Remove ads
χώρα της νοτιοκεντρικής Αφρικής From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Ανγκόλα ή Αγκόλα,[4] επίσημα γνωστή ως Δημοκρατία της Ανγκόλας (πορτογαλικά: República de Angola) είναι χώρα στη νοτιοκεντρική Αφρική, με έκταση 1.246.700 τ.χλμ. και πληθυσμό, σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση για το 2024, 35.121.734 κατοίκους.[1] Η πρωτεύουσά της είναι η Λουάντα. Η Ανγκόλα είναι πρώην πορτογαλική αποικία και κέρδισε την ανεξαρτησία της στις 11 Νοεμβρίου του 1975. Συνορεύει βόρεια και βορειοανατολικά με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, νοτιοανατολικά με τη Ζάμπια και νότια με τη Ναμίμπια, ενώ βρέχεται δυτικά από τον Ατλαντικό Ωκεανό επί 1.650 χλμ. Ο πληθυσμός της αποτελείται κατά μέγιστη πλειοψηφία κυρίως από τρεις ομάδες, οι οποίες υπάγονται στην οικογένεια των Μπαντού. Στα νότια παράλια ζουν Βουσμάνοι νομάδες. Οι ομάδες των Μπαντού ξεχωρίζουν λόγω των διαφορετικών τους διαλέκτων. Επομένως ο πληθυσμός της Ανγκόλας χωρίζεται ως εξής: 37% είναι Οβιμπουντού, 25% Κιμπουντού και 13% Μπακογκό. Μικρότερες ομάδες είναι μεταξύ άλλων και οι Τσοκβέ (λέγονται και Λούντα), Γκαγκουέλα, Άμπο, Χερέρο και Ξιντούγκα. Περίπου 2% του πληθυσμού είναι μιγάδες και 1% είναι ευρωπαϊκής (κυρίως πορτογαλικής) καταγωγής. Το πολίτευμα της χώρας είναι προεδρική δημοκρατία. Από το 1979 έως το 2017 πρόεδρος της χώρας υπήρξε ο Ζοζέ Εντουάρντο ντος Σάντος, ο οποίος αντικαταστάθηκε από τον Ζοάο Λουρένσο.
Δημοκρατία της Ανγκόλας
República de Angola | |||
---|---|---|---|
| |||
Η θέση της Ανγκόλας (πράσινο) | |||
και μεγαλύτερη πόλη | Λουάντα 8°49′51″S 13°14′42″E | ||
Πορτογαλικά | |||
Προεδρική Δημοκρατία | |||
Ζοάο Λουρένσο Μπορνίτο ντε Σόουζα | |||
ανεξαρτησία από την Πορτογαλία Ισχύον Σύνταγμα | 11 Νοεμβρίου 1975 5 Φεβρουαρίου 2010 | ||
• Σύνολο • % Νερό • Σύνορα Ακτογραμμή | 1.246.700 km2 (23η) αμελητέο 5.198 km 1.600 km | ||
Πληθυσμός • Εκτίμηση 2024 • Απογραφή 2014 • Πυκνότητα | 35.121.734[1] (42η) 25.789.024 28,2 κατ./km2 (190η) | ||
ΑΕΠ (ΙΑΔ) • Ολικό (2016) • Κατά κεφαλή | 187,261 δισ. $[2] (64η) 6.844 $[2] (101η) | ||
ΑΕΠ (ονομαστικό) • Ολικό (2016) • Κατά κεφαλή | 95,821 δισ. $[2] (63η) 3.502 $[2] (91η) | ||
ΔΑΑ (2021) | 0,586[3] (148η) – μεσαίος | ||
Νόμισμα | Κουάνζα (AOA) | ||
Ώρα Δυτικής Αφρικής (UTC +1) | |||
Internet TLD | .ao | ||
Οδηγούν στα | δεξιά | ||
Κωδικός κλήσης | +244 |
Την ενδοχώρα της Ανγκόλας χαρακτηρίζει ένα ευρύ υψίπεδο, με ανάγλυφα στην παραλιακή μεριά, και μια πιο ήπια πλαγιά προς το εσωτερικό. Η χώρα εκτείνεται στα νότια του ποταμού Κονγκό, στη νοτιοδυτική Αφρική. Πέρα από τις εκβολές του ποταμού Κονγκό στα βόρεια βρίσκεται το εξκλάβιο της Καμπίντα, ανάμεσα στη Δημοκρατία του Κονγκό και τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό. Η παράκτια λωρίδα της Ανγκόλας βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεανό και παρουσιάζει ιδιαιτερότητες. Σημαντικοί ποταμοί είναι ο Κοάνζα, με μήκος 960 χλμ., ο Κουμπάνγκο (975 χλμ. ο μακρύτερος ποταμός) και ο Κουνένε. Το υψηλότερο σημείο είναι το υψίπεδο Σέρα Μόκο, στα 2.620 μέτρα.
Στα βορειοανατολικά της χώρας δεσπόζει το ισημερινό δάσος, που έχει περιορίσει την εγκατάσταση ανθρώπων. Σαβάνα υγρού τύπου με μπαομπάμπ, ακακίες και ψηλές πόες συναντούμε στο ακραίο βορειοανατολικό τμήμα. Στις πλαγιές των αναγλύφων φυτρώνουν τα πυκνά τροπικά δάση των σέρας. Στο νότιο τμήμα βρίσκονται και μερικά ηφαίστεια, όπως στη Σέρα ντα Σέλα και στον ποταμό Κουνένε. Τέλος, στα νοτιοανατολικά βρίσκεται το βασίλειο της στέπας, που μπορεί να θεωρηθεί ως παρυφή της μεγάλης άγονης περιοχής της ερήμου Καλαχάρι.
Το κλίμα της Ανγκόλας είναι υποϊσημερινό. Επικρατούν δύο εποχές, μία ξηρή και όχι πολύ θερμή, από τον Μάιο έως τον Σεπτέμβριο, και μία θερμή και βροχερή, η οποία διαρκεί από τον Οκτώβριο ως τον Απρίλιο. Οι βροχοπτώσεις φτάνουν στα 750 χιλιοστά στα νότια και στα 1.500 χιλιοστά στα βόρεια. Το καλοκαίρι, η μέση τιμή της θερμοκρασίας δεν ξεπερνά τους 20 βαθμούς Κελσίου.
Η Ανγκόλα υπήρξε επί 500 χρόνια πορτογαλική αποικία.
Περίπου τον 7ο αιώνα π.Χ. πιστεύεται ότι εγκαταστάθηκαν οι λαοί των Μπαντού. Το 1483 έφτασαν οι Πορτογάλοι, που τον 16ο αιώνα αποίκισαν την Ανγκόλα.
Η πρωτεύουσα Λουάντα ιδρύθηκε το 1575. Στις αρχές του 17ου αιώνα συγκρούστηκαν οι Πορτογάλοι με τους Ολλανδούς και έγιναν εξεγέρσεις από τους αυτόχθονες. Στα μέσα του 18ου αιώνα οι ανταρτοπόλεμοι έλαβαν τέλος και στα μέσα του 19ου αιώνα άρχισαν να συρρέουν κύματα μεταναστών από τη Βραζιλία και τη Μαδέρα, όπως επίσης και Μπόερς της Νότιας Αφρικής. Στα τέλη του 19ου αιώνα καθορίστηκαν τα σύνορα με διεθνείς συνθήκες, Το 1935 η Ανγκόλα ανακηρύχθηκε αναπόσπαστο τμήμα της Πορτογαλίας το 1935 και το 1951 έγινε υπερπόντια επαρχία της Πορτογαλίας.
Τελικά η Ανγκόλα ανακηρύχθηκε ανεξάρτητο κράτος στις 11 Νοεμβρίου του 1975, με την ονομασία Λαϊκή Δημοκρατία της Ανγκόλας, από το Λαϊκό Κίνημα για την Απελευθέρωση της Ανγκόλας (ΛΚΑΑ, Movimiento Popular de Libertação de Angola (MPLA), μια από τις τρεις ανταρτικές οργανώσεις που είχαν αρχίσει τον ένοπλο απελευθερωτικό αγώνα ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1960. Ηγέτης της εν λόγω οργάνωσης ήταν ο Αγκοστίνιο Νέτο. Η περιοχή αναγνωρίστηκε ως πορτογαλική αποικία στη Συνδιάσκεψη του Βερολίνου για τη Δυτική Αφρική (1884-1885) και ο θύλακος της Καμπίντα ο οποίος προστέθηκε στα πορτογαλικά εδάφη κατά την ίδια συνδιάσκεψη, αποτελεί σήμερα επαρχία της χώρας.
Η πορτογαλική κυριαρχία παγιώθηκε οριστικά μόνο κατά το 1920, όταν τα εκστρατευτικά σώματα των Πορτογάλων, ύστερα από μακροχρόνιους πολέμους, κατόρθωσαν να υποτάξουν ολοκληρωτικά τη χώρα. Επακολούθησε αύξηση του αριθμού των λευκών αποίκων στην Ανγκόλα, τους οποίους ενθάρρυνε να μεταναστεύσουν εκεί το καθεστώς του Αντόνιο Ολιβέιρα Σαλαζάρ στην Πορτογαλία. Ο αγώνας για την ανεξαρτησία προσέλαβε νέα ένταση στη δεκαετία του 1950, όταν σε ολόκληρη την αφρικανική ήπειρο σημείωνε άνοδο το αφρικανικό εθνικιστικό κίνημα.
Τον Ιανουάριο του 1975, μια μεταβατική κυβέρνηση ανέλαβε να εφαρμόσει τη Συμφωνία Ανεξαρτησίας του Αλβόρ που είχε επιτευχθεί τον Δεκέμβριο του 1974 στη συνδιάσκεψη της Αλγκάρβε της Πορτογαλίας. Η κυβέρνηση αυτή περιλάμβανε στους κόλπους της εκπροσώπους της Πορτογαλίας και αντιπροσώπους των μεγαλύτερων απελευθερωτικών οργανώσεων, οι οποίες είχαν πρωτοστατήσει στον ανταρτοπόλεμο εναντίον των Πορτογάλων. Όμως, τον Ιούλιο ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στις απελευθερωτικές οργανώσεις. Από τη μια πλευρά το MPLA και από την άλλη το FNLA (Frente Nacional de Libertação de Angola = Εθνικό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Ανγκόλας) και η UNITA (União Nacional pela Independencia Total de Angola = Εθνική Ένωση για την Ολική Ανεξαρτησία της Ανγκόλας), με ηγέτη τον Τζόνας Σαβίμπι. Τον Οκτώβριο, στρατεύματα της Νότιας Αφρικής εισέβαλαν στην Ανγκόλα για να βοηθήσουν τον συνασπισμό του FNLA και της UNITA. Το MPLA, από τη μεριά του, έκανε έκκληση για στρατιωτική βοήθεια και όπλα στην Κούβα και στην τότε Σοβιετική Ένωση.
Η Ανγκόλα γίνεται μέλος του Οργανισμού Αφρικανικής Ενότητας τον Φεβρουάριο του 1976 και του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους. Στις 27 Μαρτίου αποσύρονται τα τελευταία νοτιοαφρικανικά στρατεύματα, επισημοποιώντας έτσι την ήττα του FNLA, της UNITA και των άλλων ανταρτικών ομάδων που δεν άνηκαν στο MPLA. Ο δεύτερος αυτός πόλεμος λόγω της έντασης και της σφοδρότητας που τον χαρακτήριζε ονομάστηκε «Βιετνάμ της Αφρικής». Οι σημαντικότερες επιπτώσεις του ήταν η ήττα, για πρώτη φορά, των ένοπλων δυνάμεων της Νότιας Αφρικής και η εγκαθίδρυση ενός επαναστατικού κράτους αποφασισμένου να βοηθήσει τα νοτιοαφρικανικά απελευθερωτικά κινήματα που αγωνίζονταν να θέσουν τέρμα στην κυριαρχία της λευκής μειοψηφίας στη Ναμίμπια, στη Ροδεσία (σημερινή Ζιμπάμπουε) και στην ίδια τη Νότια Αφρική. Η συγκρότηση αυτού του κράτους δε σήμανε και το τέλος των εχθροπραξιών, καθώς οι αντίπαλες στην κυβέρνηση ανταρτικές οργανώσεις, και ιδιαίτερα η UNITA, συνέχισαν τον πόλεμο κατά της κυβερνήσεως κυρίως στο νότιο και νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας και στο κεντρικό οροπέδιο. Ένα ισχυρό αυτονομιστικό κίνημα είχε επίσης αναπτυχθεί στην Καμπίντα. Το 1980 η χώρα επλήγη από λιμό. Η θέση των αντικαθεστωτικών ανταρτών ενισχύθηκε το 1986, οπότε άρχισε να καταφθάνει στρατιωτική βοήθεια από τις ΗΠΑ.
Οι εμφύλιες συγκρούσεις γνώρισαν πολλές διακυμάνσεις, υπογράφηκαν αναρίθμητες συμφωνίες κατάπαυσης του πυρός που δεν τηρήθηκαν, οι ξένες δυνάμεις αποχώρησαν από το έδαφος της χώρας, η πολιτική κατάσταση άλλαξε ριζικά τόσο στην ΕΣΣΔ, που διαλύθηκε, όσο και στη Νότια Αφρική, που έχει πλέον πρόεδρο προερχόμενο από την πλειοψηφία των μαύρων της χώρας του, αλλά ο εμφύλιος πόλεμος στην Ανγκόλα συνεχίστηκε χωρίς διακοπή μέχρι το τέλος του 2001.
Το 1990 είδε την ένταση των συγκρούσεων ανάμεσα στις κυβερνητικές δυνάμεις και στους αντάρτες. Την ίδια περίοδο εγκαθιδρύθηκε πολυκομματικό σύστημα και το Σύνταγμα αναθεωρήθηκε, ενώ το 1991 κατέληξαν σε ειρηνευτική συμφωνία η UNITA και η κυβέρνηση. Ωστόσο, δεν επιτεύχθηκε στην ουσία η παράδοση των όπλων από τους αντάρτες, Το 1992 αναγνωρίστηκε επίσημα η UNITA ως πολιτικό κόμμα. Διεξήχθησαν προεδρικές και βουλευτικές εκλογές την ίδια χρονιά, στις οποίες όμως οι αντάρτες έκαναν λόγο για νοθεία. Αντίθετα, ο ΟΗΕ έκανε λόγο για ελεύθερες και δίκαιες εκλογές. Οι συγκρούσεις επεκτάθηκαν σε όλη την Ανγκόλα και στην πρωτεύουσα σχηματίστηκε νέα κυβέρνηση με πρόεδρο τον ντος Σάντος. Την άνοιξη του 1993 έλαβαν χώρα οι σφοδρότερες συγκρούσεις στην πόλη Χουάμπο, με απολογισμό 10.000 νεκρούς. Ξεκίνησαν νέες συνομιλίες, όμως η UNITA αρνήθηκε να αποχωρήσει από τα εδάφη που κατείχε. Η αμερικανική κυβέρνηση του Μπιλ Κλίντον αναγνώρισε την κυβέρνηση ντος Σάντος και το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ απαίτησε από τους αντάρτες της UNITA να σταματήσουν κάθε στρατιωτική δραστηριότητα. Τελικά επιβλήθηκαν κυρώσεις εναντίον των ανταρτών και στις 20 Νοεμβρίου του 1994, έπειτα από νέες συνομιλίες, υπογράφηκε νέα συμφωνία ειρήνης, η οποία όμως κατέρρευσε αργότερα.
Το 1996 ανακοινώθηκε ο σχηματισμός κυβέρνησης εθνικής ενότητας, κάτι όμως που αρνήθηκε ο Σαβίμπι. Τον επόμενο χρόνο κατέρρευσε η ειρηνευτική διαδικασία και οι συγκρούσεις αναζωπυρώθηκαν, με αποτέλεσμα να μετατοπιστούν 150.000 άνθρωποι. Τον Ιανουάριο του 1999 η κυβέρνηση ντος Σάντος απέρριψε την ειρηνευτική συμφωνία του 1994, με αποτέλεσμα τα Ηνωμένα Έθνη να αποσύρουν τις ειρηνευτικές τους δυνάμεις από την Ανγκόλα. Ο ηγέτης των ανταρτών σκοτώθηκε σε μάχη στις 22 Φεβρουαρίου του 2002 και ο ντος Σάντος δεσμεύτηκε να προχωρήσει στη διεξαγωγή εκλογών εντός διετίας, κάτι που όμως δεν πραγματοποιήθηκε, Την ίδια χρονιά υπογράφηκε και νέα συμφωνία, ανάμεσα στον ντος Σάντος και στον εκπρόσωπο της UNITA, Λουκάμπα Γκάτο.
Ο ντος Σάντος κυβέρνησε επί 38 χρόνια, έως το 2017, οπότε αντικαταστάθηκε από τον Ζοάο Λουρένσο, νικητή των εκλογών της χρονιάς εκείνης.
Το πολίτευμα της χώρας είναι Προεδρική Δημοκρατία. Αρχηγός Κράτους είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο οποίος ασκεί και την εκτελεστική εξουσία. Η νομοθετική εξουσία ασκείται από την Εθνοσυνέλευση, που απαρτίζεται από 220 μέλη, τα οποία εκλέγονται με αναλογικό σύστημα και η θητεία τους είναι τετραετής. Δικαίωμα ψήφου έχουν όσες και όσοι είναι ηλικίας 18 ετών και άνω. Στις 21 Ιανουαρίου 2010 εγκρίθηκε από το κοινοβούλιο ένα νέο Σύνταγμα, με βάση το οποίο καταργήθηκε το αξίωμα του Πρωθυπουργού και αντικαταστάθηκε από το αξίωμα του Αντιπροέδρου.[5]
Σήμερα, μετά το τέλος των συγκρούσεων, η επείγουσα ανθρωπιστική κατάσταση έχει δώσει τη θέση της σε μια μεταβατική περίοδο ανοικοδόμησης των δομών υγείας. Αν και η χώρα βρίσκεται πλέον σε περίοδο ειρήνης και η κυβέρνηση είναι σταθερή, η χώρα αντιμετωπίζει τεράστια φαινόμενα διαφθοράς και έντονη έλλειψη δημοκρατικής αξιοπιστίας. Το προσδόκιμο ζωής στο σύνολο του πληθυσμού, σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2019 του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας ήταν 63,1 χρόνια (60,7 χρόνια οι άνδρες και 65,5 οι γυναίκες).[6]
Το 2007 εγκαινιάστηκε ένα φιλόδοξο σχέδιο για τον τομέα της υγείας (κατάρτιση του προσωπικού και αγορά εξοπλισμών) με προϋπολογισμό δαπανών ύψους 443 εκατ. ευρώ για διάστημα δύο ετών.[7]
Έχοντας πληθυσμό 35.121.734 κατοίκους[1] το 2024 και πληθυσμιακή πυκνότητα γύρω στους 28,2 κατοίκους ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο, η χώρα μπορεί να χαρακτηριστεί αραιοκατοικημένη, ακόμη και για τα αφρικανικά δεδομένα. Τεράστιες εκτάσεις στην ημιερημική παράκτια ζώνη και στα ανατολικά 2/3 του εδάφους είναι σχεδόν ακατοίκητο. Όμως, η ζωή στην πρωτεύουσα Λουάντα δεν παρουσιάζει την ίδια εικόνα καθώς θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αποπνικτική. Σωροί σκουπιδιών στοιβάζονται παντού, ενώ οι διαρκώς ξεχειλισμένοι υπόνομοι δίνουν ανάγλυφα την αίσθηση της ακραίας περιβαλλοντικής υποβάθμισης στην οποία έχει οδηγηθεί η χώρα. Είναι ενδεικτικό ότι η πρωτεύουσα είχε χτιστεί για να φιλοξενήσει μισό εκατομμύριο πληθυσμού, και σήμερα οι κάτοικοι της είναι οχταπλάσιοι, ως μοιραία συνέπεια της συρροής εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων από την ύπαιθρο που ήθελαν να ξεφύγουν από την αθλιότητα και τη βαρβαρότητα ενός εξαιρετικά άγριου εμφυλίου πολέμου. Τα αποτέλεσμα είναι ότι για πολλές ώρες της ημέρας δεν υπάρχει ούτε καθαρό τρεχούμενο νερό αλλά ούτε και ηλεκτρισμός για τις φτωχές λαϊκές γειτονιές.[εκκρεμεί παραπομπή]
Ο πόλεμος και ο λιμός εκτιμάται ότι ευθύνονται για τον θάνατο τουλάχιστον 500.000 ατόμων, μετά το 1975, αν και ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού παραμένει πάντοτε υψηλός. Το ποσοστό γεννήσεων βρίσκεται στον μέσο όρο ολόκληρης της Νότιας Αφρικής, αλλά τα ποσοστά των θανάτων είναι ιδιαίτερα υψηλά, με αποτέλεσμα η μέση διάρκεια ζωής να είναι πολύ χαμηλή. Πέρα από τον υπερβολικό συνωστισμό στις πόλεις, λόγω των πολεμικών συγκρούσεων, με τους εσωτερικούς πρόσφυγες να φτάνουν το 10% περίπου του συνόλου των κατοίκων, εκτιμάται επίσης ότι 500.000 άτομα κατέφυγαν, κατά τη διάρκεια του αντιαποικιακού αγώνα, στο εξωτερικό, κυρίως βόρειοι του Κονγκό στο Ζαΐρ και λίγοι Τσόκουε, Λούντα και Νιγκανγκουάλε στη Ζάμπια. Νέα έξοδος πληθυσμού σημειώθηκε το 1975, με την αποχώρηση 300.000 τουλάχιστον Πορτογάλων και άγνωστου αριθμού Αφρικανών. Όμως, πολλοί βόρειοι Κόνγκο επέστρεψαν στην Ανγκόλα, ενώ δημιουργήθηκε και μικρό ρεύμα μετανάστευσης βορείων Κόνγκο από διάφορες περιοχές του Ζαΐρ, τους οποίους προσέλκυσαν οι δυνατότητες απασχόλησης στον πετρελαϊκό τομέα και στα ορυχεία της ανγκολέζικης οικονομίας.
Στην Ανγκόλα απαντώνται περισσότερες από 90 εθνοτικές ομάδες, στους κόλπους των οποίων σπανίζουν οι εντάσεις. Οι περισσότεροι από τους κατοίκους ανήκουν στην ομογλωσσία των Μπαντού. Στο κεντρικό τμήμα της χώρας και κατά μήκος της ακτής ανάμεσα στη Λουάντα και στην Μπενγκέλα ζουν οι Μπούντου, μια από τις κυριότερες εθνοτικές ομάδες. Πολυάριθμοι είναι και οι Οβιμπούντου (37%), που κατοικούν στα υψίπεδα. Στον βορρά και στα κεντρικά ζουν οι Κιμπούντου (25%), στα ανατολικά οι Τσόκουε-Λούντα και στις νότιες όχθες του Κοάνζα οι Λιμπόλο, Κισάμα και Χακού, όπως επίσης και άλλες ομάδες. Το 2% του συνολικού πληθυσμού είναι μιγάδες και το 1% λευκοί ευρωπαϊκής καταγωγής. Πριν την ανεξαρτησία υπήρχε στη χώρα κοινότητα περίπου 400.000 Πορτογάλων. Το 90% εξ αυτών επέστρεψαν στη χώρα τους.
Η χώρα είναι αραιοκατοικημένη, με μέση πυκνότητα γύρω στους 10 κατοίκους ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο. Η αστικοποίηση είναι περιορισμένη εξαιτίας και του ανθυγιεινού κλίματος της ακτής. Ωστόσο το 57% του συνολικού πληθυσμού ζούσε στα αστικά κέντρα το 2008.[8] Η οικονομία των μεγάλων πόλεων, που είναι λιγοστές, επλήγη λόγω του εμφυλίου πολέμου. Οι πέντε μεγαλύτερες πόλεις είναι:
Η Ανγκόλα διαιρείται σε 18 διοικητικές περιφέρειες (στα πορτογαλικά: provincias).
Τα πορτογαλικά είναι η επίσημη γλώσσα της χώρας αλλά και η περισσότερο διαδεδομένη. Άλλες γλώσσες της Ανγκόλας είναι οι τοπικές διάλεκτοι των γηγενών λαών, όπως π.χ. τα Ουμπουντού, Κιμπουντού, Νγκαγκέλα, Κικόνγκο και Οσιβάμπο.
Το 53% του πληθυσμού είναι Χριστιανοί (Ρωμαιοκαθολικοί 38%, Προτεστάντες 15%). Επίσης, υπάρχουν 155.991 Μάρτυρες του Ιεχωβά[9] και 1.436 Μορμόνοι της Εκκλησίας του Ιησού Χριστού των Αγίων των Τελευταίων Ημερών[10]. Οι υπόλοιποι (47%) ανήκουν σε ντόπιες παραδοσιακές θρησκείες.
Κατά τους αποικιακούς χρόνους, οι Προτεστάντες και Τοκοϊστές θεωρούνταν ύποπτοι για ανατρεπτική δράση και αντιμετώπιζαν διώξεις μικρής κλίμακας. Όμως, μετά το 1975, η μαρξιστική-λενινιστική κυβέρνηση της Λουάντα αντιμετώπισε όλες τις θρησκείες αρνητικά και οι θρησκευτικές οργανώσεις έχασαν τον έλεγχο στα σχολεία, στις κλινικές, τις εφημερίδες, στους ραδιοσταθμούς και στα περιουσιακά τους στοιχεία. Ωστόσο, η ελευθερία της συνειδήσεως κατοχυρώθηκε νομοθετικά, ενώ η εκκλησία των Μεθοδιστών, στα σχολεία των οποίων είχαν μορφωθεί τα περισσότερα κρατικά στελέχη, απολάμβανε σχετικών προνομίων. Όμως, τα υπόλοιπα χριστιανικά δόγματα παρακολουθούνταν στενά και η δραστηριότητά τους μερικές φορές παρεμποδιζόταν. Το 1978 απαγορεύθηκαν επίσημα οι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Οι θρησκευτικές οργανώσεις - όπως και οι αιρέσεις[11]- άρχισαν να ασκούν και πάλι σημαντική επιρροή όταν η κυβέρνηση εγκατέλειψε τον κομμουνισμό, και ιδιαίτερα η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, η οποία έπαιζε σημαντικό ρόλο παρασκηνιακά για τη διασφάλιση της εθνικής συμφιλίωσης. Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Ανγκόλας, που σπανίζει στην υπόλοιπη Αφρική, είναι η πλήρης ανυπαρξία μουσουλμάνων στο έδαφός της.
Η Ανγκόλα είναι αρκετά πλούσια όσον αφορά τις ορυκτές πηγές πλούτου και τη γεωργία. Βασίζει την οικονομία της στην εκμετάλλευση των διαμαντιών (Ντούντο), σιδηρούχων ορυκτών (Κασσίγκα, Σά-για), αλατιού, χρυσού και κυρίως πετρελαίου (Καμπίντα, Μπενφίκα, Λουάντα), καθώς και στην καλλιέργεια ζαχαροκάλαμου, καπνού, φοινικόδεντρων, φιστικιών, βαμβακιού, καφέ, καλαμποκιού, σουσαμιού, καουτσούκ, όπως επίσης και στην κτηνοτροφία. Οι ελάχιστες βιομηχανίες βρίσκονται στην πρωτεύουσα (διυλιστήρια πετρελαίου και επεξεργασία ζάχαρης, καπνού, τσιμέντου) και στις πόλεις Λομπίτο, Μαλάντζε, Μπενγκέλα, Λουμπάνγκο. Την 1η Ιανουαρίου του 2009 η χώρα ανέλαβε την προεδρία του ΟΠΕΚ.[12]
Ποσοστιαία διαίρεση των εργαζομένων (2002):
Οι φυσικοί πόροι της Ανγκόλας είναι σημαντικοί, σε σύγκριση με τις περισσότερες από τις άλλες αφρικανικές χώρες, που προσφέρονται ιδιαίτερα για την ανάπτυξη βιομηχανικής οικονομίας. Υπάρχουν μεγάλα αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου, συγκεντρωμένα στις παράκτιες θαλάσσιες ζώνες, κοντά στην Καμπίντα και στον ποταμόκολπο του Κονγκό. Η ποιότητα του πετρελαίου είναι κατά κανόνα καλή, με χαμηλή περιεκτικότητα σε θείο. Σε μεγάλα τμήματα της βορειοανατολικής Ανγκόλας υπάρχουν προσχωματικά κοιτάσματα διαμαντιών, με μεγάλο ποσοστό από τα οποία χαρακτηρίζονται ως πολύτιμοι λίθοι ενώ τα υπόλοιπα προορίζονται για βιομηχανικές χρήσεις, καθώς και αρκετοί εκμεταλλεύσιμοι αδαμαντοφόροι σωλήνες κιμπερλίτη. Επιπλέον, στα νοτιοδυτικά, υπάρχουν μεγάλα, αν και χαμηλής ποιότητας, κοιτάσματα σιδηρομεταλλεύματος. Σε ολόκληρη τη χώρα, και κυρίως στην περιοχή των κρημνών, ανάμεσα στην παράκτια ζώνη και στο κεντρικό οροπέδιο, είναι γνωστό ότι υπάρχουν εκμεταλλεύσιμες ποσότητες και άλλων ορυκτών ή μεταλλευμάτων, αλλά για να εκτιμηθεί πλήρως το μέγεθος του εθνικού ορυκτού πλούτου χρειάζεται να γίνει ακόμη πολλή συστηματική ερευνητική εργασία.
Το υδροηλεκτρικό δυναμικό της Ανγκόλας είναι από τα μεγαλύτερα της Αφρικής. Λόγω των ευεργετικών επιδράσεων του ψυχρού Ρεύματος Μπερλίνγκουερ, η χώρα διαθέτει επίσης μερικά από τα πλουσιότερα αλιευτικά πεδία της ηπείρου, κυρίως στο νότιο άκρο της. Τα αποθέματα ξυλείας είναι εξίσου σημαντικά, μια και τα δάση καταλαμβάνουν συνολική επιφάνεια περίπου 550 στρεμμάτων. Το δάσος Μαγιόμπε, στο βόρειο τμήμα του θυλάκου της Καμπίντα, καθώς επίσης και οι δασικές εκτάσεις κατά μήκος των ποταμών στα νοτιοανατολικά περιλαμβάνουν δέντρα εμπορικής σημασίας όπως είναι η λευκή Τόλα και η Λίμπα που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή επίπλων, μουσικών οργάνων. Η εύφορη γεωργική γη είναι περιορισμένη σε λίγες ευνοημένες περιοχές στα υψίπεδα και στις ποτάμιες κοιλάδες, λιγότερο από το 10% του εθνικού εδάφους θεωρείται αρόσιμο. Ο συνδυασμός του άγονου εδάφους με τις ανεπαρκείς βροχοπτώσεις, που επικρατεί στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας, αποτελεί μεγάλο πρόβλημα για τη διάδοση των καλλιεργειών. Παρ' όλα αυτά, οι εγχώριοι γεωργικοί πόροι δεν αξιοποιούνται πλήρως. Η νομαδική κτηνοτροφία πλήττεται από τη διάδοση της μύγας τσε-τσε, τους φτωχούς βοσκότοπους και την απουσία επιφανειακών νερών στην αμμώδη ζώνη της Καλαχάρι. Οι ευνοϊκότερες συνθήκες για την ανάπτυξη της νομαδικής κτηνοτροφίας επικρατούν στα νοτιοδυτικά.
Πριν από την ανεξαρτησία, στον τομέα της γεωργίας συνυπήρχαν οι μεγάλες φυτείες, που ανήκαν κυρίως σε Πορτογάλους εποίκους, με τους αναρίθμητους μικρούς αυτόχθονες παραγωγούς. Καλλιεργούνταν μόλις το 3% του εθνικού εδάφους, ενώ από το καλλιεργούμενο έδαφος λιγότερο από το 1% αρδεύονται. Σημαντικότερο γεωργικό προϊόν ήταν ο καφές. Το 1974 η Ανγκόλα συνεισέφερε το 19% της παγκόσμιας παραγωγής, παράγοντας τουλάχιστον 200.000 τόνους. Η καλλιέργεια βαμβακιού, το οποίο είτε καταναλωνόταν από την τοπική βιομηχανία είτε εξαγόταν στην Πορτογαλία, ευδοκιμούσε στην κοιλάδα του ποταμού Κουάνγκο και στην παράκτια πεδιάδα. Ταυτόχρονα, η εγχώρια ζήτηση σε ζάχαρη καλυπτόταν απόλυτα από τις εντατικά συνοδευόμενες καλλιέργειες ζαχαροκάλαμου στις παράκτιες οάσεις. Στις ίδιες φυτείες παράγονταν επίσης φοινικέλαιο, μπανάνες και άλλα τροπικά φρούτα. Το σιζάλ ήταν άλλο ένα γεωργικό προϊόν των φυτειών, όμως, η σχετική σημασία του οποίου μειώθηκε κατά τη δεκαετία του 1960 και σε πολλές περιπτώσεις αντικαταστάθηκε από τον καπνό. Γενικά η Ανγκόλα ήταν καθαρός εξαγωγέας τροφίμων καθώς εξήγε περισσότερα από ότι εισήγε, ενώ ένα από τα κύρια εξαγωγικά είδη διατροφής, το καλαμπόκι, προερχόταν από τα χωράφια των Ανγκολέζων γεωργών του κεντρικού οροπεδίου. Οι αυτόχθονες παραγωγοί καλλιεργούσαν για ιδία κατανάλωση μεγάλες ποσότητες κασσάβας, μαζί με μικρότερες ποσότητες από κεχρί, σόργο, φασόλια, γλυκοπατάτες, φιστίκια, ρύζι, σιτάρι και πατάτες.
Βοοειδή εκτρέφονται κυρίως στα νοτιοδυτικά, τόσο με παραδοσιακές μεθόδους όσο και σε μεγάλες σύγχρονες κτηνοτροφικές μονάδες (ράντσα). Τα άλλα είδη των κτηνοτροφικών ζώων έπαιζαν μικρότερο ρόλο στις εμπορευματικές ανταλλαγές, αλλά η εκτροφή κατσικιών, χοίρων και πουλερικών είχε ιδιαίτερη σημασία για τη διατροφή του αυτόχθονος πληθυσμού. Η εκμετάλλευση της ξυλείας των φυσικών δασών ήταν συγκεντρωμένη στην περιοχή του Δάσους Μαγιόμπε, στον θύλακο της Καμπίντα, και στην περιοχή Λούσο, στο ανατολικό τμήμα του Σιδηροδρόμου Μπενγκέλα. Στο δυτικό τμήμα της ίδιας σιδηροδρομικής γραμμής είχαν δημιουργηθεί μεγάλες φυτείες ευκαλύπτων, συνολικής έκτασης 515.000 στρεμμάτων, οι οποίες παρείχαν την αναγκαία καύσιμη ύλη για τις μηχανές των τρένων και τροφοδοτούσαν το εργοστάσιο χαρτομάζας που λειτουργούσε κοντά στην πόλη Μπενγκέλα.
Η ανθηρή αγροτική οικονομία της Ανγκόλας άρχισε μετά την ανεξαρτησία να συρρικνώνεται. Οι παλιές φυτείες εθνικοποιήθηκαν και αντικαταστάθηκαν από κρατικά αγροκτήματα, που χαρακτηρίζονταν από πάρα πολύ χαμηλή παραγωγικότητα. Όσοι από τους εργάτες γης ανήκαν στην εθνική ομάδα των Οβιμπούντου, αρνήθηκαν να εργαστούν σε περιοχές όπου θα ήταν ευάλωτοι σε επιθέσεις από αντίπαλες φυλές, όπως ήταν οι περιοχές καλλιέργειας καφέ, ενώ η υποχρεωτική στρατολόγηση εργατών από τις πόλεις (οι αποκαλούμενες «εθελοντικές ταξιαρχίες») δεν έδωσαν ούτε προσωρινή τουλάχιστον λύση στο πρόβλημα. Οι μικροϊδιοκτήτες αγρότες υποχρεώθηκαν να συμμετάσχουν σε ένα κρατικά ελεγχόμενο σύστημα συνεταιρισμών και να πωλούν στην παραγωγή τους στο ελάχιστα αποτελεσματικό κρατικό μονοπώλιο που αντικατέστησε τους Πορτογάλους μικρεμπόρους. Ταυτόχρονα, το συγκοινωνιακό δίκτυο χειροτέρευσε, η ανασφάλεια κυρίευσε ολόκληρη τη χώρα, η υπερτίμηση του νομίσματος λειτούργησε στην πραγματικότητα ως ένας βαρύτατος φόρος επί των εξαγωγών, ενώ η κατάρρευση της εγχώριας βιομηχανίας απομάκρυνε οποιοδήποτε κίνητρο είχαν παλιότερα οι αγρότες να πουλήσουν τα προϊόντα τους στις πόλεις. Έτσι, ο αστικός πληθυσμός έφθασε να στηρίζεται στα εισαγόμενα είδη διατροφής.
Η κατάρρευση της ανγκολέζικης γεωργίας δεν είχε την ίδια ένταση σε όλους τους τομείς της. Η καλλιέργεια ειδών διατροφής για ιδία κατανάλωση επηρεάστηκε πολύ λίγο. Η καλλιέργεια ειδών διατροφής για την εσωτερική αγορά επλήγη σε σημαντικό βαθμό, ενώ η επίδραση στην καλλιέργεια βιομηχανικών πρώτων υλών και εξαγόμενων προϊόντων υπήρξε κυριολεκτικά καταστροφική. Μετά την ανεξαρτησία, η παραγωγή κασσάβας και γλυκοπατάτας αυξήθηκε ελαφρά, αλλά η παραγωγή σόργου και φασολιών μειώθηκε κατά 50%. Η παραγωγή καλαμποκιού, μπανάνας και ξυλείας κατρακύλησε στο 25% του επιπέδου που είχε το 1975, η παραγωγή ζάχαρης και βοδινού κρέατος στο 10% ενώ ο καφές, το βαμβάκι και το σιζάλ μόλις στο 2%.
Πριν από την ανεξαρτησία, στη χώρα υπήρχαν 700 περίπου αλιευτικά σκάφη, που απασχολούσαν 13.000 εργαζομένους και έπιαναν κατά μέσον όρο 300.000 τόνους αλιευμάτων ετησίως. Η επεξεργασία του μεγαλύτερου μέρους των αλιευμάτων γίνονταν σε σύγχρονα εργοστάσια, που εξήγαγαν την παραγωγή τους στις Δυτικές αγορές με τη μορφή κατεψυγμένων προϊόντων, κονσερβών ή ιχθυαλεύρων. Υπήρχε επίσης ένας πιο παραδοσιακός κλάδος, που ασχολούνταν με την ξήρανση, το πάστωμα και το κάπνισμα των ψαριών, ο οποίος μέχρι την έναρξη του αντιαποικιακού αγώνα το 1961, προμήθευε την τοπική αγορά και πραγματοποιούσε εξαγωγές στις γειτονικές χώρες. Μετά το 1975, τα περισσότερα αλιευτικά σκάφη, που άνηκαν κυρίως σε Πορτογάλους, έφυγαν από τη χώρα γεμάτα πρόσφυγες, και τα εργοστάσια επεξεργασίας αλιευμάτων καταστράφηκαν ή ερειπώθηκαν. Στη συνέχεια παραχωρήθηκαν άδειες σε ξένα σκάφη να αλιεύουν στα ανγκολέζικα χωρικά ύδατα, υπό την προϋπόθεση ότι τμήμα των αλιευμάτων θα παραδίδεται στα ανγκολέζικα λιμάνια. Επίσης, μερικές εγκαταστάσεις επεξεργασίας αλιευμάτων επιδιορθώθηκαν και εκσυγχρονίστηκαν με ξένη βοήθεια. Αυτές οι ενέργειες διατήρησαν, σε γενικές γραμμές την αλιευτική βιομηχανία ζωντανή, όταν στο ίδιο διάστημα το μεγαλύτερο μέρος της εγχώριας οικονομίας κατέρρεε. Ωστόσο, το σύνολο των αλιευμάτων μειώθηκε κατά 25% σε σύγκριση με την αποικιακή περίοδο, γεγονός που πιθανότατα οφείλεται στη μείωση του μεγέθους των κοπαδιών λόγω είτε της υπεραλιείας του παρελθόντος είτε διαφόρων οικολογικών μεταβολών.
Το αργό πετρέλαιο παίζει κυρίαρχο ρόλο στην εθνική οικονομία και η παραγωγή του έχει σχεδόν τριπλασιαστεί από την ανεξαρτησία και μετά. Όμως, καθώς η Ανγκόλα έγινε μέλος του ΟΠΕΚ (Οργανισμού Πετρελαιοεξαγωγών Χωρών) την 1η Ιανουαρίου του 2007, το ύψος των εξαγωγών της προσδιορίζεται από ποσοστώσεις. Στη χώρα επικρατούν ευνοϊκές γεωλογικές συνθήκες, σημειώνεται υψηλό ποσοστό επιτυχίας στις πραγματοποιούμενες έρευνες, ενώ το επίπεδο του λειτουργικού κόστους είναι σε μεγάλο βαθμό σχετικά χαμηλό. Διάφορες πειραματικές έρευνες παρέχουν ενδείξεις ότι η άντληση πετρελαίου μπορεί να είναι κερδοφόρα και από πολύ βαθύτερα σημεία στις ίδιες θαλάσσιες περιοχές. Άντληση πετρελαίου γίνεται και σε χερσαίες περιοχές, ενώ διεξάγονται έρευνες για τον εντοπισμό νέων κοιτασμάτων. Έχουν επίσης εντοπιστεί κοιτάσματα φυσικού αερίου, αλλά η εκμετάλλευσή τους πραγματοποιείται ακόμη σε μικρή κλίμακα.
Το 1977 ιδρύθηκε μια κρατική εταιρεία, με την ονομασία Sonangol και με σκοπό να συστήσει μικτές εταιρείες για την εκμετάλλευση του πετρελαίου και να προχωρήσει σε συμφωνίες παραχώρησης δικαιωμάτων εκμετάλλευσης με αντάλλαγμα τη συμμετοχή στην παραγωγή, αφήνοντας όμως την ευθύνη της διαχείρισης στους ξένους. Η αμερικάνικη εταιρεία Chevron, ελέγχει την Cabinda Gulf Oil Company, η οποία είναι υπεύθυνη για λίγο παραπάνω από το 50% της εθνικής παραγωγής. Άλλες τρεις εταιρείες πετρελαιοειδών, που δραστηριοποιούνται στην Ανγκόλα, είναι η γαλλική Elf Aquitaine, η αμερικάνικη Texaco και η βελγική Petrofina. Η τελευταία περιορίζεται στα μικρά και εξαντλούμενα χερσαία πετρελαιοφόρα πεδία. Στις έρευνες για τον εντοπισμό νέων αποθεμάτων με υδρογονάνθρακες συμμετέχουν πάρα πολλές εταιρείες από τις ΗΠΑ, τη Γαλλία, την Ιταλία, την Ισπανία, την Πορτογαλία, τη Γερμανία, τη Βρετανία, τη Σουηδία, τη Νορβηγία, τη Βραζιλία και την Ιαπωνία.
Πριν από την ανεξαρτησία, η Ανγκόλα ήταν ο τέταρτος κατά σειράν εξαγωγέας διαμαντιών στον κόσμο, ως προς την τρέχουσα αξία, ενώ το ύψος των εξαγωγών ανερχόταν σε 2,4 εκατομμύρια καράτια. Όμως, μετά το 1975, η παραγωγή σχεδόν σταμάτησε, μέχρι να καταρρεύσει τη δεκαετία του 1980. Η κυβέρνηση εθνικοποίησε το 77% των μετοχών της Εταιρείας διαμαντιών της Ανγκόλα, την Diamang, που ανήκε σε Πορτογάλους επενδυτές, ενώ την εξόρυξη διαμαντιών στο βορειοανατολικό τμήμα της χώρας ανέλαβε μια εταιρία του ευρύτερου δημόσιου τομέα, η Indiama (εθνική επιχείρηση διαμαντιών της Ανγκόλα). Ο κλάδος αντιμετώπισε μεγάλα διαχειριστικά προβλήματα, που επιδεινώθηκαν από τη διαφθορά των κρατικών αξιωματούχων, την ανασφάλεια που επικρατούσε σε ολόκληρη τη χώρα και τις κακές σχέσεις με τον Κεντρικό Οργανισμό Διάθεσης (διαμαντιών), που ελέγχεται από την εταιρία De Beers της Νότιας Αφρικής. Έτσι, το 1986, η εξόρυξη διαμαντιών παραχωρήθηκε σε ξένες επιχειρήσεις, με συμφωνίες συμμετοχής του κράτους στην εξορυσσόμενη παραγωγή, και δύο χρόνια αργότερα η ανγκολέζικη κυβέρνηση άρχισε διαπραγματεύσεις με την De Beers, σχετικά με τις πωλήσεις διαμαντιών και με την απαιτούμενη τεχνική βοήθεια για την εκμετάλλευσή σωλήνων κιμπερλίτη. Με τις ενέργειες αυτές η παραγωγή άρχισε και πάλι να αυξάνεται, ενώ με την αποκατάσταση της ειρήνης η χώρα αρχίζει να διαδραματίζει και πάλι πρωταγωνιστικό ρόλο στο παγκόσμιο εμπόριο διαμαντιών.
Στην Ανγκόλα δεν υπάρχουν άλλοι εξίσου σημαντικοί εξορυκτικοί κλάδοι, αν και το σιδηρομετάλλευμα από το νοτιοδυτικό τμήμα της χώρας ήταν το τέταρτο σημαντικότερο εξαγώγιμο προϊόν της πριν από την ανεξαρτησία. Όμως, τα μεταλλεία σιδήρου της Κασίνγκα επιδοτούνταν σημαντικά από τους Πορτογάλους και είναι αμφίβολο αν έχουν τις δυνατότητες να καταστούν πραγματικά κερδοφόρα. Η παραγωγή αρχικά μειώθηκε και κατόπιν σταμάτησε, μεταξύ 1975 και 1984, ενώ η ποιότητα του απολήψιμου μεταλλεύματος είναι μάλλον υπερβολικά χαμηλή για να τεθούν τα μεταλλεία πάλι σε λειτουργία. Εξορύσσονται επίσης, σε μικρή κλίμακα, χαλκός, μαγγάνιο, χρυσός, μάρμαρα, μαύρος γρανίτης και χαλαζίας, ενώ σχεδιάζεται η εκμετάλλευση των φωσφορικών αλάτων που υπάρχουν στις επαρχίες Καμπίνα και Ζαΐρ.
Πριν από την ανεξαρτησία, οι κλάδοι της βιομηχανίας, των κατασκευών και της παραγωγής υδροηλεκτρικής ενέργειας αναπτύσσονταν ταχύτατα, αλλά οι διαταραχές και ο εθνικός αγώνας ενάντια στην αποικιοκρατία που ακολούθησε επέφερε δεινά πλήγματα, ανατρέποντας την αναπτυξιακή τους πορεία. Οι εθνικοποιήσεις και η μετανάστευση του ειδικευμένου εργατικού έπληξαν κυρίως τον βιομηχανικό τομέα της εθνικής οικονομίας, ενώ οι αντάρτες της οργάνωσης UNITA διέπραξαν δολιοφθορές των εγκαταστάσεων ηλεκτροδότησης και ύδρευσης. Συνέπεια όλων αυτών ήταν ότι το κράτος συσσώρευσε τεράστια χρέη, ενώ τα εργοστάσια λειτουργούσαν κατά μέσον όρο στο 30% της δυναμικότητάς τους. Οι εργάτες πληρώνονταν εν μέρει με προϊόντα που παρήγαγε το εργοστάσιο, παρά τις αναρίθμητες προσπάθειες παρεμπόδισης της πρακτικές αυτής, οι αδικαιολόγητες απουσίες από την εργασία ήταν κάτι συνηθισμένο και η παραγωγικότητα εκπληκτικά χαμηλή.
Εκτός από κάποια μικρής κλίμακας κατεργασία πρώτων υλών που προορίζονταν για εξαγωγή, η εγχώρια βιομηχανία είναι ουσιαστικά προσανατολισμένη στην υποκατάσταση εισαγωγών και περιλαμβάνει μονάδες επεξεργασίας τροφίμων, καπνού, μετάλλων και ξυλείας, κλωστοϋφαντουργίας, διύλισης πετρελαίου, συναρμολόγησης οχημάτων, παραγωγής ηλεκτρικών ειδών και τσιμέντου. Το μεγαλύτερο μέρος της ηλεκτρικής ενέργειας προέρχεται από φράγματα σε ποταμούς. Όμως, μεγάλο μέρος του εγκατεστημένου παραγωγικού δυναμικού, που υπερβαίνει το 600 μεγαβάτ, βρίσκεται σε τέτοια κατάσταση που δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί. Οι περισσότερες από τις εθνικοποιημένες βιομηχανίες, τις κατασκευαστικές εταιρείες και τις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας είχαν, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ενταχθεί σε προγράμματα ιδιωτικοποίησης, ενώ μερικές από αυτές επιστράφηκαν ακόμη και στους παλιούς ιδιοκτήτες τους.
Μετά την ανεξαρτησία οι τράπεζες εθνικοποιήθηκαν. Κεντρική τράπεζα της χώρας είναι η Εθνική Τράπεζα της Ανγκόλας, η οποία έχει το προνόμιο της έκδοσης χαρτονομίσματος, αλλά λειτουργεί και ως εμπορικό πιστωτικό ίδρυμα. Αντιθέτως, η Λαϊκή Τράπεζα της Ανγκόλας, λειτουργεί κυρίως ως ταμιευτήριο. Το 1985, οι ξένες τράπεζες άρχισαν σταδιακά να επανέρχονται στη χώρα, αλλά το τραπεζικό σύστημα εξακολουθεί να βρίσκεται σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό υπό τον έλεγχο του κράτους. Γενικά, οι περισσότεροι κάτοικοι διατηρούν τις οικονομίες τους εκτός του δικτύου των δύσκαμπτων κρατικών τραπεζών, προτιμώντας διάφορες ανεπίσημες μορφές καταθέσεων. Οι ξένες επενδύσεις κατευθύνονται σχεδόν αποκλειστικά στους τομείς της πετρελαϊκής βιομηχανίας, των διαμαντιών και της αλιείας, αλλά προβλέπεται να στραφούν και σε άλλους κλάδους, καθώς η οικονομία σταδιακά φιλελευθεροποιείται και οι εθνικοποιημένες επιχειρήσεις επιστρέφουν στον ιδιωτικό τομέα.
Νόμισμα της χώρας είναι το νέο Κουάνζα. Η μέση ετήσια κατά κεφαλήν αγοραστική δύναμη ήταν 3.200 Δολάρια ΗΠΑ, με βάση τα στοιχεία του 2005.
Το πετρέλαιο συνεισφέρει τουλάχιστον το 90% των εξαγωγών της χώρας. Τα 2/3 από αυτά κατευθύνονται στις ΗΠΑ, όπου τα διυλιστήρια προτιμούν τους τύπους αργού πετρελαίου με χαμηλή περιεκτικότητα σε θείο. Γενικά, όμως, η χώρα επηρεάζεται έντονα από τις αυξομειώσεις στη διεθνή τιμή του προϊόντος αυτού. Μετά την ανεξαρτησία καταβλήθηκε συνειδητή προσπάθεια να αυξηθούν οι εισαγωγές από τις χώρες του τότε κομμουνιστικού μπλοκ, ενώ εκδηλώθηκε ακόμη και η πρόθεση εισόδου της χώρας στην Κομεκόν. Αποτέλεσμα ήταν να αγοραστούν τεράστιες ποσότητες οπλισμού από τις ανατολικές χώρες αλλά οι χώρες προέλευσης των υπολοίπων εισαγόμενων προϊόντων, όπως η Πορτογαλία, οι ΗΠΑ, η Γαλλία και η Βραζιλία να παραμείνουν αμετάβλητες. Εκτός από μηχανήματα, οχήματα και φάρμακα, η Ανγκόλα εισάγει επίσης μεγάλες ποσότητες τροφίμων και πρώτων υλών, που όλες σχεδόν θα μπορούσαν να παραχθούν στη χώρα, εύκολα και με χαμηλό κόστος. Γίνονται ακόμη και εισαγωγές σε ακατέργαστο βαμβάκι. Το ισοζύγιο πληρωμών παρουσιάζει μεγάλα ελλείμματα, οδηγώντας σε αύξηση του εθνικού χρέους και σε συσσώρευση των καθυστερούμενων δόσεων παλαιότερων δανείων. Μετά την ειρήνευση στη χώρα, προβλέπεται να μειωθεί η μείωση των εισαγωγών οπλισμού και τροφίμων, ενώ η υποτίμηση του έντονα υπερτιμημένου εθνικού νομίσματος αναμένεται να δώσει αποφασιστική ώθηση στις εξαγωγές.
Στη χώρα υπάρχει εκτεταμένο σιδηροδρομικό δίκτυο με μήκος 2.761 χλμ. Το 2001 το οδικό δίκτυο εκτεινόταν στα 51.429 χλμ., από τα οποία τα 5.349 χιλιόμετρα ήταν ασφαλτοστρωμένα. Θαλάσσια λιμάνια είναι η Λουάντα, η Λομπίτο και η Μπενγκέλα. Η κρατική αεροπορική εταιρεία είναι η TAAG. Τα σημαντικότερα αεροδρόμια είναι στη Λουάντα, στη Χουάμπο, στη Λουμπάνγκο και στην Καμπίντα. Σύμφωνα με στοιχεία του 2006 η αφρικανική χώρα αριθμούσε 244 αεροδρόμια. Τον Απρίλιο του 2009, η ΕΕ διατήρησε τη χώρα στον κατάλογο με τους αερομεταφορείς που απαγορεύεται να εκτελούν πτήσεις προς τα 27 κράτη μέλη, για λόγους ασφαλείας.[13] Η οδήγηση των οχημάτων γίνεται στα δεξιά.
Ο ανγκολέζικος πολιτισμός είναι κατακερματισμένος σε μυριάδες κομμάτια, που καθένα έχει έντονα τοπικά χαρακτήρα, αλλά οι ρίζες του ανάγονται στην ευρύτερη κεντροαφρικανική παράδοση των Μπαντού, την οποία μοιράζονται και οι γειτονικές χώρες. Οι λαοί που ζουν στην Ανγκόλα είναι γενικά μητρογραμμικοί ενώ οι γενεαλογικές γραμμές ή οι εκτεταμένες οικογένειες είναι ιδιαίτερα σημαντικές στην κοινωνική ζωή των ατόμων. Οι άνθρωποι δηλώνουν συχνά πίστη σε προαποικιακούς βασιλιάδες ή πολεμάρχους, ακόμη και αν κάτι τέτοιο δεν έχει καμία πλέον σχέση με τη σύγχρονη πολιτική πραγματικότητα. Σε ολόκληρη τη χώρα υπάρχουν έντονα σημάδια από ένα εκτεταμένο προαποικιακό σύστημα δουλοκτησίας, το οποίο οι αποικιακές αρχές καθυστέρησαν πολύ να καταργήσουν. Η πολυγαμία, η προγονολατρεία και η μαγγανεία αποτελούν πρακτικές που ακολουθούνται ακόμη και από πολλούς προσηλυτισμένους στον χριστιανισμό.
Οι τοπικές διακοσμητικές τέχνες εκφράζονται με το ξύλο, τον πηλό, τον χαλκό, το καλάμι, το ελεφαντόδοντο, τα όστρακα, αλλά και με το ανθρώπινο σώμα. Ιδιαίτερα φημισμένα είναι τα ξύλινα αγάλματα του λαού Τσόκουε, τα είδη από σκαλισμένο ελεφαντόδοντο της Καμπίντα και τα περίτεχνα χτενίσματα των λαών Νυανέκα και Νκούμπι. Η μουσική και ο χορός παίζουν σημαντικό ρόλο στην τοπική πολιτιστική ζωή, έχοντας ως βασικό μουσικό όργανο τα τύμπανα, αλλά υπάρχει και πλούσια προφορική λογοτεχνική παράδοση. Έχουν καταβληθεί προσπάθειες για τη διατήρηση αυτής της πολιτιστικής κληρονομιάς, με την οποία σπάνια ασχολούνται οι επίσημοι πολιτιστικοί οργανισμοί, αλλά η πολιτική αστάθεια και η διαφθορά, μετά το 1975, είχαν ως αποτέλεσμα την τραγική και σε μεγάλη έκταση απώλεια πολλών εθνογραφικών συλλογών.
Οι παραδοσιακοί πολιτισμοί βρίσκονται υπό τη συνεχή πίεση των Δυτικών πολιτισμικών επιρροών, οι οποίες τείνουν να κυριαρχήσουν στις πόλεις. Κατά τον 19ο αιώνα ήλθε στο προσκήνιο μια δυναμική ομάδα μορφωμένων Ανγκολέζων, που είχε πολλά κοινά στοιχεία με την αντίστοιχη ομάδα της Σιέρα Λεόνε. Τα μέλη της ομάδας αυτής αρθρογραφούσαν και συνέγραφαν ιστορικά βιβλία, μυθιστορήματα και ποιήματα στην πορτογαλική γλώσσα. Μετά το 1926, η δεξιά δικτατορία της Πορτογαλίας ανάγκασε μεγάλο μέρος αυτής της λογοτεχνικής δραστηριότητας να περάσει στην παρανομία, αλλά δεν μπόρεσε να την εξαλείψει ολοκληρωτικά. Ο Αγκοστίνιο Νέτο (1922-1979), ηγέτης του ΛΚΑΑ κατά την εξουσία της χώρας, φημιζόταν για την ποίηση του στην πορτογαλική γλώσσα. Η κυβέρνηση του ΛΚΑΑ, όμως, επέβαλε ένα σύστημα αυστηρής λογοκρισίας, ενώ η λογοτεχνική παραγωγή της χρηματοδοτούμενης από το κράτος Ένωσης Ανγκολέζων Συγγραφέων υπήρξε, μετά το 1975, σε γενικές γραμμές απογοητευτική. Το γεγονός αυτό αντισταθμίστηκε σε κάποιο βαθμό από τη δημιουργία τηλεοπτικού δικτύου πανεθνικής εμβέλειας και από τις βάσεις που τέθηκαν για τη λειτουργία εθνικής κινηματογραφικής βιομηχανίας. Όμως, το φιλόδοξο σχέδιο για την επέκταση διαφόρων μουσείων, βιβλιοθηκών και αρχείων δεν στέφθηκε με επιτυχία. Αντίθετα, πολλές θαυμάσιες συλλογές, που δημιουργήθηκαν κατά τους αποικιακούς χρόνους, καταστράφηκαν, διασκορπίστηκαν ή έπαψαν πλέον να είναι προσιτές στο κοινό. Ένας ακόμα αντιπροσωπευτικός συγγραφέας ήταν ο Όσκαρ Ρίμπας (1909-2004), που έγραψε ποιήματα και μυθιστορήματα,
Τα περισσότερα αποικιακά καθεστώτα, όπως και στην περίπτωση της Ανγκόλας, δεν εμπιστεύονται τον μορφωμένο «ιθαγενή» και φοβούνται τις συνέπειες της μαζικής εκπαίδευσης. Το ΛΚΑΑ έθεσε ως στόχο, μετά την ανεξαρτησία, να γίνει η πρωτοβάθμια εκπαίδευση προσιτή σε όλους με αποτέλεσμα ο αριθμός των μαθητών στα δημοτικά σχολεία να τριπλασιαστεί μεταξύ του 1976 και το 1979. Όμως, κατά τη δεκαετία του 1980, ο αριθμός των μαθητών μειώθηκε κατά 50%, ενώ οι συνθήκες που επικρατούσαν στα σχολεία επιδεινώθηκαν δραματικά, καθώς σημειώθηκαν τεράστιες ελλείψεις σε διδακτικό προσωπικό και μέσα διδασκαλίας, μεταξύ των οποίων και σε σχολικά εγχειρίδια. Αυτό είναι κάτι απολύτως λογικό καθώς η ραγδαία εξάπλωση των σχολείων συχνά δημιουργεί ελλείψεις δασκάλων και υποδομών επειδή οι τάξεις λειτουργούν με αυξανόμενο αριθμό μαθητών και χρησιμοποιούνται λιγότερο καλά εκπαιδευμένοι δάσκαλοι.
Αντίθετα, ο αριθμός των σπουδαστών στα δευτεροβάθμια σχολεία και στο πανεπιστήμιο, που ιδρύθηκε το 1963, σημείωσε σταθερή αύξηση μετά το 1975, καθώς τα ιδρύματα αυτά επηρεάστηκαν λιγότερο από την πολιτική αστάθεια που επικρατούσε στη χώρα. Το 1962 ιδρύθηκε το Ινστιτούτο Εκπαίδευσης και Κοινωνικής Υπηρεσίας της Ανγκόλας. Ωστόσο, και εκεί σημειώθηκαν σημαντικές ελλείψεις σε διδακτικό προσωπικό και σε μέσα διδασκαλίας, ενώ οι περισσότερες πανεπιστημιακές σχολές παρέμειναν για μακρές χρονικές περιόδους κλειστές, μετά από καταγγελίες για προπαγάνδα κατά του πολιτικού καθεστώτος. Γενικά, εκτιμάται ότι η στρατολόγηση στα ένοπλα τμήματα του ΛΚΑΑ και της UNITA είχε μεγαλύτερη επίδραση από ό,τι το επίσημο εκπαιδευτικό σύστημα στην καταπολέμηση του αναλφαβητισμού, στην επέκταση της χρήσης της πορτογαλικής γλώσσας και στην απόκτηση τεχνικών γνώσεων. Επίσης, πολλοί Ανγκολέζοι έχουν εκπαιδευθεί στο εξωτερικό, κυρίως στην Κούβα και την πρώην Σοβιετική Ένωση.
Η παραδοσιακή μουσική αποτελεί κράμα των στοιχείων των Πορτογάλων αλλά και των αυτοχθόνων της χώρας. Ενδεικτικά, παρατηρούνται ομοιότητες στη μουσική της Βραζιλίας με της Ανγκόλας, καθώς και η πρώτη ήταν πορτογαλική αποικία. Η κιζόμπα παρουσιάζει ομοιότητες με τη βραζιλιάνικη σάμπα. Η Λουάντα είναι ονομαστή μεταξύ άλλων για το καρναβάλι της, το οποίο συνοδεύεται από μουσικοχορευτικές εκδηλώσεις. Μερικά μουσικά ιδιώματα είναι η ανγκολέζικη μερένγκε, παραλλαγή του ομώνυμου ρυθμού της Κεντρικής Αμερικής, και η κιλαπάντα.
Στη Λουάντα ο επισκέπτης μπορεί να συναντήσει φρούρια, όπως του Σάο Πέντρο ντα Μπάρα, ναούς από την αποικιακή περίοδο, όπως οι ναοί Νόσα Σενιόρα ντο Κάρμο, Ντα Μιζερικόρντια και ντος Ρεμέντιος, κτήρια όπως αυτό της Εθνικής Τράπεζας και το Μουσείο της Ανγκόλας (1938) με εκθέματα εθνογραφικού και ιστορικού ενδιαφέροντος.
Στην πρώην πορτογαλική αποικία βρίσκονται πολλά κτήρια, κτισμένα σε πορτογαλικά στιλ. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν η εκκλησία Νόσα Σενιόρα ντο Πόπολο και το ανάκτορο Βέλιο στην Μπενγκέλα, το φρούριο Σάο Πέντρο ντε Κατουμπέλα στη Λομπίτο και οι παραλίες της Ναμίμπε. Ο επισκέπτης αξίζει να επισκεφθεί το Εθνικό Πάρκο Κισάμα, το οποίο βρίσκεται 70 χλμ. νότια της πρωτεύουσας, Λουάντα. Στο εν λόγω πάρκο, που ιδρύθηκε το 1957, βρίσκουν καταφύγιο πολλά είδη της άγριας πανίδας, όπως ελέφαντες, βούβαλοι, αντιλόπες και θαλάσσιες χελώνες. Εξάλλου, υπάρχουν και άλλα εθνικά πάρκα, όπως της Ναμίμπε, στα σύνορα με τη Ναμίμπια και της Λόνα.
Στον χώρο του αθλητισμού, κυριαρχεί το ποδόσφαιρο, το οποίο προκαλεί ενθουσιασμό και προσελκύει άτομα από κάθε κοινωνικό στρώμα. Το 2005 κατάφερε για πρώτη φορά στην ιστορία της να προκριθεί στα τελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου 2006 που διεξήχθη στη Γερμανία. Μερικοί Ανγκολέζοι έχουν εξελιχθεί σε διακεκριμένους ποδοσφαιριστές, αλλά οι περισσότεροι από αυτούς προτιμούν να παίζουν σε ομάδες της Πορτογαλίας ή άλλων ευρωπαϊκών χωρών, όπου οι συνθήκες διαβίωσης και επαγγελματικής ανέλιξης είναι καλύτερες.
Η Ανγκόλα έχει, επίσης, μεγάλη παράδοση στο μπάσκετ, στο οποίο αποτελεί την πλέον επιτυχημένη εθνική ομάδα στην Αφρική με 10 παναφρικανικούς τίτλους σε 24 διοργανώσεις,[εκκρεμεί παραπομπή] με συνέπεια να εκπροσωπεί συνεχώς τη "μαύρη ήπειρο" στις μεγάλες διοργανώσεις (παγκόσμια πρωταθλήματα και Ολυμπιακούς Αγώνες).
Η Ανγκόλα είναι μέλος των οργανισμών: ACP, AfDB, CEEAC, ECA, FAO, G-77, IAEA, IBRD, ICAO, ICCt (υπέγραψε), ICFTU, ICRM, IDA, IFAD, IFC, IFRCS, ILO, IMF, IMO, Interpol, IOC, IOM, ISO (ανταποκριτής), ITU, NAM, OAS (παρατηρητής), Αφρικανική Ένωση, SADC, ΟΗΕ, Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ (προσωρινό), UNCTAD, UNESCO, UNIDO, UPU, WCO, WFTU, WHO, WIPO, WMO, WToO, WTrO.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.