From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Τόντορ Χρίστοβ Ζίβκοβ (βουλγάρικα: Toдор Xpиcтoв Живков,[α] 7 Σεπτεμβρίου 1911 – 5 Αυγούστου 1998) ήταν Βούλγαρος πολιτικός, επικεφαλής της Λαϊκής Δημοκρατίας της Βουλγαρίας (ΛΔΒ) από τις 4 Μαρτίου 1954 μέχρι την ανατροπή του καθεστώτος στις 10 Νοεμβρίου 1989.
Έγινε πρώτος Γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος Βουλγαρίας το 1954 και παρέμεινε σε αυτή τη θέση για 35 χρόνια και έγινε έτσι ο μακροβιότερος ηγέτης των χωρών του Ανατολικού Μπλοκ και ένας από τους μακροβιότερους μη-βασιλείς ηγέτες στην ιστορία.[14] Η κυβέρνησή του σήμαινε για τη Βουλγαρία μια περίοδο άνευ προηγουμένου πολιτικής και κοινωνικής σταθερότητας, που χαρακτηρίστηκε τόσο από την πλήρη υποταγή της Βουλγαρίας στη Σοβιετική ηγεμονία,[15] όσο και από την επιθυμία επέκτασης των σχέσεων με τη Δύση. Η εξουσία του παρέμεινε αδιαμφισβήτητη μέχρι την επιδείνωση των σχέσεων Ανατολής - Δύσης τη δεκαετία του 1980, οπότε η στάσιμη οικονομική κατάσταση, η επιδείνωση της διεθνούς εικόνας και ο αυξανόμενος καριερισμός και η διαφθορά του ΚΚΒ εξασθένησαν τη θέση του.[16] Παραιτήθηκε στις 10 Νοεμβρίου 1989 υπό την πίεση ανώτερων μελών του ΚΚΒ, λόγω της άρνησής του να αναγνωρίσει τα προβλήματα και να ασχοληθεί με τις λαϊκές διαδηλώσεις.[17] Μέσα σε ένα μήνα από την ανατροπή του Ζίβκοφ η Κομμουνιστική εξουσία στη Βουλγαρία είχε πρακτικά τερματισθεί και μέσα στον επόμενο η Λαϊκή Δημοκρατία της Βουλγαρίας είχε επίσημα πάψει να υφίσταται.
Ο Ζίβκοφ γεννήθηκε στο Βουλγαρικό χωριό Πράβετς σε αγροτική οικογένεια. Γονείς του ήταν ο Χρίστο Τοντόροφ Ζίβκοφ[18] και η Μαρούζα Γκέργκοβα Ζίβκοβα.[19] Το 1928 έγινε μέλος της Βουλγαρικής Κομμουνιστικής Ένωσης Νεολαίας, μια οργάνωση στενά συνδεδεμένη με το Βουλγαρικό Εργατικό Κόμμα (ΒΕΚ) - το κατόπιν Κομμουνιστικό Κόμμα Βουλγαρίας. Την επόμενη χρονιά εξασφάλισε μια θέση στη "Νταρζάβνα πετσάτνιτσα", επίσημο κυβερνητικό εκδότη στη Σόφια. Το 1932 έγινε μέλος του κυρίως ΒΕΚ, υπηρετώντας αργότερα ως γραμματέας της Δεύτερης Δημοτικής Επιτροπής και ως μέλος της Επαρχιακής Επιτροπής της Σόφιας. Αν και το ΒΕΚ απαγορεύθηκε μαζί με όλα τα άλλα πολιτικά κόμματα μετά την εξέγερση της 19 Μαΐου 1934 συνέχισε να διαθέτει μια χούφτα μη κομματικών Αντιπροσώπων στην Εθνοσυνέλευση και ο Ζίβκοφ διατήρησε τις θέσεις του στην οργάνωσή του στη Σόφια.
Κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ο Ζίβκοφ συμμετείχε στο αντιστασιακό κίνημα της Βουλγαρίας κατά της ευθυγράμμισης της χώρας με τη Ναζιστική Γερμανία[20], δείχνοντας συμπάθεια προς τους 50.000 Εβραίους που ζούσαν στη χώρα. Μόνο οι ανώτερες τάξεις στις μεγαλύτερες πόλεις είχαν συμμαχήσει με τους Ναζί. Το 1943 συμμετείχε στην οργάνωση του αντάρτικου αποσπάσματος Τσαβντάρ στην περιοχή της γενέτειράς του και έγινε υπαρχηγός στην περιοχή των επιχειρήσεων της Σόφιας το καλοκαίρι του 1944. Υπό την κυβέρνησή του πολλοί πρώην συναγωνιστές του Τσαβντάρ επρόκειτο να καταλάβουν εξέχουσες θέσεις στη Βουλγαρική πολιτική. Λέγεται ότι συντόνισε τις κινήσεις των ανταρτών με εκείνες των φιλοσοβιετικών στρατιωτικών μονάδων κατά την εξέγερση της 9 Σεπτεμβρίου 1944.
Μετά την 9 Σεπτεμβρίου 1944 ο Ζίβκοφ έγινε αρχηγός της αστυνομικής δύναμης της Σόφιας, που αναμορφώθηκε σε "Ναρόντνα Μιλίτσια" (Λαϊκή Πολιτοφυλακή). Εκλέχτηκε στην Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΒ ως αναπληρωματικό μέλος το 1945 και ως τακτικό το 1948. Στη διαδικασία της δίκης για εσχάτη προδοσία του Τράικο Κοστόφ, ο Ζίβκοφ κριτίκαρε το Κόμμα και τις δικαστικές αρχές για την κατά τη γνώμη του επιείκειά τους σχετικά με τον Κοστόφ. Αυτό τον τοποθέτησε στη σκληρή Σταλινική πτέρυγα του Κόμματος. Το 1950 ο Ζίβκοφ έγινε αναπληρωματικό μέλος του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΒ, τότε υπό την ηγεσία του Βέλκο Τσερβένκοφ, και τακτικό μέλος το 1951. Τα χρόνια που ακολούθησαν συμμετείχε στην αντιμετώπιση της αντίστασης των αγροτών στην αναγκαστική κολλεκτιβοποίηση στη βορειοδυτική Βουλγαρία.
Μετά το θάνατο του Ιωσήφ Στάλιν δόθηκε έμφαση στη συλλογική ηγεσία. Ο σκληροπυρηνικός Σταλινιστής Τσεβρένκοφ απομακρύνθηκε από Γενικός Γραμματέας του ΚΚΒ το 1954 υπό τη Σοβιετική πίεση. Ο Ζίβκοφ πήρε τη θέση του, αλλά ο Τσεβρένκοφ διατήρησε μερικές από τις εξουσίες του ως πρωθυπουργός. Η Βουλγαρική κοινή γνώμη της εποχής ερμήνευσε αυτό ως κίνηση αυτοσυντήρησης του Τσεβρένκοφ, καθώς ο Ζίβκοφ ήταν λιγότερο γνωστή μορφή στο κόμμα. Μετά την εκφώνηση της περίφημης απόρρητης ομιλίας του Νικίτα Χρουστσόφ στο 20ό Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης, τον Απρίλιο του 1956 συγκλήθηκε μία σύνοδος της ολομέλειας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΒ για να συμφωνήσει να υιοθετήσει μια νέα Χρουστσοφική γραμμή. Σε αυτήν ο Ζίβκοφ άσκησε κριτική στον Τσερβένκοφ, ως οπαδό του Στάλιν, τον υποβίβασε από πρωθυπουργό σε υπουργό και προώθησε τον πρώην αρχηγό της Επιτροπής Κρατικής Ασφάλειας (ΕΚΑ) Άντον Γιούγκοφ στη θέση του πρωθυπουργού. Ήταν η στιγμή που έγινε ντε φάκτο ηγέτης της Βουλγαρίας. Από τότε ο Ζίβκοφ συνδέθηκε με τη "Γραμμή του Απρίλη", που είχε αντισταλινικά χαρακτηριστικά. Στο 8ο Συνέδριο του ΚΚΒ στα τέλη του 1962 ο Ζίβκοφ κατηγόρησε το Γιούγκοφ για αντικομματική δραστηριότητα, τον απέβαλε από το ΚΚΒ και τον έθεσε υπό κατ' οίκον περιορισμό.
Με την ολοένα και ενισχυόμενη θέση του Ζίβκοφ ως ηγέτη της χώρας και του Κομμουνιστικού κόμματος, παλαιότεροι παρτιζάνοι ηγέτες και εν ενεργεία στρατιωτικοί τηρούσαν κριτική στάση για τις ρεβιζιονιστικές πολιτικές της κομμουνιστικής ηγεσίας. Κατά τα γεγονότα που περιγράφονται ως η ΄΄Συνωμοσία του Απριλίου΄΄ του 1965 ή το ΄΄Σχέδιο του Γκορούνια΄΄ ο στρατηγός Ιβάν - Τοντόροφ Γκορούνια, ο στρατηγός Τζβιάτκο Άνεφ και ο Τζόλο Κράστεφ οργάνωσαν μια ομάδα υψηλόβαθμων αξιωματικών του στρατού, που σχεδίαζε να ανατρέψει το καθεστώς. Σχέδιό τους ήταν να εγκαταστήσουν στη χώρα μια φιλοκινεζική ηγεσία. Το πραξικόπημα αποκαλύφθηκε μεταξύ 28 Μαρτίου και 12 Απριλίου και οι περισσότεροι συνωμότες συνελήφθησαν.
Έκτοτε ως πρωθυπουργός ο Ζίβκοφ κατείχε και τις δύο ηγετικές και πολιτικές θέσεις της Βουλγαρίας. Σε όλη σχεδόν την ιστορία της Βουλγαρίας ως ανεξάρτητου κράτους ο πρωθυπουργός θεωρείτο η ηγετική πολιτική μορφή της χώρας. Αν και η θέση του αρχηγού του κράτους παραχωρείτο παραδοσιακά στον ηγέτη της επιζώσας φιλοκομμουνιστικής παράταξης της Βουλγαρικής Αγροτικής Εθνικής Ένωσης, το "Σύνταγμα του Ζίβκοφ", που υιοθετήθηκε με δημοψήφισμα τον Ιούλιο του 1971, τον προωθούσε στην προεδρία του νέου Κρατικού Συμβουλίου. Το αξίωμα, ισοδύναμο με αυτό του προέδρου, επιβεβαίωνε τη θέση του ως κορυφαίου ηγέτη της χώρας. Ο Ζίβκοφ παρέμεινε πιστός στη Μόσχα κατά τα 35 χρόνια της εξουσίας του, αλλά υιοθέτησε πιο φιλελεύθερη στάση από τον προκάτοχό του, επιτρέποντας μερικές μεταρρυθμίσεις της αγοράς (όπως επιτρέποντας το πλεόνασμα των αγροτικών αγαθών να πωλείται με σκοπό το κέρδος) και τερματίζοντας τις διώξεις της Βουλγαρικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1950 ο κεντρικός σχεδιασμός Σοβιετικού τύπου απέφερε οικονομικούς δείκτες που φανέρωναν ότι οι Βούλγαροι επέστρεφαν στον προπολεμικό τρόπο ζωής ως προς ορισμένες απόψεις : οι πραγματικοί μισθοί αυξήθηκαν κατά 75%, αυξήθηκε σημαντικά η κατανάλωση κρέατος, φρούτων και λαχανικών, έγιναν διαθέσιμα στο μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού ιατρικές παροχές και γιατροί και το 1957 οι εργάτες της κολλεκτιβοποιημένης γεωργίας επωφελήθηκαν του πρώτου συστήματος αγροτικών συντάξεων και πρόνοιας στην Ανατολική Ευρώπη[21].
Το 1959 το Κομμουνιστικό Κόμμα δανείστηκε στοιχεία του Κινεζικού Άλματος προς τα Εμπρός, για να συμβολίσει μια έκρηξη οικονομικής δραστηριότητας με το Τρίτο Πενταετές Σχέδιο (1958 - 1962), που οι αρχικοί του στόχοι ήταν πολύ συντηρητικοί. Σύμφωνα με το αναθεωρημένο σχέδιο η βιομηχανική παραγωγή θα διπλασιαζόταν και η αγροτική θα τριπλασιαζόταν μέχρι το 1962, ένα νέο πρόγραμμα αγροτικής κολλεκτιβοποίησης και ενοποίησης θα πετύχαινε μεγάλες οικονομίες κλίμακας σε αυτό τον κλάδο[22]. Οι επενδύσεις στην ελαφρά βιομηχανία θα διπλασιάζονταν και θα επεκτεινόταν το εξωτερικό εμπόριο[23]. Σύμφωνα με το Κινέζικο πρότυπο όλη η Βουλγαρική κοινωνία έπρεπε να δεχθεί την προπαγάνδα και να κινητοποιηθεί για την επίτευξη των στόχων του προγράμματος. Το μεγαλεπήβολο αναθεωρημένο σχέδιο είχε δύο σκοπούς: να συμβαδίσει η Βουλγαρία με το Σοβιετικό μπλοκ, όλα τα μέλη του οποίου ξεκινούσαν σχέδια επιταχυνόμενης ανάπτυξης, και να καταστείλει τις εσωτερικές κομματικές διαμάχες.Η συγχώνευση των αγροκτημάτων-κολλεκτιβών περιόρισε τον αριθμό τους κατά 70%, οπότε το μέσο μέγεθος της αγροτικής εκμετάλλευσης ήταν το δεύτερο μετά της Σοβιετικής Ένωσης, μεταξύ των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης[24]. Ο Ζίβκοφ, οι "θέσεις" του οποίου είχαν καθορίσει τους στόχους του σχεδίου, καθαίρεσε τα μέλη του Πολιτικού Γραφείου και πολιτικούς του αντιπάλους Μπόρις Τάσκοφ (το 1959) και Αντον Γιούγκοφ (το 1962), χαρακτηρίζοντας την κριτική τους για την πολιτική του ως παρακωλύουσα την οικονομία. Ήδη από το 1960 όμως ο Ζίβκοφ είχε αναγκασθεί να επαναπροσδιορίσει τους ανέφικτους στόχους των θέσεών του. Η έλλειψη εξειδικευμένης εργασίας και πρώτων υλών έκανε αδύνατη την ολοκλήρωση των σχεδίων με τον προκαθορισμένο ρυθμό. Οι σοδειές ήταν απελπιστικά φτωχές στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Η αγροτική αναταραχή ανάγκασε την κυβέρνηση να αυξήσει τις τιμές των τροφίμων και η αστική δυσαρέσκεια που προκλήθηκε από τις υψηλότερες τιμές προκάλεσε μια κρίση που ξέσπασε το καλοκαίρι του 1962. Θεωρήθηκαν υπεύθυνοι οι πειραματισμοί του Ζίβκοφ με τον αποκεντρωμένο σχεδιασμό, που εγκαταλείφθηκε ολοκληρωτικά το 1963. Παρόλα αυτά το 1960 η αξία της παραγωγής της βαριάς βιομηχανίας έγινε ίση με εκείνη της ελαφράς και αυξήθηκε γρήγορα η επεξεργασία τροφίμων για εξαγωγή[25]. Σε όλη την επόμενη φάση οι δημόσιες δαπάνες αποτελούσαν κυρίως επανεπένδυση σε τομείς, στους οποίους δινόταν βασική προτεραιότητα. Η ολοκλήρωση της κολλεκτιβοποίησης το 1958 είχε μετακινήσει 678.000 αγρότες, περίπου 20 % του ενεργού εργατικού δυναμικού, σε θέσεις εργασίας στη βιομηχανία[26].
Από τις αρχές όμως της δεκαετίας του 1960 ήταν προφανές ότι χρειάζονταν αλλαγές στο σύστημα για να επιτευχθεί σταθερή ανάπτυξη σε όλους τους τομείς της παραγωγής, περιλαμβανομένης της γεωργίας[27]. Ιδιαίτερα ερεθίσματα για μεταρρυθμίσεις ήταν η έλλειψη εργατικού δυναμικού και ενέργειας και η αυξανόμενη σημασία του εξωτερικού εμπορίου τα χρόνια του "λιωσίματος των πάγων" των μέσων της δεκαετίας του 1960. Έτσι το 1962 με το Τέταρτο Πενταετές Σχέδιο ξεκίνησε μια εποχή οικονομικών μεταρρυθμίσεων, που έφερε μια σειρά νέων προσεγγίσεων στον παλιό στόχο της εντατικής ανάπτυξης[28]. Στη βιομηχανία το 1964 εισήχθη το "Νέο Σύστημα Διοίκησης" και διήρκεσε μέχρι το 1968. Αυτή προσέγγιση είχε σκοπό να εξορθολογίσει τις οικονομικές μονάδες και να καταστήσει τους διευθυντές των επιχειρήσεων περισσότερο υπεύθυνους για τις επιδόσεις τους. Τον Ιούνιο του 1964 πενήντα περίπου βιομηχανικές επιχειρήσεις, κυρίως παραγωγοί υφασμάτων και άλλων καταναλωτικών αγαθών, τέθηκαν υπό το νέο σύστημα. Μισθοί, μπόνους και επενδυτικά κεφάλαια συνδέθηκαν με τα κέρδη της επιχείρησης, από τα οποία μέχρι 70 % μπορούσαν να κρατηθούν[29]. Τα έξωθεν επενδυτικά κεφάλαια έπρεπε να προέρχονται κυρίως από την τραπεζική πίστη παρά από τον κρατικό προϋπολογισμό. Το 1965 οι κρατικές επιδοτήσεις αντιπροσώπευαν ακόμη το 63 % των επενδυτικών κεφαλαίων των επιχειρήσεων, ενώ το 30 % προερχόταν από κρατημένα κέρδη τους και μόνο 7% από τραπεζικές πιστώσεις. Το 1970 οι επιδοτήσεις από τον προϋπολογισμό αντιπροσώπευαν μόνο το 27 % των επενδυτικών κεφαλαίων, ενώ οι τραπεζικές πιστώσεις εκτοξεύθηκαν στο 39 % και τα κρατημένα κέρδη των επιχειρήσεων έφθασαν το 34 %. Οι πιλοτικές επιχειρήσεις είχαν πολύ καλά αποτελέσματα, επιτυγχάνοντας κέρδη διπλάσια των στόχων τους. Το 1967 τα δύο τρίτα της βιομηχανικής παραγωγής προέρχονταν από εταιρείες υπό το νέο σύστημα, που τότε είχε αγκαλιάσει τομείς και εκτός της παραγωγής καταναλωτικών αγαθών.
Πριν όμως το τέλος της δεκαετίας του 1960 ο Βουλγαρικός οικονομικός σχεδιασμός επανήλθε στη συμβατική προσέγγιση. Πολλοί Δυτικοί αναλυτές απέδωσαν τη Βουλγαρική υποχώρηση από τις μεταρρυθμίσεις της δεκαετίας του 1960 στην ένταση που προκλήθηκε από τη Σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία το 1968. Τα διεθνή γεγονότα ίσως να έπαιξαν ρόλο, αλλά η χρονική σύμπτωση της υποχώρησης και της εισβολής δείχνουν μια άλλη συνιστώσα: τη δυσαρέσκεια μεταξύ της ελίτ του κόμματος από τα αποτελέσματα και τις επιπτώσεις της μεταρρύθμισης[30]. Για παράδειγμα τον Ιούλιο του 1968, ένα μήνα πριν την εισβολή στην Τσεχοσλοβακία, καταργήθηκε το Βουλγαρικό ανορθόδοξο τριών βαθμίδων σύστημα καθορισμού των τιμών. Η κομματική ηγεσία δεν είχε ποτέ αποδεχθεί την ιδέα της ελεύθερης και ευέλικτης τιμολόγησης αρκετών προϊόντων, που ήταν μια σημαντική Βουλγαρική παρέκκλιση από τον κεντρικό σχεδιασμό τη δεκαετία του 1960. Η αντίσταση στη μεταρρύθμιση ενθαρρύνθηκε περαιτέρω από σειρά περιπτώσεων, όπου ανώτεροι διευθυντές επιχειρήσεων χρησιμοποίησαν τους πρόσφατα αποκεντρωμένους πόρους για προσωπικό τους όφελος. Αλλά επικρίσεις στο εσωτερικό δέχθηκαν και ορισμένα από τα μέσα επανασυγκεντροποίησης, όπως η δημιουργία ενός αγροτοβιομηχανικού συμπλέγματος[31]. Τόσο Δυτικοί όσο και εγχώριοι καταναλωτές παρέμεναν δυσαρεστημένοι από την ποιότητα πολλών Βουλγαρικών προϊόντων. Οι κομματικές συνεδριάσεις και ο τύπος επέκριναν τις μονοπωλιακές καταχρήσεις, που ήταν αποτέλεσμα παράλογων αποφάσεων στην κορυφή και πλημμελούς εφαρμογής των ορθολογικών πολιτικών στο επίπεδο των επιχειρήσεων.
Μετά από μια σχετική στασιμότητα τη δεκαετία του 1970, το Νέο Οικονομικό Μοντέλο (ΝΟΜ) που θεσπίστηκε το 1981, ως το τελευταίο οικονομικό μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, φάνηκε να βελτιώνει την προσφορά καταναλωτικών προϊόντων και να αναβαθμίζει γενικά την οικονομία[32]. Σε μια προσπάθεια να αντιμετωπισθούν τα χρονίζοντα προβλήματα κατανομής της κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας οι ανώτερες οικονομικές μονάδες έγιναν οικονομικά υπόλογες για τις ζημιές που προκαλούνταν από τις αποφάσεις τους σε κατώτερα επίπεδα[33]. Στα συγκροτήματα και τους συνεταιρισμούς δόθηκε πλήρης ελευθερία να υπογράφουν τα δικά τους συμβόλαια με προμηθευτές και πελάτες στο εξωτερικό και το εσωτερικό. Εντούτοις το ΝΟΜ ήταν ανίκανο να βελτιώσει δραστικά την ποιότητα ή την ποσότητα των Βουλγαρικών αγαθών και προϊόντων. Το 1983 ο Ζίβκοφ επέκρινε δριμύτατα το σύνολο της Βουλγαρικής βιομηχανίας και γεωργίας σε μια σημαντική ομιλία, αλλά οι μεταρρυθμίσεις που την ακολούθησαν δεν έκαναν τίποτε για να βελτιώσουν την κατάσταση. Μεγάλο ποσοστό των εγχώριων αγαθών υψηλής ποιότητας στέλνονταν στο εξωτερικό στις αρχές της δεκαετίας του 1980, για να μειώσουν το χρέος της Βουλγαρίας σε σκληρό συνάλλαγμα και η αγορά Δυτικής τεχνολογίας θυσιάστηκε για τον ίδιο σκοπό, καθηλώνοντας την τεχνική εξέλιξη και απογοητεύοντας τους καταναλωτές. Το ΝΟΜ αποδείχθηκε αποτυχία και η αύξηση του ΑΕΠ μεταξύ 1981 και 1982 ήταν μόνο 2,9 %[34]. Από το 1984 η Βουλγαρία υπέφερε από σοβαρή έλλειψη ενέργειας γιατί το Σοβιετικής κατασκευής εργοστάσιο πυρηνικής ενέργειάς της ήταν αναξιόπιστο και οι ξηρασίες μείωσαν την παραγωγικότητα των υδροηλεκτρικών. Η Βουλγαρία σημείωσε σημαντική πρόοδο στην επιστημονική έρευνα, στέλνοντας δυο ανθρώπους στο διάστημα και παράγοντας το 70 % όλων των ηλεκτρονικών στο Ανατολικό Μπλοκ[35], αλλά οι υποδομές παρέμειναν ανεπαρκείς μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1980[36].
Το 1985 επισκέφθηκε τη Βουλγαρία ο Μιχαήλ Γκορμπατσώφ και φέρεται να πίεσε το Ζίβκοφ να καταστήσει τη Βουλγαρία οικονομικά πιο ανταγωνιστική. Αυτό οδήγησε σε μια Βουλγαρική εκδοχή του Σοβιετικού προγράμματος της Περεστρόικα. Μετά από ένα γύρο ανεπιτυχών πειραματικών μέτρων, τον Ιανουάριο του 1989 το Κόμμα εξέδωσε το Διάταγμα 56. Αυτό το διάταγμα θέσπιζε τις "εταιρείες" ως την πρωτοβάθμια μονάδα οικονομικής διαχείρισης. Κατά θεμελιώδη παρέκκλιση από τη σοσιαλιστική απαγόρευση να μισθώνουν οι ιδιώτες εργατική δύναμη, τώρα μπορούσαν να μισθωθούν μόνιμα μέχρι 10 άτομα και απεριόριστος αριθμός μπορούσε να μισθωθεί με προσωρινά συμβόλαια. Αυτός ο τελευταίος γύρος μεταρρυθμίσεων από το καθεστώς του Ζίβκοφ μάλλον προκάλεσε σύγχυση παρά βελτίωσε τις οικονομικές επιδόσεις. Εντούτοις οι στατιστικές για την ανάπτυξη στο διάστημα 1986-88 έδειχναν ετήσιο ρυθμό 5,5 %, υψηλότερο από το 3,7 % του προηγούμενου πεντάχρονου σχεδίου.
Ακόμη και πριν τον Ζίβκοφ η Βουλγαρία έκανε σημαντική πρόοδο στην αύξηση του προσδόκιμου ζωής και τη μείωση της βρεφικής θνησιμότητας. Το προσδόκιμο ζωής έφτασε τα 68.1 χρόνια για τους άνδρες και 74.4 για τις γυναίκες[37]. Το 1939 το ποσοστό θνησιμότητας για παιδιά κάτω του ενός έτους ήταν 138,9 στα 1000, το 1986 ήταν 18,2 και το 1990 ήταν 14, το χαμηλότερο στην Ανατολική Ευρώπη. Πολύ μεγάλη ήταν στη Βουλγαρία η αναλογία μακρόβιων ανθρώπων. Μελέτη του 1988 κατέγραψε 52 αιωνόβιους ανά εκατομμύριο κατοίκους. Επί Ζίβκοφ ξεκίνησε ένα από τα πρώτα μαζικά προγράμματα εξετάσεων για το AIDS και μέχρι τον Οκτώβριο του 1989 είχαν εξετασθεί στη Βουλγαρία περίπου 2,5 εκατομμύρια άνθρωποι στη Βουλγαρία, ανάμεσά τους 66.000 ξένοι, και 81 Βούλγαροι είχαν διαγνωσθεί θετικοί. Οι αυξήσεις των πραγματικών εισοδημάτων στη γεωργία ανήλθαν στο 6,7 % το χρόνο τη δεκαετία του 1960. Την ίδια περίοδο οι μισθοί στη βιομηχανία αυξάνονταν 4,9 % ετησίως. Η διαθεσιμότητα διαρκών καταναλωτικών αγαθών βελτιώθηκε σημαντικά τη δεκαετία του 1970. Σύμφωνα με επίσημες στατιστικές μεταξύ 1965 και 1988 ο αριθμός των τηλεοράσεων ανά 100 νοικοκυριά αυξήθηκε από 8 σε 100, των ραδιοφώνων από 59 σε 95, των ψυγείων από 5 σε 96, των πλυντηρίων από 23 σε 96 και των αυτοκινήτων από 2 σε 40. Τα διαθέσιμα αυτοκίνητα ήταν κυρίως Σοβιετικά LADA, μερικά από τα οποία κατασκευάζονταν στη Βουλγαρία.
Τη μεταπολεμική περίοδο, και ιδιαίτερα επί του Ζίβκοφ, η στέγαση στη Βουλγαρία βελτιώθηκε σημαντικά, καθώς χτίστηκαν περισσότερες και καλύτερης ποιότητας κατοικίες[38]. Όμως πολλές από αυτές ήταν μικρές - η μέση κατοικία στη Βουλγαρία είχε τρία δωμάτια και 65 τ.μ. Σε όλη τη διακυβέρνηση του Ζίβκοφ η στέγαση παρέμεινε μια από τις μεγαλύτερες αδυναμίες του Βουλγαρικού βιοτικού επιπέδου. Οι στόχοι κατασκευής κατοικιών των Πενταετών Πλάνων, συνήθως δεν εκπληρώνονταν. Έτσι οι οικογένειες περίμεναν για διαμερίσματα, συχνά για αρκετά χρόνια. Στη Σόφια, όπου ο υπερπληθυσμός ήταν στο χειρότερό του, η αναμονή κρατούσε μέχρι και δέκα χρόνια[39].
Το εκπαιδευτικό σύστημα, παρά την προσθήκη ιδεολογικών μαθημάτων, παρέμεινε σχετικά αμετάβλητο μετά την αρχή της Κομμουνιστικής περιόδου. Το 1979 ο Ζίβκοφ εισήγαγε μια σαρωτική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, υποστηρίζοντας ότι η Μαρξιστική διδασκαλία δεν είχε ακόμη πλήρως εφαρμοσθεί στην εκπαιδευόμενη νεολαία[40]. Έτσι ο Ζίβκοφ δημιούργησε Ενιαία Δευτεροβάθμια Πολυτεχνικά Σχολεία (ΕΔΠΣ, βουλγαρικά: ЕСПУ), στα οποία όλοι οι μαθητές θα δέχονταν την ίδια γενική εκπαίδευση. Το σύστημα συνένωσε προγενέστερα ξεχωριστά εξειδικευμένα σχολεία της μέσης εκπαίδευσης σε ένα ενιαίο δωδεκαβάθμιο πρόγραμμα με έντονη έμφαση στα τεχνικά μαθήματα. Το 1981 ένα εθνικό πρόγραμμα εισήγαγε ηλεκτρονικούς υπολογιστές στα περισσότερα ΕΔΠΣ.
Αν και το καθεστώς του Ζίβκοφ συχνά υποστήριζε στενότερες σχέσεις και πολυμερή συνεργασία με τη Γιουγκοσλαβία, την Τουρκία, την Ελλάδα, την Αλβανία και τη Ρουμανία, ορισμένα παραδοσιακά ζητήματα εμπόδιζαν τη σημαντική βελτίωση μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980[41]. Χωρίς εξαίρεση ο Ζίβκοφ μιμήθηκε ή υποστήριξε τις Σοβιετικές ανατροπές και στροφές, όπως η καταγγελία του Στάλιν από το Χρουστσόφ το 1956 και η εισβολή στην Τσεχοσλοβακία το 1968[42]. Ουσιαστικοί ιστορικοί και οικονομικοί δεσμοί συμπλήρωναν τη θεμελίωση αυτής της σχέσης. Τις δεκαετίες του 1970 και του 1980 η Βουλγαρία βελτίωσε τις διπλωματικές της σχέσεις με χώρες εκτός της Σοβιετικής σφαίρας. Η δεκαετία του 1970 ήταν μια περίοδος στενής σχέσης μεταξύ της ΕΣΣΔ του Μπρέζνιεφ και της Βουλγαρίας του Ζίβκοφ. Ο Ζίβκοφ τιμήθηκε ως Ήρωας της Σοβιετικής Ένωσης το 1977[43]. Ακόμη, αν και ο Βούλγαρος εμιγκρές αντιφρονών Γκεόργκι Μαρκόφ έγραψε ότι "[ο Ζίβκοφ] υπηρέτησε τη Σοβιετική Ένωση θερμότερα από τους ίδιους τους Σοβιετικούς ηγέτες, μπορούμε να πούμε ότι από πολλές απόψεις εκμεταλλεύθηκε την ΕΣΣΔ για πολιτικούς λόγους, με τη Βουλγαρία να λειτουργεί ως αμορτισέρ μεταξύ ΕΣΣΔ και ΝΑΤΟ. Έτσι υποστηρίζει στα απομνημονεύματά του ότι η ΕΣΣΔ είχε γίνει "ένας πάροχος πρώτων υλών στη Βουλγαρία", κάτι που έμμεσα επιβεβαίωσε ο Γκορμπατσώφ, όταν έγραψε στα απομνημονεύματά του ότι "η Βουλγαρία ήταν μια χώρα που είχε ζήσει πάνω από τις δυνάμεις της για πολύ καιρό". Παράδειγμα του πώς γινόταν εκμετάλλευση του "παρόχου πρώτων υλών" ήταν το εμπόριο του Σοβιετικού αργού πετρελαίου, που στελνόταν στα σύγχρονα διυλιστήρια πετρελαίου της Βουλγαρίας στο Μπουργκάς σε επιδοτούμενες τιμές και μετά την επεξεργασία του πουλιόταν στις παγκόσμιες αγορές με υψηλό κέρδος.
Το 1963 και το 1973, το καθεστώς του Ζίβκοφ έκανε αιτήματα - είναι ασαφές πόσο σοβαρά είναι αυτά - για την ενσωμάτωση της Βουλγαρίας ως δημοκρατία εντός της Σοβιετικής Ένωσης, και στις δύο φορές επειδή η βουλγαρική κυβέρνηση, έχοντας εμπλακεί σε πικρή πολεμική με τη Γιουγκοσλαβία για το μακεδονικό ζήτημα, θα μπορούσε να φέρει σοβιετογιουγκοσλαβική συμφιλίωση με δικά της έξοδα. Το 1963, μετά από απόφαση του Πατριάρχη Αλεξίου Α΄ της Μόσχας να αναγνωρίσει την αυτονομία της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Μακεδονίας, οι Βούλγαροι ηγέτες δήλωσαν ανοιχτά ότι δεν υπήρχε «ιστορικό μακεδονικό έθνος». Ενόψει των προσπαθειών της Μόσχας μετά το 1953 να προσεγγίσει το Βελιγράδι και την Αθήνα, ο Ζίβκοφ φαίνεται να έχει υπολογίσει ότι μια πολιτική αδιάκοπης πίστης στο Κρεμλίνο θα εξασφάλιζε ότι θα παρέμενε πιο πολύτιμη για την ΕΣΣΔ από την ουδέτερη Γιουγκοσλαβία ή τη συνδεδεμένη με το ΝΑΤΟ Ελλάδα.[44]
Τις δεκαετίες του 1960 και 1970 η Βουλγαρία παρείχε επίσημα στρατιωτική υποστήριξη σε πολλά εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, ιδιαίτερα στη Λαϊκή Δημοκρατία του Βιετνάμ, την Ινδονησία, τη Λιβύη, την Αγκόλα, το Αφγανιστάν, το Κέρας της Αφρικής και τη Μέση Ανατολή. Το 1984 9.000 Βούλγαροι σύμβουλοι, που τοποθετήθηκαν στη Λιβύη για στρατιωτική και μη βοήθεια, έθεσαν τη χώρα αυτή στην πρώτη θέση μεταξύ των πελατών της Βουλγαρίας στον Τρίτο Κόσμο. Μέσω της επιχείρησης εξαγωγών όπλων Κίντεξ, η Βουλγαρία ενεπλάκη επίσης σε δραστηριότητες συγκαλυμμένης στρατιωτικής υποστήριξης, πολλές από τις οποίες αποκαλύφθηκαν στη συνέχεια. Τη δεκαετία του 1970 προκλήθηκαν διπλωματικές κρίσεις με το Σουδάν και την Αίγυπτο, λόγω Βουλγαρικής ανάμειξης σε συνωμοσίες για πραξικοπήματα.
Επί Ζίβκοφ η πολιτική της Βουλγαρίας προς τη Δυτική Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες καθοριζόταν σε μεγάλο βαθμό από τη θέση της Σοβιετικής Ένωσης[45]. Γεγονότα όπως οι εισβολές στην Τσεχοσλοβακία και στο Αφγανιστάν απομάκρυναν αυτόματα τη Βουλγαρία από τη Δύση, ενώ στις αρχές της δεκαετίας του 1980 οι Σοβιετικές προσπάθειες διάσπασης του ΝΑΤΟ έφεραν τη Βουλγαρία εγγύτερα στη Γαλλία και τη Δυτική Γερμανία - θέση που διατηρήθηκε σε όλη τη δεκαετία. Ακόμη και προγενέστερα τη δεκαετία του 1970 ο Ζίβκοφ επεδίωξε ενεργά καλύτερες σχέσεις με τη Δύση, αγνοώντας τη συντηρητική αντιπολίτευση και έχοντας επιχειρήσει τη βασισμένη στον τουρισμό προσέγγιση με τη Δύση από τη δεκαετία του 1960[46]. Μιμούμενη τη Σοβιετική πολιτική της ύφεσης της δεκαετίας του 1970, η Βουλγαρία απέκτησε Δυτική τεχνολογία, επέκτεινε τις πολιτιστικές επαφές και προσέλκυσε Δυτικές επενδύσεις με την πιο φιλελεύθερη πολιτική ξένων επενδύσεων στην Ανατολική Ευρώπη. Το 1956 όμως και το 1968 οι Σοβιετικές ενέργειες μετέβαλαν τη θέση της Βουλγαρίας. Η Σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν, στα τέλη του 1979, που η Βουλγαρία υποστήριξε σθεναρά, ανανέωσε την ένταση μεταξύ Βουλγαρίας και Δύσης. Η πιθανολογούμενη Βουλγαρική ενοχή για την απόπειρα δολοφονίας του Πάπα Ιωάννη Παύλου Β΄ το 1981 επιδείνωσε το πρόβλημα και διατήρησε τις σχέσεις ψυχρές τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Το 1988 μια αίτηση εισδοχής στη Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου απορρίφθηκε, λόγω του προγράμματος αφομοίωσης της Τουρκικής μειονότητας, παρά τις ευρείες προσδοκίες.
Οι σχέσεις της Βουλγαρίας με την Ελλάδα, παραδοσιακό εχθρό, ήταν σταθερές τις δεκαετίες του 1970 και 1980, παρά τις μεγάλες κυβερνητικές αλλαγές και στις δύο χώρες. Ο Ζίβκοφ κατέστησε αυτή τη σταθερότητα πρότυπο για τη συνολική Βαλκανική συνεργασία, που ήταν κεντρικό σημείο της εξωτερικής πολιτικής του τη δεκαετία του 1980[47]. Το 1986 οι δύο χώρες υπέγραψαν μια διακήρυξη καλής γειτονίας, φιλίας και συνεργασίας, που βασιζόταν στην κοινή εχθρότητα έναντι της Τουρκίας και των Γιουγκοσλαβικών αξιώσεων για αναγνώριση Μακεδονικών μειονοτήτων στη Βουλγαρία και στην Ελλάδα. Σημαντικό κίνητρο για τη φιλία με τη Ελλάδα ήταν η εκμετάλλευση της ενδονατοϊκής Ελληνοτουρκικής διαμάχης, που βασιζόταν στις διεκδικήσεις των δύο χωρών στην Κύπρο. Στις αρχές του 1989 η Βουλγαρία υπέγραψε μια δεκαετή οικονομική συμφωνία με την Ελλάδα.
Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980 ο Ζίβκοφ απέτρεψε με επιτυχία την αναταραχή στην κοινότητα των Βουλγάρων διανοουμένων[48]. Η ένταξη στην ένωση συγγραφέων εξασφάλιζε τεράστια προνόμια και κοινωνικό κύρος και αυτό οδήγησε πολλούς αντιφρονούντες συγγραφείς, όπως ο Γκεόργκι Τζαγκάροφ και ο Λιμπομίρ Λέβτσεφ, στον κύκλο της επίσημα αποδεκτής διανόησης. Αφ'ετέρου η ένταξη απαιτούσε διανοητικό συμβιβασμό και η άρνηση συμβιβασμού οδηγούσε σε διαγραφή από την ένωση και απώλεια όλων των προνομίων. Η ποινή για τους αντιφρονούντες συγγραφείς μερικές φορές ξεπερνούσε την απώλεια προνομίων. Το 1978 ο εμιγκρές συγγραφέας Γκεόργκι Μαρκόφ δολοφονήθηκε στο Λονδίνο για τις αντικομμουνιστικές του εκπομπές από το ΒΒC και η Μπλάγκα Ντιμίτροβα καταγγέλθηκε δριμύτατα για την επικριτική απεικόνιση των κομματικών αξιωματούχων στο μυθιστόρημά της "Λίτσε" του 1982.
Ο Zίβκοφ περιόρισε την οργανωμένη αντιπολίτευση αποκαθιστώντας σύμβολα του Βουλγαρικού πολιτιστικού παρελθόντος, που είχαν παραμερισθεί με τη μεταπολεμική καμπάνια να εδραιωθεί ο Σοβιετικού τύπου κομματικός έλεγχος. Αρχίζοντας το 1967 έκανε ηχηρά έκκληση στο λαό να θυμηθεί "την πατρίδα μας Βουλγαρία". Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 ο Ζίβκοφ εξομάλυνε τις σχέσεις με τη Βουλγαρική Ορθόδοξη Εκκλησία. Η εκτεταμένη καμπάνια του Ζίβκοφ για πολιτιστική αποκατάσταση παρείχε κάποιο τουλάχιστον έδαφος συνεννόησής του με τη Βουλγαρική διανόηση. Το 1980 ο Ζίβκοφ είχε βελτιώσει τη θέση του στο εσωτερικό διορίζοντας την κόρη του Λουντμίλα Ζίβκοβα πρόεδρο της επιτροπής για την επιστήμη, τον πολιτισμό και την τέχνη[49]. Στη σημαντική αυτή θέση η Ζίβκοβα έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής προωθώντας την ξεχωριστή πολιτιστική κληρονομιά της Βουλγαρίας. Ξόδεψε μεγάλα χρηματικά ποσά σε μια ιδιαίτερα προβεβλημένη καμπάνια υποστήριξης ερευνητών, συλλογής Βουλγαρικής τέχνης και χορηγίας πολιτιστικών ιδρυμάτων. Μεταξύ των πολιτικών της ήταν η στενότερη πολιτιστική επαφή με τη Δύση και πιο προβεβλημένο έργο της ο εντυπωσιακός εορτασμός της 1300ής επετείου της Βουλγαρίας το 1981. Όταν πέθανε η Ζίβκοβα το 1981 οι σχέσεις με τη Δύση είχαν ήδη ψυχρανθεί από το ζήτημα του Αφγανιστάν αλλά η σύντομη διαχείρισή της της επίσημης πολιτιστικής ζωής της Βουλγαρίας ήταν μια επιτυχής φάση της στροφής του πατέρα της στη Βουλγαρική εθνική παράδοση για να ενώσει τη χώρα.
Ο αθλητισμός επίσης άκμασε κατά τη διακυβέρνηση του Ζίβκοφ. Από το 1956 έως το 1988 η Βουλγαρία κέρδισε τον άνευ προηγουμένου αριθμό των 153 Ολυμπιακών μεταλλίων και πολλούς Ευρωπαϊκούς και παγκόσμιους αγώνες σε αθλήματα τόσο ποικίλα όπως το βόλλεϋ, η ρυθμική γυμναστική και η πάλη.
Η πολιτική διαφωνία τιμωρείτο κατά τη διακυβέρνηση του Ζίβκοφ [εκκρεμεί παραπομπή]. Η ΕΚΑ ήταν ένα επίφοβο μέσο ελέγχου και η ανοιχτή αντιπολίτευση παρέμεινε υπόγεια μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980. Το 1978 ο Βούλγαρος αντιφρονών Γκεόργκι Μαρκόφ δολοφονήθηκε στο Λονδίνο από έναν πράκτορα, που τον τρύπησε με τη μύτη μιας ομπρέλας, που περιείχε ρικίνη (δηλητήριο). Την εποχή του Ζίβκοφ ήταν εξαιρετικά δύσκολο για τους Βούλγαρους να ταξιδεύουν στο εξωτερικό.
Ο Ζίβκοφ ήταν ιδιαίτερα μη ανεκτικός της διαφωνίας μέσα στο Κόμμα [εκκρεμεί παραπομπή]. Όταν ο Μιχαήλ Γκορμπατσώφ ανακοίνωσε το μεταρρυθμιστικό του πρόγραμμα, ο Ζίβκοβ έδειξε ότι το αντιγράφει, πιστεύοντας ότι ο Γκορμπατσώφ δεν εννοούσε πραγματικά τη γκλάσνοστ ή την περεστρόικα. Ωστόσο έδειξε το πραγματικό του πρόσωπο, όταν απέβαλε από το Κόμμα αρκετά μέλη μιας ομάδας παρακολούθησης των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Λίγο αργότερα, όταν αρκετοί διανοούμενοι ανακοίνωσαν τη δημιουργία του "Ομίλου Υποστήριξης της Περεστρόικα και της Γκλάσνοστ", συνέλαβε τους ηγέτες και τους έδιωξε από το Κόμμα.
Ο Ζίβκοφ προώθησε τα παιδιά του, την κόρη του Λουντμίλα Ζίβκοβα και το γιο του Βλαντιμίρ Ζίβκοφ, στην ιεραρχία του BKP. Η Λουντμίλα έγινε μέλος του Πολιτικού Γραφείου προκαλώντας την οργή του BKP και των ευεργετών της Βουλγαρίας στη Μόσχα με τις ανορθόδοξες καλλιτεχνικές ιδέες της και την πρακτική των Ανατολικών θρησκειών. Πέθανε ξαφνικά σε ηλικία 38 ετών το 1981. Η υγεία της είχε υπονομευτεί σοβαρά από στρες, αποτυχημένους γάμους και ασυνήθιστες πρακτικές διατροφής και τρόπου ζωής, αν και αφθονούσαν οι φήμες για δολοφονία ή αυτοκτονία. Με το θάνατο της Λουντμίλα οι φίλοι και οι υποστηρικτές της απομακρύνθηκαν γρήγορα από όλες τις θέσεις ισχύος. Ο γαμπρός Ιβάν Σλάβκοφ έγινε πρόεδρος της κρατικής εταιρείας τηλεόρασης της Βουλγαρίας και αργότερα πρόεδρος της Βουλγαρικής Ολυμπιακής Επιτροπής.
Εκτός από την προώθηση της οικογένειάς του ο Ζίβκοφ θέσπισε ένα πολύπλοκο σύστημα προνομίων, που εκτεινόταν σε παλιές προσωπικότητες της Αντίστασης, μέλη του Κόμματος και "προμινέντι" (διακεκριμένους) των επιστημών, των τεχνών και της βιομηχανίας. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 συνήργησε στη δημιουργία μεγάλης ομάδας οικιστικών, εκπαιδευτικών οικονομικών, εκλογικών και άλλων ευεργετημάτων σε μεγάλη κατηγορία ανθρώπων, που ονομάστηκαν "Ενεργοί Μαχητές κατά του Καπιταλισμού και του Φασισμού", που υποτίθεται ότι είχαν συμμετάσχει στη μάλλον μικρή Βουλγαρική αντίσταση της εποχής του Πολέμου και που επεκτάθηκε σε παράλογες διαστάσεις. Χωρίς κατ' ανάγκη να παίρνουν μεγάλες αποδοχές (οι μισθολογικές διαφορές επί Ζίβκοφ περιορίζονταν στο 5:1, με τη συντριπτική πλειοψηφία στο 3:1), τα μέλη του Κόμματος και οι πληροφοριοδότες της ΕΚΑ λάβαιναν πολύ σημαντικά μπόνους, που είχαν να κάνουν με την πρόσβαση στη στέγαση, σε εισαγόμενα αγαθά πολυτελείας, σε σκληρό συνάλλαγμα, στη δυνατότητα να ταξιδεύουν στο εξωτερικό, σε ανώτερη ιατρική περίθαλψη και σε απρόσκοπτη είσοδο των παιδιών τους στην ανώτερη εκπαίδευση. Η έκταση αυτών των προνομίων διευρυνόταν καθώς ανέρχονταν στην ιεραρχία του Κόμματος. Διακεκριμένοι καλλιτέχνες, επιστήμονες και "Ήρωες της Σοσιαλιστικής Εργασίας" απολάμβαναν παρόμοια προνόμια. Ιδρυθείσα τα πρώτα χρόνια της εξουσίας του Ζίβκοφ, η Κορεκόμ ήταν μια αλυσίδα καταστημάτων λιανικής πώλησης, όπου οι ξένοι μπορούσαν να ψωνίσουν με σκληρό συνάλλαγμα, αλλά οι πελάτες της ήταν κυρίως προνομιούχοι Βούλγαροι προσκείμενοι στο καθεστώς Ζίβκοφ.
Στη Βουλγαρία του Ζίβκοφ το χρήμα είχε χάσει πολλές από τις παραδοσιακές του ιδιότητες, έχοντας αντικατασταθεί από σειρά προσωπικών και οικογενειακών εξυπηρετήσεων, υλικών και σταδιοδρομίας, που έχουν περιγραφεί ως "φεουδαρχικές". Αυτό δυσχέρανε τις διώξεις στις μετά το Ζίβκοφ δίκες για απάτη και διαφθορά, καθώς καμία δωροδοκία δεν μπορούσε να αποδειχθεί κατά των κατηγορουμένων, καθώς είχαν λάβει απολαβές απλώς σε είδη και υπηρεσίες, που εξ άλλου ήταν ΄΄νόμιμες΄΄.
Ο Ζίβκοφ επιφύλαξε ιδιαίτερη μεταχείριση για τη γενέτειρά του Πράβετς. Τη δεκαετία του 1960 το μικρό αυτό χωριό ανακηρύχτηκε "αστική κοινότητα" και έγινε πόλη μια δεκαετία αργότερα. Το 1982 ο πρώτος, κλωνοποίηση του Apple, προσωπικός υπολογιστής της Βουλγαρίας ονομάστηκε Πράβετς. Ευγνώμονες οι κάτοικοι του Πράβετς ανταποκρίθηκαν ανεγείροντας ένα άγαλμα ηρωοποίησης του Ζίβκοφ, που ο ίδιος κατέβασε, δήθεν για να αποτρέψει προσωπολατρία για το άτομό του, και που αναστηλώθηκε μετά το θάνατό του.
Σε όλη τη διάρκεια της εξουσίας του ο Ζίβκοφ περιβαλλόταν από εκείνους που επιδείκνυαν "πρεντάνοστ" (πίστη, αφοσίωση, διάθεση να προσφέρουν τα πάντα). Στα απομνημονεύματά του ο Βλαντιμίρ Κοστόφ, Βούλγαρος μυστικός πράκτορας, που αποσκίρτησε στη Γαλλία το 1978 αναφέρει πώς ο πανίσχυρος υπουργός εσωτερικών υποθέσεων πάθαινε νευρικό κλονισμό πριν συναντήσει το Ζίβκοφ, από φόβο μήπως η "πρέντανοστ" του δεν κατόρθωνε να φανεί αρκετά εκφραστικά.
Καθ' όλη την περίοδο της εξουσίας του, η διάλεκτος και η χοντροκομμένη συμπεριφορά του Τοντόρ Ζίβκοφ τον κατέστησαν στόχο πολλών καυστικών ανεκδότων στους αστικούς κύκλους της Βουλγαρίας. Ενώ η φοβερή μυστική αστυνομία ΕΚΑ λέγεται ότι συχνά καταδίωκε όσους έλεγαν πολιτικά ανέκδοτα, λέγεται ότι ο ίδιος ο Ζίβκοφ τα έβρισκε διασκεδαστικά και είχε "συλλέξει" ένα αρχείο από αυτά. Το δημοφιλές παρατσούκλι του ήταν "μπάι Τόσο" (περίπου "Θείος Τόσο") ή κατά καιρούς (και αργότερα) "Τάτο" (λέξη διαλέκτου για το ΄΄Μπαμπάς΄΄). Ο Μαρκόφ αναφέρει μια ιστορία για το πώς ο Ζίβκοφ κατέκρινε ένα δημοφιλή γελοιογράφο εφημερίδας για την τροποποίηση της υπογραφής του ώστε να μοιάζει με ουρά γουρουνιού, χωρίς πάντως και να τον διώξει. Μια χούφτα "αδειοδοτημένων" αντιφρονούντων σατιρικών συγγραφέων, όπως ο Ραντόι Ραλίν, απολάμβαναν προβολής.
Ο Zίβκοφ επιβίωσε του Σινοσοβιετικού σχίσματος, της πτώσης του Χρουστσόφ το 1964, μιας απόπειρας ενός Σταλινικού-Μαοϊκού πραξικοπήματος το 1965, του θανάτου της κόρης του Λουντμίλα Ζίβκοβα το 1981, του θανάτου του Μπρέζνιεφ το 1982 και των μεταρρυθμίσεων του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ μετά από το 1985.
Το 1986 ο Ζίβκοφ διέταξε την απέλαση των περισσότερων Τούρκων της Βουλγαρίας. Όπως αποδείχθηκε αυτό ήταν η αρχή του τέλους για το μακρόβιο ηγέτη. Η Βουλγαρία έγινε στόχος σχεδόν ομόφωνης καταδίκης από τη διεθνή κοινότητα, ακόμη και οι Σοβιετικοί διαμαρτυρήθηκαν. Ο Γκορμπατσόφ ήδη δεν πίστευε πολύ στο Ζίβκοφ. Τον είχε κατατάξει σε μια ομάδα άκαμπτων σκληροπυρηνικών ηγετών που περιελάμβαναν τον Έριχ Χόνεκερ της Ανατολικής Γερμανίας, τον Γκούσταβ Χούζακ της Τσεχοσλοβακίας, τον Νικολάε Τσαουσέσκου της Ρουμανίας. Όμως μετά το επεισόδιο με τους Τούρκους ο Γκορμπατσόφ είχε αποφασίσει να ζητήσει την αποχώρηση του Ζίβκοφ. Η Τουρκική υπόθεση αφύπνισε επίσης αρκετούς υψηλά ιστάμενους Βούλγαρους αξιωματούχους, περιλαμβανομένων του Πρωθυπουργού Γκεόργκι Ατανάσοφ, του Υπουργού Εξωτερικών Πέταρ Μλαντένοφ και του Υπουργού Οικονομικών Αντρέι Λουκάνοφ. Άρχισαν να συνωμοτούν για να τον απομακρύνουν, αλλά έπρεπε να κινούνται με διακριτικότητα δεδομένης της πανταχού παρουσίας της ΕΚΑ.
Τον Οκτώβριο του 1989 ο Μλαντένοφ οργάνωσε στη Σόφια μια περιβαλλοντική συνάντηση κορυφής του ΟΑΣΕ, όπου προσκάλεσε να συμμετάσχει μια ομάδα Βουλγάρων περιβαλλοντικών ακτιβιστών, την Εκογκλάσνοστ. Δέκα μέρες μέσα στη διάσκεψη αρκετοί ακτιβιστές και υποστηρικτές της Εκογκλασνόστ ξυλοκοπήθηκαν άγρια από αξιωματικούς της ΕΚΑ και της πολιτοφυλακής - με εντολές του Ζίβκοφ. Κατόπιν συνέλαβαν 36 ακτιβιστές της αντιπολίτευσης, τους οδήγησαν στην ύπαιθρο και τους ανάγκασαν να επιστρέψουν πεζοί στη Σόφια. Εν μέσω σχεδόν ομόφωνης διεθνούς αποδοκιμασίας οι Μλαντένοφ, Λουκάνοφ και Ατανάσοφ αποφάσισαν ότι ο Ζίβκοφ έπρεπε να φύγει. Το κρίσιμο βήμα ήταν όταν όταν έπεισαν τον Υπουργό Άμυνας Ντόμπρι Τζούροφ να τους υποστηρίξει.
Οι συνωμότες χτύπησαν στις 8 Νοεμβρίου, μια μέρα πριν τη συνεδρίαση του Πολιτικού Γραφείου. Ο Τζούροφ συνάντησε το Ζίβκοφ ιδιωτικά και του είπε ότι έπρεπε να παραιτηθεί και ότι υπήρχε στο Πολιτικό Γραφείο πλειοψηφία αρκετή για να τον καταψηφίσει. Ο Ζίβκοφ κατελήφθη εξαπίνης και προσπάθησε να εξασφαλίσει υποστήριξη για να μην επωφεληθούν. Μια ώρα πριν τη συνεδρίαση της επόμενης ημέρας ο Τζούροφ έδωσε στο Ζίβκοφ ένα τελεσίγραφο - αν δεν παραιτείτο, το Πολιτικό Γραφείο όχι μόνο θα ψήφιζε την αποπομπή του, αλλά θα τον συνελάμβανε και θα εκτελείτο για προδοσία. Βλέποντας τι τον περίμενε, όταν πέρασε η ένταση, ο Ζίβκοφ παραιτήθηκε, επίσημα για λόγους υγείας και ηλικίας. Ο Μλαντένοφ ονομάστηκε νέος ηγέτης του κόμματος[50]. Η αποπομπή όμως του Ζίβκοφ ήρθε πολύ αργά για να σώσει το καθεστώς. Στις 11 Δεκεμβρίου[51], μόνο ένα μήνα αργότερα, ο Μλαντένοφ αναγκάστηκε να ανακοινώσει ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα παραιτείτο από το κατοχυρωμένο του δικαίωμα να κυβερνάει και ότι τον Ιούνιο θα διεξάγονταν ελεύθερες εκλογές[52]. Τον Ιανουάριο η Εθνοσυνέλευση κατάργησε τα κεφάλαια του συντάγματος, που έδιναν στο Κομμουνιστικό Κόμμα το μονοπώλιο της εξουσίας. Έτσι, μέσα σε δύο μόνο μήνες αφότου ο Ζίβκοφ έχασε την εξουσία, το Κομμουνιστικό σύστημα, του οποίου ήταν κυρίαρχος, δεν υπήρχε πια. Αν και αρχικά του έδειξαν σεβασμό κατά την απομάκρυνσή του, τον Ιανουάριο του 1990 διαγράφηκε από το ΚΚΒ και συνελήφθη για πολλές υποθέσεις απάτης και νεποτισμού. Δύο χρόνια αργότερα κρίθηκε ένοχος υπεξαίρεσης δημόσιου πλούτου και καταδικάσθηκε σε επταετή φυλάκιση. Λόγω της μεγάλης ηλικίας και της κακής υγείας του, του επετράπη να εκτίσει την ποινή του σε κατ' οίκον περιορισμό. Τελικά αθωώθηκε από το Βουλγαρικό Ανώτατο Δικαστήριο το 1996. Ο Ζίβκοφ διατήρησε την πνευματική του διαύγεια και το ενδιαφέρον για τις δημόσιες υποθέσεις μέχρι το θάνατό του από πνευμονία τον Αύγουστο του 1998, σε ηλικία 86 ετών. Την κηδεία του παρακολούθησε πολύς κόσμος. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του έδινε τακτικά συνεντεύξεις[53].
Μετά το θάνατο του Ζίβκοφ όλες οι εναντίον του κατηγορίες διαγράφηκαν.
"Ο Σκαντζόχειρος", μια μυθιστορηματική περιγραφή της δίκης του Στόγιο Πετκάνοφ, ενός ελάχιστα συγκεκαλυμμένου Ζίβκοφ, γράφτηκε από το Τζούλιαν Μπερνς και εκδόθηκε στα Βουλγαρικά και τα Αγγλικά το 1992[54].
Καθώς η οικονομική πολιτική του Ζίβκοφ ήταν σε μεγάλο βαθμό αποτυχημένη, αφήνοντας τη χώρα στα πρόθυρα της κατάρρευσης, είναι ένα ερώτημα πώς πραγματικά αναπτύχθηκε η οικονομία. Ένα πιο σαφές αποτέλεσμα της κυβέρνησης του Ζίβκοφ και επακόλουθό της είναι το "δημογραφικό πρόβλημα". Η Τουρκική/Μουσουλμανική του πολιτική προκάλεσε ένα αποτέλεσμα διαμετρικά αντίθετο από εκείνο που επεδίωκε.
Μετά την πτώση του Ζίβκοφ και την αποβολή του από το ΚΚΒ, το Κόμμα παραιτήθηκε από το μονοπώλιό του στην εξουσία το Φεβρουάριο του 1990 και επέτρεψε τις πρώτες δημοκρατικές εκλογές στη Βουλγαρία μετά από 59 χρόνια, τον Ιούνιο του 1990. Καθώς το Σοβιετικό Μπλοκ, με τη μορφή του Συμβουλίου Αμοιβαίας Οικονομικής Βοήθειας (Κομεκόν), του Συμφώνου της Βαρσοβίας και της ίδιας της ΕΣΣΔ κατέρρευσε. Το 1992 η Βουλγαρία μπήκε σε μια περίοδο μετάβασης από το σοσιαλισμό στην οικονομία της ελεύθερης αγοράς και τη δημοκρατία. Έτσι η πολιτική ιδεολογία και η εξωτερική πολιτική της χώρας της εποχής του Ζίβκοφ αντιστράφηκαν. Οι μετακομμουνιστικές πολιτικές, επιχειρηματικές, στρατιωτικές, ακαδημαϊκές και καλλιτεχνικές ελίτ, καθώς και οι μεγάλες και ενεργές ομάδες οργανωμένου εγκλήματος της χώρας αποτελούνταν σχεδόν αποκλειστικά από τους γόνους των Κομμουνιστών "εμινέντι", που ήταν επιφανείς κατά τη μακρά διακυβέρνηση του Ζίβκοφ.
Η επίθεση του Ζίβκοφ στους Μουσουλμάνους και Τούρκους της Βουλγαρίας τους ριζοσπαστικοποίησε και τους ένωσε ενώ ήταν διάσπαρτες και ήσυχες μειονότητες. Μετά το 2001 (όπως και μεταξύ 1991 - 1994) το Κίνημα Δικαιωμάτων και Ελευθεριών, κόμμα αποτελούμενο σχεδόν αποκλειστικά από Τούρκους της Βουλγαρίας κρατά την ισορροπία δυνάμεων στη Βουλγαρική πολιτική. Έτσι ένα από τα βασικά σχέδια του Ζίβκοφ προκάλεσε το τελείως αντίθετο αποτέλεσμα, από εκείνο που επεδίωκε.
Μια πιο καταστροφική διαδικασία, που εμφανίστηκε τα πρώτα χρόνια της κυβέρνησης του Ζίβκοφ, ήταν το "δημογραφικό πρόβλημα", όταν παραδοσιακά μεγάλες αγροτικές οικογένειες μετανάστευαν σε βιομηχανικές πόλεις, είχαν την τάση να αποκτούν ένα ή και κανένα παιδί. Οι ατελέσφορες μεταρρυθμίσεις, που επιχειρήθηκαν από το καθεστώς του Ζίβκοφ συνίσταντο κυρίως σε πρόστιμα για οικογένειες χωρίς παιδιά και περιορισμό των εκτρώσεων. Κατά την είσοδο του 21ου αιώνα ο Βουλγαρικός πληθυσμός προβλεπόταν να μειωθεί από το υψηλό των εννέα εκατομμυρίων του 1990 σε περίπου πέντε εκατομμύρια μετά από μια γενιά.
Ωστόσο, μετά από πολύ σημαντικές αντιξοότητες και δυσκολίες τις δεκαετίες του 1940 και του 1950, η Βουλγαρική οικονομία αναπτύχθηκε με γοργούς ρυθμούς από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 μέχρι τα τέλη εκείνης του 1970. Οι περισσότερες από τις μεγάλες σημερινές βιομηχανικές εγκαταστάσεις, όπως τα χαλυβουργεία Κρεμίκοβτσι και τα τεχνικά έργα Τσερβένα Μοτζίλα, δημιουργήθηκαν επί Ζίβκοφ. Ο πυρηνικός ενεργειακός σταθμός της Βουλγαρίας, ΑΕC Κοζλοντούι, κατασκευάσθηκε τη δεκαετία του 1970, οπότε και οι έξι μεγάλοι αντιδραστήρες παραγγέλθηκαν σε λιγότερο από πέντε χρόνια. Αυτός και οι πολλοί θερμοηλεκτρικοί και υδροηλεκτρικοί σταθμοί της Βουλγαρίας έκαναν τη χώρα μεγάλο εξαγωγέα ηλεκτρικής ενέργειας. Από τη δεκαετία του 1970 η έμφαση επικεντρώθηκε στις υψηλές τεχνολογίες, όπως τα ηλεκτρονικά, ακόμη και η εξερεύνηση του διαστήματος. Στις 10 Απριλίου 1979 η Βουλγαρία εκτόξευσε τον πρώτο από δύο κοσμοναύτες, το Γκεόργκι Ιβάνοφ, σε Σοβιετικά διαστημόπλοια Σογιούζ, και αργότερα τους δικούς της διαστημικούς δορυφόρους. Όντας από τις πρώτες χώρες που πωλούσαν ηλεκτρονικούς υπολογιστές (μάρκα Έλκα από το 1973) και ψηφιακά ρολόγια (Ελεκτρόνικα από το 1975), το 1982 η χώρα λάνσαρε τον προσωπικό υπολογιστή της Πράβετς (ένα σχεδόν κλώνο του Apple II) για επιχειρηματική και οικιακή χρήση. Στα μέσα της δεκαετίας του 1960 εισήχθη ένα πακέτο οικονομικών μεταρρυθμίσεων, που επέτρεπε στους αγρότες να πουλούν ελεύθερα την παραγωγή τους, που ξεπερνούσε το σχέδιο. Λίγο αργότερα η Βουλγαρία έγινε η πρώτη και μόνη χώρα του Ανατολικού Μπλοκ που παρήγαγε εγχώρια Coca-Cola. Ο μαζικός τουρισμός αναπτύχθηκε υπό την καθοδήγηση του Ζίβκοφ από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 και μετά.
Όμως αυτή η Βουλγαρική οικονομία ήταν εξαιρετικά εξαρτημένη από τη Σοβιετική γενναιοδωρία και τις αγορές του Σοβιετικού μπλοκ. Μετά την κρίση των τιμών του Σοβιετικού αργού πετρελαίου του 1979, μπήκε σε μια πολύ βαθιά ύφεση, από την οποία μετά βίας ανέκαμψε τη δεκαετία του 1980. Μετά την απώλεια, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, των αγορών της Σοβιετικής Ένωσης και της Κομεκόν, η οικονομία αυτή (άμαθη να ανταγωνίζεται σε περιβάλλον ελεύθερης αγοράς) γνώρισε παρατεταμένη και σημαντική συρρίκνωση. Οι βιομηχανικές εγκαταστάσεις της περιόδου Ζίβκοφ σε μεγάλο βαθμό δεν ήταν ελκυστικές για τους επενδυτές και αφέθηκαν στην τύχη τους. Μεγάλος αριθμός ειδικευμένου προσωπικού συνταξιοδοτήθηκε και πέθανε χωρίς να αντικατασταθεί ή άλλοι μετανάστευσαν ή άφησαν τις θέσεις τους εργασίας στο δημόσιο για πιο προσοδοφόρα ιδιωτική απασχόληση. Καθώς η γεωργία υποχώρησε, ο τουρισμός αναδείχθηκε ως ο μόνος επιζήσας οικονομικός τομέας της περιόδου Ζίβκοφ. Θεωρείται πάντως ευρέως ότι η ανίκανη διοίκηση μετά το 1989 είχε πολύ μεγαλύτερη επίδραση στην οικονομική παρακμή, καθώς και πετυχημένες βιομηχανίες υποχώρησαν.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.