Η κρητική διάλεκτος είναι μία διάλεκτος της νέας ελληνικής που ομιλείται κυρίως στην Κρήτη και από την κρητική διασπορά.
Γρήγορες Πληροφορίες Κρητική διάλεκτος, Περιοχή ...
Κλείσιμο
Γρήγορες Πληροφορίες
|
Πρωτοελληνική (περ. 3000 π.Χ.)
|
Μυκηναϊκή (περ. 1600–1200 π.Χ.)
|
Ομηρική (περ. 1200–800 π.Χ.)
|
Αρχαία ελληνική (περ. 800–300 π.Χ.) Διάλεκτοι: Αιολική, Αρκαδοκυπριακή, Αττική–Ιωνική, Δωρική, Παμφυλιακή, Ομηρική Μακεδονική
|
Ελληνιστική Κοινή (περ. από 330 π.Χ. ως 700)
Ιδιώματα: Ασιανισμός, Αττικισμός
|
Μεσαιωνική ελληνική (περ. 700–1700)
|
Νέα ελληνική γλώσσα (από το 1700) Ιδιώματα: Δημοτική, Καθαρεύουσα, Αττικισμός Διάλεκτοι: Καππαδοκική, Κατωιταλική , Κρητική, Κυπριακή, Ποντιακή, Ρωμανιώτικη, Τσακωνική
|
Άλλες μορφές (από 19ο/20ό αιώνα)
Ελληνικός κώδικας Μπράιγ, Ελληνική νοηματική γλώσσα, Κώδικας Μορς |
|
Κλείσιμο
Κατά τον ύστερο μεσαίωνα η διάλεκτος του νησιού εξελίχθηκε σε λόγια γλώσσα[3], και εκφράστηκε μέσα από την ποίηση του Κορνάρου, του Χορτάτση, και άλλων, καθώς και από το κρητικό θέατρο και τα λαϊκά τετράστιχα -μαντινάδες- των οποίων η θεματολογία μπορεί να είναι από σκωπτική έως φιλοσοφική. Κατά τον Αντρέ Μιραμπέλ την περίοδο της αναγέννησης στην Κρήτη δημιουργήθηκε μια ιδιωματική κοινή γλώσσα στην οποία η νέα ελληνική κοινή χρωστάει πολλά.[4] Σήμερα η κρητική διάλεκτος δεν κινδυνεύει με εξαφάνιση, όπως συχνά συμβαίνει σε μειονοτικές διαλέκτους που δεν διδάσκονται, καθώς σε πολλά μέρη του νησιού αποτελεί τη μόνη προφορική γλώσσα. Η κρητική διάλεκτος ομιλείται εκτός από την Κρήτη, στο χωριό Χαμιντιέ της Συρίας και στα παράλια της Μικράς Ασίας όπου εγκαταστάθηκαν μουσουλμάνοι Κρητικοί το 1923.
Από το εαρινό εξάμηνο του ακαδημαϊκού έτους 2019-2020 η κρητική διάλεκτος διδάσκεται στο παιδαγωγικό τμήμα του πανεπιστημίου Κρήτης.[5]
Ο Ουίλιαμ Μάρτιν Ληκ πραγματοποίησε εκτενή έρευνα για τις ομιλούμενες διαλέκτους στον ελλαδικό χώρο στις αρχές του 19ου αιώνα. Μεταξύ των διαλέκτων που ερευνήθηκαν ήταν η Κωνσταντινουπολίτικη, η Αττική, η Κυπριακή, η Τσακώνικη και άλλες, καθώς και μη ελληνικές. Η έρευνα δημοσιεύτηκε το 1814 στο βιβλίο του Researches in Greece, όπου στις σελίδες 64-65 αναφέρει τα παρακάτω για την Κρητική διάλεκτο:
«Η Κρητική διάλεκτος φαίνεται να έχει υιοθετήσει πολύ λιγότερες μορφές και φράσεις από την Ιταλική, από ότι ίσως αναμενόταν, δεδομένης της μακράς σχέσης της Κρήτης με τη Βενετία. Με εξαίρεση κάποιες λέξεις της επαρχίας, κατά τα άλλα φαίνεται να είναι γνήσια Ελληνική, (χρησιμοποιεί τον όρο Hellenic με την έννοια της αρχαίας Ελληνικής, όχι τον όρο Greek) σε κατάσταση εκτεταμένης φθοράς, ή πιο σωστά θα μπορούσε να πει κανείς οτι έχει εξελιχθεί σε μια συστηματοποιημένη σύγχρονη γλώσσα. Φέρει την ίδια σχέση με την αρχαία Ελληνική, με τη σχέση που φέρει η Ιταλική με τα Λατινικά, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη σύγχρονη Ελληνική διάλεκτο.»[6]
Ο Robert Pashley απόφοιτος του πανεπιστήμιου Cambridge στις κλασικές σπουδές, στα πλαίσια των μελετών του στην ανατολική Μεσόγειο (1833-1834) για το πανεπιστήμιο, δημοσίευσε το 1837 το βιβλίο Travels in Crete όπου στις σελίδες 191-192 του δεύτερου τόμου αναφέρει τα παρακάτω για την Κρητική διάλεκτο:
«Η συχνή αντικατάσταση του λ με ρ και η διαμόρφωση με ξ του μεγαλύτερου αριθμού των αορίστων από οποιαδήποτε άλλη περιοχή (βλεπε: χαρακτηριστικά σε σχέση με τη νέα ελληνική, αυτού του λήμματος), είναι από τα πιο εντυπωσιακά χαρακτηριστικά, αφού καταφανέστατα προέρχονται από την αρχαία γλώσσα του νησιού. Και αυτή είναι ίσως η μοναδική περιοχή κατοικούμενη από Έλληνες, όπου τέτοια ξεκάθαρα ευρήματα της αρχαίας διαλέκτου είναι εμφανή.»[7]
- Στην κρητική διάλεκτο οι αδύνατοι τύποι των προσωπικών αντωνυμιών μπορούν να μπαίνουν πριν και μετά το ρήμα σχεδόν σε οποιαδήποτε περίπτωση, σε αντίθεση με τη νέα ελληνική και την καθαρεύουσα, παραδείγματα: κατέχω το, ξανοίγω σε, μανίζω ντως, γροικώ ντου, ετά το χτύπα, επαέ τα θέσε κτλ. Το χαρακτηριστικό αυτό ευνοεί τις ομοιοκαταληξίες στους στίχους καθώς επιτρέπει δυο εκδοχές διατηρώντας το ίδιο νόημα. Επίσης η θέση των αντωνυμιών επηρεάζει το μέτρο και σε οποιοδήποτε άλλο μέρος των στίχων.
«κι’ α τσ’ άκουσες και ξέυρης τση, πολλά παρακαλώ σε,
γή θάνατο πρικότατο, γή άλλη βουλή μου δώσε.»
— Ερωφίλη (Β 31,32)
- Στο Γ πρόσωπο της γενικής του πληθυντικού έχουμε τον δωρικό τύπο τως[8] και για τα τρία γένη, αντί του τους της δημοτικής: πες τως, πέψε ντως, τως έπεψα κτλ.
«πληθαίνει τως την όρεξη, και δύναμη τως δίδει·»
— Ερωτόκριτος (Α 531)
- Ο τύπος τως χρησιμοποιείται επίσης και ως κτητική αντωνυμία στο Γ΄ πρόσωπο του πληθυντικού και για τα τρία γένη: τα πράματα ντως, οι άθρωποι ντως, ο εδικός τως κτλ.
«Πολύ σκοτίδι ήτονε, και μόνο τω' σπαθιώ' ντως
τη λαμπυράδα εβλέπαμε, κι όχι το πρόσωπό ντως.»
— Ερωτόκριτος (Α 605, 606)
- Η χρήση της αρχαίας πρόθεσης εις είναι χαρακτηριστική στην κρητική διάλεκτο,
«που εις καλοσύνη κ' εις αντρειά ποθές δεν έχει ταίρι.»
— Ερωτόκριτος (Β 1700)
- Η πρόθεση εις χρησιμοποιείται επίσης μαζί με τα οριστικά άρθρα, έτσι αντί για τους τύπους (στου, στης, στον, στη(ν), στο, στων, στους, στις) της δημοτικής, έχουμε τους παλαιούς (εις του, εις τση, εις τον, εις τη(ν), εις το, εις των, εις τσι)
«και κάνει αρχή εις την κορφή και τέλος εις τον πάτο.»
— Ερωτόκριτος (Α 1560)
- Ο αόριστος των ρημάτων καταλήγει με τον δωριζμό –ξα[8] αντί του -σα της νέας ελληνικής και της καθαρεύουσας, για παράδειγμα: εζύγωξα, εστέγνωξα, εστέργιωξα.
«Μα εβούηθησε το Ριζικό, τ' ’στρη μ' ελυπηθήκαν,
κ' εσκότωξα, κ' εζύγωξα, κι αλάβωτο μ' αφήκαν.»
— Ερωτόκριτος (Ε 890)
- Πολύ συχνά στην κρητική διάλεκτο η παρελθοντική αύξηση του αορίστου και του παρατατικού διαμορφώνεται με ή- εκεί που στη δημοτική και άλλες τοπικές διαλέκτους διαμορφώνεται με ε-. Στον Ερωτόκριτο υπάρχουν πάρα πολλά παραδείγματα: ήλεγε, ήβρεχε, ήβραζε, ήσφαλε, ήσφιξε, ήβανε, ήσυρε, ήβγαλε, ήκλαιγε, ήμελλε, ήκαμε, ήτρεξε, ήδωκε[9] κτλ. Επίσης το ή- συχνά αντικαθιστά το αρχικό φωνήεν α-: ήφηκα[10], ήρχιξα, ήκουσα[11] κτλ. Σπανιότερα το αρχικό φωνήεν α- αντικαθίσταται με ε-, για παράδειγμα: εγόρασα.
«Κι οληνυκτίς που τραγουδεί, τόσα πολλά ήρεσέ τση»
— Ερωτόκριτος (Α 423)
- Ενώ όταν η αύξηση δεν είναι απαραίτητη, τότε στην κρητική διάλεκτο προστίθεται το φωνήεν ε-: εκάτεχα, εθώρουνα, επόδωκα[12], εγιάγυρα, εμόλαρα. Στην Ανατολική Κρήτη, όταν η αύξηση τονίζεται, μετατρέπεται σε ή-: ηύρηκα, ήφερα, ήκουσα.[13]
« Με τη ζωή σου είχα ζωή, και με το φως σου εθώρου'»
— Ερωτόκριτος (Ε 985)
- Η κρητική διάλεκτος όντας φυσικά διαμορφωμένη, δεν επιτρέπει χασμωδίες, για παράδειγμα: τρώγω αντί του τρώω, λέγω αντί του λέω, κρυγιώνω αντί του κρυώνω, ρυγιάκι αντί του ρυάκι, τα χωργιά αντί του χωριά κτλ. Σε κάποιες περιπτώσεις αντί να προστίθεται σύμφωνο, η χασμωδία αποφεύγεται απαλείφοντας ένα φωνήεν, για παράδειγμα: βαρά[14] αντί του βαριά, μερά[15] αντί του μεριά. γρά[16] αντί του γριά.
- Σε αντίθεση με τη νέα ελληνική, στα κρητικά παίρνουν τελικό ''νι'' άρθρα αντωνυμίες και επιρρήματα μόνο όταν η λέξη που ακολουθεί αρχίζει από φωνήεν, ανεξάρτητα από το γένος και το είδους της. Για παράδειγμα Πληθυντικός: των ανθρώπω, όλω τω χωργιώ. Όταν ακολουθεί αρσενικό: το δάσκαλο, τον αδερφό. Άκλιτα: δε θέλω, δεν αλλάζω, μη μιλείς, μη γροικάς, μην εργάς. Το επίρρημα-σύνδεσμος σαν: σα κουτέντα, σαν οψάργας,
Μεγάλο μέρος του λεξιλογίου της κρητικής διαλέκτου είναι κοινό με τη δημοτική - νέα ελληνική, παρακάτω είναι ορισμένες λέξεις της κρητικής διαλέκτου που δεν υπάρχουν στη σύγχρονη νέα ελληνική, (ενδεχομένως όμως κάποιες από αυτές να υπάρχουν σε άλλες ελληνικές διαλέκτους), κάποιες λέξεις που υπάρχουν στη νέα ελληνική όμως έχουν διαφορετική σημασία, για παράδειγμα: βλέπω, το επίρρημα πολλά, κεντώ, παίζω κτλ. Καθώς και κάποιες λέξεις που ενσωματώθηκαν στη νέα Ελληνική μετά την ίδρυση του Ελληνικού κράτους με το ενιαίο εκπαιδευτικό σύστημα, για παράδειγμα: πέμπω (εκπέμπω κτλ), κατέχω, αίγα, μήδε, θέτω, σφάλλω (σφάλμα) κτλ.
- Στη στήλη 'προέλευση' αναφέρονται ενδεικτικά κάποιες ρίζες των λέξεων και όχι η πορεία και η εξέλιξη τους. Πρόκειται απλώς για μια ενδεικτική προέλευση των λέξεων. Κάποιες από τις παρακάτω λέξεις δεν έχουν ενδιάμεσους τύπους.
Περισσότερες πληροφορίες Κρητικά, ΜΤΛ ...
Κρητικά |
ΜΤΛ |
Προέλευση |
Νεα Ελληνικά |
θωρώ[17] |
ρήμα |
αρχαία θεωρῶ |
βλέπω |
ξανοίγω[18] |
ρήμα |
αρχαία ἐξανοίγω |
κοιτάω με προσοχή, ατενίζω |
βλέπω[19] |
ρήμα |
αρχαία βλέπω |
προσέχω, έχω το νου μου |
τίνος[20] |
αντων |
αρχαία τίνος |
ποιου (μονο γενική) |
επά, επαέ |
επίρρ |
μεσαιωνική Κρητική |
εδώ |
ετά |
επίρρ |
μεσαιωνική Κρητική |
εκεί, στο σημείο που βρίσκεσαι |
εκειέ |
επίρρ |
μεσαιωνική Κρητική |
εκεί, σε σημείο διαφορετικό από το σημείο που βρίσκεσαι |
εκειά |
επίρρ |
μεσαιωνική Κρητική |
εκεί (γενικά) |
γιάε |
ρήμα |
μεσαιωνική Κρητική |
κοιτά εδώ, προσεξε (μονο προστακτική) |
ιδέ |
ρήμα |
αρχαία ἰδέ προστ. του ὁράω |
κοίτα |
γρικώ[21] |
ρήμα |
μεσαιωνική Κρητική |
ακούω |
κατέχω[22] |
ρήμα |
αρχαία κατέχω |
ξέρω |
πέμπω[23][24] |
ρήμα |
αρχαία πέμπω |
στέλνω |
ποδίδω[25] |
ρήμα |
αρχαία ἀποδίδωμι[26] |
καταντώ (παραδίδω) |
μπώθω[27] |
ρήμα |
αρχαία ἀπωθῶ |
σπρώχνω |
κάτης |
ουσια |
Λατινική cattus |
γάτα |
αμανίτης |
ουσια |
αρχαία ἀμανίτης |
μανιτάρι |
αρισμαρί |
ουσια |
Λατινική rosmarinus |
δενδρολίβανο |
αροδαμός |
ουσια |
αρχαία οροδαμνός[28] |
νέος βλαστός |
χοχλιός |
ουσια |
αρχαία κοχλίας |
σαλιγκάρι |
όρνιθα[29] |
ουσια |
αρχαία ὄρνις[30] |
κότα |
αίγα |
ουσια |
αρχαία αἶγα[31] |
κατσίκα |
ρίφι |
ουσια |
αρχαία ἐρίφιον |
νεαρή κατσίκα |
όφις[32] |
ουσια |
αρχαία ὄφις |
φίδι |
ίντα |
αντων |
μεσαιωνική Κρητική |
τί |
γιάιντα |
σύνδε |
μεσαιωνική Κρητική |
γιατί |
μανίζω[33] |
ρήμα |
αρχαία αόρ. ἐμάνησαν του μαίνομαι[34] |
θυμώνω |
αμάχη[35] |
ουσια |
μεσαιωνική Κρητική |
έχθρα |
ήτονε, ήτο[36][37] |
ρήμα |
μεσαιωνικό ἦτο |
ήταν |
όντε[38][39] |
σύνδε |
Μυκηναϊκή ὅτε[40][41][42][8][43] |
όταν |
ωσά, ωσάν[44] |
σύνδε |
αρχαία ὡς ἄν |
σαν |
είς[45][46] |
άρθρο |
αρχαία εἷς |
ένας |
μιλιούνια |
ουσια |
Λατινική milia |
χιλιάδες |
κουτέντα |
ουσια |
μεσαιωνική Κρητική |
κολακείες |
συβάζω[47] |
ρήμα |
αρχαία συμβιβάζω[48] |
πείθω, φέρνω σε συμβιβασμό |
αμνόγω[49][50] |
ρήμα |
αρχαία ὀμνύω[51] |
ορκίζομαι |
αθιβολώ[52] |
ρήμα |
μεσαιωνική Κρητική |
κουβεντιάζω |
ανιστορούμαι[53] |
ρήμα |
αρχαία ἱστορῶ |
θυμούμαι, διηγούμαι |
σφάλλω[54] |
ρήμα |
αρχαία σφάλλω |
κάνω λάθος |
σαφί |
επίρρ |
Τουρκική safi |
μόνο, διαρκώς, πάντοτε |
μπελί |
επίθε |
Τουρκική belli |
προφανές, φανερό |
σκιάς[55] |
επίρρ |
μεσαιωνική Κρητική |
τουλάχιστον |
απής[56] |
σύνδε |
μεσαιωνική Κρητική |
αφού, μετά |
μήδε[57] |
σύνδε |
Δωρική μήδε[58] |
ούτε |
ουδέ[59] |
σύνδε |
Δωρική οὐδὲ[60] |
ούτε |
ξά, έξα[61] |
ουσια |
αρχαία ἐξουσία |
δικαίωμα, ευθύνη |
βεντέμα |
ουσια |
Ενετική vendemma |
συγκομιδή |
μαντινιάδα |
ουσια |
Ενετική mantinada |
έμμετρο τετράστιχο |
εδά[62] |
επίρρ |
μεσαιωνική Κρητική |
τώρα |
ντελόγο |
επίρρ |
μεσαιωνική Κρητική |
αμέσως |
ντρέτα |
επίρρ |
Λατινική directa |
ίσια, ευθεία, μεταφορικά τίμια |
ταχιά[63] |
επίρρ |
αρχαία ταχέα |
αύριο πρωί |
οψάργας |
επίρρ |
μεσαιωνική Κρητική |
χθες βράδυ |
πώδε[64] |
επίρρ |
αρχαία ὧδε < ὡς + δέ |
προς τα εδώ, από αυτή τη μεριά |
πολλὰ[65][66] |
επίρρ |
Δωρική πολλὰ[67] |
πολύ |
σιμά[68] |
επίρρ |
αρχαία σιμός |
κοντά |
αλάργo |
επίρρ |
Λατινική largus |
μακριά |
ποθές[69] |
επίρρ |
μεσαιωνική Κρητική |
πουθενά |
δροσά |
αντων |
μεσαιωνική Κρητική |
τίποτα |
θέτω[70][71] |
ρήμα |
αρχαία τίθημι[72][41][42] |
ξαπλώνω, βάζω, ρίχνω |
κλίνη[73] |
ουσια |
αρχαία κλίνη |
κρεβάτι |
πέζα |
ουσια |
αρχαία πέζα[74] |
επίπεδο μέρος στη μέση γκρεμού |
λέσκα[75] |
ουσια |
μεσαιωνική Κρητική |
χαράδρα |
χάρακας[76][77] |
ουσια |
αρχαία χάραξ |
βράχος |
μαδάρα[78] |
ουσια |
αρχαία μαδαρός |
βουνό χωρίς βλάστηση |
νέφαλo[46][39] |
ουσια |
αρχαία νέφος[79] |
σύννεφο |
μαδώ |
ρήμα |
αρχαία μαδαρός |
αποψιλώνω |
εργώ |
ρήμα |
αρχαία ῥιγῶ |
κρυώνω |
σαλεύω[80] |
ρήμα |
αρχαία σαλεύω |
κινούμαι |
αγλακώ[81] |
ρήμα |
μεσαιωνική Κρητική |
τρέχω |
κεντώ[82] |
ρήμα |
μεσαιωνική Κρητική |
παίρνω φωτιά, καίω |
άθος[83][84] |
ουσια |
αρχαία αίθος[85] |
στάχτη |
απύρι[86] |
ουσια |
αρχαία ἄπυρον θεῖον[87] |
θειάφι |
αλισάχνη |
ουσια |
αρχαία αλός άχνην[88][89] |
κρούστα αλατιού στους θύλακες των βράχων, πολύ αλμυρό |
δράκα |
ουσια |
αρχαία δράττομαι |
χούφτα, πολύ μικρή ποσότητα |
παίζω |
ρήμα |
αρχαία παίω |
κτυπώ |
ξεβγάνω[90] |
ρήμα |
μεσαιωνική Κρητική |
σκοτώνω |
απολλυμάρι[91] |
ουσια |
αρχαία απόλλυμι |
πτώμα, κουφάρι (προσβλητικό) |
ξόδι[92] |
ουσια |
αρχαία ἐξόδιον |
κηδεία |
ξενικός |
επίθε |
αρχαία ξενικός |
ο ξένος, από ξένη γη |
αλαργινός |
επίθε |
Λατινική largus |
μακρινός |
αλαργεύω |
ρήμα |
Λατινική largus |
απομακρύνομαι |
σιμώνω[93] |
ρήμα |
αρχαία σιμός + ώνω |
πλησιάζω, κοντεύω |
πορίζω |
ρήμα |
αρχαία πορεία+ίζω |
βγαίνω έξω |
γιαγέρνω[94] |
ρήμα |
μεσαιωνική Κρητική |
επιστρέφω |
μολάρω - έρνω |
ρήμα |
Ενετική molar |
φεύγω |
μολαριτός |
μετοχ |
Ενετική molar |
λυμένος (από δεσμά) |
πάντης[95] |
σύνδε |
μεσαιωνική Κρητική |
μήπως |
θο, όθε |
πρόθε |
αρχαία όθεν[96] |
προς |
αμάλαγος[50] |
επίθε |
αρχαία αμάλακτος |
αγνός, άθικτος, ανέπαφος |
μολεύω |
ρήμα |
μεσαιωνική Κρητική |
ατιμάζω, μολύνω |
ξεκρίνω |
ρήμα |
αρχαία ξε-κρίνω |
ξεχωρίζω |
Κλείσιμο
Hammarström, Harald· Forkel, Robert· Haspelmath, Martin· Bank, Sebastian, επιμ. (2016). «{{{name}}}». Glottolog 2.7. Jena: Max Planck Institute for the Science of Human History.
David Holton, Literature and Society in Renaissance Crete, Cambridge University Press 1991, ISBN-13: 978-0521325790. σελ. 13.
Κρητικά Χρονικά, Τόμος ΙΕ'-ΙΣΤ', Τεύχος ΙΙΙ (1961-1962) Andre Mirambel, Το πρόβλημα του κρητικού ιδιωματικού στοιχείου στη νεοελληνική λογοτεχνία], εκδότης Ανδρέας Γ. Καλοκαιρινός. σελ. 165
William Martin Leake (1814) Researches in Greece, Μέρος 1, J. Booth. σελ 64-65
Robert Pashley (1837) Travels in Crete, Cambridge University Press. σελ. 191-192
(αρχαία, αόριστος: ἔδωκα) Ερωτόκριτος (Β 989) «Και θέλημα τως ήδωκε, να το ξεκαθαρίσουν»
(αρχαία, αόριστος: ἀφῆκα) Ερωτόκριτος (Α 324) «γιατ' ήφηκα τα χαμηλά, και τα ψηλά ξετρέχω.»
(αρχαία, αόριστος: ἤκουσᾰ) Ερωτόκριτος (Β 2029) «Θυμούμαι και πολλές φορές ήκουσα του Κυρού μου»
(αρχαία, αόριστος και παρακείμενος: ἀπέδωκα, ἀποδέδωκα) Ερωτόκριτος (Γ 49) «Θωρείς με πώς επόδωκα, πάντα γρινιώ και κλαίγω,»
Κοντοσόπουλος, Νικόλαος (1999). Ιστορία της ελληνικής γλώσσας. σελ. 194 - 195. ISBN 9789602011225.
Ερωτόκριτος (Α 42) «σ' έγνοια μεγάλη και βαρά τσ' ήβανε τέθοιο πράμα.»
Ερωτόκριτος (Α 385) «K' εις την οπίσω τση μερά, στου κατωγιού το πλάγι»
Ερωτόκριτος (Β 121) «η οποιά, σα γρά και φρόνιμη, όλα τα πίσω εθώρει»
Ερωτόκριτος (Α 849) «Θωρώ εξαναγιαγείρανε κ' ήρθαν τα περασμένα»
Ερωτόκριτος (Β 1557) «Ωσά γεράκι όντε χυθεί, κι από ψηλά ξανοίγει»
Απόκοπος (486) «και ως από λόγου μας γραφές αυτές βάστα μετ' έσου, από τον Άδη το πικρό και βλέπε μη σου πέσου.»
Ερωτόκριτος (Δ 1046) «τίνος εκόπη η κεφαλή, τίνος το στήθι ενοίχτη·»
Ερωτόκριτος (Α 1460) «Ωσά θωρώ, μπλιό δε γρικάς λογαριασμό κιανένα»
Ερωτόκριτος (Β 1596) «και πώς κατέχω τ' άρματα, θαρρώ να μη σ' αρέσει»
Ερωτόκριτος (Α 1986) «και γιατρικά πολλώ λογιώ πέμπει να του γυρεύγει.»
(αρχαία, αόριστος: ἒπεμψα) Απόκοπος (138) «εκ τους εθάψαν εις την γη κ' επέψαν εις τον Άδη;»
Ερωτόκριτος (Α 1307) «Ο Kύρης, να τηνε θωρεί να ν' έτσι αποδομένη, ασούσουμη κι ανέγνωρη, χλομή και μαραμένη»
Ξανθινάκης σελ. 108 «αρχ. ἀποδίδωμι = αρχική σημασία δίδω πίσω»
Ερωτόκριτος (Γ 219) «μα ώρες επά, κι ώρες εκειέ τ' αμπώθουν οι ανέμοι»
Ξανθινάκης σελ. 128 «από το αρχ. οροδαμνός με αποβολή του ν για χάρη ευφωνίας»
Απόκοπος (210) «Κυρά, και ίντα σε φελά να κάθεσαι 'ς το σπίτι, και να 'σαι εις τα σκοτεινά, σαν όρνιθα 'ς τη κοίτη;»
Ιλιάδα (Β 459) «των δ', ως τ' ορνίθων πετεινων εθνεα πολλά»
Ιλιάδα (Α 41) «ταύρων ἠδ᾿ αἰγῶν, τὸ δέ μοι κρήηνον ἐέλδωρ·»
Ερωφίλη (Ε 386) «κι' ως όφις άγριος να τονε, τρομάσει να τ' απλώση»
Ερωτόκριτος (Β 288) «νύχτα και μέρα πολεμά, ποτέ ντου δε μανίζει»
Ξανθινάκης σελ. 375 «μεσαιωνικό μανίζω < αρχ. μαίνομαι»
Ριζίτικο, Kάστρο και πού ’ν’ οι πύργοι σου, στίχος 5, «Δεν έχω αμάχη τσι τουρκιάς, μήδε κακιά του χάρου»
Ερωτόκριτος (Β 327) «Ήτονε κακοσύβαστος, και δύσκολος περίσσα»
Ερωτόκριτος (Ε 269) «K' ήτονε θάμασμα πολύ, κ' ήτο δουλειά μεγάλη,»
Ερωτόκριτος (Α 621) «κι αξάφνου, όντε το γρίκηξε πως ήσωσε στη Xώρα» (Αναφέρεται συνολικά 112 φορές.)
Ψαρογιώργης - Μαύρη κορφή «Μαύρη Κορφή μου όντε σε ειδώ, τα νέφαλα ζωσμένη»
Πινακίδα (Ta 711.1) Πύλος, γραμμική Β, 17ος - 13ος αιώνας π.Χ «ὥς εἶδε Φυγέβρις ὅτε ἄναξ ἔθηκε Aἰγέαν δημοκόρον» (όπως είδε ο Φυγέβρις όταν ο βασιλιάς έκανε τον Αυγέα δημοκόρον)
A.-F. Christidis (2007) A History of Ancient Greek: From the Beginnings to Late Antiquity, Cambridge University Press. ISBN-10: 0521833078. σελ. 403.
T.G.Palaima: “Archives and Scribes in Myc. Linear B records” στο Maria Brosius ed., Ancient Archives and Archival Traditions, Oxford, University Press, 2003, σελ.175-177.
Ξανθινάκης σελ. 501 «από το ότε με τροπή του τ σε ηχηρό ντ»
Ερωτόκριτος (Β 1885) «Κι ωσά λιοντάρι εγρίεψε, φουσκώνει και μανίζει, 'ς του Δρακομάχου τη μερά ωσάν αϊτός γυρίζει.»
Ερωφίλη (Β 22) «γιατί καλιά δεν είναι ο γείς τίβοτση απο τον άλλο»
Ερωτόκριτος (Α 260) «από ένα νέφαλο θολόν είς Καβαλάρης βγαίνει.»
Ερωτόκριτος (Α 1124) «ουδ' οι καρδιές συβάζουνται, μηδέ τα μάθια μοιάζουν»
Ξανθινάκης σελ. 629 «μεσαιωνικό συβάζω < αρχ. συμβιβάζω»
Ερωτόκριτος (Γ 1455) «Κι αμνόγω ντου εις τον Ουρανό, 'ς τον Ήλιο, ΄ς το Φεγγάρι»
Ερωτόκριτος (Γ 1130) «Κι όρκο φρικτό ν' αμνόξομε και πάντα να κρατούμε, τον Πόθο μας αμάλαγο, ό,τι Καιρό κι α' ζούμε.»
Ξανθινάκης σελ. 397 «απο το αρχ. ὀμνύω, με προσθετικό α- και ανάπτυξη γ»
Ερωτόκριτος (Δ 1415) «Πολλώ λογιώ αθιβολές αλλήλως τως ελέγαν»
Ερωφίλη (πρόλ. 75) «το ψές εδιάβει, το προχθές πλειό δεν ανιστοράται»
Ερωτόκριτος (Γ 865) «Kύρη μου, εις τούτα απού μιλώ, παρακαλώ σε α' σφάλλω, συμπάθησέ μου, και καημό έχω πολλά μεγάλο.»
Ερωτόκριτος (Γ 1380) «κι ουδέ ν' απλώσω μου'δωκες σκιάς το δακτύλι μόνον.»
Ερωφίλη (Β 503) «Μ' απής απού τον άδη βγήκε κάτω, τούτ' η περηφανειά ή ασβολωμένη»
Ερωτόκριτος (Α 621) «Μα ουδέ τα ξόμπλια τ' ακριβά, μηδέ ψιλότης γράμμα,» (Αναφέρεται συνολικά 66 φορές.)
Κώδικας της Γόρτυνας – VI 4, 9, 7, 35; X 28, 29 (Ο σύνδεσμος μήδε της κρητικής διαλέκτου με ακριβώς τη ίδια σημασία)
Ερωτόκριτος (Α 102) «σα κάμει την αναλαμπή ουδέ νερό τη σβένει» (Αναφέρεται συνολικά 133 φορές.)
Αλκμάν (θραύσμα 16) «οὐκ ἦς ἀνὴρ ἀγρεῖος οὐδὲ σκαιὸς οὐδὲ παρὰ σοφοῖσιν οὐδὲ Θεσσαλὸς γένος, Ἐρυσιχαῖος οὐδὲ ποιμήν, ἀλλὰ Σαρδίων ἀπ᾽ ἀκρᾶν»
Ερωτόκριτος (Γ 843) «T' άλλα φαριά και τ' άρματα ας είναι εις την εξά σου»
Ερωφίλη (Α 140) «και τίνος ήμουνε παιδί μονάχας μετά σένα, γιατί πιστό σ' εγνώρισα, έχ ώς εδά 'πωμένα.»
Ερωτόκριτος (Γ 1638) «και τό είναι σήμερο πρικύ, ταχιά'ναι σαν το μέλι.»
Ερωφίλη (ιντερ. Α 67) «Μα νέφαλο ένα συντηρώ κ' επώδες καταιβαίνει»
Ερωτόκριτος (Α 40) «και μόνον ένα λογισμό είχαν πολλά μεγάλο·»
Ερωτόκριτος (Β 457) «Αρματωσά πολλά βαρά 'χε, και σκουργιασμένη»
Θεόκριτος, Εἰδύλλια (14.1) «Χαίρειν πολλὰ τὸν ἄνδρα Θυώνιχον» (Χαίρω πολύ, Θυώνιχε)
Ερωτόκριτος (Ε 579) «Τούτο το μάκρος του καιρού, σιμά στο Δακτυλίδι»
Ερωτόκριτος (Ε 1382) «η Xώρα όλη ενεγάλλιασε, ποθές δεν είχε πρίκα.»
Ερωτόκριτος (Ε 514) «κ' είχε την πρίκα, να θωρεί, πού θέτει, πού κοιμάται»
(μυκηναϊκή, γ' πρόσωπο αορίστου: ἔθηκε) Ερωτόκριτος (Β 1234) «ήθεκε, για ν' αναπαγεί, κ' ύπνο γλυκύ να πάρει.»
Πινακίδα (Ta 711.1) Πύλος, γραμμική Β, 17ος - 13ος αιώνας π.Χ «ὥς εἶδε Φυγέβρις ὅτε ἄναξ ἔθηκε Aἰγέαν δημοκόρον» (όπως είδε ο Φυγέβρις όταν ο βασιλιάς έκανε τον Αυγέα δημοκόρον). Το γ' πρόσωπο του αορίστου του θέτω καταλήγει με -κε ακριβώς όπως και στην κρητική διάλεκτο: ήθεκε, σε αντίθεση με την αρχαία αττική: έθεσε.
Ερωτόκριτος (Α 759) «Και απονωρίς στη κλίνη του ήθετε και κοιμούνταν»
Ιλιάδα (Ω 272) «πέζη επί πρώτη»
Ριζίτικο, Αγριμία κι αγριμάκια μου, στίχος 5, «Γκρεμνά 'ναι εμάς οι τόποι μας, λέσκες τα χειμαδιά μας»
Ερωτόκριτος (Α 1612) «με κύματα άσπρα και θολά, βρυγιά ανακατωμένα, και τα χαράκια όντε κτυπούν κι αφρίζουν ένα-ν ένα.»
Ριζίτικο, Σε ψηλό βουνό, στίχος 1, «Σε Ψηλό Βουνό, σε ριζιμιό χαράκι, ναι χαράκι»
Βασίλης Σκουλάς - Χαιρετισμοί «Μαδάρες μου χανιώτικες, κορφή του Ψηλορείτη, και Λασηθιώτικα βουνά, γεια σου παντέρμη Κρήτη»
Ιλιάδα (Υ 417) «γνὺξ δ' ἔριπ' οἰμώξας, νεφέλη δέ μιν ἀμφεκάλυψε»
Ερωτόκριτος (Β 1879) «Πόνο μεγάλο του'δωκε, μα δεν τονε σαλεύγει»
Ερωτόκριτος (Α 1161) «φτάνει το λάφι, ως κι α' γλακά, και τα θεριά μερώνει,»
Ερωτόκριτος (Α 90) «μέσα η καρδιά του ελάμπανε, τα σωθικά εκεντούσα'.»
Ερωτόκριτος (Β 254) «καίγεται, κι άθος γίνεται, και πάλι ξανανιώνει.»
Ερωτόκριτος (Α 308) «πώς 'ς την αρχή τση ανήμπορη γεννάται 'ς την αθάλη·»
Ξανθινάκης σελ. 53 «από το αρχ. αίθος = καύσωνας φωτιά»
Ερωτόκριτος (Δ 744) «κι όπού'χε δει λινόξυλα, εκεί ήβανε το απύρι»
Ξανθινάκης σελ. 122 «από την φράση ἄπυρον θεῖον με παράληψη της λέξης θεῖον και κατά τα ουδέτερα σε -ι»
Οδύσσεια (Ε 403) «είλυτο δε πανθ άλός άχνη», Ιλιάδα (Δ 426) «Ως δ΄ ότε κύμα θαλάσσης μεγάλα βρέμει, αμφί δε τ`άκρας κυρτόν εόν κορυφούται, αποπτύει δ αλός άχνην»
Ξανθινάκης σελ. 61 «από το αρχ. αλοσάχνη < φράση αλός άχνην»
Απόκοπος (207) «Να τες κινήσουν πολεμούν, να τες ξεβγάλουν πάσχουν»
Μαντινάδα «Διάλε τʼ απολλυμάρι ντου του παλιοθραψανιώτη που κάνει τα σταμνιά βαρά και καταλούʼ ντη νιότη»
Ερωφίλη (πρόλ. 84) «και αρπώ νυφάδες και γαμπρούς, γέροντες και κοπέλια, και κάνω ξόδια τσι χαρές και κλάυματα τα γέλια»
Ερωτόκριτος (Β 95) «Ήρθεν η ώρα, κι ο Καιρός ήφτασε και σιμώνει»
Ερωτόκριτος (Γ 176) «κι απ' ό,τι πάρει ο είς τ' αλλού, κρατίζει και γιαγέρνει.»
Ερωτόκριτος (Ε 613) «Και πάντης μη, όντε το κακό γενεί, κ' οι πονεμένοι»
Ξανθινάκης σελ. 497 «μεσαιωνικό όθε < αρχ. όθεν»
- Κορνάρος, Βιτσέντζος (1590-1610), Ερωτόκριτος
- Χορτάτσης, Γεώργιος (1595), Ερωφίλη
- Μπεργαδής (1519), Απόκοπος
- Ξανθινάκης, Αντώνιος (2009). Λεξικό ερμηνευτικό & ετυμολογικό του δυτικοκρητικού γλωσσικού ιδιώματος, Δ έκδοση. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
- Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (2001). Κρητολογικά μελετήματα: Γλώσσα, λογοτεχνία, πολιτισμός. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
- Κοντοσόπουλος, Ν. Γ. (2006). Γλωσσικός άτλας της Κρήτης: Γενική εισαγωγή και διαλεκτολογικοί χάρτες. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.