έγχορδο μουσικό όργανο From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Ποντιακή λύρα ή κεμεντζές είναι το κατεξοχήν λαϊκό μουσικό όργανο των Ελλήνων του Πόντου και των προσφύγων από την εν λόγω περιοχή. Ανήκει στην κατηγορία των εγχόρδων τοξοτών μουσικών οργάνων, δηλαδή που χειρίζονται με τόξο (δοξάρι).
Έχει τρεις χορδές, συνήθως κουρδισμένη σε τέταρτες καθαρές με νότες ΣΙ-ΜΙ-ΛΑ. Φαίνεται να επινοήθηκε κατά τα Βυζαντινά χρόνια, μεταξύ 11ου και 12ου Αιώνα. Κατασκευάζεται από διάφορους τύπους ξύλων. Έχει ένα ευρύ ρεπερτόριο κυρίως όμως ποντιακη μουσική.
Τα πρώτα έγχορδα όργανα με χορδές ήταν ως επί το πλείστον νυκτά, (για παράδειγμα, η ελληνική λύρα) παίζονταν δηλαδή με τα νύχια. Τα δίχορδα, τοξωτά όργανα, που παίζονται σε όρθια θέση και έφεραν δοξάρι από αλογοουρά, μπορεί να προέρχονται από τους νομαδικούς εφίππους πολιτισμούς της Κεντρικής Ασίας, σε μορφές που μοιάζουν πολύ με τη σύγχρονη Μογγολική Μορίν Χουρ και το Καζακστανικό Κόμπιζ. Παρόμοιοι και διάφοροι τύποι διαδόθηκαν πιθανώς κατά μήκος εμπορικών οδών Ανατολής-Δύσης από την Ασία στη Μέση Ανατολή[1][2] και τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.[3][4] Ο άμεσος πρόγονος όλων των ευρωπαϊκών τοξωτών οργάνων (άρα πιθανόν και της Ποντιακής λύρας) είναι το αραβικό ρεμπάμπ (ربابة), το οποίο εξελίχθηκε στη βυζαντινή λύρα τον 9ο αιώνα και αργότερα στο ευρωπαϊκό ρεμπέκ.[5][6][7]
Η Ποντιακή λύρα φαίνεται να δημιουργήθηκε μεταξύ 11ου και 12ου Αιώνα,[8] όταν ο Πόντος ήταν τμήμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ενώ η ονομασία "Κεμεντζές" πρωτοεμφανίστηκε κατά τον 10ο Αιώνα.[8]
Οι σύγχρονες τεχνικές του οργάνου πρωτοεμφανίστηκαν από τον λυράρη Γώγο Πετρίδη (1917-1984).[9]
# | Ποντιακή ονομασία | Σημασία | Λειτουργία |
---|---|---|---|
1 | Το κιφάλ | Η κεφαλή | Κλειδοκράτορας |
2 | Τα ωτία | Αυτιά (ώτα) | Κλειδιά |
3 | Η γούλα | Λαιμός | Ράχη, σημείο ανάπαυσης του αντίχειρα |
4 | Η γλώσσα | Γλώσσα, ταστιέρα | Ταστιέρα |
5 | Το καπάκ | Καπάκι, κάλυμμα | Ηχείο |
6 | Τα ρωθώνια | Ρουθούνια | Οπές ηχείου (ονομάζονται «αυτιά» στο βιολί) |
7 | Ο γάιδαρον | Καβαλάρης, γάιδαρος | καβαλάρης, γέφυρα |
8 | Το παλικάρ | Παλικάρι | Χορδοστάτης (σημείο εκκίνησης ή «αγκυροβόλησης» των χορδών) |
9 | Το σκαφίδ | Σκάφος | κυρίως σώμα (ηχείο) |
10 | Το στυλάρ | Στυλιάρι | ψυχή (εσωτερικό εξάρτημα του οργάνου) |
11 | Τα κόρδας | Χορδές | Χορδή |
Η Ποντιακή λύρα αποτελείται από την σκάφη της ("σκαφίδ"), τον βραχίονα ("γούλα"), τον κλειδοκράτορα ("κιφάλ"), τα κλειδιά κουρδίσματος ("ωτία") το καπάκι ("καπάκ"), την ταστιέρα ("σπαρέλ"), τρεις μονές χορδές, τον χορδοδέτη ("παλικάρ"), τον καβαλάρη ("γάιδαρον") και τον στύλο ήχου ("ψυχή"), καθώς και το δοξάρι της.
Ο κλειδοκράτορας έχει το σχήμα της σταγόνας και λέγεται "κιφάλ" (Κεφάλι) στην ποντιακή διάλεκτο. Είναι το ανώτερο τμήμα του οργάνου. Στο "κιφάλ", σφηνώνονται τα κλειδιά κουρδίσματος, τα "ωτία" (αυτιά), τα οποία έχουν σχήμα Τ (συνήθως) και σε αυτά τυλίγονται οι χορδές, οι οποίες, αφού διασχίσουν ολόκληρο το όργανο, καταλήγουν στον χορδοδέτη ("παλικάρ"), ένα ξύλινο εξάρτημα σχήματος μακρόστενου ανεστραμμένου τριγώνου, που βρίσκεται στο κάτω μέρος, πάνω στο οποίο στερεώνονται οι κάτω άκρες των χορδών. Οι τρεις χορδές στερεώνονται στον καβαλάρη ("γάιδαρον"), ένα εξάρτημα που φέρει φέρει τρεις χαράξεις - εγκοπές για να μη μετακινούνται οι χορδές δεξιά - αριστερά. Εσωτερικά της λύρας, είναι σφηνωμένο ένα κομμάτι ξύλου, η "ψυχή". Οι πλευρές του οργάνου είναι επίπεδες και ονομάζονται "μάγ'λα". Ο λαιμός ("γούλα") είναι το σημείο στο οποίο κρατιέται το όργανο από τον λυράρη. Ο ήχος βγαίνει από δύο κυρτές ή ίσιες σχισμές, τα "ρωθώνια", και από τρύπες στις άκρες τους, στο καπάκι και στο πλάι. Μια τυπική λύρα έχει: δύο τρύπες σε κάθε πλευρά, τέσσερις τρύπες στο καπάκι (δύο πάνω και δύο κάτω) και από μία σε κάθε άκρη των "ρωθωνιών", συνολικά 12 τρύπες. [10]
Οι χορδές φέρουν τις ονομασίες "ζιλ", "μεσαία" και "καπάν" και χορδίζονται άλλοτε σε ψηλό και άλλοτε σε χαμηλό τόνο, φέροντας τις ονομασίες των αντίστοιχων χορδών, αλλά υπάρχει και μέτρια τονικότητα (ζιλοκάπανο). Οι χορδές της ποντιακής λύρας μέχρι το 1920 ήταν από μετάξι και παρήγαν ωραίο μελωδικό πλην όμως χαμηλό ήχο. Εναλλακτικά, οι δύο υψηλότερες ήταν από μετάξι και η τρίτη από έντερο. Οι δύο υψηλότερες χορδές ήταν πιο λεπτές από την τρίτη. Σήμερα οι χορδές είναι μεταλλικές, δύο χορδές ίσου πάχους και μία πιο λεπτή, προαιρετικά καλυμμένη με σύρμα.[11]
Το δοξάρι είναι ξεχωριστό εργαλείο και απαραίτητο για τη χρήση του οργάνου. Το όνομά του προέρχεται από το τόξο που δημιουργούν οι ίνες του. Πρόκειται για μακρύ ξύλινο όργανο, μήκους περίπου 50 έως 60 εκατοστών, που φέρει δύο πλευρές∙ η μπροστινή πλευρά φέρει δέσμη ινών που καταλήγουν στις άκρες του. Οι ίνες περνώντας από τη μία άκρη καταλήγουν στην άλλη όπου δένονται εκεί με δέρμα. Το σημείο αυτό που είναι κυλινδρικό κρατιέται με το κυρίαρχο χέρι του οργανοπαίκτη και με το μέσο και παράμεσο δάκτυλο πιέζεται ώστε η δέσμη να διατηρείται τεντωμένη.[12]
Οι ίνες του είναι τρίχες ουράς αρσενικού αλόγου (Οι τρίχες της φοράδας συνήθως φθείρονται από το ούρα.)[12]
Συνηθέστερο υλικό κατασκευής του ηχείου, του κλειδοκράτορα και του βραχίονα του οργάνου είναι το μονοκόμματο ξύλο δαμασκηνιάς, καθώς και μουριάς, καρυδιάς, κέδρου, ακακίας κ.ά., ενώ του καπακιού το ξύλο πεύκου ή ελάτου. Παραδοσιακά, το ξύλο της δαμασκηνιάς θεωρείται το καλύτερο. Σύμφωνα με την παράδοση, τα νερά (αυξητικοί δακτύλιοι) του ξύλου του καπακιού, εάν είναι πυκνά αποδίδουν καλύτερα τις ψιλές συχνότητες, ενώ εάν είναι αραιά τις χαμηλότερες.[13]
Σύρω το τοξάρι μ’ δεξιά, ανοίουνταν γεράδες (=πληγές). Παίρνω και συρ’ ατό ζερβά, κλαινίζω τσι μανάδες
— Πολύκαρπος Χάιτας, Ύμνος στην λύρα
Κατά τη χρήση του οργάνου, ο λυράρης παίζει τη λύρα είτε όρθιος είτε καθιστός. Όταν ο λυράρης κάθεται, την στηρίζει ανάμεσα στα πόδια ενώ όταν αυτός στέκεται, κρατιέται μπροστά από τον παίκτη. Η λύρα πάντα έχει μια ελαφριά κλίση προς την πλευρά του μη-κυρίαρχου χεριού του παίκτη (π.χ. εάν αυτός είναι δεξιόχειρας, η κλίση είναι προς τα αριστερά.) Παρόλο που στην αχλαδόσχημη λύρα της Κρήτης, των Δωδεκανήσων, και της Θράκης, οι χορδές πιέζονται με το νύχι, στην φιαλόσχημη Ποντιακή Λύρα πιέζονται με την ψίχα των δακτύλων, όπως και στο βιολί.[14]
Το παραδοσιακό ρεπερτόριο της Ποντιακής λύρας χωρίζεται σε δύο βασικές κατηγορίες: Η πρώτη είναι η μουσική εκτέλεση ποίησης, χωρίς χορό, σε ρυθμό 5/8 και με αργό και ανώμαλο τέμπο. Σε αυτήν κατηγορία ανήκουν και τα λεγόμενα "επιτραπέζια τραγούδια". Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει χορευτική μουσική, με συγκεκριμένο ρυθμό, ενώ οι στίχοι είναι προαιρετικοί. Η εν λόγω κατηγορία χωρίζεται σε διάφορες υποκατηγορίες. Μία από αυτές είναι τα ερωτικά, γαμήλια, θρησκευτικά, ηρωικά, μυθολογικά ή πατριωτικά τραγούδια, καθώς και τα κάλαντα. Μια δεύτερη είναι τα τραγούδια των Ποντιακών χορών, τα οποία παίζονται με την λύρα, χωρίς στίχους, με μερικές ωστόσο εξαιρέσεις όπου οι στίχοι αναφέρουν τον εν λόγω χορό.[15]
Τα επιτραπέζια τραγούδια, ως επί το πλείστο, φέρουν διάφορους στίχους, συνήθως ερωτικούς, τους οποίους πολλές φορές επινοεί ο ίδιος ο λυράρης. Στα Ποντιακά τραγούδια, χρησιμοποιούνται οι παραδοσιακές τεχνικές του οργάνου· η λύρα είναι χορδισμένη σε τέταρτες καθαρές, με το δοξάρι να αγγίζει δύο χορδές για το μεγαλύτερο μέρος του τραγουδιού. Κατά την χρήση του οργάνου, ο παίκτης μπορεί να στρίψει την λύρα δεξιά ή αριστερά με το χέρι που την κρατάει, ανάλογα με την χορδή που παίζει στο δοξάρι. Η μεσαία χορδή (ΜΙ) λειτουργεί ως ισοκράτημα και τονικό κέντρο, ενώ μπορούν να παιχτούν ταυτόχρονα οι δύο πρώτες (ΛΑ+ΜΙ) και κατόπιν οι δύο τελευταίες (ΜΙ+ΣΙ). Μερικές φορές λειτουργεί και η τρίτη χορδή (ΣΙ) ως ισοκράτημα. Τα περισσότερα επιτραπέζια τραγούδια είναι σε ρυθμό 5/8, με το δοξάρι να διατηρεί τον ανώμαλο ρυθμό. Με τον αντίχειρα πάντα να στηρίζει την λύρα, χρησιμοποιούνται τα υπόλοιπα δάκτυλα για το πάτημα των νοτών. Το τρίτο δάκτυλο, ωστόσο, δεν χρησιμοποιείται, αν και ορισμένοι λυράρηδες παλαιότερων γενεών χρησιμοποιούν ενίοτε το τρίτο δάκτυλο αντί του τέταρτου. Ο Γώγος Πετρίδης, αλλά και οι περισσότεροι παίκτες, χρησιμοποιούν και τα τέσσερα δάκτυλα με το μη-κυρίαρχο χέρι τους (Αριστερό στους δεξιόχειρες, δεξί στους αριστερόχειρες), κάτι το οποίο θεωρείται και το πιο σωστό στο παραδοσιακό μουσικό ρεπερτόριο της Ποντιακής λύρας. Χαρακτηριστικές είναι και οι τρίλιες με το δεύτερο, τέταρτο και σπανίως το πρώτο δάκτυλο, κάτι που θεωρείται σημαντικό στο παίξιμο της λύρας. [15]
Η μελωδία και το τέμπο στα ερωτικά τραγούδια είναι σταθερά και ο ρυθμός 9/8. Ο ρυθμός αυτός στην ποντιακή μουσική παράδοση ονομάζεται "Διπάτ". Η λύρα χορδίζεται ψιλότερα, Σι♭-Φα-Ντο, προκειμένου να καλύψει την φωνητική έκταση του ερμηνευτή. Ο τρόπος παιξίματος είναι ελαφρώς διαφορετικός με τον παραπάνω, καθώς το τρίτο δάκτυλο χρησιμοποιείται μόνο στην δεύτερη χορδή, ενώ και στις τρεις χορδές μπορούν να εκτελεστούν τρίλιες με το τέταρτο δάκτυλο, ενώ με το δεύτερο μόνο στις δύο ακριανές (ψηλότερη-χαμηλότερη, ή αλλιώς ζιλ-καπάν)
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.