From Wikipedia, the free encyclopedia
Το Βεγγαλικό Γλωσσικό Κίνημα (βεγγαλικά: ভাষা আন্দোলন, Μπάσα Αντολόν) ήταν πολιτικό κίνημα στην πρώην Ανατολική Βεγγάλη (σημερινό Μπαγκλαντές) που υποστήριζε την αναγνώριση της Βεγγαλικής γλώσσας ως επίσημης γλώσσα στο τότε Ντομίνιον του Πακιστάν, προκειμένου να επιτραπεί η χρήση της στη κυβέρνηση, στην εκπαίδευση, στα μέσα ενημέρωσης και σε άλλους τομείς της δημόσιας ζωής.
Όταν το Ντομίνιον του Πακιστάν σχηματίστηκε από τη διχοτόμηση της Ινδίας το 1947, η χώρα αποτελούταν από διάφορες εθνοτικές και γλωσσικές ομάδες. Η χώρα αποτελούταν από δύο ασυνεχείς πτέρυγες, το Δυτικό Πακιστάν και την επαρχία της Ανατολικής Βεγγάλης (η οποία μετονομάστηκε το 1956 σε Ανατολικό Πακιστάν) στην οποία κατοικούσαν οι Βεγγαλέζοι. Το 1948, η κυβέρνηση του Ντομίνιον του Πακιστάν υιοθέτησε τα Ούρντου ως μοναδική εθνική γλώσσα, προκαλώντας εκτεταμένες διαμαρτυρίες στην πλειοψηφία των Βεγγαλέζων της ανατολικής Βεγγάλης. Αντιμέτωποι με τις αυξανόμενες θρησκευτικές εντάσεις και τη μαζική δυσαρέσκεια με το νέο νόμο, η κυβέρνηση κήρυξε εκτός νόμου τις δημόσιες συναντήσεις και συγκεντρώσεις. Οι φοιτητές του Πανεπιστημίου της Ντάκα και άλλοι πολιτικοί ακτιβιστές αμφισβήτησαν το νόμο και διοργάνωσαν διαμαρτυρία στις 21 Φεβρουαρίου 1952. Το κίνημα έφτασε στο αποκορύφωμά του όταν η αστυνομία σκότωσε διαδηλωτές την ίδια ημέρα. Οι θάνατοι προκάλεσαν εκτεταμένες πολιτικές αναταραχές. Μετά από χρόνια συγκρούσεων, η κεντρική κυβέρνηση υποχώρησε και έδωσε επίσημη υπόσταση στη Βεγγαλική γλώσσα αλλάζοντας το καθεστώς στις 29 Φεβρουαρίου 1956.
Το γλωσσικό κίνημα ήταν καταλύτης στον ισχυρισμό της εθνικής ταυτότητας των Βεγγαλέζων στην Ανατολική Βεγγάλη και το Ανατολικό Πακιστάν και έγινε προπομπός των Βεγγαλικών εθνικιστικών κινημάτων, συμπεριλαμβανομένου του Κινήματος των Έξι Σημείων και στη συνέχεια του Απελευθερωτικού Πολέμου του Μπαγκλαντές και του Ινδοπακιστανικού Πολέμου του 1971. Στο Μπαγκλαντές, η 21η Φεβρουαρίου (Εκουσέι Φεμπρουγιαρί), έχει καθιερωθεί ως εθνική εορτή. Στη μνήμη των θυμάτων του κινήματος κατασκευάστηκε το μνημείο Σαχίντ Μινάρ. Το 1999, η Ουνέσκο ονόμασε την 21η Φεβρουαρίου ως Διεθνή Ημέρα Μητρικών Γλωσσών[1] ως φόρο τιμής στο Γλωσσικό Κίνημα και τα εθνογλωσσικά δικαιώματα των ανθρώπων σε όλο τον κόσμο[1].
Από το 1953 και μετά, η 21η Φεβρουαρίου αποτελεί εορτή στο Μπανγκλαντές. Για παράδειγμα, άνθρωποι από κάθε γωνιά του Μπανγκλαντές συμμετέχουν σε εορταστικές εκδηλώσεις και αποτίουν φόρο τιμής στο Σαχίντ Μινάρ. Οι άνθρωποι κρατούν μαύρα σήματα ως ένδειξη πένθους όλη την ημέρα. Από την ίδρυση του ανεξάρτητου Μπαγκλαντές το 1971, η ημέρα γιορτάζεται ως εθνική ημέρα πένθους και μερικές φορές ως εθνική ημέρα μαρτυρίου. Από το 2001, η ημέρα εορτάζεται ως Διεθνής Ημέρα Μητρικής Γλώσσας. Επίσης, το Μπανγκλαντές Μπετάρ, η Τηλεόραση του Μπανγκλαντές και άλλα τηλεοπτικά κανάλια μεταδίδουν ειδικά προγράμματα για την επέτειο ενώ οι εφημερίδες δημοσιεύουν ειδικά ένθετα[2].
Τα μεταγενέστερα κράτη του Πακιστάν και του Μπαγκλαντές, κατά τη διάρκεια της βρετανικής αποικιοκρατίας ήταν μέρος μιας αδιαίρετης Ινδίας. Από τα μέσα του 19ου αιώνα, η γλώσσα Ούρντου είχε προωθηθεί ως κύρια γλώσσα των Ινδών μουσουλμάνων από πολιτικούς και θρησκευτικούς ηγέτες, όπως οι Σερ Χουάτζα Σαλιμουλάχ, Σερ Σιέντ Αχμέντ Χαν, Ναουάμπι Βικάρ-ουλ-Μουλκ και Μόλβι Αμπντούλ Χακ.[3][4] Η Ούρντου είναι ινδοάρια γλώσσα και ανήκει στον ινδοϊρανικό κλάδο της ινδοευρωπαϊκής γλωσσικής οικογένειας. Εξελίχθηκε υπό περσική, αραβική και τουρκική επιρροή στα απαμπράμσα (τελευταίο γλωσσικό στάδιο της μεσαιωνικής Ινδοάριας γλώσσας Πάλι-Πρακρίτ)[5] στη Νότια Ασία κατά τη διάρκεια του Σουλτανάτου του Δελχί και της Αυτοκρατορίας των Μουγκάλ[6]. Γραμμένη στο περσοαραβικό αλφάβητο, θεωρούταν ζωτικό στοιχείο του ισλαμικού πολιτισμού για τους Ινδούς Μουσουλμάνους. Τα Χίντι και το ντεβανάγκαρι θεωρήθηκαν θεμελιώδη στοιχεία του ινδουιστικού πολιτισμού.[3]
Ενώ η χρήση των Ούρντου έγινε δημοφιλής μεταξύ των Μουσουλμάνων στη βόρεια Ινδία, οι Μουσουλμάνοι της Βεγγάλης (μια επαρχία στο ανατολικό τμήμα της Βρετανικής Ινδίας) χρησιμοποιούσαν κυρίως τη Βεγγαλική γλώσσα. Τα βεγγαλικά είναι ανατολική Ινδοάρια γλώσσα που προέκυψε από τις ανατολικές Μεσοινδικές γλώσσες γύρω στο 1000 μ.Χ.[7] και αναπτύχθηκε σημαντικά κατά τη διάρκεια της Βεγγαλικής Αναγέννησης. Ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, κοινωνικοί ακτιβιστές όπως η Μουσουλμάνα φεμινίστρια Ρόκια Σαχαουάτ Χοσέν επέλεξαν να γράψουν στα βεγγαλικά με σκοπό να την μετατρέψουν σε σύγχρονη λογοτεχνική γλώσσα. Οι υποστηρικτές των βεγγαλικών ήταν κατά των Ούρντου ακόμη και πριν από την κατάτμηση της Ινδίας, όταν αντιπρόσωποι από τη Βεγγάλη απέρριψαν την ιδέα της υιοθέτησης των Ούρντου ως λίνγκουα φράνκα των Μουσουλμάνων της Ινδίας το 1937. Ο Μουσουλμανικός Σύνδεσμος ήταν πολιτικό κόμμα της Βρετανικής Ινδίας που ήταν κινητήρια δύναμη πίσω από τη δημιουργία του Πακιστάν ως ξεχωριστό Μουσουλμανικό κράτος από τη Βρετανική Ινδία.[8]
Μετά την διχοτόμηση της Ινδίας το 1947, οι Βεγγαλέζοι στην Ανατολική Βεγγάλη, το μη συνεχές ανατολικό τμήμα του Ντομίνιον του Πακιστάν, αποτελούσαν τα 44 εκατομμύρια ή σχεδόν το 60% του πληθυσμού στο νεοσύστατο Πακιστάν[9][10]. Ωστόσο, η κυβέρνηση, οι δημόσιες υπηρεσίες και ο στρατός αποτελούνταν κυρίως από άτομα με καταγωγή από το Δυτικό Πακιστάν[11]. Το 1947, ένα βασικό ψήφισμα σε εθνική διάσκεψη κορυφής για την εκπαίδευση στο Καράτσι υποστήριξε τα Ούρντου ως μοναδική κρατική γλώσσα και επισημοποιήθηκε η αποκλειστική της χρήση στα μέσα ενημέρωσης και τα σχολεία[12][13]. Γρήγορα δημιουργήθηκαν αντιθέσεις και διαμαρτυρίες. Οι σπουδαστές από τη Ντάκα συνασπίστηκαν υπό την ηγεσία του Αμπούλ Κασέμ, γραμματέα της οργάνωσης Ταμαντούν Ματζλίς, ισλαμικού πολιτιστικού οργανισμού της περιοχής. Οι Βεγγαλέζοι ζητούσαν την επισημοποίηση των Βεγγαλικών και την καθιέρωση τους ως μέσο εκπαίδευσης στην Ανατολική Βεγγάλη.[14] Ωστόσο, η Πακιστανική Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας απέσυρε τα Βεγγαλικά από τα σχολικά μαθήματα, χαρτονομίσματα και γραμματόσημα. Ο υπουργός Παιδείας Φαζλούρ Ραχμάν διεξήγαγε εκτεταμένες προετοιμασίες για να καταστήσει τα Ούρντου μόνη κρατική γλώσσα του Ντομίνιον του Πακιστάν[15]. Αυτό προκάλεσε δημόσια διαμαρτυρία και πολλοί Βεγγαλέζοι φοιτητές συναντήθηκαν στην πανεπιστημιούπολη του πανεπιστημίου της Ντάκα στις 8 Δεκεμβρίου 1947, για να διεξάγουν διαμαρτυρία για τη παραχώρηση καθεστώτος επίσημης γλώσσας για τα βεγγαλικά. Για να προωθήσουν το αίτημά τους, οι φοιτητές από την Ανατολική Βεγγάλη διοργάνωσαν πορείες και συγκεντρώσεις στη Ντάκα[9].
Οι κορυφαίοι λόγιοι της Βεγγάλης υποστήριξαν ότι η Ούρντου δεν πρέπει να είναι η μόνη κρατική γλώσσα. Ο συγγραφέας Αμπούλ Μανσούρ Αχμέντ δήλωσε: Εάν η Ούρντου γίνει η κρατική γλώσσα, οι μορφωμένοι της Ανατολικής Βεγγάλης θα γίνουν «αναλφάβητοι» και «μη επιλέξιμοι» για κυβερνητικές θέσεις[16]. Η πρώτη Ραστραμπάσα Σάνγκραμ Παρισάντ (Εθνική Επιτροπή Γλωσσικής Δράσης), οργάνωση υπέρ της καθιέρωσης των Βεγγαλικών ως κρατική γλώσσα, διαμορφώθηκε στα τέλη Δεκεμβρίου 1947. Ο καθηγητής Νουρούλ Χακ Μπούιγιαν του Ταμμαντούν Ματζλίς συγκάλεσε την επιτροπή.[9][17] Αργότερα, ο βουλευτής Σαμσούλ Χακ συγκάλεσε νέα επιτροπή για να προωθήσει τα βεγγαλικά ως κρατική γλώσσα. Ο βουλευτής της Εθνοσυνέλευσης Ντιρεντρανάθ Ντάτα πρότεινε νομοσχέδιο που θα επέτρεπε στα μέλη του κοινοβουλίου του Πακιστάν να μιλούν στα Βεγγαλικά και να χρησιμοποιούνται για επίσημους σκοπούς.[9] Η πρόταση του Ντάτα υποστηρίχθηκε από τους νομοθέτες Πρεμ Χάρι Μπούρμαν, Μπουπέντρα Κουμάρ Ντάτα και Σρις Τσάντρα Τσαταοπαντγιάγια της Ανατολικής Βεγγάλης, καθώς και από τους κατοίκους της περιοχής[9]. Ο Πρωθυπουργός Λιακάτ Αλή Χαν και η Μουσουλμανική Ένωση καταδίκασαν την πρόταση ως προσπάθεια διαίρεσης του πακιστανικού λαού, με αποτέλεσμα την απόρριψη του νομοσχεδίου.[9][18]
Οι φοιτητές του Πανεπιστημίου της Ντάκα και άλλων σχολών της πόλης διοργάνωσαν γενική απεργία στις 11 Μαρτίου 1948 για να διαμαρτυρηθούν για την παράλειψη της βεγγαλικής γλώσσας από επίσημη γλώσσα, συμπεριλαμβανομένων των νομισμάτων, γραμματοσήμων και εξετάσεων πρόσληψης για το ναυτικό. Το κίνημα επιβεβαίωσε την απαίτηση καθιέρωσης των βεγγαλικών ως επίσημη γλώσσα του Πακιστάν. Οι πολιτικοί ηγέτες Σαμσούλ Χακ, Σάουκατ Αλί, Σιρατζούλ Ισλάμ, Καζί Γκολάμ Μαχμπούμπ, Ολί Αχάντ, Αμπντούλ Ουαχέντ και άλλοι συνελήφθησαν κατά τη διάρκεια των συγκεντρώσεων. Ο ηγέτης του συλλαλητηρίου Μοχαμάντ Τοάχα νοσηλεύτηκε μετά από προσπάθεια να κλέψει ένα τουφέκι από έναν αστυνομικό. Οι ηγέτες των φοιτητών, όπως ο Αμπντούλ Ματίν και ο Αμπντούλ Μαλέκ Ουτίλ, συμμετείχαν στην διαδήλωση[9].
Το απόγευμα της 11ης Μαρτίου διεξήχθη συνάντηση διαμαρτυρίας κατά της αστυνομικής βίας και των συλλήψεων. Μια ομάδα φοιτητών που κινούνταν προς τον επικεφαλής υπουργό Χαουάτζα Ναζιμουντίν σταμάτησε μπροστά από το Ανώτατο Δικαστήριο της Ντάκα. Το συλλαλητήριο άλλαξε κατεύθυνσή και κινήθηκε προς το κτιρίο της Γραμματείας. Η αστυνομία επιτέθηκε στην πορεία τραυματίζοντας πολλούς φοιτητές και ηγέτες, συμπεριλαμβανομένου του Α.Κ. Φαζλούλ Χακ[20]. Στις επόμενες τέσσερις ημέρες η Ντάκα μπήκε σε απεργιακό κλοιό. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο πρωθυπουργός Ναζιμουντίν υπέγραψε συμφωνία με τους ηγέτες των φοιτητών, συμφωνώντας με ορισμένα από τα αιτήματά τους, αλλά δεν συμφώνησε στην καθιέρωση των βεγγαλικών ως επίσημη γλώσσα[9].
Στο αποκορύφωμα των δημοσίων αναταραχών, ο γενικός κυβερνήτης του Πακιστάν Μοχάμεντ Αλί Τζίννα έφτασε στη Ντάκα στις 19 Μαρτίου 1948. Στις 21 Μαρτίου, σε δημόσια ομιλία του στο Ρέισκορς Γκράουντ, υποστήριξε ότι το γλωσσικό ζήτημα σχεδιάστηκε από μια πέμπτη φάλαγγα για τη διάσπαση των πακιστανών μουσουλμάνων[21][22][23][24][25]. Ο Τζίνα επίσης δήλωσε ότι τα «Ούρντου, και μόνο τα Ούρντου» ενσωματώνουν το πνεύμα των μουσουλμανικών εθνών και θα παραμείνουν επίσημη γλώσσα του κράτους,[9][23][26][27] χαρακτηρίζοντας τους διαφωνούντες ως "Εχθρούς του Πακιστάν". Ο Τζίνα έδωσε παρόμοια ομιλία στην αίθουσα Κέρζον του Πανεπιστημίου της Ντάκα στις 24 Μαρτίου[11]. Και στις δύο ομιλίες, ο Τζίνα διεκόπη από μεγάλα τμήματα του ακροατηρίου. Αργότερα, συγκάλεσε σε συνεδρίαση μια επιτροπή δράσης για τη κρατική γλώσσα και απέρριψε τη σύμβαση που υπέγραψε ο Χαουάτζα Ναζιμουντίν με τους ηγέτες των φοιτητών.[20] Πριν φύγει από τη Ντάκα στις 28 Μαρτίου έδωσε συνέντευξη στο τοπικό ραδιόφωνο, επιβεβαιώνοντας την πολιτική του για την Ούρντου.[28]
Λίγο αργότερα η τοπική κυβέρνηση της Ανατολικής Βεγγάλης δημιούργησε τη Γλωσσική Επιτροπή της Ανατολικής Βεγγάλης (με πρόεδρο τον Μαουλάνα Ακράμ Χαν) με σκοπό να συντάξει έκθεση σχετικά με το γλωσσικό πρόβλημα.[29] Η Επιτροπή ολοκλήρωσε την έκθεσή της στις 6 Δεκεμβρίου 1950, αλλά η έκθεση παρέμεινε αδημοσίευτη μέχρι το 1958. Η κυβέρνηση πρότεινε την υιοθέτηση την μετάβαση των βεγγαλικών σε αραβική γραφή ως πιθανή λύση.[30]
Ο διάδοχος Χαουάτζα Ναζιμουντίν υπερασπίστηκε με σθένος τη πολιτική υπέρ των Ούρντου σε ομιλία του στις 27 Ιανουαρίου 1952.[20] Στις 31 Ιανουαρίου, η Σορμποντόλιο Κέντριο Ραστρομπάσα Κόρμι Πορισόντ (Πανκομματική Κεντρική Επιτροπή Δράσης για τη Γλώσσα) πραγματοποίησε σύσκεψη στην αίθουσα της βιβλιοθήκης του δικηγορικού συλλόγου του Πανεπιστημίου της Ντάκα, υπό την προεδρία του Μαουλάνα Μπασάνι.[9][31] Στη συνάντηση, οι συμμετέχοντες ήταν κατηγορηματικά αντίθετοι με τη μετάβαση της βεγγαλικής γλώσσας σε αραβική γραφή. Η επιτροπή δράσης ανακοίνωσε διαμαρτυρία στις 21 Φεβρουαρίου, μαζί με απεργίες και συλλαλητήρια.[20] Σε μια προσπάθεια να αποτρέψει τη διαδήλωση, η κυβέρνηση επέβαλε τη παράγραφο 144 στην Ντάκα, απαγορεύοντας κάθε συγκέντρωση.[9]
Στις 9 π.μ., οι φοιτητές άρχισαν να μαζεύονται στο Πανεπιστήμιο της Ντάκα αψηφώντας την απαγόρευση. Ο αντιπρόεδρος και άλλοι υψηλόβαθμοι του πανεπιστημίου ήταν παρόντες καθώς οι οπλισμένοι αστυνομικοί περικύκλωναν το πανεπιστήμιο. Γύρω στις 10:45, οι φοιτητές συγκεντρώθηκαν στη πύλη του πανεπιστημίου και προσπάθησαν να σπάσουν το τείχος της αστυνομίας. Οι αστυνομικοί πέταξαν δακρυγόνα προς την πύλη για να προειδοποιήσουν τους φοιτητές.[9] Ένα τμήμα των φοιτητών κινήθηκε προς την Ιατρική σχολή της Ντάκα, ενώ οι υπόλοιποι που κατευθύνθηκαν προς τις πανεπιστημιακές εγκαταστάσεις αποκλείστηκαν από την αστυνομία. Ο αντιπρόεδρος ζήτησε από την αστυνομία να σταματήσει τους πυροβολισμούς και διέταξε τους φοιτητές να εγκαταλείψουν την περιοχή. Ωστόσο, η αστυνομία συνέλαβε αρκετούς φοιτητές για παραβίαση της παραγράφου 144 ενώ προσπάθησαν να φύγουν. Εξοργισμένοι από τις συλλήψεις, οι φοιτητές συναντήθηκαν γύρω από την Νομοθετική Συνέλευση της Ανατολικής Βεγγάλης και περικύκλωσαν τους βουλευτές, ζητώντας τους να παρουσιάσουν την επιμονή τους στη συνέλευση. Όταν μια ομάδα φοιτητών προσπάθησε να μπουκάρει στο κτίριο, η αστυνομία άνοιξε πυρ και σκότωσε αρκετούς φοιτητές, συμπεριλαμβανομένων των Αμπντούς Σαλάμ, Ραφίκ Ούντιν Αχμέντ, Αμπούλ Μπαρκάτ και Αμπντούλ Τζαμπάρ.[9][32] Τα νέα για τις δολοφονίες εξαπλώθηκαν, προκαλώντας αναταραχές σε όλη την πόλη. Καταστήματα, γραφεία και δημόσια μέσα μεταφορά έκλεισαν ξεκινώντας γενική απεργία.[26] Στη συνέλευση, έξι νομοθέτες, συμπεριλαμβανομένων των Μανοραντζάν Νταρ, Μποσοντοκουμάρ Ντας, Σαμσουντίν Αχμέντ και Ντιρεντρανάθ Ντάτα ζήτησαν από τον πρωθυπουργό Νουρούλ Αμίν να επισκεφθεί τους τραυματίες φοιτητές στο νοσοκομείο και να αναβάλει τις συνεδριάσεις του τοπικού κοινοβουλίου ως ένδειξη πένθους.[33] Αυτή η πρόταση υποστηρίχθηκε από κάποια μέλη του υπουργείου οικονομικών, συμπεριλαμβανομένων των Μαουλάνα Αμπντούρ Ρασίντ Ταρκαμπαγκίς, Σορφουντίν Αχμέντ, Σαμσουντίν Αχμέντ Χοντοκάρ και Μοσιχουντίν Αχμέντ.[33] Ωστόσο, ο Νουρούλ Αμίν αρνήθηκε.[9][33]
Οι ταραχές εξαπλώνονταν σε όλη την επαρχία, καθώς πολλοί αψήφισαν την παράγραφο 144 και καταδίκασαν τις ενέργειες της αστυνομίας.[20]” Πάνω από 30.000 άτομα συγκεντρώθηκαν στο Κέρζον Χολ στη Ντάκα. Κατά τη διάρκεια των συνεχιζόμενων διαδηλώσεων, οι ενέργειες της αστυνομίας σκότωσαν τέσσερα άτομα. Αυτό ώθησε τους εργαζόμενους σε κυβερνητικές υπηρεσίες να συμμετάσχουν στη διαδήλωση, αψηφώντας τις απαγορεύσεις.[26] Οι διαδηλωτές έκαψαν τα γραφεία των δύο κυριότερων φιλοκυβερνητικών εφημερίδων, ονόματι Jubilee Press και Morning News[32]. Η αστυνομία χρησιμοποίησε όπλα κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων. Οι πυροβολισμοί σκότωσαν πολλά άτομα, συμπεριλαμβανομένου του Σοφιούρ Ραχμάν και του εννιάχρονου Οχιουλάχ.[9][34]
Τη νύχτα της 23ης Φεβρουαρίου, οι φοιτητές του Ιατρικού Κολλεγίου της Ντάκα εργάστηκαν για την κατασκευή ενός μνημείου των μαρτύρων (Σαχίντ Σμριτιστόμπο). Η κατασκευή του ολοκληρώθηκε την αυγή της 24ης Φεβρουαρίου. Έφερε μια χειρόγραφη πινακίδα με την σημείωση Σαχίντ Σμριτιστόμπο[35]. Εγκαινιάστηκε από τον πατέρα του αποθανόντα ακτιβιστή Σοφιούρ Ραχμάν. Το μνημείο επιβίωσε δύο μέρες, καθώς καταστράφηκε στις 26 Φεβρουαρίου από την αστυνομία.[36] Στις 25 Φεβρουαρίου, οι βιομηχανικοί εργάτες του Ναραγιανγκάντζ διεξήγαγαν γενική απεργία[37]. Στις 29 Φεβρουαρίου ακολούθησε διαμαρτυρία όπου οι συμμετέχοντες ενεπλάκησαν σε σοβαρές μάχες με την αστυνομία.[38]
Η κυβέρνηση λογόκρινε τις ειδήσεις και απέκρυψε τα ακριβή γεγονότα για τα ατυχήματα κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων. Τα περισσότερα φιλοκυβερνητικά μέσα ενημέρωσης κατηγόρησαν τους Ινδουιστές και τους κομμουνιστές ως υπεύθυνους για την ενθάρρυνση της διαταραχής και τη φοιτητική αναταραχή.[39] Οι οικογένειες των Αμπούλ Μπαρκάτ και Ραφίκ Ούντιν Αχμέντ προσπάθησαν να κατηγορήσουν την αστυνομία για φόνο, αλλά η αστυνομία αρνήθηκε τις κατηγορίες. Η κυβέρνηση δημοσίευσε έκθεση στις 8 Απριλίου, η οποία απέτυχε να δείξει κάποια ιδιαίτερη δικαιολογία για τους πυροβολισμούς εναντίον φοιτητών από την αστυνομία.[40] Όταν η συντακτική συνέλευση συνήλθε εκ νέου στις 14 Απριλίου, οι διαδικασίες διακόπηκαν από τα μέλη του Μουσουλμανικού Συνδέμσου, όταν οι νομοθέτες από την Ανατολική Βεγγάλη προσπάθησαν να εγείρουν το γλωσσικό ζήτημα.[41]
Αν και το Γλωσσικό Κίνημα θεωρείται από πολλούς το θεμέλιο του εθνικισμού από πολλούς Βεγγαλέζους στην Ανατολική Βεγγάλη και αργότερα στο Ανατολικό Πακιστάν, συνέβαλε επίσης στη πολιτιστική εχθρότητα μεταξύ των αρχών των δύο πτερύγων του Πακιστάν.[4][23][42] Στη δυτική πτέρυγα του Ντομίνιον του Πακιστάν, η κίνηση θεωρήθηκε ως τμηματική εξέγερση εναντίον των εθνοτικών συμφερόντων του Πακιστάν.[43] Η απόρριψη της πολιτικής "μόνο τα Ούρντου" θεωρήθηκε ως παράβαση της περσοαραβικής κουλτούρας των Μουσουλμάνων και την ιδρυτική ιδεολογία του Πακιστάν, τη θεωρία των δύο εθνών.[4] Μερικοί ισχυροί πολιτικοί της δυτικής πτέρυγας του Πακιστάν θεωρούσαν τα Ούρντου ως μέρος της ινδικού ισλαμικού πολιτισμού, αλλά έβλεπαν τα βεγγαλικά ως μέρος του ινδουιστικουποιημένου βεγγαλικού πολιτισμού.[11] Οι περισσότεροι υποστήριξαν την πολιτική "μόνο τα Ούρντου" επειδή πίστευαν ότι μόνο μια γλώσσα, που δεν ήταν γηγενής στο Πακιστάν, θα πρέπει να χρησιμεύσει ως εθνική γλώσσα. Αυτό το είδος σκέψης προκάλεσε σημαντική κατακραυγή στη δυτική πτέρυγα, όπου υπήρχαν διάφορες γλωσσικές ομάδες.[11] Μέχρι και το 1967, ο στρατιωτικός δικτάτορας Αγιούμπ Χαν δήλωσε ότι η Ανατολική Βεγγάλη έχει ακόμα πολλά ινδουιστικά πολιτιστικά στοιχεία και επιρροή από τον ινδουισμό[11].
Η Σορμποντόλιο Κέντριο Ραστρομπάσα Κόρμι Πορισόντ, υποστηριζόμενη από το συνδέσμου Αουάμι, αποφάσισε να τιμήσει την 21η Φεβρουαρίου ως Σοχίντ Ντιμπός. Στην πρώτη επέτειο των διαμαρτυριών, οι άνθρωποι σε όλη την Ανατολική Βεγγάλη φορούσαν μαύρα ρούχα ως ένδειξη συμπαράστασης για τα θύματα. Τα περισσότερα γραφεία, τράπεζες και εκπαιδευτικά ιδρύματα έκλεισαν για να τιμήσουν την επέτειο. Οι ομάδες σπουδαστών συνήψαν συμφωνίες με ανώτερους υπαλλήλους και αστυνομικούς για τη διατήρηση της δημόσιας τάξης. Περισσότεροι από 100.000 άνθρωποι συναθροίστηκαν σε δημόσια συγκέντρωση που πραγματοποιήθηκε στη Ντάκα, με σκοπό την άμεση απελευθέρωση του Μαουλάνα Μπασάνι και άλλων πολιτικών κρατουμένων.[9] Ωστόσο, ο Φαζλούρ Ραχμάν και άλλοι πολιτικοί στο Δυτικό Πακιστάν επιδείνωσαν την κατάσταση, δηλώνοντας ότι όποιος θέλει επίσημο καθεστώς για τα βεγγαλικά θα θεωρείται «εχθρός του κράτους». Οι φοιτητές και πολίτες της Ανατολικής Βεγγάλης δεν τήρησαν τους περιορισμούς για τον εορτασμό της επετείου των διαμαρτυριών. Τη νύχτα της 21ης Φεβρουαρίου 1954 έγιναν διαμαρτυρίες, αφού διάφορες αίθουσες του Πανεπιστημίου της Ντάκα ύψωσαν μαύρες σημαίες ως ένδειξη πένθους.[44]
Οι πολιτικές εντάσεις κορυφώθηκαν με τις εκλογές για την επαρχιακή συνέλευση της Ανατολικής Βεγγάλης το 1954. Ο κυβερνών Μουσουλμανικός Σύνδεσμος κατήγγειλε τον συνασπισμό του Ενωμένου Μετώπου, ο οποίος, με επικεφαλής τον Α. Κ. Φαζλούλ Χακ και τον σύνδεσμο Αουάμι, ζητούσαν μεγαλύτερη επαρχιακή αυτονομία. Αρκετοί ακτιβιστές και ηγέτες του Μετώπου συνελήφθησαν.[45] Ο πρωθυπουργός Μουχαμάντ Αλί Μπόγκρα, προεδρεύοντας ενώπιον μιας συνεδρίασης του κοινοβουλίου, αποφάσισε να δώσει επίσημη αναγνώριση στα βεγγαλικά. Η απόφαση είχε ως αποτέλεσμα μεγάλο κύμα ταραχών, καθώς άλλες εθνοτικές ομάδες ζητούσαν την αναγνώριση των γλωσσών τους. Οι υποστηρικτές της Ούρντου όπως ο Μόλβι Αμπντούλ Χακ καταδίκασαν οποιαδήποτε πρόταση για τη χορήγηση επίσημου καθεστώτος στα βεγγαλικά. Αυτός οδήγησε σε διαδήλωση διαμαρτυρίας 100.000 ατόμων κατά της απόφασης του Μουσουλμανικού Συνδέσμου.[46][47] Κατά συνέπεια, η απόφαση απέτυχε και το Ενωμένο Μέτωπο κέρδισε συντριπτική πλειοψηφία εδρών στο νομοθετικό σώμα, ενώ η εκπροσώπηση του Μουσουλμανικού Συνδέσμου μειώθηκε σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα.[26][47]
Το Ενωμένο Μέτωπο διέταξε τη δημιουργία της Βεγγαλικής Ακαδημίας για την προώθηση, ανάπτυξη και διατήρηση της λογοτεχνίας και κληρονομιάς των βεγγαλικών.[48] Ωστόσο, το Ενωμένο Μέτωπο δεν έμεινε για πολύ στην εξουσία, επειδή ο Γενικός Διοικητής Γκουλάμ Μουχαμάντ ακύρωσε την κυβέρνηση και ανέλαβε την θέση του κυβερνήτη στις 30 Μαΐου 1954.[45] Το Ενωμένο Μέτωπο επανήλθε στην εξουσία στις 6 Ιουνίου 1955, αφού το καθεστώς κυβερνήτη έληξε. Ο Σύνδεσμος Αουάμι δεν συμμετείχε στη νέα κυβέρνηση.[49]
Μετά την επιστροφή του Ενιαίου Μετώπου στην εξουσία, η επέτειος της 21ης Φεβρουαρίου 1956 εορτάστηκε για πρώτη φορά σε χωρίς ταραχές. Η κυβέρνηση στήριξε ένα σημαντικό έργο για την κατασκευή νέου Σαχίντ Μινάρ. Η συνεδρία της συντακτικής συνέλευσης διεκόπη για πέντε λεπτά ως ένδειξη τιμής για τους φοιτητές που σκοτώθηκαν από τους πυροβολισμούς της αστυνομίας. Οι τοπικοί ηγέτες διοργάνωσαν συλλαλητήρια και όλα τα δημόσια γραφεία και επιχειρήσεις παρέμειναν κλειστά.[49][50]
Στις 7 Μαΐου του 1954, με την στήριξη του Μουσουλμανικού Συνδέσμου, η συντακτική συνέλευση ψήφισε τροπολογία υπέρ της χορήγησης επίσημου καθεστώτος στα βεγγαλικά.[47] Τα βεγγαλικά αναγνωρίστηκαν ως δεύτερη επίσημη γλώσσα του Πακιστάν στις 29 Φεβρουαρίου 1956. Το άρθρο 214(1) του συντάγματος του Πακιστάν αναδιατυπώθηκε ως εξής:
Ωστόσο, η στρατιωτική κυβέρνηση του Αγιούμπ Χαν προσπάθησε να επαναφέρει τα Ούρντου ως η μόνη εθνική γλώσσα. Στις 6 Ιανουαρίου 1959, το στρατιωτικό καθεστώς εξέδωσε επίσημη δήλωση ανανεώνοντας την επίσημη στάση στήριξης της συνταγματικής πολιτικής των δύο επίσημων γλωσσών, όπως ορίστηκε το 1956.[51]
Έξω από την Ανατολική Βεγγάλη, διεξήχθησαν διαδηλώσεις υπέρ της παραχώρησης επίσημου καθεστώς στα βεγγαλικά, στην Ινδική πολιτεία Ασσάμ. Στις 19 Μαΐου 1961, 11 Βεγγαλέζοι σκοτώθηκαν από αστυνομικά πυρά στον αστυνομικό σταθμό του Σιλτσάρ στο Ασσάμ ενώ διαδήλωναν υπέρ της απόφασης για την αναγνώριση της βεγγαλικής από την πολιτεία. Στη συνέχεια, οι αρχές παραχώρησαν στα βεγγαλικά καθεστώς ημιεπίσημης γλώσσας στις τρεις βεγγαλόγλωσσες επαρχίες του Ασσάμ (Κοιλάδα Μπαράκ).[52]
Αν και το ζήτημα της επίσημης γλώσσας λύθηκε το 1956, το στρατιωτικό καθεστώς του Αγιούμπ Χαν προωθούσε τα συμφέροντα του Δυτικού Πακιστάν σε βάρος του Ανατολικού. Αν και αποτελούσε την πλειοψηφία του πληθυσμού της χώρας, το Ανατολικό Πακιστάν συνέχισε να υποεκπροσωπείται στις πολιτικές και στρατιωτικές υπηρεσίες, λαμβάνοντας λιγότερη κρατική χρηματοδότηση και παροχές από τη κυβέρνηση. Αυτό οφείλεται κυρίως στην απουσία εκπροσώπησης στη κυβέρνηση του νεοσύστατου κράτους. Ωθούμενη από τις περιφερειακές οικονομικές ανισορροπίες, τα γεωγραφικά χάσματα μεγάλωσαν και η υποστήριξη για τον βεγγαλικό εθνικιστικό Σύνδεσμο Αουάμι αυξήθηκε[53], το οποίο επικαλέστηκε το κίνημα των έξι σημείων για μεγαλύτερη επαρχιακή αυτονομία. Ένα αίτημα ήταν η μετονομασία του Ανατολικού Πακιστάν σε Μπαγκλαντές (Γη/Χώρα της Βεγγάλης), το οποίο αίτημα στη συνέχεια οδήγησε στον Απελευθερωτικό Πόλεμο του 1971.[4][11]
Το γλωσσικό κίνημα είχε σημαντικές πολιτιστικές επιπτώσεις στην βεγγαλική κοινωνία. Αποτέλεσε έμπνευση για την δημιουργία εκδηλώσεων για την προώθηση της βεγγαλικής γλώσσας, λογοτεχνίας και πολιτισμού. Η 21η Φεβρουαρίου εορτάζεται ως Ημέρα του Γλωσσικού Κινήματος ή Σοχίντ Ντιμπός (ημέρα μαρτύρων). Είναι σημαντική εθνική εορτή για το Μπαγκλαντές. Κάθε Φεβρουάριο λαμβάνει χώρα η Έκθεση Βιβλίου Εκουσέι, τιμώντας το κίνημα. Το Εκουσέι Παντάκ είναι ένα από τα υψηλότερα πολιτικά βραβεία στο Μπαγκλαντές και απονέμεται ετησίως, εις μνήμην των ανθρώπων που θυσιάστηκαν για το κίνημα.[54] Τραγούδια όπως το Εκουσέρ Γκάαν του Αμπντούλ Γκαφάρ Τσοντχουρί, με μουσική του Σαχίντ Αλτάφ Μαχμούντ, καθώς και θεατρικά έργα, έργα τέχνης και ποίησης έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην παρακίνηση των ανθρώπων κατά τη διάρκεια του κινήματος.[55] Μετά τα γεγονότα του Φεβρουαρίου του 1952, γράφτηκαν ποιήματα, τραγούδια, μυθιστορήματα, θεατρικά έργα, ταινίες, κινούμενα σχέδια και δημιουργήθηκαν ζωγραφικοί πίνακες για να συλλάβουν το κίνημα από ποικίλες απόψεις. Οι αξιοσημείωτες καλλιτεχνικές απεικονίσεις περιλαμβάνουν τα ποιήματα Μπορνομάλα, Αμάρ Ντουχίνι Μπορνομάλα και Φεβρουάριος 1969 από τον Σαμσούρ Ραχμάν, η ταινία Τζιμπόν Θεκέ Νέγια του Ζαχίρ Ραχμάν, το θεατρικό έργο Κομπόρ από τον Μουνιέρ Τσοντχουρί και τα μυθιστορήματα Εκουσέι Φεμπρουγιαρί από τον Ραϊχάν και το Αρτονάντ του Σάουκατ Οσμάν.[56]
Δύο χρόνια μετά τη καταστροφή του πρώτου μνημείου από την αστυνομία, το νέο Σαχίντ Μινάρ (Μνημείο των Μαρτύρων) κατασκευάστηκε το 1954 προς τιμήν των διαδηλωτών που έχασαν τη ζωή τους. Η εργασία σε ένα μεγαλύτερο μνημείο εκπονήθηκε από τον αρχιτέκτονα Χαμιντούρ Ραχμάν το 1957 με την υποστήριξη του Ενωμένου Μετώπου. Το μοντέλο του Χαμιντούρ Ραχμάν αποτελείται από ένα μεγάλο συγκρότημα στην αυλή του ξενώνα του Ιατρικού Κολεγίου της Ντάκα. Το σχέδιο περιλαμβάνει μια κυκλική στήλη που συμβολίζει μια μητέρα με τους μακαρίτες γιους της στο προσκήνιο. Αν και η επιβολή στρατιωτικού νόμου το 1958 διέκοψε την εργασία κατασκευής, το μνημείο ολοκληρώθηκε και εγκαινιάστηκε στις 21 Φεβρουαρίου 1963 από την Χασίνα Μπεγκάμ, μητέρα του Αμπούλ Μπαρκάτ. Ο στρατός του Πακιστάν κατεδάφισε το μνημείο κατά τη διάρκεια του Απελευθερωτικού Πολέμου του Μπανγκλαντές το 1971, αλλά η κυβέρνηση του Μπαγκλαντές αποκατέστησε τις ζημιές το 1973.[57] Επίσης, το Ekushey Television[58] είναι το πρώτο ιδιωτικό κανάλι στο Μπανγκλαντές[59]. Το όνομα του προέρχεται από τα γεγονότα της 21ης Φεβρουαρίου.
Η ημέρα εορτάζεται και στις Ινδικές πολιτείες Δυτική Βεγγάλη και Τρίπουρα, αποτίοντας φόρο τιμής στους αφανείς ήρωες. Επιπλέον, οι Βεγγαλέζοι στην Ινδία και στο εξωτερικό γιορτάζουν την ημέρα για τη θυσία ανθρώπινων ζωών για την μητρική τους γλώσσα.
Το Μπανγκλαντές απέστειλε πρόταση στην Ουνέσκο για την ανακήρυξη της 21ης Φεβρουαρίου ως Διεθνή Ημέρα Μητρικής Γλώσσας. Η πρόταση υποστηρίχθηκε ομόφωνα κατά την 30η Γενική Διάσκεψη της Ουνέσκο, η οποία έλαβε χώρα στις 17 Νοεμβρίου 1999.[60]
Το πρώτο τραγούδι για το γεγονός μετά τη διαμαρτυρία της 21ης Φεβρουαρίου συντέθηκε από τον Αμπντούλ Γκαφάρ Τσοντχουρί[61]. Από τότε, το τραγούδι έχει γίνει πολύ δημοφιλής. Μετά την αναγνώριση της 21ης Φεβρουαρίου ως Διεθνής Ημέρα Μητρικών Γλωσσών, το τραγούδι έχει αποκτήσει μεγαλύτερη αναγνώριση σε παγκόσμιο επίπεδο. Το τραγούδι έχει ήδη μεταφραστεί στα σουηδικά και τα ιαπωνικά[62]. Σύμφωνα με δημοσκόπηση του BBC, το τραγούδι ήταν το τρίτο δημοφιλέστερο μεταξύ επιλεγμένων τραγουδιών.
Στο Ανατολικό Πακιστάν, πολλοί συγγραφείς πιστεύουν ότι το κίνημα βασίστηκε στον εθνικισμό. Ωστόσο, οι πολιτιστικές διαφορές των δύο πτερύγων του Πακιστάν παρατηρούνται στο κίνημα[63][64][42]. Στο δυτικό Πακιστάν το κίνημα θεωρήθηκε ως σχίσμα κατά του εθνικού συμφέροντος του Πακιστάν[65].
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.