Remove ads
διάλεκτος της νέας ελληνικής γλώσσας From Wikipedia, the free encyclopedia
Η κρητική διάλεκτος είναι μία διάλεκτος της νέας ελληνικής που ομιλείται κυρίως στην Κρήτη και από την κρητική διασπορά.
Αυτό το λήμμα ή η ενότητα χρειάζεται ειδικές γνώσεις. Αν γνωρίζετε καλά το θέμα, βελτιώστε το. Δείτε τη σελίδα συζήτησης για λεπτομέρειες. |
Κρητική διάλεκτος | |
---|---|
Περιοχή | Κρήτη, Μοσχονήσια, περιοχές των παραλίων της Μικράς Ασίας, Χαμιδιέ Συρίας |
Ταξινόμηση | Ινδοευρωπαϊκές |
Linguasphere | 56-AAA-ag[1] |
Glottolog | cret1244 [2] |
(δείτε επίσης: Ελληνικό αλφάβητο) | |
Πρωτοελληνική (περ. 3000 π.Χ.) | |
Μυκηναϊκή (περ. 1600–1200 π.Χ.) | |
Ομηρική (περ. 1200–800 π.Χ.) | |
Αρχαία ελληνική (περ. 800–300 π.Χ.) Διάλεκτοι: Αιολική, Αρκαδοκυπριακή, Αττική–Ιωνική, Δωρική, Παμφυλιακή, Ομηρική Μακεδονική | |
Ελληνιστική Κοινή (περ. από 330 π.Χ. ως 700)
| |
Μεσαιωνική ελληνική (περ. 700–1700) | |
Νέα ελληνική γλώσσα (από το 1700) Ιδιώματα: Δημοτική, Καθαρεύουσα, Αττικισμός Διάλεκτοι: Καππαδοκική, Κατωιταλική , Κρητική, Κυπριακή, Ποντιακή, Ρωμανιώτικη, Τσακωνική | |
Άλλες μορφές (από 19ο/20ό αιώνα) Ελληνικός κώδικας Μπράιγ, Ελληνική νοηματική γλώσσα, Κώδικας Μορς | |
Κατά τον ύστερο μεσαίωνα η διάλεκτος του νησιού εξελίχθηκε σε λόγια γλώσσα[3], και εκφράστηκε μέσα από την ποίηση του Κορνάρου, του Χορτάτση, και άλλων, καθώς και από το κρητικό θέατρο και τα λαϊκά τετράστιχα -μαντινάδες- των οποίων η θεματολογία μπορεί να είναι από σκωπτική έως φιλοσοφική. Κατά τον Αντρέ Μιραμπέλ την περίοδο της αναγέννησης στην Κρήτη δημιουργήθηκε μια ιδιωματική κοινή γλώσσα στην οποία η νέα ελληνική κοινή χρωστάει πολλά.[4] Σήμερα η κρητική διάλεκτος δεν κινδυνεύει με εξαφάνιση, όπως συχνά συμβαίνει σε μειονοτικές διαλέκτους που δεν διδάσκονται, καθώς σε πολλά μέρη του νησιού αποτελεί τη μόνη προφορική γλώσσα. Η κρητική διάλεκτος ομιλείται εκτός από την Κρήτη, στο χωριό Χαμιντιέ της Συρίας και στα παράλια της Μικράς Ασίας όπου εγκαταστάθηκαν μουσουλμάνοι Κρητικοί το 1923. Από το εαρινό εξάμηνο του ακαδημαϊκού έτους 2019-2020 η κρητική διάλεκτος διδάσκεται στο παιδαγωγικό τμήμα του πανεπιστημίου Κρήτης.[5]
Ο Ουίλιαμ Μάρτιν Ληκ πραγματοποίησε εκτενή έρευνα για τις ομιλούμενες διαλέκτους στον ελλαδικό χώρο στις αρχές του 19ου αιώνα. Μεταξύ των διαλέκτων που ερευνήθηκαν ήταν η Κωνσταντινουπολίτικη, η Αττική, η Κυπριακή, η Τσακώνικη και άλλες, καθώς και μη ελληνικές. Η έρευνα δημοσιεύτηκε το 1814 στο βιβλίο του Researches in Greece, όπου στις σελίδες 64-65 αναφέρει τα παρακάτω για την Κρητική διάλεκτο:
«Η Κρητική διάλεκτος φαίνεται να έχει υιοθετήσει πολύ λιγότερες μορφές και φράσεις από την Ιταλική, από ότι ίσως αναμενόταν, δεδομένης της μακράς σχέσης της Κρήτης με τη Βενετία. Με εξαίρεση κάποιες λέξεις της επαρχίας, κατά τα άλλα φαίνεται να είναι γνήσια Ελληνική, (χρησιμοποιεί τον όρο Hellenic με την έννοια της αρχαίας Ελληνικής, όχι τον όρο Greek) σε κατάσταση εκτεταμένης φθοράς, ή πιο σωστά θα μπορούσε να πει κανείς οτι έχει εξελιχθεί σε μια συστηματοποιημένη σύγχρονη γλώσσα. Φέρει την ίδια σχέση με την αρχαία Ελληνική, με τη σχέση που φέρει η Ιταλική με τα Λατινικά, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη σύγχρονη Ελληνική διάλεκτο.»[6]
Ο Robert Pashley απόφοιτος του πανεπιστήμιου Cambridge στις κλασικές σπουδές, στα πλαίσια των μελετών του στην ανατολική Μεσόγειο (1833-1834) για το πανεπιστήμιο, δημοσίευσε το 1837 το βιβλίο Travels in Crete όπου στις σελίδες 191-192 του δεύτερου τόμου αναφέρει τα παρακάτω για την Κρητική διάλεκτο:
«Η συχνή αντικατάσταση του λ με ρ και η διαμόρφωση με ξ του μεγαλύτερου αριθμού των αορίστων από οποιαδήποτε άλλη περιοχή (βλεπε: χαρακτηριστικά σε σχέση με τη νέα ελληνική, αυτού του λήμματος), είναι από τα πιο εντυπωσιακά χαρακτηριστικά, αφού καταφανέστατα προέρχονται από την αρχαία γλώσσα του νησιού. Και αυτή είναι ίσως η μοναδική περιοχή κατοικούμενη από Έλληνες, όπου τέτοια ξεκάθαρα ευρήματα της αρχαίας διαλέκτου είναι εμφανή.»[7]
«κι’ α τσ’ άκουσες και ξέυρης τση, πολλά παρακαλώ σε,
γή θάνατο πρικότατο, γή άλλη βουλή μου δώσε.»— Ερωφίλη (Β 31,32)
«πληθαίνει τως την όρεξη, και δύναμη τως δίδει·»
— Ερωτόκριτος (Α 531)
«Πολύ σκοτίδι ήτονε, και μόνο τω' σπαθιώ' ντως
τη λαμπυράδα εβλέπαμε, κι όχι το πρόσωπό ντως.»— Ερωτόκριτος (Α 605, 606)
«που εις καλοσύνη κ' εις αντρειά ποθές δεν έχει ταίρι.»
— Ερωτόκριτος (Β 1700)
«και κάνει αρχή εις την κορφή και τέλος εις τον πάτο.»
— Ερωτόκριτος (Α 1560)
«Μα εβούηθησε το Ριζικό, τ' ’στρη μ' ελυπηθήκαν,
κ' εσκότωξα, κ' εζύγωξα, κι αλάβωτο μ' αφήκαν.»— Ερωτόκριτος (Ε 890)
«Κι οληνυκτίς που τραγουδεί, τόσα πολλά ήρεσέ τση»
— Ερωτόκριτος (Α 423)
« Με τη ζωή σου είχα ζωή, και με το φως σου εθώρου'»
— Ερωτόκριτος (Ε 985)
Μεγάλο μέρος του λεξιλογίου της κρητικής διαλέκτου είναι κοινό με τη δημοτική - νέα ελληνική, παρακάτω είναι ορισμένες λέξεις της κρητικής διαλέκτου που δεν υπάρχουν στη σύγχρονη νέα ελληνική, (ενδεχομένως όμως κάποιες από αυτές να υπάρχουν σε άλλες ελληνικές διαλέκτους), κάποιες λέξεις που υπάρχουν στη νέα ελληνική όμως έχουν διαφορετική σημασία, για παράδειγμα: βλέπω, το επίρρημα πολλά, κεντώ, παίζω κτλ. Καθώς και κάποιες λέξεις που ενσωματώθηκαν στη νέα Ελληνική μετά την ίδρυση του Ελληνικού κράτους με το ενιαίο εκπαιδευτικό σύστημα, για παράδειγμα: πέμπω (εκπέμπω κτλ), κατέχω, αίγα, μήδε, θέτω, σφάλλω (σφάλμα) κτλ.
Κρητικά | ΜΤΛ | Προέλευση | Νεα Ελληνικά |
---|---|---|---|
θωρώ[17] | ρήμα | αρχαία θεωρῶ | βλέπω |
ξανοίγω[18] | ρήμα | αρχαία ἐξανοίγω | κοιτάω με προσοχή, ατενίζω |
βλέπω[19] | ρήμα | αρχαία βλέπω | προσέχω, έχω το νου μου |
τίνος[20] | αντων | αρχαία τίνος | ποιου (μονο γενική) |
επά, επαέ | επίρρ | μεσαιωνική Κρητική | εδώ |
ετά | επίρρ | μεσαιωνική Κρητική | εκεί, στο σημείο που βρίσκεσαι |
εκειέ | επίρρ | μεσαιωνική Κρητική | εκεί, σε σημείο διαφορετικό από το σημείο που βρίσκεσαι |
εκειά | επίρρ | μεσαιωνική Κρητική | εκεί (γενικά) |
γιάε | ρήμα | μεσαιωνική Κρητική | κοιτά εδώ, προσεξε (μονο προστακτική) |
ιδέ | ρήμα | αρχαία ἰδέ προστ. του ὁράω | κοίτα |
γρικώ[21] | ρήμα | μεσαιωνική Κρητική | ακούω |
κατέχω[22] | ρήμα | αρχαία κατέχω | ξέρω |
πέμπω[23][24] | ρήμα | αρχαία πέμπω | στέλνω |
ποδίδω[25] | ρήμα | αρχαία ἀποδίδωμι[26] | καταντώ (παραδίδω) |
μπώθω[27] | ρήμα | αρχαία ἀπωθῶ | σπρώχνω |
κάτης | ουσια | Λατινική cattus | γάτα |
αμανίτης | ουσια | αρχαία ἀμανίτης | μανιτάρι |
αρισμαρί | ουσια | Λατινική rosmarinus | δενδρολίβανο |
αροδαμός | ουσια | αρχαία οροδαμνός[28] | νέος βλαστός |
χοχλιός | ουσια | αρχαία κοχλίας | σαλιγκάρι |
όρνιθα[29] | ουσια | αρχαία ὄρνις[30] | κότα |
αίγα | ουσια | αρχαία αἶγα[31] | κατσίκα |
ρίφι | ουσια | αρχαία ἐρίφιον | νεαρή κατσίκα |
όφις[32] | ουσια | αρχαία ὄφις | φίδι |
ίντα | αντων | μεσαιωνική Κρητική | τί |
γιάιντα | σύνδε | μεσαιωνική Κρητική | γιατί |
μανίζω[33] | ρήμα | αρχαία αόρ. ἐμάνησαν του μαίνομαι[34] | θυμώνω |
αμάχη[35] | ουσια | μεσαιωνική Κρητική | έχθρα |
ήτονε, ήτο[36][37] | ρήμα | μεσαιωνικό ἦτο | ήταν |
όντε[38][39] | σύνδε | Μυκηναϊκή ὅτε[40][41][42][8][43] | όταν |
ωσά, ωσάν[44] | σύνδε | αρχαία ὡς ἄν | σαν |
είς[45][46] | άρθρο | αρχαία εἷς | ένας |
μιλιούνια | ουσια | Λατινική milia | χιλιάδες |
κουτέντα | ουσια | μεσαιωνική Κρητική | κολακείες |
συβάζω[47] | ρήμα | αρχαία συμβιβάζω[48] | πείθω, φέρνω σε συμβιβασμό |
αμνόγω[49][50] | ρήμα | αρχαία ὀμνύω[51] | ορκίζομαι |
αθιβολώ[52] | ρήμα | μεσαιωνική Κρητική | κουβεντιάζω |
ανιστορούμαι[53] | ρήμα | αρχαία ἱστορῶ | θυμούμαι, διηγούμαι |
σφάλλω[54] | ρήμα | αρχαία σφάλλω | κάνω λάθος |
σαφί | επίρρ | Τουρκική safi | μόνο, διαρκώς, πάντοτε |
μπελί | επίθε | Τουρκική belli | προφανές, φανερό |
σκιάς[55] | επίρρ | μεσαιωνική Κρητική | τουλάχιστον |
απής[56] | σύνδε | μεσαιωνική Κρητική | αφού, μετά |
μήδε[57] | σύνδε | Δωρική μήδε[58] | ούτε |
ουδέ[59] | σύνδε | Δωρική οὐδὲ[60] | ούτε |
ξά, έξα[61] | ουσια | αρχαία ἐξουσία | δικαίωμα, ευθύνη |
βεντέμα | ουσια | Ενετική vendemma | συγκομιδή |
μαντινιάδα | ουσια | Ενετική mantinada | έμμετρο τετράστιχο |
εδά[62] | επίρρ | μεσαιωνική Κρητική | τώρα |
ντελόγο | επίρρ | μεσαιωνική Κρητική | αμέσως |
ντρέτα | επίρρ | Λατινική directa | ίσια, ευθεία, μεταφορικά τίμια |
ταχιά[63] | επίρρ | αρχαία ταχέα | αύριο πρωί |
οψάργας | επίρρ | μεσαιωνική Κρητική | χθες βράδυ |
πώδε[64] | επίρρ | αρχαία ὧδε < ὡς + δέ | προς τα εδώ, από αυτή τη μεριά |
πολλὰ[65][66] | επίρρ | Δωρική πολλὰ[67] | πολύ |
σιμά[68] | επίρρ | αρχαία σιμός | κοντά |
αλάργo | επίρρ | Λατινική largus | μακριά |
ποθές[69] | επίρρ | μεσαιωνική Κρητική | πουθενά |
δροσά | αντων | μεσαιωνική Κρητική | τίποτα |
θέτω[70][71] | ρήμα | αρχαία τίθημι[72][41][42] | ξαπλώνω, βάζω, ρίχνω |
κλίνη[73] | ουσια | αρχαία κλίνη | κρεβάτι |
πέζα | ουσια | αρχαία πέζα[74] | επίπεδο μέρος στη μέση γκρεμού |
λέσκα[75] | ουσια | μεσαιωνική Κρητική | χαράδρα |
χάρακας[76][77] | ουσια | αρχαία χάραξ | βράχος |
μαδάρα[78] | ουσια | αρχαία μαδαρός | βουνό χωρίς βλάστηση |
νέφαλo[46][39] | ουσια | αρχαία νέφος[79] | σύννεφο |
μαδώ | ρήμα | αρχαία μαδαρός | αποψιλώνω |
εργώ | ρήμα | αρχαία ῥιγῶ | κρυώνω |
σαλεύω[80] | ρήμα | αρχαία σαλεύω | κινούμαι |
αγλακώ[81] | ρήμα | μεσαιωνική Κρητική | τρέχω |
κεντώ[82] | ρήμα | μεσαιωνική Κρητική | παίρνω φωτιά, καίω |
άθος[83][84] | ουσια | αρχαία αίθος[85] | στάχτη |
απύρι[86] | ουσια | αρχαία ἄπυρον θεῖον[87] | θειάφι |
αλισάχνη | ουσια | αρχαία αλός άχνην[88][89] | κρούστα αλατιού στους θύλακες των βράχων, πολύ αλμυρό |
δράκα | ουσια | αρχαία δράττομαι | χούφτα, πολύ μικρή ποσότητα |
παίζω | ρήμα | αρχαία παίω | κτυπώ |
ξεβγάνω[90] | ρήμα | μεσαιωνική Κρητική | σκοτώνω |
απολλυμάρι[91] | ουσια | αρχαία απόλλυμι | πτώμα, κουφάρι (προσβλητικό) |
ξόδι[92] | ουσια | αρχαία ἐξόδιον | κηδεία |
ξενικός | επίθε | αρχαία ξενικός | ο ξένος, από ξένη γη |
αλαργινός | επίθε | Λατινική largus | μακρινός |
αλαργεύω | ρήμα | Λατινική largus | απομακρύνομαι |
σιμώνω[93] | ρήμα | αρχαία σιμός + ώνω | πλησιάζω, κοντεύω |
πορίζω | ρήμα | αρχαία πορεία+ίζω | βγαίνω έξω |
γιαγέρνω[94] | ρήμα | μεσαιωνική Κρητική | επιστρέφω |
μολάρω - έρνω | ρήμα | Ενετική molar | φεύγω |
μολαριτός | μετοχ | Ενετική molar | λυμένος (από δεσμά) |
πάντης[95] | σύνδε | μεσαιωνική Κρητική | μήπως |
θο, όθε | πρόθε | αρχαία όθεν[96] | προς |
αμάλαγος[50] | επίθε | αρχαία αμάλακτος | αγνός, άθικτος, ανέπαφος |
μολεύω | ρήμα | μεσαιωνική Κρητική | ατιμάζω, μολύνω |
ξεκρίνω | ρήμα | αρχαία ξε-κρίνω | ξεχωρίζω |
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.