From Wikipedia, the free encyclopedia
Οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι (1803-1815) ήταν μια σειρά μεγάλων συγκρούσεων που έφεραν αντιμέτωπους τη Γαλλική Αυτοκρατορία και τους συμμάχους της, υπό την ηγεσία του Ναπολέοντα Α΄, με μια μεταβαλλόμενη ομάδα ευρωπαϊκών δυνάμεων που συγκροτούσαν διάφορους συνασπισμούς, χρηματοδοτούμενους και συνήθως από την ηγεσία του Ηνωμένου Βασιλείου. Οι πόλεμοι προήλθαν από τις ανεπίλυτες διαφορές σχετικές με τη Γαλλική Επανάσταση και τις συγκρούσεις που προκάλεσε. Οι πόλεμοι συχνά ταξινομούνται σε πέντε συγκρούσεις, καθεμία από τις οποίες πήρε το όνομά της μετά από τον συνασπισμό που πολεμούσε τον Ναπολέοντα: τον Τρίτο Συνασπισμό (1805), τον Τέταρτο (1806-07), τον Πέμπτο (1809), τον Έκτο (1813) και τον Έβδομο (1815). Αντιμαχόμενοι
Ο Ναπολέων, όταν αναδείχθηκε Πρώτος Ύπατος της Γαλλικής Δημοκρατίας το 1799, κληρονόμησε μια χαοτική δημοκρατία. Στη συνέχεια δημιούργησε ένα κράτος με σταθερά οικονομικά, ισχυρή γραφειοκρατία και καλά εκπαιδευμένο στρατό. Το 1805 η Αυστρία και η Ρωσία σχημάτισαν τον Τρίτο Συνασπισμό και διεξήγαγαν πόλεμο εναντίον της Γαλλίας. Απαντώντας ο Ναπολέων νίκησε τον συνασπισμένο Ρωσοαυστριακό στρατό στο Άουστερλιτς τον Δεκέμβριο του 1805, που θεωρείται η μεγαλύτερη νίκη του. Στη θάλασσα οι Βρετανοί νίκησαν κατά κράτος το ενωμένο Γαλλοϊσπανικό ναυτικό στη Ναυμαχία του Τραφάλγκαρ στις 21 Οκτωβρίου 1805. Αυτή η νίκη εξασφάλισε τον βρετανικό έλεγχο των θαλασσών και απέτρεψε την εισβολή στην ίδια τη Βρετανία. Ανησυχώντας για την αύξηση της γαλλικής ισχύος, η Πρωσία ηγήθηκε της δημιουργίας του Τέταρτου Συνασπισμού με τη Ρωσία, τη Σαξονία και τη Σουηδία και του νέου πολέμου τον Οκτώβριο του 1806. Ο Ναπολέων νίκησε γρήγορα τους Πρώσους στην Ιένα και τους Ρώσους στο Φρίντλαντ, φέρνοντας μια ανήσυχη ειρήνη στην ήπειρο. Η ειρήνη όμως απέτυχε καθώς ξέσπασε πόλεμος το 1809 και ο ανεπαρκώς προετοιμασμένος Πέμπτος Συνασπισμός, με επικεφαλής την Αυστρία, νικήθηκε γρήγορα στη Μάχη του Βαγκράμ.
Ελπίζοντας να απομονώσει οικονομικά τη Βρετανία, ο Ναπολέων εξαπέλυσε μια εισβολή στην Πορτογαλία, τον μόνο εναπομείναντα σύμμαχο της Βρετανίας στην ηπειρωτική Ευρώπη. Αφού κατέλαβε τη Λισαβόνα τον Νοέμβριο του 1807 και με τον κύριο όγκο των Γαλλικών στρατευμάτων στην Ισπανία, ο Ναπολέων εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία να στραφεί εναντίον της πρώην συμμάχου του, να εκθρονίσει τη βασιλεύουσα Ισπανική οικογένεια των Βουρβόνων και να ανακηρύξει τον αδελφό του Βασιλιά της Ισπανίας το 1808 ως Ιωσήφ Α΄. Οι Ισπανοί και οι Πορτογάλοι επαναστάτησαν με βρετανική υποστήριξη και εκδίωξαν τους Γάλλους από την Ιβηρική το 1814, μετά από εξαετή πόλεμο.
Παράλληλα, η Ρωσία, που δεν επιθυμούσε να υποστεί οικονομικές συνέπειες από τη μείωση του εμπορίου, παραβίαζε συστηματικά τον Ηπειρωτικό Αποκλεισμό, ωθώντας τον Ναπολέοντα να εξαπολύσει μαζική εισβολή στη Ρωσία το 1812. Η εκστρατεία που ακολούθησε τελείωσε με τη διάλυση και την καταστροφική υποχώρηση της Γαλλικής Grande Armée.
Ενθαρρυμένες από την ήττα, η Πρωσία, η Αυστρία και η Ρωσία σχημάτισαν τον Έκτο Συνασπισμό και ξεκίνησαν μια νέα εκστρατεία εναντίον της Γαλλίας, νικώντας αποφασιστικά τον Ναπολέοντα στη Λειψία τον Οκτώβριο του 1813, μετά από αρκετές αμφίρροπες μάχες. Στη συνέχεια, οι Σύμμαχοι εισέβαλαν στη Γαλλία από τα ανατολικά, ενώ ο Πόλεμος της Χερσονήσου μεταφέρθηκε στη νοτιοδυτική Γαλλία. Συμμαχικά στρατεύματα κατέλαβαν το Παρίσι στα τέλη Μαρτίου του 1814 και ανάγκασαν τον Ναπολέοντα να παραιτηθεί τον Απρίλιο. Εξορίσθηκε στο νησί Έλβα και οι Βουρβόνοι αποκαταστάθηκαν στην εξουσία. Αλλά ο Ναπολέων δραπέτευσε τον Φεβρουάριο του 1815 και ανέλαβε πάλι τον έλεγχο της Γαλλίας για περίπου εκατό ημέρες. Με τον Έβδομο Συνασπισμό οι σύμμαχοι τον νίκησαν οριστικά στο Βατερλώ τον Ιούνιο του 1815 και τον εξόρισαν στην Αγία Ελένη, όπου πέθανε έξι χρόνια αργότερα [1].
Το Συνέδριο της Βιέννης ξανασχεδίασε τα σύνορα της Ευρώπης και έφερε μια περίοδο σχετικής ειρήνης. Οι πόλεμοι είχαν σοβαρές συνέπειες για την παγκόσμια ιστορία, συμπεριλαμβανομένων της εξάπλωσης του εθνικισμού και του φιλελευθερισμού, της ανόδου της Βρετανικής Αυτοκρατορίας ως της μεγαλύτερης δύναμης του κόσμου, της εμφάνισης κινημάτων ανεξαρτησίας στη Λατινική Αμερική και της επακόλουθης κατάρρευσης της Ισπανικής Αυτοκρατορίας, της θεμελιώδους αναδιοργάνωσης των γερμανικών και ιταλικών εδαφών σε μεγαλύτερα κράτη και της καθιέρωσης ριζικά νέων μεθόδων διεξαγωγής πολέμου.
Ο Ναπολέων κατέλαβε την εξουσία το 1799, δημιουργώντας μια de facto στρατιωτική δικτατορία. [2] Υπάρχουν πολλές απόψεις σχετικά με την τυπική ημερομηνία έναρξης των Ναπολεόντειων Πολέμων. Συνήθως χρησιμοποιείται η 18 Μαΐου 1803, όταν η Βρετανία και η Γαλλία τερμάτισαν τη μοναδική σύντομη περίοδο ειρήνης μεταξύ 1792 και 1814. [3] Οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι ξεκίνησαν με τον Πόλεμο του Γ΄ Συνασπισμού, που ήταν ο πρώτος από τους Πολέμους των Συνασπισμών κατά της Πρώτης Γαλλικής Δημοκρατίας μετά την ανακήρυξη του Ναπολέοντα ως ηγέτη της Γαλλίας.
Η Βρετανία παραβίασε τη Συνθήκη της Αμιένης και κήρυξε τον πόλεμο στη Γαλλία τον Μάιο του 1803. Μεταξύ των αιτιών ήταν οι αλλαγές του Ναπολέοντα στο διεθνές σύστημα της Δυτικής Ευρώπης, ιδιαίτερα στην Ελβετία, τη Γερμανία, την Ιταλία και την Ολλανδία. Ο Kέηγκαν υποστηρίζει ότι η Βρετανία ήταν ιδιαίτερα ενοχλημένη από την αξίωση του Ναπολέοντα να έχει τον έλεγχο της Ελβετίας. Επιπλέον οι Βρετανοί ένιωσαν προσβεβλημένοι όταν ο Ναπολέων δήλωσε ότι η χώρα τους δεν δικαιούτο καμία φωνή στις ευρωπαϊκές υποθέσεις, παρόλο που ο Βασιλιάς Γεώργιος Γ΄ ήταν εκλέκτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Από την πλευρά της η Ρωσία αποφάσισε ότι η παρέμβαση στην Ελβετία έδειξε ότι ο Ναπολέων δεν επιδίωκε ειρηνική επίλυση των διαφορών του με τις άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις [3].
Οι Βρετανοί επέβαλαν άμεσα ναυτικό αποκλεισμό της Γαλλίας για να λιμοκτονήσει. Ο Ναπολέων απάντησε με οικονομικά εμπάργκο κατά της Βρετανίας και προσπάθησε να εξαλείψει τους ηπειρωτικούς συμμάχους της Βρετανίας για να διασπάσει τους συνασπισμούς που στρέφονταν εναντίον του. Το λεγόμενο Ηπειρωτικό Σύστημα δημιούργησε μια ένωση ένοπλης ουδετερότητας για να διασπάσει τον αποκλεισμό και να επιβάλει το ελεύθερο εμπόριο με τη Γαλλία. Οι Βρετανοί απάντησαν καταλαμβάνοντας τον Δανικό στόλο, διαλύοντας την ένωση και στη συνέχεια εξασφάλισαν την κυριαρχία στις θάλασσες, καταφέρνοντας να συνεχίσουν ελεύθερα τη στρατηγική τους. Ο Ναπολέων κέρδισε τον Πόλεμο του Γ΄ Συνασπισμού στο Άουστερλιτς, θέτοντας εκτός μάχης την Αυστριακή Αυτοκρατορία και διαλύοντας επίσημα την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Σε λίγους μήνες η Πρωσία του κήρυξε τον πόλεμο, πυροδοτώντας τον Πόλεμο του Τέταρτου Συνασπισμού. Αυτός ο πόλεμος τελείωσε καταστροφικά για την Πρωσία, που ηττήθηκε και καταλήφθηκε μέσα σε 19 ημέρες από την έναρξή του. Ο Ναπολέων νίκησε στη συνέχεια τη Ρωσική Αυτοκρατορία στο Φρίντλαντ, δημιουργώντας ισχυρά κράτη-δορυφόρους στην Ανατολική Ευρώπη και διαλύοντας τον Τέταρτο Συνασπισμό.
Παράλληλα η άρνηση της Πορτογαλίας να συμμετέχει στο Ηπειρωτικό Σύστημα και η αδυναμία της Ισπανίας να το τηρήσει οδήγησαν στον Πόλεμο της Χερσονήσου και στον Πόλεμο του Πέμπτου Συνασπισμού. Οι Γάλλοι κατέλαβαν την Ισπανία και σχημάτισαν ένα Ισπανικό βασίλειο-δορυφόρο, δίνοντας τέρμα στη μεταξύ τους συμμαχία. Σύντομα ακολούθησε ευρεία βρετανική εμπλοκή στην Ιβηρική Χερσόνησο, ενώ απέτυχε μια βρετανική προσπάθεια κατάληψης της Αμβέρσας. Ο Ναπολέων αντιμετώπισε την κατάσταση στην Ιβηρία, νικώντας τους Ισπανούς και εκδιώκοντας τους Βρετανούς από τη Χερσόνησο. Η Αυστρία, επιδιώκοντας να ανακτήσει την περιοχή που είχε χάσει κατά τον Πόλεμο του Τρίτου Συνασπισμού, εισέβαλε στα κράτη-δορυφόρους της Γαλλίας στην Ανατολική Ευρώπη και Ο Ναπολέων νίκησε τον Πέμπτο συνασπισμό στη Μάχη του Βαγκράμ.
Οι προσπάθειες να σπάσει ο Βρετανικός αποκλεισμός οδήγησαν τις Ηνωμένες Πολιτείες να κηρύξουν τον πόλεμο στη Βρετανία, ενώ παράπονα για τον έλεγχο της Πολωνίας και η απόσυρση της Ρωσίας από το Ηπειρωτικό Σύστημα έκαναν τον Ναπολέοντα να εισβάλει στη Ρωσία τον Ιούνιο του 1812. Η εισβολή ήταν η απόλυτη καταστροφή για τον Ναπολέοντα. Η τακτική της καμένης γης, λιποταξίες, γαλλικές στρατηγικές αποτυχίες και η έναρξη του ρωσικού χειμώνα υποχρέωσαν τον Ναπολέοντα να υποχωρήσει με τεράστιες απώλειες. Ο Ναπολέων υπέστη περαιτέρω αποτυχίες: η γαλλική εξουσία στην Ιβηρική Χερσόνησο διερράγη στη Μάχη της Βιτόρια το επόμενο καλοκαίρι και ένας νέος συνασπισμός ξεκίνησε τον Πόλεμο του Έκτου Συνασπισμού.
Ο συνασπισμός νίκησε τον Ναπολέοντα στη Λειψία, επιφέροντας την πτώση του από την εξουσία και τελικά την παραίτησή του στις 6 Απριλίου 1814. Οι νικητές εξόρισαν τον Ναπολέοντα στην Έλβα και παλινόρθωσαν τη μοναρχία των Βουρβώνων. Ο Ναπολέων δραπέτευσε από την Έλβα το 1815, συγκεντρώνοντας αρκετή υποστήριξη για να ανατρέψει τη μοναρχία του Λουδοβίκου ΙΗ΄, προκαλώντας τον Έβδομο και τελικό Συνασπισμό εναντίον του. Ο Ναπολέων νικήθηκε αποφασιστικά στο Βατερλώ και παραιτήθηκε και πάλι στις 22 Ιουνίου. Στις 15 Ιουλίου παραδόθηκε στους Βρετανούς στο Ροσφόρ και εξορίστηκε στην Αγία Ελένη, όπου πέθανε το 1821. Η Συνθήκη του Παρισιού, που υπογράφηκε στις 20 Νοεμβρίου 1815, τερμάτισε επίσημα τον πόλεμο.
Η μοναρχία των Βουρβόνων παλινορθώθηκε για άλλη μια φορά και οι νικητές συγκάλεσαν το Συνέδριο της Βιέννης για να αποκαταστήσουν την ειρήνη στην ήπειρο. Άμεσο αποτέλεσμα του πολέμου ήταν το Βασίλειο της Πρωσίας να γίνει μεγάλη δύναμη στην ήπειρο [4], ενώ η Μεγάλη Βρετανία, με το απαράμιλλο Βασιλικό Ναυτικό της και την ανερχόμενη Αυτοκρατορία της, έγινε η κυρίαρχη υπερδύναμη του κόσμου, εγκαθιστώντας την Pax Britannica. [5]Η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διαλύθηκε και η φιλοσοφία του εθνικισμού, που είχε εμφανιστεί στην αρχή των πολέμων, συνέβαλε σημαντικά στη μετέπειτα ενοποίηση των Γερμανικών κρατών και εκείνων της Ιταλικής χερσονήσου. Ο πόλεμος στην Ιβηρική εξασθένησε σημαντικά την Ισπανική ισχύ και η Ισπανική Αυτοκρατορία άρχισε να διαλύεται. Η Ισπανία θα χάσει σχεδόν όλες τις αμερικανικές κτήσεις της μέχρι το 1833. Η Πορτογαλική Αυτοκρατορία άρχισε μια ταχεία πτώση, με τη Βραζιλία να κηρύσσει την ανεξαρτησία της το 1822. [6]
Οι πόλεμοι άλλαξαν ριζικά τη μορφή του πολέμου στην Ευρώπη. Η εφαρμογή της μαζικής επιστράτευση και του καθολικού πολέμου οδήγησε σε εκστρατείες κλίμακας άνευ προηγουμένου, καθώς ολόκληρα έθνη διέθεταν όλους τους οικονομικούς και βιομηχανικούς τους πόρους σε μια συλλογική πολεμική προσπάθεια.[7]. Ως προς την τακτική ο Γαλλικός Στρατός επανακαθόρισε τον ρόλο του πυροβολικού, ενώ ο Ναπολέων έδωσε έμφαση στην ευκινησία για να αντισταθμίσει το αριθμητικό μειονέκτημα [8] και χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά σε πόλεμο η από αέρος επιτήρηση. [9] Αν και δεν αποτέλεσαν νέα τακτική, οι εξαιρετικά επιτυχημένοι Ισπανοί αντάρτες κατέδειξαν την ικανότητα ενός λαού που παρακινείται από τον έντονο εθνικισμό, τον φιλελευθερισμό και τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό ενάντια σε μια δύναμη κατοχής. [10]Λόγω της μακράς διάρκειας των πολέμων και της έκτασης των κατακτήσεων του Ναπολέοντα τα ιδανικά της Γαλλικής Επανάστασης είχαν τεράστια επίδραση στην ευρωπαϊκή κοινωνική κουλτούρα. Πολλές μεταγενέστερες επαναστάσεις, όπως εκείνη της Ρωσίας, έβλεπαν τη Γαλλική ως πηγή έμπνευσής τους [11][12], ενώ οι κεντρικές θεμελιώδεις αρχές της επέκτειναν σε μεγάλο βαθμό το εύρος των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και διαμόρφωσαν τις νεότερες πολιτικές φιλοσοφίες που είναι σε χρήση σήμερα. [13]
Το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης είχε προξενήσει μεγάλη ανησυχία στους ηγέτες των ευρωπαϊκών ηπειρωτικών δυνάμεων, που μεγάλωσε περαιτέρω από την εκτέλεση του Λουδοβίκου ΙΣΤ' της Γαλλίας και την ανατροπή της γαλλικής μοναρχίας. Το 1793 η Αυστριακή Αυτοκρατορία, το Βασίλειο της Σαρδηνίας, το Βασίλειο της Νάπολης, η Πρωσίας, η Ισπανική Αυτοκρατορία και το Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας συγκρότησαν τον Πρώτο Συνασπισμό για να περιορίσουν την αυξανόμενη αναταραχή στη Γαλλία. Μέτρα όπως η μαζική επιστράτευση, οι στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις και ο καθολικός πόλεμος επέτρεψαν στη Γαλλία να νικήσει τον συνασπισμό παρά τον ταυτόχρονο εμφύλιο πόλεμο στη Γαλλία. Ο Ναπολέων, τότε στρατηγός του Γαλλικού στρατού, υποχρέωσε τους Αυστριακούς να υπογράψουν τη Συνθήκη του Κάμπο Φόρμιο, αφήνοντας μόνη τη Μεγάλη Βρετανία απέναντι στη νεοσύστατη Γαλλική Δημοκρατία.
Ένας Δεύτερος Συνασπισμός δημιουργήθηκε το 1798 από τη Μεγάλη Βρετανία, την Αυστρία, τη Νάπολη, την Οθωμανική Αυτοκρατορία, τα Παπικά Κράτη, την Πορτογαλία, τη Ρωσία και τη Σουηδία. Η Γαλλική Δημοκρατία, υπό το Διευθυντήριο, μαστιζόταν από μεγάλη διαφθορά και εσωτερικές συγκρούσεις. Η νέα δημοκρατία στερείτο επίσης οικονομικών πόρων και των υπηρεσιών του Λαζάρ Καρνό, υπουργού πολέμου που είχε οδηγήσει τη Γαλλία στις νίκες της κατά την πρώτη φάση της Επανάστασης. Ο Βοναπάρτης, διοικητής της Στρατιάς της Ιταλίας στην τελευταία φάση του Πρώτου Συνασπισμού, είχε αναλάβει Εκστρατεία στην Αίγυπτο, με σκοπό να εξουδετερώσει την οικονομική δύναμη της Βρετανικής Ινδίας. Πιεζόμενη από παντού η Δημοκρατία υπέστη μια σειρά από διαδοχικές ήττες από τους αναζωογονημένους εχθρούς, υποστηριζόμενους οικονομικά από τη Βρετανία.
Ο Βοναπάρτης επέστρεψε στη Γαλλία από την Αίγυπτο στις 23 Αυγούστου 1799, έχοντας αποτύχει στην εκστρατεία του. Απέκτησε τον έλεγχο της Γαλλικής κυβέρνησης στις 9 Νοεμβρίου, με ένα αναίμακτο πραξικόπημα, αντικαθιστώντας το Διευθυντήριο με τους Τρεις Υπάτους και μετατρέποντας τη δημοκρατία σε μια «de facto» δικτατορία [2]. Αναδιοργάνωσε περαιτέρω τις γαλλικές στρατιωτικές δυνάμεις, δημιουργώντας ένα μεγάλο εφεδρικό στρατό για την υποστήριξη εκστρατειών στον Ρήνο ή στην Ιταλία. Η Ρωσία είχε ήδη τεθεί εκτός μάχης και, υπό την ηγεσία του Ναπολέοντα, οι Γάλλοι νίκησαν αποφασιστικά τους Αυστριακούς τον Ιούνιο του 1800, εξουδετερώνοντας τις δυνατότητές τους στην Ιταλία. Η Αυστρία ηττήθηκε οριστικά εκείνο τον Δεκέμβριο, από τις δυνάμεις του Moρό στη Βαυαρία. Η ήττα της Αυστρίας επισφραγίστηκε με τη Συνθήκη της Λουνεβίλ στις αρχές του επόμενου έτους, υποχρεώνοντας και τους Βρετανούς να υπογράψουν τη Συνθήκη της Αμιένης με τη Γαλλία, καθιερώνοντας μια έυθραυστη ειρήνη.
Δεν υπάρχει ομοφωνία ως προς το πότε τελείωσαν οι Πόλεμοι της Γαλλικής Επανάστασης και άρχισαν οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι. Πιθανές ημερομηνίες είναι: η 9η Νοεμβρίου 1799, όταν ο Βοναπάρτης κατέλαβε την εξουσία στις 18 Μπρυμέρ, ημερομηνία σύμφωνα με το Δημοκρατικό Ημερολόγιο που χρησιμοποιείτο τότε,[14] η 18 Μαΐου 1803, όταν η Βρετανία και η Γαλλία τερμάτισαν μια σύντομη περίοδο της, η 2 Δεκεμβρίου 1804, όταν ο Βοναπάρτης στέφθηκε Αυτοκράτορας [15].
Οι Βρετανοί ιστορικοί αναφέρονται ενίοτε στη σχεδόν συνεχή περίοδο πολέμων από το 1792 έως το 1815 ως τον Μεγάλο Γαλλικό Πόλεμο ή ως την τελική φάση του Αγγλογαλλικού Δεύτερου Εκατονταετούς Πολέμου, που εκτείνεται στην περίοδο από το 1689 έως το 1815. [16] Ο ιστορικός Μάικ Ράπορτ (2013) πρότεινε τη χρήση του όρου «Γαλλικοί Πόλεμοι» για να περιγράψει ολόκληρη την περίοδο από το 1792 έως το 1815. [17]
Στη Γαλλία οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι είναι γενικά ενοποιημένοι με τους Γάλλους Επαναστατικούς Πολέμους: "Les guerres de la Révolution et de l'Empire". [18]
Η γερμανική ιστοριογραφία ονομάζει τον Πόλεμο του Δεύτερου Συνασπισμού (1798 / 9-1801 / 2), κατά τη διάρκεια του οποίου ο Ναπολέων κατέλαβε την εξουσία, "Erster Napoleonischer Krieg" («Πρώτο Ναπολεόντειο Πόλεμο»)..[19]
Στην ολλανδική ιστοριογραφία οι επτά μεγάλοι πόλεμοι μεταξύ 1792 και 181 συνήθως αναφέρονται ως Πόλεμοι των Συνασπισμών ("coalitieoorlogen"), και οι δύο πρώτοι ως Πόλεμοι της Γαλλικής Επανάστασης ("Franse Revolutieoorlogen"). [20]
Ο Ναπολέων ήταν, και παραμένει, διάσημος για τις νίκες του στα πεδία των μαχών και οι ιστορικοί έχουν αποδώσει τεράστια σημασία στην ανάλυση τους. [21] Το 2008 ο Ντόναλντ Σάδερλαντ έγραψε:
Η ιδανική ναπολεόντεια μάχη ήταν η χειραγώγηση του εχθρού σε μια δυσμενή θέση μέσω ελιγμών και εξαπάτησης, ο εξαναγκασμός του να δεσμεύσει τις κύριες δυνάμεις και τις εφεδρείες του στην κύρια μάχη και στη συνέχεια η εξαπόλυση επίθεσης με μη δεσμευμένα ή εφεδρικά στρατεύματα από τα πλάγια ή από πίσω. Μια τέτοια αιφνιδιαστική επίθεση είτε θα είχε καταστρεπτική επίδραση στο ηθικό, είτε θα ανάγκαζε τον αντίπαλο να αποδυναμώσει την κύρια γραμμή μάχης του. Ούτως ή άλλως η παρορμητική αντίδραση του εχθρού ξεκινούσε τη διαδικασία, με την οποία ακόμη και ένας μικρότερος γαλλικός στρατός θα μπορούσε να νικήσει τις δυνάμεις του εχθρού μία προς μία. [22]
Μετά το 1807 η δημιουργία από τον Ναπολέοντα μιας ευκίνητης, καλά εξοπλισμένης δύναμης πυροβολικού προσέδωσε στη χρήση του αυξημένη τακτική σημασία. Ο Ναπολέων, αντί να στηριχθεί στο πεζικό για να διασπάσει τις αμυντικές γραμμές του εχθρού, μπορούσε τώρα να χρησιμοποιήσει μαζικά το πυροβολικό ως αιχμή του δόρατος για να τις διασπάσει και μόλις το επετύγχανε έστελνε το πεζικό και το ιππικό. [23]
Η Βρετανία είχε ενοχληθεί από πολλές γαλλικές ενέργειες μετά τη Συνθήκη της Αμιένης. Ο Βοναπάρτης είχε προσαρτήσει το Πεδεμόντιο και την Έλβα, ανακηρύχθηκε Πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας, ένα κράτος στη βόρεια Ιταλία που είχε ιδρύσει η Γαλλία, και δεν εκκένωσε την Ολλανδία, όπως είχε συμφωνήσει να κάνει με τη συνθήκη. Η Γαλλία συνέχισε να παρεμβαίνει στο βρετανικό εμπόριο παρά τη συνθήκη και διαμαρτυρήθηκε για την προστασία που παρείχε η Βρετανία σε ορισμένα άτομα και για την ανοχή του αντιγαλλικού τύπου. [24]:220–239Στο πεδίο των μαχών ο Ναπολέων επικεντρώθηκε σε διεισδυτικές κινήσεις, κερδίζοντας μια κεντρική θέση, και την περικύκλωση μικρών ομάδων των εχθρικών δυνάμεων. [25] Για τον Ναπολέοντα η διείσδυση σήμαινε «εμπλέκεσαι και στη συνέχεια περιμένεις και βλέπεις». Η κεντρική τοποθέτηση είχε ως στόχο να διαιρέσει τις δυνάμεις του εχθρού σε ασθενέστερες μικρότερες ομάδες.
Η Μάλτα είχε καταβληθεί από τη Βρετανία κατά τη διάρκεια του πολέμου και υπόκειτο σε μια πολύπλοκη συμφωνία κατά το δέκατο άρθρο της Συνθήκης της Αμιένης, όπου προβλεπόταν να επιστραφεί στους Ιππότες του Αγίου Ιωάννη με Ναπολιτάνικη φρουρά και να τεθεί υπό την εγγύηση τρίτων δυνάμεων. Η αποδυνάμωση των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη με την κατάσχεση των περιουσιακών τους στοιχείων στη Γαλλία και την Ισπανία, καθώς και οι καθυστερήσεις στην εξασφάλιση εγγυήσεων επέτρεψαν την εκκένωσή της από τους Βρετανούς μετά από τρεις μήνες, όπως οριζόταν στη Συνθήκη [24]:239–247
Η Ελβετική Δημοκρατία είχε ιδρυθεί από τη Γαλλία όταν εισέβαλε στη χώρα το 1798. Η Γαλλία απέσυρε τα στρατεύματά της, αλλά ξέσπασε βίαιη σύγκρουση με την κυβέρνηση, την οποία πολλοί Ελβετοί θεωρούσαν υπερβολικά συγκεντρωτική. Ο Βοναπάρτης ανακατέλαβε τη χώρα τον Οκτώβριο του 1802 και επέβαλε μια συμβιβαστική διευθέτηση. Αυτό εξόργισε τη Βρετανία, που διαμαρτυρήθηκε ότι επρόκειτο για παραβίαση της Συνθήκης της Λουνεβίλ. Παρόλο που οι ηπειρωτικές δυνάμεις ήταν απροετοίμαστες να ενεργήσουν, οι Βρετανοί αποφάσισαν να στείλουν έναν πράκτορα για να βοηθήσουν τους Ελβετούς να ανεφοδιαστούν και επίσης διέταξαν τον στρατό τους να μην επιστρέψει στην Ολλανδία την Αποικία του Ακρωτηρίου (Νότια Αφρική), όπως είχαν δεσμευτεί να πράξουν με τη Συνθήκη της Αμιένης.[24]:248–252
Η ελβετική αντίσταση κατέρρευσε προτού να επιτευχθεί οτιδήποτε και ύστερα από ένα μήνα η Βρετανία ανακάλεσε τις εντολές περί μη επιστροφής της Αποικίας του Ακρωτηρίου. Την ίδια στιγμή η Ρωσία συμμετείχε τελικά στις εγγυήσεις όσον αφορά τη Μάλτα. Ανησυχώντας για εχθροπραξίες αν ο Βοναπάρτης ανακάλυπτε ότι είχαν διατηρήσει την Αποικία του Ακρωτηρίου οι Βρετανοί άρχισαν να κωλυσιεργούν για την εκκένωση της Μάλτας. [24]:252–258 Τον Ιανουάριο του 1803 ένα κυβερνητικό έγγραφο στη Γαλλία δημοσίευσε την έκθεση ενός εμπορικού πράκτορα, που σημείωνε την ευκολία με την οποία θα μπορούσε να κατακτηθεί η Αίγυπτος. Οι Βρετανοί βασίστηκαν σε αυτό για να ζητήσουν ικανοποίηση και ασφάλεια πριν εκκενώσουν τη Μάλτα, που αποτελούσε βολικό εφαλτήριο για την Αίγυπτο. Η Γαλλία απέκλεισε κάθε επιθυμία να καταλάβει την Αίγυπτο και ρώτησε τι είδους ικανοποίηση απαιτείτο, αλλά οι Βρετανοί δεν μπόρεσαν να δώσουν απάντηση. [24]:258–264 Δεν υπήρχε ακόμα καμία σκέψη για πόλεμο και ο Πρωθυπουργός Αντινγκτον δήλωσε δημοσίως ότι η Βρετανία ήταν σε κατάσταση ειρήνης [24]:265
Στις αρχές Μαρτίου του 1803 η κυβέρνηση Αντινγκτον πληροφορήθηκε ότι η Αποικία του Ακρωτηρίου είχε ανακαταληφθεί από τον Βρετανικό στρατό σύμφωνα με τις εντολές που είχαν στη συνέχεια ανακληθεί. Στις 8 Μαρτίου διέταξε στρατιωτικές προετοιμασίες για να προφυλαχθεί από ενδεχόμενα γαλλικά αντίποινα και τις δικαιολόγησε με ψευδείς ισχυρισμούς ότι ήταν μόνο απάντηση στις γαλλικές προετοιμασίες και ότι διεξήγαγαν σοβαρές διαπραγματεύσεις με τη Γαλλία. Σε λίγες μέρες έγινε γνωστό ότι η Αποικία του Ακρωτηρίου είχε παραδοθεί σύμφωνα με τις νεότερες εντολές, αλλά ήταν πολύ αργά. Ο Βοναπάρτης επέπληξε τον βρετανό πρεσβευτή μπροστά σε 200 θεατές για τις στρατιωτικές προετοιμασίες [24]:264–268
Η κυβέρνηση Αντινγκτον συνειδητοποίησε ότι θα της ζητούντο εξηγήσεις για τους ψευδείς λόγους για τις στρατιωτικές προετοιμασίες και τον Απρίλιο προσπάθησε ανεπιτυχώς να εξασφαλίσει την υποστήριξη του Ουίλιαμ Πιτ του Νεότερου για να την προστατεύσει. [24]:277 Τον ίδιο μήνα η κυβέρνηση εξέδωσε τελεσίγραφο προς τη Γαλλία, απαιτώντας τη διατήρηση της Μάλτας για τουλάχιστον δέκα χρόνια, τη μόνιμη απόκτηση του νησιού Λαμπεντούζα από το Βασίλειο της Σικελίας και την εκκένωση της Ολλανδίας. Προσφέρθηκαν επίσης να αναγνωρίσουν τα γαλλικά κέρδη στην Ιταλία αν οι Γάλλοι εκκένωναν την Ελβετία και αποζημίωναν τον Βασιλιά της Σαρδηνίας για τις εδαφικές απώλειές του. Η Γαλλία πρότεινε να προσφέρει τη Μάλτα στη Ρωσία για να άρει τις βρετανικές ανησυχίες, να αποχωρήσει από την Ολλανδία όταν εκκενωθεί η Μάλτα και τη σύναψη συνθήκης για να ικανοποιήσει τη Βρετανία σε άλλα θέματα. Οι Βρετανοί απέρριψαν ψευδώς ότι η Ρωσία είχε κάνει προσφορά και ο πρεσβευτής τους έφυγε από το Παρίσι. [24]:268–278 Προσπαθώντας απεγνωσμένα να αποφύγει τον πόλεμο, ο Βοναπάρτης έστειλε μια μυστική προσφορά, συμφωνώντας να αφήσει τη Βρετανία να διατηρήσει τη Μάλτα αν επέτρεπε στη Γαλλία να καταλάβει τη χερσόνησο του Οτράντο της Νάπολης. [26] Όλες οι προσπάθειες απέβησαν μάταιες και η Βρετανία κήρυξε τον πόλεμο στις 18 Μαΐου 1803.
Η Βρετανία τερμάτισε την ασταθή ανακωχή που δημιουργήθηκε με τη Συνθήκη της Αμιένης, κηρύσσοντας τον πόλεμο στη Γαλλία τον Μάιο του 1803. Οι Βρετανοί εξοργίζονταν όλο και περισσότερο από την αναδιοργάνωση του διεθνούς συστήματος που έκανε ο Ναπολέων στη Δυτική Ευρώπη, ιδίως στην Ελβετία, τη Γερμανία, την Ιταλία και τις Κάτω Χώρες. Ο Kέηγκαν υποστηρίζει ότι η Βρετανία ανησυχούσε ιδιαίτερα από την αξίωση του Ναπολέοντα για τον έλεγχο της Ελβετίας. Οι Βρετανοί αισθάνθηκαν προσβεβλημένοι όταν ο Ναπολέων δήλωσε ότι δεν δικαιούντο καμία φωνή στις ευρωπαϊκές υποθέσεις (παρόλο που ο Βασιλιάς Γεώργιος ήταν εκλέκτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας) και προσπάθησαν να περιορίσουν τις εφημερίδες του Λονδίνου που τον εξύβριζαν. [3]
Η Βρετανία είχε μια αίσθηση απώλειας ελέγχου, καθώς και απώλειας αγορών, και ανησυχούσε από την πιθανή απειλή του Ναπολέοντα για τις υπερπόντιες αποικίες της. Ο Μακλίν υποστηρίζει ότι η Βρετανία μπήκε στον πόλεμο το 1803 από ένα «μείγμα οικονομικών κινήτρων και εθνικών νευρώσεων - ένα παράλογο άγχος για τα κίνητρα και τις προθέσεις του Ναπολέοντα» και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι αποδείχθηκε σωστή επιλογή για τη Βρετανία, γιατί μακροπρόθεσμα οι προθέσεις του Ναπολέοντα ήταν εχθρικές για τα βρετανικά εθνικά συμφέροντα. Ο Ναπολέων δεν ήταν έτοιμος για πόλεμο και έτσι ήταν η καλύτερη στιγμή για τη Βρετανία να τον σταματήσει. Η Βρετανία επέμεινε στο ζήτημα της Μάλτας, αρνούμενη να τηρήσει τους όρους της Συνθήκης της Αμιένης και να εκκενώσουν το νησί.[28]
Η βαθύτερη ανησυχία των Βρετανών ήταν η εκτίμησή τους ότι ο Ναπολέων αναλάμβανε προσωπικά τον έλεγχο της Ευρώπης, καθιστώντας το διεθνές σύστημα ασταθές και θέτοντας τη Βρετανία στο περιθώριο. [29][30][31][32] Πολλοί μελετητές έχουν υποστηρίξει ότι η επιθετική στάση του Ναπολέοντα του δημιούργησε εχθρούς και του στέρησε πιθανούς συμμάχους.[33] Μέχρι το 1808 οι ηπειρωτικές δυνάμεις του απέφεραν τα περισσότερα κέρδη και τίτλους του, αλλά η συνεχιζόμενη σύγκρουση με τη Βρετανία τον έκανε να ξεκινήσει τον Πόλεμο της Χερσονήσου και την εισβολή στη Ρωσία, που πολλοί μελετητές θεωρούν ως δραματικά κακό υπολογισμό. [34][35][36][37][38]
Υπήρξε μια σοβαρή προσπάθεια διαπραγμάτευσης ειρήνης με τη Γαλλία κατά τη διάρκεια του πολέμου, που έγινε από τον Τσαρλς Τζέιμς Φοξ το 1806. Οι Βρετανοί ήθελαν να διατηρήσουν τις υπερπόντιες κατακτήσεις τους και να επιστραφεί το Ανόβερο στον Γεώργιο Γ΄ σε αντάλλαγμα για την αποδοχή των γαλλικών κατακτήσεων στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Οι Γάλλοι ήταν πρόθυμοι να παραχωρήσουν τη Μάλτα, την Αποικία του Ακρωτηρίου, το Τομπάγκο και τις θέσεις της Γαλλικής Ινδίας στη Βρετανία, αλλά ήθελαν να αποκτήσουν τη Σικελία σε αντάλλαγμα για την επιστροφή του Ανόβερου, προϋπόθεση που οι Βρετανοί αρνήθηκαν.[39]
Σε αντίθεση με τους πολλούς εταίρους της των συνασπισμών η Βρετανία παρέμεινε σε πόλεμο καθ 'όλη την περίοδο των Ναπολεόντειων Πολέμων. Προστατευμένη από τη ναυτική υπεροχή (με τα λόγια του Ναύαρχου Τζέρβις στη Βουλή των Λόρδων «δεν λέω, Λόρδοι μου, ότι οι Γάλλοι δεν θα έρθουν. Λέω μόνο ότι δεν θα έρθουν από τη θάλασσα»), η Βρετανία δεν ήταν υποχρεωμένη να υπερασπίζεται τον εαυτό της καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου και μπορούσε επομένως να επικεντρωθεί στη στήριξη των εμπόλεμων συμμάχων της, διατηρώντας τον χερσαίο πόλεμο χαμηλής έντασης σε παγκόσμια κλίμακα για πάνω από μια δεκαετία. Η Βρετανική κυβέρνηση ξόδεψε μεγάλα χρηματικά ποσά για άλλα ευρωπαϊκά κράτη, ώστε να μπορέσουν να συντηρήσουν στρατούς ενάντια στη Γαλλία. Αυτές οι πληρωμές είναι γνωστές ως το Χρυσό Ιππικό του Αγίου Γεωργίου. Ο Βρετανικός Στρατός παρείχε μακροπρόθεσμη υποστήριξη στην Ισπανική εξέγερση κατά τον Πόλεμο της Χερσονήσου του 1808-1814, με τη βοήθεια Ισπανικών τακτικών ανταρτοπόλεμου («μικρός πόλεμος»). Αγγλοπορτογαλικές δυνάμεις υπό τον Άρθουρ Γουέλσλεϋ υποστήριξαν τους Ισπανούς, που αγωνίστηκαν με επιτυχία ενάντια στον Γαλλικό στρατό, τελικά τον έδιωξαν από την Ισπανία και επέτρεψαν στη Βρετανία να εισβάλει στη νότια Γαλλία. Το 1815 ο Βρετανικός Στρατός έπαιξε τον κεντρικό ρόλο στην τελική ήττα του Ναπολέοντα στο Βατερλώ.
Πέρα από ελάσσονες ναυτικές ενέργειες εναντίον των βρετανικών αυτοκρατορικών συμφερόντων, οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι είχαν πολύ λιγότερο παγκόσμια έκταση από προηγούμενες συγκρούσεις όπως ο Επταετής Πόλεμος, που οι ιστορικοί αποκαλούν «παγκόσμιο πόλεμο».
Σε απάντηση στο ναυτικό αποκλεισμό των γαλλικών ακτών που έθεσε σε εφαρμογή η Βρετανική κυβέρνηση στις 16 Μαΐου 1806, ο Ναπολέων εξέδωσε το Διάταγμα του Βερολίνου στις 21 Νοεμβρίου 1806, που έθεσε σε ισχύ το Ηπειρωτικό Σύστημα. [40] Αυτή η πολιτική είχε ως στόχο να εξαλείψει την απειλή από τη Βρετανία αποκλείοντας το εμπόριο της τα εδάφη που ελέγχονταν από τη Γαλλία. Η Βρετανία διατηρούσε σε επιφυλακή στρατό 220.000 στην κορύφωση των Ναπολεόντειων Πολέμων, εκ των οποίων λιγότεροι από τους μισούς ήταν διαθέσιμοι για εκστρατεία. Οι υπόλοιποι ήταν απαραίτητα για τη φρουρά της Ιρλανδίας και των αποικιών και για την παροχή ασφάλειας στη Βρετανία. Η δύναμη της Γαλλίας κορυφώθηκε σε περίπου 2.500.000 στρατιώτες πλήρους και μερικής απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων αρκετών εκατοντάδων χιλιάδων Εθνοφρουρών, τους οποίους ο Ναπολέων θα μπορούσε να προσλάβει στον στρατό, αν χρειαζόταν. Και οι δύο χώρες στρατολόγησαν μεγάλο αριθμό πολιτοφυλάκων, που ήταν ακατάλληλοι για εκστρατεία, και χρησιμοποιήθηκαν ως επί το πλείστον για να απελευθερώσουν τακτικές δυνάμεις για την ενεργό δράση.[41]
Το Βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό διέκοψε το διηπειρωτικό εμπόριο της Γαλλίας, καταλαμβάνοντας και απειλώντας γαλλικά πλοία και αποικιακές κτήσεις, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για το εμπόριο της Γαλλίας με τις μεγάλες ηπειρωτικές οικονομίες και ελάχιστα απείλησε τα γαλλικά εδάφη στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός και η γεωργική δυναμικότητα της Γαλλίας ξεπερνούσε κατά πολύ τη Βρετανία. Η Βρετανία είχε τη μεγαλύτερη βιομηχανική δυναμικότητα στην Ευρώπη και η κυριαρχία της στις θάλασσες της επέτρεψε να αναπτύξει σημαντική οικονομική ισχύ μέσω του εμπορίου. Αυτό της εξασφάλισε ότι η Γαλλία δεν θα μπορούσε ποτέ να εδραιώσει τον έλεγχο της στην Ευρώπη σε καιρό ειρήνης. Πολλοί στη Γαλλική κυβέρνηση πίστευαν ότι η αποκοπή της Βρετανίας από την ήπειρο θα τερματίσει την οικονομική της επιρροή στην Ευρώπη και θα την απομονώσει.
Ένα βασικό στοιχείο της επιτυχίας της Βρετανίας ήταν η ικανότητά της να κινητοποιήσει τους βιομηχανικούς και οικονομικούς πόρους της και να τους χρησιμοποιήσει για να νικήσει τη Γαλλία. Αν και το Ηνωμένο Βασίλειο είχε πληθυσμό περίπου 16 εκατομμυρίων έναντι των 30 εκατομμυρίων της Γαλλίας, το αριθμητικό πλεονέκτημα της τελευταίας αντισταθμίστηκε από βρετανικές επιχορηγήσεις για πολλούς από τους Αυστριακούς και Ρώσους στρατιώτες, με αποκορύφωμα περίπου 450.000 άνδρες το 1813. [41][42]Σύμφωνα με την αγγλορωσική συμφωνία του 180, η Βρετανία κατέβαλε επιχορήγηση ύψους 1,5 εκατομμυρίου λιρών για κάθε 100.000 Ρώσους στρατιώτες στο πεδίο των μαχών. [43]
Η βρετανική εθνική παραγωγή παρέμεινε ισχυρή και ο καλά οργανωμένος επιχειρηματικός τομέας διοχέτευε προϊόντα για ότι χρειαζόταν ο στρατός. Η Βρετανία χρησιμοποίησε την οικονομική της δύναμη για να μεγεθύνει το Βασιλικό Ναυτικό, διπλασιάζοντας τον αριθμό των φρεγατών, προσθέτοντας 50% περισσότερα μάχιμα πλοία και αυξάνοντας τον αριθμό των ναυτικών από 15.000 σε 133.000 σε οκτώ χρόνια μετά την έναρξη του πολέμου το 1793. Η Γαλλία είδε το ναυτικό της να συρρικνώνεται σε λιγότερο από το μισό.[44] Το λαθρεμπόριο τελικών προϊόντων στην ήπειρο υπονόμευσε τις γαλλικές προσπάθειες αποδυνάμωσης της βρετανικής οικονομίας με τον αποκλεισμό των αγορών. Οι επιχορηγήσεις προς τη Ρωσία και την Αυστρία τις κράτησαν στον πόλεμο. Ο βρετανικός προϋπολογισμός το 1814 ανήλθε σε 98 εκατομμύρια λίρες, συγκεκριμένα 10 εκατομμύρια για το Βασιλικό Ναυτικό, 40 εκατομμύρια για τον στρατό, 10 εκατομμύρια για τους συμμάχους και 38 εκατομμύρια για τόκους για το εθνικό χρέος, που αυξήθηκε στα 679 εκατομμύρια, υπερδιπλάσιο του ΑΕΠ. Αυτός ο δανεισμός έγινε από εκατοντάδες χιλιάδες επενδυτές και φορολογούμενους, παρά τους υψηλότερους φόρους επί της γης και ένα νέο φόρο εισοδήματος. Το κόστος του πολέμου ανήλθε σε 831 εκατομμύρια λίρες. Αντίθετα, το γαλλικό χρηματοπιστωτικό σύστημα ήταν ανεπαρκές και οι δυνάμεις του Ναπολέοντα έπρεπε να βασίζονται εν μέρει σε επιτάξεις από κατακτημένα εδάφη.[45][46][47]
Η Βρετανία συγκέντρωσε συμμάχους για να σχηματίσουν τον Τρίτο Συνασπισμό εναντίον της Γαλλίας. [49][50] Σε απάντηση ο Ναπολέων εξέτασε σοβαρά μια εισβολή στη Μεγάλη Βρετανία,[51][52] και συγκέντρωσε στρατό 180.000 ανδρών στη Βουλώνη. Πριν μπορέσει να εισβάλει, έπρεπε να εξασφαλίσει ναυτική υπεροχή - ή τουλάχιστον να απομακρύνει τον βρετανικό στόλο από τη Μάγχη. Ένα περίπλοκο σχέδιο να αποσπάσει την προσοχή των Βρετανών απειλώντας τις κτήσεις τους στις Δυτικές Ινδίες απέτυχε όταν ένας Γαλλοϊσπανικός στόλος υπό τον Ναύαρχο Βιλνέβ γύρισε άπρακτος μετά από μια ανεπιτυχή ενέργεια στο Ακρωτήριο Φινιστέρε (ΒΔ Ισπανία) στις 22 Ιουλίου 1805. Το Βασιλικό Ναυτικό απέκλεισε το Βιλνέβ στο Κάδιθ μέχρις ότου έφυγε για τη Νάπολη. Στις 19 Οκτωβρίου ο Βρετανικός στόλος παγίδευσε και κατέφερε συντριπτική ήττα σ τον ενωμένο εχθρικό στόλο στη Ναυμαχία του Τραφάλγκαρ στις 21 Οκτωβρίου (ο Βρετανός διοικητής Λόρδος Νέλσον σκοτώθηκε στη ναυμαχία). Ο Ναπολέων δεν είχε ποτέ ξανά την ευκαιρία να προκαλέσει τους Βρετανούς στη θάλασσα, ούτε να απειλήσει με μια εισβολή. Έστρεψε ξανά την προσοχή του στους ηπειρωτικούς εχθρούς.
Τον Απρίλιο του 1805 η Βρετανία και η Ρωσία υπέγραψαν μια συνθήκη με σκοπό την απομάκρυνση των Γάλλων από τη Βαταβική Δημοκρατία (περίπου τη σημερινή Ολλανδία) και την Ελβετική Συνομοσπονδία. Η Αυστρία προσχώρησε στη συμμαχία μετά την προσάρτηση της Γένοβας και την ανακήρυξη του Ναπολέοντα Βασιλιά της Ιταλίας στις 17 Μαρτίου 1805. Η Σουηδία, που είχε ήδη συμφωνήσει να εκμισθώσει τη Σουηδική Πομερανία ως στρατιωτική βάση για τα βρετανικά στρατεύματα κατά της Γαλλίας, εισήλθε στον συνασπισμό στις 9 Αυγούστου.
Οι Αυστριακοί ξεκίνησαν τον πόλεμο εισβάλλοντας στη Βαυαρία στις 8 Σεπτεμβρίου 1805[53] με στρατό περίπου 70.000 υπό τον Καρλ Μακ φον Λάιμπεριτς και ο Γαλλικός στρατός εκστράτευσε από τη Βουλόνη στα τέλη Ιουλίου 1805 για να τους αντιμετωπίσει. Στο Ουλμ (25 Σεπτεμβρίου - 20 Οκτωβρίου) ο Ναπολέων περικύκλωσε τον στρατό του Μακ, αναγκάζοντάς τον να παραδοθεί χωρίς σημαντικές απώλειες. Με τον κύριο Αυστριακό στρατό βόρεια των Άλπεων ηττημένο (ένας άλλος στρατός υπό τον Αρχιδούκα Κάρολο πολέμησε εναντίον του Γαλλικού στρατού του Αντρέ Μασσενά στην Ιταλία), ο Ναπολέων κατέλαβε τη Βιέννη στις 13 Νοεμβρίου. Μακριά από τις γραμμές εφοδιασμού του, αντιμετώπισε ένα μεγαλύτερο Αυστρορωσικό στρατό υπό τη διοίκηση του Μιχαήλ Κουτούζοφ, με προσωπικά παρόντα τον Αυτοκράτορα Αλέξανδρο Α΄ της Ρωσίας. Στις 2 Δεκεμβρίου ο Ναπολέων συνέτριψε την Αυστρορωσική δύναμη στο Άουστερλιτς της Μοραβίας (συνήθως θεωρείται η μεγαλύτερη νίκη του). Προκάλεσε 25.000 θύματα σε έναν αριθμητικά ανώτερο εχθρικό στρατό ενώ υπέστη λιγότερες από 7.000 απώλειες.
Η Αυστρία υπέγραψε τη Συνθήκη του Πρεσβούργου (26 Δεκεμβρίου 1805) και εγκατέλειψε τον συνασπισμό. Η συνθήκη απαιτούσε από τους Αυστριακούς να αποδώσουν το Βένετο στο γαλλικό Βασίλειο της Ιταλίας και το Τιρόλο στη Βαυαρία. Με την αποχώρηση της Αυστρίας από τον πόλεμο, ακολούθησε στασιμότητα. Ο στρατός του Ναπολέοντα είχε ένα ρεκόρ συνεχών αδιάλειπτων νικών στην ξηρά, αλλά η πλήρης δύναμη του Ρωσικού στρατού δεν είχε ακόμη ενεργοποιηθεί. Ο Ναπολέων είχε πλέον παγιώσει τη θέση του στη Γαλλία, είχε αναλάβει τον έλεγχο του Βελγίου, της Ολλανδίας, της Ελβετίας και του μεγαλύτερου μέρους της Δυτικής Γερμανίας και της βόρειας Ιταλίας. Οι θαυμαστές του υποστηρίζουν ότι ο Ναπολέων ήθελε να σταματήσει τότε, αλλά αναγκάστηκε να συνεχίσει για να αποκτήσει μεγαλύτερη ασφάλεια έναντι των χωρών που αρνούντο να αποδεχτούν τις κατακτήσεις του. Ο Εσντάιλ απορρίπτει αυτήν την εξήγηση και αντ 'αυτού λέει ότι ήταν καλή στιγμή να σταματήσει η επέκταση, γιατί οι μεγάλες δυνάμεις ήταν έτοιμες να αποδεχτούν τις επιτυχίες του Ναπολέοντα:
το 1806 τόσο η Ρωσία όσο και η Βρετανία επιθυμούσαν διακαώς να κάνουν ειρήνη και θα μπορούσαν κάλλιστα να έχουν συμφωνήσει σε όρους που θα είχαν αφήσει το Ναπολεόντειο ιμπέριουμ σχεδόν ανέπαφο. Όσο για την Αυστρία και την Πρωσία απλά ήθελαν να αφεθούν ήσυχες. Η εξασφάλιση συμβιβαστικής ειρήνης λοιπόν θα ήταν σχετικά εύκολη. Όμως ο Ναπολέων δεν ήταν διατεθειμένος να κάνει παραχωρήσεις. [54]
Λίγους μήνες μετά την κατάρρευση του Τρίτου Συνασπισμού συγκροτήθηκε ο Τέταρτος (1806-07) εναντίον της Γαλλίας από τη Βρετανία, την Πρωσία, τη Ρωσία, τη Σαξονία και τη Σουηδία. Τον Ιούλιο του 1806 ο Ναπολέων συγκρότησε τη Συνομοσπονδία του Ρήνου από τα πολλά μικρά γερμανικά κρατίδια, που αποτελούσαν τη Ρηνανία, και το μεγαλύτερο μέρος της υπόλοιπης δυτικής Γερμανίας. Συγχώνευσε πολλά από τα μικρότερα κρατίδια σε μεγαλύτερα εκλεκτοράτα, δουκάτα και βασίλεια για να διευκολύνει τη διακυβέρνηση της μη Πρωσικής Γερμανίας. Ο Ναπολέων αναβάθμισε τους ηγεμόνες των δύο μεγαλύτερων κρατών της Συνομοσπονδίας, της Σαξονίας και της Βαυαρίας, σε βασιλιάδες.
Τον Αύγουστο του 1806 ο Πρώσος βασιλιάς Φρειδερίκος Γουλιέλμος Γ΄ αποφάσισε να ξεκινήσει πόλεμο ανεξάρτητα από οποιαδήποτε άλλη μεγάλη δύναμη. Ο στρατός της Ρωσίας, συμμάχου της Πρωσίας, ήταν πολύ μακριά για να βοηθήσει. Στις 8 Οκτωβρίου 1806 ο Ναπολέων εξαπέλυσε στην Πρωσία όλες τις γαλλικές δυνάμεις ανατολικά του Ρήνου. Ο ίδιος νίκησε έναν Πρωσικό στρατό στην Ιένα (14 Οκτωβρίου 1806) και ο Νταβού νίκησε έναν άλλο στο Άουερστεντ την ίδια μέρα. 160.000 Γάλλοι στρατιώτες (αυξανόμενοι σε αριθμό καθώς συνεχιζόταν η εκστρατεία) επιτέθηκαν στην Πρωσία, κινούμενοι με τόσο μεγάλη ταχύτητα που κατέστρεψαν πλήρως τον Πρωσικό στρατό ως μάχιμη στρατιωτική δύναμη. Από τους 250.000 άνδρες τους οι Πρώσοι έχασαν 25.000, 150.000 αιχμαλωτίστηκαν και έχασαν 4.000 πυροβόλα και πάνω από 100.000 τουφέκια. Στην Ιένα ο Ναπολέων είχε αντιμετωπίσει μόνο ένα απόσπασμα της Πρωσικής δύναμης. Στη μάχη στο Αουερστεντ ενεπλάκη ένα μόνο Γαλλικό σώμα που νίκησε το μεγαλύτερο μέρος του Πρωσικού στρατού. Ο Ναπολέων μπήκε στο Βερολίνο στις 27 Οκτωβρίου 1806. Επισκέφτηκε τον τάφο του Φρειδερίκου του Μεγάλου και έδωσε εντολή στους στρατάρχες του να αφαιρέσουν τα καπέλα τους λέγοντας, «Αν ήταν ζωντανός δεν θα ήμασταν εδώ σήμερα». Ο Ναπολέων χρειάστηκε μόλις 19 ημέρες από την έναρξη της επίθεσής του στην Πρωσία για να τη θέσει εκτός μάχης με την κατάληψη του Βερολίνου και την καταστροφή των κύριων στρατιών της στην Ιένα και το Αουερστεντ. Η Σαξονία εγκατέλειψε την Πρωσία και μαζί με μικρά κρατίδια της βόρειας Γερμανίας συμμάχησε με τη Γαλλία.
Στο επόμενο στάδιο του πολέμου οι Γάλλοι έδιωξαν τις ρωσικές δυνάμεις από την Πολωνία και χρησιμοποίησαν πολλούς Πολωνούς και Γερμανούς στρατιώτες σε πολλές πολιορκίες στη Σιλεσία και την Πομερανία, με τη βοήθεια Ολλανδών και Ιταλών στρατιωτών στην τελευταία περίπτωση. Ο Ναπολέων στη συνέχεια στράφηκε βόρεια για να αντιμετωπίσει το υπόλοιπο του Ρωσικού στρατού και να προσπαθήσει να καταλάβει την προσωρινή πρωτεύουσα της Πρωσίας Κένιγκσμπεργκ. Μια τακτική επιτυχία στο Άιλαου (7-8 Φεβρουαρίου 1807) και οι επακολουθήσασες συνθηκολόγηση στο Ντάντσιχ (24 Μαΐου 1807) και Μάχη του Χάιλσμπεργκ (10 Ιουνίου 1807), ανάγκασαν τους Ρώσους να αποσυρθούν πιο βόρεια. Ο Ναπολέων νίκησε αποφασιστικά τον Ρωσικό στρατό στο Φρίντλαντ (14 Ιουνίου 1807) και ο Αλέξανδρος αναγκάστηκε να κάνει ειρήνη με τον Ναπολέοντα στο Τιλσίτ (7 Ιουλίου 1807). Στη Γερμανία και την Πολωνία ιδρύθηκαν νέα κράτη-δορυφόροι Ναπολέοντα, όπως το Βασίλειο της Βεστφαλίας, το Δουκάτο της Βαρσοβίας και η Δημοκρατία του Ντάντσιχ.
Τον Σεπτέμβριο ο Στρατάρχης Γκυγιώμ Μπρυν ολοκλήρωσε την κατάληψη της Σουηδικής Πομερανίας, επιτρέποντας στον Σουηδικό στρατό να αποσυρθεί με όλα τα πυρομαχικά του.
Η πρώτη απάντηση της Βρετανίας στο Ηπειρωτικό Σύστημα του Ναπολέοντα ήταν η έναρξη μιας μεγάλης ναυτικής επίθεσης εναντίον της Δανίας. Αν και φαινομενικά ουδέτερη η Δανία δέχθηκε μεγάλη πίεση από τη Γαλλία και τη Ρωσία να δεσμεύσει τον στόλο της για τον Ναπολέοντα. Το Λονδίνο δεν μπορούσε να πάρει το ρίσκο να αγνοήσει την απειλή της Δανίας. Τον Αύγουστο του 1807 το Βασιλικό Ναυτικό πολιόρκησε και βομβάρδισε την Κοπεγχάγη, με αποτέλεσμα την κατάληψη του Δανονορβηγικού στόλου και τη διασφάλιση της χρήσης των θαλάσσιων δρόμων στη Βόρεια και Βαλτική θάλασσα για τον Βρετανικό εμπορικό στόλο. Η Δανία εισήλθε στον πόλεμο στο πλευρό της Γαλλίας, αλλά χωρίς στόλο δεν είχε πολλά να προσφέρει, [55][56] ξεκινώντας μια εμπλοκή σε έναν ανταρτοπόλεμο στη θάλασσα, κατά τον οποίο μικρές κανονιοφόροι έκαναν επιθέσεις σε μεγαλύτερα βρετανικά πλοία στα νερά της Δανίας και της Νορβηγίας. Η Δανία δεσμεύτηκε επίσης να συμμετάσχει σε πόλεμο εναντίον της Σουηδίας μαζί με τη Γαλλία και τη Ρωσία.
Στο Τιλσίτ ο Ναπολέων και ο Αλέξανδρος είχαν συμφωνήσει η Ρωσία να αναγκάσει τη Σουηδία να ενταχθεί στο Ηπειρωτικό Σύστημα, πράγμα που οδήγησε σε Ρωσική εισβολή στη Φινλανδία τον Φεβρουάριο του 1808 και στη συνέχεια κήρυξη πολέμου από τη Δανία τον Μάρτιο. Ο Ναπολέων έστειλε επίσης ένα βοηθητικό σώμα, αποτελούμενο από στρατεύματα από τη Γαλλία, την Ισπανία και την Ολλανδία, με επικεφαλής τον Στρατάρχη Ζαν Μπατίστ Μπερναντότ, στη Δανία για να συμμετάσχει στην εισβολή στη Σουηδία. Αλλά η βρετανική ναυτική ανωτερότητα δεν του επέτρεψε να περάσει από το στενό του Ερεσουντ και ο πόλεμος διεξήχθη κυρίως κατά μήκος των συνόρων Σουηδίας-Νορβηγίας. Στο Συνέδριο της Ερφούρτης (Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 1808) η Γαλλία και η Ρωσία συμφώνησαν περαιτέρω για τη διάσπαση της Σουηδίας σε δύο τμήματα, που χωρίζονταν από το Βοθνιακό Κόλπο, όπου το ανατολικό τμήμα έγινε το Ρωσικό Μεγάλο Δουκάτο της Φινλανδίας. Οι βρετανικές εθελοντικές προσπάθειες να βοηθήσουν τη Σουηδία με ανθρωπιστική βοήθεια παρέμειναν περιορισμένες και δεν εμπόδισαν τη Σουηδία να υιοθετήσει μια πολιτική πιο φιλική προς τον Ναπολέοντα. [57]
Ο πόλεμος μεταξύ της Δανίας και της Βρετανίας ουσιαστικά τελείωσε με μια βρετανική νίκη στη μάχη του Λύνγκερ το 1812, με την καταστροφή του τελευταίου μεγάλου Δανονορβηγικού πλοίου - της φρεγάτας «Najaden».
Το 1807 ο Ναπολέων δημιούργησε ένα ισχυρό προγεφύρωμα της αυτοκρατορίας του στην Κεντρική Ευρώπη. Η Πολωνία είχε πρόσφατα διαμελισθεί από τους τρεις μεγάλους γείτονές της, αλλά ο Ναπολέων δημιούργησε το Μεγάλο Δουκάτο της Βαρσοβίας, που εξαρτιόταν από την αρχή από τη Γαλλία. Το Δουκάτο αποτελείτο από εδάφη που κατασχέθηκαν από την Αυστρία και την Πρωσία. Μεγάλος Δούκας του ήταν ο, σύμμαχος του Ναπολέοντα, βασιλιάς της Σαξονίας, αλλά ο Ναπολέων διόριζε αυτούς που διοικούσαν τη χώρα. Ο πληθυσμός των 4,3 εκατομμυρίων απελευθερώθηκε από την κατοχή και το 1814 έστειλε περίπου 200.000 άνδρες στους στρατούς του Ναπολέοντα. Μεταξύ αυτών 90.000 που πήγαν μαζί του στη Μόσχα, εκ των οποίων λίγοι επέστρεψαν. [58] Οι Ρώσοι αντιτάχθηκαν σθεναρά σε οποιαδήποτε κίνηση για μια ανεξάρτητη Πολωνία και ένας λόγος που ο Ναπολέων εισέβαλε στη Ρωσία το 1812 ήταν για να τους τιμωρήσει. Το Μεγάλο Δουκάτο διαλύθηκε το 1815 και η Πολωνία δεν ξαναέγινε κράτος μέχρι το 1918 (και τότε μόνο λόγω της Μπολσεβίκικης Επανάστασης). Ο αντίκτυπος του Ναπολέοντα στην Πολωνία ήταν τεράστιος, συμπεριλαμβανομένων του Ναπολεόντειου Αστικού Κώδικα, της κατάργησης της δουλείας και της εισαγωγής της νεότερης γραφειοκρατίας της μεσαίας τάξης. [59][60]
Ο Πέμπτος Συνασπισμός (1809) της Βρετανίας και της Αυστρίας εναντίον της Γαλλίας προέκυψε όταν η Βρετανία ενεπλάκη στον Πόλεμο της Ιβηρικής Χερσονήσου στην Ισπανία και την Πορτογαλία. Η θάλασσα έγινε ένα μεγάλο θέατρο πολέμου ενάντια στους συμμάχους του Ναπολέοντα. Κατά την περίοδο του Πέμπτου Συνασπισμού το Βασιλικό Ναυτικό κέρδισε διαδοχικές νίκες στις Γαλλικές αποικίες. Στην ξηρά οι κυριότερες μάχες ήταν εκείνες του Ράσζυν, του Άσπερν-Έσσλινγκ και του Βαγκράμ.
Στην ξηρά ο Πέμπτος Συνασπισμός προέβη σε λίγες εκτεταμένες στρατιωτικές επιχειρήσεις.Η μία, η επιχείρηση Βάλχερεν του 1809, περιλάμβανε μια διπλή προσπάθεια του Βρετανικού Στρατού και του Βασιλικού Ναυτικού να ανακουφίσουν τις Αυστριακές δυνάμεις από την έντονη γαλλική πίεση. Τελείωσε όταν ο διοικητής του στρατού, Τζον Πιτ, 2ος Κόμης του Τσάταμ, απέτυχε να καταλάβει τον στόχο, τη ναυτική βάση της ελεγχόμενης από τους Γάλλους Αμβέρσας. Για το μεγαλύτερο μέρος των ετών του Πέμπτου Συνασπισμού, οι βρετανικές στρατιωτικές επιχειρήσεις στην ξηρά (εκτός από την Ιβηρική Χερσόνησο) παρέμειναν περιορισμένες σε μεμονωμένα πλήγματα που επιχειρούσε το Βασιλικό Ναυτικό, που κυριάρχησε στη θάλασσα έχοντας καταστείλει σχεδόν κάθε ναυτική αντίδραση από τη Γαλλία και τους συμμάχους της και αποκλείσει ό,τι απέμεινε από τις ναυτικές δυνάμεις της Γαλλίας σε βαριά οχυρωμένα γαλλικά λιμάνια. Αυτές οι επιχειρήσεις ταχείας επίθεσης στόχευαν κυρίως στην καταστροφή του αποκλεισμένου πολεμικού και εμπορικού στόλου της Γαλλίας και στην αποδιοργάνωση του γαλλικού ανεφοδιασμού, των επικοινωνιών και των στρατιωτικών μονάδων που βρίσκονταν κοντά στις ακτές. Συχνά, όταν οι σύμμαχοι της Βρετανίας επιχειρούσαν στρατιωτικές ενέργειες σε απόσταση λίγων δεκάδων χιλιομέτρων από τη θάλασσα, το Βασιλικό Ναυτικό κατέφτανε, αποβίβαζε στρατεύματα και προμήθειες και βοηθούσε τις χερσαίες δυνάμεις του συνασπισμού σε μια συντονισμένη επιχείρηση. Τα πλοία του Βασιλικού Ναυτικού παρείχαν ακόμη υποστήριξη πυροβολικού εναντίον των γαλλικών μονάδων, όταν οι μάχες έφταναν αρκετά κοντά στην ακτογραμμή. Η έκβαση των επιχειρήσεων αυτών εξαρτώνταν από την ικανότητα και την ποιότητα των χερσαίων δυνάμεων. Για παράδειγμα όταν συνεπιχειρούσε με άπειρες αντάρτικες δυνάμεις στην Ισπανία, το Βασιλικό Ναυτικό μερικές φορές αδυνατούσε να επιτύχει τους στόχους του, λόγω της έλλειψης του ανθρώπινου δυναμικού που είχαν υποσχεθεί οι αντάρτες σύμμαχοί του.
Ο οικονομικός πόλεμος συνεχίστηκε με το Γαλλικό Ηπειρωτικό Σύστημα ενάντια στο Βρετανικό ναυτικό αποκλεισμό των ελεγχόμενων από τη Γαλλία εδαφών. Λόγω στρατιωτικών ελλείψεων και έλλειψης οργάνωσης στη γαλλική επικράτεια πολλές παραβιάσεις του Ηπειρωτικού Συστήματος συνέβαιναν καθώς τα υπό γαλλική κυριαρχικά κράτη ανέχονταν ή ακόμη και ενθάρρυναν το εμπόριο με Βρετανούς λαθρεμπόρους. Όσον αφορά την οικονομική ζημία στη Μεγάλη Βρετανία ο αποκλεισμός ήταν σε μεγάλο βαθμό αναποτελεσματικός. Οταν ο Ναπολέων συνειδητοποίησε ότι το εκτεταμένο εμπόριο περνούσε από την Ισπανία και τη Ρωσία, εισέβαλε σε αυτές τις δύο χώρες. Δέσμευσε τις δυνάμεις του στην Ισπανία και υπέστη μεγάλες απώλειες στη Ρωσία το 1812. [61]
Και οι δύο πλευρές ξεκίνησαν περαιτέρω συγκρούσεις προσπαθώντας να επιβάλουν τους αποκλεισμούς τους. οι Βρετανοί πολέμησαν με τις Ηνωμένες Πολιτείες στον Πόλεμο του 1812 (1812–15) και οι Γάλλοι ενεπλάκησαν στον Πόλεμο της Ιβηρικής Χερσονήσου (1808–14) για να αποτρέψουν το λαθρεμπόριο στην Ισπανία. Η σύγκρουση της Ιβηρικής ξεκίνησε όταν η Πορτογαλία συνέχισε το εμπόριο με τη Βρετανία παρά τους γαλλικούς περιορισμούς. Όταν η Ισπανία απέτυχε να διατηρήσει το Ηπειρωτικό Σύστημα, η άβολη ισπανική συμμαχία με τη Γαλλία παρέμεινε μόνο κατ' όνομα. Τα Γαλλικά στρατεύματα εισέβαλαν σταδιακά στο ισπανικό έδαφος έως ότου κατέλαβαν τη Μαδρίτη και εγκατέστησαν μια μοναρχία-δορυφόρο. Αυτό προκάλεσε έκρηξη λαϊκών εξεγέρσεων σε όλη την Ισπανία και ακολούθησε σύντομα σοβαρή βρετανική εμπλοκή.
Η Αυστρία, που προηγουμένως ήταν σύμμαχος της Γαλλίας, εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία να προσπαθήσει να ανακαταλάβει τα αυτοκρατορικά της εδάφη στη Γερμανία, όπως ήταν πριν από το Άουστερλιτς και πέτυχε κάποιες αρχικές νίκες επί των στρατευμάτων του Στρατάρχη Μπερτιέ. Ο Ναπολέων είχε αφήσει τον Μπερτιέ με μόνο 170.000 άντρες για να υπερασπιστεί όλα τα ανατολικά σύνορα της Γαλλίας (το 1790 800.000 άντρες είχαν επιτελέσει το ίδιο έργο, αλλά κράτησαν ένα πολύ μικρότερο μέτωπο).
Μετά τις ήττες που υπέστη η Ισπανία από τη Γαλλία ο Ναπολέων επωφελήθηκε και είχε επιτυχίες, ανακαταλαμβάνοντας τη Μαδρίτη, νικώντας τους Ισπανούς και πετυχαίνοντας την απόσυρση του υπερτερούντος αριθμητικά Βρετανικού στρατού από την Ιβηρική Χερσόνησο (Μάχη της Κορούνια, 16 Ιανουαρίου 1809). Αλλά όταν έφυγε ο ίδιος ο ανταρτοπόλεμος εναντίον των δυνάμεών του στην ύπαιθρο συνέχισε να δεσμεύει μεγάλο αριθμό στρατευμάτων. Η επίθεση της Αυστρίας εμπόδισε τον Ναπολέοντα να ολοκληρώσει επιτυχώς τις επιχειρήσεις εναντίον των Βρετανικών δυνάμεων, απαιτώντας την αναχώρησή του για την Αυστρία και δεν επέστρεψε ποτέ στο θέατρο της Ιβηρικής Χερσονήσου. Οι Βρετανοί έστειλαν έπειτα νέο στρατό υπό το Σερ Άρθουρ Γουέλσλεϋ (αργότερα τον Δούκα του Ουέλλινγκτον), τον οποίο οι Γάλλοι δεν μπόρεσαν να σταματήσουν. [62]
Ο Πόλεμος της Ιβηρικής Χερσονήσου αποδείχθηκε μια πανωλεθρία για τη Γαλλία. Ο Ναπολέων τα πήγε καλά όταν ήταν άμεσα υπεύθυνος, αλλά σοβαρές απώλειες ακολούθησαν την αποχώρησή του, καθώς υποτίμησε σοβαρά πόσο ανθρώπινο δυναμικό θα χρειαζόταν. Η επιχείρηση στην Ισπανία αποδείχθηκε απώλεια χρημάτων, ανθρώπινου δυναμικού και κύρους. Ο ιστορικός Ντέιβιντ Γκέιτς την ονόμασε «Ισπανικό έλκος». [63] Η Γαλλία έχασε τον Πόλεμο της Ιβηρικής Χερσονήσου και ο Ναπολέων συνειδητοποίησε ότι ήταν μια συμφορά για την υπόθεσή του, γράφοντας αργότερα, «Αυτός ο ατυχής πόλεμος με κατέστρεψε ... Όλες οι καταστροφές μου είναι δεμένες σε αυτόν τον θανάσιμο κόμπο.»[64]
Ο Πόλεμος της Ιβηρικής Χερσονήσου περιελάμβανε 60 μεγάλες μάχες και 30 μεγάλες πολιορκίες, περισσότερες από οποιαδήποτε άλλη σύγκρουση των Ναπολεόντειων Πολέμων, και διήρκεσε πάνω από έξι χρόνια, πολύ περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο. Η Γαλλία και οι σύμμαχοί της είχαν τουλάχιστον 91.000 νεκρούς και 237.000 τραυματίες στη χερσόνησο. [65]
Στα ανατολικά οι Αυστριακοί εισέβαλαν στο Δουκάτο της Βαρσοβίας, αλλά ηττήθηκαν στη Μάχη του Ράσζυν στις 19 Απριλίου 1809. Ο Πολωνικός στρατός κατέλαβε τη Δυτική Γαλικία μετά την προηγούμενη επιτυχία της. Ο Ναπολέων ανέλαβε προσωπικά τη διοίκηση και ενίσχυσε τον στρατό για αντεπίθεση κατά της Αυστρίας. Μετά από μερικές μικρές μάχες η θετική για τους Γάλλους έκβαση των επιχειρήσεων ανάγκασε τους Αυστριακούς να αποχωρήσουν από τη Βαυαρία και ο Ναπολέων προέλασε στην Αυστρία. Η βιαστική προσπάθειά του να διασχίσει τον Δούναβη είχε ως αποτέλεσμα τη μεγάλη Μάχη του Άσπερν-Έσσλινγκ (22 Μαΐου 1809) - την πρώτη σημαντική τακτική ήττα του Ναπολέοντα. Αλλά ο Αυστριακός διοικητής, Αρχιδούκας Κάρολος, δεν κατάφερε να δώσει συνέχεια στην ασαφή νίκη του, επιτρέποντας στον Ναπολέοντα να προετοιμαστεί και να καταλάβει τη Βιέννη στις αρχές Ιουλίου. Νίκησε τους Αυστριακούς στο Βαγκράμ στις 5-6 Ιουλίου. (Στη διάρκεια αυτής της μάχης ο Στρατάρχης Μπερναντότ καθαιρέθηκε από διοικητής, όταν υποχώρησε σε αντίθεση με τις εντολές του Ναπολέοντα. Λίγο αργότερα όμως αποδέχθηκε την προσφορά της Σουηδίας να καταλάβει την εκεί κενή θέση του Πρίγκιπα του Στέμματος. Αργότερα συμμετείχε ενεργά σε πολέμους εναντίον του πρώην Αυτοκράτορα του.)
Ο Πόλεμος του Πέμπτου Συνασπισμού έληξε με τη Συνθήκη του Σένμπρουν (14 Οκτωβρίου 1809). Στα ανατολικά μόνο οι αντάρτες του Τιρόλου με επικεφαλής τον Αντρέας Χόφερ συνέχισαν να πολεμούν τον Γαλλοβαυαρικό στρατό έως ότου τελικά ηττήθηκαν τον Νοέμβριο του 1809. Στα δυτικά συνεχίστηκε ο Πόλεμος της Ιβηρικής Χερσονήσου. Οι Βρετανοί και οι Πορτογάλοι παρέμειναν περιορισμένοι στην περιοχή γύρω από τη Λισαβόνα, αλλά πολιόρκησαν το Κάδιθ.
Το 1810 η Γαλλική Αυτοκρατορία απέκτησε τη μέγιστη έκτασή της. Ο Ναπολέων παντρεύτηκε τη Μαρία Λουίζα, μια Αυστριακή Αρχιδούκισσα, με σκοπό να εξασφαλίσει μια πιο σταθερή συμμαχία με την Αυστρία και να αποκτήσει διάδοχο (κάτι που η πρώτη του σύζυγος Ιωσηφίνα δεν είχε καταφέρει να κάνει). Εκτός από τη Γαλλική Αυτοκρατορία, ο Ναπολέων έλεγχε την Ελβετική Συνομοσπονδία, τη Συνομοσπονδία του Ρήνου, το Δουκάτο της Βαρσοβίας και το Βασίλειο της Ιταλίας. Κράτη συμμαχικά με τους Γάλλους ήταν:
και πρώην εχθροί του Ναπολέοντα, Σουηδία, Πρωσία και Αυστρία.
Οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι ήταν η άμεση αιτία πολέμων στην Αμερική και αλλού.
Ο Αγγλοαμερικανικός πόλεμος του 1812 συνέπεσε με τον πόλεμο του Έκτου Συνασπισμού. Οι ιστορικοί στις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά το θεωρούν ως ιδιαίτερο πόλεμο, ενώ οι Ευρωπαίοι συνήθως ως ένα μικρό θέατρο των Ναπολεόντειων Πολέμων. Οι Ηνωμένες Πολιτείες κήρυξαν πόλεμο στη Βρετανία εξαιτίας της βρετανικής παρέμβασης στα αμερικανικά εμπορικά πλοία και της αναγκαστικής στρατολόγησης στο Βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό. Η Γαλλία παρενέβη επίσης και οι ΗΠΑ σκέφτηκαν να κηρύξουν πόλεμο και στη Γαλλία. Ο πόλεμος έληξε σε στρατιωτικό αδιέξοδο και δεν υπήρξαν συνοριακές αλλαγές με τη Συνθήκη της Γάνδης, που τέθηκε σε ισχύ στις αρχές του 1815, όταν ο Ναπολέων βρισκόταν στην Έλβα. [66]
Η παραίτηση των βασιλιάδων Κάρολου Δ΄ και Φερδινάνδου Ζ΄ της Ισπανίας και η ενθρόνιση του αδελφού του Ναπολέοντα ως Βασιλιά Ιωσήφ προκάλεσε εμφύλιους πολέμους και επαναστάσεις που οδήγησαν στην ανεξαρτησία των περισσότερων ηπειρωτικών αμερικανικών αποικιών της Ισπανίας. Στην Ισπανική Αμερική πολλές τοπικές ελίτ δημιούργησαν δικτατορίες και μηχανισμούς για να κυβερνήσουν στο όνομα του Φερδινάνδου Ζ΄, τον οποίο θεωρούσαν τον νόμιμο Ισπανό μονάρχη. Το ξέσπασμα των Ισπανοαμερικανικών πολέμων ανεξαρτησίας στο μεγαλύτερο μέρος της αυτοκρατορίας ήταν αποτέλεσμα των αποσταθεροποιητικών ενεργειών του Ναπολέοντα στην Ισπανία και οδήγησε στην άνοδο αυταρχικών ηγετών μετά από αυτούς τους πολέμους. [67] Η ήττα του Ναπολέοντα στο Βατερλώ το 1815 προκάλεσε την έξοδο Γάλλων στρατιωτών στη Λατινική Αμερική, όπου εντάχθηκαν στις τάξεις των στρατών των κινημάτων ανεξαρτησίας. [101] Ενώ αυτοί οι αξιωματούχοι είχαν ρόλο σε διάφορες νίκες, όπως η Κατάληψη της Βαλδίβια (1820), ορισμένοι θεωρούνται υπεύθυνοι για σημαντικές ήττες από τους βασιλικούς, όπως στην περίπτωση της Δεύτερης Μάχης της Κάντσα Ραγιάντα (1818).
Αντιθέτως η Πορτογαλική βασιλική οικογένεια διέφυγε στη Βραζιλία και εγκατέστησε την αυλή της εκεί, με αποτέλεσμα την πολιτική σταθερότητα στην Πορτογαλική Αμερική. Με την ήττα του Ναπολέοντα και την επιστροφή της μοναρχίας των Μπραγκάνσα στην Πορτογαλία ο διάδοχος παρέμεινε στη Βραζιλία και κήρυξε την ανεξαρτησία της Βραζιλίας, επιτυγχάνοντας την ειρηνικά χωρίς εδαφικές απώλειες.
Η Επανάσταση της Αϊτής ξεκίνησε το 1791, λίγο πριν από τους Πολέμους της Γαλλικής Επανάστασης και συνεχίστηκε μέχρι το 1804. Η ήττα της Γαλλίας είχε ως αποτέλεσμα την ανεξαρτησία του Αγίου Δομίνικου και οδήγησε τον Ναπολέοντα να πουλήσει εδάφη με την Αγορά της Λουιζιάνας στις Ηνωμένες Πολιτείες. [68]
Κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων Πολέμων οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Σουηδία και η Σικελία πολέμησαν εναντίον των Βερβερίνων πειρατών στη Μεσόγειο.
Η Συνθήκη του Τιλσίτ το 1807 είχε ως αποτέλεσμα τον Αγγλορωσικό Πόλεμο (1807–12). Ο Αυτοκράτορας Αλέξανδρος Α΄ κήρυξε τον πόλεμο στη Βρετανία μετά τη βρετανική επίθεση στη Δανία τον Σεπτέμβριο του 1807. Βρετανοί στρατιωτικοί υποστήριξαν τον Σουηδικό στόλο κατά τον Φινλανδικό Πόλεμο και πέτυχαν νίκες επί των Ρώσων στον Φινλανδικό κόλπο τον Ιούλιο του 1808 και τον Αύγουστο του 1809. Η επιτυχία του Ρωσικού στρατού στην ξηρά, ωστόσο, ανάγκασε τη Σουηδία να υπογράψει ειρηνευτικές συνθήκες με τη Ρωσία το 1809 και με τη Γαλλία το 1810 και να συμμετέχει στον αποκλεισμό της Βρετανίας. Όμως οι γαλλορωσικές σχέσεις χειροτέρευσαν σταδιακά μετά το 1810 και ο ρωσικός πόλεμος κατά της Βρετανία ουσιαστικά έληξε. Τον Απρίλιο του 1812 η Βρετανία, η Ρωσία και η Σουηδία υπέγραψαν μυστικές συμφωνίες κατά του Ναπολέοντα. [69]
Το κεντρικό ζήτημα τόσο για τον Ναπολέοντα όσο και για τον Τσάρο Αλέξανδρο Α΄ ήταν ο έλεγχος της Πολωνίας. Καθένας τους ήθελε μια ημιανεξάρτητη Πολωνία που να μπορούσε να ελέγχει. Όπως σημειώνει ο Εστντέιλ, «υπονοούμενο στην ιδέα της Ρωσικής Πολωνίας ήταν, φυσικά, ένας πόλεμος εναντίον του Ναπολέοντα». [70] Ο Σρέντερ αναφέρει ότι η Πολωνία ήταν η «βασική αιτία» του πολέμου του Ναπολέοντα με τη Ρωσία, αλλά η άρνηση της Ρωσίας να υποστηρίξει το Ηπειρωτικό Σύστημα ήταν επίσης ένας παράγοντας. [71]
Το 1812, στο αποκορύφωμα της ισχύος του, ο Ναπολέων εισέβαλε στη Ρωσία με μια πανευρωπαϊκή Grande Armée (Μεγάλη Στρατιά), αποτελούμενη από 450.000 άνδρες (200.000 Γάλλους και πολλούς στρατιώτες συμμαχικών ή υποταγμένων περιοχών). Οι Γαλλικές δυνάμεις πέρασαν τον Ποταμό Νέμαν στις 24 Ιουνίου 1812. Η Ρωσία κήρυξε έναν Πατριωτικό Πόλεμο και ο Ναπολέων τον Δεύτερο Πολωνικό Πόλεμο. Οι Πολωνοί παρείχαν σχεδόν 100.000 άντρες για τη δύναμη εισβολής, αλλά παρά τις προσδοκίες τους ο Ναπολέων απέφυγε τυχόν παραχωρήσεις προς την Πολωνία, έχοντας κατά νου περαιτέρω διαπραγματεύσεις με τη Ρωσία. [72]
Η Grande Armée προέλασε στη Ρωσία, κερδίζοντας κάποιες σχετικά μικρές μάχες και τη μεγάλη Μάχη του Σμολένσκ στις 16-18 Αυγούστου. Τις ίδιες μέρες μέρος του Γαλλικού Στρατού με επικεφαλής τον Στρατάρχη Νικολά Ουντινό αναχαιτίσθηκε στη Μάχη του Πολότσκ από τη δεξιά πτέρυγα του Ρωσικού στρατού, υπό τη διοίκηση του στρατηγού Πέτερ Βιτγκενστάιν. Αυτό απέτρεψε τη γαλλική προέλαση στη ρωσική πρωτεύουσα, την Αγία Πετρούπολη. Η τύχη της εισβολής κρίθηκε στη Μόσχα, όπου ο Ναπολέων οδήγησε τις δυνάμεις του αυτοπροσώπως.
Η Ρωσία χρησιμοποίησε τακτική καμμένης γης και με το ελαφρύ Κοζάκικο ιππικό καταπονούσε την Grande Armée, που δεν προσάρμοσε κατάλληλα τις επιχειρησιακές της μεθόδους. [73] Αυτό οδήγησε στις περισσότερες από τις απώλειες του κύριου κορμού της, που σε μια περίπτωση ανήλθε σε 95.000 άνδρες, συμπεριλαμβανομένων των λιποτακτών, σε μια εβδομάδα. [74]
Ο κύριος όγκος του Ρωσικού στρατού υποχωρούσε επί σχεδόν τρεις μήνες. Αυτή η συνεχής υποχώρηση κατέστησε αντιδημοφιλή τον Στρατάρχη Μιχαήλ Ανδρέα Μπάρκλεϊ ντε Τόλυ και ο Τσάρος Αλέξανδρος Α΄ διόρισε Αρχιστράτηγο τον βετεράνο Πρίγκιπα Μιχαήλ Κουτούζοφ. Τελικά οι δύο στρατοί συγκρούστηκαν στη Μάχη του Μποροντίνο στις 7 Σεπτεμβρίου, [75] κοντά στη Μόσχα. Ηταν η μεγαλύτερη και πιο αιματηρή μονοήμερη μάχη των Ναπολεόντειων Πολέμων, με τη συμμετοχή περισσότερων από 250.000 ανδρών και με τουλάχιστον 70.000 θύματα. Η έκβασή της ήταν αμφίσημη γιατί οι Γάλλοι κυρίευσαν τις κύριες θέσεις στο πεδίο της μάχης, αλλά δεν μπόρεσαν να εξοντώσουν τον Ρωσικό στρατό. Η δυσκολία του ανεφοδιασμού σήμαινε ότι οι γαλλικές απώλειες δεν μπορούσαν να αντικατασταθούν, σε αντίθεση με τις ρωσικές.
Ο Ναπολέων εισήλθε στη Μόσχα στις 14 Σεπτεμβρίου, αφού ο ρωσικός στρατός είχε υποχωρήσει ξανά. [76] Οι Ρώσοι είχαν ήδη εκκενώσει σε μεγάλο βαθμό την πόλη και είχαν απελευθερώσει εγκληματίες από τις φυλακές για να παρενοχλούν τους Γάλλους. Ο κυβερνήτης, Κόμητ Φίοντορ Ροστόπτσιν, διέταξε να καεί η πόλη. [77] Ο Αλέξανδρος Α΄ αρνήθηκε να συνθηκολογήσει και οι ειρηνευτικές συνομιλίες που επιδίωξε ο Ναπολέων απέτυχαν. Τον Οκτώβριο, χωρίς να υπάρχει κανένα σημάδι σαφούς νίκης, ο Ναπολέων ξεκίνησε την ολέθρια Μεγάλη Υποχώρηση από τη Μόσχα.
Με τη Μάχη του Μαλογιαροσλάβετς οι Γάλλοι προσπάθησαν να φτάσουν στην Καλούγκα, όπου μπορούσαν να βρουν τρόφιμα ζωοτροφές. Ο ανασυγκροτημένος Ρωσικός στρατός τους έκοψε τον δρόμο και ο Ναπολέων αναγκάστηκε να υποχωρήσει με τον ίδιο τρόπο που είχε έρθει στη Μόσχα, μέσω των τελείως ερημωμένων περιοχών κατά μήκος του δρόμου του Σμολένσκ. Τις επόμενες εβδομάδες η Grande Armée υπέστη ένα ολέθριο πλήγμα από την έναρξη του Ρωσικού Χειμώνα, την έλλειψη προμηθειών και τον συνεχή ανταρτοπόλεμο από τους Ρώσους αγρότες και τα άτακτα στρατεύματα.
Όταν τα απομεινάρια του στρατού του Ναπολέοντα πέρασαν τον ποταμό Μπερέζινα τον Νοέμβριο, είχαν επιζήσει μόνο 27.000 μάχιμοι στρατιώτες, με 380.000 άνδρες νεκρούς ή αγνοούμενους και 100.000 αιχμαλώτους. [78] Ο Ναπολέων τότε άφησε τους άντρες του και επέστρεψε στο Παρίσι για να προετοιμάσει την άμυνα κατά των προελαυνόντων Ρώσων. Η εκστρατεία ουσιαστικά έληξε στις 14 Δεκεμβρίου 1812, όταν τα τελευταία εχθρικά στρατεύματα έφυγαν από τη Ρωσία. Οι Ρώσοι είχαν χάσει περίπου 210.000 άνδρες, αλλά με τις πιο κοντινές γραμμές ανεφοδιασμού τους, αναπλήρωναν σύντομα τις απώλειές τους.
Βλέποντας μια ευκαιρία στην ιστορική ήττα του Ναπολέοντα η Πρωσία, η Σουηδία, η Αυστρία και πολλά Γερμανικά κράτη επανήλθαν στον πόλεμο. [79] Ο Ναπολέων ορκίστηκε ότι θα δημιουργήσει έναν νέο στρατό τόσο μεγάλο, όσο εκείνο που είχε στείλει στη Ρωσία, και γρήγορα αύξησε τις δυνάμεις του στα ανατολικά από 30.000 σε 130.000 και τελικά σε 400.000. Ο Ναπολέων προκάλεσε 40.000 θύματα στους Συμμάχους στο Λύτσεν (2 Μαΐου 1813) και στο Μπάουτσεν (20-21 Μαΐου 1813). Και στις δύο μάχες πήραν μέρος δυνάμεις άνω των 250.000, καθιστώντας τις από τις μεγαλύτερες πολεμικές συγκρούσεις μέχρι τότε. Ο Μέττερνιχ τον Νοέμβριο του 1813 πρότεινε στον Ναπολέοντα τις προτάσεις της Φρανκφούρτης, που επέτρεπαν στον Ναπολέοντα να παραμείνει Αυτοκράτορας, αλλά η Γαλλία θα μειωνόταν στα «φυσικά σύνορά της» και θα έχανε τον έλεγχο του μεγαλύτερου μέρους της Ιταλίας, της Γερμανίας και της Ολλανδίας. Ο Ναπολέων προσδοκούσε ακόμη να κερδίσει τους πολέμους και απέρριψε τους όρους αυτούς. Το 1814, καθώς οι Σύμμαχοι πλησίαζαν στο Παρίσι, ο Ναπολέων συμφώνησε με τις προτάσεις της Φρανκφούρτης, αλλά ήταν πολύ αργά και απέρριψε τους νέους σκληρότερους όρους που πρότειναν. [80]
Στον Πόλεμο της Ιβηρικής Χερσονήσου ο Άρθουρ Γουέλσλεϋ, Α΄ δούκας του Ουέλλινγκτον ανανέωσε την αγγλοπορτογαλική προέλαση στην Ισπανία αμέσως μετά την Πρωτοχρονιά του 1812, πολιορκώντας και καταλαμβάνοντας τις οχυρωμένες πόλεις Θιουδάδ Ροδρίγο, Μπαδαχόθ και με τη Μάχη της Σαλαμάνκα (που ήταν πανωλεθρία των Γάλλων). Ενώ οι Γάλλοι ανασυγκροτούντο οι Αγγλοπορτογάλοι μπήκαν στη Μαδρίτη και προχώρησαν προς το Μπούργος, πριν υποχωρήσουν μέχρι την Πορτογαλία όταν νέες γαλλικές ενισχύσεις απειλούσαν να τους παγιδεύσουν. Ως συνέπεια της εκστρατείας της Σαλαμάνκα οι Γάλλοι αναγκάστηκαν να τερματίσουν τη μακρά τους πολιορκία του Κάδιθ και να εκκενώσουν μόνιμα τις επαρχίες της Ανδαλουσίας και των Αστουριών. [81]
Σε μια στρατηγική κίνηση, ο Γουέλσλεϋ σχεδίαζε να μεταφέρει τη βάση εφοδιασμού του από τη Λισαβόνα στο Σανταντέρ. Οι Αδυνάμεις κινήθηκαν προς τα βόρεια στα τέλη Μαΐου και κατέλαβαν το Μπούργος. Στις 21 Ιουνίου στη Βιτόρια ο ενωμένος Αγγλοπορτογαλικός και Ισπανικός στρατός νίκησε τον Ιωσήφ Βοναπάρτη, θέτοντας τέρμα στη γαλλική εξουσία στην Ισπανία. Οι Γάλλοι αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν από την Ιβηρική χερσόνησο, πάνω από τα Πυρηναία. [82]
Οι εμπόλεμοι κήρυξαν ανακωχή από τις 4 Ιουνίου 1813 (που συνεχίστηκε μέχρι τις 13 Αυγούστου), οπότε και οι δύο πλευρές προσπάθησαν να ανακάμψουν από την απώλεια περίπου ενός τετάρτου εκατομμυρίου ανδρών τους προηγούμενους δύο μήνες. Αυτό το διάστημα οι διαπραγματεύσεις συνασπισμού έφεραν τελικά την Αυστρία σε ανοιχτή αντίθεση με τη Γαλλία. Δύο κύριες αυστριακές στρατιές πρόσθεσαν 300.000 άνδρες στον στρατό του συνασπισμού στη Γερμανία. Οι Σύμμαχοι είχαν τώρα περίπου 800.000 στρατιώτες πρώτης γραμμής στο Γερμανικό μέτωπο, με μια στρατηγική εφεδρεία 350.000, που σχηματίστηκε για να υποστηρίξει τις επιχειρήσεις της πρώτης γραμμής. [80]
Ο Ναπολέων κατάφερε να φέρει στην περιοχή αυτοκρατορικές δυνάμεις περίπου 650.000 - αν και μόνο 250.000 ήταν υπό την άμεση διοίκησή του, με άλλους 120.000 υπό τον Νικολά Σαρλ Ουντινό και 30.000 υπό τον Νταβού. Οι υπόλοιπες προέρχονταν κυρίως από τη Συνομοσπονδία του Ρήνου, ιδίως από τη Σαξονία και τη Βαυαρία. Επιπλέον, στα νότια, το Βασίλειο της Νάπολης του Μυρά και το Βασίλειο της της Ιταλίας του Ευγένιου του Μπωαρναί είχαν 100.000 ένοπλους. Στην Ισπανία ακόμη 150.000 ως 200.000 γαλλικά στρατεύματα υποχωρούσαν σταθερά προ των Αγγλοπορτογαλικών δυνάμεων, που αριθμούσαν περίπου 100.000. Έτσι περίπου 900.000 Γάλλοι σε όλα τα θέατρα του πολέμου αντιμετώπιζαν περίπου 1.800.000 στρατιώτες του συνασπισμού (συμπεριλαμβανομένων των υπό συγκρότηση στρατηγικών εφεδρειών στη Γερμανία). Οι συνολικοί αριθμοί μπορεί να μην είναι απολύτως σωστοί, καθώς τα περισσότερα γερμανικά στρατεύματα που πολεμούσαν στο πλευρό των Γάλλων το έκαναν τουλάχιστον αναξιόπιστα και ήταν έτοιμα να λιποτακτήσουν στους Συμμάχους. Μπορούμε λογικά να πούμε ότι ο Ναπολέων δεν μπορούσε να βασίζεται σε περισσότερους από 450.000 άνδρες στη Γερμανία - το ένα τέταρτο των αντιπάλων του. [80]
Μετά το τέλος της ανακωχής ο Ναπολέων φάνηκε ότι ανέκτησε την πρωτοβουλία στη Δρέσδη (Αύγουστος 1813), όπου για άλλη μια φορά νίκησε έναν αριθμητικά ανώτερο στρατό του συνασπισμού προκαλώντας του τεράστιες απώλειες, ενώ ο ίδιος υπέστη σχετικά λίγες. Οι αποτυχίες των στρατηγών του και η αργή επανάληψη της επίθεσης από την πλευρά του του στέρησαν κάθε πλεονέκτημα που θα μπορούσε να του εξασφαλίσει αυτή η νίκη. Στη Μάχη της Λειψίας στη Σαξονία (16-19 Οκτωβρίου 1813), που ονομάστηκε επίσης «Μάχη των Εθνών», 191.000 Γάλλοι πολέμησαν περισσότερους από 300.000 Συμμάχους και οι ηττημένοι Γάλλοι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν στη Γαλλία. Μετά από αυτό ο μόνος πλέον σύμμαχος του Ναπολέοντα, η Δανία-Νορβηγία, απομονώθηκε και προσχώρησε στον συνασπισμό. [83]
Στη συνέχεια ο Ναπολέων έδωσε μια σειρά από μάχες στη Γαλλία, συμπεριλαμβανομένης της Μάχης του Αρσί-συρ-Ωμπ, αλλά η συντριπτική αριθμητική των Συμμάχων τον ανάγκαζε σε συνεχή υποχώρηση. Οι Σύμμαχοι μπήκαν στο Παρίσι στις 30 Μαρτίου 1814. Την περίοδο αυτή ο Ναπολέων εξαπέλυσε την Εξαήμερη Εκστρατεία του, κατά την οποία κέρδισε πολλές μάχες ενάντια στις εχθρικές δυνάμεις που προχωρούσαν προς το Παρίσι. Σε όλη αυτή τη εκστρατείας δεν κατάφερε ποτέ να παρατάξει περισσότερους από 70.000 άνδρες ενάντια σε πάνω από μισό εκατομμύριο στρατιώτες συνασπισμού. Με το Σύμφωνο της Σωμόν (9 Μαρτίου 1814) οι Σύμμαχοι συμφώνησαν να διατηρήσουν τον συνασπισμό μέχρι την ολοκληρωτική ήττα του Ναπολέοντα. [84]
Ο Ναπολέων αποφάσισε να πολεμήσει, ακόμη και τώρα, αδυνατώντας να αποδεχθεί την πτώση του από την εξουσία. Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας είχε εκδώσει διάταγμα για τη στρατολόγηση 900.000 νέων ανδρών, αλλά μόνο ένα μέρος αυτής υλοποιήθηκε και τα σχέδια νίκης του Ναπολέοντα τελικά έδωσαν τη θέση τους στην πραγματικότητα της απελπιστικής κατάστασής του. Ο Ναπολέων παραιτήθηκε στις 6 Απριλίου. Σποραδικές εχθροπραξίες συνεχίστηκαν στην Ιταλία, την Ισπανία και την Ολλανδία στις αρχές του 1814. [84]
Οι νικητές εξόρισαν τον Ναπολέοντα στο νησί Έλβα και παλινόρθωσαν τη Γαλλική μοναρχία των Βουρβόνων στο πρόσωπο του Λουδοβίκου ΙΗ΄. Υπέγραψαν τη Συνθήκη του Φονταινεμπλώ (11 Απριλίου 1814) και συγκάλεσαν το Συνέδριο της Βιέννης για να ανασχεδιάσουν τον χάρτη της Ευρώπης. [84]
Ο Έβδομος Συνασπισμός (1815) έφερε αντιμέτωπες τη Βρετανία, τη Ρωσία, την Πρωσία, τη Σουηδία, την Ελβετία, την Αυστρία, την Ολλανδία και πολλά Γερμανικά κράτη εναντίον της Γαλλίας. Η περίοδος γνωστή ως των Εκατό Ημερών ξεκίνησε όταν ο Ναπολέων διέφυγε από την Έλβα και αποβιβάστηκε στις Κάννες (1 Μαρτίου 1815). Ταξιδεύοντας προς το Παρίσι συγκέντρωνε υποστήριξη καθ' οδόν και τελικά ανέτρεψε τον παλινορθωμένο Λουδοβίκο ΙΗ΄. Οι Σύμμαχοι συγκέντρωσαν γρήγορα τους στρατούς τους για να τον αντιμετωπίσουν πάλι. Ο Ναπολέων συγκέντρωσε 280.000 άντρες, τους οποίους κατένειμε σε αρκετά σώματα. Για να αυξήσει τον μόνιμο στρατό των 90.000 ανδρών, ανακάλεσε πάνω από 250.000 βετεράνους από προηγούμενες εκστρατείες και εξέδωσε ένα διάταγμα για την ενδεχόμενη στρατολόγηση περίπου 2,5 εκατομμυρίων νέων ανδρών στον Γαλλικό στρατό, που δεν επιτεύχθηκε ποτέ. Έτσι αντιμετώπισε μια αρχική δύναμη του συνασπισμού περίπου 700.000 - αν και τα σχέδια εκστρατείας του συνασπισμού προέβλεπαν ένα εκατομμύριο στρατιώτες στην πρώτη γραμμή, υποστηριζόμενους από περίπου 200.000 φρουρές, εφοδιαστικό και άλλο βοηθητικό προσωπικό.
Ο Ναπολέων πήρε περίπου 124.000 άνδρες της Βόρειας Στρατιάς για ένα προληπτικό πλήγμα εναντίον των Συμμάχων στο Βέλγιο. Σκόπευε να επιτεθεί στα στρατεύματα του συνασπισμού προτού ενωθούν, ελπίζοντας να πετάξει τους Βρετανούς στη θάλασσα και να θέσει τους Πρώσους εκτός μάχης. Η προέλασή του προς τα σύνορα πέτυχε τον αιφνιδιασμό που είχε σχεδιάσει, πιάνοντας στον ύπνο διάσπαρτο τον Αγγλοολλανδικό Στρατό. Οι Πρώσοι ήταν πιο υποψιασμένοι, συγκεντρώνοντας τα 3⁄4 του στρατού τους μέσα και γύρω από το Λινύ. Οι Πρώσοι ανάγκασαν την Armée du Nord (Βόρεια Στρατιά) να πολεμήσει όλη την ημέρα της 15ης για να φτάσει στο Λινύ με μια ενέργεια καθυστέρησης του Πρωσικού 1ου Σώματος. Ο Ναπολέων ανάγκασε την Πρωσία να πολεμήσει στο Λινύ στις 16 Ιουνίου 1815 και οι ηττημένοι Πρώσοι υποχώρησαν άτακτα. Την ίδια ημέρα η αριστερή πτέρυγα της Armée du Nord, υπό την ηγεσία του Στρατάρχη Μισέλ Νεΰ, κατάφερε να αναχαιτήσει όσες δυνάμεις του Ουέλλινγκτον πήγαν να βοηθήσουν τους Πρώσους του Γκέμπχαρντ Λέμπερεχτ φον Μπλύχερ Μπλύχερ με μια μάχη παρεμπόδισης στο Κατρ Μπρα. Ο Νεΰ δεν κατάφερε να εκκαθαρίσει τις διόδους και ο Ουέλλινγκτον ενίσχυσε τη θέση του, αλλά με την υποχώρηση των Πρώσων αναγκάστηκε και αυτός να υποχωρήσει σε μια προηγουμένως εντοπισμένη θέση σε ένα γκρεμό στο Μον Σεν Ζαν, λίγα χιλιόμετρα νότια του χωριού Βατερλώ.
Ο Ναπολέων πήρε τις εφεδρείες της Βόρειας Στρατιάς και επανένωσε τις δυνάμεις του με εκείνες του Νεΰ για να καταδιώξει τον στρατό του Ουέλινγκτον, αφού διέταξε τον Στρατάρχη Γκρουσύ να αναλάβει τη δεξιά πτέρυγα και να αποτρέψει την ανασύνταξη των Πρώσων. Στην πρώτη από μια σειρά εσφαλμένων υπολογισμών τόσο ο Γκρουσύ όσο και ο Ναπολέων δεν συνειδητοποίησαν ότι οι Πρωσικές δυνάμεις είχαν ήδη αναδιοργανωθεί και συγκεντρώνονταν στο χωριό Βαβρ. Ο Γαλλικός στρατός δεν έκανε τίποτα για να σταματήσει μια μάλλον χαλαρή υποχώρηση των Πρώσων τη νύχτα και το πρωί. Καθώς το 4ο, το 1ο και το 2ο Πρωσικό Σώμα βάδιζαν προς το Βατερλώ, το 3ο Πρωσικό Σώμα πήρε θέσεις μπλοκαρίσματος απέναντι από τον ποταμό, και παρόλο που ο Γκρουσύ επιτέθηκε και νίκησε την πρωσική οπισθοφυλακή υπό τη διοίκηση του Στρατηγού Φον Τήλμαν στη μάχη του Βαβρ (18-19 Ιουνίου) άργησε 12 ώρες. Τελικά 17.000 Πρώσοι είχαν κρατήσει εκτός μάχης 33.000 απολύτως απαραίτητες γαλλικές ενισχύσεις.
Ο Ναπολέων καθυστέρησε την έναρξη των εχθροπραξιών στη Μάχη του Βατερλώ το πρωί της 18ης Ιουνίου για αρκετές ώρες, περιμένοντας το έδαφος να στεγνώσει μετά τη βροχή της προηγούμενης νύχτας. Μέχρι αργά το απόγευμα ο Γαλλικός στρατός δεν είχε καταφέρει να διώξει τις δυνάμεις του Ουέλλινγκτον από τον γκρεμό στον οποίο στέκονταν. Όταν οι Πρώσοι έφτασαν και επιτέθηκαν στη γαλλική δεξιά πτέρυγα με ολοένα αυξανόμενες δυνάμεις η στρατηγική του Ναπολέοντα να κρατήσει τους στρατούς του συνασπισμού διχασμένη είχε αποτύχει και μια συνδυασμένη γενική προέλαση του συνασπισμού προκάλεσε την άτακτη υποχώρηση του στρατού του από το πεδίο της μάχης.
Ο Γκρουσύ οργάνωσε μια επιτυχημένη και καλά οργανωμένη υποχώρηση προς το Παρίσι, όπου ο Στρατάρχης Νταβού είχε 117.000 άντρες έτοιμους να αποκρούσουν τους 116.000 άντρες των Μπλύχερ και Ουέλινγκτον. Ο Στρατηγός Βαντάμ ηττήθηκε στη Μάχη του Ισύ και οι διαπραγματεύσεις για παράδοση άρχισαν.
Φτάνοντας στο Παρίσι τρεις μέρες μετά το Βατερλώ ο Ναπολέων διατηρούσε ακόμη την ελπίδα μιας συντονισμένης εθνικής αντίστασης, αλλά οι διαθέσεις των νομοθετικών σωμάτων και του κοινού γενικά δεν ήταν ευνοϊκές για κάτι τέτοιο. Ελλείψει υποστήριξης ο Ναπολέων παραιτήθηκε εκ νέου στις 22 Ιουνίου 1815 και στις 15 Ιουλίου παραδόθηκε στη Βρετανική μοίρα του στόλου στο Ροσφόρ. Οι Σύμμαχοι τον εξόρισαν στο απομακρυσμένο νησί Αγία Ελένη Αγία Ελένη του Νοτίου Ατλαντικού, όπου πέθανε στις 5 Μαΐου 1821.
Στην Ιταλία ο Ζοακίμ Μυρά, που οι Σύμμαχοι του είχαν επιτρέψει να παραμείνει Βασιλιάς της Νάπολης μετά την αρχική ήττα του Ναπολέοντα, για άλλη μια φορά συμμάχησαν με τον γαμπρό του, πυροδοτώντας τον Πόλεμο της Νάπολης (Μάρτιος ως Μάιο του 1815). Ελπίζοντας να βρει υποστήριξη μεταξύ των Ιταλών εθνικιστών που φοβούντο την αυξανόμενη επιρροή των Αψβούργων στην Ιταλία, ο Μυρά εξέδωσε τη Διακήρυξη του Ρίμινι, υποκινώντας τους σε πόλεμο. Η διακήρυξη δεν βρήκε απήχηση και οι Αυστριακοί συνέτριψαν γρήγορα τον Μυρά στη Μάχη του Τολεντίνο (2 Μαΐου ως 3 Μαΐου 1815), αναγκάζοντάς τον να διαφύγει. Οι Βουρβόνοι επέστρεψαν στον θρόνο της Νάπολης στις 20 Μαΐου 1815. Ο Μυρά προσπάθησε να ανακτήσει τον θρόνο του, αλλά όταν απέτυχε θανατώθηκε από εκτελεστικό απόσπασμα στις 13 Οκτωβρίου 1815.
Οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι έφεραν ριζοσπαστικές αλλαγές στην Ευρώπη αλλά οι αντιδραστικές δυνάμεις επέστρεψαν στην εξουσία και προσπάθησαν να αναιρέσουν μερικές από αυτές [85] με την Παλινόρθωση των Βουρβώνων στον θρόνο της Γαλλίας. Ο Ναπολέων είχε καταφέρει να φέρει το μεγαλύτερο μέρος της Δυτικής Ευρώπης υπό μία κυβέρνηση. Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες η υποταγή στη Γαλλική Αυτοκρατορία επέφερε πολλά φιλελεύθερα χαρακτηριστικά της Γαλλικής Επανάστασης, συμπεριλαμβανομένης της δημοκρατίας, ορθών πρακτικών στα δικαστήρια, της κατάργησης της δουλείας, της μείωσης της εξουσίας της Καθολικής Εκκλησίας και της απαίτησης για συνταγματικά όρια στους μονάρχες. Η αυξανόμενη φωνή των μεσαίων τάξεων του ανερχόμενου εμπορίου και της βιομηχανίας σήμαινε ότι οι παλινορθωμένοι Ευρωπαίοι μονάρχες δυσκολεύονταν να αποκαταστήσουν την προεπαναστατική απολυταρχία και αναγκάστηκαν να διατηρήσουν πολλές από τις μεταρρυθμίσεις που έγιναν κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας του Ναπολέοντα. Η θεσμική κληρονομιά παραμένει μέχρι σήμερα με τη μορφή του αστικού δικαίου, με σαφώς καθορισμένους νομικούς κώδικες - μια διαρκή κληρονομιά του Ναπολεόντειου Κώδικα.
Οι συνεχείς πόλεμοι της Γαλλίας με τις συνενωμένες δυνάμεις διάφορων συνασπισμών και τελικά όλων των άλλων μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης για πάνω από δύο δεκαετίες τελικά είχαν το τίμημά τους. Στο τέλος των Ναπολεόντειων Πολέμων η Γαλλία δεν κατείχε πλέον τον ρόλο της κυρίαρχης δύναμης στην Ηπειρωτική Ευρώπη, που είχε από την εποχή του Λουδοβίκου ΙΔ΄, καθώς το Συνέδριο της Βιέννης παρήγαγε μια «ισορροπία δυνάμεων» αναδιατάσσοντας το μέγεθος των κύριων δυνάμεων έτσι ώστε να μπορούν να ισορροπούν μεταξύ τους και να παραμένουν σε ειρήνη. Σε αυτό το πλαίσιο η Πρωσία αποκαταστάθηκε στα προηγούμενα σύνορά της και έλαβε επίσης μεγάλα τμήματα της Πολωνίας και της Σαξονίας. Αρκετά διευρυμένη πλέον η Πρωσία έγινε μόνιμη Μεγάλη Δύναμη. Προκειμένου να τραβήξει την προσοχή της Πρωσίας προς τη Δύση και τη Γαλλία, το Συνέδριο της έδωσε επίσης τη Ρηνανία και τη Βεστφαλία. Αυτές οι βιομηχανικές περιοχές μετέτρεψαν την αγροτική Πρωσία σε βιομηχανική ηγετική δύναμη τον 19ο αιώνα. Η Βρετανία αναδείχθηκε ως η πιο σημαντική οικονομική δύναμη και το Βασιλικό Ναυτικό της διατήρησε αναμφισβήτητη ναυτική υπεροχή σε ολόκληρο τον κόσμο ως τον 20ο αιώνα.
Μετά τη Ναπολεόντεια περίοδο ο εθνικισμός, ένα σχετικά νέο κίνημα, έγινε όλο και πιο σημαντικός. Αυτό διαμόρφωσε μεγάλο μέρος της πορείας της μελλοντικής ευρωπαϊκής ιστορίας. Η ανάπτυξή του επέφερε τη δημιουργία ορισμένων κρατών και το τέλος άλλων, καθώς ο χάρτης της Ευρώπης άλλαξε θεαματικά τα εκατό χρόνια μετά την εποχή του Ναπολέοντα. Η κυριαρχία των φεουδαρχών και της αριστοκρατίας αντικαταστάθηκε ευρέως από τις εθνικές ιδεολογίες που βασίζονται σε κοινές ρίζες και πολιτισμό. Η βασιλεία του Βοναπάρτη στην Ευρώπη έσπειρε τους σπόρους για την ίδρυση των εθνικών κρατών της Γερμανίας και της Ιταλίας ξεκινώντας τη διαδικασία ενοποίησης πόλεων-κρατών, βασιλείων και πριγκιπάτων. Στο τέλος του πολέμου η Δανία αναγκάστηκε να παραχωρήσει τη Νορβηγία στη Σουηδία κυρίως ως αποζημίωση για την απώλεια της Φινλανδίας, όπως συμφώνησαν τα άλλα μέλη του συνασπισμού, αλλά επειδή η Νορβηγία είχε υπογράψει το δικό της σύνταγμα στις 17 Μαΐου 1814, η Σουηδία ξεκίνησε τον Σουηδικονορβηγικό Πόλεμο του 1814. Ο πόλεμος ήταν σύντομος, μεταξύ 26 Ιουλίου και 14 Αυγούστου 1814 και ήταν μια σουηδική νίκη που επέφερε την προσωπική ένωση της Νορβηγίας με τη Σουηδία υπό τον Κάρολο ΙΔ΄ Ιωάννη της Σουηδίας. Η ένωση διαλύθηκε ειρηνικά το 1905. Το Ηνωμένο Βασίλειο των Κάτω Χωρών που δημιουργήθηκε ως κράτος-ανάχωμα ενάντια στη Γαλλία διαλύθηκε γρήγορα με την ανεξαρτησία του Βελγίου το 1830. [86] Οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι έπαιξαν επίσης βασικό ρόλο στην ανεξαρτησία των αποικιών της Λατινικής Αμερικής από την Ισπανία και την Πορτογαλία. Η σύγκρουση εξασθένισε την εξουσία και τη στρατιωτική ισχύ της Ισπανίας, ειδικά μετά τη Ναυμαχία του Τραφάλγκαρ. Εγιναν πολλές εξεγέρσεις στην Ισπανική Αμερική, που οδήγησαν στους πολέμους της ανεξαρτησίας. Στην Πορτογαλική Αμερική η Βραζιλία απέκτησε μεγαλύτερη αυτονομία, καθώς έγινε έδρα της Πορτογαλικής Αυτοκρατορίας και αναβαθμίστηκε πολιτικά σε Βασίλειο. Αυτά τα γεγονότα συνέβαλαν επίσης στην Πορτογαλική Φιλελεύθερη Επανάσταση το 1820 και στην Ανεξαρτησία της Βραζιλίας το 1822.
Ο αιώνας της σχετικής διατλαντικής ειρήνης, μετά το Συνέδριο της Βιέννης, επέτρεψε τη «μεγαλύτερη διηπειρωτική μετανάστευση στην ανθρώπινη ιστορία» [87] ξεκινώντας με «μια μεγάλη ώθηση μετανάστευσης μετά την απελευθέρωση του φράγματος που είχαν δημιουργήσει οι Ναπολεόντειοι Πολέμοι». [88] Οι μεταναστευτικές εισροές σε σχέση με τον πληθυσμό των ΗΠΑ αυξήθηκαν σε επίπεδα ρεκόρ (με κορύφωση στο 1,6% το 1850–51) [89] καθώς 30 εκατομμύρια Ευρωπαίοι μετεγκαταστάθηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες μεταξύ 1815 και 1914. [90]
Μια άλλη ιδέα προέκυψε από το Συνέδριο της Βιέννης - αυτή της ενοποιημένης Ευρώπης. Μετά την ήττα του, ο Ναπολέων εξέφρασε τη λύπη του για το γεγονός ότι το όνειρό του για μια ελεύθερη και ειρηνική «ευρωπαϊκή ένωση» παρέμεινε ανεκπλήρωτο. Μια τέτοια ευρωπαϊκή ένωση θα μοιραζόταν τις ίδιες αρχές διακυβέρνησης, σύστημα μέτρησης, νόμισμα και Αστικό Κώδικα. Ενάμισι αιώνα αργότερα, και μετά από δύο παγκόσμιους πολέμους, πολλά από αυτά τα ιδανικά επανεμφανίστηκαν με τη μορφή της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Μέχρι την εποχή του Ναπολέοντα τα ευρωπαϊκά κράτη χρησιμοποιούσαν σχετικά μικρούς στρατούς, αποτελούμενους τόσο από εθνικούς στρατιώτες όσο και από μισθοφόρους. Αυτοί ήταν επαγγελματίες στρατιώτες. Οι στρατοί του Παλαιού Καθεστώτος μπορούσαν να αναπτυχθούν μόνο για μικρής έκτασης μάχες λόγω του περιορισμένου προσωπικού και του δυσκίνητου εφοδιασμού. Ο συνδυασμός αυτός περιόριζε τις δυνάμεις στο πεδίο της μάχης σε περίπου 30.000 άντρες υπό ένα μόνο διοικητή.
Οι στρατιωτικοί νεωτεριστές στα μέσα του 18ου αιώνα άρχισαν να αναγνωρίζουν τις δυνατότητες ενός ολόκληρου έθνους σε πόλεμο: ενός «έθνους στα όπλα». [91] Η κλίμακα του πολέμου διευρύνθηκε θεαματικά κατά του πολέμους της Γαλλικής Επανάστασης και τους Ναπολεόντειους Πολέμους, που ακολούθησαν. Κατά τον μεγάλο προεπαναστατικό πόλεμο της Ευρώπης, τον Επταετή Πόλεμο (1756–1763), λίγοι στρατοί ξεπερνούσαν τη δύναμη των 200.000 με τις δυνάμεις στο πεδίο της μάχης να αριθμούν συχνά λιγότερο από 30.000. Οι γαλλικές καινοτομίες των χωριστών σωμάτων (επιτρέποντας σε ένα μόνο διοικητή να διοικεί αποτελεσματικά περισσότερους από το παραδοσιακό εύρος των 30.000 ανδρών) και της διαμονής τους έξω από τη χώρα (που επέτρεπε στο πεζικό να αναπτύσσει περισσότερους άντρες χωρίς να απαιτείται αντίστοιχη αύξηση στην εφοδιαστική αλυσίδα) επέτρεπε στη Γαλλική Δημοκρατία να αναπτύσσει πολύ μεγαλύτερους στρατούς από τους αντιπάλους της. Ο Ναπολέων διασφάλισε επί της Γαλλικής δημοκρατίας τη λειτουργία των διαφόρων γαλλικών στρατιών ως ενιαίου στρατού υπό τον έλεγχό του, επιτρέποντάς του συχνά να ουσιαστικά να υπερτερεί αριθμητικά των αντιπάλων του. Αυτό ανάγκασε τους αντιπάλους του της ηπειρωτικής Ευρώπης να αυξήσουν επίσης το μέγεθος των στρατών τους, μεταβαίνοντας από τους παραδοσιακούς μικρούς, καλογυμνασμένους στρατούς του Παλαιού Καθεστώτος του 18ου αιώνα σε στρατούς μαζικής στρατολόγησης.
Η Μάχη του Μαρένγκο, που σε μεγάλο βαθμό τερμάτισε τον Πόλεμο του Δεύτερου Συνασπισμού, διεξήχθη με λιγότερους από 60.000 άνδρες και στις δύο πλευρές. Στη Μάχη του Άουστερλιτς που τερμάτισε τον Πόλεμο του Τρίτου Συνασπισμού συμμετείχαν λιγότεροι από 160.000 άνδρες. Στη Μάχη του Φρίντλαντ που οδήγησε στην ειρήνη με τη Ρωσία το 1807 συμμετείχαν περίπου 150.000 άνδρες.
Μετά από αυτές τις ήττες οι ηπειρωτικές δυνάμεις ανέπτυξαν διάφορες μορφές μαζικής στρατολόγησης για να τους επιτρέψουν να αντιμετωπίσουν τη Γαλλία με ισότιμους όρους, και το μέγεθος των στρατών στο πεδίο της μάχης αυξήθηκε γρήγορα. Στη Μάχη του Βάγκραμ του 1809 συμμετείχαν 300.000 άνδρες και 500.000 πολέμησαν στη Λειψία το 1813, εκ των οποίων 150.000 σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν.
Περίπου ένα εκατομμύριο ήταν οι απώλειες του Γαλλικού στρατού (τραυματίες και νεκροί), ποσοστό μεγαλύτερο από ό,τι στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι απώλειες πανευρωπαϊκά ενδέχεται να έφτασαν σε 5.000.000. [92][93]
Η Γαλλία είχε το δεύτερο μεγαλύτερο πληθυσμό στην Ευρώπη μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα (27 εκατομμύρια, σε σύγκριση με τα 12 εκατομμύρια της Βρετανίας και τα 35 με 40 εκατομμύρια της Ρωσίας). [94] Ήταν αρκετά σε θέση να εκμεταλλευτεί τη μαζική στρατολόγηση. Πριν από τις προσπάθειες του Ναπολέοντα ο Λαζάρ Καρνό έπαιξε μεγάλο ρόλο στην αναδιοργάνωση του γαλλικού στρατού από το 1793 έως το 1794 - μια εποχή που οι προηγούμενες γαλλικές ατυχίες αντιστράφηκαν, με τις στρατιές της Δημοκρατίας να προελαύνουν σε όλα τα μέτωπα.
Ο Γαλλικός στρατός κορυφώθηκε σε μέγεθος το 1790 με 1,5 εκατομμύριο Γάλλους να στρατολογούνται αν και η δύναμή του στο πεδίο της μάχης ήταν πολύ μικρότερη. Η πλημμελής τήρηση βιβλίων, η στοιχειώδης μόνο ιατρική υποστήριξη και οι χαλαροί όροι στρατολόγησης καθιστούν βέβαιο ότι πολλοί στρατιώτες είτε δεν υπήρξαν ποτέ, ή αρρώστησαν ή δεν μπορούσαν να αντέξουν τις φυσικές απαιτήσεις της στρατιωτικής ζωής. Περίπου 2,8 εκατομμύρια Γάλλοι πολέμησαν στην ξηρά και περίπου 150.000 στη θάλασσα, συνολικά δηλαδή σχεδόν 3 εκατομμύρια μαχητές κατά τη διάρκεια σχεδόν 25 ετών πολέμου.
Η Βρετανία είχε 750.000 άνδρες υπό τα όπλα μεταξύ 1792 και 1815, καθώς ο στρατός της αυξήθηκε από 40.000 άνδρες το 1793 [95] σε μέγιστο 250.000 ανδρών το 1813. Πάνω από 250.000 ναυτικοί υπηρετούσαν στο Βασιλικό Ναυτικό. Τον Σεπτέμβριο του 1812 η Ρωσία είχε 900.000 στρατολογημένους άνδρες στις δυνάμεις ξηράς και μεταξύ 1799 και 1815 2,1 εκατομμύρια άνδρες υπηρέτησαν στον στρατό της. Άλλοι 200.000 υπηρέτησαν στο Ρωσικό ναυτικό. Από τους 900.000 άνδρες χρησιμοποιήθηκαν εναντίον της Γαλλίας λιγότεροι από 250.000. Δεν υπάρχουν αξιόπιστα στατιστικά στοιχεία για άλλους μεγάλους εμπολέμους. Οι δυνάμεις της Αυστρίας έφτασαν στις 576.000 περίπου (κατά τον Πόλεμο του Έκτου Συνασπισμού) και είχαν ελάχιστη ή καθόλου ναυτική συνιστώσα, αλλά ποτέ δεν ανέπτυξαν περισσότερους από 250.000 άνδρες στα πεδία των μαχών. Μετά τη Βρετανία η Αυστρία αποδείχθηκε ο πιο επίμονος εχθρός της Γαλλίας. Περισσότεροι από ένα εκατομμύριο Αυστριακοί υπηρέτησαν κατά τη διάρκεια των μακρών πολέμων. Ο μεγάλος στρατός της ήταν γενικά αρκετά ομοιογενής και συμπαγής και το 1813 πολέμησε στη Γερμανία (140.000 άνδρες), την Ιταλία και τα Βαλκάνια (90.000 άνδρες στο μέγιστό του, περίπου 50.000 άνδρες κατά τη διάρκεια των περισσότερων εκστρατειών σε αυτά τα μέτωπα). Το ανθρώπινο δυναμικό της Αυστρίας ήταν αρκετά περιορισμένο προς το τέλος των πολέμων, με αποτέλεσμα οι στρατηγοί της να ευνοούν προσεκτικές και συντηρητικές στρατηγικές, για να περιορίσουν τις απώλειές τους.
Η Πρωσία δεν είχε ποτέ περισσότερους από 320.000 άντρες υπό τα όπλα ανά πάσα στιγμή. Το 1813–1815 ο πυρήνας του στρατού της (περίπου 100.000 άνδρες) χαρακτηριζόταν από ικανότητα και αποφασιστικότητα, αλλά το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεών του αποτελείτο από στρατεύματα δεύτερης και τρίτης γραμμής, καθώς και από εθνοφρουρούς κυμαινόμενης ισχύος. Πολλά από αυτά τα στρατεύματα είχαν αρκετά καλή απόδοση και συχνά έδειχναν μεγάλη γενναιότητα, αλλά δεν είχαν τον επαγγελματισμό των τακτικών ομολόγων τους και δεν ήταν τόσο καλά εξοπλισμένοι. Άλλοι ήταν σε μεγάλο βαθμό ακατάλληλοι για επιχειρήσεις, εκτός από πολιορκίες. Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του 1813 130.000 άντρες χρησιμοποιήθηκαν στις στρατιωτικές επιχειρήσεις, με 100.000 συμμετέχοντες στην κύρια γερμανική εκστρατεία και περίπου 30.000 για να πολιορκούν απομονωμένες γαλλικές φρουρές. Ο Ισπανικός στρατός έφθασε το μέγιστό του σε περίπου 200.000 άντρες, χωρίς να περιλαμβάνονται περισσότεροι από 50.000 αντάρτες διάσπαρτοι στην Ισπανία. Επιπλέον η Συνομοσπονδία των Μαράτα, η Οθωμανική Αυτοκρατορία, η Ιταλία, η Νάπολη και το Δουκάτο της Βαρσοβίας είχαν το καθένα περισσότερους από 100.000 άνδρες υπό τα όπλα. Ακόμα και τα μικρά έθνη είχαν τώρα στρατούς που ανταγωνίζονται το μέγεθος εκείνων των Μεγάλων Δυνάμεων των προηγούμενων πολέμων, αλλά οι περισσότεροι από αυτούς ήταν δυνάμεις κακής ποιότητας κατάλληλες μόνο για φρούρηση. Το μέγεθος των μάχιμων δυνάμεών τους παρέμενε μέτριο, αλλά θα μπορούσαν ακόμη να προσφέρουν μια ευπρόσδεκτη συνδρομή στις μεγάλες δυνάμεις. Το ποσοστό των Γαλλικών στρατευμάτων της «Grande Armée», που οδήγησε ο Ναπολέων στη Ρωσία ήταν περίπου 50%, ενώ οι σύμμαχοι των Γάλλων συνέβαλαν επίσης σημαντικά στις δυνάμεις τους στην Ισπανία. Καθώς αυτά τα μικρά έθνη εντάχθηκαν στις δυνάμεις του συνασπισμού το 1813-1814, παρείχαν χρήσιμη βοήθεια στον συνασπισμό στερώντας τον Ναπολέοντα από το πολύ αναγκαίο ανθρώπινο δυναμικό.
Τα αρχικά στάδια της Βιομηχανικής Επανάστασης είχαν πολύ να κάνουν με μεγαλύτερες στρατιωτικές δυνάμεις - έγινε εύκολη η μαζική παραγωγή όπλων και έτσι ο εξοπλισμός μεγαλύτερων δυνάμεων. Η Βρετανία ήταν ο μεγαλύτερος κατασκευαστής όπλων κατά την περίοδο αυτή. Προμήθευε τα περισσότερα από τα όπλα που χρησιμοποίησαν οι δυνάμεις του συνασπισμού καθ 'όλη τη διάρκεια των συγκρούσεων. Η Γαλλία παρήγαγε το δεύτερο μεγαλύτερο σύνολο όπλων, εξοπλίζοντας τις δικές της τεράστιες δυνάμεις, καθώς και εκείνες της Συνομοσπονδίας του Ρήνου και άλλων συμμάχων. [96]
Ο Ναπολέων έδειξε καινοτόμες τάσεις χρησιμοποιώντας την ευκινησία για να αντισταθμίσει την αριθμητική υστέρηση, όπως αποδείχθηκε στην κατατρόπωση των Αυστρορωσικών δυνάμεων το 1805 στη Μάχη του Άουστερλιτς. Ο Γαλλικός στρατός επαναπροσδιόρισε τον ρόλο του πυροβολικού, σχηματίζοντας ανεξάρτητες, κινητές μονάδες, σε αντίθεση με την προηγούμενη παράδοση της προσθήκης πυροβόλων προς υποστήριξη στρατευμάτων. Το σύστημα των σηματωρών είχε επιτρέψει στον Γάλλο υπουργό Πολέμου Καρνό να επικοινωνεί με τις Γαλλικές δυνάμεις στα σύνορα όλη τη δεκαετία του 1790. Οι Γάλλοι συνέχισαν να χρησιμοποιούν αυτό το σύστημα κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων πολέμων. Η εναέρια επιτήρηση χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά όταν οι Γάλλοι χρησιμοποίησαν ένα αερόστατο για να ερευνήσουν θέσεις του συνασπισμού πριν από τη Μάχη του Φλερύς, στις 26 Ιουνίου 1794.
Οι ιστορικοί έχουν διερευνήσει πώς οι Ναπολεόντιοι πόλεμοι έγιναν καθολικοί πόλεμοι. Οι περισσότεροι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι η κλιμάκωση του μεγέθους και του πεδίου προήλθε από δύο πηγές. Πρώτη ήταν η ιδεολογική σύγκρουση μεταξύ των επαναστατικών/εξισωτικών και συντηρητικών/ιεραρχικών συστημάτων πεποιθήσεων. Δεύτερη ήταν η εμφάνιση του εθνικισμού στη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ισπανία και αλλού που τους έκαναν «λαϊκούς πολέμους» αντί για ανταγωνισμούς μεταξύ μοναρχών. [97] Ο Μπελ έχει υποστηρίξει ότι ακόμη πιο σημαντικοί από την ιδεολογία και τον εθνικισμό ήταν οι διανοητικοί μετασχηματισμοί στην κουλτούρα του πολέμου που προέκυψαν μέσω του Διαφωτισμού. [98] Ένας παράγοντας, λέει, είναι ότι ο πόλεμος δεν ήταν πλέον ένα συνηθισμένο γεγονός αλλά μια μεταμορφωτική εμπειρία για τις κοινωνίες - μια καθολική εμπειρία. Δεύτερον, ο στρατός εμφανίστηκε δικαιωματικά ως ξεχωριστή κοινωνική σφαίρα, που διαφέρει από τον συνηθισμένο κόσμο των πολιτών. Η Γαλλική Επανάσταση κατέστησε κάθε πολίτη μέρος της πολεμικής μηχανής, είτε ως στρατιώτη μέσω της καθολικής στρατολόγησης, είτε ως ζωτικής σημασίας γρανάζι στον μηχανισμό του πατριωτικού μετώπου που υποστήριζε και προμήθευε τον στρατό. Από αυτό, λέει ο Μπελ, προήλθε ο «μιλιταρισμός», η πεποίθηση ότι ο στρατιωτικός ρόλος ήταν ηθικά ανώτερος από τον πολιτικό σε περιόδους μεγάλης εθνικής κρίσης. Ο μαχόμενος στρατός αντιπροσώπευε την ουσία της ψυχής του έθνους. [99] Όπως διακήρυξε ο Ναπολέων «Είναι ο στρατιώτης που ιδρύει μια Δημοκρατία και είναι ο ίδιος που τη διατηρεί.» [100]
Οι πληροφορίες έπαιξαν καθοριστικό ρόλο καθόλη τη διάρκεια των Ναπολεόντειων Πολέμων και θα μπορούσαν κάλλιστα να είχαν αλλάξει την πορεία του πολέμου. Η χρήση, σωστή ή λανθασμένη, των στρατιωτικών πληροφοριών έκρινε την έκβαση πολλών μεγάλων μαχών κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων Πολέμων, όπως τη Μάχη του Βατερλώ, της Λειψίας, της Σαλαμάνκα και της Βιτόρια. Μια σημαντική εξαίρεση από τη μεγαλύτερη χρήση υπέρτερων στρατιωτικών πληροφοριών για τη διεκδίκηση της νίκης ήταν η Μάχη της Ιένας το 1806. Εκεί ακόμη και οι υπέρτερες στρατιωτικές πληροφορίες των Πρώσων δεν ήταν αρκετές για να αντισταθμίσουν την απόλυτη στρατιωτική ισχύ των στρατευμάτων του Ναπολέοντα.
Η χρήση των πληροφοριών διέφερε σε μεγάλο βαθμό στις μεγάλες παγκόσμιες δυνάμεις του πολέμου. Στον Ναπολέοντα εκείνη την περίοδο παρέχονταν περισσότερες πληροφορίες από ότι σε οποιονδήποτε Γάλλο στρατηγό πριν από αυτόν. Ωστόσο ο ίδιος δεν ήταν τότε υπέρμαχος των στρατιωτικών πληροφοριών καθώς τις θεωρούσε συχνά αναξιόπιστες και ανακριβείς σε σύγκριση με τις δικές του αντιλήψεις για τον εχθρό. Ο Ναπολέων μάλλον μελετούσε τους εχθρούς του μέσω εγχώριων εφημερίδων, διπλωματικών δημοσιεύσεων, χαρτών και προηγούμενων εγγράφων στρατιωτικών δραστηριοτήτων σε θέατρα πολέμου στα οποία επρόκειτο να επιχειρήσει. Ήταν αυτή η εμβριθής και συνεχής μελέτη του εχθρού που έκανε τον Ναπολέοντα τον στρατιωτικό εγκέφαλο της εποχής του. Ενώ οι αντίπαλοί του - Βρετανία, Αυστρία, Πρωσία και Ρωσία - βασίζονταν πολύ περισσότερο στις παραδοσιακές μεθόδους συλλογής πληροφοριών και ήταν πολύ πιο γρήγοροι και πρόθυμοι να δράσουν βάσει αυτών.
Στόχος των πληροφοριών κατά τη διάρκεια αυτών των πολέμων ήταν ο σχηματισμός τεράστιων και σύνθετων δικτύων αντίστοιχων πρακτόρων, το σπάσιμο κωδίκων και η κρυπτοανάλυση. Η σημαντικότερη κρυπτογράφηση που χρησιμοποιήθηκε για την απόκρυψη στρατιωτικών επιχειρήσεων την περίοδο αυτή ήταν γνωστή ως η Μεγάλη Κρυπτογράφηση του Παρισιού, που χρησιμοποιήθηκε από τους Γάλλους. Ωστόσο χάρη στη σκληρή δουλειά των βρετανών αποκωδικοποιητών όπως ο Τζορτζ Σκόβελ, οι Βρετανοί κατάφεραν να σπάσουν τους γαλλικούς κώδικες και να αποκτήσουν τεράστιες ποσότητες στρατιωτικών πληροφοριών για τον Ναπολέοντα και τις στρατιές του.
Οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι ήταν ένα καθοριστικό γεγονός των αρχών του 19ου αιώνα και ενέπνευσαν πολλά έργα μυθοπλασίας, από τότε μέχρι σήμερα. Το επικό μυθιστόρημα του Λέοντος Τολστόι, «Πόλεμος και Ειρήνη», αφηγείται τους πολέμους του Ναπολέοντα μεταξύ του 1805 και του 1812 (ειδικά την καταστροφική εισβολή του 1812 στη Ρωσία και την επακόλουθη υποχώρηση) από τη ρωσική προοπτική. Το μυθιστόρημα του Σταντάλ «Το μοναστήρι της Πάρμας» ανοίγει με μια αφήγηση της Μάχης του Βατερλώ και της επακόλουθης χαοτικής υποχώρησης των Γαλλικών δυνάμεων.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.