From Wikipedia, the free encyclopedia
Η οικονομία της Τανζανίας είναι μια οικονομία χαμηλότερου-μεσαίου εισοδήματος[1][2] βασισμένη κυρίως στη γεωργία. Η οικονομία της Τανζανίας έχει μεταβεί από το μοντέλο της σχεδιασμένης οικονομίας στην οικονομία της αγοράς από το 1985. Αν και το συνολικό ΑΕΠ έχει αυξηθεί από τότε που ξεκίνησε η μετάβαση στην οικονομία της αγοράς, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ μειώθηκε απότομα στην αρχή και έφτασε στα επίπεδα του 1985 περίπου το 2007.[3]
Μετά την αναδιάρθρωση της οικονομίας το 2014, το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά ένα τρίτο στα 41.33 δισεκατομμύρια δολάρια. [4]
Το 2020, το πραγματικό ΑΕΠ της Τανζανίας αυξήθηκε κατά 4,8% φτάνοντας τα 64.4 δις δολάρια ΗΠΑ έναντι 60.8 δις δολαρίων ΗΠΑ το 2019. Τότε ήταν η 2η μεγαλύτερη οικονομία στην Ανατολική Αφρική μετά τη Κένυα και η 7η μεγαλύτερη οικονομία στην Υποσαχάρια Αφρική.[5]
Έχει διατηρήσει σχετικά υψηλό ρυθμό ανάπτυξης σε σύγκριση με τον υπόλοιπο κόσμο, όπως είναι χαρακτηριστικό των αφρικανικών εθνών. Οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές της τανζανικής οικονομίας είναι μέχρι στιγμής θετικές, με τον ρυθμό ανάπτυξης να προβλέπεται στο 6% το 2020/21, στηριζόμενη από μεγάλες δαπάνες για υποδομές.[6][7]
Η κυβέρνηση έχει λάβει σημαντικά μέτρα για την απελευθέρωση της οικονομίας της Τανζανίας σύμφωνα με τις διαταγές της οικονομίας της αγοράς, όσο και με βάση τις συστάσεις των ξένων όσο και των εγχώριων ιδιωτικών επενδυτών. Ξεκινώντας το 1986, η κυβέρνηση της Τανζανίας ξεκίνησε ένα πρόγραμμα προσαρμογής για να διαλύσει το σοσιαλιστικής έμπνευσης οικονομικό σύστημα (ουτζαμάα) υπέρ της πιο ενεργού συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα στην οικονομία. Το πρόγραμμα περιελάμβανε μια ολοκληρωμένη δέσμη πολιτικών που μείωσε το έλλειμμα του προϋπολογισμού και βελτίωσε τον νομισματικό έλεγχο, υποτίμησε σημαντικά την υπερτιμημένη συναλλαγματική ισοτιμία, απελευθέρωσε το εμπόριο, ήρε τους περισσότερους ελέγχους τιμών, χαλάρωσε τους περιορισμούς στην εμπορία των καλλιεργειών τροφίμων, απελευθέρωσε τα επιτόκια και ξεκίνησε αναδιάρθρωση του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Το τρέχον κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Τανζανίας αυξήθηκε περισσότερο από 40% μεταξύ των ετών 1998 και 2007.[8] Τον Μάιο του 2009, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) ενέκρινε πακέτο στήριξης για την Τανζανία για να αντιμετωπίσει την παγκόσμια οικονομική κρίση.[9] Η Τανζανία συμμετέχει επίσης στο Μηχανισμό Υποστήριξης Πολιτικής με το ΔΝΤ, το οποίο ξεκίνησε το Φεβρουάριος 2007 αφότου η Τανζανία ολοκλήρωσε τη δεύτερη τριετή Διευκόλυνση για τη μείωση της φτώχειας και την ανάπτυξη, ένα πρόγραμμα του ΔΝΤ. Αυτό ήταν το διάδοχο πρόγραμμα της Ενισχυμένης διευκόλυνσης για την δομική προσαρμογή, στο οποίο συμμετείχε η Τανζανία από το 1996 έως το 1999. Το πρόγραμμα Μηχανισμού Υποστήριξης Πολιτικής του ΔΝΤ παρέχει υποστήριξη πολιτικής σε συμμετέχουσες χώρες χαμηλού εισοδήματος και προορίζεται για χώρες που έχουν συνήθως λογικό ρυθμό ανάπτυξης, χαμηλό υποκείμενο πληθωρισμό, επαρκή αποθέματα σε ξένο νόμισμα και έχουν αρχίσει να δημιουργούν στρατηγικές για την βιωσιμότητα του χρέους τους.
Η Τανζανία ξεκίνησε επίσης μια σημαντική αναδιάρθρωση των κρατικών επιχειρήσεων. Συνολικά, η πραγματική οικονομική ανάπτυξη ήταν κατά μέσο όρο περίπου 4 τοις εκατό ετησίως στην Τανζανία, πολύ καλύτερη από τα προηγούμενα 20 χρόνια, αλλά όχι αρκετή για να βελτιώσει τη ζωή του μέσου πληθυσμού της Τανζανίας. Επίσης, η οικονομία παραμένει συντριπτικά εξαρτημένη από την διεθνή βοήθεια. Επιπλέον, η Τανζανία έχει εξωτερικό χρέος ύψους 7.9 δις δολαρίων. Η εξυπηρέτηση αυτού του χρέους απορροφά περίπου το 40% των συνολικών κρατικών δαπανών. Η Τανζανία πληροί τις προϋποθέσεις για ελάφρυνση χρέους στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας για τις βαριά χρεωμένες φτωχές χώρες. Χρέη άνω των 6 δισεκατομμυρίων δολαρίων διεγράφησαν μετά από απόφαση της Λέσχης του Παρισιού.
Η οικονομία της Τανζανίας βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στη γεωργία, η οποία αντιπροσωπεύει το 28.7% της οικονομικής δραστηριότητας της χώρας, το 85% των εξαγωγών[10] και το ήμισυ του απασχολούμενου εργατικού δυναμικού. Ο γεωργικός τομέας αναπτύχθηκε κατά 4.3% το 2012, λιγότερο από το ήμισυ του στόχου του Στόχου Ανάπτυξης Χιλιετίας, που είχε στόχο την ανάπτυξη του γεωργικού τομέα της Τανζανίας κατά 10.8% εκείνο το έτος.[11] Το 16.4% των εδαφών της Τανζανίας είναι καλλιεργήσιμα εδάφη[12] με το 2.4% των εδαφών της χώρας να καλλιεργούνται μόνιμα.[13]
Αυτή η ισχυρή εξάρτηση από τη γεωργία, καθιστά την οικονομία της Τανζανίας εξαιρετικά ευάλωτη στις κλιματικές μεταβολές και στις διακυμάνσεις των τιμών των εμπορευμάτων. Το 76% του πληθυσμού της Τανζανίας ζει από τη γεωργία και, λόγω της έλλειψης γνώσεων και υποδομών για την ανάπτυξη και εφαρμογή κάποιου είδους γεωργικής τεχνολογίας, τυχόν ξηρασίες, πλημμύρες ή θερμοκρασιακές ανωμαλίες μπορούν να βλάψουν σοβαρά το βιοτικό επίπεδο αυτών των ανθρώπων και να δημιουργήσουν τεράστιες αυξήσεις στα ποσοστά ανεργίας, πείνας και υποσιτισμού, καθώς και, σε πραγματικά σοβαρές περιπτώσεις, στα ποσοστά θνησιμότητας λόγω της πείνας.[14]
Η Τανζανία παρήγαγε τις παρακάτω ποσότητες προϊόντων το 2018:
Η Τανζανία παρήγαγε επίσης 107 χιλιάδες τόνους καπνού, 55 χιλιάδες τόνους καφέ, 36 χιλιάδες τόνους τσαγιού και 33 χιλιάδες τόνους σιζάλ.[15]
Οι βιομηχανίες αποτελούν σημαντικό και αναπτυσσόμενο συστατικό της οικονομίας της Τανζανίας, συνεισφέροντας το 22,2 τοις εκατό του ΑΕΠ το 2013. Η Τανζανία έχει ορυχεία, λατομεία, εργοστάσια μεταποίησης, ενέργειας και άλλες βιομηχανικές υποδομές.
Ο τομέας των εξορύξεων παρείχε το 3.3% του τανζανικού ΑΕΠ το 2013. Η συντριπτική πλειονότητα των εσόδων από τις εξαγωγές ορυκτών της χώρας προέρχεται από χρυσό, αντιπροσωπεύοντας το 89% των κερδών από εξαγωγές ορυκτών της χώρας το 2013. Εξάγει επίσης σημαντικές ποσότητες πολύτιμων λίθων (π.χ. διαμάντια, τανζανίτης).[16] Όλη η παραγωγή άνθρακα της Τανζανίας, η οποία ανήλθε συνολικά σε 106.000 τόνους το 2012, χρησιμοποιείται για σκοπούς εγχώριας κατανάλωσης.[17]
Στην Τανζανία εξορύσσονται και τα παρακάτω ορυκτά μέταλλα:
Η σύγχρονη εξόρυξη χρυσού στην Τανζανία ξεκίνησε τη γερμανική αποικιακή περίοδο, λόγω της εύρεσης χρυσού σε περιοχές κοντά στη λίμνη Βικτώρια το 1894. Το πρώτο ορυχείο χρυσού στην τότε Τανγκανίκα, το χρυσωρυχείο Σεκένκε, άρχισε να λειτουργεί το 1909. Η παραγωγή χρυσού εκτοξεύτηκε από την δεκαετία του 1930 και μετά. Μέχρι το 1967, η παραγωγή χρυσού στη χώρα είχε πέσει σε ασήμαντα επίπεδα, αλλά επανήλθε στα μέσα της δεκαετίας του 1970, όταν η τιμή του χρυσού αυξήθηκε για άλλη μια φορά. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, ξένες εταιρείες άρχισαν να επενδύουν στην έρευνα για χρυσό στην Τανζανία, οδηγώντας στο άνοιγμα μιας σειράς νέων ορυχείων, όπως το ορυχείο Γκόλντεν Πράιντ, το οποίο άνοιξε το 1999, ή το ορυχείο Μπουζουάγκι, το οποίο άνοιξε το 2009.[18]
Αποθέματα νικελίου ύψους 290.000 τόνων ανακαλύφθηκαν τον Οκτώβριο του 2012 από την Ngwena Company Limited, θυγατρική της αυστραλιανής εταιρείας εξόρυξης IMX Resources. Μια αρχική επένδυση περίπου 38 εκατομμυρίων δολαρίων άρχισε ξεκινώντας από το 2006.[19]
Οι κινεζικές εταιρείες έχουν δείξει μεγάλο ενδιαφέρον για τα κοιτάσματα ορυκτών της Τανζανίας. Στα τέλη του 2011 ο όμιλος Sichuan Hongda ανακοίνωσε το σχέδιο του να επενδύσει περίπου 3 δισεκατομμύρια δολάρια στην ανάπτυξη των ορυχείων άνθρακα και σιδηρομεταλλεύματος Μτσουτσούμα και Λιγκάνγκα, στα νότια της χώρας.[20]
Τον Νοέμβριο του 2012, η κυβέρνηση της Τανζανίας ανακοίνωσε έρευνες καθώς υπήρξαν καταγγελίες ότι εταιρείες και οντότητες που έκαναν εξορύξεις στη χώρα παρενοχλούσαν και σε ορισμένες περιπτώσεις σκότωναν κατοίκους περιοχών που γειτνιάζουν με τα ορυχεία τους.[21]
Η κρατική εταιρεία Tanzania Electric Supply Company Limited κυριαρχεί στη βιομηχανία ηλεκτρικού ρεύματος στην Τανζανία.[22] Η χώρα παρήγαγε 6.013 δις κιλοβατώρες (kWh) ηλεκτρικής ενέργειας το 2013, έναντι 5.771 δις κιλοβατώρων το 2012.[23] Η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας αυξήθηκε κατά 63% μεταξύ 2005 και 2012.[24][25] Μόνο το 15% των Τανζανών είχαν πρόσβαση σε ηλεκτρικό ρεύμα το 2011.[26] Σχεδόν το 18% της ηλεκτρικής ενέργειας που παρήχθη το 2012 πήγε άχρηστη λόγω ρευματοκλοπών και προβλημάτων στο δίκτυο διανομής και μετάδοσης του ρεύματος.[24] Η παροχή ηλεκτρικής ενέργειας ποικίλλει, ιδιαίτερα όταν ξηρασίες διαταράσσουν την παραγωγή υδροηλεκτρικής ενέργειας. Τότε εφαρμόζονται κυλιόμενες διακοπές ρεύματος.[16][22] Το αναξιόπιστο σύστημα παροχής ηλεκτρικής ενέργειας έχει εμποδίσει την ανάπτυξη της βιομηχανίας της Τανζανίας.[16] Το 2013, το 49.7% της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας της Τανζανίας προήλθε από φυσικό αέριο, το 28.9% από υδροηλεκτρικά εργοστάσια, το 20.4% από θερμικές πηγές και το 1.0% ήταν εισαγόμενο από άλλες χώρες.[23] Στόχος της κυβέρνησης είναι να αυξήσει την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας σε τουλάχιστον 10.000 μεγαβάτ έως το 2025.[27]
Σύμφωνα με την PFC Energy, η Τανζανία έχει πολλά κοιτάσματα φυσικού αερίου.[17] Η αξία του φυσικού αερίου που παρήχθη το 2013 ανήλθε στα 52.2 εκατομμύρια δολάρια.
Η εμπορική παραγωγή φυσικού αερίου από το κοίτασμα του νησιού Σόνγκο Σόνγκο στον Ινδικό Ωκεανό ξεκίνησε το 2004, τριάντα χρόνια μετά την ανακάλυψη κοιτασμάτων εκεί.[28] Πάνω από 35 δισεκατομμύρια κυβικά πόδια αερίου παρήχθησαν από αυτό το κοίτασμα το 2013, με εκτιμήσεις να κάνουν λόγο για την ύπαρξη ακόμη και 27,5 δις κυβικών μέτρων φυσικού αερίου στο κοίτασμα του Σόνγκο Σόνγκο.[29] Το αέριο από το Σόνγκο Σόνγκο μεταφέρεται με αγωγό στο Νταρ ες Σαλάμ.[28]
Ένα νεότερο κοίτασμα φυσικού αερίου στον κόλπο Μνάζι το 2013 παρήγαγε περίπου το ένα έβδομο της ποσότητας που παρήχθη κοντά στο νησί Σόνγκο Σόνγκο, αλλά σύμφωνα με εκτιμήσεις έχει ακόμη και τα διπλάσια αποθέματα από το κοίτασμα του Σόνγκο Σόνγκο, δηλαδή ίσως υπάρχουν ακόμη και 55 δις κυβικά μέτρα φυσικού αερίου στο κοίτασμα του κόλπου Μνάζι. Σχεδόν όλο το αέριο από το Μνάζι χρησιμοποιείται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στο εργοστάσιο της Μτβάρας.[28]
Οι θάλασσες στα ανοικτά της Μοζαμβίκης και της Τανζανίας, αποδεικνύεται δημοφιλής τόπος για γεωτρήσεις για την εύρεση κοιτασμάτων φυσικού αερίου. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Γεωλογικού Ινστιτούτου των ΗΠΑ, τα αποθέματα φυσικού αερίου της Μοζαμβίκης και της Τανζανίας μπορεί να ανέρχονται ακόμη και στα 6 τρισεκατομμύρια κυβικά μέτρα. Μόνο στη Μοζαμβίκη, τα αποδεδειγμένα αποθέματα φυσικού αερίου αυξήθηκαν δραματικά από μόλις 115 δις κυβικά μέτρα το 2013 σε 2.450 τρις κυβικά μέτρα στα μέσα του 2015. Δεδομένων των συνεχιζόμενων ανακαλύψεων αλλά και του μεγέθους των ανακαλύψεων μέχρι σήμερα, είναι πιθανό να βρεθούν και άλλα κοιτάσματα φυσικού αερίου στην ΑΟΖ της Τανζανίας και της Μοζαμβίκης το επόμενο διάστημα.[30][31]
Ωστόσο, καθώς οι τιμές αλλά και οι επενδύσεις στα ορυκτά καύσιμα βρίσκονται σε πτώση,[32] και οι εταιρείες προσέχουν όταν επενδύουν σε αναπτυσσόμενες οικονομίες με κακές υποδομές και μεγάλους χρόνους παράδοσης, δεν είναι ξεκάθαρο πόσα από αυτά τα κοιτάσματα θα αξιοποιηθούν.[33]
Η πολιτική σταθερότητα της Τανζανίας έχει ενθαρρύνει τις άμεσες ξένες επενδύσεις. Η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί να βελτιώσει το κλίμα για τους επενδυτές, προσπαθώντας να μειώσει την γραφειοκρατία, να μεταρρυθμίσει το φορολογικό σύστημα, να απελευθερώσει την συναλλαγματική ισοτιμία και να επιτρέψει σε ξένες τράπεζες να λειτουργούν στη χώρα. Η Τανζανία διαθέτει ορυκτούς πόρους και έναν σε μεγάλο βαθμό αναξιοποίητο τουριστικό τομέα. Οι ορυκτοί πόροι και ο τουριστικός τομέας μπορούν να συμβάλλουν σημαντικά στην ανάπτυξη της Τανζανίας.
Η χρηματιστηριακή κεφαλαιοποίηση αγοράς των εισηγμένων εταιρειών στην Τανζανία αποτιμήθηκε σε 588 εκατομμύρια δολάρια το 2005, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα.[34]
Η οικονομία της Ζανζιβάρης βασίζεται κυρίως στην παραγωγή γαρίφαλου. Η εξαγωγή γαρυφάλλων είναι ο κύριος πάροχος ξένου συναλλάγματος για την Ζανζιβάρη.
Η κυβέρνηση της Ζανζιβάρης είναι πιο φιλελεύθερη σε σχέση με την ηπειρωτική χώρα όσον αφορά το θέμα των μεταρρυθμίσεων στην οικονομία και έχει νομιμοποιήσει τα γραφεία συναλλάγματος στα νησιά. Αυτά τα μέτρα έχουν αυξήσει δραματικά τη διαθεσιμότητα των καταναλωτικών αγαθών στην Ζανζιβάρη. Επιπλέον, με χρηματοδότηση από το εξωτερικό, η κυβέρνηση σχεδιάζει να κάνει το λιμάνι της Ζανζιβάρης ελεύθερο λιμάνι. Η αναβάθμιση των υποδομών στο λιμάνι, αλλά και η επέκταση τους θα συμβάλλουν στην επέκταση του κύκλου εργασιών του λιμανιού της Ζανζιβάρης. Ο μεταποιητικός τομέας του νησιού περιορίζεται κυρίως στην παραγωγή τσιγάρων, παπουτσιών και επεξεργασμένων γεωργικών προϊόντων. Το 1992, η κυβέρνηση όρισε δύο βιομηχανικές περιοχές με στόχο την αύξηση των εξαγωγών και ενθάρρυνε την ανάπτυξη των υπεράκτιων χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Η Ζανζιβάρη εξακολουθεί να εισάγει μεγάλο μέρος των βασικών της αναγκών σε πετρελαιοειδή και διάφορα είδη προϊόντων.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.