Βυζαντινός αυτοκράτορας From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Θεόφιλος (813 - 20 Ιανουαρίου 842) ήταν Βυζαντινός αυτοκράτορας (829-842). Η βασιλεία του χαρακτηρίζεται από την τελευταία εικονομαχική ακμή, από αγώνες κατά των Αράβων και από πολιτισμική άνθιση.
Θεόφιλος | |
---|---|
Ο Θεόφιλος από το Χρονικόν τού Ιωάννη Σκυλίτζη | |
Περίοδος | 829 - 842 |
Στέψη | Κωνσταντινούπολη |
Προκάτοχος | Μιχαήλ Β΄ ο Τραυλός |
Διάδοχος | Μιχαήλ Γ΄ ο Μέθυσος |
Γέννηση | 813 |
Θάνατος | 20 Ιανουαρίου 842 Κωνσταντινούπολη |
Σύζυγος | Θεοδώρα (9ος αιώνας) |
Επίγονοι | Μιχαήλ Γ΄ ο Μέθυσος |
Οίκος | Φρυγική Δυναστεία (Αμορίου) |
Πατέρας | Μιχαήλ Β΄ ο Τραυλός |
Μητέρα | Θέκλα |
Θρησκεία | Χριστιανός Ορθόδοξος |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Ήταν γιος του αυτοκράτορα Μιχαήλ Β' του Τραυλού και της Θέκλας. Δάσκαλός υπήρξε ο μετέπειτα πατριάρχης Ιωάννης ο Γραμματικός, θεωρούμενος ένας από τους σοφότερους άνδρες της εποχής. Πολύ νωρίς στέφθηκε συμβασιλέας από τον πατέρα του και διακρίθηκε κατά την αντιμετώπιση της ανταρσίας του Θωμά.
Ο Θεόφιλος διαδέχθηκε ομαλά τον πατέρα του το 829 και εγκαινίασε τη βασιλεία του με μιαν ανεξήγητη μέχρι σήμερα πράξη. (Εκ προοιμίου να λεχθεί ότι όλες μας οι πληροφορίες προέρχονται από εικονόφιλους συγγραφείς, οι οποίοι διέκειντο εχθρικότατα προς τους εικονομάχους βασιλείς). Αμέσως μετά τον θάνατο του πατέρα του συγκάλεσε σιλέντιον, έκτακτη δηλαδή συνεδρίαση της Συγκλήτου με συμμετοχή ιερωμένων, κι εκεί διακήρυξε πως ήθελε να ανταμείψει τους άρχοντες που ανέβασαν στον θρόνο τον πατέρα του, σκοτώνοντας τον Λέοντα Ε' τον Αρμένιο. Οι προ δεκαετίας συνωμόσαντες έσπευσαν να το δηλώσουν και ο Θεόφιλος τους καταδίκασε όλους σε θάνατο.[1]
Η πράξη είναι ανεξήγητη γιατί στους συνωμότες όφειλε ο Θεόφιλος τον θρόνο του, όπως του επισήμαναν εκείνη τη στιγμή κάποιοι από τους καταδικασμένους,[2] και γιατί δεν μπορεί παρά να ήταν πασίγνωστοι άρχοντες και γενναιόδωρα ανταμειφθέντες από τον ίδιο τον Μιχαήλ Β'. Εν πάση περιπτώσει το μυστήριο παραμένει –αν έγιναν έτσι τα πράγματα.[3]
Όταν ήρθε ο Θεόφιλος σε ηλικία γάμου, η δεύτερη γυναίκα του πατέρα του Ευφροσύνη κάλεσε τις τις ωραιότερες και ευγενέστερες κόρες της αυτοκρατορίας. Τις συγκέντρωσε σε μία αίθουσα του παλατιού κι έδωσε στον Θεόφιλο ένα χρυσό μήλο για να το δώσει σ’ αυτήν που θα προτιμούσε. Αυτός γοητεύτηκε από την ομορφιά της Κασσιανής αλλά πριν της δώσει το μήλο της είπε «από τη γυναίκα προέρχονται τα δεινά» εννοώντας την Εύα. Η Κασσιανή απάντησε «αλλά κι από τη γυναίκα πηγάζουν τα καλύτερα» εννοώντας την Παναγία, κι ο Θεόφιλος θεωρώντας το αυθάδεια, προτίμησε τη Θεοδώρα.[4]
Ο Θεόφιλος άρχισε τους πολέμους του το 836. Αφορμή του έδωσαν οι Άραβες της Μελιτηνής, που χωρίς να έχει κηρυχτεί πόλεμος έκαναν επιδρομές στις παραμεθόριες περιοχές του βασιλείου. Ο Θεόφιλος τους διασκόρπισε, εισέβαλε μετά με εκατό χιλιάδες στρατό στη Συρία και κυρίευσε την πρωτεύουσα της Κομμαγηνής τα Σαμόσατα, πατρίδα του Λουκιανού.
Ύστερα πολιόρκησε τη Σωζόπετρα, πατρίδα του χαλίφη Μοτασέμ. Ο χαλίφης του έγραψε να σεβαστεί την πατρίδα του και πρότεινε ειρήνη αλλά ο Θεόφιλος κυρίευσε τη Σωζόπετρα και την κατέστρεψε ολοκληρωτικά. Γύρισε μετά στην Κωνσταντινούπολη και τέλεσε λαμπρό θρίαμβο.[5]
Αλλά ο Μοτασέμ είχε ορκιστεί εκδίκηση. Συγκέντρωσε ένα τεράστιο στρατό για να καταστρέψει την πατρίδα του πατέρα του Θεόφιλου Μιχαήλ, το Αμόριο της Φρυγίας, και εισέβαλε στη Μικρά Ασία από τρία σημεία. Όλοι οι στρατιώτες του είχαν γραμμένη στην ασπίδα τους τη λέξη Αμόριον.
Συγχρόνως ξέσπασε ανταρσία κατά του Θεόφιλου. Ένας από τους αρχηγούς του Χορασάν, από βασιλική γενιά της Περσίας, που είχε εμπλακεί στους εμφυλίους πολέμους των Μουσουλμάνων, είχε αυτομολήσει στον αυτοκράτορα με δεκατέσσερις χιλιάδες Πέρσες, βαπτίστηκε και πήρε το όνομα Θεόφοβος. Τώρα οι Πέρσες του Θεόφοβου που είχαν φτάσει τις τριάντα χιλιάδες, ήθελαν να τον ανακηρύξουν βασιλιά στη Σινώπη όπου ήταν στρατοπεδευμένοι. Ο Θεόφοβος αρνήθηκε, προσπάθησε να τους μεταπείσει και ειδοποίησε τον Θεόφιλο, ζητώντας αμνηστία για τους στασιαστές προς αποφυγήν χειρότερων δεινών. Ο Θεόφιλος έδωσε την αμνηστία αλλά διέλυσε το σώμα των Περσών και κατέταξε τους άντρες του ανά δύο χιλιάδες στα στρατεύματα των θεμάτων.[6]
Κινήθηκε ύστερα εναντίον του τμήματος του στρατού του Μοτασέμ που είχε εισβάλει στην Αρμενία. Αλλά δεν είχε εκτιμήσει καλά την αντίπαλη δύναμη, κάποια τμήματα εγκατέλειψαν τη μάχη σύσσωμα, και βρέθηκε περικυκλωμένος. Κατόρθωσε να ξεφύγει από τον κλοιό, καθώς κι από νέα επιβουλή των Περσών, κι όταν ανασυγκρότησε τις δυνάμεις του έσπευσε να βοηθήσει το Αμόριο, επιτιθέμενος στα νώτα των Αράβων. Δεν μπόρεσε όμως να το σώσει, το Αμόριο έπεσε τελικά με προδοσία, καταστράφηκε και η ήττα ήταν δεινή.[7]
Ο Μοτασέμ δεν μπόρεσε να επωφεληθεί από τη νίκη του γιατί είχε να αντιμετωπίσει κι αυτός ανταρσίες στο κράτος του. Το 840 ένα στράτευμά του που εισέβαλε στη Μικρά Ασία, νικήθηκε από τους Βυζαντινούς και τελικά συνομολογήθηκε ειρήνη.
Ο Θεόφιλος δεν αδιαφορούσε για τα θρησκευτικά ζητήματα όπως ο πατέρας του και δεν ακολούθησε την επαμφοτερίζουσα και ασαφή πολιτική του. Ήταν πιστός Χριστιανός και θερμός εικονομάχος.[8] Το 832 απαγόρευσε τη λατρεία των εικόνων, δηλαδή την προσκύνησή τους, τους ασπασμούς και την προσαγωγή φώτων. Το 833 αναγόρευσε πατριάρχη τον δάσκαλό του Ιωάννη Γραμματικό, λόγιο και υπέρμαχο της θρησκευτικής μεταρρύθμισης, ο οποίος έπεισε τον αυτοκράτορα ότι έπρεπε να δοθεί οριστική λύση στο πρόβλημα.[9]
Σύνοδος που συγκροτήθηκε στην εκκλησία των Βλαχερνών αναθεμάτισε τους εικονόφιλους, επικύρωσε τα θεσπίσματα της εικονομαχικής συνόδου της Ιερείας (της κατά τους εικονομάχους Ζ΄ οικουμενικής) και αποκήρυξε την Ζ΄ οικουμενική σύνοδο της Νίκαιας. Με βασιλικό διάταγμα απαγορεύθηκαν οι εικόνες και διατάχθηκε η αφαίρεσή τους από όλες τις εκκλησίες. Οι μοναχοί όσων μοναστηριών βρίσκονταν μέσα σε πόλεις ή σε χωριά διατάχθηκαν να τα εγκαταλείψουν, ενώ στους μοναχούς των μοναστηριών της υπαίθρου απαγορεύτηκε η είσοδος σε κατοικημένα μέρη.
Οι χρονογράφοι αναφέρουν ορισμένα μαρτύρια των ανυπότακτων μοναχών επί Θεόφιλου, του βάρβαρου, του νέου Βαλτάσαρ, του παραβάτη, του βέβηλου –αλλά ήταν όλοι εικονόφιλοι και οι διηγήσεις τους χωλαίνουν,[10] χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπήρξαν και κάποιοι που υπέφεραν. Άλλωστε ο Θεόφιλος είχε μαζί του στο παλάτι τον εικονόφιλο μοναχό Μεθόδιο -που έγινε μετά πατριάρχης και πρωτοστάτησε στην αναστήλωση των εικόνων- ο οποίος, κατά τους χρονογράφους, είχε υποβληθεί προηγουμένως σε φρικτά βασανιστήρια.[11]
Τη βασιλεία του Θεόφιλου κόσμησαν άντρες ονομαστοί για τη σοφία τους, όπως οι εικονομάχοι Ιωάννης Γραμματικός και Λέων ο Μαθηματικός καθώς και ο προαναφερθείς εικονόφιλος Μεθόδιος. Περίφημη υπήρξε η πρεσβεία του Ιωάννη το 831 στη Βαγδάτη, όπου κατέπληξε τους Άραβες με τον πλούτο και τη σοφία του.[12] Ακόμη πιο μεγάλη εντύπωση -εξ αποστάσεως μάλιστα- έκαναν οι γνώσεις του Λέοντα του Μαθηματικού στον χαλίφη Αλ Μαμούν, που τον κάλεσε στη Βαγδάτη αλλά ο Θεόφιλος δεν ενέκρινε.
Ο Θεόφιλος ύψωσε και καλλώπισε τα τείχη της Κωνσταντινούπολης και το όνομα του γράφηκε πάνω τους περισσότερες φορές από οποιουδήποτε άλλου αυτοκράτορα.[13] Ήταν φιλότεχνος -οι ίδιοι οι εικονόφιλοι χρονογράφοι τον αποκαλούν «φιλόκοσμο»-[14] και στόλισε τη Βασιλεύουσα με περίλαμπρα κτίρια. Μεταξύ αυτών τα ανάκτορα του Βρύου κατά μίμησιν των ανακτόρων της Βαγδάτης. Γιατί αν οι Άραβες εντυπωσιάζονταν από τους σοφούς του, αυτοί οι τελευταίοι του -και ιδιαίτερα ο Ιωάννης Γραμματικός- μετέδωσαν τον θαυμασμός τους για την ισλαμική αρχιτεκτονική που ήκμασε επί Χαρούν αλ Ρασίντ.[15]
Τα ανάκτορα του Βρύου είχαν κήπους παραδεισένιους και πέντε εκκλησίες, που η ομορφότερή του, η Τρίκογχος, είχε τρεις χρυσούς τρούλους, μάρμαρα πολύχρωμα κι ασημένιες πόρτες. Απέναντί της ήταν το Σίγμα, ένα περιστύλιο με υπέροχα διακοσμημένους με αγροτικές σκηνές τοίχους. Στο Σίγμα, που πήρε το όνομα από την ομοιότητά του με το γράμμα, εφαπτόταν το Μυστήριο, που ονομάστηκε έτσι γιατί και ο παραμικρός ψίθυρος στη μια του άκρη ακουγόταν στην άλλη. Κι άλλα λαμπρά οικοδομήματα μέσα και γύρω από την Πόλη.[16] Ανάμεσα στα έργα τέχνης της εποχής ένα χρυσό πλατάνι με λιθοπλούμιστα χρυσά πουλιά που κελαηδούσαν και χρυσά λιοντάρια γύρω του που βρύχονταν, καθώς και εκκλησιαστικά όργανα που κατασκεύασε ο Λέων ο Μαθηματικός και λειτουργούσαν με κρυφούς αεραγωγούς[17] κι έπαιζαν τις συνθέσεις των μελωδών μεταξύ των οποίων και ο ίδιος ο Θεόφιλος.[18]
Το πάθος του Θεόφιλου για τη δικαιοσύνη αναφέρεται από τους χρονογράφους, με τις σχετικές βέβαια επιφυλάξεις.[19] Μια φορά την εβδομάδα, όταν πήγαινε να εκκλησιαστεί στον ναό των Βλαχερνών, μπορούσε οποισδήποτε να του εκθέσει τα παράπονά του. Ήλεγχε την αγορά, ρωτούσε τις τιμές, φρόντιζε για την επάρκεια των αγαθών και ήταν αυστηρότατος με τους αξιωματούχους και υπαλλήλους.[20]
Όταν μια χήρα του κατήγγειλε ότι ο αδελφός της Θεοδώρας Πετρωνάς ύψωσε ένα τεράστιο μέγαρο δίπλα στο σπίτι της στερώντας του το φως, τον διέταξε να αποκαταστήσει τη βλάβη. Κι όταν έμαθε ότι τίποτα δεν έγινε, μαστίγωσε τον Πετρωνά εν μέση οδώ.[21] Κι όταν κάποτε είδε στο λιμάνι ένα εμπορικό πλοίο εντυπωσιακού μεγέθους, ομορφιάς και φορτίου κι έμαθε ότι ανήκε στη βασίλισσα Θεοδώρα, διέταξε να το κάψουν μαζί με το φορτίο λέγοντας: «Εμένα, τον βασιλέα Ρωμαίων, η γυναίκα μου ναύκληρο με κατάντησε».[22]
Ο Θεόφιλος είχε αποκτήσει πέντε κόρες κι ένα γιο –αυτόν όμως τρία χρόνια πριν πεθάνει. Πιο πολύ απ’ όλες αγαπούσε την προτελευταία κόρη του Μαρία. Την πάντρεψε με τον Αρμένιο Αλέξιο Μωσηλέ, τον οποίο έκανε δούκα Σικελίας και τον έστειλε στις Συρακούσες. Ο Αλέξιος είχε επιτυχίες κατά των Σαρακηνών αλλά κατηγορήθηκε ότι επιβουλεύεται τον θρόνο και ανακλήθηκε. Είχε όμως μάθει για τις κατηγορίες και δίσταζε να επιστρέψει. Τότε ακριβώς πέθανε η Μαρία. Ο Θεόφιλος έστειλε στη Σικελία τον αρχιεπίσκοπο Θεόδωρο τον Κρίθινο για να πείσει τον Αλέξιο να γυρίσει, δίνοντας λόγον απαθείας, ότι δεν θα τον πειράξει δηλαδή. Ο Αλέξιος επέστρεψε αλλά ο Θεόφιλος τον κατηγόρησε για ανταρσία, τον μαστίγωσε, τον φυλάκισε και δήμευσε την περιουσία του. Τότε ο αρχιεπίσκοπος Θεόδωρος τον κατηγόρησε επί παρουσία του στον ναό των Βλαχερνών με αποτέλεσμα να εκμανεί ο Θεόφιλος, να τον χτυπήσει και να τον εξορίσει. Τελικά ο πατριάρχης Ιωάννης ο Γραμματικός επέπληξε τον μαθητή του Θεόφιλο μέσα στην Αγία Σοφία και μόνο τότε ο Θεόφιλος συνήλθε και επανόρθωσε.[23]
Ήταν καλός σύζυγος και πατέρας, κι εκτός από μια περιπέτειά του με μία κυρία της αυλής -για την οποία περιπέτεια ζήτησε συγγνώμη- τίποτα άλλο δεν ακούστηκε.[24] Αλλά το μεγάλο του πρόβλημα ήταν τα θρησκευτικά φρονήματα των γυναικών της οικογενείας του.
Η μητέρα της Θεοδώρας λάτρευε τις εικόνες –όπως όλες οι γυναίκες της αυτοκρατορίας. Αναγκάστηκε να φύγει από το παλάτι αλλά στο μοναστήρι που πήγε κατηχούσε τις εγγονές της, τις κόρες του Θεόφιλου, στην εικονολατρεία. Δεδομένου ότι ο Θεόφιλος δεν είχε ακόμη αποκτήσει τον Μιχαήλ και είχε κάνει συμβασίλισσά του τη μεγαλύτερη κόρη του Θέκλα, απαγόρευσε τις επισκέψεις στο μοναστήρι και η πεθερά του άρχισε να τον κατηγορεί φανερά.[25]
Το χειρότερο για τον Θεόφιλο και την Εικονομαχία ήταν ότι και η Θεοδώρα λάτρευε τις εικόνες. Συνελήφθη επ’ αυτοφώρω από τον γελωτοποιό της αυλής να τις ασπάζεται αλλά όταν την κατηγόρησε ο Θεόφιλος, είπε πως κοιταζόταν στον καθρέφτη της.[26] Δεν αντιδρούσε φανερά, τελικά όμως ήταν αυτή που ανέτρεψε την εκκλησιαστική πολιτική του συζύγου της και αναστήλωσε τις εικόνες παρά τους όρκους της.
Στις αρχές του 842 ο Θεόφιλος αρρώστησε βαριά. Προβλέποντας το τέλος του, ζήτησε από τη Θεοδώρα και τους μεγάλους αξιωματούχους να ορκιστούν ότι τίποτα δεν θ’ ανέτρεπαν απ’ όσα θέσπισε και ότι θα διατηρούσαν τον Ιωάννη τον Γραμματικό στον πατριαρχικό θρόνο.
Τον έφεραν ύστερα με φορείο στο ανάκτορο της Μαγναύρας κι εκεί μίλησε στους άρχοντες και στον λαό ζητώντας πίστη και αφοσίωση στη γυναίκα του και τον γιο του.[27] Γιατί ο γιος του ήταν τριών μόνο χρόνων και φοβόταν για την τύχη του. Και για να τον προστατέψει όσο μπορούσε, ζήτησε το κεφάλι του Θεόφοβου, του Πέρση στρατηγού που είχε αυτομολήσει, ο οποίος είχε παντρευτεί αδελφή της Θεοδώρας[28] και για τον οποίο είχε υπόνοιες. Όταν του το έφεραν έβαλε το χέρι πάνω του, είπε «Τώρα πια, ούτ’ εσύ Θεόφοβος ούτ’ εγώ Θεόφιλος» και ξεψύχησε.[29]
Δεδομένου ότι κανένα κείμενο εικονομάχου ιστορικού δεν έχει σωθεί, και ότι οι συγγραφείς στους οποίου βασιζόμαστε ήταν αφ’ ενός μεν όλοι εικονόφιλοι, αφ’ ετέρου δε οπαδοί της Μακεδονικής δυναστείας που επεδίωκαν να αμαυρώσουν την εικόνα της προηγουμένης, είμαστε υποχρεωμένοι να τους ακολουθήσουμε.
Είδαμε στα σχετικά κεφάλαια τις απόψεις για την ευσέβεια, το φιλοδίκαιον και το φιλότεχνον του Θεόφιλου. Στην τελική του κρίση ο Ιωσήφ Γενέσιος αναφέρει ότι «απ’ τη φύση του ήταν προικισμένος με κάποια προτερήματα» και ότι «προς έπαινόν του αξίζει να εξαρθεί και η αποστροφή του προς το κέρδος».[30] Ο Νικήτας στον Βίον Ιγνατίου : «Και ην τ'άλλα μεν (εκτός δηλ. από τα εκκλησιαστικά) ως φασιν, ου κακός». Οι Συνεχιστές του Θεοφάνους μιλούν για τη γενναιότητά του (πάντοτε μετ' επιφυλάξεως): «μηδέποτε τρόπαιον στήσας ... βασιλικόν και αξιέπαινον ... καίτοι ... προς παρατάξεις χωρήσας ουκ αγεννείς».[31] Χωρίς επιφυλάξεις η θετική γνώμη του Ζωναρά.[32] Δεδομένης της πολιτικής και θρησκευτικής τοποθέτησης των χρονογράφων αυτών, είναι προφανές ότι η γενική κρίση για τον Θεόφιλο είναι θετικότατη.
Νυμφεύτηκε τη Θεοδώρα από την Παφλαγονία, Αρμενικής καταγωγής, κόρη του δρουγγάριου Μαρίνου και είχε τέκνα:
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.