Ακαδημαϊκή και εφαρμοσμένη επιστήμη που ασχολείται με την επιστημονική μελέτη της σκέψης και των συμπεριφορών ανθρώπων From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Ψυχολογία είναι η ακαδημαϊκή και εφαρμοσμένη επιστήμη με αντικείμενο μελέτης τη σκέψη και τη συμπεριφορά[1]. Η Ψυχολογία έχει ως στόχο την αξιοποίηση της επιστημονικής μεθόδου για τη περιγραφή, την ερμηνεία, τη πρόβλεψη και τον έλεγχο της ανθρώπινης συμπεριφοράς σε ατομικό επίπεδο ανάλυσης, επιδιώκωντας και να εξάγει γενικές αρχές αλλά και να εστιάσει σε ειδικές περιπτώσεις[2][3], με τελικό στόχο να ωφελήσει τη ζωή του ανθρώπου στο σύνολό της, και κατ' επέκταση την κοινωνία.[4][5]
Οι ψυχολόγοι μελετούν τα ψυχoλογικά φαινόμενα και άλλες λειτουργίες που σχετίζονται με αυτά. Για παράδειγμα, ερευνώνται θέματα όπως οι διεργασίες του νου, το συναίσθημα, η ανάλυση της συμπεριφοράς, η προσωπικότητα, τα κίνητρα, οι διαπροσωπικές σχέσεις, η σεξουαλικότητα, η ταυτότητα φύλου, η νοημοσύνη, η μάθηση, η ανάπτυξη, ο εγκέφαλος και το νευρικό σύστημα σε σχέση με τις νοητικές διεργασίες και τη συμπεριφορά, η φαινομενολογία, η ψυχοπαθολογία, η ψυχοσωματική, η ψυχική ανθεκτικότητα, η συμπεριφορά σε σχέση με την κοινωνία και συστήματα, όπως το σχολικό, το εργασιακό, το οικογενειακό, το φυσικό περιβάλλον και ο πολιτισμός, καθώς και κοινωνικο-ψυχολογικά φαινόμενα, όπως η ταυτότητα, οι διαπροσωπικές σχέσεις, οι διακρίσεις και το σύστημα πεποιθήσεων. Οι ψυχολόγοι προσπαθούν επίσης να εξετάσουν το ασυνείδητο, από διάφορες προσεγγίσεις.[6] Στην προσπάθεια διερεύνησης του ασυνειδήτου, έχει εστιάσει κυρίως η Ψυχολογία του Βάθους, όπως για παράδειγμα η ψυχαναλυτική προσέγγιση.
Η Ψυχολογία υπήρξε ιστορικά κλάδος της Φιλοσοφίας, αλλά πλέον αποτελεί διακριτό και ανεξάρτητο επιστημονικό πεδίο. Η επιστήμη της Ψυχολογίας έχει περιγραφεί ως ένα «κομβικό σημείο της επιστήμης»,[7] με τα ψυχολογικά ευρήματα να συνδέουν τις έρευνες και τις προοπτικές από διάφορες επιστήμες, όπως τη Φιλοσοφία, την Παιδαγωγική, την Κοινωνιολογία, την Κοινωνική Ανθρωπολογία, τη Βιολογία, τις Νευροεπιστήμες, τη Γνωσιακή Επιστήμη, την Πληροφορική και την τεχνητή νοημοσύνη.
Η Ψυχολογία επιδιώκει να είναι επιστήμη, καθώς αξιοποιεί την επιστημονική μέθοδο, και κατηγοριοποιείται συνήθως στις κοινωνικές επιστήμες, ενώ πολλές διαδεδομένες εφαρμογές της (όπως η κλινική Ψυχολογία ή η συμβουλευτική Ψυχολογία), την κατατάσσουν συχνά και στις επιστήμες υγείας. Στη ψυχολογική έρευνα, περιλαμβάνονται τόσο ποσοτικές, όσο και ποσοτικές προσεγγίσεις, και αξιοποιούνται ερευνητικές στρατηγικές, όπως η περιγραφική, η συναφειακή και η πειραματική. Ωστόσο, αναγνωρίζεται η ιδιαιτερότητα του αντικειμένου μελέτης της Ψυχολογίας, η ανθρώπινη συμπεριφορά, η οποία είναι προϊόν πολυπαραγοντικών αλληλεπιδράσεων διαφόρων και πολυδιάστατων μεταβλητών. Επομένως, λαμβάνεται υπόψη η ισχυρή επίδραση του σφάλματος.
Η ψυχολογική πρακτική περιλαμβάνει την εφαρμογή της ψυχολογικής γνώσης για διάφορους σκοπούς, όπως για την αντιμετώπιση της ψυχικής, συναισθηματικής, σωματικής και κοινωνικής δυσφορίας, για την την ενίσχυση της συμπεριφοράς σε διάφορα πλαίσια (π.χ. το σχολείο, η εργασία, το δικαστήριο, τα αθλήματα), καθώς και για τη βελτίωση της αλληλεπίδρασης του ανθρώπου με τα υπολογιστικά συστήματα. Με πολλούς τρόπους η ψυχολογία τελικά στοχεύει να ωφελήσει τη ζωή του ανθρώπου και την κοινωνία.[8][9]
Ένα μεγάλο μέρος των ψυχολόγων ασχολείται επαγγελματικά με κάποιο είδος θεραπευτικού ρόλου, εφαρμόζοντας τις γνώσεις και την εμπειρία κλινικά, συμβουλευτικά ή εκπαιδευτικά. Επιπλέον, πολλοί ψυχολόγοι διεξάγουν επιστημονική έρευνα σε ένα ευρύ φάσμα θεμάτων που σχετίζονται με την ανθρώπινη συμπεριφορά.
Οι ψυχολόγοι μπορεί να εργάζονται ιδιωτικά, ως ελεύθεροι επαγγελματίες, ή να εργάζονται σε κοινοτικές δομές ψυχικής υγείας, σε ψυχιατρικές κλινικές, σε γενικά νοσοκομεία, σε κέντρα απεξάρτησης, σε φυλακές, σε γενικά και ειδικά σχολεία, σε οικοτροφεία, σε πανεπιστήμια, σε βιομηχανίες και επιχειρήσεις, στον στρατό, σε διάφορους οργανισμούς ή άλλου είδους δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς[10], όπως σχετικούς με την ανθρώπινη ανάπτυξη και γήρανση, τον αθλητισμό, τη φροντίδα παιδιών, την περίθαλψη μεταναστών, προσφύγων και άλλων μειονοτήτων, στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, καθώς και στην ιατροδικαστική και δικαστική έρευνα και άλλες πτυχές της εφαρμογής του δικαίου.
Σ' αυτό το πεδίο, ένας πτυχιούχος Τμήματος Ψυχολογίας ΑΕΙ ή ισότιμου και αναγνωρισμένου ιδρύματος του εξωτερικού, ο οποίος κατέχει άδεια ασκήσεως επαγγέλματος ψυχολόγου, ονομάζεται ψυχολόγος, σύμφωνα με την ισχύουσα ελληνική νομοθεσία. Ωστόσο, σε πολλές χώρες του εξωτερικού, απαιτείται μεταπτυχιακή εκπαίδευση για την κατοχύρωση του τίτλου του "Ψυχολόγου" και των συναφών ειδικοτήτων της Ψυχολογίας. Ένας ψυχολόγος μπορεί να ασχολείται είτε με την έρευνα, είτε με την επαγγελματική πρακτική, είτε και με τα δύο, και μπορεί να ταξινομηθεί ως ένας κοινωνικός ή γνωσιακός επιστήμονας, ή επαγγελματίας ψυχικής υγείας, ανάλογα με το είδος της μετεκπαίδευσής του.
Στην Ελλάδα, δραστηριοποιούνται φορείς ψυχολογίας, όπως ο Σύλλογος Ελλήνων Ψυχολόγων, η Ελληνική Ψυχολογική Εταιρεία και ο Πανελλήνιος Ψυχολογικός Σύλλογος.
Η λέξη «ψυχολογία» είναι σύνθετη και ετυμολογείται από τις αρχαίες ελληνικές λέξεις «ψυχή» και «λόγος». Κυριολεκτικά, λοιπόν, σημαίνει «μελέτη της ψυχής»[11][12]. Ωστόσο, πρέπει να διευκρινιστεί πως η έννοια της λέξης "ψυχή" στη λέξη "Ψυχολογία" είναι διαφορετική από τη θρησκευτική έννοια της λέξης. Η ψυχολογία ως επιστήμη δεν ασχολείται με το θείο, με το μεταφυσικό, με την ψυχή και δεν έχει καμία σχέση με τη θρησκεία.
Η αντίστοιχη λατινική λέξη psychologia, χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Κροάτη ανθρωπιστή και λατινιστή Μάρκο Μάρουλιτς (Marko Marulić) στο βιβλίο του Psichiologia de ratione animae humanae (= «Ψυχολογία της φύσης της ανθρώπινης ψυχής»), που γράφηκε στο τέλος του 15ου ή στην αρχή του 16ου αιώνα[13]. Η παλαιότερη αναφορά του όρου psychology στην αγγλική γλώσσα έγινε από τον Στήβεν Μπλανκαάρτ (Steven Blankaart) το 1694 στον βιβλίο του The Physical Dictionary (= «Το Φυσικό Λεξικό»), το οποίο αναλύει τον όρο με τον ορισμό Anatomy, which treats of the Body, and Psychology, which treats of the Soul (= «Ανατομία, που θεραπεύει το σώμα, και Ψυχολογία, που θεραπεύει την ψυχή»)[14].
Η μελέτη της Ψυχολογίας σε ένα φιλοσοφικό πλαίσιο χρονολογείται από τους αρχαίους πολιτισμούς της Αιγύπτου, της Ελλάδας, της Κίνας, της Ινδίας, της Περσίας κ.τ.λ.. Οι ιστορικοί επισημαίνουν τα γραπτά των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων, όπως ο Θαλής ο Μιλήσιος, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης (ιδιαίτερα η πραγματεία του τελευταίου «Περί ψυχής» )[15] και ο Ιπποκράτης ως το πρώτο σημαντικό «σώμα» εργασίας στη Δύση, πλούσιο σε ψυχολογική σκέψη[16]. Ήδη από τον 4ο αιώνα π.Χ., ο Έλληνας ιατρός Ιπποκράτης διατύπωσε τη θεωρία ότι οι διάφορες ψυχικές διαταραχές είναι περισσότερο φυσικής, παρά θεϊκής, προέλευσης[17]. Η Ψυχολογία εθεωρείτο κλάδος της Φιλοσοφίας μέχρι και τα τέλη του 19ου αιώνα, όπου αποσπάστηκε από τη Φιλοσοφία και αναδείχθηκε σε ανεξάρτητη εμπειρική επιστήμη, αξιοποιώντας την επιστημονική μέθοδο.
Ο γερμανός γιατρός Βίλχελμ Βουντ πιστώθηκε την πρώτη εφαρμογή της ψυχολογίας μέσα σε ένα ψυχολογικό εργαστήριο και γι' αυτό έμεινε γνωστός ως ο «πατέρας της πειραματικής Ψυχολογίας»[18]. Ίδρυσε το πρώτο ψυχολογικό εργαστήριο, στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας, το 1879[18]. Ο Βουντ επικεντρώθηκε στη «διάσπαση» των ψυχικών διεργασιών σε πιο βασικά συστατικά, διαδικασία που δικαιολογείται εν μέρει από μια αναλογία με πρόσφατες (τότε) εξελίξεις στη Χημεία, και την επιτυχή της διερεύνηση της δομής της ύλης μέσω «διάσπασής» της σε στοιχειώδη σωματίδια, όπως τα άτομα (εκείνη την εποχή ήταν τα πλέον στοιχειώδη σωματίδια). Παρόλο που ίδιος ο Βουντ δεν ήταν δομιστής, ο μαθητής του Έντουαρντ Τίτσινερ (Edward Titchener), μια μεγάλη μορφή της πρώιμης αμερικανικής Ψυχολογίας, ήταν ένας δομικός στοχαστής, αντίθετος στις λειτουργιστικές προσεγγίσεις.
Ο λειτουργισμός σχηματίστηκε ως μια αντίδραση στις θεωρίες της δομιστικής σχολής σκέψης και ήταν βαριά επηρεασμένος από το έργο του αμερικανού φιλοσόφου, επιστήμονα και ψυχολόγου Γουΐλιαμ Τζέιμς (William James). Ο Τζέιμς ένοιωθε ότι η Ψυχολογία πρέπει να έχει πρακτική αξία και ότι οι ψυχολόγοι έπρεπε να βρουν πώς λειτουργεί το μυαλό για το καλό ενός ανθρώπου. Στο βιβλίο του, Principles of Psychology (Αρχές ψυχολογίας (Γουΐλιαμ Τζέιμς)[19], που εκδόθηκε το 1890, οδήγησε στα θεμέλια πολλών από τις ερωτήσεις που εξερευνούσαν οι ψυχολόγοι στα επόμενα χρόνια. Στους άλλους μεγάλους λειτουργισμικούς στοχαστές περιλαμβάνονται ο Τζον Ντιούι (John Dewey) και ο Χάρβεϋ Καρρ (Harvey Carr).
Στους άλλους συνεισφέροντες στο πεδίο αυτό, κατά το 19ο αιώνα περιλαμβάνουνται ο γερμανός ψυχολόγος Χέρμαν Έμπινγκχαουζ (Hermann Ebbinghaus), ένας πρωτοπόρος στην πειραματική μελέτη της μνήμης, που ανέπτυξε ποσοτικά μοντέλα μάθησης και λήθης στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου[20], και ο ρωσοσοβιετικός φυσιολόγος Ιβάν Πάβλοφ (Павлов, Иван Петрович), που ανακάλυψε, με τη χρήση σκύλων, μια διεργασία μάθησης, που αργότερα ονομάστηκε με τον όρο «κλασική εξάρτηση» ή «εξαρτημένα ανακλαστικά» και εφαρμόστηκε σε ανθρώπους[21].
Αρχίζοντας από τη δεκαετία του 1950, οι πειραματικές τεχνικές που τέθηκαν από τους Βουντ, Τζέιμς, Έμπινγκχαουζ και άλλους θα επαναλαμβάνονταν ως πειραματική Ψυχολογία και έγιναν με αυξανόμενο γνωσιακό ενδιαφέρον, για τις πληροφορίες και την επεξεργασία τους, δομώντας ένα μέρος της ευρύτερης γνωσιακής επιστήμης[22]. Στα πρώτα χρόνια του λειτουργισμού, αυτή τη εξέλιξη θεωρήθηκε ως μια «επανάσταση»[22], καθώς ανταποκρίθηκε και αντέδρασε ενάντια σε οδούς σκέψης που περιλάμβαναν την ψυχοδυναμική και το συμπεριφορισμό, που είχαν αναπτυχθεί εν τω μεταξύ.
Από τη δεκαετία του 1890 ως το θάνατό του το 1939, ο Αυστριακός γιατρός Σίγκμουντ Φρόυντ (Sigmund Freud) ανέπτυξε την «Ψυχανάλυση».Συστηματοποίησε ένα σύνολο θεωριών πάνω στην ανθρώπινη συμπεριφορά και ανάπτυξη και διαμόφωσε μια μορφή ψυχοθεραπείας, την ψυχανάλυση, για τη θεραπεία ψυχικών διαταραχών[23]. Η ψυχαναλυτική θεωρία του Φρόυντ βασίστηκε τις ερμηνευτικές μεθόδους, στην ενδοσκόπηση και σε κλινικές παρατηρήσεις. Έγινε πολύ καλά γνωστός, επειδή μίλησε πλατιά για «γαργαλιστικά» θέματα, όπως η σεξουαλικότητα, η καταστολή και το ασυνείδητο μυαλό ως γενικές πτυχές της ψυχολογικής εξέλιξης. Αυτά τα θέματα θεωρούνταν ευρύτατα ως θέματα ταμπού, στην εποχή του (τουλάχιστον). Ο Φρόυντ αποτέλεσε τον καταλύτη για την ανοικτή συζήτηση των θεμάτων αυτών στην «ευγενική» κοινωνία. Κλινικά, ο Φρόυντ βοήθησε με το να καινοτομήσει με τη μέθοδο του «ελεύθερου συνειρμού» και έδειξε ένα θεραπευτικό ενδιαφέρον για την ερμηνεία των ονείρων[24][25].
Ο Φρόυντ είχε μια σημαντική επιρροή στον Ελβετό ψυχαναλυτή Καρλ Γκούσταβ Γιουνγκ (Carl Jung), που η Αναλυτική του Ψυχολογία έγινε μια εναλλακτική από τη Ψυχολογία του Βάθους. Άλλοι πολύ γνωστοί ψυχαναλυτικοί μελετητές των μέσων του 20ού αιώνα περιλάμβαναν ψυχαναλυτές, ψυχολόγους, ψυχιάτρους και φιλοσόφους. Ανάμεσα σ' αυτούς τους διανοητές ήταν ο Έρικ Έρικσον (Erik Erikson), η Μελανί Κλέιν (Melanie Klein), ο Ντόναλντ Γουΐνικοτ (Donald Winnicott), ο Κάρεν Χόρνεϋ (Karen Horney), ο Έριχ Φρομ (Erich Fromm), ο Τζον Μπόουλμπυ (John Bowlby) και η Άννα Φρόυντ (Anna Freud), η κόρη του Σίγκμουντ Φρόυντ. Κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, η ψυχανάλυση εξελίχθηκε σε διαφορετικές σχολές σκέψης, οι περισσότερες από τις οποίες μπορούν να ταξινομηθούν ως Νεοφροϋντινές[26].
Η ψυχαναλυτική θεωρία και θεραπεία επικρίθηκαν από ψυχολόγους όπως το Χανς Έυσενκ (Hans Eysenck), ο Άλφρεντ Άντλερ (Alfred Adler) και από φιλοσόφους που περιλαμβάνουν τον Καρλ Πόπερ (Karl Popper). Ο Πόπερ, ένας φιλόσοφος της επιστήμης, διαφώνησε στο ότι η ψυχανάλυση είχε διαστρεβλωθεί ως επιστημονική ενασχόληση[27], ενώ ο Έυσενκ είπε ότι οι ψυχαναλυτικές θεωρίες διαψεύδονται από πειραματικά δεδομένα. Μέχρι το τέλος του 20ού αιώνα, τμήματα Ψυχολογίας σε αμερικανικά πανεπιστήμια είχαν επιστημονικά προσανατολιστεί, περιθωριοποιώντας τη φροϋδική θεωρία και απορρίπτοντάς την ως ένα «αφυδατωμένο και νεκρό» ιστορικό τεχνούργημα[28]. Εν τω μεταξύ, ωστόσο, οι ερευνητές στον αναδυόμενο τομέα της νευροψυχανάλυσης υπερασπίστηκαν κάποιες από τις ιδέες του Φρόυντ με βάση επιστημονικά κριτήρια[29], ενώ μελετητές των ανθρωπιστικών υποστήριξαν ότι ο Freud δεν ήταν ένας «επιστήμονας σε όλα, αλλά ... διερμηνέας»[28].
Παρά την επίκριση που δέχθηκε και συνεχίζεται να δέχεται η Ψυχανάλυση αλλά και άλλες μεταγενέστερες ψυχοδυναμικές θεωρίες, η ψυχαναλυτική προσέγγιση άρχισε μία σειρά ριζοσπαστικών αλλαγών, υπέδειξε σημαντικά θέματα προς διερεύνηση και έθεσε τα θεμέλια της Ψυχολογίας, της Ψυχιατρικής και της ψυχοθεραπευτικής πρακτικής.
Οι Κλάδοι της Ψυχολογίας αποτελούν επιμέρους αντικείμενα τα οποία διακρίνονται ανάλογα με το αντικείμενο μελέτης και με τις μεθόδους που αξιοποιούνται. Η Ψυχολογία δεν είναι ένα ενιαίο αντικείμενο, αλλά διακρίνεται σε βασικούς και εφαρμοσμένους (ειδικούς) κλάδους.
Οι βασικοί κλάδοι της Ψυχολογίας αφορούν κυρίως τον εμπειρικό έλεγχο και την ανάπτυξη θεωριών, ενώ οι εφαρμοσμένοι κλάδοι της Ψυχολογίας ασχολούνται κυρίως με τη μελέτη πρακτικών θεμάτων και την αξιοποίηση της ψυχολογικής γνώσης με σκοπό την επίλυση αυτών των προβλημάτων. Οι βασικοί κλάδοι και οι εφαρμοσμένοι κλάδοι δεν είναι ανεξάρτητοι, αλλά αλληλοσυμπληρώνονται σε σημαντικό βαθμό, καθώς τα ευρήματα της βασικής ψυχολογικής έρευνας δύνανται να αξιοποιηθούν στην εφαρμοσμένη ψυχολογία, ενώ η εφαρμοσμένη ψυχολογία με τη σειρά της μπορεί να αναδείξει θέματα για μελέτη και να καθοδηγήσει τη βασική έρευνα για την επίλυση κοινωνικά σημαντικών προβλημάτων. Σε γενικές γραμμές, απαιτείται μεταπτυχιακή εκπαίδευση εκτός από το βασικό Πτυχίο Ψυχολογίας για την ενασχόληση με την ψυχολογική έρευνα ή την επαγγελματική ενασχόληση με κάποιον εφαρμοσμένο κλάδο της Ψυχολογίας.
Η γνωστική Ψυχολογία είναι ο κλάδος της Ψυχολογίας που ασχολείται με τη μελέτη των εσωτερικών νοητικών διεργασιών. Ασχολείται δηλαδή με την περιγραφή και την ερμηνεία των γνωστικών διεργασιών του ανθρώπινου νου με τις οποίες κατακτάται η γνώση, όπως είναι η προσοχή, η αντίληψη, η νοητική αναπαράσταση, η μνήμη, η επίλυση προβλημάτων, η γλώσσα και η συγκίνηση. Ο βασικός αυτός κλάδος της Ψυχολογίας ήταν παλαιότερα γνωστός με τον όρο "Γενική Ψυχολογία". Η γνωστική Ψυχολογία παρομοιάζει τον ανθρώπινο νου με έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή, όπου η πληροφορία εισάγεται, κωδικοποιείται και αποθηκεύεται, ή με τα νευρωνικά δίκτυα του εγκεφάλου στα οποία η πληροφορία κατανέμεται και ενεργοποιούνται παράλληλα.
Η γνωστική Ψυχολογία βρίσκει σημαντικές εφαρμογές στη Νευροεπιστήμη, στην τεχνητή νοημοσύνη και στην Πληροφορική, στη Γνωσιακή Επιστήμη, καθώς και σε εφαρμοσμένους κλάδους της Ψυχολογίας.
Η πειραματική Ψυχολογία μελετά διάφορα ψυχικά φαινόμενα και διάφορες μορφές συμπεριφοράς χρησιμοποιώντας αποκλειστικά τη μέθοδο του πειράματος. Συνδέεται στενά με τη γνωστική Ψυχολογία.
Η Βιοψυχολογία ασχολείται με την μελέτη της βιολογικής βάσης της συμπεριφοράς. Συναντάται και ως Ψυχοβιολογία, Νευροεπιστήμη της Συμπεριφοράς ή Συμπεριφορική Νευροεπιστήμη (Behavioral Neuroscience). Ο κλάδος αυτός ήταν αρχικά γνωστός ως Φυσιολoγική Ψυχολογία (Physiological Psychology[30]).
Η Νευροψυχολογία ασχολείται με τη μελέτη της σχέσης των νοητικών διεργασιών και της συμπεριφοράς με τον εγκέφαλο και το Νευρικό Σύστημα. Οι επαγγελματίες κλινικοί νευροψυχολόγοι ασχολούνται με τη μελέτη, την αξιολόγηση και την αποκατάσταση των επιπτώσεων των νευρολογικών προβλημάτων στις νοητικές διεργασίες (π.χ. μνήμη) και στη συμπεριφορά.
Ο κλάδος αυτός μελετά τις δια βίου γνωστικές, βιολογικές, συναισθηματικές και κοινωνικές αλλαγές που συμβαίνουν στο άτομο καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του, δηλαδή από τη γέννηση έως τον θάνατο, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο διάφοροι παράγοντες (γενετικοί/κληρονομικοί και περιβαλλοντικοί) επιδρούν στην ανάπτυξη.
Η διαπολιτισμική Ψυχολογία είναι σχετικά ένας νέος κλάδος της Ψυχολογίας, και ασχολείται με τη μελέτη της αλληλεπίδρασης του ανθρώπινου πολιτισμού με τα ψυχικά φαινόμενα.
Η κοινωνική Ψυχολογία διερευνά την αμφίδρομη και δυναμική αλληλεπίδραση μεταξύ ατόμου και κοινωνικού περιβάλλοντος. Βασιζόμενη στην άποψη ότι το κοινωνικό πλαίσιο παίζει κρίσιμο ρόλο στην ερμηνεία της ανθρώπινης συμπεριφοράς, μελετά πως το άτομο επιδρά και επηρεάζεται από το κοινωνικό περιβάλλον. Μελετά διάφορα κοινωνικά φαινόμενα από ψυχολογική οπτική, όπως είναι οι διαπροσωπικές σχέσεις (Κοινωνική Ψυχολογία των Διαπροσωπικών Σχέσεων), οι διεργασίες ομάδας, το σύστημα πεποιθήσεων (στάσεις, αξίες, προκαταλήψεις, ιδεολογία), καθώς και οι οικογενειακές σχέσεις.
Ο κλάδος ασχολείται με τη μελέτη της δομής και της δυναμικής οργάνωσης της ανθρώπινης προσωπικότητας, δηλαδή των ατομικών διαφορών.
Εφαρμοσμένοι (ειδικοί) κλάδοι είναι εκείνοι στους οποίους τίθενται σε εφαρμογή το δεδομένα των ερευνών που διενεργούνται στο πλαίσιο των βασικών κλάδων. Οι ειδικοί κλάδοι είναι πολλοί, δεδομένου ότι τα πορίσματα των βασικών κλάδων εφαρμόζονται σε όλες τις πτυχές της ανθρώπινης ζωής. Ενδεικτικά, κάποιοι κλάδοι:
Η αθλητική Ψυχολογία ασχολείται με τη συμπεριφορά του ατόμου υπό την επίδραση της αθλητικής δραστηριότητας και την αξιοποίηση της ψυχολογικής γνώσης για τη βελτίωση της αθλητικής επίδοσης και των σχέσεων της αθλητικής ομάδας.[31]
Η σχολική Ψυχολογία ασχολείται με την παροχή ψυχολογικών υπηρεσιών σε όλη τη σχολική κοινότητα (μαθητές και μαθήτριες, εκπαιδευτικοί, γονείς και οικογένεια, άλλοι σχετιζόμενοι φορείς και συστήματα), με σκοπό την προαγωγή της ψυχικής υγείας, τη σχολική προσαρμογή και τη βελτίωση της μαθησιακής διαδικασίας.
Ο κλάδος αυτός ασχολείται με την αλληλεπίδραση ατόμου και εργασιακού περιβάλλοντος, με σκοπό την αξιοποίηση της ψυχολογικής γνώσης για τη θετική προσαρμογή και επίδοση στο εργασιακό περιβάλλον.
Συμβουλευτική Ψυχολογία
Η Συμβουλευτική Ψυχολογία είναι ένας εφαρμοσμένος κλάδος της Ψυχολογίας που ασχολείται με την επίλυση προβλημάτων ενδοπροσωπικής, διαπροσωπικής και επαγγελματικής ανάπτυξης. Αξιοποιείται το μοντέλο του επιστήμονα-επαγγελματία και δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στη θεραπευτική σχέση Σύμβουλου και Πελάτη, και είναι αποτελεσματική για την ενίσχυση της θετικής προσαρμογής και ανάπτυξης του ατόμου σε διάφορα περιβάλλοντα, ιδιαίτερα σε μεταβατικές φάσεις και περιόδους της ζωής του ανθρώπου.
Η κλινική Ψυχολογία ασχολείται με τη μελέτη, τη διάγνωση και αξιολόγηση, τη θεραπευτική αντιμετώπιση και την πρόληψη των ψυχικών δυσκολιών και των ψυχικών διαταραχών. Αντλεί δεδομένα από πολλούς βασικούς κλάδους της Ψυχολογίας (γνωστική Ψυχολογία, αναπτυξιακή Ψυχολογία, κοινωνική Ψυχολογία), με σκοπό την παροχή υπηρεσιών ψυχικής υγείας στον γενικό πληθυσμό, χωρίς να αποκλείεται καμία κοινωνική ομάδα ή μειονότητα.
Η μελέτη και η θεραπεία της ψυχοπαθολογίας προσεγγίζεται από την άποψη του βιο-ψυχοκοινωνικού μοντέλου, δηλαδή δίνεται έμφαση στις ψυχολογικές διαδικασίες και στους κοινωνικούς παράγοντες που συμβάλλουν στην εκδήλωση ψυχοπαθολογίας ή που λειτουργούν προστατευτικά για την ψυχική υγεία, χωρίς να αγνοούνται και οι βιολογικοί παράγοντες. Σε αντίθεση, η Ψυχιατρική βασίζεται στο ιατρικό ή βιολογικό μοντέλο, μελετώντας μόνο τις βιολογικές διαδικασίες που συμβάλουν στην εκδήλωση ψυχοπαθολογίας και προσεγγίζει την ψυχική διαταραχή σαν ένα σωματικό νόσημα. Για αυτούς τους λόγους, οι παρεμβάσεις των κλινικών Ψυχολόγων βασίζονται στην ψυχοθεραπεία, ενώ των Ψυχιάτρων στη θεραπεία μέσω ψυχοφαρμάκων. Σε γενικές γραμμές, απαιτείται μία πολύπλευρη και διεπιστημονική θεραπευτική αντιμετώπιση της ψυχοπαθολογίας, τόσο από επαγγελματία κλινικό Ψυχολόγο, όσο και από Ψυχίατρο, λαμβάνοντας υπόψη τις ψυχολογικές διαδικασίες, τους κοινωνικούς παράγοντες και τις βιολογικές παραμέτρους που συμβάλλουν στην εκδήλωση των ψυχικών διαταραχών.
ο κλινικός Ψυχολόγος βασίζεται στο μοντέλο του επιστήμονα-επαγγελματία, δηλαδή διαθέτει εξειδικευμένες γνώσεις και δεξιότητες, ασκεί το επάγγελμα κλινικά, διαμορφώνοντας την παρέμβαση σύμφωνα με τις εμπειρικά (επιστημονικά) τεκμηριωμένες αρχές, θεραπευτικές μεθόδους και τεχνικές της Ψυχολογίας και τηρώντας πιστά τη δεοντολογία του επαγγέλματος.
Για την επαγγελματική ή ερευνητική ενασχόληση με την κλινική Ψυχολογία, εκτός από βασικό Πτυχίο Ψυχολογίας που απονέμει άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, όπως αποκτάται από τα Τμήματα Ψυχολογίας των ελληνικών ΑΕΙ ή των αντίστοιχων και ισότιμων αναγνωρισμένων ιδρυμάτων της αλλοδαπής, απαιτείται και μεταπτυχιακή εκπαίδευση καθώς και μακρόχρονη πρακτική άσκηση και εκπαίδευση υπό εποπτεία σε κλινικά πλαίσια, αλλά και προσωπική θεραπεία του ίδιου του επαγγελματία κλινικού Ψυχολόγου. Ενδεικτικά, στις Ηνωμένες Πολιτείες και στο Ηνωμένο Βασίλειο, απαιτείται Διδακτορικό Δίπλωμα στην Κλινική Ψυχολογία για την κατοχύρωση του τίτλου του κλινικού Ψυχολόγου.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.