Γερμανός θεολόγος και φιλόσοφος του Ύστερου Μεσαίωνα From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Μάιστερ Έκαρτ (γερμανικά: Meister Eckhart, προφέρεται [ˈmaɪ̯stɐ ˈɛkʰaʀt], γνωστός και ως Eckhart von Hochheim, 1260 - πριν τις 30 Απριλίου 1328) ήταν σημαντικός Γερμανός θεολόγος, φιλόσοφος και μυστικιστής του Ύστερου Μεσαίωνα και οι ιδέες του επηρέασαν τόσο τους συγχρόνους του όσο και πολλούς μεταγενέστερους διανοητές. Ωστόσο, στο τέλος της ζωής του κατηγορήθηκε ως αιρετικός και ορισμένα σημεία της διδασκαλίας του καταδικάστηκαν από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Στη νεώτερη εποχή τα έργα του έγιναν και πάλι αντικείμενο μελέτης και η διδασκαλία του επανεκτιμήθηκε και θεωρήθηκε ότι παρουσιάζει ομοιότητες με θρησκευτικές και φιλοσοφικές αντιλήψεις της Ανατολής.
Μάιστερ Έκαρτ | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Meister Eckhart (Γερμανικά) |
Γέννηση | 1260[1] Nessetal ή Tambach-Dietharz |
Θάνατος | 1328 Αβινιόν |
Κατοικία | Ερφούρτη |
Χώρα πολιτογράφησης | Γερμανία |
Θρησκεία | Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία |
Θρησκευτικό τάγμα | Τάγμα των Δομινικανών |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | λατινική γλώσσα Μέση άνω γερμανική γλώσσα[2] |
Σπουδές | Πανεπιστήμιο του Παρισιού |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | φιλόσοφος[3] θεολόγος[3] διδάσκων πανεπιστημίου theology teacher |
Εργοδότης | Πανεπιστήμιο του Παρισιού |
Ποινική κατάσταση | |
Κατηγορίες εγκλήματος | αίρεση |
Σχετικά πολυμέσα | |
Λίγα είναι γνωστά για τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Ο Έκαρτ γεννήθηκε περί το 1260, πιθανώς στο Χοχάιμ (Hochheim)[4] ή στο Τάμπαχ (Tambach)[5] της Γερμανίας, και απεβίωσε λίγο πριν τις 28 Απριλίου 1328 πιθανόν στην Αβινιόν. Το προσωνύμιο Μάιστερ (διδάσκαλος) οφείλεται στην αναγνώριση που απέκτησε ως ακαδημαϊκός δάσκαλος και πνευματικός καθοδηγητής. Είναι πολύ πιθανόν ότι ήδη σε μικρή ηλικία έγινε δεκτός ως μοναχός στο τάγμα των δομινικανών ιεροκηρύκων στην Ερφούρτη. Γύρω στο 1277 πρέπει να σπούδασε στη σχολή (Studium Generale) του τάγματός του στην Κολωνία και συνέχισε με τις θεολογικές σπουδές. Στην Κολωνία πιθανώς να γνώρισε τον Αλβέρτο τον Μέγα, έναν επιφανή θεολόγο της εποχής, που απεβίωσε το 1280. Σίγουρα όμως γνώριζε και εκτιμούσε τα έργα του και τις ιδέες του[6]. Η πρώτη βέβαιη χρονολογία για τη ζωή του αφορά το έτος 1293/4 καθώς σε χειρόγραφο της εποχής εμφανίζεται με τον τίτλο lector sententiarium να διδάσκει στο Παρίσι.
Το ίδιο έτος επιστρέφει στη Γερμανία και αναλαμβάνει σταδιακά διάφορες υπεύθυνες θέσεις στο τάγμα του, όπως ηγούμενος της μονής στην Ερφούρτη, υπεύθυνος για την περιοχή της Τευτονίας και βικάριος (εκπρόσωπος του τάγματος) στη Θουριγγία. Το 1302 στάλθηκε στο Παρίσι για ένα έτος για να διδάξει στην εκεί Θεολογική Σχολή. Το 1303 το συμβούλιο του τάγματος ανέθεσε στον Έκαρτ τη διοίκηση της νεοϊδρυθείσας επαρχίας της Σαξωνίας, που δημιουργήθηκε με διάσπαση της τεράστιας σε έκταση επαρχίας της Τευτονίας, έχοντας ως έδρα του τη μονή της Ερφούρτης. Το 1307 το γενικό συμβούλιο του τάγματος του ανέθεσε τη διοίκηση της περιοχής της Βοημίας και την πνευματική ευθύνη των εκεί μοναστηριών του. Ενδεικτικό της αποδοχής που είχε, πρέπει να θεωρείται το γεγονός ότι το 1310 το συμβούλιο του τάγματος στην περιοχή της Τευτονίας τον εξέλεξε ως προϊστάμενό του, εκλογή η οποία ακυρώθηκε από τη διοίκηση του τάγματος, αφού ήταν ήδη προϊστάμενος της περιοχής της Σαξωνίας. Το 1310 του συμβούλιο του δομινικανού τάγματος τον απάλλαξε από τα διοικητικά καθήκοντα και τον έστειλε να διδάξει ως καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Παρισιού. Η κλήση του για δεύτερη φορά ήταν μία εξαιρετική τιμή, καθώς μόνο ο Θωμάς Ακινάτης είχε διδάξει δύο φορές στο φημισμένο εκείνη την εποχή Πανεπιστήμιο[7].
Είναι πολύ πιθανόν, σύμφωνα με αρκετούς μελετητές, κατά τη διάρκεια αυτής της παραμονής του στο Παρίσι να γνώρισε τα έργα και τη διδασκαλία ορισμένων «μυστικών», δηλ. ανδρών και γυναικών που επιδίωκαν την ένωση με τον Θεό και οι ιδέες τους κινούνταν στα όρια της αίρεσης[8][9], όπως η Μαργαρίτα Πορέτ (Marguerit Porète) η οποία καταδικάστηκε και κάηκε στην πυρά το 1310 στο Παρίσι[10][11].
Αφού ολοκλήρωσε τα διδακτικά του καθήκοντα η διοίκηση του τάγματος τον όρισε το 1313 γενικό βικάριο της περιοχής του Στρασβούργου, όπου παρέμεινε για μία δεκαετία και όπως φαίνεται μία από τις κύριες δραστηριότητές του ήταν η πνευματική επιστασία των πολυάριθμων δομινικανών μονών της πόλης, η πλειονότητα των οποίων ήταν γυναικείες. Στους δομινικανούς και στους φραγκισκανούς είχε ανατεθεί επίσης η πνευματική καθοδήγηση και των πολλών γυναικείων ομάδων με ημιμοναστικό τρόπο διαβίωσης (χωρίς να είναι όμως να έχουν γίνει επίσημα μοναχές) γνωστών με το όνομα Μπεγκίνες (Beguines), οι οποίες διακρίνονταν από την αναζήτηση έντονων πνευματικών εμπειριών (οράματα, εκστάσεις, ένωση με τον Θεό εν ζωή κλπ) και πολλοί σύγχρονοί τους τις θεωρούσαν αιρετικές. Την περίοδο μάλιστα που ο Έκαρτ βρισκόταν εκεί σημειώθηκαν διωγμοί εναντίον τους (1317, 1319) καθώς η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία τους ζητούσε να εγκαταλείψουν τις ύποπτες διδασκαλίες του και να ενταχθούν στα επίσημα τάγματα. Πολλοί ερευνητές θεωρούν ότι ο Έκαρτ, λόγων των ομοιοτήτων που εντοπίζονται στη διδασκαλία του, ίσως προσπάθησε να δώσει μία θεολογικά αποδεκτή ερμηνεία των μυστικιστικών εμπειριών τους και ίσως παρείχε προστασία στα θύματα των διωγμών[12][13].
Το 1323 ή το 1324 ο Έκαρτ τοποθετήθηκε στην Κολωνία όπου ασκούσε διδακτικά καθήκοντα και ταυτόχρονα κήρυττε. Όμως, η εποχή εκείνη φαίνεται ότι ήταν ιδιαίτερα ταραγμένη και μέσα στους κόλπους της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας πολλά μέλη της κατηγορούνταν για διάφορους λόγους ως αιρετικοί.
Το 1325 ο πάπας Ιωάννης ΚΒ΄ έστειλε απεσταλμένους του με σκοπό να διεξάγουν έρευνες εναντίον όσων δομινικανών αντιδρούσαν στις μεταρρυθμίσεις που είχε ζητήσει να γίνουν στο τάγμα τους. Υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες κάποιοι κατήγγειλαν στους απεσταλμένους ότι η διδασκαλία του Έκαρτ ταυτιζόταν με αυτή των καταδικασμένων για αίρεση «Αδελφών του Ελεύθερου Πνεύματος». Αυτοί διαπίστωσαν ότι η καταγγελία δεν ευσταθούσε, αλλά οι κατήγοροι φαίνεται ότι επέμεναν. Το επόμενο έτος, όταν ο αρχιεπίσκοπος της Κολωνίας Χάινριχ του Βίρνεμπουργκ ένθερμος διώκτης των «αιρετικών» διεξήγαγε έρευνες και ανακρίσεις εναντίον υπόπτων, του έγινε καταγγελία για τον Έκαρτ από δύο άλλους δομινικανούς μοναχούς. Τότε ο αρχιεπίσκοπος συγκρότησε επιτροπή ιεροεξεταστών για τη διερεύνηση της υπόθεσης[14].
Ο Έκαρτ, μάλλον λόγω της θέσης του, ούτε φυλακίσθηκε ούτε βασανίστηκε. Η δίκη πρέπει να ξεκίνησε κάπου στα μέσα του 1326 και οι καταγγέλοντες παρέδωσαν στο δικαστήριο δύο καταλόγους, ο ένας με 49 και ο άλλος με 59 προτάσεις από τα γραπτά του και από τα κηρύγματά του στη λαϊκή γερμανική γλώσσα, μεταφρασμένες στα λατινικά, για τις οποίες υποστήριζαν ότι είναι αιρετικές. Ο Έκαρτ αρχικά κατέθεσε δύο ενστάσεις περί αναρμοδιότητας του δικαστηρίου και όταν αυτές απορρίφθηκαν ετοίμασε και υπέβαλε γραπτώς τις υπερασπιστικές του θέσεις για κάθε μία από τις καταγγελίες, αρνούμενος ότι ήταν αιρετικός. Οι ιεροεξεταστές αργούσαν να αποφανθούν και στις αρχές του 1327 ο Έκαρτ ζήτησε παραπεμφθεί η υπόθεσή του στον πάπα. Μάλιστα, με μία δημόσια δήλωσή του στις 13 Φεβρουαρίου 1327 ανακαλούσε τις επίμαχες ιδέες που είχε διδάξει, αναγνωρίζοντας ότι μπορεί πολλοί να τις παρερμηνεύσουν. Ίσως ήταν μία κίνηση για να προλάβει μία πιθανή ατιμωτική καταδίκη του ως αμετανόητου αιρετικού[15][16]. Στις 22 Φεβρουαρίου 1327 η επιτροπή της Ιεράς Εξέτασης έκανε δεκτό το αίτημά του, διέκοψε τη δίκη στην Κολωνία και έστειλε την υπόθεση και το υλικό για εξέταση στην παπική αυλή στην Αβινιόν, όπου ήταν η κατοικία των παπών αυτή την περίοδο, αντί της Ρώμης. Στην Αβινιόν ταξίδεψε και ο Έκαρτ για να υπερασπιστεί τον εαυτό του συνοδευόμενος από μέλη του τάγματός του που τον υποστήριζαν.
Δεν διασώθηκαν πολλές πληροφορίες από την εξέλιξη της υπόθεσης στην Αβινιόν. Η παπική επιτροπή που εξέτασε την υπόθεση τροποποίησε τον χαρακτήρα της δίκης. Σταμάτησε να είναι μία δίωξη ύποπτου για αίρεση και έγινε δίκη λογοκρισίας κρίνοντας αν συγκεκριμένες φράσεις του Έκαρτ περιείχαν αιρετικές διδασκαλίες. Η πρακτική που ακολουθούσαν σε αυτές τις περιπτώσεις ήταν να εξετάζουν όχι το σύνολο του έργου, αλλά αποκομμένες προτάσεις με ύποπτο περιεχόμενο. Η επιτροπή από τις 150 προτάσεις για τις οποίες είχε κατηγορηθεί, κατέληξε σε έναν κατάλογο 28 ύποπτων για αίρεση προτάσεων. Αν και δεν σώθηκε η γνωμάτευση της εξεταστικής επιτροπής, γνωρίζουμε τη γνωμάτευση ενός μέλους της του Ζακ Φουρνιέ (Jaque Fournier, μετέπειτα πάπας Βενέδικτος ΙΒ΄) στην οποία οι 28 προτάσεις του Έκαρτ χαρακτηρίζονται ως αιρετικές. Πριν το τέλος της δικαστικής διαδικασίας επήλθε ο θάνατος του Έκαρτ μεταξύ Ιουλίου 1327 και Απριλίου 1328, επειδή σε επιστολή του πάπα Ιωάννη ΚΒ΄ στις 30 Απριλίου αναφέρεται ότι δεν βρίσκεται εν ζωή. Χωρίς να είναι βέβαιο, ίσως να απεβίωσε στις 28 Ιανουαρίου 1328, καθώς μία αναφορά από το 1691 κάνει λόγο ότι το τάγμα του τιμούσε τη μνήμη του στις 28 Ιανουαρίου.
Η διαδικασία συνεχίστηκε και ολοκληρώθηκε στις 27 Μαρτίου 1329 με την έκδοση της παπικής βούλας In agro dominico (Στον αγρό του Κυρίου)[17], στην οποία καταδικάζονταν ως αιρετικές ή ύποπτες αιρέσεως οι 28 προτάσεις του Έκαρτ που χαρακτηρίζονταν ως ζιζάνια και αγριόχορτα στον αγρό του τάγματος, αν και αναγνώριζε ότι ο κατηγορούμενος είχε ανακαλέσει τα λάθη του στο τέλος της ζωής του.
Λόγω της καταδίκης του Μάιστερ Έκαρτ ένας αριθμός έργων του χάθηκαν με το πέρασμα του χρόνου, ενώ άλλα κυκλοφορούσαν ως ανώνυμα ή ψευδεπίγραφα. Τα έργα του που έχουν διασωθεί χωρίζονται σε δύο ομάδες, ανάλογα με τη γλώσσα που είναι γραμμένα, στα λατινικά και στα γερμανικά. Σύμφωνα με τους μελετητές του κάθε ομάδα έργων εκτός της γλωσσικής διαφοράς έχει και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.
Τα λατινικά έργα τού Έκαρτ ακολουθούσαν τη σχολαστική παράδοση της εποχής του και φιλοδοξούσε να συγγράψει ένα εκτενές, τριμερές έργο και για αυτό το ονόμασε Opus Tripartitum (τριμερές έργο). Το έργο αυτό δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, αλλά όπως γράφει στον Γενικό Πρόλογο (Prologus Generalis) σκόπευε στο πρώτο μέρος, στο Έργο των Προτάσεων (Opus Propositionum) να αναπτύξει τις θεολογικές του θέσεις, στο δεύτερο στο Έργο των Ερωτήσεων (Opus Quaestionum) θα διαπραγματευόταν ερωτήματα σχετικά με τις προτάσεις του και στο τρίτο, στο Έργο των Ερμηνειών (Opus Expositionum) θα αποτελούνταν από κηρύγματα και ερμηνείες των βιβλίων της Αγίας Γραφής. Είναι άγνωστη η έκταση των λατινικών έργων του που χάθηκαν, ενώ αυτά που διασώθηκαν είναι:
Τα γερμανικά έργα του Έκαρτ, σε αντίθεση με τα λατινικά που έχουν ακαδημαϊκό χαρακτήρα, απευθύνονταν στο ευρύ κοινό των λαϊκών και μοναχών οι οποίοι ενδιαφέρονταν για πνευματικά θέματα και για αυτό είναι γραμμένα στην καθημερινή γερμανική γλώσσα της εποχής του (mitellhochdeutsch) με μη συστηματικό τρόπο. Στα γερμανικά έργα του που έφτασαν ως την εποχή μας και θεωρούνται από τους ειδικούς ως γνήσια συγκαταλέγονται ορισμένες πραγματείες και πολλά κηρύγματα.
Τα κηρύγματα του Μάιστερ Έκαρτ καταγράφηκαν από ακροατές μοναχούς και διασώθηκαν σε συλλογές στις οποίες οι συντάκτες και οι αντιγραφείς συμπεριέλαβαν και διάφορα άλλα κείμενα με αποτέλεσμα να είναι δύσκολη η εξακρίβωση των γνήσιων. Η κριτική έκδοση συμπεριέλαβε ως γνήσια 110 κηρύγματα και εκκρεμεί η έκδοση ακόμη 18. Στα κηρύγματά του ο Έκαρτ αναπτύσσει τις βασικές διδασκαλίες του, δίνει πνευματικές οδηγίες και επιχειρεί να απαντήσει σε ζητήματα της χριστιανικής ζωής που απασχολούσαν τους ακροατές του, κυρίως μοναχούς.
Όπως φαίνεται και από τη βιογραφία του, η ζωή του Μάιστερ Έκαρτ περιστρεφόταν γύρω από δύο άξονες. Ήταν ακαδημαϊκός δάσκαλος και αυτό αποτυπώνεται στα λατινικά έργα του, αλλά ταυτόχρονα ήταν και προϊστάμενος του δομινικανού τάγματος και προσπαθούσε να απαντήσει στις ιδιαίτερες πνευματικές και μυστικιστικές αναζητήσεις των μοναχών μέσα από τα γερμανικά κηρύγματα και τις πραγματείες του. Σε αυτά αναπτύσσει κυρίως μία ιδιαίτερη θεολογική διδασκαλία με την οποία επιχειρεί να ερμηνεύσει τον τρόπο που ο αιώνιος και αδημιούργητος Θεός έρχεται σε κοινωνία και ένωση με το πεπερασμένο δημιούργημά του, τον άνθρωπο. Στην εποχή του ο μυστικισμός είχε διαδοθεί σε ευρύτερα στρώματα μοναχών και λαϊκών οι οποίοι αναζητούσαν το ιδανικό της μυστικής ένωσης (unio mystica) με τον θεό[19]. Ο Έκαρτ προσπαθεί να ερμηνεύσει θεολογικά τη δυνατότητα της «ένωσης» θεού και ανθρώπου και το σημείο εκκίνησης της σκέψης του είναι ότι ο Θεός γεννήθηκε και έγινε άνθρωπος (Ιησούς Χριστός) για να μπορεί και ο άνθρωπος να γίνει θεός, να «γεννηθεί ως θεός»[20]. Για αυτό και η διδασκαλία του επικεντρώνεται στους δύο πόλους θεός και άνθρωπος και επιχειρεί να βρει και να περιγράψει τον τρόπο με τον οποίο γίνεται δυνατή η μεταξύ τους ένωση.
Μία από τις ιδιαίτερες διδασκαλίες του Έκαρτ είναι αυτή που αφορά στη διάκριση που κάνει μεταξύ θεού και θεότητας. Με τον όρο θεός αναφέρεται στον τριαδικό, προσωπικό θεό της χριστιανικής θεολογίας (Πατέρας, Υιός και Άγιο Πνεύμα), ενώ με τον όρο θεότητα περιγράφει την απρόσιτη θεία ουσία πέρα και πάνω από τον τριαδικό θεό. Για να τονίσει τη διάκριση μεταξύ θεού και θεότητας ισχυρίζεται ότι θεός και θεότητα απέχουν τόσο πολύ μεταξύ τους όσο και η γη με τον ουρανό[21].Η μεγάλη διαφορά μεταξύ τους είναι πως ο τριαδικός θεός ενεργεί, ενώ η θεότητα δεν επιτελεί κανένα έργο, βρίσκεται σε απόλυτη και αιώνια ακινησία.[22] Ο Έκαρτ περιγράφει τη θεότητα με νεοπλατωνικούς όρους[23] καθώς ταυτίζει τη θεία ουσία με την απόλυτη ενότητα των πάντων. Χρησιμοποιεί τον όρο grunt (Grund) για να περιγράψει το βάθος ή θεμέλιο της θείας ουσίας όπου κυριαρχεί η πρωταρχική, αδιαφοροποίητη ενότητα.[24] Ενώ ταυτίζει τον θεό με το απόλυτο ένα, ταυτόχρονα, ακολουθώντας την αποφατική θεολογία και τον Ψευδο-Διονύσιο αρνείται να αποδώσει οποιονδήποτε χαρακτηρισμό στον θεό και για αυτό προτιμά να τον περιγράψει ως «άρνηση της αρνήσεως» (versagen des versagens)[25][26] και ως «μηδέν» (nichts)[27][28].
Από το απερίγραπτο βάθος της θεότητας θα εξέλθουν ως απορροές αρχικά τα τρία πρόσωπα του τριαδικού θεού και στη συνέχεια όλα τα δημιουργήματα. Εξερχόμενος από το σκοτεινό βάθος της ακίνητης θεότητας ο θεός φέρει μέσα του τα πρότυπα όλων των όντων και έργο του είναι η δημιουργία τους. Ο θεός Πατέρας είναι αυτός που εξέρχεται πρώτος και αποτελεί την αφετηρία της ενδοτριαδικής διαφοροποίησης των προσώπων. Αυτός γεννάει αιώνια τον μονογενή Υιό και Λόγο και από τους δυο εκπορεύεται ακολούθως και το Άγιο Πνεύμα.[29] Το επόμενο στάδιο απορροής είναι η δημιουργία από τον θεό του κόσμου και όλων των όντων και τα οποία προϋπήρχαν ως εικόνες στο βάθος της θείας ουσίας.Τελικός σκοπός όλων των όντων και όλης της δημιουργίας είναι η αντιστροφή αυτής της κίνησης της διαφοροποίησης με μία κίνηση επιστροφής των πάντων στην αρχική ενότητα της θεότητας που θα καταργεί κάθε ετερότητα.[30]
Η διδασκαλία του Έκαρτ για τον άνθρωπο επικεντρώνεται κυρίως στην προσπάθεια του να εντοπίσει το στοιχείο εκείνο που κάνει τον άνθρωπο συγγενή με τον θεό, αν και αποτελούν δύο διαφορετικές οντολογικές κατηγορίες. Το εφήμερο δημιουργημένο και πεπερασμένο ον ικανό να ενωθεί με τον δημιουργό του, ο οποίος είναι αιώνιος και πηγή κάθε ύπαρξης. Για να ερμηνεύσει αυτό το δύσκολο σημείο καταφεύγει σε φιλοσοφικές θεωρίες όπως η πλατωνική θεωρία των ιδεών, υποστηρίζοντας ότι ο άνθρωπος πριν λάβει το δημιουργημένο είναι υπάρχει αιώνια ως ιδέα μέσα στον Υιό, ο οποίος φέρει μέσα του όλες τις ιδέες. Ό,τι βρίσκεται μέσα στον Θεό ως ιδέα είναι ανώτερο από κάθε δημιούργημα γιατί είναι και αυτό θείο.
Αν και όλα τα όντα έχουν υπάρχουν ως ιδέα εν θεώ, ο άνθρωπος είναι το ανώτερο από όλα γιατί δημιουργήθηκε «κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν» (Γεν. 1,26). Αυτό σημαίνει, κατά τον Έκαρτ, ότι ο άνθρωπος και συγκεκριμένα η ψυχή του φέρει μέσα της τον θεό ως εικόνα, με τον τρόπο που μία εικόνα αντανακλάται σε έναν καθρέφτη. Η θεία εικόνα ενυπάρχει στον ανθρώπινο καθρέφτη χωρίς να ταυτίζεται με αυτόν.
Σε άλλα σημεία των γερμανικών κηρυγμάτων του μιλάει για την ύπαρξη κατώτερων και ανώτερων δυνάμεων στην ανθρώπινη ψυχή[31], όπως και για έναν θείο σπινθήρα της ψυχής (scintilla animae) που φέρει μέσα της και είναι συγγενής με τον θεό[32][33][34]. Το ανώτατο σημείο της ψυχής ταυτίζεται συχνά με τη νόηση (intellectus), η οποία δεν είναι απλώς μία δύναμη ή ικανότητα της ψυχής, αλλά, σύμφωνα με τον Έκαρτ, αποτελεί ένα θείο και αδημιούργητο στοιχείο που έχει δοθεί στον άνθρωπο και είναι απελευθερωμένο από τον χώρο και τον χρόνο.[35][36][37][38][39]
Σε άλλες περιπτώσεις μιλάει για ένα ανώτατο σημείο της ψυχής που το ονομάζει βάθος (grunt) της ψυχής και το οποίο ουσιαστικά ταυτίζεται με το θείο βάθος (grunt). Όπως τονίζει χαρακτηριστικά, «στο βάθος της ψυχής, εκεί το βάθος του θεού και το βάθος της ψυχής είναι ένα βάθος»[40]. Αυτό και άλλα παρόμοια χωρία από τα κηρύγματά του να θεωρηθεί η διδασκαλία του ύποπτη για πανθεϊσμό. Οι σύγχρονοι ερευνητές μελετώντας το σύνολο του έργου του θεωρούν ότι ο Έκαρτ δίδασκε περί ενός ανώτερου, θείου ή αδημιούργητου στοιχείου που φέρει μέσα της η ψυχή, χωρίς όμως να είναι δικό της, της έχει δοθεί από τον θεό ως δάνειο και πρέπει να κατανοείται περισσότερο ως εικόνα του θεού μέσα στην ανθρώπινη ψυχή.[41][42][43][44][45]
Στις διάφορες μορφές μυστικισμού ο στόχος του ανθρώπου είναι να βιώσει μία μορφή ένωσης με τον θεό και για να φτάσει στο σημείο αυτό προηγείται κατά κανόνα μία μακριά περίοδος πνευματικής προετοιμασίας μέσω διαφόρων σταδίων και σε συνδυασμό συνήθως με διάφορες τεχνικές προσευχής και διαλογισμού.[46] Ο Μάιστερ Έκαρτ, ως θεολόγος και πνευματικός προϊστάμενος των δομινικανών μοναχών, γνώριζε αυτές τις παραδόσεις και τις μυστικιστικές αναζητήσεις, όμως, ο ίδιος αναπτύσσει μία ιδιότυπη διδασκαλία για την ένωση θεού και ανθρώπου. Σύμφωνα με αυτήν, ο κυριότερος τρόπος πνευματικής προετοιμασίας του ανθρώπου δεν είναι να επιδοθεί σε μεθόδους διαλογισμού, αλλά να περιέλθει σε μία κατάσταση εσωτερικής απομόνωσης ή απόσπασης από τα πράγματα του κόσμου (Abgeschiedenheit, Gelassenheit)[47]. Σε αυτή την πνευματική κατάσταση ο άνθρωπος αποδεσμεύεται από τα δημιουργήματα και τότε αυτά δεν είναι πλέον εμπόδιο στο δρόμο του προς την τελείωση, άλλα μέσα στα πράγματα του κόσμου ανακαλύπτει την παρουσία του Δημιουργού και ταυτόχρονα βιώνει τη σταθερή παρουσία του θεού στο εσωτερικό του. «Ο άνθρωπος πρέπει να συλλαμβάνει τον θεό μέσα σε όλα τα πράγματα και πρέπει να συνηθίσει το νου του σε αυτό, στο να έχει διαρκώς τον θεό παρόντα»[48] . Η αποσπασμένη ψυχή πρέπει να είναι και κενή από όλα, να έχει εγκαταλείψει ακόμη και τη σκέψη του θεού για χάρη του θεού, καθώς τότε ο θεός βρίσκει ελεύθερο και κενό το εσωτερικό της και εισέρχεται εκεί και ενεργεί[49].
Ιδιαίτερος είναι και ο τρόπος με τον οποίο περιγράφει τη μυστική ένωση θεού και ανθρώπου, σε σχέση με τις προηγούμενες μυστικιστικές παραδόσεις. Εφόσον ο σκοπός για τον οποίο ο θεός γεννήθηκε ως άνθρωπος είναι για να μπορεί ο άνθρωπος να γεννηθεί ως θεός[20], αυτό, σύμφωνα με τον Έκαρτ, ταυτίζεται με τη γέννηση του θεού μέσα στην ψυχή (Gottesgeburt in der Seele). Στο ανώτερο σημείο της ψυχής, σε εκείνο το αδημιούργητο σημείο που ονομάζει βάθος και το οποίο υποστηρίζει ότι ταυτίζεται με το βάθος της θεότητας, «εδώ το βάθος του θεού είναι το δικό μου βάθος και το δικό μου βάθος είναι το βάθος του θεού»[50], εκεί ο θεός γεννά αιώνια τον μονογενή Υιό του, έτσι όπως τον γεννά και στον εαυτό του! «Ο θεός γεννάει τον Υιό του στην ψυχή με τον ίδιο τρόπο, όπως τον γεννάει και στην αιωνιότητα και όχι διαφορετικά»[51]. Αυτή η πράξη μοιάζει να αποτελεί μία υποχρεωτική ενέργεια για τον θεό, είναι στη φύση του να γεννάει τον Υιό του όταν βρίσκει μία καθαρή και κενή ψυχή.[51][52] Ο Έκαρτ οδηγεί τον συλλογισμό του ακόμη παραπέρα υποστηρίζοντας ότι, αφού δεν υφίσταται καμία ουσιαστική διάκριση μεταξύ του ανθρώπινου και του θείου βάθους, τότε κάθε πράξη συμβαίνει ταυτόχρονα και στους δύο, όπως η ηχώ που επιστρέφει στην πηγή της ή ως η αντανάκλαση μιας εικόνας που από τον καθρέφτη γυρίζει στο πρωτότυπο.[53][54] «Ο θεός γεννάει τον μονογενή Υιό του στο ανώτατο της ψυχής. Με την ίδια κίνηση με την οποία γεννάει μέσα μου τον μονογενή Υιό του, τον γεννάω κι εγώ πίσω στον Πατέρα»[55].
Αν και η γέννηση του θεού στην ανθρώπινη ψυχή προβάλλει ως ο κύριος τρόπος με τον οποίο ο Έκαρτ κατανοεί τη μυστική ένωση (unio mystica) θεού και ανθρώπου, υπάρχουν επίσης κάποια χωρία στα οποία μιλά για μία δυναμική κίνηση επιστροφής του ανθρώπου στην αρχέγονη ενότητα με τη θεία ουσία. Η απορροή είναι η κίνηση με την οποία ο άνθρωπος εξήλθε από το βάθος της θείας ουσίας και έλαβε το δημιουργημένο είναι του, ενώ την αντίστροφη κίνηση την ονομάζει διάτρηση (Durchbrechen), γιατί με αυτή διαπερνά ακόμη και τα τρία πρόσωπα του τριαδικού θεού για να επιστρέψει στην κατάσταση της θείας ενότητας, όπως ήταν πριν τη δημιουργία του.[56][57]
Συνήθως οι μυστικιστικές αναζητήσεις οδηγούσαν μοναχούς και λαϊκούς να εγκαταλείπουν την καθημερινή ζωή και τις πρακτικές ασχολίες και να καταφεύγουν στην απομόνωση για να επιδοθούν απερίσπαστοι σε διαλογισμούς και σε τεχνικές πνευματικής άσκησης. Ο Μάιστερ Έκαρτ γνώριζε αυτές τις πρακτικές και φαίνεται ότι δεν τις επικροτούσε, γιατί υποστηρίζει ότι η βίωση η του θεού δεν πρέπει να οδηγεί σε άρνηση των καθημερινού βίου και των ασχολιών. Ο άνθρωπος που βιώνει μέσα του τον θεό πρέπει να συνεχίζει να επιτελεί τα συνηθισμένα, καθημερινά έργα του, αλλά αυτά φανερώνουν μία άλλη ποιότητα. Τα εκτελεί από αγάπη και για χάρη του θεού, χωρίς ταπεινά κίνητρα και χωρίς ιδιοτέλεια, χωρίς γιατί (ohne warum)[58]. Μάλιστα τονίζει ότι ακόμη και αν κάποιος βρίσκεται σε κατάσταση έκστασης, όπως η αναρπαγή του Παύλου, αλλά κάποιος συνάνθρωπός του έχει ανάγκη μία σούπα, τότε είναι καλύτερο να εγκαταλείψει την έκσταση και να κάνει μία πράξη αγάπης βοηθώντας τον διπλανό του.[59] Όταν οι πράξεις του ανθρώπου προέρχονται από την εσωτερική ενότητά του με τον θεό, τότε τα πράγματα του κόσμου δεν είναι εμπόδια για την πνευματική του τελείωση, αλλά μέσα σε αυτά βλέπει την παρουσία του δημιουργού.[60] Με αυτό τον τρόπο ο Έκαρτ γίνεται εισηγητής της ενότητας μεταξύ της εσωτερικής, πνευματικής ζωής και της εξωτερικής δράσης και μεταφέρει τον μυστικισμό στην καθημερινή ζωή του ανθρώπου.[61][62][63]
Η παπική βούλα του 1329 In agro dominico που καταδίκαζε τις 28 προτάσεις από τα έργα του Έκαρτ, απαγόρευε ταυτόχρονα και την κυκλοφορία όσων έργων του περιείχαν τις συγκεκριμένες προτάσεις. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, παρόλο που η προσωπικότητα και η διδασκαλία του ήταν αγαπητές, σε ιδίως σε κύκλους των Δομινικανών της βόρειας Γερμανίας και των Κάτω Χωρών, τα έργα του κυκλοφορούσαν ανώνυμα από συμπαθούντες των ιδεών του. Ο μαθητής του Heinrich Seuse (1295-1366) υπερασπίστηκε έμμεσα τη διδασκαλία του Έκαρτ στο έργο του Büchlein der Wahrheit, ενώ μεγάλη ήταν και η επίδραση που άσκησε στη μυστικιστική σκέψη του Ιωάννη Τάουλερ (Johannes Tauler,1290-1361).[64][65]. Η επίδρασή του δεν περιορίστηκε μόνο σε μορφωμένους κληρικούς και οπαδούς του μυστικισμού, αλλά προφανώς επηρέασε και λαϊκούς σε αυτές τις περιοχές, αφού μετά τον θάνατό του κυκλοφόρησαν διάφορες λαϊκές αφηγήσεις στις οποίες πρωταγωνιστούσε ο Έκαρτ και οι ιδέες του.[66][67] Τη διδασκαλία και τα έργα του Έκαρτ εκτιμούσε επίσης μία σημαντική προσωπικότητα του 15ου αι., ο Νικόλαος Κουζάνος (1401-1464), ο οποίος επηρεάστηκε από τη σκέψη του, ενώ από τη βιβλιοθήκη του σώθηκε ένας κώδικας με λατινικά έργα του Έκαρτ.[68]
Τους επόμενους αιώνες τα έργα του Έκαρτ, ανώνυμα ή ψευδεπίγραφα, κυκλοφορούσαν σε μικρούς κύκλους ενδιαφερομένων για πνευματικά θέματα, άλλα οι εποχές της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού δεν ευνοούσαν την ενασχόληση με τον μυστικισμό της μεσαιωνικής θρησκευτικότητας. Αντιθέτως, τα κινήματα του ρομαντισμού και του γερμανικού ιδεαλισμού κατά τον 19ο αι. συνέβαλαν στο να ανακαλυφθεί και πάλι η διδασκαλία του. Ο φιλόσοφος Franz von Baader (1764-1841) ήταν αυτός που έστρεψε το ενδιαφέρον των συγχρόνων του στον Έκαρτ, καθώς μέσω αυτού τον ανακάλυψε και Χέγκελ, ενώ παρότρυνε τον φίλο του Franz Pfeiffer εκδώσει τα γερμανικά έργα του.[69][70] Το 1857 ο Pfeiffer εξέδωσε το δίτομο έργο του «Γερμανοί μυστικοί του δέκατου τέταρτου αιώνα» και ο δεύτερος τόμος περιελάμβανε γερμανικά κηρύγματα και πραγματείες του Έκαρτ[71]. Η έκδοση αυτή είχε ως αποτέλεσμα να θέσει στο επίκεντρο των πρώτων μελετητών τα γερμανικά έργα του Έκαρτ και να θεωρήσουν ότι επρόκειτο για έναν τελείως πρωτότυπο και ιδιαίτερο θεολόγο και φιλόσοφο.Αυτή η άποψη διαφοροποιήθηκε όταν το 1886 ο Heinrich Seuse Denifle[72] δημοσίευσε τον κώδικα από τη βιβλιοθήκη του Κουζάνου που έδειχνε ότι στα λατινικά του έργα ο Έκαρτ ακολουθούσε στις βασικές γραμμές τον κυρίαρχο την εποχή του σχολαστικισμό.
Τις επόμενες δεκαετίες το ενδιαφέρον για τα έργα του και τη διδασκαλία του συνεχώς αυξανόταν, από φιλοσόφους, από καθολικούς και προτεστάντες θεολόγους, αλλά και από φιλολόγους, καθώς τα έργα του αποτελούν μερικά από τα πρωιμότερα παραδεδομένα κείμενα στη μεσαιωνική γερμανική γλώσσα. Η αναζήτηση αξιόπιστων εκδόσεων οδήγησε το 1934 το Γερμανικό Ίδρυμα Ερευνών (Deutsche Forschungsgemeinschaft) στην απόφαση να αναλάβει το μεγάλο έργο της έρευνας των χειρογράφων, της μετάφρασης στα νέα γερμανικά και της κριτικής έκδοσης των λατινικών και γερμανικών έργων του Έκαρτ. Η επιστημονική προσπάθεια συνεχίστηκε για δεκαετίες με τη συμμετοχή πολλών επιστημόνων και η έκδοση των λατινικών έργων ολοκληρώθηκε σε έξι τόμους και σε πέντε τόμους τα γερμανικά.
Τα έργα και η διδασκαλία του Έκαρτ συνεχίζουν να αποτελούν αντικείμενο μελέτης από φιλοσόφους και θεολόγους προερχόμενους από τον ρωμαιοκαθολικό, όσο και από τον προτεσταντικό χώρο.
Ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι ασχολούνται με τις ιδέες του και επιστήμονες από άλλους τομείς, όπως ο ψυχολόγος Καρλ Γκούσταβ Γιουνγκ[73] και ο επίσης γνωστός ψυχολόγος Έριχ Φρομ στο έργο του «Να έχεις ή να είσαι» (Haben oder Sein)[74].
Κατά τον 19ο αιώνα, εποχή που άρχισε να διευρύνεται το ενδιαφέρον για τα έργα του Έκαρτ, η Δύση ήρθε σε επαφή με τις θρησκείες, την πνευματικότητα και τον μυστικισμό της Ανατολής. Ορισμένοι μελετητές, όπως και θεοσοφιστές, θεώρησαν ότι στον μυστικισμό μπορεί βρεθεί ένα κοινό υπόβαθρο για όλες τις θρησκείες και ο Μάιστερ Έκαρτ με την ασυνήθιστη για Χριστιανό διδασκαλία ήταν από τους πλέον κατάλληλους δυτικούς στοχαστές.[75] Από τους πρώτους που υποστήριξαν την ομοιότητα της διδασκαλίας του Έκαρτ με αντίστοιχες από την Ανατολή ήταν ο Σοπενχάουερ[76].To 1891 ο Karl Eugen Neumann για να υποστηρίξει την ύπαρξη ομοιοτήτων με τη βουδιστική διδασκαλία εξέδωσε το έργο «Η εσωτερική συγγένεια της βουδιστικής και της χριστιανικής διδασκαλίας. Δύο βουδιστικές σούτρες και μία πραγματεία του Μάιστερ Έκαρτ μεταφρασμένες από το πρωτότυπο, με εισαγωγή και σημειώσεις»[77]. Ομοιότητες με ινδουιστικές και βουδιστικές διδασκαλίες θεώρησε ότι υπάρχουν και ο Γερμανός θρησκειολόγος Ρούντολφ Όττο (Rudolf Otto) τη δεκαετία του 1920[78].
Η σκέψη και η μυστικιστική διδασκαλία του Έκαρτ έγιναν αντικείμενο μελέτης και από διανοούμενος προερχόμενους από την Ανατολή. Από τους πιο γνωστούς Ιάπωνες εισηγητές του Ζεν Βουδισμού στη Δύση, ο Τεϊτάρο Σουζούκι, στο έργο του «Μυστικισμός: Χριστιανικός και Βουδιστικός» υποστήριξε ότι υπάρχουν μεγάλες ομοιότητες μεταξύ του Έκαρτ και του Ζεν[79]. Ένας άλλος Ιάπωνας και οπαδός του Ζεν, ο Σιτζουτέρου Ουέντα (Shizuteru Ueda) έγραψε πολλές επιστημονικές μελέτες και άρθρα σχετικές με το θέμα αυτό, με πιο γνωστή τη διατριβή που εκπόνησε στη Γερμανία με τίτλο, «Η γέννηση του Θεού στην ανθρώπινη ψυχή και η διάτρηση προς τη Θεότητα. Η μυστική ανθρωπολογία του Μάιστερ Έκαρτ και η αντιπαραβολή της με τον μυστικισμό του Ζεν Βουδισμού»[80].
Οι ιδέες του Μάιστερ Έκαρτ συνεχίζουν να αποτελούν αντικείμενο μελέτης και γέφυρα διαλόγου με τις θρησκείες και τα φιλοσοφικά συστήματα της Ανατολής. Τα όρια των μεταξύ τους ομοιοτήτων εξετάζει και η ελληνόγλωσση μελέτη του Χρήστου Νάσιου, «Ζεν και Μάιστερ Έκαρτ. Θρησκειολογικά παράλληλα στο Μυστικισμό της Ανατολής και της Δύσης».
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.