Β΄ Οικουμενική Σύνοδος From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Πρώτη σύνοδος της Κωνσταντινούπολης, γνωστή ως Β΄ Οικουμενική, ήταν η εκκλησιαστική σύνοδος που διενεργήθηκε το 381 μ.Χ. και συγκλήθηκε από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Α΄, μετά από προτροπή του Μελετίου Αντιοχείας.[1] Στόχος της ήταν η εκκλησιαστική ειρήνευση,[2] αλλά και η «ἐπίλυσις τῶν ἀναφυέντων ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ κρισίμων θεολογικῶν καὶ διοικητικῶν προβλημάτων».[3]
Πρώτη Σύνοδος της Κωνσταντινούπολης Β΄ Οικουμενική | |
---|---|
Ημερομηνία | 381 |
Αποδεκτή από | Ρωμαιοκαθολικούς, Παλαιοκαθολικούς, Ανατολικούς Ορθόδοξους, Αγγλικανούς, Προχαλκηδόνιους, Ασσυριακή Εκκλησία της Ανατολής, Λουθηρανούς |
Προηγούμενη σύνοδος | Πρώτη Σύνοδος της Νίκαιας |
Επόμενη σύνοδος | Πρώτη Σύνοδος της Εφέσου |
Συγκλήθηκε από | Αυτοκράτορας Θεοδόσιος Α΄ |
Προέδρευσε | Τιμόθεος Α΄ Αλεξανδρείας, Μελέτιος Α΄ Αντιόχειας, Γρηγόριος Ναζιανζηνός και Νεκτάριος της Κωνσταντινούπολης |
Συμμετοχή | 150 (μη εκπροσώπηση της Δυτκής Εκκλησίας) |
Θέματα συζήτησης | Αρειανισμός, Απολλιναρισμός, Σαβελλιανισμός, Άγιο Πνεύμα, διάδοχος του Μελετίου |
Έγγραφα και δηλώσεις | Σύμβολο της Πίστεως του 381, επτά κανόνες (τρεις αμφισβητούνται) |
Χρονολογική λίστα Οικουμενικών συνόδων |
Κύρια εστία εντάσεων μετά την Α΄ Οικουμενική σύνοδο, αποδείχτηκε ο προσδιορισμός της υπόστασης του Αγίου Πνεύματος, αλλά και η συνεχιζόμενη αμφισβήτηση της ομοουσίου υποστάσεως του Υιού με τον Πατέρα. Η σύνοδος αυτή αποτέλεσε κατ´ουσίαν το κύκνειο άσμα της αρειανικής διαμάχης στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, αφού μετά τη σύνοδο του 383 στην Κωνσταντινούπολη, καμία άλλη σύνοδος δεν ασχολήθηκε ξανά με το ζήτημα αυτό,[4] ενώ έδρασε καταλυτικά και στη δυτική επαρχία της αυτοκρατορίας, όχι όμως και στην υπόλοιπη Δύση, που λόγω της ισχυρής Γοτθικής παρουσίας συνεχίστηκε για αρκετά χρόνια ακόμη.
Παρά την καταδίκη του αρειανισμού και τη σύνταξη συμβόλου πίστεως με το οποίο εκφραζόταν η κοινή πίστη της πλειοψηφίας των επισκόπων, η σταδιακή μεταστροφή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, λόγω της επιρροής των ισχυρών γυναικών του παλατιού Βασιλίνας και Κωνσταντίας,[5] αλλά και του προσωπικού φίλου του Ευσεβίου Καισαρείας, προς τον αρειανισμό πυροδότησε νέο γύρο αρειανικής διαμάχης στην εκκλησία για περίπου 50 χρόνια. Τόσο οι ανακλήσεις αρειανών επισκόπων από την εξορία,[6] όσο και η διάθεσή του για μια συμβιβαστική λύση, ιδίως στο θέμα του «ομοουσίου», έφερε σε πλεονεκτική θέση τους αρειανίζοντες επισκόπους σε σχέση με τους εκφραστές της συνόδου της Νίκαιας, οι οποίοι επιπρόσθετα είχαν βρει και ένα σημαντικό σύμμαχο μετά τον θάνατό του Κωνσταντίνου, τον αρειανόφρονα αυτοκράτορα Κωνστάντιο. Με συστηματική προώθηση των ιδεών τους στο παλάτι κατάφεραν να επικρατήσουν στην ανατολή, την ώρα που υποστηρικτές επίσκοποι της συνόδου της Νίκαιας, αποπέμπονταν[7] από τη θέση τους τους, ιδίως όσοι δεν συνέτειναν σε μια πρόταση σύγκλησης προς τα σύμβολα της συνόδου του Σιρμίου (351) που είχαν εκφράσει οι αρειανόφρονες. Η σύνοδος μάλιστα Αριμίνου - Σελεύκειας το 359, παρουσία 400 επισκόπων, είχε επιβεβαιώσει πως η πλειοψηφία των επισκόπων συμφωνούσε με το Νικαϊκό σύμβολο,[8] ενώ οι παρεμβάσεις[9] του μονοκράτορα Κωνστάντιου δεν επέτρεπαν την ελεύθερη συλλογική έκφραση της πλειοψηφίας του σώματος της εκκλησίας, που και σε αυτή την περίπτωση υποχρεώθηκε σε υπαναχώρηση μετά από εξορίες επισκόπων.[10]
Ταυτόχρονα, με το πέρας της Α΄ οικουμενικής συνόδου οι αρειανικές θέσεις περί της υποστάσεως του Υιού αυξήθηκαν, εκφραζόμενες από τρεις παρατάξεις. Των ομοίων, των ομοιουσιανών και των ανομοίων ή ευνομοιανών, ενώ ιδίως μετά το 360 σταδιακά ενεφανίσθησαν θέσεις περί της υποστάσεως και του τρίτου προσώπου της Τριάδος, με κύριους εκφραστές, τους Μακεδονιανούς και τους Απολιναριστές οι οποίοι ονομάστηκαν πνευματομάχοι, όπως πνευματομάχοι αποκαλούνταν και οι αρειανόφρονες, αφού πέραν της κατωτερότητας του Υιού ως κτίσμα, κτίσμα θεωρούσαν και το Άγιο Πνεύμα. Χαρακτηριστικός είναι ο λόγος του Επιφανίου για την πίστη των αρειανιστών, λέγοντας πως «Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα κτίσμα πάλιν κτίσματός φασιν εἶναι».[11]
Κύριος σκοπός σύγκλησης της συνόδου ήταν «νὰ ἐξαλείψει τὰ λείψανα τοῦ βίᾳ ἐπιβληθέντος Αρειανισμού διὰ τῆς ἀναστηλώσεως τοῦ κύρους τῆς Α΄ οἰκουμενικῆς συνόδου καὶ ὁλοκληρώσεως τοῦ Τριαδικοῦ δόγματος κατὰ τοῦ ὁποίου ἐστρέφοντο οἱ ἑτερόδοξες ὁμολογίες»[12] και να αποσαφηνίσει τον «λαβύρινθο εκθέσεων»[13] από τη μεγάλη δογματική σύγχυση που είχε επέλθει. Ταυτόχρονα ήταν η θέληση του Αυτοκράτορα για ειρήνευση στην Ανατολική επαρχία της Αυτοκρατορίας, καθώς και η θέληση της εκκλησίας να διευθετήσει εκκλησιαστικά ζητήματα με αιχμή την αποκατάσταση του θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως,[14] αλλά και κανονικών ζητημάτων. Η σύνοδος αυτή οριστικώς κηρύχθηκε οικουμενική από την Δ΄ Οικουμενική, παρότι η συμπληρωματική και διευκρινιστική σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη ένα έτος αργότερα, την είχε ήδη ανακηρύξει με αυτό τον τίτλο.[15] Ο προβληματισμός όμως κυρίως τίθεται, εξαιτίας της «Λῃστρικῆς συνόδου» του 449, της οποίας τα πρακτικά, δεν την απαριθμούν στις οικουμενικές, ενώ αποκαλούν δεύτερη οικουμενική, τη θεωρούμενη σήμερα τρίτη.[16]
Από τη σύνοδο, πρέπει να αναφερθεί, πως δεν τηρήθηκαν πρακτικά, αλλά εκδόθηκε «Τόμος» [17] πίστεως ο οποίος δε διασώζεται. Η αρχική πρόθεση του Θεοδοσίου κατά την κλήση, ήταν η συμμετοχή των ανατολικών επισκόπων, λόγω των διαστάσεων του εκκλησιαστικού ζητήματος στην ανατολή, ενώ εκφράζεται και η άποψη πως η δικαιοδοσία του - αυτοκράτορας της Ανατολής - δεν του επέτρεπε να κάνει αντίστοιχη κίνηση και στη Δύση, άποψη όμως, που δε βρίσκει ισχυρή απήχηση.[18] Στη Δύση μάλιστα φαίνεται πως ήδη υπήρχαν αντιδράσεις, αφού δεν αναγνώριζαν τον επισκοπικό τίτλο του προεδρεύοντα Μελετίου.[19] Από μια άλλη μεριά, η μη συνεύρεση αρχικά δυτικών επισκόπων εντείνει την άποψη πως ο αρχικός ρόλος τη συνόδου, δεν ήταν η οικουμενικότητα, όπως τελικά κρίθηκε από τη σύνοδο του 382, αλλά η λογική μιας ενδημούσας συνόδου, η οποία εξελίχθηκε σε οικουμενική. Αυτό άλλωστε προδίδεται από την προσχώρηση στο β΄ μέρος της συνόδου Αιγυπτίων και Ιλλυριών επισκόπων και την αναγνώριση του «Τόμου» από του δυτικούς[20] ένα έτος αργότερα. Αν στόχος ήταν εξ αρχής η οικουμενικότητα θα θεωρείτο αδιανόητη η μη κλήση τους. Προς την ίδια κατεύθυνση, καταδεικνύεται η εκκρεμότητα της εκλογής του τοπικού επισκοπικού θρόνου της Κωνσταντινούπολης, θέμα το οποίο κρίνεται πως είχε αρχίσει να λαμβάνει σοβαρές διαστάσεις, όταν ο Πέτρος Αλεξανδρείας προέβη στην αντικανονική χειροτονία του Μαξίμου Κυνικού,[21] αλλά και με την όξυνση του προβλήματος με τον Μακεδόνιο και τις αυθαίρετες υπερόριες χειροτονίες του.[22]
Στη σύνοδο συμμετείχαν 150 ανατολικοί επίσκοποι, με δεσπόζουσες προσωπικότητες των Αντιοχείας Μελέτιο, Γρηγόριο Ναζιανζηνό, Νεκτάριο Κωνσταντινουπόλεως, Τιμόθεο Αλεξανδρείας, Κύριλλο Ιεροσολύμων, Ικονίου Αμφιλόχιο, Γρηγόριο Νύσσης, Ταρσού Διόδωρο κ.ά.[23] Δεν παραβρέθηκε κανείς επίσκοπος δυτικά της Αδριατικής, ενώ ο επίσκοπος Ρώμης εκπροσωπήθηκε από τον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης[24]. Ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος παραβρέθηκε στην εναρκτήρια συνεδρία.[25] Η σύνοδος, όπως προαναφέρθηκε, είχε διττό σκοπό, δηλαδή την επίτευξη επίλυσης βασικών άμεσων αναγκών της εκκλησίας αλλά και την αντιμετώπιση δογματικών θεωριών. Ήδη από την εποχή της ανόδου του Θεοδοσίου στον θρόνο είχε εκφραστεί η διάθεση για μία οικουμενική σύνοδο, η οποία θα διακήρυττε την ενότητα της εκκλησίας, την πίστη στο σύμβολο της Νίκαιας και θα αντιμετώπιζε τις κακοδοξίες. Πρωτοστάτης αυτής της κίνησης υπήρξε ο Μέγας Βασίλειος,[26][27] που από το 372 επιδίωξε, αν και για διάφορους λόγους δε κατέστη δυνατή η πραγματοποίηση της επιθυμίας του, σύγκληση μεγάλης συνόδου. Θεολογικά η σύνοδος είχε προετοιμαστεί από τον Μελέτιο και τη σύνοδο των 153 επισκόπων το 379 στην Αντιόχεια, στην οποία είχε ήδη κατοχυρωθεί η Τριαδολογική θεολογία των Καππαδοκών πατέρων.[28]
Αρχικά πρόεδρος της συνόδου ήταν ο Μελέτιος Αντιοχείας, ο οποίος απεβίωσε κατά τη διάρκεια των εργασιών. Πρώτο μέλημα της συνόδου, όπως διαφαίνεται από τη σχετική γραμματεία,[29] ήταν η εκλογή του Γρηγορίου από τη Ναζιανζό, με τη σχετική προώθησή του από τον Μελέτιο. Κατά την ίδια περίοδο συντάχθηκαν και κανόνες, με σημαντικότερους τον πρώτο και τον τρίτο, οι οποίοι δήλωναν την αμετακίνητη πίστη στο Σύμβολο της Νίκαιας και την απόδοση πρώτων πρεσβειών τιμής στην εκκλησία της Κωνσταντινούπολης στην ανατολή και δεύτερα τη τάξει μετά τη Ρώμη. Ένα ακόμη θέμα που τέθηκε στη σύνοδο ήταν ο θρόνος της Αντιοχείας, λόγω του προβλήματος του Ευσταθιανού σχίσματος. Ο Μελέτιος προωθούσε την άποψη πως για να γεφυρωθεί το χάσμα, έπρεπε να μην εκλεγεί νέος επίσκοπος σε περίπτωση θανάτου ενός εκ των δύο. Ο ίδιος, όμως, απεβίωσε πριν το τέλος της συνόδου και, ενώ ο Γρηγόριος προωθούσε το αίτημά του, συνάντησε ισχυρές αντιδράσεις, που δεν επέτρεψαν την προωθούμενη λύση, εντείνοντας το πρόβλημα. Τελικά τοποθετήθηκε στη θέση αυτή ο Φλαβιανός, με αποτέλεσμα τις μετέπειτα έντονες αντιδράσεις των δυτικών επισκόπων, οι οποίοι δεν τον αναγνώρισαν. Σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις διαδραμάτισε ο Διόδωρος Ταρσού, ο οποίος είχε και σοβαρές θεολογικές διαφωνίες με τον Γρηγόριο, όπως αποδείχθηκε από τις απόψεις που εξέφρασαν στο λεγόμενο χριστολογικό ζήτημα. Αποτέλεσμα ήταν να παραιτηθεί ο Γρηγόριος λόγω των αντιδράσεων από τη μερίδα των επισκόπων που δεν συμφωνούσαν με τη διαλλακτική τακτική του, αλλά και τους ψιθύρους περί αντικανονικής χειροτονίας του (μεταθετό),[30] παρά την αντίθεση του Θεοδοσίου.[31] Στη θέση του προωθήθηκε ο Νεκτάριος, υπό την ισχυρή επιρροή του Διοδώρου Ταρσού, με αποτέλεσμα η σύνοδος να εκκινήσει με πρόεδρο τον Μελέτιο, να εκτελέσει εργασίες με τον Γρηγόριο και να κλείσει με τον Νεκτάριο.[32] Οι εργασίες διήρκεσαν από τον Μάιο μέχρι τις 30 Ιουλίου του 381. Το δεύτερο μέρος τη συνόδου απαιτούσε υποχρεωτικά μεγαλύτερη σύνθεση συνέδρων, διαφορετικά αδυνατούσε να εφαρμόσει στην πράξη συγκεκριμένες εκκλησιαστικές διαδικασίες, οι οποίες μπορούσαν να τεθούν σε εφαρμογή μετά τη συμμετοχή στη σύνοδο των επισκόπων Ιλλυρικού και Αιγύπτου. Τις αποφάσεις προσυπέγραψαν, ένα έτος αργότερα, οι δυτικοί[20] μετά από σύνοδο στη Ρώμη. Σε αυτή τη σύνοδο προσκάλεσαν και τους ανατολικούς επισκόπους, οι οποίοι δε θεώρησαν σκόπιμο να παραστούν. Αντ' αυτού, σε νέα σύνοδο, όπως προαναφέρθηκε, στην Κωνσταντινούπολη, εξέδωσαν «τόμο» με την πίστη των ρν΄ πατέρων, χαρακτηρίζοντας τη σύνοδο Οικουμενική, την οποία και αποδέχτηκαν τελικά οι συγκληθέντες δυτικοί επίσκοποι στη Ρώμη.
Το κανονικό έργο της συνόδου, λόγω της μη τήρησης πρακτικών, προκάλεσε αρκετές συγχύσεις σε ότι αφορά την έκταση και το περιεχόμενο των κανόνων της συνόδου. Σκοπός ήταν η εφαρμογή των κανονικών διατάξεων σε όλο το σώμα της εκκλησίας, ακόμη και των αιρετικών, γι' αυτό προσεκλήθησαν οι φορείς των ήπιων ετερόδοξων προσεγγίσεων των Μακεδονιανών, Απολιναριστών, αλλά και Αρειανοί (οι οποίοι όμως δε προσήλθαν), όχι ως μέλη, αλλά με στόχο την ερμηνεία των αποφάσεων, ώστε να μην αποχωρίζεται το κανονικό έργο από τη θεολογική ερμηνεία του. Χαρακτηριστικά στην επιστολή των μελών της συνόδου προς τον Θεοδόσιο[33] καταγράφεται με σαφήνεια το κανονικό έργο της συνόδου που ήταν:
Οι αποφάσεις των κανόνων της συνόδου κατοχυρώθηκαν με αυτοκρατορικό διάταγμα.[34]
Οι αριθμός των κανόνων που αποδίδονται σήμερα στη Β΄ Οικουμενική Σύνοδο είναι επτά (7), αλλά αμφισβητείται από τη θεολογική έρευνα. Αυτό διότι οι αρχαίες λατινικές συλλογές διατηρούν 4 κανόνες, το Συνοδικό της συνόδου τρεις,[35] οι εκκλησιαστικοί ιστορικοί του 5ου αιώνα αναφέρουν τέσσερις, ο Πατριάρχης Ιωάννης Γ΄ Σχολαστικός αποδίδει 6 τον 6ο αιώνα, ενώ οι μεταγενέστεροι ιστορικοί και κανονολόγοι αποδίδουν επτά.[36] Σύμφωνα με τη σημερινή επικρατούσα άποψη οι κανόνες 5 και 6 είναι μεταγενέστεροι, δηλαδή της εν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου του 382, ενώ ο 7ος θεωρείται απόσπασμα επιστολής της εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως προς τον Μαρτύριο Αντιοχείας.[37] Κατά άλλη άποψη, οι κανόνες 5, 6, 7 είναι κανόνες της Οικουμενικής Συνόδου ενσωματωμένοι στους πρώτους 4, οι οποίοι διασπάστηκαν σε μεταγενέστερες συλλογές, αφού ο 5ος κανόνας σχετίζεται με συζητήσεις της συνόδου για ειρήνευση στην εκκλησία της Αντιόχειας, ο 6ος σχετίζεται με τον 2ο και ο 7ος είναι σχετικός με τον 1ο κανόνα.
Εν κατακλείδι, οι κανόνες μπορούν να διαχωριστούν σε δύο κατηγορίες: Σε αυτούς που αποσκοπούσαν στην αποκατάσταση της ενότητας στην Εκκλησία με βάση την ορθή πίστη, δηλαδή ο 1, 5, 6 (α), 7 και σε αυτούς που διασφαλίζουν την ενότητα με βάση την κανονική τάξη και στην οποία ανήκουν οι υπόλοιποι κανόνες.
Κανών Α΄: Κυρώνει την πίστη των πατέρων της Νίκαιας και αναθεματίζει τις αναφυόμενες αιρέσεις. Σκοπός του κανόνος είναι να διακηρύξει τη σταθερότητα στην πίστη της Α΄ Οικουμενικής συνόδου, να διακηρύξει πως κάθε αθέτηση του συμβόλου της αποτελεί αιρετική δοξασία. Τέλος, αναθεματίζει δεδομένες ετερόδοξες ομολογίες (Ευνομοιανοί, Ημιάρειοι,[38] Πνευματομάχοι κ.α.).
Κανών Β΄: Απαγορεύει κάθε υπερόρια επέμβαση σε αλλότριες εκκλησιαστικές διοικήσεις. Κατά το παρελθόν στα εκκλησιαστικά πράγματα οι υπερόριες χειροτονίες συνέβαιναν λόγω των διωγμών,[39] με σκοπό τη διοικητική οικονομία του ποιμνίου, όπως κατά τους αποστολικούς κανόνες ορίζετο.[40] Επειδή, όμως, παρατηρήθηκαν υπερόριες χειροτονίες (Πέτρος Αλεξανδρείας - Μάξιμος Κυνικός), οι οποίες στόχο είχαν την προώθηση προσωπικών συμφερόντων, ορίστηκε, κατά το παράδειγμα του 6ου κανόνος της Α΄ Οικουμενικής συνόδου, πως επίσκοπος δεν μπορεί να χειροτονηθεί κάποιος χωρίς τη συγκατάβαση της Επαρχιακής Συνόδου.
Κανών Γ΄: Αποδίδει στην Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως τα δεύτερα σε τάξη Πρεσβεία τιμής. Αποδίδεται μάλιστα στην Κωνσταντινούπολη η ονομασία Νέα Ρώμη. Η παρουσία αυτού του κανόνος είναι πραγματικά πολύ σημαντική, γιατί δημιουργήθηκαν σχετικά με αυτήν σημαντικές ερμηνευτικές αποκλίσεις, ιδιαίτερα από τους Λατίνους θεολόγους, και αυτό γιατί θεωρήθηκε ως κλίμακα εξουσίας στην εκκλησιαστική διοικητική τάξη. Σύμφωνα όμως με το Πηδάλιον, αυτός ο κανόνας «δηλοῖ ἰσότητα τιμῆς, καὶ τάξιν…ὄχι δεύτερον τὴν τιμήν, ἀλλὰ τῇ τάξει τῆς τιμῆς...καθώς αδύνατο είναι να ευρεθούν δύο τινὰ ἴσα ὄντα».[41]
Κανών Δ΄: Ορίζει τη χειροτονία του Πέτρου Κυνικού αντικανονική, καθώς και τις χειροτονίες που διενήργησε.
Κανών Ε΄: Κυρώνει τον τόμο πίστεως των δυτικών. Σύμφωνα με τον Νικόδημο Αγιορείτη, ο κανόνας αυτός είναι ειδικός και μερικός.[42] Έτσι, επί της ουσίας κυρώνεται το σύμβολο της πίστης της Νίκαιας, αλλά και η τριαδολογία των Καππαδοκών πατέρων, όπως αυτή εκφράστηκε στον τόμο της εν λόγω Συνόδου.
Κανών ΣΤ΄: Αποτελεί συμπλήρωση της δευτέρας κανονικής διατάξεως της Συνόδου, που ως σκοπό έχει να ορίσει ένα πλαίσιο περί των κατηγοριών κατά επισκόπων. Ορίζει πως, αν είναι ιδιωτική η καταγγελία για χρηματισμό ή πλεονεξία, τότε να μην εξετάζεται το θρήσκευμα του κατηγορούντος, αν όμως κατηγορείται για έγκλημα ή ιεροσυλία, να εξετάζεται η δογματική πεποίθηση, αλλά και αν οι κατήγοροι έχουν επίσης κατηγορηθεί στο παρελθόν και έχουν απαλλάξει τον εαυτό τους από κάθε αμφιβολία. Ορίζει, επίσης, πως οι κατηγορίες πρέπει να εμφανίζονται ενώπιον τοπικής Συνόδου και να λαμβάνεται εκεί η απόφαση.
Κανών Ζ΄: Καθορίζει τον τρόπο εισαγωγής των επιστρεφόντων στην εκκλησία αιρετικών. Αυτοί για να εισέλθουν στην εκκλησία πρέπει να παραδώσουν Λίβελλο πίστης. Οι Αρειανοί, Μακεδονιανοί, Απολλιναριστές ορίζονται να μην αναβαπτισθούν, αλλά να μετέχουν εκ νέου του χρίσματος, ενώ Μοντανιστές, Ευνομιανοί, Σαβελλιανοί να αναβαπτισθούν λόγω της άκυρης τέλεσης του αρχικού μυστηρίου.
Παρότι δεν τηρήθηκαν πρακτικά, η Σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη εξέδωσε «Τόμο»[17] με την ορθόδοξο διδασκαλία της Συνόδου, όπως φαίνεται μέσα από τη συνοδική επιστολή της Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως του 382, προς τους δυτικούς επισκόπους,[43] ο οποίος σήμερα δεν διασώζεται. Έτσι, με το πέρας της Οικουμενικής Συνόδου ολοκληρώθηκε και έκλεισε οριστικά το τριαδικό δόγμα [44] για την εκκλησία, ορίζοντας αμετακίνητη πίστη στην ομοουσιότητα του Υιού, όπως και από την προηγούμενη οικουμενική σύνοδο διατυπώθηκε, αλλά και του Αγίου Πνεύματος.
Έτσι, οι πατέρες της συνόδου εξέλεξαν όλα τα χωρία της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης τα αναφερόμενα στις ενέργειες του Πατρός και του Υιού και, μέσω αυτής της συλλογής, κατέληξαν πως όλες τις ενέργειες του Θεού Πατρός έχει ο Λόγος ο Μονογενής, όχι λόγω χάριτος, αλλά φυσικώς. Δηλαδή ότι τα πάντα είναι κοινά, εκτός από τα υποστατικά ιδιώματα. Εν συνεχεία συλλέγοντας χωρία των εν σαρκί ενεργειών του Λόγου, απέδωσαν τις ιδιότητες των ανθρωπίνων ενεργειών στην κτιστή φύση και μόνον. Έτσι, κατέληξαν πως «τα θεία ενεργεί ο Θεός και τα ανθρώπινα ο άνθρωπος».[45] Τελικά αποφάνθηκαν ότι εν σαρκωθέντι Λόγω μόνον ενώνονται ασυγχήτως, ατρέπτως, αχωρίστως και αδιαιρέτως η θεία φύση και η ανθρώπινη φύση και οι φυσικές ιδιότητες κάθε φύσεως φυσικώς. Σαφώς δηλωτικά των απόψεων των συνοδικών επισκόπων είναι τα κατωτέρω χωρία εκ της συνοδικής επιστολής στη Ρώμη.
Έτσι, για τον Υιό και Λόγο,
ενώ για το Άγιο Πνεύμα δηλούται:
Το σύμβολο της συνόδου Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως ονομάστηκε έτσι, λόγω του ότι τα πρώτα επτά άρθρα του είχαν θεσπιστεί από τη σύνοδο της Νίκαιας, ενώ τα υπόλοιπα πέντε από τη σύνοδο της Κωνσταντινούπολης. Επίσης ονομάζεται και σύμβολο των «ρν΄ (150) πατέρων».
Το σύμβολο αυτό τελικά αποτέλεσε σημείο διχασμού της θεολογικής κοινότητας και οι ερευνητές κατά βάση έστρεψαν σε δύο κατευθύνσεις τις τοποθετήσεις τους, για το αν τελικά συνετάχθη ένα νέο σύμβολο πίστεως ή όχι, αλλά και κατά πόσο το σύμβολο αυτό όντως ετέθη συμπληρωματικώς ή παραλλήλως με το σύμβολο της Νίκαιας. Θεολόγοι όπως οι Hort, Harnack,[48] Kattenbush,[49] Kuntze[50] διετύπωσαν ενστάσεις και υποστήριξαν πως το σύμβολο αυτό δεν είναι γνήσιο της συνόδου, αλλά μεταγενέστερο. Στο κέντρο των επιχειρημάτων τους βρέθηκαν τόσο οι αλλαγές στο σύμβολο, που θεώρησαν ότι άλλαζαν τη μορφή και τη σύσταση του συμβόλου της Νίκαιας, όσο και οι προσθέσεις που καθ’αυτούς αλλοίωναν το σύμβολο και ήσαν αντίθετες προς τον πρώτο κανόνα. Ως θέση πρότειναν πως η βάση βεβαίως είναι το σύμβολο της Νίκαιας, αλλά με προσθήκες και βελτιώσεις εν ταις κατηχήσεσι του Κυρίλλου Αλεξανδρείας. Ταυτόχρονα θεμελίωναν αυτή την άποψη στηριζόμενοι πως ουδέποτε ενεφανίσθη με αυτή τη μορφή το σύμβολο των ρν΄ πατέρων έως της Δ΄ Οικουμενικής συνόδου.
Κάτι τέτοιο όμως δε φαίνεται να ισχύει, καθώς παρά τις σποραδικές μαρτυρίες που υπάρχουν, φαίνεται πως το σύμβολο αυτό ή η ομολογία ήταν γνωστή από τον Θεόδωρο Μοψουεστίας, τον Νεστόριο, τον Ιωάννη το Χρυσόστομο, τον Κύριλλο Αλεξανδρείας, τον Διογένη Κυζίκου κ.α.[51] Η σπάνια χρήση του, αφενός εξηγείται από το ότι δεν είχε λάβει όντως αρχικώς οικουμενική διάσταση η σύνοδος,[52][53] παρά την άμεση ανακήρυξή της, όπως ανωτέρω κατεδείχθη, αλλά και από το ότι δεν θέλησαν οι πατέρες να υποβιβάσουν τη σύνοδο της Νίκαιας, αφού ο αγώνας για 50 έτη κατά των ετεροδόξων είχε επικεντρωθεί στο κύρος του συμβόλου της Νίκαιας.[54] Μάλιστα στον Αγκυρωτό του Επιφανίου που συνετάχθη επτά έτη νωρίτερα της συνόδου φέρεται να υπάρχει εξ ολοκλήρου το σύμβολο της Νίκαιας-Κωνσταντινούπολης, αλλά η έρευνα έχει καταλήξει πως πρόκειται για ύστερη αντικατάσταση του συμβόλου της Νίκαιας. Πέραν τούτου, ο Ιωάννης Καρμίρης συμφωνώντας με τον Η. Schwarz, παρατηρεί πως «οὐδεὶς … κατελάχιστον ἠμφεσβήτησε τὴν ὕπαρξιν ἢ τὴν γνησιότητα ἢ τὸ κῦρος τοῦ συμβόλου, ἀλλὰ πάντες ὁμοφώνως ἀπεδέχθησαν αὐτὸ ὡς προϋπάρχον κοινὸν καὶ γνήσιον Σύμβολον, συμπεριλαμαβανομένων καὶ τῶν παπικῶν ἀντιπροσώπων»[55][56] κατά την Δ΄ Οικουμενική σύνοδο.
Οι Hort καιHarnack επίσης υποστήριξαν πως οι κοινές λέξεις, συμβόλου Νικαίας και Συμβόλου Νικαίας – Κωνσταντινούπολης, είναι 33 προς τις 178, ενώ αυτές είτε είναι πρωτότυπες, είτε εκλήφθησαν από άλλο σύμβολο. Ο Schmidt αναιρώντας αυτή την άποψη υποστήριξε πως 86 λέξεις είναι κοινές, ενώ κατά τον Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, αν αφαιρέσουμε τις προσθήκες περί του Αγίου Πνεύματος και ύστερα, 76 από τις 126 είναι κοινές δηλαδή τα 3/5. Αλλά και πάλι θεωρεί πως αυτή η αρίθμηση είναι εσφαλμένη, καθώς ως λέξεις περιλαμβάνονται και τα άρθρα, οι σύνδεσμοι και οι προθέσεις. Έτσι παρατηρώντας το σύμβολο της Νίκαιας ανευρίσκουμε 140 λέξεις εκ των οποίων 87 είναι κύριες λέξεις, 23 είναι προθέσεις, 22 σύνδεσμοι και 28 άρθρα. Αφαιρώντας τους αναθεματισμούς τελικά παρατηρεί πως από τις 56 κύριες λέξεις[57] του συμβόλου της Νίκαιας, οι 53 χρησιμοποιήθηκαν στο σύμβολο Νίκαιας- Κωνσταντινούπολης,[58] ενώ στο εν λόγω σύμβολο οι παραλειπόμενες 3 λέξεις από το σύμβολο της Νίκαιας αντικαταστάθηκαν από 19 λέξεις, πλειάδα των οποίων είχαν φιλολογικό χαρακτήρα[59] λόγω λεξικών αναγκών, που επιβάλλονταν για λόγους ύφους, ευφωνίας και ρυθμού, ώστε να διευκολύνουν την απομνημόνευση και την εμμελή ανάγνωση.[60] Την ίδια στιγμή η ομοιότητα του Κυριλλικού συμβόλου αγγίζει τις 38 λέξεις από τις 170. Διάθεση μάλιστα για προσθήκες, οι οποίες δε θα συνιστούσαν μεταβολή αλλά συμπλήρωση, λόγω ελλείψεων στο σύμβολο, είχαν εκφραστεί και από τον πρωτεργάτη σύγκλησης της συνόδου Μέγα Βασίλειο, αναφέροντας πως «πλὴν τῆς εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον δοξολογίας, διὰ τὸ ἐν παραδρομῇ τοὺς πατέρας ἡμῶν τούτου τοῦ μέρους ἐπιμνησθῆναι, οὔπω κατ’ αὐτὸ ζητήματος τότε κεκινημένου…ἐκτὸς τοῦ προκοπῆς τινα αὔξησιν ἐπιθεωρεῖσθαι τοῖς λεγομένοις, ὅπερ οὐχὶ μεταβολή ἐστιν ἐκ τοῦ χείρονος πρὸς τὸ βέλτιον, ἀλλὰ συμπλήρωσις τοῦ λείποντος κατὰ τὴν προσθήκην τῆς γνώσεως».[61]
Η παραδοχή βέβαια πως η νέα αυτή προσπάθεια δεν αλλοιώνει το σύμβολο της Νίκαιας θεμελιώθηκε και με διαφορετικούς τρόπους, αλλά και με σοβαρά επιχειρήματα εκατέρωθεν. Έτσι κατά βάση είναι πιστευτό πως το σύμβολο αποτελεί το ίδιο σύμβολο το οποίο αναδεικνύει «πλατύτερον» την πίστη της συνόδου της Νίκαιας.[62] Συνάμα, η ταυτόχρονη διακήρυξη προς τον αυτοκράτορα πως στόχος της συνόδου ήταν και η διατύπωση «σύντομων όρων» ενίσχυσε προς αυτή την κατεύθυνση την έρευνα, συμπληρωματικά με τα παραπάνω. Παρόλα αυτά ακόμη και σήμερα διατυπώνονται απορίες γιατί εφόσον πραγματικώς το σύμβολο αυτό είχε στόχο να αντικαταστήσει το σύμβολο των «τιη΄ πατέρων», πληρώνοντας το λογικό κενό που υπήρχε με την εμφάνιση νέων δοξασιών, αγνοήθηκε πλήρως κατά τις συζητήσεις μεταξύ Κυρίλλου Αλεξανδρείας και Ιωάννη Αντιοχείας για την αποκατάσταση κοινωνίας των δύο εκκλησιών κατά την Γ΄ Οικουμενική σύνοδο[63] (παρά την άποψη του H.Scwhartz ότι επικυρώθη υπό της τρίτης οικουμενικής συνόδου, άποψη που κρίνεται εσφαλμένη λόγω λάθος εκτίμησης και κατανόησης ενός χωρίου κυρώσεως παπικών αντιπροσώπων,[64] αφού η αναφορά γίνεται τελικά προς το σύμβολο της Νίκαιας και όχι το Νίκαιας-Κωνσταντινούπολης); Για πιο λόγο εμφανίζεται σποραδικά μέχρι την επισημοποίηση του από την Δ΄ Οικουμενική σύνοδο, την ώρα που η κατά γράμμα ερμηνεία του πρώτου κανόνα δεν αφήνει περιθώριο για σύνταξη νέου κανόνα; Από κάποιους θεολόγους[65] αυτό πιθανώς ερμηνεύεται ότι το σύμβολο τέθηκε ως μια ομολογία πίστης η οποία αναγνωρίστηκε από την Δ΄ οικουμενική σύνοδο ως σύμβολο, εξού και κατά τη διάρκεια τη συνόδου αυτής ανεγνώσθησαν και τα δύο σύμβολα,[66] κατά άλλους η σύνοδος συνέταξε δικό της νέο σύμβολο παραλλήλως προς της Νίκαιας, προς αντιμετώπιση της νέας δογματικής κατάστασης,[67] ενώ τέλος, κατά μια άλλη προσέγγιση, το σύμβολο αυτό κατά το ρηθέν του Μεγάλου Βασιλείου αποτέλεσε τη φυσική συμπλήρωση του ελλειπόντων ζητημάτων του προϋπάρχοντος.[68]
1. Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν, Πατέρα, Παντοκράτορα, ποιητὴν οὐρανοῦ καὶ γῆς, ὁρατῶν τε πάντων καὶ ἀοράτων.
2. Καὶ εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ τὸν μονογενῆ, τὸν ἐκ τοῦ Πατρὸς γεννηθέντα πρὸ πάντων τῶν αἰώνων· φῶς ἐκ φωτός, Θεὸν ἀληθινὸν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, γεννηθέντα οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, δι' οὗ τὰ πάντα ἐγένετο.
3. Τὸν δι' ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν καὶ σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου καὶ ἐνανθρωπήσαντα.
4. Σταυρωθέντα τε ὑπὲρ ἡμῶν ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου, καὶ παθόντα καὶ ταφέντα.
5. Καὶ ἀναστάντα τῇ τρίτῃ ἡμέρα κατὰ τὰς Γραφάς.
6. Καὶ ἀνελθόντα εἰς τοὺς οὐρανοὺς καὶ καθεζόμενον ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός.
7. Καὶ πάλιν ἐρχόμενον μετὰ δόξης κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς, οὗ τῆς βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος.
8. Καὶ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, τὸ κύριον, τὸ ζωοποιόν, τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς* ἐκπορευόμενον, τὸ σὺν Πατρὶ καὶ Υἱῷ συμπροσκυνούμενον καὶ συνδοξαζόμενον, τὸ λαλῆσαν διὰ τῶν προφητῶν.
9. Εἰς μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν.
10. Ὁμολογῶ ἓν βάπτισμα εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν.
11. Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν.
12. Καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος.
Ἀμήν.
1) Πιστεύω σε έναν Θεό, Πατέρα, Παντοκράτορα, δημιουργό του ουρανού και της γης, όλων των ορατών και των αοράτων.
2) Και σε έναν Κύριο Ιησού Χριστό, τον Υιό του Θεού τον μονογενή, τον γεννημένο από τον Πατέρα πριν από όλους τους αιώνες• φως από φως, Θεό αληθινό από Θεό αληθινού, γεννημένο και όχι δημιουργημένο, ομοούσιο με τον Πατέρα, από τον οποία έγιναν όλα.
3. Τὸν δι' ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν καὶ σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου καὶ ἐνανθρωπήσαντα.
4. Σταυρωμένο και για εμάς επί του Ποντίου Πιλάτου, και παθόντα και ταφέντα.
5. Και ανεστημένο την τρίτη ημέρα σύμφωνα με τις Γραφές.
6. Και αυτόν που ανήλθε στους ουρανούς και κάθεται δεξιά από τον Πατέρα.
7. Και πάλι ερχόμενο με δόξα να κρίνει τους ζωντανούς και τους νεκρούς, του οποίου η βασιλεία δεν θα έχει τέλος.
8. Και στο Πνεύμα το Άγιο, το κύριο, το ζωοποιό, εκπορευόμενο από τον Πατέρα, το προσκυνούμενο μαζί με τον Πατέρα και τον Υιό, που μίλησε μέσω των προφητών.
9. Σε μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία.
10. Ομολογώ ένα βάπτισμα προς άφεση αμαρτιών.
11. Προσδοκώ την ανάσταση των νεκρών.
12. Και την ζωή του μέλλοντα αιώνα.
Αμήν.
Κύριοι διαμορφωτές του συμβόλου σήμερα εμφανίζονται οι Καππαδόκες πατέρες, των οποίων η δογματική αποσαφήνιση στη διδασκαλία των όρων και της τριαδολογικής σχέσης επικυρώθηκε με τον ευρύτερο δυνατό τρόπο, αλλά και ειδικώς ο Βασίλειος Καισαρείας και ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός με τη θεολογία που διατύπωσαν. Κατά τον Νικηφόρο Κάλλιστο, ο άλλος Καππαδόκης θεολόγος Γρηγόριος Νύσσης[69] ήταν και ο άμεσος συντάκτης και διαμορφωτής του συμβόλου. Ο Μέγας Βασίλειος στο έργο του Περί του Αγίου Πνεύματος είχε θεολογικά αναλύσει την κυριότητα του Αγίου Πνεύματος, ενώ ο Γρηγόριος ο Θεολόγος είχε χρησιμοποιήσει σε ουδέτερο γένος το επίθετο «Κύριος» ως χαρακτηριστικό του Πνεύματος.[70]
Οι προσθήκες του συμβόλου είναι οι εκφράσεις «σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου», «σταυρωθέντα ὑπὲρ ἡμῶν ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου», «καθεζόμενον ἐκ δεξιὸν τοῦ Πατρός», «οὗ τῆς βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος», «εἰς μίαν ἁγίαν καθολικὴν καὶ ἀποστολικὴν ἐκκλησίαν, ὁμολογοῦμεν ἓν βάπτισμα εἰς ἄφεσιν ἁματιῶν, προσδοκώμεν ἀναστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντως αἰώνος». Τα επί μέρους αυτά στοιχεία επισημαίνονται με κάποιες παραλλαγές ή αυτούσια σε σύμβολα της εικοσαετίας 341-360, τα οποία συντάσσονταν προς αποκατάσταση του συμβόλου της Νίκαιας και που συχνά περιείχαν ορθόδοξες κατά την εκκλησία θέσεις.[60] Το ότι ο Γρηγόριος ο Θεολόγος εντοπίζει το έργο της συνόδου στην προσθήκη του άρθρου περί του Αγίου Πνεύματος και ο Μέγας Βασίλειος παραθέτει το σύμβολο της Νίκαιας χωρίς την έκφραση «Θεὸν ἐκ Θεοῦ»,[71] καταδεικνύει ότι τα νέα στοιχεία είχαν γίνει δεκτά πριν τη σύνοδο. Από το σύμβολο της Νίκαιας οι εκφράσεις που δεν περιελήφθησαν στο σύμβολο των ρν΄ πατέρων, είναι οι «τουτέστιν ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ πατρός», «Θεὸν ἐκ Θεοῦ», «τά τε ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ τὰ ἐν τῇ γῆ». Οι τρεις αυτές εκφράσεις προφανώς θεωρήθηκαν περιττές επαναλήψεις[72] ένεκα της εμφάνισης λέξεων και φράσεων όπως «ὁμοούσιον», «Θεὸν ἀληθινὸν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ» και «δι' οὗ τὰ πάντα ἐγένετο». Επίσης αφαιρέθηκαν και οι αναθεματισμοί λόγω ότι το σύμβολο έπρεπε να περιλαμβάνει πλέον μόνο θέσεις και όχι αρνήσεις.[72]
Κύριος στόχος των εκφράσεων ήταν να δοθούν απαντήσεις και να αποκλειστούν εκπεφρασμένες κακοδοξίες, όπως του Μακεδονίου, του Απολλιναρίου, του Μαρκέλλου Άγκυρας και των πνευματομάχων. Έτσι:
Η διατύπωση αυτή έχει άμεση αναφορά κατά των πολεμίων του Αγίου Πνεύματος και έχει βάση αγιογραφική. Έτσι η λέξη «Κύριον» ελήφθη εκ B΄ Κορινθίων 3, 17-18, αν και ο A.Adam υποστήριξε πως αυτό μπορεί να αποχωριστεί και από το εν λόγω χωρίο, αφού κατά βάση στόχο έχει να δηλώσει την αυτοτέλεια του Αγίου Πνεύματος. Η λέξη «ζωοποιόν» από Κατά Ιωάννην 6, 63/Προς Ρωμαίους 8,12/Β΄ Κορινθίους 3,6. Η φράση «τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον» από το Κατά Ιωάννην 15, 26. Τέλος η σύνοδος θέλησε να αποφύγει τον όρο «ομοούσιος» κατ΄ οικονομίαν, ώστε να καταστεί ευκολότερη η εισαγωγή αιρετικών στην εκκλησία. Γι΄ αυτό το λόγο χρησιμοποίησε τον όρο «τὸ σὺν Πατρὶ καὶ Υἱῷ συμπροσκυνούμενον καὶ συνδοξαζόμενον», που επί της ουσίας διδάσκει το ομοούσιο. Τέλος η έκφραση «τὸ λαλῆσαν διὰ τῶν προφητῶν» πάρθηκε εκ της Β΄ Καθολικής επιστολής Πέτρου 1, 21, που αναφέρεται πως «υπό Πνεύματος Αγίου φερόμενοι ελάλησαν οι Άγιοι του Θεού άνθρωποι». Επίσης δια του τονισμού των «προφητών», στόχο καταστάται η αναφορά στην Παλαιά Διαθήκη, ώστε να εξαίρεται μέσω της φράσης αυτής «η προπαρασκευαστική σημασία της εν Παλαιά Διαθήκη αποκαλύψεως δια τα εν Χριστώ πραγματοποιηθέντα αλλ η σημασία του γεγονότος παραμένει αμείωτος ως προς το ότι η κατά τα ανωτέρω τάξις και θέσις της Παλαιάς Διαθήκης εντάσσεται εν τω συμβόλω εντός αυτών τούτων των περί Αγίου Πνεύματος αποφάσεων και προσδιορισμού»[73]
Οι αποφάσεις της συνόδου, επισφράγισαν την κατάρρευση του αρειανισμού στην ανατολή, τη στιγμή που μετριοπαθείς αρειανοί (κατά βάση ημιαρειανοί), Μακεδονιανοί και Απολιναριστές αποδέχθηκαν το σύμβολο Νίκαιας – Κωνσταντινούπολης, ώστε να ενταχθούν στην εκκλησιαστική κοινότητα. Ταυτόχρονα, αποτέλεσε θρίαμβο της πολιτικής θεολογίας την οποία προ διετίαν είχε χαράξει ο Μέγας Βασίλειος.[78] Στη Δύση το πρόβλημα συνεχίστηκε κατά βάση εκτός ορίων της αυτοκρατορίας, με αποτέλεσμα οι αρειανικές έριδες να μεταφερθούν στις εκκλησίες της δυτικής Ευρώπης μέχρι και τον 6ο αιώνα και την επικράτηση των Φράγκων. Μάλιστα η αποδοχή του αρειανισμού και δη της ομολογίας των ομοίων, επέφερε και πολιτικά προβλήματα στην αυτοκρατορία αφού εμπόδισε την αφομοίωση των γοτθικών φύλων στο εσωτερικό της, ενώ θεολογικά μεταλαμπάδευσε τη θεολογική διαλεκτική στη φραγκολατινική θεολογία, επηρεάζοντας και την πνευματική ταυτότητά της.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.