From Wikipedia, the free encyclopedia
Η μπεκάτσα είναι καλοβατικό πτηνό της οικογενείας των Σκολοπακιδών, που απαντάται και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Scolopax rusticola και δεν περιλαμβάνει υποείδη. [2]. Πρόκειται για πτηνό με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που, σε συνδυασμό με τη δυσκολία εντοπισμού της στο φυσικό της περιβάλλον, έχουν δημιουργήσει ένα «θρύλο» γύρω από το όνομά της, γεγονός που τής έχει κοστίσει πολύ ακριβά. (βλ. Μορφολογία, Ηθολογία, Κυνήγι)
Μπεκάτσα | ||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Ενήλικη μπεκάτσα με την λεία της | ||||||||||||||||
Κατάσταση διατήρησης | ||||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||||
| ||||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||||
Scolopax rusticola (Σκολόπαξ o αγροδίαιτος) [i] Linnaeus, 1758 | ||||||||||||||||
Η ονομασία του γένους είναι ελληνική και παρουσιάζει αρκετό ενδιαφέρον λόγω της ετυμολογίας και της χρήσης της από τα αρχαία χρόνια. Η αρχική ετυμολογία είναι: Σκολόπαξ (ο) (αρχαιοπρ.) {σκολόπ-ακος|-άκων} [ΕΤΥΜ < αρχ. σκολόπαξ, -ακος < σκόλοψ-, -οπος ≪πάσσαλος, παλού-κι≫, ή επίμηκες σώμα με οξύ άκρο (λόγω τού σχήματος που έχει το ράμφος της μπεκάτσας) + επίθημα -αξ, πρβ. και ασπάλ-αξ, δέλφαξ]. [3][4] Δηλαδή, το πτηνό αναφέρεται ήδη από την αρχαία εποχή με το σημερινό επιστημονικό του όνομα, μάλιστα στον Αριστοτέλη υπάρχει η καταγραφή: «...ο μεν κόρυδος και ο σκολόπαξ και όρτυξ επί δένδρων ου καθίζουσιν, αλλ’ επί της γής...». [4]
Η επιστημονική ονομασία του είδους, ωστόσο, είναι λατινική και πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον Λινναίο, τo 1758. [5] Προέρχεται από τις επίσης λατινικές λέξεις rusticus (=αγροτικός) και colere (=συχνάζω, διαβιώ), σημαίνει δηλαδή «εκείνος που ζει στους αγρούς, ο αγροδίαιτος». [6]
Η αγγλική ονομασία του («woodcock»), παραπέμπει στο αγαπημένο ενδιαίτημα του πτηνού, τα δάση.
Η ελληνική λαϊκή ονομασία του πτηνού έχει ιταλικές ρίζες και, προέρχεται από την ομόηχη ιταλική λέξη beccaccia, η οποία με τη σειρά της από τη λέξη becco (=ράμφος) με επιτατική/μεγεθυντική σημασία, δηλαδή «αυτός που έχει μεγάλο ράμφος».
Το είδος έχει ευρεία εξάπλωση σε πολλές περιοχές της εύκρατης και υποαρκτικής Ευρασίας, καθώς και σε κάποιες της Β Αφρικής, αν και στις περισσότερες από αυτές είναι περιορισμένο τοπικά. Οι γενικότερες περιοχές εξάπλωσης του είδους έχουν δυτικό όριο τις ευρωπαϊκές και βορειοαφρικανικές ακτές του Ατλαντικού και ανατολικό όριο τις ανατολικές ακτές της Ιαπωνίας. Το βόρειο όριο βρίσκεται στις υποαρκτικές περιοχές της Σκανδιναβίας και τη μέση ζώνη τάιγκας στη Σιβηρία, ενώ το νότιο όριο είναι η Σρι Λάνκα στον Ινδικό Ωκεανό και ο κόλπος της Ταϊλάνδης. Έχουν αναφερθεί και περιπτώσεις -σπάνιες- από τις υποαρκτικές περιοχές των δασών της τούνδρας, σε Ευρώπη και Σιβηρία. [7]
Η Ευρώπη καλύπτεται σχεδόν ολόκληρη, εκτός από την Ισλανδία, την ηπειρωτική Ισπανία και κάποιες κεντροευρωπαϊκές πεδιάδες. Όμως στην Ασία η κατανομή του πτηνού είναι πολύ διάσπαρτη, ενώ στη Β Αφρική, συμπεριλαμβάνονται μόνο κάποιοι θύλακες στις παραμεσόγειες χώρες. [8]
Λίγες είναι οι περιοχές όπου η μπεκάτσα βρίσκεται όλο το χρόνο ως επιδημητικό είδος, δηλαδή αναπαράγεται και διαχειμάζει, όλες στην Ευρώπη. Συγκεκριμένα βρίσκονται στα Πυρηναία, Β Ισπανία, μεγάλο μέρος της Γαλλίας, του Βελγίου, της Ολλανδίας και στο δυτικό τμήμα της Γερμανίας. Επίσης στο μεγαλύτερο τμήμα του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας. [8]
Πλην των προαναφερθεισών μονίμων περιοχών, η μπεκάτσα έρχεται να αναπαραχθεί μόνο τα καλοκαίρια και σε εκτεταμένες περιοχές της Σκανδιναβίας, της Β Ισπανίας και Β Ιταλίας, όλης σχεδόν της Κ. Ευρώπης και της Ρωσίας, καθώς και σε διάσπαρτους θύλακες στα Βαλκάνια (Ρουμανία, Βουλγαρία, τέως Γιουγκοσλαβία). Το 1/3 του παγκόσμιου πληθυσμού αναπαράγεται στη Ευρώπη και, από αυτό, το 90% περίπου στην Ευρωπαϊκή Ρωσία και τη Σκανδιναβία.
Στη Ασία, η καλοκαιρινή αναπαραγωγή πραγματοποιείται στην περιοχή του Καυκάσου, όλη την Κ. Σιβηρία, το Β. Καζακστάν, τη ΒΔ και ΒΑ Κίνα, την περιοχή των ορέων Αλτάι, την Καμτσάτκα και τη Β Ιαπωνία. Επίσης σε μία λεπτή ζώνη που ξεκινάει από το Β Πακιστάν και μέσω των Ιμαλαΐων, καταλήγει στο Ασσάμ και τη Β Μιανμάρ. [8]
Εκτός από τις μόνιμες περιοχές, η μπεκάτσα διαχειμάζει ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος όπου αναπαράγεται. Έτσι, οι βορειοευρωπαϊκοί αναπαραγόμενοι πληθυσμοί κατεβαίνουν νότια, από τη Δανία, τα Βρετανικά νησιά και τις ακτές της Μάγχης, προς την Ιβηρική και τη ΒΔ Αφρική (Μαρόκο, Αλγερία), τα Κανάρια και τις Αζόρες, ενώ οι κεντρικοί και ανατολικοί πληθυσμοί, έρχονται στην Ιταλία, τα Βαλκάνια, τα μεγάλα νησιά της Μεσογείου και περνάνε απέναντι στη Β Αφρική (Αλγερία, Τυνησία, Λιβύη και Αίγυπτο), τη Μικρά Ασία, τη Μαύρη Θάλασσα και θύλακες στην Εγγύς Ανατολή. Οι μεγάλοι κεντροασιατικοί πληθυσμοί διαχειμάζουν, πάλι ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος αναπαραγωγής, στο Β Ιράκ, το Β Ιράν, το Πακιστάν τη Δ. και Ν. Ινδία, τη Σρι Λάνκα, την Ινδοκίνα, την Ταϊβάν και τη Ν Ιαπωνία, όπου και βρίσκονται τα ανατολικά όρια των περιοχών διαχείμασης. [8] Πηγές: [2][8]
Σύμφωνα με την Wetlands International και, όσον αφορά στη μεταναστευτική τους συμπεριφορά, οι μπεκάτσες μπορούν να χωριστούν σε δύο κύριους διακριτούς πληθυσμούς: ένα πληθυσμό που αναπαράγεται δυτικά των Ουραλίων, που μεταναστεύει μέσω Δ και Ν Ευρώπης στη Β. Αφρική και, ένα πληθυσμό που αναπαράγεται ανατολικά των Ουραλίων και διαχειμάζει στη ΝΔ Ασία.
Οι ευρωπαϊκοί πληθυσμοί που διαχειμάζουν στα Βρετανικά νησιά και την Ιρλανδία, προέρχονται κατά 37% από τη Ρωσία και τη Λεττονία, κατά 25% από τη Φινλανδία, κατά 12% από τη Σουηδία και, κατά 10% από τη Νορβηγία, σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύτηκε το 2007. [9]
Το είδος είναι επιδημητικό στα νησιά του Ατλαντικού (Κανάρια, Αζόρες) (Hayman et al. 1986, del Hoyo et al. 1996), αλλά κατά τα άλλα είναι έντονα μεταναστευτικό (Hayman et al. 1986, del Hoyo et al. 1996). Η ανοιξιάτικη μετανάστευση ξεκινάει στα τέλη Φεβρουαρίου (Ferrand et al.), με την έναρξη της αποδημίας να είναι στενά συνδεδεμένη με τη θερμοκρασία και, η άφιξη στους τόπους αναπαραγωγής είναι μεταξύ Μαρτίου και μέσων Μαΐου. Στην Ευρώπη, το είδος αναπαράγεται από το τέλος Φεβρουαρίου μέχρι τον Ιούλιο (del Hoyo et al. 1996). Η φθινοπωρινή μετανάστευση προς τα εδάφη διαχείμασης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τους πρώτους παγετούς του χειμώνα (π.χ. από τον Οκτώβριο έως Νοέμβριο) (del Hoyo et al. 1996). Το είδος είναι συνήθως μοναχικό και συνήθως μεταναστεύει μεμονωμένα ή σε ομάδες των 5-6 ατόμων (Snow και Perrins 1998). Τα άτομα μπορούν επίσης να συγκεντρώνονται σε μεγαλύτερες ομάδες, ανάλογα με την τοπογραφία και τις καιρικές συνθήκες της περιοχής, ειδικά όταν μεταναστεύουν δια μέσου της ξηράς, ή όταν η τροφή και οι χώροι προφύλαξης είναι περιορισμένα (Snow και Perrins 1998).
Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από την Ισλανδία, τη Γροιλανδία και το Γιβραλτάρ, την Ιορδανία, το Μπαχρέιν, το Ομάν και τις Φιλιππίνες, τον Καναδά και τις ΗΠΑ. [1]
Στην Ελλάδα, η μπεκάτσα είναι χειμερινός επισκέπτης (Οκτώβριο έως Μάρτιο), καθώς και διαβατικό πτηνό κατά τη μετανάστευση. [10]
Ένα γενικό στοιχείο για την επιλογή ενδιαιτήματος του πτηνού, αποτελεί η αφθονία και κατανομή της βασικής τροφής τους, των γαιοσκωλήκων, καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους (Johnsgard 1981).
Για την αναπαραγωγή του είδους απαιτούνται εκτεταμένες, μη διακεκομμένες (unfragmented) περιοχές (Hayman et al. 1986, del Hoyo et al. 1996) από πλατύφυλλα φυλλοβόλα ή μικτά πλατύφυλλα/κωνοφόρα δάση (Johnsgard 1981), που διαθέτουν πυκνή βλάστηση από θάμνους για κάλυψη του εδάφους (Lutz και Pagh Jensen). Τέτοια χλωρίδα συμπεριλαμβάνει βάτους (Rubus spp.), ακανθώδεις θάμνους (Ulex spp.), φτέρες (Pteridium spp.), ή μύρτιλλα (Vaccinium myrtillus) (del Hoyo et al. 1996, Lutz και Pagh Jensen). Επίσης, είναι απαραίτητος ένας συνδυασμός (del Hoyo et al. 1996) ξηρών, ζεστών τόπων ανάπαυσης με υγρές περιοχές για αναζήτηση τροφής (Johnsgard 1981, Hayman et al. 1986), όπως ρέματα, πηγές ή υγρά μέρη, ελώδεις θύλακες) ( del Hoyo et al. 1996 ), και ξέφωτα ή άλλα ανοίγματα (clearings), για περιπτώσεις διαφυγής (Johnsgard 1981, Hayman et al. 1986). Τα πουλιά μπορούν επίσης να φωλιάζουν σε βαλτώδη δάση με βρύα στο έδαφος, ρυάκια και άλλες υδάτινες οδούς ή εναλλακτικά σε κωνοφόρα δάση με υγρά πεσμένα φύλλα και υπο- βλάστηση πλατύφυλλων θάμνων και πτεριδοφύτων (Johnsgard 1981).
Οι απαιτήσεις του πτηνού, τουλάχιστον κατά τη διάρκεια της ημέρας, σε εποχή μη - αναπαραγωγής είναι παρόμοιες με τις προαναφερθείσες, αλλά λιγότερο περιορισμένες (del Hoyo et al. 1996). Έτσι, εκτός από τα εκτενή πλατύφυλλα ή μικτά πλατύφυλλα / κωνοφόρα δάση ( ohnsgard 1981), οι μπεκάτσες καταλαμβάνουν επίσης περιοχές νεαρών κωνοφόρων (del Hoyo et al. 1996), φυσικούς φράκτες με υψηλή πυκνότητα δένδρων και θάμνων (Duriez et al. 2005b), μικρότερα δάση, θαμνώνες ( Hayman et al. 1986) και υλοτομημένους οικοτόπους μεταξύ 7 και 20 ετών (del Hoyo et al. 1996). Ωστόσο, δείχνουν πάντοτε ισχυρή προτίμηση για δάση με πλούσιο φυτικό υπόστρωμα (χούμο), που έχουν υψηλή βιομάζα γαιοσκωλήκων, -πάντοτε σε συνδυασμό με ένα πυκνό στρώμα θάμνων (Duriez et al. 2005b). Τα βράδια, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, τα πουλιά συγκεντρώνονται να κουρνιάσουν ή να τραφούν σε υγρές, πλούσιες σε σκουλήκια μόνιμες χορτολιβαδικές εκτάσεις (Hayman et al. 1986, del Hoyo et al. 1996, Duriez et al. 2005b), μερικές φορές 3-4 χιλιόμετρα μακριά από τις δασικές περιοχές που, κανονικά, χρησιμοποιούνται για κάλυψη κατά τη διάρκεια της ημέρας (Hayman et al. 1986). Ωστόσο, οι μπεκάτσες μπορούν επίσης να αναζητούν την τροφή τους ακόμη και στην παλιρροιακή λάσπη, όταν επικρατούν πολύ χαμηλές θερμοκρασίες (Hayman et al. 1986).
Στην Ελλάδα, απαντάται σε δασώδεις και θαμνώδεις περιοχές με διάσπαρτα δένδρα, βαλτότοπους, τενάγη και ελώδεις περιοχές. [10]
Η μπεκάτσα εύκολα ξεχωρίζει από τα συγγενικά της είδη, λόγω του μεγάλου μεγέθους και του εξαιρετικά μακρού ράμφους της. Ωστόσο, είναι εξαιρετικά δύσκολο να τη δει κάποιος, ιδιαίτερα στις μέσες ώρες της ημέρας, διότι διαθέτει πτέρωμα «παραλλαγής» (cryptic camouflage) για να κρύβεται από τους διώκτες της (βλ. Ηθολογία). Συγκεκριμένα, έχει την άνω επιφάνεια του σώματός της στα χρώματα «της γης», συνήθως σκούρο ή κόκκινο-καφέ, με σκουρόχρωμες ραβδώσεις και μπεζ-καφέ κάτω επιφάνεια με εγκάρσιες γραμμώσεις, [10] που τής παρέχουν εξασφαλισμένη προστασία ακόμη και από εγγύτατη απόσταση. Το κεφάλι της διαθέτει μαύρο στέμμα που, σε συνδυασμό με το μεγάλο της μέγεθος και τις στρογγυλεμένες -όχι γωνιώδεις- πτέρυγες, τη διαφοροποιούν από το συγγενικό της μπεκατσίνι, το οποίο καταλαμβάνει παρόμοια με αυτήν οικοσυστήματα. [11] Παρουσιάζει φυλετικό διμορφισμό, ο οποίος περιορίζεται κυρίως στο μέγεθος των δύο φύλων, με τα αρσενικά να είναι αρκετά μεγαλύτερα. [12][13]
Το σαρκόχρωμο ράμφος της είναι μακρύ, μεγάλο σε σχέση με το μέγεθός της, με σκουρόχρωμο άκρο γεμάτο νευρικές απολήξεις, ίσως το πλέον ευαίσθητο σημείο του σώματός της, που τής χρησιμεύει για να αναζητά την τροφή της (βλ. Τροφή). Οι ταρσοί έχουν χρώμα που κυμαίνεται από το γκρι προς το ροζ. Τα νεαρά άτομα μοιάζουν με τους ενήλικες, αλλά η αναγνώρισή τους στο πεδίο παρατήρησης είναι εξαιρετικά αβέβαιη. [14]
Οι μπεκάτσες αναζητούν την τροφή τους σε μαλακό έδαφος, σε περίκλειστους χώρους, συνήθως πολύ καλά κρυμμένους από τον περίγυρο. Η βασική τροφή τους εναι οι γαιοσκώληκες, ιδίως κατά την περίοδο μη-αναπαραγωγής (del Hoyo et al. 1996), αλλά μπορούν να συμπεριλάβουν, επίσης, ενήλικα έντομα και τις προνύμφες τους (π.χ. σκαθάρια, ψαλίδες και σαρανταποδαρούσες), αράχνες, γυμνοσάλιαγκες και βδέλες (del Hoyo et al. 1996). Επίσης, φυτικό υλικό, όπως σπόροι, φρούτα, δημητριακά (π.χ. βρώμη και καλαμπόκι), ρίζες αγρωστωδών και φύλλα (del Hoyo et al. 1996). Μικρά δίθυρα μαλάκια γλυκού νερού και μαλακόστρακα συμπεριλαμβάνονται επίσης, ιδιαίτερα από πουλιά κατά τη μετανάστευση (Johnsgard 1981). Η σύνθεση της δίαιτας μπορεί να διαφέρει μεταξύ των δύο φύλων (del Hoyo et al. 1996).
Η αναζήτηση της τροφής, γίνεται για λόγους ασφαλείας, τις ώρες με λιγοστό φως και, συνήθως τη νύχτα κατά τη διάρκεια του χειμώνα (del Hoyo et al. 1996). Τον κύριο ρόλο στην αναζήτηση τροφής έχει το μακρύ ράμφος τους, το οποίο βυθίζουν σε κάθε βηματισμό, σχολαστικά στο μαλακό έδαφος, περίπου κατά το 1/3 του μήκους του. [18] Οι εξαιρετικά ευαίσθητες νευρικές απολήξεις που βρίθουν στο άκρο του, ευαισθητοποιούνται από οποιαδήποτε διαταραχή στο υπέδαφος, ιδιαίτερα από τις μικροκινήσεις των γαιοσκωλήκων. Μόλις, η λεία γίνει αντιληπτή, το πουλί βυθίζει ολόκληρο πλέον το ράμφος στο έδαφος. Όταν το μέγεθος του θηράματος είναι μικρό, η λεία αναρροφάται, αλλά σε μεγαλύτερα θηράματα, το άνω μέρος (ρινοθήκη) λυγίζεται επιδέξια και η λεία συλλαμβάνεται και εξάγεται από το χώμα. [18] Ωστόσο, επειδή οι μπεκάτσες βασίζονται στον συγκεκριμένο τρόπο αναζήτησης τροφής, είναι εξαιρετικά ευάλωτες κατά τη διάρκεια του χειμώνα, όταν το έδαφος είναι παγωμένο. [19] Κατά τη διάρκεια του ψυχρού βρετανικού χειμώνα του 1962-3, πεινασμένες μπεκάτσες βρέθηκαν να αναζητούν την τροφή τους σε αστικές περιοχές, γεγονός πρωτόγνωρο για τον εξαιρετικα κρυπτικό χαρακτήρα τους, ενώ ορισμένες από αυτές αναγκάστηκαν να φάνε την τροφή των μικρών ωδικών πτηνών στις ταΐστρες. [13]
Η νυχτερινή αναζήτηση τροφής συμβαίνει σε βοσκοτόπους μη επηρεασμένους από τον παγετό ή σε λιβάδια με εναλλασσόμενες καλλιέργειες. Το ημερήσιο κούρνιασμα δεν αποκλείεται, αν και συνήθως πραγματοποιείται σε ξέφωτα βαθιά μέσα στο δάσος, σε απόσταση 1 χιλιομέτρου από τις παρυφές του. Σε περιοχές με καλλιεργημένα χωράφια, η παρουσία της μπεκάτσας είναι εξαιρετικά αμφίβολη, λόγω αυξημένου κινδύνου. [19] Σε επιστημονική μελέτη, διάρκειας τριών ετών στη Βρετάνη της Γαλλίας, 65 άτομα εφοδιασμένα με ραδιοπομπό, ελέγχθηκαν για τις συνήθειες και τις προτιμήσεις τους στο περιβάλλον. Κατά τη διάρκεια της ημέρας, τα πουλιά επέλεγαν δασικές εκτάσεις με χούμο που παρείχαν μεγάλο αριθμό γαιοσκωλήκων και ένα πυκνό στρώμα βλάστησης για παροχή προστασίας, ενώ οι φυσικοί φράκτες με θάμνους και δέντρα βρέθηκαν επίσης να είναι σημαντικά στοιχεία. Τη νύχτα, οπότε εντεινόταν η αναζήτηση τροφής, τα πουλιά επέλεγαν λειμώνες που περιείχαν πέντε φορές τη βιομάζα των γαιοσκωλήκων σε σχέση με την καλλιεργημένη γη. [20]
Η μπεκάτσα είναι είδος κρυπτικό (cryptic), έχει δηλαδή την έμφυτη τάση να κινείται πολύ προσεκτικά και, στον παραμικρό κίνδυνο να κρύβεται στην πυκνή βλάστηση, ή εάν αυτό δεν είναι δυνατόν, να ακινητοποιείται άμεσα εκμεταλλευόμενη το πτέρωμα παραλλαγής που διαθέτει. Αυτός είναι, άλλωστε, ο λόγος που κινείται κατά τη διάρκεια της ημέρας σε εδάφη παρόμοιου χρωματισμού με το πτέρωμά της. Όταν κάθεται ακίνητη στο έδαφος «μιμείται» το χρώμα του εδάφους και, είναι πρακτικά αδύνατον να την ξεχωρίσει κάποιος, ακόμη και αν περάσει από δίπλα της. Τέτοιες ικανότητες διαθέτουν ελάχιστα πτηνά, όπως λ.χ. το γιδοβύζι, το οποίο όμως, με εξαίρεση τους φυσικούς του εχθρούς, δεν κινδυνεύει από τον άνθρωπο όπως η μπεκάτσα. Για τους ίδιους λόγους ασφαλείας, συνηθίζει να αναζητά την τροφή της κατά τις ώρες της ημέρας με λιγοστό φως, (λυκαυγές/λυκόφως), ή ακόμη και τη νύχτα (crepuscular).
Η μπεκάτσα πετάει με ένα πολύ χαρακτηριστικό τρόπο, τόσο που, ακόμη και αν δεν τη δει κανείς καλά, την αναγνωρίζει από την πτήση της. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, δεν καταφεύγει εύκολα στο πέταγμα, εκτός από την εποχή της μετανάστευσης και, όταν αλλάζει θέση σε κοντινή απόσταση. Το φυσιολογικό της πέταγμα είναι ευθύ και γρήγορο και, έχει παρομοιωθεί με εκείνο της κουκουβάγιας ή της νυχτερίδας. [12]
Οι αρσενικές μπεκάτσες «εκτελούν» στις περιοχές αναπαραγωγής, βραδινά τελετουργικά φλερταρίσματος, από τον Απρίλιο μέχρι τον Ιούνιο, γνωστά με τη γενική ονομασία ρόντινγκ (roding που, έρχονται να προστεθούν στα υπόλοιπα, ασυνήθιστα αλλά και γοητευτικά χαρακτηριστικά του είδους. Πετάνε πάνω από τις κορυφές των δένδρων με το ράμφος στραμμένο προς τα κάτω, ενώ αρθρώνουν χαρακτηριστικές διαδοχικές μπάσες κραυγές (croak»), συχνότητας 0,6-1,5 kHZ, που διακόπτονται από παρεμβαλλόμενη οξεία στριγκή φωνή (squeak), συχνότητας 3-14 kHZ. [23][24][25] Μελέτη σε ηχογράμματα από αρσενικές ευρωπαϊκές μπεκάτσες, κατέδειξε ότι ένα ποσοστό 95% αντιστοιχούσε σε συγκεκριμένα πουλιά, δηλαδή θα μπορούσε να γίνει καταμέτρηση των αναπαραγομένων αρσενικών, μόνο από τις φωνές τους. [26] Ταυτόχρονα, τα θηλυκά «προκαλούν» τα αρσενικά με μικρές, διαδοχικές τσιριχτές φωνές και εκείνα ανταποκρίνονται πέφτοντας από ψηλά με δύναμη. [18]. Κατόπιν, το τελετουργικό συνεχίζεται στο έδαφος, με τα αρσενικά να εκτελούν έναν ιδιαίτερο βηματισμό προς τα θηλυκά, με πεσμένα τα φτερά, αλλά με ανοιγμένη και ανυψωμένη την ουρά τους (strutting). [18]
Επίσης, μπορεί τα αρσενικά να μιμούνται πτήσεις με πληγωμένα φτερά, γεγονός που παραπέμπει σε πιθανές κινήσεις αποπροσανατολισμού των εχθρών τους σε περίπτωση κινδύνου. Οι σκηνές ερωτοτροπίας διαρκούν από 10 έως 30 λεπτά της ώρας και, μπορεί να πραγματοποιούνται καθημερινά για 2-3 εβδομάδες. Ωστόσο, τα αρσενικά δεν δείχνουν ιδιαίτερο ζήλο στην υπεράσπιση του ζωτικού τους χώρου και, μπορεί στην ίδια περιοχή να βρίσκονται περισσότερα του ενός άτομα. Αξιοσημείωτο είναι ότι, μετά το ζευγάρωμα και την ολοκλήρωση της ωοτοκίας, τα αρσενικά απομακρύνονται και αφήνουν όλη την υπόλοιπη διαδικασία στο θηλυκά, ενώ τα ίδια επαναλαμβάνουν τη διαδικασία του ρόντινγκ, στοιχείο που μάλλον παραπέμπει σε πολυγυνία. [18]
Στα εδάφη αναπαραγωγής (βλ. Βιότοπος), οι μπεκάτσες φωλιάζουν απ΄ευθείας πάνω στο έδαφος, συνήθως κοντά στη βάση κορμών αλλά πάντοτε με φυτική κάλυψη, για να μη διακρίνεται η φωλιά, η οποία είναι μία απλή κοιλότητα, επιστρωμένη με νεκρά φύλλα ή παρακείμενο φυτικό υλικό. [27] Η κατασκευή της υποτυπώδους φωλιάς, διαμέτρου 12-15 εκατοστών και βάθους 2-5 εκατοστών, γίνεται από το θηλυκό. [28]
Η ωοτοκία πραγματοποιείται ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος, από νωρίς την άνοιξη (αρχές Μαρτίου) μέχρι τα μέσα του καλοκαιριού (μέσα Ιουλίου, σε όψιμες γέννες), περίπου, και συνήθως είναι διπλή (double-brooded). Η πρώτη ωοτοκία αποτελείται από 4, κάποιες φορές 3 ή 5 αυγά, ενώ η δεύτερη έχει συνήθως 3 αυγά. Τα οβάλ αυγά έχουν διαστάσεις 44,2 Χ 33,5 χιλιοστά, βάρος 26,5 γραμμάρια (εκ των οποίων το 5% είναι κέλυφος) [17] και, εναποτίθενται ανά διαστήματα 2-3 ημερών μεταξύ τους. Η επώαση αρχίζει μετά την εναπόθεση του τελευταίου αυγού, πραγματοποιείται μόνον από το θηλυκό και διαρκεί 20-24 ημέρες. [22]
Οι νεοσσοί είναι φωλεόφυγοι, γεννιούνται με πτέρωμα και, είναι σε θέση να εγκαταλείψουν τη φωλιά άμεσα, μόλις το πτέρωμά τους στεγνώσει. [22] Το στοιχείο αυτό είναι αναμενόμενο, λαμβανομένου υπ’ όψιν του κρυπτικού χαρακτήρα του πτηνού και των κινδύνων που αντιμετωπίζει. Οι νεοσσοί επιτηρούνται στενά από το θηλυκό και, είναι σε θέση να πετάξουν για μικρές αποστάσεις μόλις σε 10 ημέρες. Ανεξαρτητοποιούνται στις 5-6 εβδομάδες. [22][29] Με δακτυλιώσεις που έγιναν, αποδείχτηκε ότι παραμένουν πιστά στον τόπο που γεννήθηκαν και επιστρέφουν σε αυτόν για να αναπαραχθούν, χωρίς να είναι αυτό απόλυτο. Τα αρσενικά παρουσιάζουν περισσότερο αυτή τη συμπεριφορά από ότι τα θηλυκά. [28]
Η μπεκάτσα είναι από εκείνα τα είδη που έχουν υποστεί μεγάλη πίεση από το κυνήγι, κυρίως στην Ελλάδα, και όχι μόνον. Θεωρείται από τα πιο σημαντικά θηράματα για τους κυνηγούς, κυρίως για λόγους που -εκτός από το κρέας της- έχουν να κάνουν με τις αξιοθαύμαστες ικανότητές της να κρύβεται ή να διαφεύγει (βλ. Ηθολογία), κάτι που αποτελεί «πρόκληση» γι’ αυτούς. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι έχει δημιουργηθεί μια ολόκληρη «βιομηχανία» παραγωγής και εκπαίδευσης ειδικών κυνηγετικών σκύλων, αποκλειστικά για τις μπεκάτσες. Με τη χρήση των συγκεκριμένων ζώων, έχουν ελαττωθεί κατά πολύ οι πιθανότητες διαφυγής του πτηνού, παρά τις αξιοθαύμαστες ικανότητες που διαθέτει. [28]
Το ετήσιο ευρωπαϊκό κυνήγι υπολογίζεται σε 3-4 εκατομμύρια πουλιά (Ferrand and Gossmann 2001), παρά τα όρια που εφαρμόζονται σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, κυρίως στη Γαλλία, την Ιταλία και την Πορτογαλία. Υπάρχουν ενδείξεις από τη Γαλλία ότι το κυνήγι σε τεχνητά ελεγχόμενες κυνηγετικές περιοχές, είναι αποτελεσματικο εργαλείο για τη διατήρηση των διαχειμαζόντων πληθυσμών, αλλά μόνον εάν στις ζώνες προστασίας τουλάχιστον 1 χλμ. πλάτους, οι πιέσεις από το κυνήγι διατηρούνται σε χαμηλά επίπεδα και υπό συνεχή έλεγχο (Duriez et al. 2005a). Κατά τα τελευταία 50 χρόνια, οι αναπαραγωγικοί πληθυσμοί στη Γερμανία μειώθηκαν κατά 20-50%, ενώ η συνήθης πρακτική του κυνηγιού με «καρτέρι», ιδιαίτερα κατά τη μετανάστευση των πουλιών, θεωρείται επιεικώς απαράδεκτη. [28][30]
Εκτός από το κυνήγι, η σημαντικότερη απειλή για το είδος στην περιοχή αναπαραγωγής του, είναι η αυξημένη κατάτμηση των δασών (del Hoyo et al. 1996). Εκτός αναπαραγωγικής περιόδου, απειλείται από την εξαφάνιση των μόνιμων λειμώνων (del Hoyo et al. 1996) και την εντατικοποίηση ς των γεωργικών πρακτικών (π.χ. καταστροφή των φρακτών, μειώσεις στον αριθμό των μόνιμων θέσεων αναζήτησης τροφής, υποβάθμιση της πανίδας του εδάφους ως αποτέλεσμα της εφαρμογής χημικών στο όργωμα, κ.ο.κ) (Duriez et al. 2005b). Το είδος είναι επίσης ευαίσθητο στη γρίπη των πτηνών (τόσο στην αναπαραγωγή όσο και στη διαχείμαση), έτσι ώστε να μπορεί να απειλείται από τις μελλοντικές εστίες του ιού (Melville και Shortridge 2006).
Στη Γαλλία, οι πληθυσμοί διαχείμασης και αναπαραγωγής παρακολουθούνται από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 (Ferrand et al 2006). Το φθινόπωρο και το χειμώνα, η παρακολούθηση αυτή βασίζεται σε δεδομένα που συλλέγονται από κυνηγούς και δακτυλιώσεις. Την άνοιξη, η παρακολούθηση αυτή βασίζεται στις απογραφές του ρόντινγκ των αρσενικών (βλ. Αναπαραγωγή-Τελετουργικό), από ένα δίκτυο 400 παρατηρητών. Η ετήσια επιτυχία της αναπαραγωγής υπολογίζεται από την ανάλυση των φτερών που συλλέγονται από τους κυνηγούς, κυρίως στη Γαλλία (Ferrand et al., 2006) και τη Δανία (Clausager 2006) και από τις δακτυλιώσεις (5.000 άτομα κάθε χρόνο στη Γαλλία).
Στη Βρετανία η κατάλληλη μέθοδος μέτρησης των πτηνών χρησιμοποιεί δεδομένα από το εποχικό ρόντινγκτων αρσενικών (Hoodless et al. 2006). Διαπιστώθηκε ότι, οι καλύτεροι μήνες για την καταμέτρηση είναι ο Μάιος και ο Ιούνιος, και ότι η ανίχνευση του 83% των αρσενικών που περνάνε από ένα σταθερό σημείο πρέπει να έχει ολοκληρωθεί μέσα σε 1 ώρα και να αρχίζει 15 λεπτά πριν το ηλιοβασίλεμα (Hoodless et al. 2006).
Στη Γαλλία, επίσης, διαπιστώθηκε ότι οι πρακτικές δασικής διαχείρισης θα πρέπει να αποσκοπούν στη διατήρηση πλουσίων σε χούμο θαμνωδών εκτάσεων, με επιλεκτική κοπή δέντρων που βελτιώνουν την ποιότητα του εδάφους (Duriez et al. 2005b). Τα πουλιά μπορούν επίσης να επωφεληθούν από την αγρανάπαυση, την οριοθέτηση προστατευομένων χώρων και την απλούστευση των γεωργικών πρακτικών (π.χ. με τη μείωση οργώματος του εδάφους και άμεση σπορά) (Duriez et al. 2005b).
Η μπεκάτσα, λόγω της κρυπτικής της φύσης και των μηχανισμών άμυνας που διαθέτει, έχει καταφέρει να διατηρεί τους πληθυσμούς της σε σταθερό επίπεδο. Αυτός είναι άλλωστε ο λόγος που, η IUCN έχει χαρακτηρίσει το πτηνό ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC).[1]
Ωστόσο, αυτό ισχύει αυστηρά κατά μέσον όρο και σε παγκόσμιο επίπεδο, διότι οι πιέσεις που υφίσταται το είδος από το κυνήγι, ειδικά στον ευρωπαϊκό χώρο είναι μεγάλες (βλ. Κυνήγι). Γι αυτό και στην Ευρώπη, οι πληθυσμοί της μπεκάτσας μειώνονται. [31], Έτσι, και στην Ελλάδα, παρά τη έλλειψη επαρκών νεότερων δεδομένων, υπήρχαν κάποια λιγοστά άτομα που κάποτε φώλιαζαν στη χώρα (1995-2000), [31] τα οποία σήμερα πιθανότατα δεν υφίστανται πλέον.
Στον ελλαδικό χώρο η Μπεκάτσα απαντάται και με τις ονομασίες Ασκαλώπας (Κρήτη), Ξυλόκοτα, Ορνιθοσκαλίδα, Σκαλόρνιθα (Άνδρος), Σουλτάνα (Κυκλάδες), Τσαπόρνιθα (Κύπρος) [15] και Κουκουβαγιοκεφαλή. [32]
Η μπεκάτσα είναι από εκείνα τα πουλιά που ασκούσαν ανέκαθεν γοητεία στους κατοίκους των περιοχών, όπου σύχναζε, με αποτέλεσμα να κοσμείται από «ανθρωπογενή» επίθετα ή παρατσούκλια, που είναι διαφορετικά από τις λαϊκές της ονομασίες, κάποια με πιθανή ξένη προέλευση. Μερικά από αυτά είναι: βελουδομάτα, μακρομύτα, μεγαλομάτα, αφέντρα, γαλαζοπόδαρη, κουκουβαγιοκέφαλη, τσιγγάνα, αλλά και «μυστηριώδης κυρία των δρυμών», «γοητευτική κυρία του βορρά», «αγγλοπρεπέστατη κυρία», «βασίλισσα του λόγγου». [15]
i. ^ Συμπεριλαμβάνει και τo υποείδoς Scolopax rusticola ultimus [33]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.