From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Παυλικιανισμός ήταν Χριστιανική Ομολογία που αναπτύχθηκε στη Μικρά Ασία από τον 7ο αιώνα και μετά. Ιδρυτής και δημιουργός του Παυλικιανισμού θεωρείται ένας Αρμένιος με το όνομα Κωνσταντίνος από την κωμόπολη Μανάναλη. Ο Κωνσταντίνος ήταν Μανιχαίος. Κάποτε φιλοξένησε έναν Χριστιανό διάκονο, ο οποίος επέστρεφε στην πατρίδα του ύστερα από μία περίοδο αιχμαλωσίας του από τους Άραβες. Ο τελευταίος δώρησε στον οικοδεσπότη του το "Ευαγγέλιο" και τον "Απόστολο", πριν αποχωρήσει. Έκτοτε ο Κωνσταντίνος απαρνήθηκε τον Μανιχαϊσμό και αφοσιώθηκε στη μελέτη αυτών των βιβλίων. Μάλιστα, έδωσε τη δική του ερμηνεία σε διάφορα χωρία της Καινής Διαθήκης θέτοντας έτσι τις βάσεις της Παυλικιανής διδασκαλίας. Με τα κηρύγματά του συγκρότησε έναν πυρήνα οπαδών στη Μανάναλη. Αρνούντο επίμονα κάθε σχέση με τον Μανιχαϊσμό και τον καταδίκαζαν.
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Μέρος της σειράς λημμάτων Γνωστικισμός | |
Περσικός Γνωστικισμός | |
Συροαιγυπτιακός γνωστικισμός | |
Πατέρες του χριστιανικού γνωστικισμού | |
Πρώιμος Γνωστικισμός | |
Μεσαιωνικός Γνωστικισμός | |
Σύγχρονος γνωστικισμός | |
Γνωστικά κείμενα | |
Σχετικά λήμματα |
Η δράση των πρώτων Παυλικιανών εξόργισε τον Αρμένιο πατριάρχη Ναρσή Γ', ο οποίος ξεκίνησε διώξεις εναντίον τους. Έτσι, ο Κωνσταντίνος και οι οπαδοί του, αφού πρώτα συμμάχησαν με τους Άραβες ενάντια στους μονοφυσίτες του Ναρσή (Αναστασίου Ιωάννης, Οι Παυλικιανοί, σ. 44), μπήκαν στο βυζαντινό έδαφος και συγκεκριμένα στην πόλη Κίσοβα, κοντά στην Κολώνεια. Στη νέα του έδρα, ο Κωνσταντίνος υιοθέτησε το όνομα ενός από τους μαθητές του Αποστόλου Παύλου, του Σιλουανού. Επίσης ονόμασε την κοινότητά του "Μακεδονία". Τελικά, προσείλκυσε την προσοχή του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Δ' Πωγωνάτου (668-685), ο οποίος απέστειλε τον αξιωματούχο του Συμεών στην Κίβοσα με τη ρητή εντολή να εκτελέσει τον Κωνσταντίνο-Σιλουανό. Πράγματι, ο Συμεών τον συνέλαβε και εξανάγκασε τους οπαδούς του να τον λιθοβολήσουν μέχρι θανάτου. Οι Παυλικιανοί παραδόθηκαν στην Ορθόδοξη Εκκλησία για κατήχηση. Ωστόσο, προσποιήθηκαν ότι προσηλυτίσθηκαν και διατήρησαν την κοινότητά τους στην Κίβοσα. Εκεί επέστρεψε ο Συμεών έπειτα από παραμονή τριών ετών στην Κωνσταντινούπολη. Τελικά τον είχε κερδίσει η παυλικιανή διδασκαλία την οποία είχε γνωρίσει κατά τη διάρκεια της ανάκρισης του Κωνσταντίνου-Σιλουανού. Κατά μία ειρωνεία της τύχης, από διώκτης έγινε ο νέος διδάσκαλος των Παυλικιανών. Η δράση του Συμεών-Τίτου διακόπηκε απότομα, όταν ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Β' (685-695 και 705-711) στράφηκε εναντίον του. Ο Διδάσκαλος και οι άλλοι Παυλικιανοί που δεν απαρνήθηκαν την πίστη τους παραδόθηκαν στην πυρά. Ο Παυλικιανισμός κινδύνευε με αφανισμό μόλις λίγα χρόνια μετά την ίδρυσή του.
Τον Παυλικιανισμό διέσωσε ο νέος διδάσκαλος Παύλος ο Αρμένιος. Μαζί με άλλους ομοϊδεάτες του, διέφυγε στην Επίσπαρη, κοντά στην Αμάσεια του Πόντου, όπου προχώρησε σε ανασύνταξη των δυνάμεων της αίρεσης. Ήταν τόσο σημαντικός ο ρόλος του, ώστε πολλοί ιστορικοί πιστεύουν ότι το όνομα της αίρεσης προήλθε από εκείνον και όχι από τον Απόστολο Παύλο.
Στο μεταξύ, το 726 ο αυτοκράτορας Λέων Γ' εγκαινίασε την Εικονομαχία εκδίδοντας διάταγμα εναντίον των εικόνων. Από την πλευρά τους, οι Παυλικιανοί επίσης δεν επιδοκίμαζαν τη λατρεία των εικόνων. Σύμφωνα με τον χρονογράφο Θεοφάνη, η πρώτη προσπάθεια εισαγωγής της εικονομαχίας στο Βυζάντιο έγινε από τον αυτοκράτορα Αναστάσιο Α΄ και η πράξη αυτή συνδεόταν όχι με τον χριστιανισμό, αλλά με τον μανιχαϊσμό: "Μανιχαίον δε τινα ζωγράφον ... Αναστάσιος ήγαγεν ... ος αλλότρια των εκκλησιαστικών αγίων εικόνων ετόλμησε γράψαι φασματώδη εν τω παλατίω Ελενιανών και εν τω αγίω Στεφάνω Αυρηλιανών γνώμη του βασιλέως χαίροντος τοις Μανιχαίοις όθεν και στάσις του λαού γέγονε μεγάλη" (Θεοφάνους, Χρονογραφία 149). Σύμφωνα με αρκετές πηγές, ρίζα του παυλικιανισμού ήταν ο μανιχαϊσμός. Θεοφάνης (Χρονογραφία 488), Φώτιος (PG 102,15), Πέτρος Σικελιώτης (PG 104, 1239), Άννα Κομνηνή (Αλεξιάς, 15,8.1), κάνουν λόγο για το μανιχαϊκό υπόβαθρο των παυλικιανών. Γεγονός, πάντως, είναι ότι τόσο ο αυτοκράτορας Λέων Γ', όσο και ο γιος και διάδοχός του Κωνσταντίνος Ε', έδειξαν ανοχή προς την "αίρεση". Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της κλήσης του γιου και διαδόχου του Παύλου του Αρμένιου, του Γενέσιου-Τιμόθεου, στην Κωνσταντινούπολη από τον Λέοντα Γ' για έλεγχο των πεποιθήσεών του. Την ανάκριση ανέλαβε ο πατριάρχης ο οποίος απεφάνθη ότι ο Γενέσιος ήταν αθώος και ελεύθερος να επιστρέψει στην Επίσπαρη. Προφανώς, κατόπιν συστάσεων του αυτοκράτορα, απέφυγε να υποβάλει ερωτήσεις στον Παυλικιανό διδάσκαλο που θα αποκάλυπταν τις αιρετικές του απόψεις. Ο Λέων δεν επιθυμούσε να δημιουργηθεί εστία έντασης στη Μικρά Ασία η οποία απειλείτο σοβαρά από τους Άραβες εκείνη την εποχή. Ύστερα από την επιστροφή του ο Γενέσιος-Τιμόθεος δεν παρέμεινε στην Επίσπαρη. Μετέβη με τους οπαδούς του στην πρώτη παυλικιανή κοινότητα, στη Μανάναλη, την οποία βάπτισε "Αχαΐα".
Τον θάνατο του Γενέσιου-Τιμόθεου ακολούθησε ο διχασμός της κοινότητας λόγω της σύγκρουσης των δύο γιων του, του Ζαχαρία και του Ιωσήφ-Επαφρόδιτου. Ο τελευταίος επέστρεψε στην Επίσπαρη, όπου του επιφυλάχθηκε θερμή υποδοχή από τους εκεί Παυλικιανούς. Ωστόσο, σε σύντομο χρονικό διάστημα ένας τοπικός Βυζαντινός αξιωματούχος επιχείρησε να τον συλλάβει. Ο Παυλικιανός διδάσκαλος κατάφερε να διαφύγει με δυσκολία. Στη συνέχεια κατευθύνθηκε στην Αντιόχεια (της Πισιδίας), όπου ίδρυσε την κοινότητα των "Φιλιππισίων". Ταυτόχρονα, ο Κωνσταντίνος Ε' κατέλαβε τη Θεοδοσιούπολη και την Μελιτηνή. Ακολουθώντας την παράδοση προγενέστερων αυτοκρατόρων και εκτιμώντας τις μαχητικές ικανότητες των Παυλικιανών, ο αυτοκράτορας υποχρέωσε ορισμένους πληθυσμούς να μετοικήσουν από εκείνες τις πόλεις στη Θράκη, προκειμένου να αντιμετωπίσει τις από Βορρά επιδρομές των Βουλγάρων. Έτσι αποτέλεσαν τη μαγιά του κινήματος των Βογομίλων.
Διάδοχος του Ιωσήφ-Επαφρόδιτου ήταν ο Βοάνης. Λόγω του ανήθικου βίου του έλαβε την προσωνυμία "ρυπαρός" και οδήγησε την παυλικιανή κοινότητα σε παρακμή. Τότε (περίπου το έτος 800) εμφανίστηκε στο προσκήνιο ο Σέργιος, ο οποίος διεκδίκησε την ηγεσία. Ο Σέργιος-Τυχικός εξελίχθηκε στον σημαντικότερο διδάσκαλο των Παυλικιανών. Υπό την επίδρασή του, η διδασκαλία της αίρεσης έλαβε την οριστική της μορφή. Επίσης, ανέπτυξε έντονη προσηλυτιστική δράση. Ίδρυσε την κοινότητα των "Κολασσαέων" στην Αργαούν (κοντά στη Μελητήνη), των "Λαοδικέων" στο Κυνοχώριο (κοντά στη Νεοκαισάρεια του Πόντου και των "Εφεσίων", στη Μοψουεστία της Κιλικίας. Η διάδοση του Παυλικιανισμού από τη μία άκρη της Μικράς Ασίας ως την άλλη θα προκαλούσε σύντομα την οργισμένη αντίδραση των Βυζαντινών αυτοκρατόρων καθώς τα 34 χρόνια του Σέργιου στην αρχηγεία των παυλικιανών (ανάμεσα στο διάστημα 800-835) συνοδεύτηκαν από λεηλασίες και επιθέσεις στα εδάφη του Βυζαντίου (Αναστασίου Ιωάννης, Οι Παυλικιανοί, σ. 67-68).
Ο τελευταίος αυτοκράτορας που υπήρξε φιλικός προς τους Παυλικιανούς ήταν ο Νικηφόρος Α' (802-811), ο οποίος ακολούθησε γενικότερα μετριοπαθή θρησκευτική πολιτική. Άλλωστε, οι Παυλικιανοί τον είχαν υποστηρίξει κατά την καταστολή της εξέγερσης ενός στρατηγού του, του Βαρδάνη του Τούρκου. Ο Νικηφόρος έχασε τελικά τη ζωή του στη σύγκρουση με τον Βούλγαρο χάνο Κρούμο.
Ο διάδοχος του Νικηφόρου, ο Μιχαήλ Α' Ραγκαβές (811-813) υπέπεσε σε πολλά σφάλματα στον πόλεμο με τους Βουλγάρους. Ένα από τα σημαντικότερα ήταν ο διωγμός που εξαπέλυσε κατά των Παυλικιανών με εισήγηση του Πατριάρχη Νικηφόρου.Πολλοί Παυλικιανοί βρήκαν το θάνατο στην περιοχή της Νεοκαισάρειας. Αυτή τη φορά, όμως, υπήρξε δυναμική αντίδραση προς την κεντρική εξουσία. Σχηματίσθηκε μία πολιτοφυλακή από μαθητές του Σέργιου, τους επονομαζόμενους "Άστατους", οι οποίοι εκτέλεσαν τον Βυζαντινό αξιωματούχο Παρακονδάκη. Ταυτόχρονα, οι κάτοικοι του Κυνοχωρίου δολοφόνησαν τον επίσκοπο της Νεοκαισάρειας Θωμά. Τελικά η παράλογη και απάνθρωπη απόφαση ανακλήθηκε μετά από παρέμβαση συνετότερων συμβούλων, μεταξύ των οποίων και ο Θεόδωρος ο Στουδίτης, αλλά η αρχή του κακού είχε γίνει.[1]
Προκειμένου να αποφύγουν τους διωγμούς, οι Παυλικιανοί της Νεοκαισάρειας πήραν την καθοριστική απόφαση να αναζητήσουν καταφύγιο στον Άραβα εμίρη της Μελιτηνής, Ομάρ. Ο τελευταίος τους παραχώρησε την Αργαούν για εγκατάσταση. Έτσι, οι Παυλικιανοί διαχωρίστηκαν σε δύο κοινότητες, εντός και εκτός της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Οι πρώτοι υπέστησαν διωγμούς από τους αυτοκράτορες, αλλά οι άλλοι συνέδραμαν τους Άραβες στις συγκρούσεις τους με τους Βυζαντινούς με καταστρεπτικές επιδρομές εναντίον της αυτοκρατορίας.
Τον πιο συστηματικό διωγμό εναντίον των Παυλικιανών εξαπέλυσε η αυτοκράτειρα Θεοδώρα (842-856). Επρόκειτο για μία υπέρμαχο της Ορθοδοξίας, η οποία είχε προηγουμένως καταλύσει την Εικονομαχία με την αναστήλωση των εικόνων (Μάρτιος 843). Ορισμένοι ιστορικοί επέκριναν τη Θεοδώρα για την απόφασή της να καταδιώξει τους Παυλικιανούς. Υποστήριξαν ότι έτσι πυροδότησε μία μακροχρόνια σύγκρουση που αποδυνάμωσε τα ανατολικά σύνορα της αυτοκρατορίας. Ο αντίλογος είναι ότι οι Παυλικιανοί είχαν ήδη συμμαχήσει με τους Άραβες εναντίον του συζύγου της Θεοδώρας, του αυτοκράτορα Θεόφιλου (829-842).[2]
Οι τρεις απεσταλμένοι της αυτοκράτειρας στη Μικρά Ασία, ο Λέων Αργυρός, ο Ανδρόνικος Δούκας και ο Σουδάλης, επέδειξαν πρωτοφανή σκληρότητα εναντίον των "αιρετικών". Περίπου εκατό χιλιάδες Παυλικιανοί θανατώθηκαν μετά από βασανιστήρια.[3] Αυτός ο αριθμός των θυμάτων αναφέρεται και από τον εθνικό μας ιστορικό Παπαρρηγόπουλο στο 10ο τόμο της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους (σελ. 430, εκδ. “ΚΑΚΤΟΣ”). Πάντως, η Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου σημειώνει ότι, «Ασφαλώς είναι φανταστικός ο αριθμός των θανατωθέντων, ως ανερχόμενος εις 100.000» (Βυζαντινή ιστορία, Β1΄, σ. 214) και ομοίως, ο Ιωάννης Αναστασίου γράφει ότι «Οι Βυζαντινοί συγγραφείς ομιλούν περί 100.000 ούτω φονευθέντων. Ο αριθμός όμως ούτος κρίνεται υπερβολικός και απίστευτος» (Οι Παυλικιανοί, σ. 75).
Σύμφωνα με τις βυζαντινές πηγές άλλοι Παυλικιανοί αποκεφαλίσθηκαν, άλλοι σταυρώθηκαν και άλλοι πνίγηκαν στη θάλασσα. Στα θύματα συμπεριλαμβανόταν ο πατέρας ενός αξιωματικού (πρωτομανδάτορα) του στρατού του θέματος των Ανατολικών, του Καρβέα. Αγανακτισμένος ο τελευταίος τέθηκε επικεφαλής 5.000 ομοθρήσκων του που κατέφυγαν στον εμίρη της Μελιτηνής. Ο πρώην αξιωματικός θα εξελισσόταν σε θανάσιμο εχθρό του Βυζαντίου. Για το γεγονός αυτό, ο Ιωάννης Αναστασίου στην μελέτη του για τους Παυλικιανούς αναφέρει ότι πρώτα είχε αυτονομηθεί ο Καρβέας και είχε συμμαχήσει με τους Άραβες και αργότερα έγιναν οι επιθέσεις που οδήγησαν στον θάνατο του πατέρα του. Δηλαδή, "η φυγή του Καρβέα χρονολογείται προ του γεγονότος τούτου" (Οι Παυλικιανοί, σ. 75-76).Αλλά τόσο από τις πρωτογενείς πηγές, όσο και από τον Παπαρρηγόπουλο, τίποτα τέτοιο δεν συνάγεται, και πολύ λιγότερο τα περί ανταρσίας των Παυλικιανών κατά του εικονομάχου Θεόφιλου, όπως αναφέρεται λίγο πιο πάνω. Οι πλησιέστεροι προς τα γεγονότα Ιωσήφ ο Γενέσιος (Βασιλείες Θεόφιλου και Μιχαήλ) και Συνεχιστές Θεοφάνους (σ. 165) τίποτα δεν αναφέρουν βέβαια για ανταρσία των Παυλικιανών κατά του Θεόφιλου. Θα ήταν άλλωστε περίεργο να στραφούν οι φυσικοί -και μονίμως πιστοί- σύμμαχοι των εικονομάχων αυτοκρατόρων εναντίον του εικονομάχου Θεόφιλου. Κάποιοι πάντως θεωρούν ότι ακόμα κι αν συνέβαινε αυτό, είχαν κάθε λόγο να αποστατήσουν οι Παυλικιανοί μετά τους διωγμούς του Μιχαήλ Α΄, ενώ ως αιτία του διωγμού και της μετατροπής των πιστών και πολεμικών υπηκόων σε εχθρούς αναφέρουν την "θρησκοληψία" της Θεοδώρας και τις εισηγήσεις των φανατικών (Συνεχιστές Θεοφάνους σ.165: «επειράτο [η Θεοδώρα] μετάγειν προς ευσέβειαν ή εξαιρείν και απ’ ανθρώπων ποείν». Ομοίως οι Κεδρηνός και Ζωναράς). Ως προς τον χρόνο φυγής του Καρβέα οι Συνεχιστές του Θεοφάνους (σελ. 166) είναι σαφέστατοι : «ως ουν τον εαυτόν ούτος ακήκοε πατέρα αναρτήσθαι τω ξύλω [ότι σταυρώθηκε]...φυγάς μετά και ετέρων πέντε χιλιάδων...γίνεται». Σύμφωνα βέβαια με τον Ι. Αναστασίου, αποτελεί "σφάλμα της 'Συνεχείας'" ότι ο Καρβέας έφυγε μετά τον διωγμό επί Θεοδώρας και επικαλείται για το αντίθετο τις "περί τούτου μαρτυρίας του Σικελιώτου και του Φωτίου [...] και την αναμφισβήτητον πηγήν του μαρτυρίου των 42 Μαρτύρων των εξ Αμορίου" (Οι Παυλικιανοί, σ. 70).
Επίσης, είναι δύσκολο να υποθέσουμε ότι προηγήθηκε ο διωγμός επί Μιχαήλ Α΄, διότι ο Πέτρος Σικελιώτης με σαφήνεια αναφέρει ότι οι Παυλικιανοί έσφαζαν, λεηλατούσαν, βίαζαν και έκαναν δουλεμπόριο εις βάρος των κατοίκων του Βυζαντίου, δέκα ολοκληρα χρόνια πριν τον Μιχαήλ, ήδη από τα χρόνια της Ειρήνης της Αθηναίας η οποία δεν δίωξε τους Παυλικιανούς:
Στο μεταξύ ο Σέργιος δολοφονήθηκε από έναν Ορθόδοξο (περίπου το 835). Τότε πραγματοποιήθηκε μία μεταβολή στη διακυβέρνηση των Παυλικιανών. Την πνευματική καθοδήγηση δεν θα ασκούσε πλέον ένα άτομο, αλλά μία συνέλευση πρώην συνεργατών του Σεργίου, των "συνεκδήμων". Ταυτόχρονα, καθώς οι Παυλικιανοί βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση με την αυτοκρατορία, τα ηνία της εξουσίας πέρασαν στα χέρια του στρατιωτικού ηγέτη της κοινότητας, "του αρχηγού του οπλιτικού". Τη θέση αυτή ανέλαβε ο Καρβέας, όταν κατέφθασε στην Αργαούν.
Ο Καρβέας συνένωσε τις δυνάμεις του με εκείνες του εμίρη της Μελιτηνής, Αμρ, και του εμίρη της Ταρσού, Αλή, εναντίον των Βυζαντινών. Ταυτόχρονα, όμως, ένιωθε την ανάγκη να απαγκιστρωθεί από την άμεση εξάρτησή του από τους αλλόθρησκους Άραβες. Επίσης, ο Καρβέας επιθυμούσε οι Παυλικιανοί να βρίσκονται εγγύτερα στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ώστε να πραγματοποιούν ταχύτερα επιδρομές εναντίον της. Για όλους τους παραπάνω λόγους, οι Παυλικιανοί μετεγκαταστάθηκαν σε νέες πόλεις στη στρατηγική περιοχή των βυζαντινοαραβοαρμενικών συνόρων. Μεταξύ άλλων, ίδρυσαν εκεί την πρωτεύουσά τους, Τεφρική.
Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Γ' (856-867), γιος της Θεοδώρας, στράφηκε αποφασιστικά εναντίον των εξ ανατολών εχθρών του. Ο στρατηγός του Πετρωνάς εισέβαλε το 856 στο εμιράτο της Μελιτηνής και στην επικράτεια των Παυλικιανών. Τα περίχωρα της Τεφρικής καταστράφηκαν και συνελήφθη ένα πλήθος αιχμαλώτων. Ωστόσο, λίγο αργότερα, μία απόπειρα εκπόρθησης των Σαμοσάτων από τον ίδιο τον αυτοκράτορα αποκρούσθηκε από τον εμίρη Ομάρ με τη συνδρομή του Καρβέα. Τελικά, ο Πετρωνάς κατήγαγε καθοριστική νίκη εναντίον των Αράβων στις όχθες του ποταμού Λαλακάοντα τον Σεπτέμβριο του 863. Η συγκεκριμένη μάχη αποτέλεσε ορόσημο, καθώς έκτοτε οι Βυζαντινοί ανέλαβαν την πρωτοβουλία έναντι των Αράβων στο Ανατολικό μέτωπο. Μία άλλη σημαντική συνέπεια της μάχης ήταν ότι σε αυτήν έχασε τη ζωή του ο εμίρης Αμρ, ο σπουδαιότερος σύμμαχος των Παυλικιανών. Πιθανολογείται επίσης η παρουσία του Καρβέα στην ίδια μάχη, καθώς είναι γνωστό ότι πέθανε το ίδιο έτος.
Παρόλα αυτά, οι Παυλικιανοί δεν υπέκυψαν και αναδείχθηκε μεταξύ τους ένας νέος ηγέτης, εξίσου ικανός με τον Καρβέα. Ο Χρυσόχειρ ήταν ανιψιός και γαμπρός του Καρβέα και τον είχε ακολουθήσει στην Τεφρική. Ο Χρυσόχειρ εξαπέλυσε επιθέσεις μεγάλης έκτασης εναντίον της αυτοκρατορίας. Οι Παυλικιανοί έφθασαν λεηλατώντας μέχρι τη Νίκαια, τη Νικομήδεια και την Έφεσο.
Ο αυτοκράτορας Βασίλειος Α' Μακεδόνας (867-886) επιχείρησε αρχικά να διαπραγματευθεί με τον Χρυσόχειρα και απέστειλε στην Τεφρική μια πρεσβεία με επικεφαλής τον Πέτρο τον Σικελιώτη. Τα αποτελέσματά της ήταν πενιχρά, καθώς επιτεύχθηκε μόνο ανταλλαγή αιχμαλώτων. Μάλιστα, ο Χρυσόχειρ, σίγουρος για την ισχύ του, απαίτησε ο αυτοκράτορας να περιορισθεί στις ευρωπαϊκές κτήσεις και να του παραδώσει ολόκληρη τη Μικρά Ασία. Ο Βασίλειος απάντησε δυναμικά με δύο εκστρατείες εναντίον των Παυλικιανών και των συμμάχων τους Αράβων. Κατάφερε να καταλάβει πολλές πόλεις και κάστρα, χωρίς, όμως, να απειλήσει την Τεφρική. Η εξόντωση του Χρυσόχειρα του έγινε έμμονη ιδέα. Καθημερινά ο αυτοκράτορας προσευχόταν στο ναό των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ να αξιωθεί να καρφώσει τρία βέλη "στη μιαρά κεφαλή" του Χρυσόχειρα.
Το 872, ο Χρυσόχειρ επέδραμε για μία ακόμη φορά στη Μικρά Ασία φθάνοντας μέχρι την Άγκυρα. Κατά την επιστροφή του στην Τεφρική, τον παρακολουθούσε ένας ισχυρός βυζαντινός στρατός υπό τον δομέστικο των Σχολών Χριστόφορο. Σε κάποιο σημείο, οι Παυλικιανοί δέχθηκαν αιφνιδιαστική επίθεση και τράπηκαν σε φυγή. Οι Βυζαντινοί κατόρθωσαν να συλλάβουν τον Χρυσόχειρα και στη συνέχεια τον αποκεφάλισαν. Η κεφαλή του αποστάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Η απώλεια του χαρισματικού ηγέτη τους θα σηματοδοτούσε την αρχή του τέλους για τους Παυλικιανούς.
Οι Παυλικιανοί αντέταξαν πεισματώδη αντίσταση στα προελαύνοντα βυζαντινά στρατεύματα. Χρειάσθηκαν πέντε ολόκληρα χρόνια έπειτα από τον θάνατο του Χρυσόχειρα προκειμένου να πέσει η Τεφρική. Έτσι, το 878 καταλύθηκε οριστικά το κράτος των Παυλικιανών. Τότε, ένα πλήθος από αυτούς εντάχθηκε στον βυζαντινό στρατό και αφομοιώθηκε. Μία άλλη μεγάλη μερίδα Παυλικιανών επέλεξε τον εξισλαμισμό. Τέλος, ελάχιστα φρούρια των Παυλικιανών επιβίωσαν στη βόρεια Συρία. Αναφέρεται ότι ο Βοϊμόνδος Α' της Αντιόχειας, ένας από τους ηγέτες της Α' Σταυροφορίας (1096-1099), πολιόρκησε ένα τέτοιο φρούριο στην κοιλάδα της Αντιοχείας. Οι Παυλικιανοί είχαν συνταχθεί με τους Τούρκους και τους Άραβες εναντίον των Σταυροφόρων. Οι τελευταίες εστίες των αιρετικών στην Ασία εξαφανίστηκαν σταδιακά.
Απέμενε η ευρωπαϊκή κοινότητα των Παυλικιανών, η οποία είχε ενισχυθεί μετά από νέες μετοικήσεις ομόθρησκών τους. Ο αυτοκράτορας Ιωάννης Τσιμισκής (969-976) μετέφερε Παυλικιανούς από τη Μικρά Ασία στην περιοχή της Φιλιππούπολης. Την ίδια εποχή εμφανίσθηκε στη Βουλγαρία η αίρεση του Βογομιλισμού. Ο Βογομιλισμός παρουσίαζε πολλές ομοιότητες με τον Παυλικιανισμό. Είναι προφανές ότι οι Βογόμιλοι προήλθαν από τους Παυλικιανούς της Θράκης. Η νέα αίρεση επεκτάθηκε και σε άλλες περιοχές της Βαλκανικής, κυρίως στη Βοσνία, και επιβίωσε μέχρι την οθωμανική κατάκτηση. Μάλιστα, σύμφωνα με μία θεωρία, η αίρεση των Καθαρών στη νότια Γαλλία διαμορφώθηκε από Βογόμιλους απεσταλμένους.
Τέλος, αναφορές στον Παυλικιανισμό ανιχνεύονται στο έπος του Διγενή Ακρίτα. Συγκεκριμένα, ο ήρωας φέρεται να είναι εγγονός του Χρυσόχειρα από την πλευρά του πατέρα του. Σύμφωνα με τον ποιητή Άγγελο Σικελιανό, ο Βασίλειος Διγενής Ακρίτας ήταν Παυλικιανός.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.