From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Περιεκτική Δημοκρατία είναι μια πολιτική φιλοσοφία και πρόταγμα, στόχος της οποίας είναι η επίτευξη της άμεσης (πολιτικής) δημοκρατίας, της οικονομικής δημοκρατίας σε μια α-κρατική, α-χρήματη και χωρίς αγορά οικονομία, της αυτοδιεύθυνσης (δημοκρατία στο κοινωνικό πεδίο) και της οικολογικής δημοκρατίας. Το θεωρητικό πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας (ΠΔ, που διακρίνεται από το πολιτικό πρόταγμα το οποίο είναι τμήμα της αυτόνομης/δημοκρατικής παράδοσης) προέκυψε από την εργασία του πολιτικού φιλόσοφου, πρώην ακαδημαϊκού και ακτιβιστή Τάκη Φωτόπουλου στο Towards An Inclusive Democracy, (Cassell/Continuum, London/New York, 1997) [Ελληνική μετάφραση: Περιεκτική Δημοκρατία (Εκδόσεις Καστανιώτη, 1999) και επαναδιατύπωση στο Περιεκτική Δημοκρατία: 10 χρόνια μετά (Εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος, 2008)] και αναπτύχθηκε περαιτέρω από τον ίδιο και άλλους συγγραφείς της πολιτικής επιθεώρησης Democracy & Nature [Ελληνική έκδοση Δημοκρατία & Φύση, πρώην Κοινωνία και Φύση] καθώς και του διαδόχου του ηλεκτρονικού περιοδικού The International Journal of Inclusive Democracy (ISSN 1753-240X) το οποίο διατίθεται ελεύθερα on line και εκδίδεται από το Διεθνές Δίκτυο για την Περιεκτική Δημοκρατία.
Σύμφωνα με τον Αυστραλό φιλόσοφο και ακαδημαϊκό Arran Gare, η Περιεκτική Δημοκρατία "προσφέρει μια νέα ισχυρή ερμηνεία της ιστορίας και της καταστροφικής δυναμικής της αγοράς και παρέχει ένα εμπνευσμένο νέο όραμα για το μέλλον στη θέση τόσο του νεοφιλελευθερισμού όσο και των υφιστάμενων μορφών σοσιαλισμού".[1] Επίσης, όπως υπογραμμίζει ο David Freeman, μολονότι η προσέγγιση του Τάκη Φωτόπουλου "δεν είναι ξεκάθαρα αναρχική, εντούτοις, τυπικά ανήκει στον αναρχισμό δεδομένης της προσήλωσής του (συγγραφέα) στην άμεση δημοκρατία, τον συνομοσπονδισμό και την κατάργηση του κράτους, του χρήματος και της οικονομίας της αγοράς".[2]
Όπως ο Τάκης Φωτοπουλος περιγράφει την Περιεκτική Δημοκρατία, "αποτελεί μια νέα αντίληψη της δημοκρατίας που, με αφετηρία τον κλασικό ορισμό της, εκφράζει τη δημοκρατία με όρους άμεσης πολιτικής δημοκρατίας, οικονομικής δημοκρατίας (πέρα από τα όρια της οικονομίας της αγοράς και του κρατικού σχεδιασμού) καθώς και με όρους δημοκρατίας στον κοινωνικό χώρο (αυτοδιεύθυνσης) και οικολογικής δημοκρατίας. Εν ολίγοις, η Περιεκτική Δημοκρατία είναι μια μορφή κοινωνικής οργάνωσης που επανενσωματώνει την οικονομία, την Πολιτεία και τη Φύση στην κοινωνία. Η αντίληψη της Περιεκτικής Δημοκρατίας έχει προέλθει από τη σύνθεση δύο μεγάλων ιστορικών παραδόσεων: της κλασικής δημοκρατικής και της σοσιαλιστικής, καθώς και των ριζοσπαστικών ρευμάτων μέσα στο Πράσινο κίνημα, το φεμινιστικό κίνημα και τα απελευθερωτικά κινήματα στο Νότο”.[3]
Σημείο εκκίνησης του προτάγματος της ΠΔ είναι ότι ο κόσμος αντιμετωπίζει μια πολυδιάστατη κρίση (οικονομική, οικολογική, κοινωνική, πολιτισμική και πολιτική), η οποία μπορεί να δειχτεί ότι οφείλεται στη συγκέντρωση της εξουσίας/δύναμης στα χέρια διάφορων ελίτ. Η συγκέντρωση αυτή ερμηνεύεται ως αποτέλεσμα της εγκαθίδρυσης στους δύο τελευταίους αιώνες του συστήματος της οικονομίας της αγοράς (κατά την έννοια που δίνεται από τον Polanyi[4]), της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και των συναφών ιεραρχικών δομών. Επομένως, η Περιεκτική Δημοκρατία δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ουτοπία, αλλά ίσως ως η μόνη διέξοδος από τη σημερινή κρίση καθώς θεμελιώνεται στην ισοκατανομή δύναμης/εξουσίας σε όλα τα επίπεδα.
Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη της δημοκρατίας, η δημόσια σφαίρα δεν περιλαμβάνει μόνο τη σφαίρα της πολιτικής (δηλαδή τη σφαίρα της λήψης αποφάσεων, ο χώρος στον οποίο εξασκείται η πολιτική δύναμη), όπως είναι η συνήθης πρακτική πολλών υποστηρικτών του δημοκρατικού προτάγματος (Χάνα Άρεντ, Κορνήλιος Καστοριάδης, Μάρεϊ Μπούκτσιν κ.α.), αλλά και την οικονομική σφαίρα (τη σφαίρα της λήψης οικονομικών αποφάσεων, δηλαδή τον χώρο στον οποίο εξασκείται η οικονομική δύναμη σε σχέση με τις οικονομικές επιλογές που κάθε κοινωνία οφείλει να λαμβάνει) καθώς και την "κοινωνική" σφαίρα (τη σφαίρα της λήψης αποφάσεων στους χώρους εργασίας, της εκπαίδευσης και οποιουδήποτε άλλου οικονομικού ή πολιτιστικού θεσμού που αποτελεί συστατικό στοιχείο μιας δημοκρατικής κοινωνίας). Επιπλέον, η δημόσια σφαίρα μπορεί να επεκταθεί ώστε να περιλάβει και τον "οικολογικό χώρο", ο οποίος ορίζεται ως η σφαίρα των σχέσεων μεταξύ της Κοινωνίας και της Φύσης. Επομένως, η δημόσια σφαίρα, σε αντιδιαστολή με την ιδιωτική, περιλαμβάνει κάθε περιοχή ανθρώπινης δραστηριότητας όπου μπορούν να ληφθούν αποφάσεις με συλλογικό και με δημοκρατικό τρόπο.
Σε αντιστοιχία με αυτές τις τέσσερις σφαίρες, μπορούμε να διακρίνουμε τις τέσσερις βασικές συνιστώσες της Περιεκτικής Δημοκρατία: την πολιτική, την οικονομική, τη δημοκρατία στον κοινωνικό χώρο και την οικολογική. Οι πρώτες τρεις συνιστώσες διαμορφώνουν το θεσμικό πλαίσιο που στοχεύει στην ισοκατανομή της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής δύναμης, αντίστοιχα. Κατά την έννοια αυτή, οι συγκεκριμένες συνιστώσες ορίζουν ένα σύστημα, το οποίο αποσκοπεί στην εξάλειψη της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Παρόμοια, η οικολογική δημοκρατία ορίζεται ως το θεσμικό πλαίσιο που αποσκοπεί στην εξάλειψη κάθε ανθρώπινης προσπάθειας κυριαρχίας πάνω στο φυσικό κόσμο ή, με άλλα λόγια, το σύστημα που στοχεύει στην επανενσωμάτωση των ανθρώπων με τη Φύση.
Η αναγκαία συνθήκη για την εγκαθίδρυση μιας πολιτικής δημοκρατίας περιλαμβάνει τη δημιουργία κατάλληλων θεσμών που να διασφαλίζουν την ισοκατανομή πολιτικής δύναμης/εξουσίας μεταξύ όλων των πολιτών. Όλες οι πολιτικές αποφάσεις (συμπεριλαμβανομένων εκείνων που σχετίζονται με τη διαμόρφωση και εκτέλεση των νόμων) λαμβάνονται συλλογικά από το σώμα των πολιτών και χωρίς να υπάρχει κάποια μορφή αντιπροσώπευσης. Όλοι οι κάτοικοι συγκεκριμένης γεωγραφικής περιοχής (που σήμερα μπορεί αποκλειστικά να έχει τη μορφή μιας γεωγραφικής κοινότητας), οι οποίοι υπερβαίνουν κάποια ηλικία ωριμότητας, όπως αυτή ορίζεται από το ίδιο το σώμα των πολιτών, και ανεξαρτήτως φύλου, φυλής, εθνικής, πολιτισμικής και άλλων τύπων κοινωνικής ταυτότητας, είναι μέλη του σώματος των πολιτών και συμμετέχουν άμεσα στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων.
Η ικανή συνθήκη για την αναπαραγωγή της πολιτικής δημοκρατίας σχετίζεται με το επίπεδο της πολιτικής συνειδητοποίησης των πολιτών και, όπως σημειώνουν οι David Gabbard & Karen Appleton, "η ευθύνη της καλλιέργειας της δημοκρατικής συνειδητοποίησης των πολιτών ανήκει στην παιδεία"[5]. που δεν περιλαμβάνει απλά την εκπαίδευση, αλλά και την ανάπτυξη του χαρακτήρα και μιας ολοκληρωμένης διάπλασης τόσο ως προς τις γνώσεις όσο και ως προς τις ικανότητες, δηλ. την εκπαίδευση του ατόμου ως πολίτη, η οποία από μόνη της μπορεί να δώσει ουσιαστικό περιεχόμενο στη δημόσια σφαίρα.
Αυτό συμβαίνει γιατί η δημοκρατία μπορεί να θεμελιώνεται αποκλειστικά στη συνειδητή επιλογή των πολιτών της για ατομική και συλλογική αυτονομία και, επομένως, δεν μπορεί να είναι το αποτέλεσμα κάποιου κοινωνικού, οικονομικού ή φυσικού "νόμου" ή τάσης που οδηγεί διαλεκτικά προς αυτήν και ούτε μπορεί να καθορίζεται, προφανώς, από κάποιο θρησκευτικό ή μυστικιστικό δόγμα και προκατάληψη. Με αυτή την έννοια, ούτε η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, ούτε η σοβιετική δημοκρατία ικανοποιούν τις συνθήκες της πολιτικής δημοκρατίας και είναι απλώς μορφές πολιτικής ολιγαρχίας, όπου η πολιτική δύναμη συγκεντρώνεται στα χέρια κάποιων ελίτ, όπως επαγγελματιών πολιτικών και κομματικών γραφειοκρατών, αντίστοιχα.
Η βασική μονάδα λήψης των αποφάσεων στην Περιεκτική Δημοκρατία είναι η δημοτική συνέλευση, δηλ. το σώμα πολιτών σε συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή που μπορεί να περιλαμβάνει μια πόλη μαζί με τα γύρω χωριά, ή ακόμα και κάποιες γειτονιές μεγάλων πόλεων. Η τελευταία μοιάζει με την αντίληψη του "αστικού χωριού" που προτείνεται σήμερα από τους υποστηρικτές της οικονομίας της απο-ανάπτυξης (de-growth)[6]. Ωστόσο, εκτός από τις αποφάσεις που λαμβάνονται σε τοπικό επίπεδο, υπάρχουν πολλές σημαντικές αποφάσεις που πρέπει να λαμβάνονται σε περιφερειακό ή συνομοσπονδιακό επίπεδο. Για το λόγο αυτό, όπως παρατηρεί ο Serge Latouche, για να είναι εφικτή μια ΠΔ, προϋπόθεση είναι "μια «συνομοσπονδία δήμων» που αποτελούνται από μικρές, ομογενείς μονάδες με πληθυσμό περί των 30,000 ανθρώπων" [7]. Κατά συνέπεια, μια Περιεκτική Δημοκρατία σήμερα μπορεί να πάρει αποκλειστικά τη μορφή μιας συνομοσπονδιακής δημοκρατίας που βασίζεται σε ένα δίκτυο διαχειριστικών συνελεύσεων, τα μέλη ή οι εντολοδόχοι των οποίων είναι ανακλητοί και εκλέγονται εκ περιτροπής στους επιμέρους δήμους από λαϊκές δημοκρατικές συνελεύσεις. Η λειτουργία τους, λοιπόν, είναι καθαρά διαχειριστική και οργανωτική και δεν παράγει πολιτική, όπως συμβαίνει με το είδος αντιπροσώπευσης στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία.
Καμία πολιτική απόφαση δεν αφήνεται σε ειδικούς, ο ρόλος των οποίων περιορίζεται στο να προσφέρουν συμβουλές προς το σώμα των πολιτών, το οποίο λειτουργεί ως το υπέρτατο σώμα λήψης των αποφάσεων. Όταν τμήματα του σώματος πολιτών μεταβιβάζουν την εξουσία τους σε συγκεκριμένους εντολοδόχους προκειμένου να εκπληρώσουν συγκεκριμένα καθήκοντα (για παράδειγμα, ως μέλη λαϊκών δικαστηρίων, ή σε περιφερειακές και συνομοσπονδιακές συνελεύσεις), οι εντολοδόχοι επιλέγονται εκ περιτροπής μέσω κλήρου και είναι πάντα ανακλητοί από το σώμα των πολιτών. Επιπλέον, στους εντολοδόχους σε περιφερειακά ή συνομοσπονδιακά όργανα πρέπει να δίνονται συγκεκριμένες οδηγίες και εντολές.
Τέλος, η πολιτική ή άμεση δημοκρατία συνεπάγεται μια τελείως διαφορετική αντίληψη της ιδιότητας του πολίτη σε σχέση με τις συνηθισμένες φιλελεύθερες και σοσιαλιστικές αντιλήψεις. Σύμφωνα με τη νέα αυτή αντίληψη, η πολιτική δραστηριότητα δεν αποτελεί το μέσο για κάποιο σκοπό, αλλά είναι από μόνη της ο σκοπός ώστε κάποιος που απασχολείται με αυτή να μην τη θεωρεί μόνο ως τρόπο προώθησης της δικής του ευημερίας, αλλά να αντιλαμβάνεται τις εγγενείς αρχές της πολιτικής ζωής, όπως η ελευθερία, η ισότητα και η αλληλεγγύη. Σε αντίθεση με τις φιλελεύθερες και σοσιαλδημοκρατικές αντιλήψεις που υιοθετούν μια «εργαλειακή» αντίληψη της ιδιότητας του πολίτη, δηλ. μια αντίληψη που συνεπάγεται ότι ο πολίτης διαθέτει ορισμένα δικαιώματα τα οποία εξασκεί με σκοπό την ατομική του ευημερία.
Το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας εισάγει μια εντελώς διαφορετική σύλληψη από την συνηθισμένη για την οικονομική δημοκρατία.
Η οικονομική δημοκρατία ορίζεται από το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας ως η εξουσία του δήμου (της κοινότητας) στην οικονομική σφαίρα, το οποίο συνεπάγεται την ύπαρξη οικονομικής ισότητας με την έννοια της ισοκατανομής της οικονομικής δύναμης. Επομένως, όλες οι μακροοικονομικές αποφάσεις, δηλαδή, οι αποφάσεις που αφορούν τη λειτουργία της οικονομίας στο σύνολό της (το γενικό επίπεδο παραγωγής, η κατανάλωση και η επένδυση, η ποσότητα εργασίας και αμοιβής που αναλογεί σε αυτήν, η χρήση της τεχνολογίας κ.λπ.) λαμβάνονται συλλογικά από το σώμα των πολιτών και χωρίς αντιπροσώπευση. Από την άλλη μεριά, οι μικροοικονομικές αποφάσεις στους χώρους εργασίας ή σε επίπεδο νοικοκυριού λαμβάνονται με βάση την ατομική παραγωγή και κατανάλωση μέσω ενός προτεινόμενου συστήματος προσωπικών πιστωτικών καρτών (ή διατακτικών).
Όπως και με την άμεση δημοκρατία, η οικονομική δημοκρατία είναι σήμερα εφικτή μόνο στο επίπεδο συνομοσπονδιοποιημένων δήμων (κοινοτήτων). Η οικονομική δημοκρατία περιλαμβάνει τη δημοτική ιδιοκτησία της οικονομίας (δηλ. τα μέσα παραγωγής ανήκουν στον κάθε δήμο), γεγονός που διαφέρει ριζικά και από τις δύο βασικές μορφές συγκέντρωσης της οικονομικής δύναμης/εξουσίας (την καπιταλιστική και τη «σοσιαλιστική» οικονομία ανάπτυξης) καθώς και από τις διάφορες μορφές κολεκτιβιστικού καπιταλισμού, είτε εκείνων που «ελέγχονται από τους εργαζόμενους» ή τις περισσότερο ήπιες εκδοχές που προτείνουν οι μετα-κευνσιανιστές σοσιαλδημοκράτες. Συνεπώς, η κοινότητα (ο δήμος) μετατρέπεται στην επίσημη μονάδα της οικονομικής ζωής, εφόσον η οικονομική δημοκρατία δεν είναι εφικτή σήμερα εκτός και αν η ιδιοκτησία και ο έλεγχος των παραγωγικών πόρων οργανωθούν σε κοινοτικό επίπεδο.
Μπορούμε να προσδιορίσουμε τρεις προϋποθέσεις που πρέπει να ικανοποιούνται ώστε να είναι εφικτή η οικονομική δημοκρατία: τη δημοτική αυτοδυναμία, την δημοτική ιδιοκτησία των μέσον παραγωγής και την συνομοσπονδιακή κατανομή των πόρων
Το μοντέλο της οικονομικής δημοκρατίας, ως συνιστώσα της ΠΔ, περιγράφεται στο Περιεκτική Δημοκρατία, 10 χρόνια μετά (κεφ. 6). Τα βασικά χαρακτηριστικά του προτεινόμενου μοντέλου, που επίσης το διαφοροποιούν από τα σοσιαλιστικά μοντέλα σχεδιασμού όπως το Parecon, είναι ότι προϋποθέτει ρητά μια οικονομία χωρίς κράτος, χωρίς χρήμα και χωρίς αγορά, γεγονός που αποκλείει τη συσσώρευση του πλούτου και τη θεσμοποίηση δικαιωμάτων μόνο για συγκεκριμένα τμήματα της κοινωνίας, χωρίς να βασίζεται σε μυθικές κοινωνίες αφθονίας της μετά σπάνης, ή να θυσιάζεται η ελευθερία επιλογής. Το προτεινόμενο σύστημα αποσκοπεί στο να ικανοποιήσει το διπλό στόχο: (α) να ικανοποιήσει τις βασικές ανάγκες όλων των πολιτών, γεγονός που απαιτεί οι βασικές μακροοικονομικές αποφάσεις να λαμβάνονται δημοκρατικά και (β) να διασφαλίσει την ελευθερία επιλογής, γεγονός που απαιτεί το άτομο να λαμβάνει όλες τις σημαντικές αποφάσεις που επηρεάζουν τη ζωή του (το είδος της εργασίας που θα επιλέξεις, τις καταναλωτικές του συνήθειες κ.λ.π.)
Το σύστημα, επομένως, αποτελείται από δύο βασικές συνιστώσες: (1) μια συνιστώσα σχεδιασμού για τη δημιουργία μιας διαδικασίας αλληλεπίδρασης του δημοκρατικού σχεδιασμού μεταξύ των συνελεύσεων στους χώρους εργασίας, τις δημοτικές συνελεύσεις και τη συνομοσπονδιακή συνέλευση και (2) μια συνιστώσα «αγοράς» που συνεπάγεται τη δημιουργία μιας «τεχνητής αγοράς», η οποία διασφαλίζει την πραγματική ελευθερία επιλογής, χωρίς να επιφέρει τις δυσμενείς συνέπειες των πραγματικών αγορών. Ωστόσο, μολονότι πολλοί συγκρίνουν το σύστημα της Περιεκτικής Δημοκρατίας με «ένα σύστημα διατακτικών (που είναι στην πραγματικότητα μια μορφή χρήματος με βάση την εργασιακή θεωρία της αξίας)»[9], το σύστημα διατακτικών που προτείνεται δεν είναι κάποιο μοντέλο χρήματος, αφού οι διατακτικές εκδίδονται σε προσωπική βάση, έτσι ώστε να μη μπορούν να χρησιμοποιηθούν όπως το χρήμα ως ένα γενικό μέσο ανταλλαγής και συσσώρευσης του πλούτου.
Επιπλέον, η κρίσιμη διάκριση μεταξύ βασικών και μη βασικών αναγκών που γίνεται από το μοντέλο της Περιεκτικής Δημοκρατίας, το διαφοροποιεί από τα μοντέλα που βασίζονται στην αγορά ή το πλάνο. Έτσι, ακολουθώντας αυτή τη διάκριση, το μοντέλο της Περιεκτικής Δημοκρατίας υιοθετεί την αρχή της αμοιβής «σύμφωνα με την ανάγκη» όσον αφορά τις βασικές ανάγκες και «σύμφωνα με την προσπάθεια» όσον αφορά τις μη βασικές ανάγκες. Με αυτόν τον τρόπο, αντίθετα με το Parecon όπου η ικανοποίηση των βασικών περιλαμβάνει μόνο κάποια ελάχιστα αγαθά που θεωρούνται δημόσια και στην "ευσπλαχνία" και από ένα εγγυημένο βασικό εισόδημα για τους άνεργους ή για αυτούς που δεν έχουν δυνατότητα να εργαστούν[10], το μοντέλο της Περιεκτικής Δημοκρατίας βασίζεται στην αρχή ότι η ικανοποίηση των βασικών αναγκών αποτελεί θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα που αναγνωρίζεται σε όλους που έχουν τη δυνατότητα να προσφέρουν την ελάχιστη ποσότητα εργασίας που απαιτείται για αυτές.
Μια Περιεκτική Δημοκρατία δεν είναι δυνατή παρά μόνο αν διευρύνει τον κοινωνικό χώρο ώστε αυτός να περιλαμβάνει το χώρο εργασίας, το νοικοκυριό, το θεσμό της εκπαίδευσης και, τελικά, κάθε οικονομικό και πολιτισμικό θεσμό που συνιστά στοιχείο αυτού του χώρου. Η ισοκατανομή της δύναμης/εξουσίας σε αυτούς τους θεσμούς και η αυτοδιεύθυνση διασφαλίζονται από τη δημιουργία συνελεύσεων πολιτών σε κάθε χώρο εργασίας ή εκπαίδευσης (συνελεύσεις εργαζομένων, συνελεύσεις φοιτητών και εκπαιδευτικών, αντίστοιχα), οι οποίες λαμβάνουν όλες τις σημαντικές αποφάσεις όσον αφορά τη λειτουργία αυτών των χώρων, στα πλαίσια των αποφάσεων που έχουν λάβει οι δημοτικές συνελεύσεις των πολιτών όσον αφορά τους γενικούς στόχους της παραγωγής, της εκπαίδευσης και του πολιτισμού, αντίστοιχα. Οι συνελεύσεις συνομοσπονδιοποιούνται σε περιφερειακό και συνομοσπονδιακό επίπεδο ώστε οι συνομοσπονδιακές συνελεύσεις των εργαζομένων, των εκπαιδευτικών, των φοιτητών κ.ο.κ. να συμμετέχουν σε μια διαδικασία συνεχούς αλληλεπίδρασης με τις συνομοσπονδιακές συνελεύσεις των πολιτών που καθορίζουν το «γενικό συμφέρον» της κοινωνίας.
Ένα κρίσιμο ζήτημα που προκύπτει σε σχέση με τη δημοκρατία στο κοινωνικό πεδίο σχετίζεται με τις σχέσεις εντός του νοικοκυριού και το ερώτημα για το πώς μπορεί να επιτευχθεί ο «εκδημοκρατισμός» τους. Μια πιθανή λύση είναι η εξάλειψη του χάσματος μεταξύ του νοικοκυριού και του δημόσιου χώρου. Έτσι, μερικές φεμινίστριες συγγραφείς, ιδιαίτερα του οικο-φεμινισμού, εξυμνούν τον οίκο και τις αξίες του ως υποκατάστατου της πόλης και της πολιτικής, κάτι που μπορεί να θεωρηθεί ως μια προσπάθεια απορρόφησης του δημόσιου χώρου από τον ιδιωτικό. Από την άλλη μεριά, κάποιες μαρξίστριες φεμινίστριες προσπαθούν να εξαλείψουν τη δυαδικότητα μεταξύ δημόσιου/ιδιωτικού απορροφώντας ολόκληρο τον ιδιωτικό χώρο σε ένα μοναδικό δημόσιο, μια κοινωνικοποιημένη ή αδελφοποιημένη κρατική σφαίρα. Άλλη μια πιθανή λύση, με δεδομένο ότι το νοικοκυριό ανήκει στον ιδιωτικό χώρο, είναι ο «εκδημοκρατισμός» του με την έννοια ότι οι σχέσεις εντός του νοικοκυριού λαμβάνουν τα χαρακτηριστικά δημοκρατικών σχέσεων και το νοικοκυριό έρχεται σε μια μορφή που είναι συνεπής με την ελευθερία όλων των μελών του.
Για το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας το θέμα δεν είναι η εξάλειψη του χάσματος μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου χώρου. Το πραγματικό ζήτημα είναι το πώς, διατηρώντας και/ή βελτιώνοντας την αυτονομία των δύο χώρων, να υιοθετηθούν τέτοιες θεσμικές αλλαγές που να εγκαθιστούν τη δημοκρατία στο νοικοκυριό και, γενικά, στο κοινωνικό πεδίο (χώροι εργασίας, εκπαιδευτικοί θεσμούς κ.λ.π.) και, ταυτόχρονα, να βελτιωθούν οι θεσμικές αλλαγές της πολιτικής και της οικονομικής δημοκρατίας. Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, δεν νοείται μια αποδοτική δημοκρατία παρά μόνο αν ο ελεύθερος χρόνος ισοκατανέμεται μεταξύ όλων των πολιτών και η συνθήκη αυτή δεν μπορεί να ικανοποιηθεί για όσο συνεχίζουν να υπάρχουν οι σημερινές ιεραρχικές συνθήκες στο νοικοκυριό, στο χώρο εργασίας και αλλού. Επιπλέον, η δημοκρατία στο κοινωνικό πεδίο και, ιδιαίτερα, στο νοικοκυριό είναι αδύνατη, εκτός εάν εισαχθούν οι απαραίτητες θεσμικές αλλαγές που να αναγνωρίζουν το χαρακτήρα του νοικοκυριού ως μέσου ικανοποίησης αναγκών και η φροντίδα και οι υπηρεσίες που παρέχονται σε αυτό να συμπεριληφθούν στο γενικό σχήμα ικανοποίησης αναγκών[11].
Όπως υπογραμμίζει ο Steven Best «εντελώς αντίθετα με τους περιορισμούς του κινήματος AAM (Animal Advocacy Movement, Κίνημα για την Υπεράσπιση των Ζώων) και των υπόλοιπων κινημάτων με ρεφορμιστικούς στόχους, ο Τ. Φωτόπουλος προάγει μια διευρυμένη αντίληψη της δυναμικής του ανθρώπου και των κοινωνικών θεσμών, την επίδραση τους στον πλανήτη και τις συνέπειες που προκύπτουν για την ίδια την κοινωνία. Συνδυάζοντας την αντικαπιταλστική, ριζοσπαστική δημοκρατία με την οικολογική μέριμνα στην έννοια της «οικολογικής δημοκρατίας», ο Τ. Φωτόπουλος ορίζει τη συγκεκριμένη έννοια ως «το θεσμικό πλαίσιο που αποσκοπεί στην εξάλειψη κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας κυριαρχίας πάνω στο φυσικό κόσμο, με άλλα λόγια, ως το σύστημα που αποσκοπεί στην επανενσωμάτωση των ανθρώπων και της φύσης. Αυτό συνεπάγεται τη μετάβαση από τη σημερινή «εργαλειακή» αντίληψη της Φύσης, σύμφωνα με την οποία η Φύση θεωρείται ένα εργαλείο ανάπτυξης στα πλαίσια μιας διαδικασία ακατάπαυστης συγκέντρωσης δύναμης/εξουσίας»[12].
Σε κάποιες κριτικές της Περιεκτικής Δημοκρατίας εκφράζεται η απορία όσον αφορά τις εγγυήσεις που προσφέρει η Περιεκτική Δημοκρατία για τη διασφάλιση μιας καλύτερης σχέσης μεταξύ της κοινωνίας και της φύσης σε σχέση με τα εναλλακτικά συστήματα της οικονομίας της αγοράς ή του σοσιαλιστικού κρατισμού. Για παράδειγμα, ένας γνωστός οικο-σοσιαλιστής αναφέρει ότι «η 'απαιτούμενη' οικολογική συναίνεση μεταξύ των κατοίκων της οικοτοπίας μπορεί να μη διασφαλίζεται απλά με την εγκαθίδρυση μιας Αθηναϊκής δημοκρατίας, όπου όλοι οι πολίτες είναι μορφωμένοι και λογικοί»[13]. Ωστόσο, οι υποστηρικτές της Περιεκτικής Δημοκρατίας αντιπαραθέτουν το επιχείρημα ότι αυτού του είδους η κριτική αντιπροσωπεύει μια ξεκάθαρη παρανόηση του περιεχομένου της δημοκρατίας αφού «αν (η δημοκρατία) ιδωθεί ως μια διαδικασία αυτοθέσμισης όπου δεν υπάρχει κανένας θρησκευτικά ή 'αντικειμενικά' ορισμένος κώδικας ανθρώπινης συμπεριφοράς, τέτοιες εγγυήσεις δεν υπάρχουν εξ ορισμού. Επομένως, η αντικατάσταση της οικονομίας της αγοράς από ένα νέο θεσμικό πλαίσιο της Περιεκτικής Δημοκρατίας αποτελεί παρά μόνο την αναγκαία συνθήκη για μια αρμονική σχέση μεταξύ του φυσικού και του κοινωνικού κόσμου. Η ικανή συνθήκη σχετίζεται με το επίπεδο οικολογικής συνείδησης των πολιτών. Πάντως, η ριζική αλλαγή στο κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα που θα ακολουθήσει τη θεσμοποίηση μιας Περιεκτικής Δημοκρατίας, σε συνδυασμό με τον αποφασιστικό ρόλο που αναμένεται να παίξει η παιδεία σε ένα φιλικό προς το περιβάλλον θεσμικό πλαίσιο, λογικά αναμένεται να οδηγήσει σε ριζική αλλαγή στην αντιμετώπιση της Φύσης από τον άνθρωπο»[14].
Όπως ισχυρίζονται υποστηρικτές του προτάγματος της Περιεκτικής Δημοκρατίας, το θεσμικό της πλαίσιο προσφέρει τη μεγαλύτερη ελπίδα που θα μπορούσε ποτέ να είναι εφικτή σε μια οικονομία της αγοράς, ή σε μια κοινωνία που βασίζεται στο σοσιαλιστικό κρατισμό για βελτίωση της σχέσης του ανθρώπου με τη Φύση. Οι παράγοντες που υποστηρίζουν αυτήν την άποψη αναφέρονται και στις τρεις συνιστώσες της Περιεκτικής Δημοκρατίας: την πολιτική, την οικονομική και την κοινωνική.
Η πολιτική ή άμεση δημοκρατία προϋποθέτει μια ριζική αποκέντρωση (διοικητική και φυσική), ενώ ο «τοπικιστικός» χαρακτήρας μιας συνομοσπονδιοποιημένης κοινωνίας θα βελτιώσει το φιλικό ως προς το περιβάλλον χαρακτήρα της. Επιπλέον, η πολιτική δημοκρατία δημιουργεί μια δημόσια σφαίρα που θα έχει από μόνη της μια σημαντική επίδραση στη μείωση της ελκυστικότητας του υλισμού προσφέροντας ένα νέο νόημα ζωής ώστε να πληρώνεται το υπαρξιακό κενό το οποίο δημιουργεί η σημερινή καταναλωτική κοινωνία. Η οικονομική δημοκρατία αντικαθιστά τη δυναμική «ανάπτυξη ή θάνατος» της οικονομίας της αγοράς με μια νέα κοινωνική δυναμική που στοχεύει στην ικανοποίηση των αναγκών του δήμου και όχι στην ανάπτυξη για την ανάπτυξη. Αν η ικανοποίηση των αναγκών του δήμου δεν εξαρτάται, όπως συμβαίνει σήμερα, στη συνεχή επέκταση της παραγωγής προκειμένου να «καλυφθούν» οι ανάγκες που δημιουργεί η αγορά, και αν αποκατασταθεί η σύνδεση μεταξύ οικονομίας και κοινωνίας, τότε δεν υπάρχει λόγος η σημερινή εργαλειακή αντίληψη της Φύσης να συνεχίσει να περιορίζει την ανθρώπινη συμπεριφορά. Ιδιαίτερα αφού, αντίθετα με τα σοσιαλιστικά μοντέλα που είναι «συγκεντρωτικά», ο στόχος της παραγωγής σε μια Περιεκτικής Δημοκρατίας δεν είναι η ανάπτυξη αλλά η ικανοποίηση των βασικών αναγκών της κοινότητας και εκείνων των μη βασικών αναγκών για τις οποίες τα μέλη της κοινότητας εκφράζουν την επιθυμία τους και είναι διατεθειμένα να εργαστούν παραπάνω. Αυτό υποδηλώνει ένα διαφορετικό ορισμό της οικονομικής αποδοτικότητας, ο οποίος γίνεται, όχι με βάση τα στενά τεχνο-οικονομικά κριτήρια της ελαχιστοποίησης των εισροών/μεγιστοποίηση των εκροών όπως συμβαίνει με τα σοσιαλιστικά μοντέλα τύπου Parecon, αλλά στη βάση κριτηρίων τα οποία διασφαλίζουν την πλήρη κάλυψη των δημοκρατικά ορισμένων βασικών αναγκών για όλους τους πολίτες καθώς και των μη βασικών αναγκών τις οποίες επιλέγουν οι ίδιοι να ικανοποιήσουν, ακόμα και αν αυτό συνεπάγεται την σε κάποιο βαθμό «έλλειψη αποδοτικότητας» σύμφωνα με τα κριτήρια των ορθόδοξων οικονομικών. Τέλος, η δημοκρατία στο κοινωνικό πεδίο αναμένεται να είναι ένα αποφασιστικό βήμα προς τη δημιουργία της ικανής συνθήκης για μια αρμονική σχέση φύσης-κοινωνίας καθώς η σταδιακή εξάλειψη των πατριαρχικών σχέσεων στο νοικοκυριό και των ιεραρχικών σχέσεων, γενικά, αναμένεται να δημιουργήσει ένα νέο ήθος "μη κυριαρχίας", το οποίο θα περιλαμβάνει τόσο τη Φύση όσο και την Κοινωνία.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.