Ράμνα Σερρών
Πρώην οικισμός του νομού Σερρών στην Ελλάδα From Wikipedia, the free encyclopedia
Πρώην οικισμός του νομού Σερρών στην Ελλάδα From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Ράμνα είναι πρώην οικισμός στον σημερινό Δήμο Σιντικής της Περιφερειακής Ενότητας Σερρών της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας. Βρισκόταν σε υψόμετρο 570 μέτρων στο όρος Μπέλλες και ήταν το μοναδικό χωριό στην ανατολική Μακεδονία με αποκλειστικά Βλάχους κατοίκους, που κατοικούσαν εκεί μόνιμα όλες τις εποχές του έτους. Εκκενώθηκε και καταστράφηκε αρχικά κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το 1916, ενώ ισοπεδώθηκε ολοκληρωτικά από γερμανικό αεροπορικό βομβαρδισμό κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το 1941.
Η ίδρυση της Ράμνας ανάγεται στους χρόνους της Τουρκοκρατίας, όταν την εποχή της διοίκησης του Αλή Πασά στα Ιωάννινα, δημιουργήθηκαν προβλήματα με τους ελληνικούς πληθυσμούς που ζούσαν στην περιοχή, οδηγώντας σε μεγάλες μετακινήσεις βλάχικων πληθυσμών της Ηπείρου, κυρίως σε δύο φάσεις. Η πρώτη φάση σημειώθηκε ανάμεσα στα έτη 1820 με 1822, ενώ η δεύτερη ανάμεσα στα 1822 με 1830. Τα αίτια των διωγμών αυτών, μπορούν να θεωρηθούν συνέπειες της Ελληνικής Επανάστασης του 1821[1]. Από αυτές τις μετακινήσεις πληθυσμών και μετά από πολύχρονη περιπλάνηση στον Μακεδονικό χώρο, βλάχικοι πληθυσμοί εγκαταστάθηκαν και σε περιοχές του νομού Σερρών.
Ο οικισμός της Ράμνας εκτιμάται ότι δημιουργήθηκε μετά το 1840 και ήταν το μοναδικό χωριό με αμιγές βλαχόφωνο πληθυσμό κατά τον 19ο αιώνα στην ανατολική Μακεδονία.[2] Βρισκόταν σε υψόμετρο 570 μέτρων, στις νότιες πλαγιές του όρους Μπέλλες, σε απόσταση 3 χλμ. βόρεια-βορειοανατολικά από τον σημερινό οικισμό Ομαλό-Θρακικό.[3] Προφορικές μαρτυρίες των Βλάχων κατοίκων του Νέου Πετριτσίου, των οποίων οι γονείς έζησαν στη Ράμνα, αναφέρουν ότι οι κάτοικοι του χωριού προέρχονταν κυρίως από τα χωριά Αβδέλλα και Γράμουστα, καθώς και από άλλα χωριά, όπως το Νυμφαίο, η Σαμαρίνα, η Μοσχόπολη και η Νικολίτσα του Γράμμου.[1]
Κατά την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ο οικισμός ανήκε διοικητικά στον Καζά του Ντεμίρ Ισάρ του Σαντζακίου των Σερρών του Βιλαετίου της Θεσσαλονίκης. Στη δημογραφική μελέτη «Εθνογραφία των Βιλαετίων Αδριανούπολης, Μοναστηρίου και Θεσσαλονίκης» που εκδόθηκε το 1878 στην Κωνσταντινούπολη, εκτιμάται ότι το 1873 ο οικισμός αποτελούνταν από 106 σπίτια και 350 Βλάχους κατοίκους,[4] ενώ στη μελέτη «Οι Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στατιστική και Εθνογραφική Μελέτη» του Αλεξάντρ Συνβέ που εκδόθηκε το 1878 στην Κωνσταντινούπολη, εκτιμάται ότι αποτελούνταν από 90 κατοίκους.[5] Η στατιστική μελέτη του Βούλγαρου Βασίλ Κάντσωφ, «Μακεδονία, Εθνογραφία και Στατιστική», εκτιμά ότι το 1900 η Ράμνα είχε 550 Βλάχους κατοίκους,[6] ενώ σύμφωνα με τη μελέτη «La Macédoine et sa Population Chrétienne» του Βούλγαρου Ντίμιταρ Μπρανκόφ, το 1904 ζούσαν εκεί 1.024 κάτοικοι.[7] Σύμφωνα με την «Εθνολογική Στατιστική των Βιλαετίων Θεσσαλονίκης και Μοναστηρίου» του Αθανάσιου Χαλκιόπουλου, που εκδόθηκε το 1910 στην Αθήνα, ο πληθυσμός του οικισμού ήταν 382 βλαχόφωνοι Έλληνες κάτοικοι.[8] Τέλος, σε υπολογισμούς που εξέδωσε, το έτος 1919, η Επιτελική Υπηρεσία του Ελληνικού Στρατού, προ του 1912, αλλά και κατά τον Αύγουστο του 1915, αναφέρονται 350 βλαχόφωνοι Έλληνες κάτοικοι.[9]
Στις αρχές του 20ου αιώνα πολλοί κάτοικοι της Ράμνας εγκαταστάθηκαν στην Καβάλα, όπου δούλευαν σε καπνομάγαζα, ενώ παράλληλα στο χωριό αναπτύχθηκαν ομάδες αντίστασης με μακεδονομάχους και καπετανάτα. Σημαντική ήταν η βοήθεια των κατοίκων της Ράμνας στον απελευθερωτικό πόλεμο του 1913. Με το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων, ο οικισμός περιήλθε στην ελληνική επικράτεια και κατά την ελληνική απογραφή του 1913 είχε πληθυσμό 469 κατοίκων.[10]
Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με την άφιξη των γερμανοβουλγαρικών δυνάμεων (Β΄ Βουλγαρική Κατοχή) τον Αύγουστο του 1916 και τη δημιουργία πολεμικού μετώπου στην περιοχή του Στρυμόνα, η Ράμνα καταλήφθηκε από στρατεύματα. Οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να εκκενώσουν την περιοχή και εξορίστηκαν δια μέσου των στενών του Ρούπελ και της Κρέσνας στη Βουλγαρία. Όσοι βρίσκονταν στα καπνομάγαζα της Καβάλας εξορίστηκαν στη Σερβία.
Όταν με τη λήξη του πολέμου επέστρεψαν το 1919 στην Ελλάδα, βρήκαν το χωριό τους κατεστραμμένο και αναγκάστηκαν να εγκατασταθούν σε γειτονικά χωριά, οι περισσότεροι στη Βέτρινα (Νέο Πετρίτσι) και άλλοι στο Χατζή-Μπεϊλίκ (Βυρώνεια). Πολλοί έφυγαν και εγκαταστάθηκαν σε κοντινές πόλεις, όπως η Σέρρες και η Θεσσαλονίκη, αλλά και στην Αθήνα. Λίγες μόνο οικογένειες, περίπου δέκα, εγκαταστάθηκαν πάλι στη Ράμνα.[11][1]
Το 1920 ο πληγείς οικισμός ορίστηκε έδρα της νεοσυσταθείσας κοινότητας Ράμνης, μαζί με τα χωριά Δερβέντι (Ακριτοχώρι), Μεσιλή (Πετρινό), Μπαχτιάρ (Δενδρόφυτο), Τσουρτσελή (Θρακικό) και Χατζή-Μπεϊλίκ (Βυρώνεια).[12] Τη δεκαετία του 1920, εγκαταστάθηκαν σε χαμηλότερο υψόμετρο νοτιοδυτικά της Ράμνας λίγες οικογένειες προσφύγων από τον Πόντο, σχηματίζοντας έναν νέο οικισμό, που το 1928 αναγνωρίστηκε με την ονομασία Ομαλόν. Το 1926 η έδρα της κοινότητας Ράμνης μεταφέρθηκε στο Δερβέντι (Ακριτοχώρι) και μετονομάστηκε σε κοινότητα Δερβεντίου.[13]
Το 1941, κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η περιοχή της Ράμνας καταστράφηκε ολοσχερώς από γερμανικό αεροπορικό βομβαρδισμό.[14] Σε απόσταση 3 χλμ. βόρεια-βορειοανατολικά της Ράμνας και σε υψόμετρο 1.637 μέτρων, βρισκόταν το οχυρό Ποποτλίβιτσα της Γραμμής Μεταξά.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, ιδρύθηκε ο σύλλογος Βλάχων Νέου Πετριτσίου «Η Ράμνα».[15][16]
Σήμερα, στην τοποθεσία του πρώην οικισμού υπάρχει η εκκλησία του Προφήτη Ηλία, η οποία είχε χτιστεί σε νοτιότερο σημείο από την παλιά εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Υπάρχει, επίσης, κατασκήνωση κωφών και βαρήκοων παιδιών, η οποία δεν λειτουργεί.[17]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.