο Μάρκος Αντώνιος έδωσε την Κύπρο στην Κλεοπάτρα Ζ' της Αιγύπτου, αλλά το 31 π.Χ., ξαναέγινε ρωμαϊκή επαρχεία μετά τη ναυμαχία του Άκτιου.
Από το 22 π.Χ. η Κύπρος χωρίζεται σε 4 επαρχίες, την Πάφο, Σαλαμίνα, Αμαθούντα και Λάπηθο.[58]
Η Ρωμαϊκή Ειρήνη (Pax Romana) διαταράχθηκε στην Κύπρο μόνο 2 φορές κατά τους 3 αιώνες της Ρωμαϊκής Κυριαρχίας.
Το 115 και 116 μ.Χ., ξέσπασε ο Δεύτερος Ιουδαϊκός Πόλεμος στην Κυρήνη της Λιβύης από Εβραίους των κατώτερων οικονομικά στρωμάτων. Το κύμα της εξέγερσης από την Κυρηναϊκή εξαπλώθηκε στη διπλανή Αίγυπτο τη στιγμή που από την επαρχία αυτή απουσίαζαν τα περισσότερα ρωμαϊκά στρατεύματα λόγω της παρθικής εκστρατείας. Ο Λουκούας επιτέθηκε στην Αλεξάνδρεια. Ο έπαρχος της Αιγύπτου Μάρκος Ρουτίλιος Λούπος εγκατέλειψε την πόλη στην τύχη της. Ο Λουκούας μπήκε στην πόλη και την πυρπόλησε.
Το επόμενο έτος η εξέγερση έφτασε στην Κύπρο. Επικεφαλής της ήταν κάποιος Αρτεμίων (Εβραίος με εξελληνισμένο όνομα).[59] Οι εξεγερμένοι Ιουδαίοι επιδόθηκαν σε εκτεταμένες βιαιότητες με χαρακτηριστικότερη την εξόντωση όλου του ελληνικού πληθυσμού της πόλης της Σαλαμίνας (240.000 σφαγιασθέντες Έλληνες).[60] Ο αυτοκράτορας Τραϊανός ανέθεσε την καταστολή της εξέγερσης στον Κόιντο Μάρκιο Τούρβωνα, ο οποίος την έπνιξε στο αίμα και εκδίωξε όλους τους Εβραίους από το νησί, απαγορεύοντας να έρθει ξανά Ιουδαίος ξανά στο νησί, ούτε καν μετά από ναυάγιο.[εκκρεμεί παραπομπή]
Το ελαιόλαδο, έπαιζε σημαντικό ρόλο στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (χρησιμοποιήθηκε στη μαγειρική, καύσιμο για λάμπες, για αρώματα, σαπούνια κτλ).[61] Το λάδι εξαγόταν στην Κιλικία και Συρία[62], όπως επίσης γινότανε και εσωτερικό εμπόριο[63]. Η Κύπρος ήτανε επίσης γνωστή για το κρασί της.[62]
Στη ρωμαϊκή περίοδο η γλυπτική αντιπροσωπεύεται από μαρμάρινα αγάλματα, πάνω σε κλασικά και ελληνιστικά πρότυπα, και προσωπογραφίες από μάρμαρο και ασβεστόλιθο. Σημαντικότερη είναι η δημιουργία στον τομέα της αρχιτεκτονικής. Το θέατρο του Κουρίου, που χτίστηκε στην ελληνιστική περίοδο (2ο π.Χ. αιώνα) πάνω σε ελληνικά πρότυπα, διαμορφώθηκε σύμφωνα με τις ρωμαϊκές αντιλήψεις. Το θέατρο των Σόλων χτίστηκε το 2ο αιώνα μ.Χ. σε φυσική κοιλότητα, στον τύπο του ρωμαϊκού θεάτρου. Κοντά στο θέατρο του Κουρίου βρίσκονται ρωμαϊκές θέρμες με μωσαϊκά δάπεδα. Εκεί κοντά βρίσκεται το στάδιο, πολύ εκτεταμένο, με εφτά σειρές κερκίδων, που χωρούσαν συνολικά 6.000 θεατές. Δυο χιλιόμετρα από την αρχαία πόλη του Κουρίου σώζονται τα ερείπια του ιερού του Απόλλωνα Υλάτη (προστάτη των δασών). Στην Παλαίπαφο (σημερινό χωριό Κούκλια) βρέθηκε σημαντικός ναός της Αφροδίτης. Χαρακτηριστικό κτίσμα από την Πάφο είναι η οικία του Διονύσου, που ονομάστηκε έτσι από τις παραστάσεις του Διονύσου στο μωσαϊκό της δάπεδο.[64]
Την Κύπρο επισκέφτηκαν οι απόστολοι Παύλος, Βαρνάβας και ο Ευαγγελιστής Μάρκος (ανηψιός και βοηθός του Βαρνάβα), όταν ξεκίνησαν την πρώτη ιεραποστολή το 45 μ.Χ. Μετά την άφιξη τους στη Σαλαμίνα, κατευθύνθηκαν στην Πάφο, όπου προσηλύτισαν τον Ρωμαίο ανθύπατο Σέργιο Παύλο. Κατάφεραν να προσυλητήσουν τον ανθύπατο αφού, σύμφωνα με το ευαγγέλιο, τύφλωσαν τον σύμβουλο του ανθύπατου και "μάγο" Ελυμά, αποδεικνύοντας έτσι την ανώτερη δύναμη του Ευαγγελίου[65]. Η Σαλαμίνα θα είναι η έδρα της εκκλησίας της Κύπρου, ωστόσο, εκεί το 57 μ.Χ., ο Βαρνάβας θα πεθάνει δια λιθοβολισμού[66]. Στην αρχαία Ταμασσό θα χειροτονηθεί ο πρώτος επίσκοπος της Κύπρου από τους απόστολους Παύλο και Βαρνάνα, ο μετέπειτα Άγιος Ηρακλείδιος. Στην ίδια πόλη, όπου ήταν από τα πρώτα σημεία έναρξης προσηλυτισμού, ο ναός του Ασκληπιού αντικαταστάθηκε από τον ναό της Παναγίας Περάτων.[67]
Ο Χριστιανισμός στην Κύπρο θα ακολουθήσει την πορεία του Χριστιανισμού στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, οπου μέχρι τον 4ο αιώνα, παρά τις κάποιες σποραδικές διώξεις, έζησαν μεγάλες περιόδους ασφάλειας. Τον 4ο όμως αιωνα, ο Χριστιανισμός θα επικρατήσει σε όλη την αυτοκρατορία, όταν θα απολαύσει την εύνοιας των αυτοκρατορικών κύκλων ενώ ταυτόχρονα οι προηγούμενες Εθνικες θρησκείες θα κυνηγηθουν.[68]
Το 311 μ.Χ., ο αυτοκράτορας Αύγουστος Γαλέριος, θα εκδόσει το πρώτο διάταγμα υπέρ του Χριστιανισμού, το οποίο θα επισημοποιήσει περαιτέρω ο Κωνσταντίνος Α' ή αλλιώς Μέγας Κωνσταντίνος, με το διάταγμα των Μεδιολάνων. Ενώ με τον Μέγα Κωνσταντίνο η λατρεία ορισμένων θεοτήτων των εθνικών θρησκειών απαγορεύτηκε, όπως π.χ. της Αστάρτης, στην Κύπρο τουλάχιστον ο Χριστιανισμός ευνοήθηκε, αφού μετά τους μεγάλους σεισμούς του 332 μ.Χ. και του 342 μ.Χ, χρηματοδότητησε μονο την ανοικοδόμηση της Σαλαμίνας, η οποία ήτανε πιο Χριστιανική σε σχέση με την ειδωλολατρική Πάφο[69]
Ο επόμενος αυτοκράτορας της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ο Θεοδόσιος τον Α', θα ξεκινήσει τις διώξεις κατά των ειδωλολατρών σε όλη την Αυτοκρατορία, οδηγώντας στην επικράτηση του Χριστιανισμού. Στις 27 Φεβρουαρίου του 380 αναγνώρισε τον Χριστιανισμό ως την επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας δηλώνοντας «επιθυμούμε όλα τα διάφορα υπήκοα έθνη [...] να ακολουθούν τη Θρησκεία που παραδόθηκε στους Ρωμαίους από τον άγιο απόστολο Πέτρο» και στις 8 Νοεμβρίου του 392 έθεσε εκτός νόμου τις αρχαίες θρησκείες.[70][71] Στις 2 Μαΐου του 381 εξέδωσε το λεγόμενο «έδικτο κατά των αποστατών»[72] με το οποίο τιμωρούσε με πλήρη στέρηση δικαιωμάτων δικαιοπραξίας όλους τους πρώην χριστιανούς που επέστρεφαν στην Εθνική Θρησκεία. Στις 21 Δεκεμβρίου του 382 απαγόρευσε με ποινή θανάτου και δήμευση της περιουσίας των ενόχων Εθνικών (που χαρακτηρίζονται «παράφρονες» και «ιερόσυλοι»), κάθε μορφή θυσίας, μαντικής, ψαλμωδιών προς τιμή των Θεών ή τις απλές επισκέψεις σε αρχαίους Ναούς.[73] Το 384 διέταξε την κατεδάφιση ή το σφράγισμα ειδωλολατρικών Ιερών[74][75] και υπέγραψε νέα απαγόρευση των θυσιών, ενώ στις 24 Φεβρουαρίου του 391 ανανέωσε την πλήρη απαγόρευση των θυσιών, των επισκέψεων σε ειδωλολατρικούς ναούς: «Κανείς δεν θα μολυνθεί με θυσίες και σφάγια, κανείς δεν θα πλησιάσει ή θα εισέλθει σε Ναούς, ούτε θα σηκώσει τα μάτια σε εικόνες φτιαγμένες από ανθρώπινο χέρι, διαφορετικά θα είναι ένοχος μπροστά στους ανθρώπινους και τους θεϊκούς νόμους».[76] Σταμάτησαν να δίνονται επιχορηγήσεις προς τα παγανιστικά ιερατεία, ενώ αυξήθηκε η οχλοκρατική βια εναντίον των παγανιστικών ναών και ομοιωμάτων με την υποκίνηση των μοναχών.[77] Μέχρι τον 4ο αιώνα, ο Χριστιανισμός γίνεται η επίσημη θρησκεία του κράτους και μέχρι το τέλους του, οποιαδήποτε δημόσια εκδήλωση που αφορά άλλη θρησκεία και θεό, θα είναι παράνομη.[68][78]
Η σύγχρονη ιστοριογραφία (λεγόμενη και "αναθεωρητική") αμφιβάλλει αν εφαρμόζονταν οι διάφοροι νόμοι κατά των παγανιστών.[79] Δεν έγιναν δίκες και εκτελέσεις παγανιστών, οι δε ποινές αναφέρονται αόριστα ως "θείες και ανθρώπινες τιμωρίες". Ακόμα και για τα βαριά πρόστιμα που προβλέπονταν για τους αξιωματούχους, δεν υπάρχουν αναφορές ότι εφαρμόστηκαν τον 4ο και 5ο αιώνα. Η εξιστόρηση ότι ο Ιουστινιανός έκλεισε την Ακαδημία του Πλάτωνος θεωρείται ότι δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια.[80]
Μετά τον διαχωρισμό της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας σε Ανατολικό και Δυτικό κομμάτι, η Κύπρος υπάχθηκε στην κυριαρχία του Βυζαντίου. Οι πόλεις τις Κύπρου καταστραφήκανε από ισχυρούς σεισμούς το 332 και 342 μ.Χ. και ανοικοδομήθηκε μόνο η χριστιανική Σαλαμίνα που μετονομάστηκε σε Κωνσταντία, από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο.
Στις αρχές του 4ου αι. η Κύπρος ευημερεί αλλά οι σεισμοί του 332 μ.Χ. και του 342 μ.Χ. ισοπεδώνουν μεγάλα αστικά κέντρα (Σαλαμίνα,Πάφος) και κατ'εξοχήν νήσος γεωργική λόγω της παρατεταμένης ανομβρίας επλήγη από λιμό.[81]. Ο Κωνστάντιος ανοικοδομεί τη Σαλαμίνα όχι όμως και την Πάφο-μέχρι τότε πρωτεύουσα του νησιού- επειδή η δεύτερη ήταν πόλη ειδωλολατρική. Στο β μισό του 4ου αι.η Κύπρος ξαναβρίσκει την ευημερία της όπως φαίνεται από την ανέγερση μεγαλόπρεπων βασιλικών (Πάφος,Κούριο, Σαλαμίνα, Σόλους), αλλά και από τα πλήρη δραστηριότητας ναυπηγεία του νησιού.[69] Το πέρασμα της Αγίας Ελένης από το νησί τόνωσε τον Χριστιανισμό στο νησί αλλά και τον πληθυσμό του:[81] Η Σαλαμίς-Κωνσταντία έγινε η νέα πρωτεύουσα του νησιού και έδρα του αρχιεπισκόπου.[81].Όταν ο Μέγας Κωνσταντίνος έστειλε κυβερνήτη του νησιού τον Καλόκαιρο για να βοηθήσει στην ανοικοδόμηση του νησιού μετά τον σεισμό του 332, εκείνος στασίασε και αυτοανακηρύχθηκε ανεξάρτητος κυβερνήτης της Κύπρου αλλά η εξέγερσή του κατεστάλη.[81]. Κατά την αναδιοργάνωση των επαρχιών από τον Ιουστιανό το 535 η Κύπρος αποσπάται από τη δικαιοδοσία του κόμητος της Ανατολής και περιήλθε με άλλες επαρχίες στη διοικητική αρμοδιότητα του quaestoris iustiniani exercitus, που είχε έδρα την Οδυσσό.[82] Η Κύπρος απέκτησε εκκλησιαστική αυτοκεφαλία, όταν η Γ Οικουμενική Σύνοδος απέρριψε την αξίωση του Πατριαρχείου Αντιοχείας να υποτάξει την Εκκλησία της Κύπρου.[82]- και δικαστικά υπήχθη απευθείας στη Βυζαντινή πρωτεύουσα. Πλήρωνε στρατιωτικούς φόρους ίσους με άλλες μεγάλες περιοχές της αυτοκρατορίας κάτι που μαρτυρεί την οικονομική ακμή του νησιού.[82]
Τo 649 μ.Χ. ξεκινούν οι Αραβικές Επιδρομές στο νησί. Κατάκτησαν την πρωτεύουσα Κωνσταντία (Σαλαμίνα) και μετά από συμφωνία με τους τοπικούς άρχοντες αποσύρθηκαν. Η συγγενής του προφήτη Μωάμεθ, Ουμ Χαράμ σκοτώθηκε μετά από πτώση από το άλογο της και τάφηκε στο σημείο όπου ανεγέρθηκε αργότερα ο τεκές Χαλά Σουλτάν.[83] Τον επόμενο χρόνο, οι Άραβες εγκατέστησαν φρουρά 12 χιλιάδων στρατιωτών, η οποία όμως αποσύρθηκε το 680 μ.Χ.
Το 688 μ.Χ., επί Ιουστιανιανού Β' του Ρινότμητου και του Χαλίφη Αμντ Αλ Μαλίκ, επήλθε συμφωνία για συγκυριαρχία του νησιού και διαμοιρασμό των φόρων σε δύο ίσα μέρη. Έκτοτε και για 300 χρόνια υπήρξαν περιορισμένες συγκρούσεις στην Κύπρο ανάμεσα στους Βυζαντινούς και άραβες.[84]
Τη μεσοβυζαντινή περίοδο,Η γεωργία και η κτηνοτροφία συνιστούν βασικό κορμό της τοπικής οικονομίας, μαζί με ναυτιλία και εμπόριο αλλά και ορυχεία χαλκού και αργύρου.[85]
Το 1092 ο διοικητής της Κύπρου Ραψομάτης συνεννοούμενος με το διοικητή της Κρήτης Καρύκη, επαναστατεί ταυτόχρονα και ανακηρύσσεται ανεξάρτητος δεσπότης του νησιού. Ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός έστειλε τον Ιωάννη Δούκα και κατέπνιξε την εξέγερση.[86]
Ο βασιλιάς της Αγγλίας Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος κατέκτησε την Κύπρο το 1191 αλλά μεταβίβασε τον πολιτικό της έλεγχο στους Ναΐτες, οι οποίοι ήτανε στρατιωτικό τάγμα, πιστό στον Πάπα της Ρώμης.
Οι Ναϊτες, φορολόγησαν δυσβάστακτα τους κατοίκους της και προκάλεσαν το 1192 μ.Χ. εξέγερση Κυπρίων εναντίον τους η οποία καταπνίγηκε. Οι Ναΐτες αποχώρησαν το 1192 από το νησί και ο Ριχάρδος το παραχώρησε στον Γκυ των Λουζινιάν. Οι Λουζινιανοί, αρχικά ακολούθησαν στην αρχή μετριοπαθή πολιτική και ενδυνάμωσαν την εξουσία τους χρησιμοποιώντας λατινογενείς εποίκους. Στην Κύπρο εγκαθιδρύθηκε Λατινική Εκκλησία, στην οποία παραχωρήθηκε η εκκλησιαστική περιουσία του νησιού. Η ενέργεια αυτή προκάλεσε ανταρσία υπό τον Κύπριο Κανάκη (ανταρσία Κανάκη). Οι σχέσεις Ορθοδόξων και Καθολικών επιδεινώνονται συνεχώς. Το 1231 δεκατρείς μοναχοί της μονής Καντάρας, που αρνήθηκαν να ασπαστούν τα δόγματα του Καθολικισμού, κάηκαν ζωντανοί. Το 1260 με τη Bulla Cypria του πάπα η Ορθόδοξη Εκκλησία ουσιαστικά υποδουλώνεται στην Καθολική.[87][88] Η Φραγκοκρατία στην Κύπρο συνδέθηκε με την επιβολή της λατινικής ιεραρχίας, κάτι που ερχόταν ως αντάλλαγμα στην επιδίωξη, εκ μέρους του λατινικού βασιλείου της Κύπρου, της παπικής αναγνώρισης. Τα μέτρα που ελήφθησαν ήταν παραχωρήσεις εκτάσεων και επιβολή του φόρου της δεκάτης.[89]
Η εποχή αυτή χαρακτηρίζεται από πλούτο και χλιδή για τους ξένους, από εξαθλίωση και ανέχεια για τους ντόπιους, από δύναμη και πολεμικές περιπέτειες, αλλά και από έριδες, δολοπλοκίες, πάθη, συνωμοσίες και φόνους.
Κυρίαρχη ήταν η τάξη των ευγενών, με επικεφαλής το βασιλιά, "πρώτο μεταξύ ίσων". Ακολουθούσε η τάξη των ιπποτών και των αρχόντων, των εκκλησιαστικών και των ανώτερων κρατικών αξιωματούχων και ερχόταν ύστερα η τάξη των αστών. Η μεγάλη μάζα του ντόπιου πληθυσμού ήταν δουλοπάροικοι και ακτήμονες, σκλάβοι στην υπηρεσία της βασιλικής οικογένειας, των ευγενών και των αρχόντων.[90][91] Πολλοί Κυπραίοι ανταλλάσσονταν με άλογα, με κυνηγετικά γεράκια ή και με γαϊδούρια, ενώ αρκετοί ήτανε σκλάβοι. Λίγοι μόνο από αυτούς κατόρθωσαν να εξαγοράσουν την ελευθερία τους και ακόμη πιο λίγοι κατόρθωσαν ν' αποκτήσουν κι ένα κομμάτι γης για να σχηματίσουν, μαζί με αρκετούς ξένους τεχνίτες (Σύριους, Αρμένιους κ.ά.), μια μικροαστική τάξη. Ιδιαίτερη ανάπτυξη γνώρισε το λιμάνι της Αμμοχώστου, με αποτέλεσμα να συσσωρευτεί στην πόλη αυτή αμύθητος πλούτος.[90][91]
Το 1426 μ.Χ., ο Σουλτάνος της Αιγύπτου, συμμαχώντας με τους Γενουάτες, εισέβαλε στην Κύπρο, και μετά τη νίκη του στη Μάχη της Χοιροκοιτίας αιχμαλωτίζουν τον τότε βασιλιά Ιάγο. Λεηλατούν το μεγαλύτερο μέρος της Κύπρου και αφήνουν πίσω τους στάχτες και ερείπια, ενώ επιβάλλουν βαριά φορολογία.[92]
Εκμεταλλευόμενος τις συνθήκες και την αποδιοργάνωση που επικρατούσε, ο Αλέξης από την Κατωμηλιά, που δούλευε ως ιπποκόμος στις υπηρεσίες των αγγελιοφόρων του βασιλιά, οργανώνει το κίνημα για απελευθέρωση. Ο Αλέξης κάνει το αρχηγείο του στο Λευκόνοικο και ανακηρύσσεται από τους επαναστάτες χωρικούς Ρε, δηλαδή Ρήγας Αλέξης. Οι Φράγκοι τότε αναγκάστηκαν να ζητήσουν ξένη βοήθεια, επιστράτευσαν τον Φρε Άγγελο του Σπιταλλίου, δηλαδή τον αρχηγό του ομώνυμου Τάγματος των Ιωαννιτών που έδρευε στην Κύπρο, καθώς και τον Αντωνίε τα Μιλά (Μιλάνο). Οι Ευρωπαίοι φεουδάρχες, βοήθησαν τους Φράγκους να καταστείλουν την εξέγερση αφού θορυβήθηκαν τόσο που θεώρησαν πως θα αποτελούσε ένα κακό παράδειγμα προς μίμηση στην υπόλοιπη ήπειρο. Στις 12 Μαΐου 1427, ο ηγέτης της επανάστασης συνελήφθη από Ιωαννίτες ιππότες και μεταφέρθηκε στη Λευκωσία. Εκεί βασανίζεται απάνθρωπα και σχεδόν ξεψυχισμένος διαπομπεύτηκε στους δρόμους της Λευκωσίας. Στην αυλή του παλατιού οι ευγενείς έχουν συγκεντρωθεί για να «απολαύσουν» το θέαμα. Οι Λουζινιανοί απαγχόνισαν τον Ρε Αλέξη σε μια μουριά (συκαμινιά).[92][93]
Και επί Βενετοκρατίας το νησί διατήρησε τους προηγούμενους φεουδαρχικούς του θεσμούς. Η Κύπρος υπήχθη στην πολιτική και νομοθετική εξουσία της Συγκλήτου και του Μεγάλου Συμβούλιου. Μια τριανδρία αποτελούμενη από τον τοποτηρητή και δύο συμβούλους με έδρα τη Λευκωσία, ήταν αυτή που αποτελούσε την ανώτατη αρχή, η οποία ασκούσε και δικαστικά καθήκοντα. Ο καπιτάνος της Αμμοχώστου ήταν ο ανώτατος στρατιωτικός διοικητής του νησιού, αλλά και με διοικητικά και δικαστικά καθήκοντα για την ίδια πόλη. Επίσης υπήρχε και το Μεγάλο Συμβούλιο αποτελούμενο από ευγενείς. Ο γενικός προβλέπτης είχε έκτακτα στρατιωτικά καθήκοντα. Ο στρατός δεν πρέπει να ξεπερνούσε τους 350-400 κι έφτασε τους 800 άνδρες και με 2000 μισθοφόρους.[94] Όσον αφορά τον πληθυσμό του νησιού στο τέλος της Βενετοκρατίας διπλασιάστηκε σε σχέση με την αρχή της: από 106.000 ανήλθε σε 200.000.[95] Την οικονομία του νησιού ενίσχυαν το μονοπώλιο των αλυκών, και τα αγροτικά προϊόντα: γενικά δεν είχε την ακμή που είχε σε προηγούμενη περίοδο επειδή η Κύπρος δεν συνιστούσε οικονομικό αυτοσκοπό για τους Βενετούς.[96] Η Βενετική εξουσία επιθυμούσε από την αρχή την αντικατάσταση της γαλλικής φεουδαρχικής τάξεως προκειμένου να αποκτήσει κοινωνικό έρεισμα. Στην πλειοψηφία του τη δημογραφική βάση του ελληνικού πληθυσμού αποτελούσε το αγροτικό στοιχείο (πάροικοι και ελεύθεροι γεωργοί) που ενταγμένο στο φεουδαρχικό σύστημα οδηγούνταν στην οικονομική του εξαθλίωση.[97]
Οι συνθήκες κατοχής εκκόλαψαν το εθνικό και κοινωνικοπολιτικό κίνημα του Διασσωρίνου, στα 1560, οποίος μετά τη μυστική επικοινωνία του με τους Οθωμανούς συνελήφθη και θανατώθηκε.[98] Οι σχέσεις της Βενετοκρατούμενης Κύπρου με τους Αιγύπτιους Μαμελούκους από τους οποίους ήθελαν να χειραφετηθούν γνωρίζουν διακυμάνσεις χωρίς όμως να κατακτηθούν από τους δεύτερους. Η άνοδος της Οθωμανικής δύναμης στην Ανατολική Μεσόγειο αποτέλεσε τον νέο υπολογίσιμο παράγοντα για την Κύπρο η οποία εκτός των διπλωματικών μεθόδων μετήλθε και στρατιωτικών όταν διαπίστωσε πως οι Οθωμανοί γίνονταν ιδιαιτέρως απειλητικοί (επιδρομή Λεμεσού 1539).[99]
Η Οθωμανική αυτοκρατορία κατέκτησε την Κύπρο το 1571[100][101]
Η παρουσία τους ωστόσο στο νησί ξεκίνησε με επιδρομές αρκετές δεκαετίες πιο πριν. Το 1489, την πρώτη χρονιά της βενετοκρατίας, οι Οθωμανοί επιτέθηκαν στη χερσόνησο της Καρπασίας όπου πήραν αιχμαλώτους τους οποίους πούλησαν ως σκλάβους.[102] Το 1539 ο τούρκικος στόλος κατέστρεψε τη Λεμεσό.[102] Υπό τον φόβο της εξάπλωσης των Οθωμανών, οι Βενετοί οχύρωσαν την Αμμόχωστο, Λευκωσία και Κερύνεια, όμως οι υπόλοιπες πόλεις αφέθηκαν ανοχύρωτες.
Το καλοκαίρι του 1570, οι Οθωμανοί εισέβαλαν στον νησί με 60 χιλιάδες στρατιώτες, συμπεριλαμβανομένου ιππικού και πυροβολικού, υπό την ηγεσία του Λαλα Μουσταφά Πασα. Το στράτευμα αποβιβάστηκε χωρίς να συναντήσει αντίσταση, στις 2 Ιουλίου, κοντά στη Λεμεσό. Πορεύτηκαν προς τη Λευκωσία την οποία κατέκτησαν στις 9 Σεπτεμβρίου 1570. 20 χιλιάδες λευκωσιάτες σκοτώθηκαν και κάθε δημόσιο κτήριο και παλάτι λεηλατήθηκε. Σώθηκαν μόνο γυναίκες και παιδιά, οι οποίοι πωλήθηκαν ως σκλάβοι.[103][104] Ακολούθως, τα τούρκικα στρατεύματα κατέλαβαν την Κερύνεια αμαχητί. Ωστόσο, στην Αμμόχωστο, η πολιορκία κράτησε από τον Σεπτέμβρη του 1570 εώς τον Αύγουστο του 1571. Η πτώση της Αμμοχώστου σηματοδοτεί την έναρξη της Οθωμανικής κυριαρχίας στην Κύπρο.
Σύντομα μετά την κατάκτηση, οι Οθωμανοί εγκατέστησαν στα κύρια κάστρα της Κύπρου μερικές χιλιάδες γενιτσάρους διαφόρων ειδικοτήτων. Στην Έγκωμη (Tuzla) εγκαταστάθηκαν 1.045 γενίτσαροι, στη Λευκωσία 1.130, και ανάλογος αριθμός στην Αμμόχωστο (Magoza). Μικρότεροι αριθμοί γενιτσάρων επάνδρωσαν άλλα φρούρια. Οι γενίτσαροι ήταν εκλεκτό σώμα Οθωμανών στρατιωτών αποτελούμενο εξ ολοκλήρου από σκλάβους πιστούς στον σουλτάνο. Στρατολογούνταν από την παιδική ηλικία από χριστιανικά χωριά, εξισλαμίζονταν και εκπαιδεύονταν συνέχεια. Στις αρχές του 16ου αιώνα το σώμα των γενιτσάρων άνοιξε και για στρατολόγηση ελεύθερων μουσουλμάνων. Το 1593-1595 λιγότερο από το μισό των γενιτσάρων προέρχονταν από σκλάβους (μη-μουσουλμάνους).[105]
Με την κατάκτηση της Κύπρου, το νησί ανακηρύχθηκε σε εγιαλέτι. Διοικητής στο εγιαλέτι της Κύπρου ήτανε ο μπεηλέρμπεης Μουσταφά Πασάς διοικούσε το νησί με τον. Η Κύπρος διαιρέθηκε σε τρία σαντζάκια, Αμμοχώστου, Κερύνειας και Πάφου. Σαντζάκια από τα παράλια της Μικράς Ασίας και μέσης Ανατολής, υπάχθηκαν στο εγιαλέτι της Κύπρου. Κάθε σαντζάκι, υποδιαιρείτο σε καζά (κάτι ανάλογο του δήμου ή νομού) ο οποίος υπόκειται σε νομική και διοικητική δικαιοδοσία ενός δικαστή, του καδή. Κατά τη διάρκεια της Οθωμανοκρατίας, η κατανομή εγιαλετίων και σαντζακίων μεταβάλλονταν ανάλογα με τις συνθήκες της εποχής.[106] Μετά την κατάκτηση της Κρήτης, το 1670 μ.Χ. από τους Οθωμανούς και της μείωσης του εμπορίου στην Κύπρο, μετά από αίτημα της Εκκλησίας της Κύπρου, η Κύπρος υπάχθηκε στο εγιαλέτι του Αρχιπελάγους.[107] Ωστόσο αυτή η διοικητική δομή ήτανε δυσλειτουργική και η Κύπρος υπάχθηκε κατευθείαν στο Αυτοκρατορικό Συμβούλιο το 1785 μ.Χ. Από αυτή τη μεταβολή, η Ορθόδοξη Εκκλησία ευνοήθηκε αφού έγινε φοροσυλλέκτης.[107][108]
Η Οθωμανική κατοχή έφερε μια ριζοσπαστική αλλαγή: εισήχθηκε μια νέα κοινωνική ομάδα στο νησί, οι Τούρκοι. Η οθωμανική διοίκηση έδωσε μεγάλα τεμάχια γης στους στρατιώτες για να τους πείσει να διαμένουν στην Κύπρο. Κατά τον 17ο αιώνα, ο τούρκικος πληθυσμός αυξήθηκε δραματικά. Οι περισσότεροι Τούρκοι παρέμειναν στο νησί, όταν μεταβιβάστηκε ο έλεγχος του (αλλά όχι η κυριαρχία) στους Άγγλους το 1878. Πολλοί πάντως μετανάστευσαν στην Τουρκία κατά τις αρχές του 20ού αιώνα.
Οι Οθωμανοί εφάρμοσαν το σύστημα των μιλλέτ, κατά το οποίο οι Θρησκευτικές Αρχές κάθε μη μουσουλμανικής μειονότητας θα διοικούσε τον πληθυσμό της. Το σύστημα των Μιλλέτ ενίσχυσε την ορθόδοξη εκκλησία της Κύπρου που απέκτησε Εθναρχικό ρόλο καθώς πέρα από τον θρησκευτικό του ρόλο, ήτανε ηγέτης των Ελληνοκύπριων. Οι οθωμανικές αρχές βλέπανε θετικά αυτή την εξέλιξη γιατί ήθελαν κάποιο υπεύθυνο για τον έλεγχο του τοπικού πληθυσμού.[εκκρεμεί παραπομπή]
Κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής εποχής, κτίστηκαν πολλά τζαμιά, εκκλησιές, μπάνια, σχολεία, βιβλιοθήκες και δημόσια κτήρια.[109] Η αρχιτεκτονική που ακολουθήθηκε ήτανε η Οθωμανική αρχιτεκτονική, αλλά είχε ορισμένα ξεχωριστά χαρακτηριστικά λόγω της γοτθικής επίδρασης των Λατίνων που προϋπήρχαν στο νησί.[110] Δυο σαράγια θεωρούνται ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής αξίας, είναι το Μπουγιούκ Χάνι και το Κουμαρτσιλάρ Χάνι. Η καλύτερη από τις πολλές βιβλιοθήκες που κτίστηκαν είναι η βιβλιοθήκη του Σουλτάν Μαχμουτ Β', η οποία ήταν η βιβλιοθήκη του Μπουγιούκ Μετρεσσέ (Μεγάλη Θεολογική Σχολή)[111].[112] Στη Λευκωσία κτίστηκαν 23 ξεχωριστά παζάρια (αγορές), η κάθε μια με τη δική της ειδικότητα.[113] Ο Τεκες Χαλά Σουλτάν στη Λάρνακα θεωρείται ως ένα κομψοτέχνημα της οθωμανικής αρχιτεκτονικής.
Η οθωμανική διοίκηση έφερε σημαντικές προόδους στην άρδευση και ύδρευση της Κύπρου. Το κυριότερο παράδειγμα είναι το Υδραγωγείο Μπεκίρ Πασά (Καμάρες) Λάρνακας, το οποίο κατασκευάστηκε το 1750 από των τότε Οθωμανό κυβερνήτη της Λάρνακας Αμπού Μπεκίρ Πασά και θεωρείται η πιο σημαντική κατασκευή της Οθωμανικής εποχής. Το υδραγωγείο λειτουργούσε μέχρι το 1939 και αποτελούταν από 75 καμάρες που μετέφεραν το νερό από το ποταμό Τρέμιθο στην πόλη της Λάρνακας. Πριν το υδραγωγείο, οι κάτοικοι της Λάρνακας κουβαλούσαν νερό από μια απόσταση 2 ωρών.[114] Παρόμοια υδραγωγεία κτίστηκαν στη Λευκωσία μεταξύ 1801 και 1803. Το υδραγωγείο του Arab Ahmet κοντά στην πύλη Πάφου, το οποίο μεταφέρει νερό από τον Πηδαιό και το υδραγωγείο Silihtar κοντά στην πύλη Αμμοχώστου.[115]
Οι αρχές ευνόησαν έργα άρδευσης που οδήγησαν σε αύξηση της καλλιεργήσιμης γης. Βρετανοί περιέγραψαν αρκετές περιοχές της Κύπρου, όπως η Μόρφου, η Λάπηθος, η Πόλις, η Λέφκα, η Αυδήμου, το Κολόσσι, ως ευημερούσες με "μύλους που λειτουργούν με νερό". Αξιόλογα έργα υπάρχουν σε όλο τον Πενταδάκτυλο και την Καρπασία.[116]
Τον 19ο αιώνα, ο Εντχεμ Πασάς, έφτιαξε τον δρόμο που ένωνε τη Λευκωσία με τη Λάρνακα, χρησιμοποιώντας αρκετές γέφυρες. Το 1850, το οδικό δίκτυο επεκτάθηκε και έφτανε εως το λιμάνι της Λάρνακας.[117]
Αρκετοί Ελληνοκύπριοι στήριξαν την Ελληνική Επανάσταση του 1821, γεγονός που οδήγησε σε εκδικητικά μέτρα από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στις 15 Οκτωβρίου, όχλος από Οθωμανούς κρέμασε τον Αρχιεπίσκοπο, πέντε μητροπολίτες και 36 εκκλησιαστικούς. Επιπλέον σκότωσαν Έλληνες της Λάρνακας και άλλες πόλεις. Μέχρι τον Σεπτέμβρη του 1822, 62 χωριά είχαν εξαφανιστεί ολοκληρωτικά.[118][119]
Τη χρονιά 1833 σημάδεψαν τρεις εξεγέρσεις: αυτή του Νικόλαου Θησέα στη Λάρνακα, του καλόγερου Ιωαννίκιου στην Καρπασία και του Γκιαούρ Ιμάμ στην Πάφο. Αρχική αφορμή ήταν η επιβολή ενός έκτακτου φόρου, ο οποίος θεωρήθηκε δυσβάσταχτος τόσο από τον μουσουλμανικό όσο και τον χριστιανικό αγροτικό πληθυσμό. Και τις τρεις εξεγέρσεις καταδίκασε ο Αρχιεπίσκοπος Πανάρετος, ο οποίος τάχθηκε εναντίον των εξεγέρσεων, στις οποίες πάντως εξεγέρθηκαν μαζί Έλληνες και Τούρκοι κατά της κεντρικής Οθωμανικής εξουσίας.[120][121][122]
Η Εξέγερση στη Λάρνακα, ήταν αρκετά μαζική και πιθανόν αυθόρμητη – σε κάποια στιγμή πάντως, ο Νικόλαος Θησέας, αγωνιστής της επανάστασης του 1821, βρέθηκε στην ηγεσία της. Ξεκίνησε με διαδηλώσεις στη Λάρνακα, οι οποίες εξαπλώθηκαν και στη Λευκωσία. Η εξέγερση έληξε σχετικά αναίμακτα, αφού η απόφαση για την επιβολή του φόρου ακυρώθηκε. Ο Θησέας μαζί με πολλούς ακόλουθους κατέφυγε στο Σταυροβούνι, φοβούμενος αντίποινα. Αφού πήρε εγγυήσεις για την ασφάλειά της, η ομάδα διαλύθηκε ήσυχα, απ’ ό,τι φαίνεται χωρίς θύματα. Ο ίδιος ο Θησέας έφυγε από την Κύπρο.[120][121][122]
Η δεύτερη εξέγερση πραγματοποιήθηκε τον Ιούνιο του 1833. Ο καλόγερος Ιωαννίκιος, ξεκινώντας με καράβι από τη Λάρνακα, αποβιβάστηκε με τους Αρβανίτες στρατιώτες στο Μπογάζι, προχώρησε στο χωριό καταγωγής του (τον Άγιο Ηλία) και άρχισε να ξεσηκώνει τους χωρικούς εναντίον της οθωμανικής διοίκησης. Εγκατέστησε το αρχηγείο της εξέγερσής του στο Τρίκωμο. Αν και μάλλον βρήκε αρκετούς υποστηρικτές ανάμεσα στον αγροτικό πληθυσμό της περιοχής, αυτοί σκόρπισαν μόλις αντίκρισαν τα οθωμανικά στρατεύματα. Ο ίδιος ο Ιωαννίκιος και οι συνεργάτες του συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν με παλλούκωμα.[120][121]
Ο Γκιαούρ Ιμάμης (δηλαδή Άπιστος Ιερέας) ήτανε Τουρκοκύπριος ή Λινοπάμπακος στην Πάφο, στο χωριό Τριμιθούσα κοντά στην Πόλη Χρυσοχούς. Με την επιβολή του φόρου ξεσηκώνοντας τα γύρω χωριά, κατάφερε να μαζέψει ανθρώπους και των δυο θρησκειών, και έφτασε στην Πάφο όπου την έθεσε υπό τον έλεγχο του. Ο Οθωμανός κυβερνήτης του νησιού δεν είχε διαθέσιμες στρατιωτικές δυνάμεις να καταστείλει την εξέγερση, για αυτό διαπραγματεύτηκε αρχικά με τον Γκιαούρ Ιμάμη, ενώ αργότερα, όταν συγκέντρωσε στρατιωτικό υλικό, επιτέθηκε στην Πάφο. Προηγήθηκαν σφαγές ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων. Ο Γκιαούρ Ιμάμης διέφυγε προς την Αίγυπτο, όπου συνελήφθη και εκτελέστηκε. Παρόλα αυτά, οι τουρκοκύπριοι της Πάφου έδωσαν το όνομα του σε ένα δρόμο του τουρκομαχαλά (τούρκικη γειτονιά) της πόλης.[120][121]
Με το τέλος του Ρωσο-Τουρκικού πολέμου 1877-1878 και την ήττα της Τουρκίας, πραγματοποιήθηκε το Συνέδριο του Βερολίνου (13 Ιουνίου έως 13 Ιουλίου 1878). Αγγλία και Τουρκία, προχώρησαν σε συμμαχία κατά την διάρκεια του Συνεδρίου, η οποία μεταξύ άλλων, προνοούσε την παραχώρηση της Κύπρου στους Άγγλους. Η συμφωνία αυτή επισημοποιήθηκε με την Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης το 1878. Η κυριαρχία πάντως παρέμενε de jure Οθωμανική, μέχρι τις 5 Νοεμβρίου 1914, όπου η απόφαση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να εισέλθει στον πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων, οδήγησε την Αγγλία να κηρύξει την Κύπρο ως προτεκτοράτο.[123]
Οι Ελληνοκύπριοι αντιμετώπισαν θετικά τη μετάβαση από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στην Αγγλοκρατία. Πίστευαν πως θα οδηγούσε στην ένωση, δηλαδή την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Η Ένωσις ήταν ενταγμένη στη Μεγάλη Ιδέα, μια ευρύτερη φιλοδοξία ώστε το Ελληνικό κράτος να προσαρτήσει περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όπου κατοικούσαν Έλληνες, όπως την Κύπρο, τη Μικρά Ασία και την Κωνσταντινούπολη. Την ιδέα αυτή την προωθούσε η Κυπριακή Ορθόδοξη εκκλησία, η οποία είχε πολλά μέλη της εκπαιδευμένα στην Ελλάδα.[124][125] Οι Ελληνοκύπριοι θεωρούσαν πως το νησί ήταν ιστορικά Ελληνικό και πίστευαν πως η Ένωση με την Ελλάδα ήταν φυσικό δικαίωμα.[126]
Αρχικά, οι Τουρκοκύπριοι αντιμετώπισαν θετικά και αυτοί τη μετάβαση στην Αγγλοκρατία.[127] Αργότερα, βλέποντας την επιδίωξη της πολιτικής της Ενώσεως, και υπό τον φόβο να επαναληφθεί η ίδια ιστορία όπως με την Ένωση Κρήτης-Ελλάδας που οδήγησε στη φυγή των Τουρκο-Κρητικών, υπήρξαν αρκετά ανήσυχοι.[128][129] και επεδίωξαν μια διχαστική πολιτική.[130]
Η αγγλική διοίκηση είχε εξαρχής να αντιμετωπίσει αρκετά προβλήματα. Το πρώτο εμπόδιο ήτανε ο Κλήρος και η Ελληνική ανώτερη τάξη. Και οι δυο αυτές τάξεις απολάμβαναν μεγάλων προνομίων, τα οποία είχαν αποκτήσει συνεργαζόμενες με ένα σύστημα διαφθοράς, καταπίεσης και εκμετάλλευσης. Σύμφωνα με τον πρώτο άγγλο διοικητή, δεν ήτανε τίποτα άλλο παρά "τυρρανίσκοι".[131] Ως εκ τούτου, η Εκκλησία δεν θα απολάμβανε απαλλαγή από τη φορολογία ιδιοκτησίας γης. Έπειτα, οι παραβάσεις οι οποίες δεν θα σχετίζονταν με το αγγλικό δίκαιο, δεν θα εκδικάζονταν από τα δικαστήρια. Επιπλέον, οι επίσκοποι, όπως και οι μουφτήδες, δεν θα παρίσταντο στα συμβουλευτικά όργανα της διοίκησης. Επιπλέον, οι κληρικοί που παραβίαζαν το αστικό δίκαιο, θα δικάζονταν από αστικά και όχι εκκλησιαστικά δικαστήρια. Τέλος, απαγορεύτηκε η χρήση κρατικής βίας για είσπραξη εκκλησιαστικής φορολογίας, πράγμα που οδήγησε στη μείωση των εσόδων κατά τα δυο τρίτα τουλάχιστον.[132][133]
Η Αγγλία πρόσφερε Σύνταγμα στον Κυπριακό λαό, και δικαίωμα για συναποφασίζει σε ορισμένα θέματα. Δεν είχε δικαίωμα όμως απόφασης επί του προϋπολογισμού. Επίσης δημιούργησαν και ένα Εκτελεστικό Συμβούλιο. Οι Ελληνοκύπριοι ήταν ευχαριστημένοι από την εξέλιξη, ενώ οι Τουρκοκύπριοι όχι, καθώς προέβλεπε αναλογική εκλογή εκπροσώπων, οπότε οι Ελληνοκύπριοι θα είχαν το πάνω χέρι. Η αγγλική διοίκηση φρόντισε να εξαλείψει το καθεστώς διαφθοράς που υπήρχε στο οθωμανικό σύστημα με μόνιμα στελέχη και στρατιωτικά οργανωμένη αστυνομία, καλά εκπαιδευμένη και εξοπλισμένη. Ωστόσο η φορολόγηση της Κύπρου ήτανε βαριά, πράγμα που συνέτεινε στη φτώχεια του λαού, την υποβαθμισμένη παιδεία, υγεία -υπήρχαν εστίες ελονοσίας κοντά στις πόλεις-, συγκοινωνίες.[134]
Ο πόθος για ένωση εκφράστηκε από την πρώτη στιγμή της αγγλικής παρουσίας στο νησί. Όμως μετά τη ρητή αντίθεση της Αγγλίας για παραχώρηση του νησιού στην Ελλάδα, αφού νομικά, η Κυριαρχία ανήκε στην Τουρκία. Το 1901, κατά την ενθρόνιση του Εδουάρδου Ζ' έγιναν μαζικές διαδηλώσεις στην Κύπρο υπέρ της Ένωσης ενώ τα επόμενα χρόνια ξεκίνησαν οι πρώτες διακοινοτικές εντάσεις, μιας και οι Τουρκοκύπριοι δεν ήταν υπέρ της Ένωσης.[135] Στα σχολεία όμως, οι δάσκαλοι όχι μόνο δίδασκαν την αγάπη για την πατρίδα, αλλά θεωρούσαν φυσικό να προπαγανδίζουν τη Μεγάλη Ιδέα, δηλαδή στην περίπτωση της Κύπρου την Ένωση.[136]
Ο πρώτος παγκόσμιος Πόλεμος είχε έμμεσες μόνο συνέπειες για την Κύπρο, αφού αναμείχθηκε μόνο εμμέσως, στο παζάρι για είσοδο της Ελλάδας στον Α ΠΠ. Πέραν τούτου η Κύπρος βοήθησε με παροχή τροφίμων, ξυλείας, αλόγων ενώ 13 χιλιάδες εθελοντές, Έλληνες και Τούρκοι συμμετείχαν ως εθελοντές.[137]
Για πρώτη φορά, οι Βρετανοί προσέφεραν την Κύπρο στην Ελλάδα με αντάλλαγμα ναυτική βάση στο Αργοστόλι Κεφαλονιάς, τον Δεκέμβριο του 1912. Την πρόταση την έκανε ο υπουργός Οικονομικών της Αγγλίας Λόυντ Τζωρτζ. Ενώ ο Βενιζέλος αποδέχτηκε, ο υπουργός Εξωτερικών Γεώργιος Στρέιτ και ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α' εμπόδισαν τη συμφωνία.[138]
Η Βρετανία το 1915 ήθελε την Ελλάδα να συμμαχήσει μαζί της εναντίον των Κεντρικών δυνάμεων. Σε σειρά συνομιλιών και προτάσεων, της πρότεινε μεταξύ άλλων και την Κύπρο, μαζί με άλλα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εάν διαλυόταν. Ο Ζαΐμης, πρωθυπουργός τότε της Ελλάδας, έλαβε την τελική πρόταση στις 17 Οκτωβρίου και ζήτησε χρόνο να συνομιλήσει με τον βασιλιά της Ελλάδος, ο οποίος ήτανε φιλο-Γερμανός και απέρριψε την πρόταση της Αγγλίας.[139]
Μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, το αίτημα για Ένωση ενισχύεται. Στην ενίσχυση του έπαιξαν ρόλο η Εθνική Οργάνωση της Κύπρου (να μην συγχέεται με την ΕΟΚΑ) την οποία ίδρυσαν εκκλησιαστικοί κύκλοι και τα μέλη τα επέλεγε ο Αρχιεπίσκοπος. Σκοπός της ήταν η επιδίωξη της Ενώσεως και η απόρριψη της Αυτονομίας που πρότειναν οι Άγγλοι και ήταν αποδεκτή ανάμεσα στους φτωχούς εργάτες και αγρότες, που απλά ήθελαν λιγότερους φόρους. Το 1930, ιδρύθηκε η ακόμη πιο σκληροπυρηνική Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση Κέντρου (ΕΡΕΚ) της οποίας τα μέλη ήταν μυστικά.[εκκρεμεί παραπομπή]
Η έκρηξη των Οκτωβριανών του 1931 ήρθε μετά την παραίτηση του μητροπολίτη Νικόδημου από το υποτυπώδες νομοθετικό Σώμα στις 17 Οκτωβρίου. Οι Άγγλοι ήθελαν να συλλάβουν τον μητροπολίτη, αλλά δεν είχε παραβεί κάποιο νόμο αφενός, αφετέρου πίστευαν πως ήθελε να μετατραπεί σε κάποιου είδους μάρτυρα. Στις 18 Οκτωβρίου, ο μητροπολίτης εκφωνεί μια ομιλία που ήταν προκλητική, σύμφωνα με τους Άγγλους, αλλά νόμιμη. Στις 20 Οκτωβρίου, στο στάδιο της Λεμεσού, εκφώνησε ομιλία μπροστά σε 3.000 ανθρώπους. Την 21η Οκτωβρίου, η μυστική οργάνωση ΕΡΕΚ, ανταγωνιστική της Εθνικής Οργάνωσης Κύπρου στην οποία ανήκε ο Νικόδημος, διοργάνωσε ομιλία μπροστά στην Εμπορική Λέσχη, στην οποία εντός λίγων ωρών μετά την ανακοίνωση της, μάζεψε τρεις εως οκτώ χιλιάδες πολίτες. Οι ομιλίες ήταν αρκετά συγκινητικές. Μετά από κάμποσα πατριωτικά λόγια, ο πρωτοπρεσβύτερος της Φανερωμένης Διονυσιος Κυκκώτης άρχισε να χρησιμοποιεί χειρονομίες που θύμιζαν την Ελληνική Επανάσταση και τον Παλαιών Πατρών Γερμανό. Όταν του πρόσφεραν σημαία, διακήρυξε την Ένωση και ζήτησε από όλους να ορκιστούν πίστη στο Έθνος. Η συγκίνηση του πλήθους κορυφώθηκε και πολλοί ξέσπασαν σε κλάματα. Μετά τις ομιλίες, κατευθύνθηκαν όλοι οι συγκεντρωμένοι στο διοικητήριο.
Όταν έφτασαν στο διοικητήριο, δεν υπήρχε πλέον αρχηγός της πορείας. Οι αστυνομικοί των αγγλικών δυνάμεων υποχώρησαν μετά από λιθοβολισμούς. Ο κυβερνήτης Στορς δήλωσε πως θα συναντούσε αντιπροσωπεία διαδηλωτών, εαν πρώτα αποχωρήσουν ειρηνικά. Παρόλο που ορισμένοι διαμεσολαβητές προσπάθησαν να πείσουν το πλήθος να αποχωρήσει, οι διαδηλωτές ήταν αμετακίνητοι και γίνονταν όλο και πιο επιθετικοί. Οι αγγλικές δυνάμεις ήταν διστακτικές να ανοίξουν πυρ διότι μέσα στους διαδηλωτές υπήρχαν αρκετοί μαθητές. Οι διαδηλωτές έκαψαν 3 σταθμευμένα αυτοκίνητα και έριχναν αναμμένους πυρσούς στα παράθυρα του κτηρίου. Μια τελευταία προσπάθεια του Άγγλου επικεφαλής των αστυνομικών δυνάμεων απέτυχε και τότε μια ένοπλη ομάδα αποτελούμενη από 12 άντρες άνοιξε πυρ. Το πλήθος διαλύθηκε αμέσως, επτά τραυματίστηκαν και ένας (ο Ονούφριος Κληρίδης) υπέκυψε στα τραύματα του. Το διοικητήριο τυλίχτηκε τελικά στις φλόγες.
Την επόμενη μέρα, ο κυβερνήτης ζήτησε από στρατιωτικές δυνάμεις να ενισχύσουν την αστυνόμευση στη Λευκωσία, ενώ ζήτησε ενισχύσεις από τις αγγλικές δυνάμεις της Αιγύπτου. Επεισόδια πάντως ξέσπασαν σε όλες τις πόλεις της Κύπρου την επόμενη μέρα. Οι διαδηλωτές στόχευαν και τις οικογένειες των Άγγλων αξιωματούχων. Στην κηδεία του Ονούφριου Κληρίδη, μίλησαν παράγοντες της εποχής, και ξέσπασαν νέα επεισόδια μετά το τέλος της. Την ίδια μέρα ο κυβερνήτης Στορς διέταξε τη σύλληψη του μητροπολίτη Νικόδημου. Τα επεισόδια συνεχίστηκαν μέχρι τις 27 Οκτωβρίου, όπου στην Αμμόχωστο υπήρξε ένας νεκρός και 2 τραυματίες, μετά από επίθεση σε στρατιωτική ομάδα του αστυνομικού σταθμού. Αυτές ήταν και οι τελευταίες ταραχές.
Στις 9 Νοεμβρίου 1933, νέος κυβερνήτης της Κύπρου ανέλαβε ο Ρίτσμοντ Πάλμερ. Ο Πάλμερ, εφάρμοσε δικτατορική διακυβέρνηση του νησιού. Οι δημοτικές εκλογές καταργήθηκαν, η παιδεία σταμάτησε να είναι ελληνοκεντρική, ενώ η φτώχεια ενδημούσε στο νησί. Αυτό προκάλεσε αρκετές απεργίες και ενίσχυση του Κομμουνιστικού Κόμματος στο νησί. Οι Τουρκοκύπριοι επλήγησαν από την άθλια οικονομική κατάσταση του νησιού και ταυτόχρονα έβλεπαν με θαυμασμό την ανοικοδόμηση της Κεμαλικής Τουρκίας. Ο Πάλμερ έφυγε από την Κύπρο το 1939, με το όνομα του να γίνεται συνώνυμο της δυστυχίας και δικτατορίας.
Την 28η Οκτωβρίου 1940, η Ελλάδα μπήκε στον Πόλεμο παρά το πλευρό των συμμάχων. Ο κυπριακός λαός διακήρυξε την προθυμία του να συμμετάσχει στον κοινό αγώνα για την προάσπιση της ελευθερίας του κόσμου. Οι Άγγλοι υποδέχθηκαν με ευχαρίστηση τη στάση αυτή των Κυπρίων.
Το βρετανικό ραδιόφωνο και οι Βρετανοί επίσημοι δεν έπαυαν να πλέκουν το εγκώμιο της Ελλάδας και των Ελλήνων της Κύπρου. Οι κατοχικές αρχές είχαν αναρτήσει τεράστιες πινακίδες έξω από τα αγγλικά στρατολογικά γραφεία του νησιού, που καλούσαν τους Κυπρίους «να πολεμήσουν διά την Ελλάδαν και την Ελευθερίαν» και έλεγαν χαρακτηριστικά: «πολεμώντας για την ελευθερία των λαών, πολεμάτε για τη δική σας ελευθερία». Περισσότεροι από τριάντα χιλιάδες Έλληνες Κύπριοι κατατάχθηκαν στο στρατό και πολέμησαν σε όλα σχεδόν τα μέτωπα.[140]
Η αποικιακή κυβέρνηση νοιώθοντας την πίεση για Ένωση, με δήλωση του Βρετανού υπουργού Αποικιών Κριτζ Τζόουνς στη Βουλή των Κοινοτήτων στις 23 Οκτωβρίου 1946, αποφάσισε να αναθέσει την εκπόνηση του Συντάγματος σε μια Συνέλευση (γνωστή ως Διασκεπτική Συνέλευση) στην οποία θα συμμετείχαν εκπρόσωποι του πληθυσμού του νησιού.[141] Η πρόταση δίχασε τους Έλληνες της Κύπρου, αφού από τη μια η Δεξιά παράταξη, με σύνθημα «Ένωσις και μόνον Ένωσις», προσέγγισε αρνητικά τις προθέσεις του Λονδίνου με τους εκπροσώπους της να αρνούνται να συμμετάσχουν στις εργασίες της Συνέλευσης, ενώ από την άλλη, η Αριστερά, με σύνθημα «Αυτοκυβέρνηση - Ένωση» αποδέχθηκε την πρόταση των Βρετανών με τους εκπροσώπους της να συμμετέχουν στη Διασκεπτική Συνέλευση. Στη Συνέλευση συμμετείχαν τελικά 18 από τα 32 άτομα που προσκλήθηκαν: δέκα Ελληνοκύπριοι, επτά Τουρκοκύπριοι (όλοι όσοι προσκλήθηκαν) και ένας Μαρωνίτης, ωστόσο εξ αιτίας της απροθυμίας των Βρετανών για παραχώρηση αυτοδιάθεσης, η Διασκεπτική Συνέλευση ναυάγησε το 1948.[142]
Τον Ιανουάριο του 1950 η Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου οργάνωσε το Ενωτικό Δημοψήφισμα, όπου δικαίωμα ψήφου είχαν οι Ελληνοκύπριοι μόνο. Παρόλο που υπήρχαν κατά τόπους οργανωτικά προβλήματα, το αποτέλεσμα έδειξε την ισχυρή θέληση των Ελληνοκυπρίων για Ένωση[143][144][145][146] Οι Τουρκοκύπριοι προέβαλαν έντονη αντίδραση στο δημοψήφισμα και το ενδεχόμενο της Ένωσης με ογκώδεις διαδηλώσεις.[147]
Τον Απρίλιο του 1955 η Εθνική Οργάνωσις Κυπρίων Αγωνιστών αρχίζει να δρα με σειρά βομβιστικών επιθέσεων. Η Εθνική Οργάνωσις Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ) ήταν ελληνοκυπριακή, εθνικιστική και αντάρτικη οργάνωση που έδρασε κατά τη χρονική περίοδο 1955-1959 στην Κύπρο, με διακηρυγμένο σκοπό την αυτοδιάθεση της Κύπρου, απαλλαγή από την Βρετανική Αποικιοκρατία και τελικά την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.Οι τουρκοκύπριοι ίδρυσαν την Τούρκικη Οργάνωση Αντίστασης (ΤΜΤ) σαν αντίβαρο της ΕΟΚΑ, ενώ ξεκίνησαν οι πρώτες αιματηρές διακοινοτικές ταραχές. Ο αγώνας της ΕΟΚΑ καταλήγει στις Συμφωνίας Ζυρίχης Λονδίνου και τη δημιουργία ενός δικοινοτικού κράτους, ενώ οι Βρετανοί θα διατηρούσαν 2 κυρίαρχες στρατιωτικές βάσεις. Οι τουρκοκύπριοι αναγνωρίζονται ως κοινότητα. Οι Ελληνοκύπριοι ένιωθαν απογοητευμένοι για την κατάληψη του αγώνα που δεν οδήγησε στην επιδιωκόμενη Ένωση. Ηγέτης των Ελληνοκυπρίων και πρόεδρος της νεοσύστατης Κυπριακής Δημοκρατίας αναδείχτηκε ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Γ'.[148][149][150]
Τον Σεπτέμβριο του 1960 η Κύπρος έγινε μέλος του ΟΗΕ, τον Μάρτιο του 1961 μέλος της Βρετανικής Κοινοπολιτείας και τον Μάιο του ίδιου έτους μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης. Οι Ελληνοκύπριοι αισθανόμενοι ότι δεν εκπλήρωσαν την Ένωση, δημιούργησαν την παρακρατική Οργάνωση "Ακρίτας" με στελέχη υψηλόβαθμους αξιωματούχους της Κυβέρνησης υπό την εποπτεία του Μακαρίου. Οι Τουρκοκύπριοι συνέχισαν να συντηρούν την ΤΜΤ. Τον Νοέμβριο του 1963 ο Μακάριος καταθέτει τα 13 σημεία του για την τροποποίηση του Συντάγματος με σκοπό την άμβλυνση του δικοινοτισμού και περιορισμό της δύναμης των τουρκοκυπρίων. Οι τουρκοκύπριοι αρνήθηκαν και το πολικό κλίμα οξύνθηκε. Έτσι τα πράγματα δεν άργησαν να εκτραχυνθούν στα τέλη του 1963 με αιματηρές συγκρούσεις, γνωστές ως Ματωμένα Χριστούγεννα. Το 1964 αποστέλλεται ειρηνευτική δύναμη του ΟΗΕ, ενώ είχε προηγηθεί τον Δεκέμβριο του 1963 η χάραξη της πράσινης γραμμής στη Λευκωσία.
Στις 25 Φεβρουαρίου 1964, αποφασίστηκε η δημιουργία της Εθνοφυλακής, ένα είδος εθελοντικής Εθνοφρουράς. Η βάση της δημιουργίας της ήταν τα «υπαρχηγεία» της «Οργάνωσης Ακρίτας». Σημαντική στην Εθνική Φρουρά ήταν η «Βασική διαταγή υπ’ αριθ. 1» και προνοούσε δυαδική αρχηγία σε όλα τα επιτελεία της εθελοντικής Εθνοφρουράς: ένας Ελληνοκύπριος και ένας Ελλαδίτης αξιωματικός. Η εθελοντική συμμετοχή όμως δημιουργούσε προβλήματα, έτσι στις 13 Μαρτίου 1964, σε σύσκεψη στο Καστρί υπό του πρωθυπουργού της Ελλάδας, Γεώργιου Παπανδρέου τίθεται ως επικεφαλής του ιδρυθέντος Ειδικού Μικτού Επιτελείου Κύπρου (ΕΜΕΚ), που στόχο είχε να «επιλαμβάνεται παντός στρατιωτικού ζητήματος διά την Κύπρον», ο στρατηγός Γεώργιος Γρίβας. Ταυτόχρονα, δημιουργήθηκε στην Κύπρο η Στρατιωτική Διοίκηση Κύπρου (ΣΔΙΚ), η οποία έπαιρνε εντολές από το ΕΜΕΚ, ενώ παράλληλα αποφασίστηκε και η μυστική αποστολή ελληνικής μεραρχίας που θωράκισε το νησί. Μέχρι τον Ιούνιο του 1964 δημιουργήθηκε η Εθνική Φρουρά.[151]
Ο μεσολαβητής για το Κυπριακό, πρώην υπουργός Εξωτερικών, Ντιν Άτσεσον κατέθεσε σχέδιο (παρουσιάστηκαν δυο περίπου όμοιες εκδοχές) το 1965 που προέβλεπε την εγκατάσταση τουρκικής βάσης κατά κυριαρχία σε ευρεία εδαφική ζώνη στη χερσόνησο της Καρπασίας ίση με το 10%-11% του εδάφους του νησιού ως αντάλλαγμα για την ένωση του υπολοίπου της Κύπρου με την Ελλάδα. Για τους Τουρκοκύπριους που δεν θα μετέβαιναν στην τουρκική ζώνη προβλεπόταν εκτεταμένη αυτοδιοίκηση σε καντόνια εντός της ελληνικής ζώνης. Ήταν μια λύση που προσέγγιζε περισσότερο στην έννοια της διπλής ένωσης, της διανομής του νησιού μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Η λύση αυτή θεωρείτο ριζική και οριστική από την αμερικανική οπτική καθώς έθετε την Κύπρο υπό τον έλεγχο δύο κρατών-μελών του ΝΑΤΟ και ταυτόχρονα εξάλειφε μια εστία διαμάχης μεταξύ συμμάχων στην ανατολική Μεσόγειο. Η Τουρκία όμως, δεν δεχόταν εκμίσθωση, αλλά ζητούσε κυριαρχία. Ούτε ο Μακάριος αποδέχτηκε το σχέδιο και εγκαταλείφθηκε.[152]
Το καθεστώς της 21ης Απριλίου επιθυμώντας την ένωση κινείτο προς την κατεύθυνση της υπονόμευσης του Μακαριακού καθεστώτος. Τον Νοέμβριο του 1967 ο Γρίβας επιχειρεί κατά του τουρκοκυπριακού χωριού Κοφίνου που προκάλεσε πιέσεις προς την Αθήνα και στην τελική απόσυρση των απεσταλμένων εκεί ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων. Την άνοιξη του 1968 ξεκινούν σειρά διακοινοτικών συνομιλιών με θέμα την εσωτερική δομή της Κυπριακής Δημοκρατίας που πλησίασαν τη συμφωνία.Την ίδια χρονιά επανεκλέγεται στο προεδρικό αξίωμα ο Μακάριος.
Το 1970 σημειώνεται απόπειρα δολοφονίας κατά του Μακαρίου, του οποίου η πολιτική επιβραβεύεται στις βουλευτικές εκλογές του ίδιου έτους. Από το προηγούμενο έτος είχε αρχίσει να δρα στο νησί το Εθνικό Μέτωπο. Το 1970 επίσης δολοφονείται ο Πολύκαρπος Γεωρκάτζης ο οποίος συνδέθηκε με την απόπειρα κατά του Μακαρίου.[153]
Ο Γρίβας επιστρέφει στην Κύπρο στις αρχές του φθινοπώρου 1971 και δημιουργεί την ΕΟΚΑ Β'.
Το 1972, εξελίχθηκε το "εκκλησιαστικό πραξικόπημα". Τρεις Κύπριοι μητροπολίτες απαιτώντας από τον Μακάριο να παραιτηθεί από το κοσμικό του αξίωμα (του προέδρου της Δημοκρατίας) τον καθαίρεσαν από αρχιεπίσκοπο το 1972, αλλά τελικά υπερίσχυσε ο Μακάριος καθώς η μείζων Σύνοδος τους καθαίρεσε το 1973.
Τον Οκτώβριο του 1973 γίνεται νέα δολοφονική απόπειρα κατά του Μακαρίου. Μετά το θάνατο του Γρίβα η ΕΟΚΑ Β΄ τελούσα υπό άμεση εξάρτηση από τη χούντα των Αθηνών ασκεί δριμεία πολεμική σε βάρος του Μακαρίου.
Τον Ιούλιο του 1974 ο Μακάριος ζητάει την απόσυρση των Ελλήνων αξιωματικών της Εθνικής Φρουράς, καθώς, σύμφωνα με πληροφορίες που είχε, ανησυχούσε για τυχόν Πραξικόπημα εναντίον του από στελέχη που ελέγχονται από το καθεστώς της Χούντας των Αθηνών[154]
Στις 15 Ιουλίου οι Ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις μαζί με την Εθνική Φρουρά, πραγματοποίησαν πραξικόπημα εναντίον του προέδρου Μακαρίου. Ο Μακάριος διέφυγε και κατέληξε στη Νέα Υόρκη και τον ΟΗΕ όπου ζήτησε την επέμβαση των Εγγυητριών Δυνάμεων. Η Τουρκία, αιτιώμενη την αλλαγή της ισορροπίας δυνάμεων και την επισφαλή θέση των τουρκοκυπρίων σε μια εθνικιστική κυβέρνηση που αποβλέπει σε Ένωση, πραγματοποίησε την επιχείρηση Ατίλλα, δηλαδή την Τούρκικη Εισβολή (η Τουρκία την ονομάζει επέμβαση). Τόσο η δεύτερη χούντα (των Αθηνών) του ταξίαρχου Δημήτρη Ιωαννίδη, η οποία διέταξε το πραξικόπημα, όσο και η πραξικοπηματική κυβέρνηση στην Κύπρο παραιτήθηκαν, αφού ήταν ανίκανες να αντιδράσουν στρατιωτικά. Η επίθεση της Τουρκίας πραγματοποιήθηκε σε δυο φάσεις, μια τον Ιούλιο και μια τον Αύγουστο και κατέληξε να ελέγχουν τα στρατεύματα της το ένα τρίτο του νησιού.
Μετά το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή, τα τουρκικά στρατεύματα κατέχουν τη βόρεια Κύπρο. Με τη συμφωνία Κληρίδη-Ντεκτάς, ο πληθυσμός των δυο κοινοτήτων μετακινήθηκε στις περιοχές που έλεγχε η αντίστοιχη στρατιωτική δύναμη της εθνότητάς του. Αυτό δημιούργησε ένα μεγάλο προσφυγικό κύμα και επήλθε πλήρης εθνικός διαχωρισμός των δύο κοινοτήτων. Ο Μακάριος κυριαρχεί στην εσωτερική πολιτική ζωή του νησιού μέχρι τον θάνατό του τον Αύγουστο του 1977. Από το 1977 έως το 1988 εξελέγη (1978,1983) ο Σπύρος Κυπριανού Πρόεδρος της Κύπρου, αρχικά πρόεδρος της Βουλής και του ΔΗ.ΚΟ.. Το 1988 αρχικά οι εκλογές υπήρξαν άκαρπες, αλλά στις επαναληπτικές εξελέγη ο Γιώργος Βασιλείου με τη στήριξη του ΑΚΕΛ. Το 1993 εξελέγη ο Γλαύκος Κληρίδης, όπως και το 1998.[155]
Ο Πρόεδρος ΚύπρουΤάσσος Παπαδόπουλος υπογράφει, στις 16 Απριλίου 2003, στην Αθήνα, τη Συνθήκη Προσχώρησης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Την 1η Μαΐου 2004 η Κυπριακή Δημοκρατία εντάχθηκε επίσημα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ η Κυπριακή Δημοκρατία αναλαμβάνει την Προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης το δεύτερο εξάμηνο του 2012. Οικονομική κρίση ξεσπά το 2012, αποτελώντας τη μεγαλύτερη οικονομική κρίση που γνώρισε ποτέ η Κυπριακή Δημοκρατία. Κύρια αιτία της κρίσης υπήρξε η μεγάλη έκθεση των κυπριακών τραπεζών σε ελληνικά ομόλογα, που είχαν κουρευτεί την άνοιξη του 2012.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.