Πρωτοελληνική ή προϊστορική κοινή ή προδιαλεκτική έχει ονομαστεί συμβατικά η αρχαιότερη μορφή της ελληνικής γλώσσας μετά τη διαφοροποίησή της από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή και πριν τη διαίρεσή της στις μετέπειτα ελληνικές διαλέκτους (Μυκηναϊκή, Δωρική, Αττική-Ιωνική, Αρκαδοκυπριακή, Αιολική κλπ.). Χρονικά τοποθετείται μεταξύ του 30ου και του 16ου π.Χ. αιώνα περίπου.[1]
Η πρωτοελληνική βρισκόταν σε χρήση πριν την εμφάνιση της γραφής στον Ελλαδικό χώρο και συνεπώς δεν υπάρχουν καθόλου γραπτά μνημεία της. Η ύπαρξή της καθώς και οι γνώσεις μας γι’ αυτή βασίζονται σε υποθέσεις γλωσσολόγων με τις μεθόδους της ιστορικοσυγκριτικής γλωσσολογίας και τη θεμελιώδη προϋπόθεση οτι οι διάφορες γνωστές αρχαίες ελληνικές διάλεκτοι οι οποίες επιβίωσαν μέχρι την αρχή της εμφάνισης του γραπτού λόγου είχαν αναγκαστικά διαφοροποιηθεί από μία παλαιότερη κοινή ελληνική γλώσσα. Η επανασύνθεση της πρωτοελληνικής στηρίζεται στις ομοιότητες και τις διαφορές των αρχαίων ελληνικών διαλέκτων μεταξύ τους, με τις άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, και με την (επίσης υποθετικά επανασυντεθειμένη) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (ΠΙΕ). Πολύτιμη βοήθεια για την επανασύνθεση και τη χρονολόγηση της πρωτοελληνικής προσέφερε η αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β το 1952, η οποία μας έδωσε μια εικόνα της Αρχαίας Ελληνικής, 500 χρόνια αρχαιότερα απ' ό,τι ως τότε γνωρίζαμε.
Άγνωστο παραμένει το κατά πόσον η «προϊστορική κοινή» μιλιόνταν εντός του σημερινού ελλαδικού χώρου ή εάν η διαφοροποίηση στις επιμέρους διαλέκτους της Αρχαίας Ελληνικής είχε ήδη λάβει χώρα πριν την έλευση και εγκατάσταση των ελληνικών φύλων στον μετέπειτα ευρύτερο ελλαδικό χώρο. Η παλαιότερη θεωρία υποστήριζε ότι οι ελληνικές διάλεκτοι είχαν διαφοροποιηθεί ήδη πριν την έλευση των ελληνικών φύλων, τα οποία ήρθαν στον ελλαδικό χώρο κατά «κύματα», με ορισμένους αιώνες διαφορά, με τελευταίο τους Δωριείς («κάθοδος των Δωριέων»). Η έλλειψη όμως αρχαιολογικών ευρημάτων που να επιβεβαιώνουν αλλεπάλληλες εισόδους εχθρικών μεταξύ τους φύλων δημιούργησε αμφιβολίες για την ορθότητα της υπόθεσης αυτής.
Η αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β αποκάλυψε ότι στη Μυκηναϊκή Ελληνική είχαν ήδη επέλθει ορισμένοι νεωτερισμοί (φωνητικές μεταβολές), οι οποίοι δεν είχαν επέλθει στη Δωρική και στις Βορειοδυτικές διαλέκτους ακόμη και στους κλασικούς χρόνους. Το γεγονός αυτό οδηγεί στην πεποίθηση ότι ήδη τη μυκηναϊκή εποχή υπήρχαν περισσότερες της μιας ελληνικές διάλεκτοι. Έτσι η πρωτοελληνική τοποθετείται σε ακόμη προγενέστερο στάδιο από τους Μυκηναίους, δηλαδή περί τις αρχές της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. Από την άλλη οι ομοιότητες της Μυκηναϊκής με τη Δωρική καθιστούν πιο πιθανή την συνύπαρξη των δύο φύλων μέσα στον ελλαδικό χώρο παρά την έλευση των Δωριέων αργότερα από κάποιον μακρινό τόπο.
Τα χαρακτηριστικά της Πρωτοελληνικής μπορούν μόνο με υποθέσεις να ανασυνταχθούν. Για την επανασύνθεσή τους, αφετηρία αποτελούν τα κοινά χαρακτηριστικά μεταξύ των μεταγενέστερων ελληνικών διαλέκτων. Τα χαρακτηριστικά αυτά συγκρίνονται με την επανασυντεθειμένη πρωτοϊνδοευρωπαϊκή γλώσσα και γίνεται προσπάθεια να τοποθετηθούν οι διαφοροποιήσεις της ελληνικής από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή στον χρόνο. Δεν είναι όμως πάντοτε βέβαιο κατά πόσον ένα κοινό χαρακτηριστικό όλων των διαλέκτων ανάγεται στην Πρωτοελληνική ή αποτελεί εξέλιξη που επήλθε μετά τη διαφοροποίηση των διαλέκτων αλλά τις επηρέασε σταδιακά όλες.
Φωνολογία
Η πρωτο-ελληνική περιείχε πέντε μακρά και πέντε βραχέα φωνήεντα, δηλαδή τα ă, ĕ, ĭ, ŏ, ŭ και τα ā, ē, ī, ō, ū, καθώς και τις διφθόγγους ai, ei, oi, au, eu, ou, τόσο βραχείες όσο και μακρές.
Το ημίφωνο *w (wau) της πρωτοϊνδοευρωπαϊκής διατηρήθηκε στην αρχή της λέξης προ φωνήεντος, ενώ προ συμφώνου σιγήθηκε , ενώ μεταβλήθηκε (τράπηκε σε δασύ h) μπροστά από φωνήεν στο μέσο της λέξης. Σε μεταγενέστερες διαλέκτους της ελληνικής παραστάθηκε με το δίγαμμα (Ϝ). Π.χ. *woikos > (F)οῖκος, αλλά *wĺ̥kʷos > Λύκος.
Το ημίφωνο *y (ή *j) (yod) της πρωτοϊνδοευρωπαϊκής στην πρωτοελληνική εξελίχθη κατά περίπτωση ως εξής: Α) Στην αρχή λέξεως πρό φωνήεντος έγινε δασύ (h) ή ανεπτύχθη πρό του *y ο φθόγγος d (dy), όλο δε το σύμπλεγμα dy εξελίχθη τελικά φωνητικώς σε dz (ζ): *y- > h-: *yekʷr̥t > ἧπαρ (Σανσκριτικό yakṛt, λατινικό iecur, περσικό جگر (jegar). *y > dy > dz (ζ): *yugom > *ζυγόμ > ζυγόν (Λατινικό jugum, σανσκριτικό yugam, γοτθικό yuk). Β) Το *y μεταξύ φωνηέντων ετράπη σε δασύ και μετά σιγήθηκε: *-y- > *-h-: *Treyes > *Trehes > *Trees > Τρεῖς (Δωρικό Τρῆς). Γ) Μαζί με διάφορα σύμφωνα κατέληξε σε διάφορα συμπλέγματα, όπως τα dy, gy, τα οποία εξελίχθηκαν φωνητικώς σε dz (ζ): *dy > dz (ζ) *Dyeus > Ζηυς > Ζεύς, *Ped-yos > Πεζός. *-gy- > -dz- (ζ): *wreg-yo > *Fρεζω > ῥέζω, *meg-yon > Μέζων (ιωνικός τύπος) [Μείζων (αττικός τύπος) αναλογικώς προς τα χείρων, αμείνων κλπ].[3]
Τα φωνηεντικά υγρά και έρρινα[r̥, l̥, m̥, n̥] της πρωτοϊνδοευρωπαϊκής έχουν τραπεί μάλλον ήδη στην πρωτο-ελληνική κυρίως σε -α και αντιστοιχούν σε φωνήματααρ/ρα, αλ/λα, α/αν/να, α/αμ/μα, π.χ. ΠΙΕ [*patr̥si] > ελλ. πατράσι, ΠΙΕ[*ḱr̥d] > ελλ. καρδία, ομηρικό κραδίη, ΠΙΕ *dṃ > Δά-πεδον, ΠΙΕ *tṃ > ἔ-ταμ-ον.[4]
Τα ηχηρά δασέα της πρωτοϊνδοευρωπαϊκής (*bh, *dh, *gh) τρέπονται στη πρωτο-ελληνική στα αντίστοιχα άηχα δασέα(*ph, *th, *kh), π.χ. ΠΙΕ *bherō> ελλ. pherō (φέρω). Παραδοσιακά πιστευόταν ότι στην Μακεδονική διάλεκτο τα ηχηρά δασέα υπέστησαν ψίλωση και όχι αποφώνηση (δηλαδή έχασαν την δασύτητα τους: *bh > b αντί ph, *dh > d αντί th). Σύμφωνα με νεότερους ισχυρισμούς[νεκρός σύνδεσμος] δεν συνέβη ούτε αποφώνηση ούτε ψίλωση, αλλά διατηρήθηκε αλώβητη η ΠΙΕ προφορά. Αυτό εξηγεί και τις ιδίας χρονολογίας διπλές γραφές Βίλιππος/Φίλιππος, Βερενίκα/Φερενίκη κλπ., διότι τα ελληνικά αλφάβητα (κορινθιακό, ιωνικό) που παρέλαβαν οι Μακεδόνες δεν περιείχαν γραφήματα που να αντιστοιχούν σε αυτά τα φωνήματα επακριβώς.
Το πρωτοϊνδοευρωπαϊκό s στην αρχή της λέξης και ανάμεσα σε φωνήεντα (προφωνηεντικό και διαφωνηεντικό s) τράπηκε σε δασύ h (ΠΙΕ [*septm̥]>ελλ. ἑπτά) και στη συνέχεια το ενδοφωνηεντικό h απεβλήθη. Το ίδιο συνέβη και σε δάνεια από προελληνικές γλώσσες, όπως το εθνικό Λίγυες. Το ότι η λ. Λίγυες περιείχε αρχικά s φαίνεται αφενός από το λατινικό αντίστοιχο εθνικό Ligures, με δεδομένο ότι στη Λατινική ίσχυσε άλλος φωνητικός νόμος με αποτέλεσμα όχι τη σίγηση του s αλλά τον ρωτακισμό (s>r), και αφετέρου από τη διατήρηση του s στο επίθετο λυγιστικός. Αντίστοιχα ισχύουν και για τις λέξεις ἄπιος και ἄπιον (αχλαδιά και αχλάδι) που στα Λατινικά είναι pīrus και pīrum αντίστοιχα. Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η σίγηση του s έλαβε χώρα μετά την εισαγωγή των λέξεων αυτών στην ελληνική. Η ύπαρξη από την άλλη δανείων στη Μυκηναϊκή ελληνική, στα οποία το s έχει διατηρηθεί, σημαίνει ότι εκείνα τα δάνεια εισήλθαν μετά την ισχύ του νόμου αυτού στην πρωτοελληνική. Επειδή οι λέξεις αυτές αφορούν αντικείμενα που ήταν γνωστά στους Μυκηναίους ήδη από τον 17ο-16ο αι. π.Χ. τουλάχιστον, όπως ο χρυσός (μυκ. ku-ru-so), μπορεί με ασφάλεια να υποτεθεί ότι η σίγηση του s έλαβε χώρα πριν από τον 17ο αι. π.Χ.[5] Υπάρχουν μεμονωμένες, αβέβαίας αιτιολογίας επιβιώσεις προφωνηεντικού s σε λέξεις όπως Σελήνη/σελάνα, Σέλας, ομηρικό συς/κλασσικό υς: χοίρος.
Οι χειλοϋπερωικοί φθόγγοι της πρωτοϊνδοευρωπαϊκής (*kw, *gw, *kwh) διατηρούνται στην πρωτοελληνική, εφόσον μαρτυρούνται ακόμη στη Μυκηναϊκή (π.χ. *sekʷ -> Μυκηναϊκό e-qe-ta). Εξαίρεση αποτελούν οι χειλοϋπερωικοί φθόγγοι πριν ή μετά από [u][6]. Σε αυτήν την περίπτωση ήδη σε προμυκηναϊκό στάδιο απώλεσαν το χειλικό στοιχείο. Σε μεταγενέστερο στάδιο μεταβλήθηκαν όλοι οι χειλοϋπερωικοί φθόγγοι σε άλλα σύμφωνα (χειλικά ή οδοντικά) και εξέλιπαν από την ελληνική, με πιθανή εξαίρεση τον Αρκαδικό κλάδο της Αρκαδοκυπριακής, όπου μάλλον διατηρήθηκαν και χρησιμοποιούνταν το ιδιαίτερο γράμμα ϰ για την απόδοσή τους[7]
Οι λαρυγγικοί φθόγγοι, που κατά τη Λαρυγγική θεωρία υπήρχαν στην πρωτοϊνδοευρωπαϊκή, μεταβλήθηκαν στην ελληνική κατά τρόπο διάφορο από ό,τι σε άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες. Έτσι στην αρχή της λέξης το *h1 τράπηκε σε e, το *h2 σε a και το *h3 σε o. Στις περισσότερες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες οι λαρυγγικοί φθόγγοι στην αρχή της λέξης σιγήθηκαν. Έτσι το πρωτοϊνδοευρωπαϊκό *h2ster- στην ελληνική έγινε ἀστήρ, ενώ στη λατινική stella. Μεταξύ συμφώνων συνέβη πάλι η ίδια μεταβολή (*h1 > e, *h2 > a, *h3 > o), ενώ στις υπόλοιπες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες τράπηκαν όλα είτε σε a είτε σε i ανάλογα με τη γλώσσα[8].
Αβέβαιη είναι η χρονολόγηση της ανομοίωσης των δασέων (νόμου του Grassmann). Σύμφωνα με τον νόμο αυτόν, όταν σε μια λέξη υπάρχουν δύο δασέα σύμφωνα (φ, θ, χ), σε απόσταση μεταξύ τους, το πρώτο από τα δύο τρέπεται στο αντίστοιχο ψιλό (π, τ, κ). Έτσι για παράδειγμα ο παρακείμενος του ρήματος χέω δεν είναι *χέχυμαι, κατά το λέλυμαι, αλλά κέχυμαι (το πρώτο χ τράπηκε σε κ). Από τη μια πρόκειται για νόμο κοινό σε όλες τις ελληνικές διαλέκτους, γεγονός που συνηγορεί στην πρωτοελληνική του προέλευση[9]. Από την άλλη η Γραμμική Β δεν διακρίνει ανάμεσα σε ψιλά και δασέα (ke-ku-me-na=κεχυμένα ή και *χεχυμένα), με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η επαλήθευση της ισχύος του νόμου αυτού στη Μυκηναϊκή, ενώ δεν παρατηρείται ανομοίωση των δασέων σε περιπτώσεις όπου ενδοφωνηεντικό s τράπηκε σε δασύ h(*θε-σ-ός>*θεhός>θεός αντί του *τεhός με ανομοίωση). Κατά συνέπεια η χρονολόγηση του νόμου αυτού παραμένει αβέβαιη[10]
Πιθανόν στην πρωτοελληνική συνέβησαν οι λεγόμενες «παλαιές αντεκτάσεις» βραχέων φωνηέντων. Οι αντεκτάσεις αυτές, λεγόμενες και άσιγμες (επειδή χανόταν το [s], σε αντίθεση με τις νεότερες, στις οποίες διατηρούνταν) συνέβαιναν όταν ένα βραχύ φωνήεν ακολουθούνταν από συμφωνικό σύμπλεγμα που περιείχε [s] + υγρό ή έρρινο (και αντίστροφα) ή [l] + [n] ή [r]/[n] + [y] και μετά το συμφωνικό σύμπλεγμα ακολουθούσε άλλο φωνήεν. Στην περίπτωση αυτή το [s] ή το δεύτερο σύμφωνο στα συμπλέγματα χωρίς [s] χάθηκε και έμεινε μόνο το άλλο σύμφωνο, ενώ το προηγούμενο βραχύ φωνήεν τράπηκε σε μακρό (*ĕ-sm-i > ē-mi [>εἰμί], *selă-sn-a > selā-na [>σελήνη]). Η ατελής απόδοση των συμφωνικών συμπλεγμάτων και των μακρών και βραχέων φωνηέντων στη Γραμμική Β δεν μας επιτρέπει όμως να είμαστε βέβαιοι για το κατά πόσο οι «παλαιές αντεκτάσεις» είχαν ολοκληρωθεί στη Μυκηναϊκή ή βρίσκονταν ακόμη σε εξέλιξη[11].
Πιθανόν στην πρωτοελληνική να λειτούργησε ο νόμος του Osthoff, σύμφωνα με τον οποίο μακρό φωνήεν πριν από ημίφωνο ή υγρό ή έρρινο (y, w, l, r, m, n) και σύμφωνο βραχύνεται (*γνωντες > γνόντες). Η χρονολόγηση του νόμου αυτού δεν είναι πάντως βέβαιη, διότι η Γραμμική Β δεν διακρίνει ανάμεσα σε μακρά και βραχέα, ώστε να γνωρίζουμε αν είχε ήδη λειτουργήσει στη μυκηναϊκή ελληνική[12].
Όλα τα καταληκτικά σύμφωνα της πρωτοϊνδοευρωπαϊκής σιγήθηκαν πλην των s, n, r, ενώ το καταληκτικό m τράπηκε σε n. Έτσι ήδη από τότε οι ελληνικές λέξεις έληγαν είτε σε φωνήεν είτε σε ένα από αυτά τα τρία σύμφωνα (τα διπλά σύμφωνα ψ < πς και ξ < κς συμπεριφέρονται όπως και το s). Η χρονολόγηση πάντως της σίγησης των τελικών συμφώνων είναι και αυτή αβέβαιη, καθώς τοποθετείται χρονικά μετά τον νόμο του Osthoff, οπότε, εφόσον υπάρχει αβεβαιότητα γι' αυτόν, αβεβαιότητα επικρατεί και για τη χρονολόγηση της σίγησης των τελικών συμφώνων.
Κοινός σε όλες τις ελληνικές διαλέκτους είναι ο νόμος της τρισυλλαβίας. Σύμφωνα με αυτόν, ενώ στην πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ο τόνος ήταν ελεύθερος, στην ελληνική δεν μπορεί να ανεβεί πριν την προπαραλήγουσα (τρίτη συλλαβή από το τέλος), αν η λήγουσα είναι βραχεία, ή πριν την παραλήγουσα (δεύτερη συλλαβή από το τέλος), αν η λήγουσα είναι μακρά. Εικάζεται ότι η αλλαγή αυτή επήλθε ήδη στην πρωτοελληνική[13]. Από την άλλη ο νόμος αυτός άρχισε να ισχύει μετά τον σχηματισμό της κατάληξης της γενικής πληθυντικού των θεματικών ονομάτων σε -o/e (β΄ κλίσης, ήτοι αρσενικά και θηλυκά σε -ος, ουδέτερα σε -ον), γι' αυτό και ο τύπος της γενικής πληθυντικού δεν τονίζεται στη λήγουσα: *λύκο-ων > λύκ-ων και όχι *λύκο-ων > *λυκόων (λόγω μακράς λήγουσας με βάση τον νόμο της τρισυλλαβίας) > *λυκῶν[14].
Μορφολογία
Στην πρωτοελληνική ήδη έχει αρχίσει να μειώνεται ο αριθμός των πτώσεων των ονομάτων. Ενώ στην πρωτοϊνδοευρωπαϊκή οι πτώσεις ήταν οκτώ (ονομαστική, γενική, δοτική, αιτιατική, κλητική, αφαιρετική, οργανική, τοπική), στη μυκηναϊκή ήδη οι πτώσεις έχουν μειωθεί σε έξι (η αφαιρετική έχει συγχωνευθεί στη γενική και η τοπική στη δοτική) και στην κλασική αρχαία ελληνική σε πέντε (η οργανική έχει και αυτή συγχωνευθεί στη δοτική). Στη μυκηναϊκή μαρτυρείται οργανική πληθυντικού με κατάληξη –φι, η οποία απαντά και στον Όμηρο (όχι όμως μόνο ως οργανική, αλλά και σε χρήση τοπικής ή αφαιρετικής, τόσο στον ενικό όσο και στον πληθυντικό). Υπολείμματα της τοπικής παραμένουν στη μυκηναϊκή (di-da-ka-re = didaskalei = στον δάσκαλο, στο σχολείο) αλλά ακόμη και στην κλασική αρχαία ελληνική (οἴκοι = στο σπίτι, Ἰσθμοῖ = στον Ισθμό), αλλά μόνο σε συγκεκριμένες ελάχιστες εκφράσεις. Έτσι γίνεται δεκτό ότι ήδη από την πρωτοελληνική είχαν αρχίσει να συγχωνεύονται οι πτώσεις (συγκρητισμός των πτώσεων).
Οι πρωτοϊνδοευρωπαϊκές καταλήξεις της ονομαστικής πληθυντικού των θεματικών ονομάτων (πρώτη και δεύτερη κλίση της αρχαίας ελληνικής) *-os και *-as τρέπονται στην πρωτοελληνική σε -οι και -αι κατ' αναλογία προς τους τύπους του άρθρου (τοι>οι), το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από αρχαία δεικτική αντωνυμία. Το ίδιο ισχύει και για την κατάληξη της γενικής πληθυντικού των θηλυκών *-ason(>άων > ῶν), αντί του πρωτοϊνδοευρωπαϊκού *-a-om > *-om[15]
Η πρωτοελληνική διατηρεί τα τρία γένη της πρωτοϊνδοευρωπαϊκής (αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο).
Η πρωτοελληνική διατηρεί τους τρεις αριθμούς της πρωτοϊνδοευρωπαϊκής (ενικό, δυϊκό, πληθυντικό).
Bammesberger & Vennemann 2003, σελ.35: "Greek The fragmentation of the Balkan Proto-Indo-European Sprachbund of phase II around 3000 BC led gradually in the succeeding centuries to the much clearer definition of the languages of the constituent sub-regions."
Georgiev 1981,p. 156: "The Proto-Greek region included Epirus, approximately up to Αυλών in the north including Paravaia, Tymphaia, Athamania, Dolopia, Amphilochia, and Acarnania), west and north Thessaly (Hestiaiotis, Perrhaibia, Tripolis, and Pieria), i.e. more or less the territory of contemporary northwestern Greece)."