Γεωγραφική περιοχή From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Βόρεια Ήπειρος είναι γεωγραφική περιοχή η οποία αντιστοιχεί στο βόρειο τμήμα της ευρύτερης περιοχής της Ηπείρου. Σήμερα ανήκει στο κράτος της Αλβανίας, έχοντας ωστόσο βαθιές και διαχρονικές συνδέσεις με τον Ελληνισμό. Η περιοχή, αν και κέρδισε την αυτονομία της μετά την υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας, στη συνέχεια επιδικάστηκε στην Αλβανία. Ο όρος δεν χρησιμοποιείται σε διπλωματικά έγγραφα και αποφεύγεται σε επίσημες δηλώσεις, εκτός ειδικών εξαιρέσεων[lower-greek 6].
Βόρεια Ήπειρος | |
---|---|
Η περιοχή της Ηπείρου και τα σύγχρονα όρια κρατών. ΥΠΟΜΝΗΜΑ: Πορτοκαλί: Η περιφέρεια Ηπείρου. Πράσινο: Κατά προσέγγιση περιοχές κατοικημένες από ελληνικούς πληθυσμούς σήμερα Κόκκινη Γραμμή: Όριο της Β. Ηπείρου. | |
Διοίκηση | |
Χώρα | Αλβανία |
Μητροπόλεις | Αργυρόκαστρο Άγιοι Σαράντα Κορυτσά Τεπελένι[lower-greek 1] |
Αυτονομία |
|
Διοικητική διαίρεση | |
Κομητείες | Κομητεία Αργυροκάστρου[lower-greek 2] Κομητεία Αυλώνα[lower-greek 3] (εν μέρει) Κομητεία Κορυτσάς[lower-greek 4] (εν μέρει) |
Γεωγραφία και στατιστική | |
Αριθμός Κομητειών | 3 (1 + 2 εν μέρει) |
Αριθμός Δήμων | 16[lower-greek 5] (15 + 1 εν μέρει) |
Γεωγραφικά μπορεί να οριστεί ως η περιοχή που ξεκινάει από τη νοητή γραμμή μεταξύ της Κέρκυρας και της Μικρής Πρέσπας και εκτείνεται βορειοδυτικά, καταλήγοντας στον κόλπο του Αυλώνα. Κατά τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τη δεκαετία 1910, η Βόρεια Ήπειρος διεκδικήθηκε από την Ελλάδα και ανακηρύχτηκε αυτόνομη μετά την υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας στις 17 Μαΐου 1914. Τότε ήταν και που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ο συγκεκριμένος όρος[1]. Λόγω των τεταμένων σχέσεων της Ελλάδας με την Αντάντ στη διάρκεια της μικρασιατικής εκστρατείας και μετά από έντονη πίεση των Ιταλών, επιδικάστηκε οριστικά στο νεοσύστατο κράτος της Αλβανίας.[2] Αν και διεκδικήθηκε εκ νέου από την Ελλάδα κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, εν τέλει κατελήφθη από τις δυνάμεις του Ενβέρ Χότζα και επιδικάστηκε εκ νέου στην Αλβανία, αυτήν την φορά με το σιδηρούν παραπέτασμα να την χωρίζει από την υπόλοιπη Ήπειρο και την Ελλάδα.
Σήμερα χρησιμοποιείται στην Ελλάδα, ενώ η χρήση του αποφεύγεται στην Αλβανία, επειδή θεωρείται ότι ενσωματώνει εδαφικές βλέψεις εις βάρος της δεύτερης. Στην περιοχή κατοικεί ακόμη η γηγενής ελληνική μειονότητα, η οποία εκπροσωπείται από διάφορες οργανώσεις, με κύρια την Ομόνοια[εκκρεμεί παραπομπή]. Ορισμένοι βουλευτές της ελληνικής μειονότητας που συγκέντρωσαν πολλές ψήφους σε εκλογικές αναμετρήσεις διατέλεσαν σε υψηλές κυβερνητικές θέσεις, όπως ο βουλευτής του Δημοκρατικού Κόμματος Σπύρος Ξέρας ως Υπουργός Εργασίας, ο Βαγγέλης Τάβος του Σοσιαλιστικού Κόμματος ως Υπουργός Υγείας, ο Αναστάσιος Αγγέλης του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος ως Υπουργός Ανάπτυξης, ο Ανδρέας Μάρτος ως υφυπουργός Παιδείας και κατά τη θητεία του οποίου έγιναν πολλά σημαντικά βήματα για την εκπαίδευση της ελληνικής μειονότητας[εκκρεμεί παραπομπή].
Η μορφολογία της περιοχής χαρακτηρίζεται από οροσειρές που εκτείνονται παράλληλα στο Ιόνιο πέλαγος από βορρά προς νότο κατ' αναλογία και του νοτίου γεωγραφικού μέρους της νότιας πλευράς της Ηπείρου. Κύριοι ποταμοί που διατρέχουν τις οροσειρές τις περιοχής είναι: ο Αώος με τον παραπόταμό του Δρίνο και ανατολικότερα ο Άψος και ο Εορδαϊκός. Από τις ακτές δυτικά ως την ενδοχώρα και μέχρι τις Πρέσπες οι πιο αξιοσημείωτες πόλεις και κωμοπόλεις είναι οι εξής: η Δερβιτσάνη, Χειμάρρα και Άγιοι Σαράντα στο Ιόνιο. Αργυρόκαστρο (το, θεωρικά, πολιτιστικό κέντρο της ελληνικής κοινότητας στην ευρύτερη περιοχή), Πρεμετή, Τεπελένι, το Λεσκοβίκι, Ερσέκα, Κορυτσά και η άλλοτε ακμάζουσα Μοσχόπολη. Το βορειότερο σημείο της περιοχής είναι ο ποταμός «Σκουμπίνης / Γενούσος» και «Όρος Εροβούνι».
Από τη δεύτερη χιλιετία προ Χριστού ζούσαν διάφορα ελληνικά (ηπειρώτικα) φύλα, τα κυριότερα ήταν οι Θεσπρωτοί, οι Χάονες, οι Μολοσσοί. Ιδιαίτερα, η περιοχή που εκτείνεται από τις ακτές της Αδριατικής, περιλαμβάνοντας τις περιοχές του Ογχησμού (σημερινών Αγίων Σαράντα) και Βουθρωτού ως την λίμνη Αχρίδα στην ενδοχώρα, κατοικούνταν από τους Χάονες (Χαονία).
Με την περιοχή σχετίζονται διάφορες αφηγήσεις που ανάγονται στον τρωικό επικό κύκλο: ο Ελπήνωρ, μετά τον Τρωικό πόλεμο, επικεφαλής ομάδας Λοκρών και Αβάντων, ιδρύει τις πόλεις Ωρικό και Θρόνιο (στον κόλπο του Αυλώνα). Ο Αιακίδης Νεοπτόλεμος, συνοδευόμενος από Μυρμιδόνες, ίδρυσε την αρχαία Βυλλίδα (κοντά στην Απολλωνία). Ο Αινείας και ο Έλενος, εγκαταστάθηκαν με μια ομάδα Τρώων στην Χαωνία και ίδρυσαν το Βουθρωτό. Επίσης ένας γιος του Έλενου, ο Χάων υπήρξε ο γενάρχης των Χαόνων.
Σημαντικοί οικισμοί κατά την αρχαιότητα στην περιοχή υπήρξαν εκτός από το Βουθρωτό (απέναντι από την Κέρκυρα), ο Ογχησμός (σύγχρονοι Άγιοι Σαράντα), η Φοινίκη, η Αντιγόνεια (κοντά στο σημερινό Αργυρόκαστρο), η Αντιπάτρεια (σύγχρονο Βεράτι), η Αμαντία, η Νίκαια, το Πήλιον, το Ωρικόν και μικρότεροι οικισμοί ήταν οι Κεμάρες (σύγχρονη Χειμάρρα) και το Θρόνιο.
Εκτός από τους Χάονες που επιβλήθηκαν σταδιακά στην περιοχή, άλλα ηπειρωτικά φύλλα στην ενδοχώρα υπήρξαν οι Αντιτάνες, οι Παραυοί, οι Πρασαιβοί και πιο βόρεια οι Δεξάροι (ή Δεσσαρήτες).
Κατά το διάστημα 650-500 π.Χ. οι Χάονες επεκτάθηκαν στην ευρύτερη περιοχή, καθώς η δύναμή τους εκτείνονταν στην παραθαλάσσια περιοχή από τον ποταμό Καλαμά ως τον κόλπο του Αυλώνα και στην ενδοχώρα μέχρι τις πεδιάδες της περιοχής της Κορυτσάς. Δεδομένου ότι ο τύμβος ΙΙ στη θέση Κούτσι, κοντά στην Κορυτσά, περιείχε ταφές ηγεμόνων του 7ου αιώνα π.Χ., η αρχή επεκτάσεως των Χαόνων μπορεί να χρονολογηθεί στην εποχή εκείνη[3].
Κατά την κλασσική εποχή, το 375 π.Χ. όλα τα ηπειρωτικά φύλα ενώθηκαν σε μία πολιτική οντότητα, κάτω από τη δυναστεία του Αιακίδη Αλκέτα (των Μολοσσών) και το 232 π.Χ. εγκαθιδρύεται στην Ήπειρο το αβασίλευτο Κοινό των Ηπειρωτών, με πρωτεύουσα τη Φοινίκη. Ως ενιαίο κράτος η Ήπειρος υπήρξε υπολογίσιμη δύναμη στην ευρύτερη περιοχή μέχρι την ρωμαϊκή κατάκτηση το 167 π.Χ..
Η περιοχή υπήρξε δέκτης του Χριστιανισμού από τον 1ο αιώνα μ.Χ., με τις περιοδείες του Απόστολου Παύλου. Όμως η επικράτηση της νέας θρησκείας στην περιοχή παρατηρείται περίπου τον 4ο αιώνα. Ηπειρώτες μάρτυρες της περιοχής υπήρξαν ο Άγιος Ελευθέριος (επίσκοπος Αυλώνας), Άγιος Δονάτος (Επίσκοπος Φοινίκης), Διάκονος Ίσαυρος. Η παρουσία Επισκόπων σε Οικουμενικές Συνόδους (ήδη από το 381 μ.Χ.) δείχνει την οργάνωση της Εκκλησίας στην περιοχή.
Η Βόρεια Ήπειρος αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ενώ έζησε τις επιδρομές διάφορων λαών: Βησιγότθων (3ος αιώνας), Αβάρων (6ος αιώνας), Σλάβων (7ος αιώνας), Νορμανδών (11ος αιώνας), Σέρβων, Αλβανών και διάφορων ιταλικών δυναστειών (14ος αιώνας). Παρόλα αυτά ο πολιτισμός της περιοχής ήταν στενά συνυφασμένος με τα υπόλοιπα κέντρα του ελληνικού χώρου, καθ' όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα, διατηρώντας τον ελληνικό του χαρακτήρα.
Το 1204 η περιοχή αποτελεί τμήμα του Δεσποτάτου της Ηπείρου, κατά διαστήματα όμως επανέρχεται στην δικαιοδοσία του Βυζαντίου. Το 1281, αποκρούεται στο Βεράτιο ισχυρό Νορμανδικό εκστρατευτικό σώμα, που είχε σκοπό να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη. Η επιτυχία οφείλεται σε συνδυασμένες ενέργειες των εντόπιων με τον Βυζαντινό στρατό. To 1345 η περιοχή, όπως και η υπόλοιπη Ήπειρος, Θεσσαλία, Ανατολική Μακεδονία, παραδίδεται στους Σέρβους βάσει συμφωνίας με τον Ιωάννη ΣΤ' Καντακουζηνός, ως αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες που του παρείχαν στον βυζαντινό εμφύλιο. Οι Σέρβοι ηγεμόνες διατηρούν την βυζαντινή παράδοση, φέρουν βυζαντινούς τίτλους επικαλούμενοι την συγγένειά τους με βυζαντινές δυναστείες, προσπαθώντας να νομιμοποιήσουν την εξουσία τους.
Την ίδια στιγμή οι Βενετοί ελέγχουν την περιοχή του Βουθρωτού και διάφορες παράκτιες περιοχές. Η οθωμανική παρουσία ήταν έντονη από τα τέλη του 14ου αιώνα, ώσπου επήλθε η οριστική κατάκτηση στα μέσα του 15ου.
Στη διάρκεια της τουρκοκρατίας η Β.Ήπειρος συμμετείχε σε επαναστατικές απόπειρες και συνωμοσίες που γίνονταν στην ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου, με την βοήθεια ή την υπόσχεση για βοήθεια από δυτικές ευρωπαϊκές δυνάμεις. Μια λιγότερο γνωστή συνωμοσία είναι αυτή που έγινε με πρωτοβουλία του επισκόπου Αχρίδος Ιωακείμ και άλλων ιερωμένων και προκρίτων της Ηπείρου και της ΒΔ Μακεδονίας, μετά τη ναυμαχία της Ναυπάκτου, στα 1572-1576.[4]
Σημαντική απόπειρα για γενικό ξεσηκωμό και επανάσταση από τον τουρκικό ζυγό έγινε στην Επανάσταση του 1821, όπου κάτοικοι της Χειμάρρας συμμετείχαν ενεργά και προσπάθησαν να αφυπνίσουν όλους τους Ηπειρώτες ώστε να συμμετάσχουν στον Αγώνα. Καθολικότητα είχε και ο ξεσηκωμός του 1854 όταν οι Ηπειρώτες προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν τον ρωσοτουρκικό πόλεμο, ώστε να κερδίσουν την ελευθερία τους με την προοπτική μελλοντικής ένωσης με την Ελλάδα.[5]
Έως το 1913, ολόκληρη η Ήπειρος αποτελούσε ενιαία γεωγραφική ενότητα. Το πρόβλημα προέκυψε όταν μετά την κατάρρευση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, η Ελλάδα και η νεοσυσταθείσα Αλβανία (1912) διεκδικούσαν για τους δικούς τους λόγους ο καθένας την συγκεκριμένη περιοχή, προβάλλοντας ως κύριο επιχείρημα την πληθυσμιακή σύσταση της Βορείου Ηπείρου (υπό διαφορετική οπτική γωνία η κάθε πλευρά). Ένα από τα επιχειρήματα της Ελλάδας ήταν ότι οι Χριστιανοί Ορθόδοξοι της περιοχής αποτελούσαν φορείς της Βυζαντινής παράδοσης και επομένως έπρεπε να ενταχθούν στο ελληνικό κράτος που πρέσβευε, κατά μια οπτική, την πολιτική του συνέχεια στη νεότερη εποχή.
Εκ των πραγμάτων ήταν πολύ δύσκολο να γίνει προσδιορισμός και διαχωρισμός των πληθυσμών, καθώς επί τουρκοκρατίας οι λαοί κατατάσσονταν ανάλογα με την θρησκεία τους και οι μεταφορές και οι προσμίξεις ήταν εύκολες κάτω από την κοινή τουρκική εξουσία στη Βαλκανική[6][7].
Με την Οθωμανική αυτοκρατορία στα πρόθυρα της πτώσης, η ελληνική κυβέρνηση, με υπόμνημα του υπουργείου Εξωτερικών στις 13 Ιουνίου του 1912, θεωρεί πως στην Ήπειρο και κατ' επέκταση στην Ελλάδα ανήκουν ολόκληρες οι περιφέρειες της Πρέβεζας, της Ηγουμενίτσας, των Ιωαννίνων, το μεγαλύτερο μέρος της περιφέρειας του Αργυρόκαστρου και η μισή περιφέρεια της Αυλώνας από τη γραμμή του Κουρβελέσι και την Κλεισούρα στον Αώο. Σύμφωνα με το υπόμνημα στην Αλβανία ανήκαν ολόκληρο το διαμέρισμα της Σκόδρας και από το διαμέρισμα των Ιωαννίνων μόνο η περιοχή του Βερατίου.
Στις περιοχές που αξίωνε η ελληνική κυβέρνηση ζούσαν επί το πλείστον Έλληνες ορθόδοξοι. Συγκεκριμένα, με βάση την τουρκική απογραφή του 1908, κατοικούσαν εκεί 326.778 χριστιανοί και 174.802 μουσουλμάνοι. Από μια άλλη στατιστική (του Geografico de Agostini της Ρώμης) προκύπτει ότι το 1907 σε ολόκληρη την Ήπειρο κατοικούσαν 452.000 κάτοικοι από τους οποίους οι 297.000 ήταν χριστιανοί και οι 155.000 μουσουλμάνοι. Παρόλα αυτά, όταν οι Τούρκοι αποχωρούσαν από την Ήπειρο το καλοκαίρι του 1912, προς όφελος των Αλβανών, αναγνώρισαν ως αλβανικά τα διαμερίσματα (βιλαέτια) της Σκόδρας, του Κοσόβου, του Μοναστηρίου αλλά και των Ιωαννίνων.[8][9]
Με την έναρξη των Βαλκανικών πολέμων οι Αλβανοί κοινοποίησαν στις Μεγάλες Δυνάμεις, την αμέριστη υποστήριξή τους απέναντι στους Νεότουρκους καθώς έτσι εξυπηρετούσαν και τα δικά τους συμφέροντα. Έτσι στις 7 Δεκεμβρίου 1912 ο ελληνικός στρατός απελευθέρωσε αρχικά την Κορυτσά. Στις αρχές του 1913 ένα άλλο τμήμα του μετά την νίκη στο Μπιζάνι, εισήλθε στα Ιωάννινα και προχωρώντας βόρεια στις 16 Μαρτίου εισήλθε στο Αργυρόκαστρο (16 Μαρτίου) και στο Τεπελένι (19 Μαρτίου).
Στις 29 Ιουλίου 1913 οι Μεγάλες δυνάμεις με τη Συνθήκη του Λονδίνου (1913), αναγνωρίζουν την Αλβανία ως ανεξάρτητο κράτος και με το Πρωτόκολλο Φλωρεντίας (1913) της παραχωρείται η περιοχή της Βορείου Ηπείρου. Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας, Ελευθέριος Βενιζέλος αρχικά αρνήθηκε να παραχωρήσει την περιοχή που κατοικούσαν ελληνικοί πληθυσμοί και ήδη κατείχε με ισχυρές δυνάμεις (13 Οκτωβρίου 1913). Έτσι οι Μεγάλες Δυνάμεις, με υπόμνημα που απέστειλαν στο ελληνικό κράτος στις 13 Φεβρουαρίου 1914, μετά την υπογραφή του νέου Πρωτοκόλλου Φλωρεντίας (1914) απαιτούσαν την αποχώρηση των ελληνικών δυνάμεων από την περιοχή σε διαφορετική περίπτωση δεν θα αναγνωρίζονταν η ελληνική επικυριαρχία επί των νήσων του Αιγαίου (εκτός της Ίμβρου, Τένεδου και Καστελόριζου). Επιπλέον, ζητούσαν από την Ελλάδα να μην ενθαρρύνει καμιά μορφή αντίδρασης στους ελληνικούς πληθυσμούς της περιοχής.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, αφού εξέφρασε τη λύπη του για την αποχώρηση και ζήτησε εγγυήσεις για την ασφάλεια των πληθυσμών, συμφώνησε και ξεκίνησε η σταδιακή αποχώρηση του στρατού. Παρόλα αυτά, οι κάτοικοι της περιοχής αρνήθηκαν να συμβιβαστούν και στις 28 Φεβρουαρίου 1914 επαναστάτησαν και σχημάτισαν προσωρινή κυβέρνηση, με πρωτεύουσα το Αργυρόκαστρο και πρόεδρο τον Γεώργιο Χρηστάκη-Ζωγράφο. Οι Ηπειρώτες αυτοί πίστευαν ότι είχαν προδοθεί από το ελληνικό κράτος, γιατί όχι μόνο αποχώρησε από την περιοχή τους, αλλά και δεν τους προμήθευσε με όπλα για να αμυνθούν έναντι των Αλβανών.[10]
Η αυτόνομη Βόρειος Ήπειρος περιελάμβανε αρχικά εκτός από το Αργυρόκαστρο, την Χειμάρρα, το Δέλβινο, τους Άγιους Σαράντα και την Πρεμετή. Μετά την αποχώρηση όμως των ελληνικών δυνάμεων ξέσπασαν ταραχές μεταξύ των Αλβανών και των Ηπειρωτικών δυνάμεων. Έπειτα από έντονες στρατιωτικές συγκρούσεις οι Βορειοηπειρώτες κατέλαβαν διαδοχικά την Ερσέκα, την περιοχή της Κολώνιας και την Κορυτσά, που είχαν παραδοθεί νωρίτερα στην νεοσύστατη Αλβανική χωροφυλακή από τον ελληνικό στρατό κατά την αποχώρησή του. Η αλβανική κυβέρνηση οδηγήθηκε σε συμβιβασμό και στις 17 Μαρτίου υπογράφτηκε το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας. Σύμφωνα με το πρωτόκολλο αναγνώριζαν την αυτονομία της Β. Ηπείρου και δεσμεύονταν για την διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στα σχολεία αλλά και την θρησκευτική ελευθερία του ελληνικού πληθυσμού.[11]
Το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας ποτέ δεν τέθηκε σε ουσιαστική εφαρμογή. Μετά τη λήξη των διαπραγματεύσεων, καθώς είχε ήδη ξεσπάσει ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, η αλβανική κυβέρνηση καταρρέει και ο Βήντ αποχωρεί από τη χώρα. Οι επαναστάτες σκόπευαν, καθοδηγούμενοι από τους Νεότουρκους, να αποκαταστήσουν την τούρκικη κυριαρχία στην χώρα.
Με την κήρυξη του Α' Παγκοσμίου πολέμου ο ελληνικός στρατός εισέρχεται, στις 27 Οκτωβρίου 1914, για δεύτερη φορά στην περιοχή, "καταλύοντας" τυπικά την προσωρινή κυβέρνηση και θέτοντας πλέον την περιοχή υπό την προστασία του ελληνικού κράτους. Η Ιταλία, για να ενισχύσει τη στρατηγική της θέση, κατέλαβε τον Αυλώνα. Όμως κατά την περίοδο του εθνικού διχασμού, η Ιταλία επωφελήθηκε και κατέλαβε όλη την Ήπειρο, μέχρι και τα Ιωάννινα.
Όταν αργότερα η Ελλάδα μπήκε στον πόλεμο (1917), ο ελληνικός στρατός προέλασε επανακτώντας πόλεις όπως το Αργυρόκαστρο, την Πρεμετή, την Χειμάρρα, τη Ρίζα, το Λεσκοβίκι και την Μοσχόπολη. Το 1921 για δεύτερη φορά στη διάσκεψη των Συμμάχων στο Παρίσι οι περιοχές αυτές επιδικάστηκαν στην Αλβανία, ύστερα από διπλωματικές μηχανορραφίες και ενώ μεσολάβησαν και οι πολεμικές περιπέτειες της Ελλάδας εκείνο το διάστημα.[12][13]
Με την ένταξη της Βορείου Ηπείρου στο αλβανικό κράτος, συνοδεύτηκε και η είσοδός του στην Κοινωνία των Εθνών (Οκτώβριος 1921), όπου η πολιτική του ηγεσία δεσμεύτηκε να σεβαστεί τα κοινωνικά, εκπαιδευτικά, θρησκευτικά δικαιώματα όλων των μειονοτήτων. Όμως παρ'όλα αυτά αναγνωρίστηκε μόνο ένα μικρό τμήμα ως επίσημη 'ελληνική μειονοτική ζώνη' (στις περιοχές Αργυροκάστρου, Αγίων Σαράντα και τρία χωριά στη Χειμάρρα-103 χωριά). Τα επόμενα χρόνια, το αλβανικό κράτος έλαβε μέτρα για τον περιορισμό της ελληνικής εκπαίδευσης, τα ελληνικά σχολεία της περιοχής είτε έκλεισαν είτε μετατράπηκαν σε αλβανικά και πολλοί δάσκαλοι απελάθηκαν από τη χώρα. Ενώ πριν τους Βαλκανικούς πολέμους υπήρχαν στην περιοχή 360 σχολεία, ο αριθμός τους μειώνονταν απότομα ώσπου το 1935 ουσιαστικά έφτασε στο μηδέν:
1926: 78, 1927: 68, 1928: 66, 1929: 60, 1930: 63, 1931: 64, 1932: 43, 1933: 10, 1934: 0
Μετά την επέμβαση της Κοινωνίας των Εθνών το έτος εκείνο (1935), ένας περιορισμένος αριθμός ελληνικών σχολείων επαναλειτούργησε, αποκλειστικά όμως στην εντός της μειονοτικής ζώνης περιοχή[14].
Το 1939 η Ιταλία κατέλαβε αμαχητί την Αλβανία και τον επόμενο χρόνο προσπάθησε να εισβάλει μέσω αυτής στην Ελλάδα. Όμως, με τις νίκες που σημείωσε ο ελληνικός στρατός προωθήθηκε και εισήλθε για τρίτη φορά στην Β. Ήπειρο. Η προέλαση του στρατού και η απελευθέρωση κάθε πόλης γιορταζόταν όχι μόνο από τους αυτόχθονες Έλληνες των περιοχών αυτών αλλά και από όλη την Ελλάδα που ζούσε τον παλμό των επιχειρήσεων στα βουνά του μετώπου.
Τελικά, μετά την συνθηκολόγηση και την παράδοση στους Γερμανούς (Απρίλιος 1941), οι Ιταλοί επέστρεψαν στην Β. Ήπειρο και συμπεριφέρθηκαν στους κατοίκους με αφάνταστη σκληρότητα, όπως και οι Γερμανοί αργότερα. Κάηκαν πάνω από 6.200 σπίτια ενώ υπολογίζεται ότι εκτελέστηκαν περίπου 1.700 Έλληνες[15]. Πολλοί Βορειοηπειρώτες οργάνωσαν ένοπλα αντάρτικα τμήματα στα βουνά της περιοχής, οργανώνοντας το Μέτωπο Απελευθέρωσης Βορείου Ηπείρου. Υπήρχαν και άλλοι Βορειοηπειρώτες που εντάχθηκαν στο πλευρό του κομμουνιστικού αντάρτικου του Ενβέρ Χότζα, βάσει της Χάρτας του Ατλαντικού, με την προσδοκία να λάβουν μετά τον πόλεμο δικαίωμα αυτοδιάθεσης[16]. Με το τέλος του Ελληνικού εμφυλίου πολλά μέλη φιλοκομμουνιστικών αντιστασιακών οργανώσεων εγκαταστάθηκαν στη Βόρεια Ήπειρο.
Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η Αλβανία εντάχθηκε στη σφαίρα επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης. Ο σταλινιστής ηγέτης της Ενβέρ Χότζα έλαβε δρακόντια μέτρα κατά του ελληνικού πληθυσμού της Βορείου Ηπείρου: στα ελληνικά σχολεία διδάσκονταν απλά μεταφράσεις της αλβανικής ιστορίας και πολιτισμού, η 'μειονοτική ζώνη' μειώθηκε από 103 σε 99 χωριά (αποκλείστηκε η Χειμάρρα), πολλοί βορειοηπειρώτες μεταφέρθηκαν με τη βία σε άλλες περιοχές της Αλβανίας, χάνοντας έτσι τα 'μειονοτικά' τους δικαιώματα. Επίσης τοπωνύμια αλλά και προσωπικά ονόματα 'μεταλλάχτηκαν', με τη βία, προς το αλβανικότερο, ενώ η χρήση της ελληνικής γλώσσας απαγορεύτηκε εκτός της μειονοτικής ζώνης αλλά και σε πολλές περιπτώσεις ακόμη και εντός αυτής.
Η χώρα υπήρξε απομονωμένη όλο αυτό το διάστημα, και η συνηθισμένη ποινή για κάποιον που προσπαθούσε να διαφύγει στην Ελλάδα ήταν αυτή του θανάτου καθώς και της εξορίας των συγγενών του για εργασία στα ορυχεία της κεντρικής και βόρειας Αλβανίας. Επίσης, μεταφέρθηκαν έποικοι από άλλες περιοχές (κυρίως μουσουλμανικής θρησκείας) και δημιουργήθηκαν οικισμοί μεταξύ της 'μειονοτικής ζώνης' και περιοχών με επίφοβη αλβανική εθνική συνείδηση.
Το αλβανικό κράτος από το 1967 κατάργησε επισήμως όλες τις θρησκείες. Οποιαδήποτε θρησκευτική εκδήλωση, είτε δημόσια είτε σε ιδιωτικό χώρο, απαγορεύτηκε αυστηρά. Όλες οι εκκλησίες, τα μοναστήρια και γενικά η εκκλησιαστική ακίνητη περιουσία μετατράπηκε σε αποθήκες, εργοστάσια ή γυμναστήρια. Ο κλήρος φυλακίστηκε, η κατοχή θρησκευτικής εικόνας αποτελούσε αδίκημα για τον αλβανικό νόμο. Ο ελληνικός πληθυσμός που η παράδοσή του ήταν στενά συνυφασμένη με τη θρησκεία δέχτηκε δυσανάλογο πλήγμα, αποκομμένος από τις πολιτιστικές του ρίζες.
Από την άλλη πλευρά, ο Ε. Χότζα ως μέρος της πολιτικής του προσέγγισε ορισμένους μεμονωμένους αντιπρόσωπους των Βορειοηπειρωτών, τους οποίους και ανέδειξε πολιτικά. Όμως, όταν το 1960 ο Σοβιετικός Γενικός Γραμματέας Νικίτα Χρουστσώφ, του ζήτησε να δώσει αυτονομία στην περιοχή το απέρριψε αμέσως[14].
Στην Αλβανία, οι Έλληνες θεωρούνται «εθνική μειονότητα», ενώ οι Βλάχοι ελληνικής εθνικής συνείδησης συγκαταλέγονται με τους υπόλοιπους Βλάχους ως «γλωσσική μειονότητα».
Δεν υπάρχει κάποια αξιόπιστη πηγή όσον αφορά το μέγεθος οποιονδήποτε εθνικών μειονοτήτων στην Αλβανία, αν και η ικανοποιητική απογραφή των εθνικών ομάδων είναι μια από τις δεσμεύσεις της Αλβανίας προς την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν στη διάσκεψη του Παρισιού του 1919, η ελληνική μειονότητα αριθμούσε 120.000 κατοίκους, ενώ η τελευταία απογραφή υπό το κομμουνιστικό καθεστώς (1988) αναφέρει μόνο 58.785. Εντούτοις, η περιοχή που μελετήθηκε, περιορίστηκε στα νότια σύνορα της χώρας, στα 99 χωριά της αποκαλούμενης «ελληνικής μειονοτικής ζώνης». Υπό τον περιορισμό αυτό, η συγκεκριμένη απογραφή παρουσίαζε το μέγεθος της μειονότητας κατά πολύ συρρικνωμένο από την πραγματική εικόνα, αποκλείοντας σημαντικές συγκεντρώσεις της ελληνικής μειονότητας εκτός της μειονοτικής ζώνης (π.χ. στην Χειμάρρα, στην Κορυτσά, στην Αυλώνα). Πηγές από την ελληνική μειονότητα έχουν υποστηρίξει ότι υπάρχουν ως και 500.000 Έλληνες στην Αλβανία που αντιστοιχεί στο 12% του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Σε μια εθνολογική μελέτη του 1995, ο αριθμός των Ελλήνων στη Βόρειο Ήπειρο μόνο, υπολογίζεται σε 40.000, ενώ στην υπόλοιπη χώρα υπάρχουν ακόμη 20.000 Έλληνες. Η οργάνωση εθνών και λαών υπολογίζει την ελληνική μειονότητα σε 70.000 περίπου άτομα.[17]
Άλλες ανεξάρτητες πηγές υπολογίζουν ότι ο αριθμός Ελλήνων στη βόρειο Ήπειρο είναι 117.000 (περίπου 3,5% του συνολικού πληθυσμού), ένας αριθμός κοντά στην εκτίμηση που παρέχεται από την CIA (2006) (περίπου 3%, δηλαδή 103.000). Αλλά αυτός ο αριθμός ήταν 8% από την ίδια πηγή έναν χρόνο πριν δηλαδή 230.000.Πάντως ο Πληθυσμός της Ελληνικής Μειονότητας κυμαίνεται σύμφωνα με τις πιο έγκυρες πηγές της Αλβανίας σε περίπου 300.000 άτομα δηλαδή περίπου 7,5%. Σε αυτούς τους αριθμούς πρέπει να προστεθούν και περίπου 250.000 Έλληνες της βόρειου Ηπείρου που κατοικούν σήμερα στην Ελλάδα.[18]
Πολλοί Βλάχοι (ή Αρβανιτόβλαχοι) αυτοπροσδιορίζονται ως Έλληνες, και ιδιαίτερα μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού καθεστώτος στην Αλβανία, οι σχέσεις μεταξύ Βλάχων της Ελλάδας και αυτών της Αλβανίας ενδυναμώθηκαν[19] (υπό μορφή οικονομικής ενίσχυσης και συμμετοχής σε κοινές εκδηλώσεις παραδοσιακού χαρακτήρα). Η τελευταία απογραφή που κατέγραψε στοιχεία όσον αφορά γλωσσικές μειονότητες πραγματοποιήθηκε το 1955, απογράφοντας 4.249 Βλάχους. Σε μια εθνολογική μελέτη του 1995, ο αριθμός των Βλάχων υπολογίστηκε σε 25.000 στην περιοχή της Βορείου Ηπείρου, ενώ στην υπόλοιπη χώρα σε 35.000.
Οι εντάσεις μεταξύ των δύο κρατών στο θέμα της ελληνικής μειονότητας διατηρήθηκαν και μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, ενώ επίσημα η εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ των δύο χωρών ίσχυε μέχρι το 1987. Οι σχέσεις πέρασαν για ένα σύντομο διάστημα ιδιαίτερη κρίση μετά από την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος στην Αλβανία, το 1991. Το 1993 οι αλβανικές αρχές απέλασαν τον Ελληνο-ορθόδοξο Μητροπολίτη Αργυροκάστρου, με την αιτιολογία ότι επέδειξε ανατρεπτική συμπεριφορά. Η κρίση στις σχέσεις επιδεινώθηκαν στα τέλη Αυγούστου του 1994, όταν αλβανικό δικαστήριο καταδίκασε πέντε μέλη (και ένα έκτο μέλος αργότερα) του εθνικού ελληνικού πολιτικού κόμματος "Ομόνοια", με το αιτιολογικό της υπονόμευσης του αλβανικού κράτους. Η Ελλάδα αντέδρασε παγώνοντας όλη την οικονομική ενίσχυση της Ε.Ε. προς την Αλβανία, κλείνοντας τα σύνορα της με την Αλβανία και, μεταξύ Αυγούστου-Νοεμβρίου 1994, απελαύνοντας πάνω από 115.000 παράνομους Αλβανούς μετανάστες. Όμως από τον Δεκέμβριο του 1994, η κρίση ξεπεράστηκε: η Ελλάδα άρχισε να επιτρέπει την περιορισμένη οικονομική ενίσχυση της Ε.Ε. στην Αλβανία, ενώ η Αλβανία απελευθέρωσε δύο από τους κατηγορουμένους της «Ομόνοιας» και μείωσε τις ποινές των υπόλοιπων τεσσάρων.
Οι διακρατικές σχέσεις έχουν βελτιωθεί σημαντικά, κατά τα τελευταία έτη. Οι κυβερνήσεις των δύο χωρών υπέγραψαν σύμφωνο φιλίας και συνεργασίας στις 21 Μαρτίου 1996. Στα πλαίσια αυτά, η Ελλάδα είναι σήμερα ο κύριος εξωτερικός επενδυτής της Αλβανίας, επενδύοντας περισσότερα από 400 εκατομμύρια δολάρια, καθώς και ο δεύτερος μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Αλβανίας: στην Αλβανία τα ελληνικά προϊόντα αποτελούν περίπου το 21% των εισαγωγών, ενώ το 12% των αλβανικών εξαγωγών κατευθύνονται στην Ελλάδα. Η Ελλάδα είναι επίσης ο τέταρτος μεγαλύτερος χρηματοδότης της Αλβανίας, καθώς η οικονομική της ενίσχυση ανέρχεται σε 73,8 εκατομμύριο ευρώ[20].
Στα επόμενα έτη, οι εντάσεις περιορίστηκαν κυρίως κατά την διάρκεια εκλογικών περιόδων στην Αλβανία (είτε βουλευτικών είτε δημοτικών) και ιδιαίτερο φανατισμό στην κοινή γνώμη δημιουργούσε πιθανή εκλογή υποψηφίων του κόμματος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το οποίο εκπροσωπεί πολιτικά την μειονότητα. Το 2000, οι αλβανικές δημοτικές εκλογές επικρίθηκαν από διεθνείς οργανισμούς ανθρώπινων δικαιωμάτων για σοβαρές παρατυπίες, που αναφέρθηκαν ότι κατευθύνονταν κατά υποψηφίων του κόμματος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στις πρόσφατες δημοτικές εκλογές (Φεβρουάριος 2007) συμμετείχε σημαντικός αριθμός υποψηφίων από την μειονότητα. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση στην Χειμάρρα, όπου ο υποψήφιος εκπρόσωπος της μειονότητας, επανεκλέχθηκε δήμαρχος με ποσοστό 57,13 %, παρόλο που τα δύο κύρια αλβανικά κόμματα (κυβέρνησης και αντιπολίτευσης) τοποθέτησαν κοινό υποψήφιο εναντίον του. Έλληνες παρατηρητές της εκλογικής διαδικασίας είχαν εκφράσει την ανησυχία τους για παρατυπίες στην εν λόγω εκλογική διαδικασία[21].
Τα 99 χωριά της «ελληνικής μειονοτικής ζώνης» στη βόρειο Ήπειρο χρησιμοποιούν επισήμως τα ελληνικά ως κύρια γλώσσα. Έχουν υπάρξει όμως, διάφορα ζητήματα μεταξύ ελληνικής μειονότητας και αλβανικών αρχών όπως:
Τα ζητήματα αυτά ως επί το πλείστον δεν προκαλούν βίαιες αντιδράσεις.
Στη Αλβανία σήμερα υπάρχουν νομοθεσίες για την διατήρηση και την προστασία της ελληνικής μειονότητας της Β. Ηπείρου (που ανάλογα την πηγή κυμαίνεται από 135.000 ως 400.000 άτομα), αλλά δεν τηρούνται πάντα. Ένα σημαντικό κομμάτι της ελληνικής εθνικής μειονότητας της Β. Ηπείρου ζει και εργάζεται σήμερα στην Ελλάδα (περίπου 250.000 άτομα).
Στις αρχές Οκτωβρίου 2011, πραγματοποιήθηκε η πρώτη απογραφή εθνοτήτων στην Αλβανία από την κατάρρευση του κομμουνιστικού καθεστώτος, ως ικανοποίηση μακροχρόνιων απαιτήσεων των εκπροσώπων τοπικών παραγόντων στη Βόρεια Ήπειρο καθώς και διεθνών οργανισμών.[22] Παρόλα αυτά, εκπρόσωποι του εκεί Ελληνισμού ανέφεραν σειρά από παρατυπίες που σκοπό έχουν να εμφανίσουν το μέγεθος της ελληνικής μειονότητας κατά πολύ περιορισμένο από το πραγματικό. Ιδιαίτερα, ύστερα από πρόταση του εθνικιστικού κόμματος PDIU τον Ιούνιο, το αλβανικό κοινοβούλιο επικύρωσε τροποποίηση όπου όποιος πολίτης δηλώσει διαφορετική εθνική ταυτότητα από αυτήν που αναγράφει το πιστοποιητικό γέννησής του, επιβαρύνεται με πρόστιμο 1.000 δολαρίων και σε περίπτωση αδυναμίας πληρωμής θα φυλακίζεται. Ως πιστοποιητικά γέννησης θα λαμβάνονται και αυτά επί του ολοκληρωτικού καθεστώτος Ενβέρ Χότζα, όπου Έλληνας δεν μπορούσε να δηλωθεί όποιος δεν κατοικούσε στα 99 χωριά της λεγόμενης 'μειονοτικής ζώνης'.[23][24][25]
Εξαιρετικά σημαντική υπήρξε η φιλεκπαιδευτική δραστηριότητα στην περιοχή. Είχε ειπωθεί ότι από τα μέσα του 19ου αιώνα ως τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο σχεδόν κάθε χωριό είχε το δικό του ελληνικό σχολείο. Βέβαια η εκπαίδευση στην περιοχή ως το 1914 ήταν σχεδόν αποκλειστικά ελληνική.
Τα πρώτα βήματα για την ίδρυση σχολείων και εκκλησιαστικών ιδρυμάτων πραγματοποιήθηκαν με πρωτοβουλία τοπικών επισκόπων (Δρυϊνουπόλεως Ματθαίου, Αργυροκάστρου Σοφιανού και του Νεκταρίου Τέρπου) κατά τον 17ο αιώνα. Τον 18ο αιώνα ο Κοσμάς ο Αιτωλός πραγματοποιεί εκτεταμένες περιοδείες στην περιοχή και ιδρύει μεγάλο αριθμό σχολείων σχεδόν σε κάθε χωρίο που επισκέπτεται μέχρι τον βίαιο θάνατο του στο Κολικόντασι από Μουσουλμάνους.
Στην Μοσχόπολη λειτουργούσε από τον 18ο αιώνα σημαντική σχολή, η Νέα Ακαδημία που επί πολλές δεκαετίες λειτούργησε ως αλληλοδιδακτικό σχολείο, κυρίως χάρη στις δωρεές του Μοσχοπολίτη βαρώνου Σίμωνας Σίνα. Εκεί λειτούργησε το μοναδικό τυπογραφείο στην Βαλκανική χερσόνησο (με εξαίρεση την Κωνσταντινούπολη) και εκδόθηκε μεγάλος αριθμός βιβλίων. Όμως η Μοσχόπολη καταστράφηκε διαδοχικά από τον φανατισμό των Μουσουλμάνων του Αλή Πασά.
Στο Αργυρόκαστρο λειτουργούσε σχολείο από το 1663, που το 1821 λόγω της Επανάστασης έκλεισε, όμως επαναλειτούργησε το 1830. Άλλη αξιόλογη σχολή ήταν του Δέλβινου που είχε ιδρυθεί το 1537 επί Ενετοκρατίας. Συντηρούνταν από τα κληροδοτήματα εύπορων Δελβινιωτών και αναδείχτηκε σε φυτώριο μάθησης υψηλής στάθμης για την εποχή. Σημαντικές ήταν και η σχολή της Άνω και Κάτω Δρόβιανης που ιδρύθηκε του 1773 από τον Κοσμά τον Αιτωλό.
Στην περιοχή Δρυϊνουπολεως το 1874, σύμφωνα με έκθεση του «Ηπειρωτικού Εκπαιδευτικού Συλλόγου» λειτουργούσαν σε σύνολο 157 χωριών, 78 σχολεία. Το 1874 ιδρύθηκαν στο Κεστοράτι (χωριό βόρεια του Αργυροκάστρου) τα «Ζωγράφεια Διδασκαλεία» από τον Χρηστάκη Ζωγράφο, τα διδασκαλεία αυτά είχαν σκοπό την μόρφωση των δασκάλων (αρρένων και θηλέων) για την δημοτική εκπαίδευση. Τα διδασκαλεία αυτά στα 18 χρόνια λειτουργίας τους εκπαίδευσαν πάνω από 400 δασκάλους. Με την επιχορήγηση του Ζωγράφου ανεγέρθηκαν μεγαλοπρεπή διδακτήρια, που εγκαταστάθηκαν εκτός από τα διδασκαλεία, και τα προϋπάρχοντα σχολεία το παρθεναγωγείο και το νηπιαγωγείο. Ο Ζωγράφος ανέλαβε τα έξοδα για την λειτουργία τους, καθώς και τα έξοδα διατροφής και ενδυμασίας 60 υπότροφων σπουδαστών. Δυστυχώς, παρόλη την ανοδική πορεία που σημείωνε η λειτουργία τους, διαλύθηκαν το 1891, λόγω έντονων αντιπαραθέσεων παραγόντων της περιοχής. Ουσιαστική ήταν και η συμβολή των «Ζάππειων Σχολείων» στο Λάμποβο. Στο ίδιο χωριό λειτουργούσαν παρθεναγωγείο και υφαντήριο, ενώ είχε συγκροτηθεί και βιβλιοθήκη με 400 τόμους Ελλήνων και Λατίνων συγγραφέων.
Στην περιοχή Κορυτσάς σε σύνολο 26.213 κατοίκων (1870) λειτουργούσαν 92 σχολεία με περισσότερους από 3.000 μαθητές. Το πρώτο ελληνικό σχολείο στην Κορυτσά λειτούργησε τον 18ο αιώνα, όμως το 1821 καταστράφηκε λόγω της Επανάστασης, αλλά ξαναλειτούργησε το 1830. Το 1856 ανεγέρθηκαν από το εκκλησιαστικό ταμείο της πόλης και με χορηγία του ευεργέτη Γεωργίου Μπάγκα τα διδακτήρια της σχολής. Από το 1887-88 άρχισε να λειτουργεί στην Κορυτσά πλήρες γυμνάσιο με χορηγία του Ιωάννη Μπάγκα.
Με την δημιουργία του Ελληνικού κράτους (1830) αριθμός εύπορων Βορειοηπερωτών συνδράμει στην ανοικοδόμησή του. Οικοδομήματα και ιδρύματα όπως το Αστεροσκοπείο Αθηνών, τα Αρσάκεια εκπαιδευτήρια, η Ακαδημία Αθηνών, το Ζάππειο Μέγαρο υπήρξαν ορισμένες από τις δωρεές που τις οφείλει σε σημαντικές προσωπικότητες της περιοχής. Ιδιαίτερα η ιδέα της αναβίωσης των Ολυμπιακών Αγώνων ξεκίνησε με ενέργειες του Ευάγγελου Ζάππα από τα μέσα του 19ου αιώνα. Πολλοί βορειοηπειρώτες συμμετέχουν και στην πολιτική και οικονομική ζωή του ελληνικού κράτους αλλά και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας της εποχής εκείνης, υποστηρίζοντας δυναμικά τα ανιδιοτελή συμφέροντά τους προς όφελος του Ελληνισμού.
Η τέχνη στην Βόρεια Ήπειρο γίνεται είναι οργανικό τμήμα της όλης μεταβυζαντινής τέχνης της Ηπείρου, γίνεται κατανοητή σε στενή συνάρτηση με αυτή καθώς και με την τέχνη της Μακεδονίας. Ακόμη και αν ένας σημαντικός αριθμός μνημείων έπεσε θύμα των ιστορικών τυχών της Αλβανίας, ωστόσο ό,τι διασώθηκε μαρτυρεί με τα χαρακτηριστικά του στοιχεία έναν απαράγραπτα ενιαίο πολιτισμό με την υπόλοιπη Ήπειρο.
Ο γεωγραφικός χώρος της Ηπείρου γεωγραφικά ανήκει στην βυζαντινή και μεταβυζαντινή σφαίρα επιρροής[26][27]. Από το δεύτερο μισό του 16ου αιώνα παρατηρείται έντονη δραστηριότητα. Απαντόνται όλοι οι βασικοί τύποι ναών, αλλά σπανίζουν οι σταυρεπισκεποί. Τα μοναστικά κέντρα ακολουθούν μορφές καθιερωμένες από την βυζαντινή παράδοση. Από τον 18ο αιώνα είναι χαρακτηριστική η επικράτηση μεγάλων διαστάσεων τρίκλητης βασιλικής είναι εμφανής, όπως οι ναοί της Μοσχόπολης. Διασώζονται, μέχρι και σήμερα, οχυρωμένες μονές (περιοχή Αγίων σαράντα). Υπάρχει μεγάλη ποικιλία από πετρόκτιστες γέφυρες. Άρτιας τεχνικής, όπως αυτή του Βερατίου. Επίσης ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι οχυρωμένες κατοικίες (πυργόσπιτα ή κούλιες) στο Αργυρόκαστρο, τη Χειμάρρα, την Κλεισούρα κ.α.
Από τον 16ο αιώνα εμφανίζονται πολλοί αγιογράφοι στην περιοχή, ο πιο γνωστός είναι ο Ονούφριος, που η δράση του έφτασε ως την Καστοριά, καθώς και πολλοί άλλοι. Τον 18ο αιώνα ο Δαυίδ από την Σελενίτσα (περιοχή Κολόνιας/Ερσέκα) εισάγει από τον Άθω το «νεομακεδονικό» ύφος, ενώ τον ίδιο αιώνα τα αδέλφια Αθανάσιος και Κωνσταντίνος από την Κορυτσά ακολουθούν τα ίδια πρότυπα. Έχουν διασωθεί πολλά έργα και από εκπροσώπους της κρητικής σχολής, με προσεγγίσεις πολλές φορές προς την δυτική τέχνη σε θέματα εικονογραφίας και ύφους.
Σημειώνονται εξαιρετικά δείγματα ξυλόγλυπτων κατασκευών (τέμπλα, άμβωνες, θρόνοι) στις πόλεις και χωριά: Μοσχόπολη, Κορυτσά, Βεράτιο, Ελβασάν, Βιθυκούκι, Λάμποβο, Μονή Παναγίας στην Αρδενίτσα κ.α.. Υπήρξαν και ντόπιοι ταγιαδόροι, καθώς μαρτυρούνται εξαγωγές τέτοιων προϊόντων.
Το τραγούδι και ο χορός ήταν από τα λίγα στοιχεία της παράδοσης που δεν απαγορεύτηκαν άμεσα κατά τη διάρκεια των ολοκληρωτικών καθεστώτων που γνώρισε η Βόρεια Ήπειρος. Η μουσική παράδοση είναι δεμένη και ταυτόσημη με την Ηπηρώτικη παράδοση. Οι χοροί είναι κυρίως 'Στα Δύο', 'Στα Τρία', 'Πωγωνίσιος' και 'Συρτός'. Το τραγούδι των Βορειοηπειρώτων είναι μια σύνθεση από πολλές φωνές ή αργότερα από πολλά μουσικά όργανα. Το ιδιόμορφο ύφος του βορειοηπειρώτικου τραγουδιού προέκυψε από τη πολυφωνική αρμονική μελωδία, που συνδυάζεται με τη λυγερή και εύθυμη, μελωδική επανάληψη. Γι' αυτό λέγεται και πολυφωνικό. Για να ηχήσει μελωδικά το μουσικό κομμάτι το σύνολο των τραγουδοποιών αποτελείται από 4 ως 10 άτομα, καθένα με διαφορετικό ρόλο στην απήχηση του τραγουδιού. Ο αυτοσχεδιασμός και η εναλλαγή των συνδυασμένων φωνών προσφέρουν μοναδικά ηχητικά αποτελέσματα. Το πολυφωνικό τραγούδι που ανάγεται στην αρχαία ελληνική παράδοση, χαρακτηρίζεται από ομαδική παρουσίαση, φωνητικό χαρακτήρα και ανημίτονη πεντατονική κλίμακα[28].
Ο θεματικός κύκλος του βορειοηπειρώτικου δημοτικού τραγουδιού αναφέρεται σε χαρές, λύπες, αγωνίες, καθώς επίσης και στη γενναιότητα, τον πόνο της ξενιτιάς, την ευγνωμοσύνη του σε γενναία παλικάρια, την αγάπη για τη φύση και την προσήλωση σε αγαπητά και ποθητά πρόσωπα. Ορισμένα χαρακτηριστικά τραγούδια με έντονο θρησκευτικό περιεχόμενο είναι η Δεροπολίτισσα και του Δελή-Παπά.[29] Ο στίχος πολλών κομματιών με θέμα την ξενιτιά ενέχει και διττό περιεχόμενο, υποδηλώνοντας τον πόθο για ένωση με τις πολιτιστικές και πολιτισμικές του ρίζες, στην Ελλάδα[εκκρεμεί παραπομπή].
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.