From Wikipedia, the free encyclopedia
Οι Κύπριοι πρόσφυγες είναι οι Κύπριοι υπήκοοι ή κάτοικοι της Κύπρου που αναγκάστηκαν να εκκενώσουν βίαια την κατοικία τους μετά την τουρκική εισβολή στο νησί. Η κυβέρνηση της Κύπρου αναγνωρίζει ως πρόσφυγες και τους απόγονους των αρχικών προσφύγων με την αρσενική γραμμή καταγωγής ανεξαρτήτως της γενέτειρας τους.[1]
Η ένταση ξεκίνησε το 1963, όταν ο πρώτος Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Γ΄, πρότεινε δεκατρείς τροπολογίες στο Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Οι Τουρκοκύπριοι αντιτίθενταν στην πρόταση, επειδή την έβλεπαν ως προσπάθεια να αφαιρέσουν τα συνταγματικά τους δικαιώματα, που οι Ελληνοκύπριοι έβλεπαν ως προβληματικά στην διακυβέρνηση του κράτους. Στις 21 Δεκεμβρίου 1963 κορυφώθηκαν οι συγκρούσεις μεταξύ των δύο κοινοτήτων που είχαν ξεκινήσει από το 1955 και χαρακτηρίστηκαν ως Τα Ματωμένα Χριστούγεννα του 1963. Αντιμέτωποι με βία από τους Ελληνοκύπριους παραστρατιωτικούς, που υποστήριζαν την ένωση με την Ελλάδα, χιλιάδες Τουρκοκύπριοι εγκατέλειψαν τις περιουσίες τους και μετοίκησαν σε θύλακες με τουρκοκυπριακή πλειοψηφία, προστατευόμενοι από τα τουρκικά στρατεύματα. Στις 15 Ιουλίου 1974 και κατ' εντολή της ελληνικής στρατιωτικής χούντας πραγματοποιήθηκε πραξικόπημα από την Εθνική Φρουρά της Κύπρου, την Ελληνική Δύναμη Κύπρου και την ΕΟΚΑ Β΄, με σκοπό την ανατροπή του εκλεγμένου Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Αρχιεπισκόπου Μακάριου Γ' και πρόσχημα την επίτευξη της ένωσης με την Ελλάδα[2][3][4]. Το γεγονός αυτό οδήγησε στη στρατιωτική εισβολή από την Τουρκία, η οποία υποστήριξε ότι ενεργούσε ως εγγυήτρια δύναμη για να αποτρέψει την προσάρτηση του νησιού. Η μακροχρόνια κατοχή της βόρειας Κύπρου από την Τουρκία έχει λάβει εκτενή διεθνή κατακραυγή[5].
Η Τουρκία, κατά την εισβολή στην Κύπρο το 1974, κατέλαβε περίπου το 38% του νησιού στη βόρεια Δημοκρατία της Κύπρου, μετατρέποντας έτσι τον τουρκοκυπριακό στόχο της Τακσίμ (διχοτόμηση του νησιού σε τουρκικά και ελληνικά τμήματα, μια έννοια που είχε διακηρυχθεί το 1957 από τον Φαζίλ Κιουτσούκ) ως τη νέα πραγματικότητα στην Κύπρο. Οι ελληνοκύπριοι του βορρά (περίπου οι μισοί Ελληνοκύπριοι σε όλο το νησί) αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να φύγουν προς τα νότια, λόγω της προέλασης των τουρκικών στρατευμάτων. Επίσης, οι τουρκοκύπριοι που δεν είχαν μεταναστεύσει στους θύλακες νωρίτερα, το έκαναν στη συνέχεια.
Εκτιμάται ότι το 40% του ελληνικού πληθυσμού της Κύπρου, καθώς και πάνω από το μισό τουρκοκυπριακό πληθυσμό στο νησί, εκτοπίστηκαν από την τουρκική εισβολή. Τα στοιχεία για τους εσωτερικά εκτοπισμένους Κυπρίους ποικίλουν. Ενώ η Ειρηνευτική Δύναμη των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο (UNFICYP) εκτιμά ως 165.000 τους Ελληνοκύπριους και 45.000 τους Τουρκοκύπριους πρόσφυγες, η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες εκτιμά σε 200.000 τους Ελληνοκύπριους και σε 65.000 τους Τουρκοκύπριους πρόσφυγες, βασιζόμενη εν μέρει σε κυπριακά στατιστικά που καταγράφουν τα παιδιά των εκτοπισμένων ως πρόσφυγες.[6]
Στις 2 Αυγούστου 1975, τα δύο μέρη κατέληξαν στην Συμφωνία Εθελοντικής Ανταλλαγής Πληθυσμού στην Βιέννη, η οποία υλοποιήθηκε υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών. Σύμφωνα με την παρούσα Συμφωνία, οι Τουρκοκύπριοι που παρέμειναν στον νότο μετακινήθηκαν στον βορρά και οι Ελληνοκύπριοι που παρέμειναν στον βορρά μετακινήθηκαν στον νότο, με εξαίρεση λίγες εκατοντάδες Ελληνοκυπρίων που αποφάσισαν να παραμείνουν. Μετά από αυτό, ο διαχωρισμός των δύο κοινοτήτων μέσω της Πράσινης Γραμμής απαγόρευε την επιστροφή όλων των εσωτερικά εκτοπισμένων ατόμων.
Μέσα από τα χρόνια, οι Ελληνοκύπριοι έχουν οργανώσει πολλαπλές διαδηλώσεις και κινητοποιήσεις, απαιτώντας να επιστρέψουν στις περιουσίες τους. Το 1996 χιλιάδες Ελληνοκύπριες γυναίκες διαμαρτυρήθηκαν υπέρ της επιστροφής στις περιουσίες τους.[7] Ένας αριθμός Ελληνοκυπρίων επέλεξαν να προσφύγουν εναντίον της Τουρκίας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ισχυριζόμενοι ότι τα σπίτια τους έχουν καταληφθεί από μετανάστες εργάτες από την Τουρκία με στόχο την αλλοίωση της δημογραφικής σύνθεσης στο νησί.
Το 1990, οι αιτήσεις που υπεβλήθησαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων εξ ονόματος 18 Ελληνοκυπρίων στην περίπτωση των Βαρνάβα και άλλων εναντίον της Τουρκίας, οδήγησε στις 18 Σεπτεμβρίου 2009 σε απόφαση που διέταξε την Τουρκία να καταβάλει 12.000 ευρώ εντός τριμήνου σε κάθε κατήγορο ως μη χρηματική αποζημίωση και 8.000 ευρώ για έξοδα και δαπάνες.[8][9]
Το 1999, η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ σταμάτησε τις δραστηριότητες βοήθειας για τους εκτοπισμένους στην Κύπρο.
Ούτε οι Ελληνοκύπριοι ή Τουρκοκύπριοι εκτοπισμένοι πληθυσμοί φαίνεται ότι χρειάζονται ανθρωπιστική βοήθεια. Η κυπριακή κυβέρνηση ξεκίνησε ένα πρόγραμμα στέγασης και βοήθειας για τους εκτοπισμένους και έδινε τις ιδιοκτησίες των Τουρκοκυπρίων προσφύγων σε εκτοπισμένους Ελληνοκύπριους. Κέρδισαν και από την άνοδο του τουρισμού στο νότο της Κύπρου.
Η τουρκοκυπριακή βοήθεια προήλθε κυρίως στη μορφή της οικονομικής βοήθειας από την Τουρκία και την παράδοση σπιτιών ελληνοκυπριακών οικογενειών σε εκτοπισμένες τουρκοκυπριακές οικογένειες. Οι δύο πλευρές είχαν το ίδιο στεγαστικό πρόγραμμα αξιοποιώντας τις εγκαταλελειμμένες περιουσίες.[6]
Τον Απρίλιο του 2003 ο Τουρκοκύπριος ηγέτης Ραούφ Ντενκτάς άνοιξε τα οδοφράγματα επιτρέποντας την ελεύθερη κυκλοφορία σε όλο το νησί, επιτρέποντας στις δύο κοινότητες να δουν τις περιουσίες τους για πρώτη φορά μετά τα γεγονότα του 1974. Οι διαδικασίες διάβασης των οδοφραγμάτων έχουν χαλαρώσει, επιτρέποντας μια σχετικά ελεύθερη μετακίνηση των Κυπρίων μεταξύ του νησιού.
Υπήρχε η ελπίδα ότι η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα δώσει ώθηση για την επανένωση του νησιού και, το 2004, το σχέδιο Ανάν τέθηκε σε δημοψήφισμα στις δύο πλευρές του νησιού. Το σχέδιο προέβλεπε μια δικοινοτική, διζωνική, ομοσπονδιακή Πολιτεία, με εδαφικές παραχωρήσεις από την τουρκοκυπριακή πλευρά, αλλά μόνο ένα περιορισμένο δικαίωμα επιστροφής των εκτοπισμένων Ελληνοκυπρίων. Το σχέδιο έγινε δεκτό από τους Τουρκοκύπριους, αλλά απορρίφθηκε από τους Ελληνοκύπριους. Η Κύπρος εισήλθε ως διαιρεμένο κράτος στην ΕΕ. Ένας νέος γύρος συνομιλιών ξεκίνησε το 2008 μεταξύ των ηγετών των δύο κυπριακών κοινοτήτων, που ήταν ο Δημήτρης Χριστόφιας και ο Μεχμέτ Αλί Ταλάτ.
Τον Οκτώβριο του 2009, ασκήθηκε μήνυση κατά των αντιπροσωπευτικών γραφείων της ΤΔΒΚ και της HSBC στην Ουάσιγκτον για την πώληση ελληνοκυπριακών ακινήτων στη ΤΔΒΚ. Στις 30 Σεπτεμβρίου 2014, το δικαστήριο απέρριψε την υπόθεση με την επιφύλαξη για έλλειψη δικαιοδοσίας.[10][11]
Οι εκτοπισμένοι Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι ανήκουν στα "εσωτερικά εκτοπισμένα άτομα" κατά τον ΟΗΕ. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ θεωρεί ότι οι ελληνοκύπριοι που εκτοπίστηκαν ως αποτέλεσμα της διαίρεση του νησιού το 1974 είναι "πρόσφυγες".[12]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.