Βραζιλιάνος ποδοσφαιριστής και προπονητής From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Αρτούρ Αντούνις Κοΐμπρα (Arthur Antunes Coimbra, γεννήθηκε 3 Μαρτίου 1953), γνωστότερος με το προσωνύμιο Ζίκο (Zico) ή Ζίκου, είναι Βραζιλιάνος πρώην διεθνής ποδοσφαιριστής και προπονητής.
Ο Ζίκο το 1979 | |||
Προσωπικές πληροφορίες | |||
---|---|---|---|
Ημερ. γέννησης | 3 Μαρτίου 1953 | ||
Τόπος γέννησης | Ρίο ντε Τζανέιρο, Βραζιλία | ||
Ύψος | 1,72 μ. | ||
Θέση | Μέσος | ||
Ομάδες νέων | |||
1967–1971 | Φλαμένγκο | ||
Επαγγελματική καριέρα* | |||
Περίοδος | Ομάδα | Συμμ.† | (Γκ.)† |
1971–1983 | Φλαμένγκο | 483 | (362) |
1983–1985 | Ουντινέζε | 40 | (22) |
1985–1989 | Φλαμένγκο | 66 | (20) |
1991–1994 | Κασίμα Άντλερς | 46 | (35) |
Σύνολο | 635 | (439) | |
Εθνική ομάδα | |||
Περίοδος | Ομάδα | Συμμ.† | (Γκ.)† |
1976–1988 | Βραζιλία | 71 | (48) |
Προπονητική καριέρα | |||
Περίοδος | Ομάδα | ||
1999 | Κασίμα Άντλερς | ||
2000–2002 | Ζίκο (D/R) | ||
2002–2006 | Ιαπωνία | ||
2006–2008 | Φενερμπαχτσέ | ||
2008 | Μπουνιοντκόρ ΠΦΚ | ||
2009 | ΤΣΣΚΑ Μόσχας | ||
2009–2010 | Ολυμπιακός Πειραιώς | ||
2011–2012 | Ιράκ | ||
2013–2014 | Αλ Γκαράφα ΣΚ | ||
2014–2016 | ΦΚ Γκόα | ||
* Οι συμμετοχές και τα γκολ στις προηγούμενες ομάδες υπολογίζονται μόνο για τα εγχώρια πρωταθλήματα. † Συμμετοχές (Γκολ). |
Κατά τις δεκαετίες του 1970 και '80 είχε διαπρέψει αγωνιζόμενος στη θέση του επιθετικού μέσου. Θεωρείται ως ένας από τους ανώτερους τεχνικά παίκτες και σκόρερ στην ιστορία του ποδοσφαίρου και ως ένας από τους καλύτερους ποδοσφαιριστές όλων των εποχών.[1][2][3]
Στις εκλογές της IFFHS αναδείχθηκε 14ος καλύτερος ποδοσφαιριστής του 20ού αιώνα,[4] ενώ ήταν ένατος σε ειδική ψηφοφορία μεταξύ των νικητών της Χρυσής Μπάλας που διοργάνωσε το γαλλικό περιοδικό France Football το 1999.[5] Επίσης, ήταν έβδομος στην ψηφοφορία των ειδικών της FIFA και του περιοδικού της.[6]
Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της σταδιοδρομίας του στη Βραζιλία αγωνιζόμενος με τη Φλαμένγκο, η οποία γνώρισε τότε την πιο λαμπρή περίοδο στην ιστορία της. Κατέκτησε όλους τους τίτλους σε εθνικό και διεθνές επίπεδο συλλόγων, αλλά η συμμετοχή του σε τρία Παγκόσμιο Κύπελλα δεν του προσέφερε τίποτα περισσότερο από την τετάρτη θέση το 1978. Ο τρόπος παιχνιδιού του έδωσε το προσωνύμιο «λευκός Πελέ», ενώ και ο ίδιος ο Πελέ έχει δηλώσει πως «απ' όλους τους ποδοσφαιριστές, αυτός που με πλησίασε περισσότερο ήταν ο Ζίκο».[7][8]
Ο Ζίκο γεννήθηκε στο Κουϊντίνο του Ρίο ντε Τζανέιρο από πατέρα Πορτογάλο μετανάστη, τέως ποδοσφαιριστή (τερματοφύλακα). Το μικρότερο από έξι αδέρφια, ο Ζίκο αρχικά σκεφτόταν να δοκιμασθεί στην τοπική Αμέρικα, όπου αγωνίζονταν οι δύο μεγαλύτεροι αδελφοί του Αντούνες και Εντού, με τον δεύτερο να έχει επιτυχημένη καριέρα και στην εθνική ομάδα.[9] Τελικά όμως, άκουσε τη συμβουλή από κάποιον δημοσιογράφο-φίλο του πατέρα του, εντάχθηκε στα τμήματα υποδομής ενός μεγαλύτερου συλλόγου του Ρίο, της Φλαμένγκο. Σε ηλικία οκτώ ετών είχε παρακολουθήσει νικητήριο αγώνα της ομάδας στο Στάδιο Μαρακανά.[10] Έγινε μέλος της ομάδας νέων στα 14 του το 1967, όντας λεπτός πολύ αδύνατος και κοντός (μόνο 1,45 μέτρα). Ο σύλλογος τον έγραψε σε ένα πρόγραμμα που αφορούσε ειδική διατροφή και γυμναστική και έτσι πήρε 17 εκατοστά σε ύψος και 13 κιλά.[11][12] Με τους «μικρούς» της Φλαμένγκο μέτρησε συνολικά 116 αγώνες και 81 γκολ. Το Ζίκο, μπήκε στη ζωή του σε μικρή ηλικία λόγω της σωματοδομής του: το Arthur έγινε Arthurzinho και στη συνέχεια Arthurzico.[13][14]
Το 1971 έκανε το ντεμπούτο του στην ανδρική ομάδα σε αγώνα με αντίπαλο τη Βάσκο ντα Γκάμα (αποτέλεσμα 2–1) δίνοντας την ασίστ για το νικητήριο γκολ και κατέκτησε τον πρώτο τίτλο του, το Πρωτάθλημα Καριόκα. Σημείωσε το πρώτο του γκολ σε επίσημο αγώνα στις 12 Αυγούστου της ίδιας χρονιάς με αντίπαλο τη Μπαΐα για το πρωτάθλημα Βραζιλίας. Δεν καθιερώθηκε άμεσα αλλά στη μεθεπόμενη αγωνιστική περίοδο ο νέος προπονητής Μάριο Ζαγκάλο τον εμπιστεύτηκε και εξελίχθηκε σε βασικό στέλεχος σημειώνοντας 20 τέρματα στο Πρωτάθλημα Καριόκα που ξανακέρδισε.[9][12]
Ανέδειξε το πλούσιο ταλέντο του αφήνοντας ιδιαίτερα στη μνήμη των φιλάθλων τα λακτίσματά του με στημένη μπάλα (φάουλ, κόρνερ, πέναλτι), όπου συνδύαζε υψηλή τεχνική με δύναμη.[15][16][17] Το 1974 κέρδισε το βραβείο του καλύτερου παίκτη του τότε πρωταθλήματος στα 20 του χρόνια.[18] Την ίδια χρονιά κατέκτησε το δεύτερο πρωτάθλημα Καριόκα αλλά ο δρόμος για τον τίτλο του Καμπεονάτο Μπραζιλέιρο είχε ως εμπόδιο τη Βάσκο ντα Γκάμα για δύο χρονιές. Το 1978 όμως κατέκτησε ένα ακόμα τίτλο Καριόκα, ενώ το 1979 έγιναν δύο διοργανώσεις που κατακτήθηκαν και οι δύο από τη Φλαμένγκο που άρχισε να δείχνει τη σαφή ανοδική της πορεία. Εκείνη ήταν και η πιο παραγωγική χρονιά του, όταν σημείωσε 70 γκολ σε 56 επίσημους αγώνες με σύλλογο και εθνική ομάδα. Την ίδια χρονιά έγινε πρώτος σκόρερ στην ιστορία του συλλόγου.[19][20][21] Συνολικά αγωνίσθηκε στην πρώτη ομάδα της Φλαμένγκο για 18 σεζόν (1971–1983 και 1985–1989) με απολογισμό 247 συμμετοχές και 135 γκολ στο βραζιλιάνικο πρωτάθλημα, 300 συμμετοχές και 239 γκολ στο πρωτάθλημα της πολιτείας Καριόκα (διεξάγεται τους πρώτους μήνες κάθε χρόνου πριν το εθνικό), έχοντας την πέμπτη θέση του συνόλου εθνικών και πολιτειακών πρωταθλημάτων πρώτης κατηγορίας.[22] Στέφθηκε πρωταθλητής Βραζιλίας τέσσερις φορές: (1980, 1982, 1983, 1987) και Νότιας Αμερικής μία (Λιμπερταδόρες 1981). Το 1981 κατέκτησε επίσης το Διηπειρωτικό Κύπελλο. Οι τίτλοι αυτοί ήταν οι πρώτοι που κέρδιζε στην ιστορία της η Φλαμένγκο και μάλιστα σε χρονικό διάστημα τριών εβδομάδων.[23]
Στον ημιτελικό του Κόπα Λιμπερταδόρες η Φλαμένγκο αντιμετώπισε την Ατλέτικο Μινέιρο νικώντας στα χαρτιά μιας και ο επεισοδιακός αγώνας διακόπηκε. Στον τελικό αντίπαλος, ήταν η ομάδα έκπληξη της διοργάνωσης, η άσημη τότε Κομπρελόα από τη Χιλή. Οι “αλεπούδες της ερήμου” όπως αποκαλούνταν είχε κερδίσει το πρωτάθλημα μόλις τρία χρόνια μετά την ίδρυσή της και έφτασε στον τελικό του Λιμπερταδόρες στα τέσσερα χρόνια κάνοντας εξαιρετικές εμφανίσεις. Η μεγάλη δύναμη της Κομπρελόα ήταν το γήπεδό της, σε υψόμετρο 2.200 μέτρων στην πόλη Καλαμά που βρίσκεται μέσα σε έρημο και έχει έναν από τους χαμηλότερους μέσους όρους βροχόπτωσης στον κόσμο. Το υψόμετρο σε συνδυασμό με τη σκόνη από την έρημο κάνουν τις συνθήκες εξαιρετικά δύσκολες. Η Φλαμένγκο κατέθεσε διαμαρτυρία στην Ποδοσφαιρική Συνομοσπονδία Νοτίου Αμερικής (CONMEMBOL) και ζήτησε να αλλάξει το γήπεδο. Η μικρή (αλλά εύρωστη) Κομπρελόα έφτασε μέχρι να προτείνει και χρήματα στη Φλαμένγκο για να μην καταθέσει αίτημα, αλλά οι Βραζιλιάνοι δεν πείστηκαν και η έδρα άλλαξε, παρά την έφεση των Χιλιανών. Μπροστά σε 93.000 θεατές στο Στάδιο Μαρακανά, η Φλαμένγκο νίκησε από το πρώτο ημίχρονο με 2–0 χάρη σε δύο γκολ του Ζίκο, ενώ είχε χάσει πολλές ευκαιρίες. Ένα, όμως, γκολ των Χιλιανών διαμόρφωσε το τελικό σκορ 2–1 και έδωσε ελπίδες στους ηττημένους. Ο επαναληπτικός αγώνας είχε 60.000 θεατές στο Σαντιάγο κυρίως οπαδούς των τοπικών συλλόγων, αλλά και οπαδούς της Κομπρελόα που έκαναν τα περίπου 1.500 χιλιόμετρα απόσταση από την έρημο στην πρωτεύουσα. Ο Ζίκο σε συνέντευξή του θυμάται εκείνους τους τελικούς και τους αποκάλεσε τη νίκη του ποδοσφαίρου επί της βίας. Οι Χιλιανοί μετά τα όσα είχαν γίνει για την έδρα, αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο. Ο θρύλος (που υποστηρίζει ο Ζίκο) λέει ότι ο αρχηγός και αμυντικός της Κομπρελόα Μάριο Σότο κρατούσε μια πέτρα στο χέρι του σε όλο τον αγώνα και χτυπούσε τους Βραζιλιάνους όποτε μπορούσε. Δύο παίκτες της Φλαμένγκο αποχώρησαν με τα κεφάλια τους μέσα στο αίμα. Η Κομπρελόα τελικά στο 79ο λεπτό με εκτέλεση φάουλ έκανε το 1–0. Με τα εκτός έδρας γκολ να μην μετρούν οδηγηθήκαμε σε τρίτο παιχνίδι, που έγινε στο ουδέτερο Μοντεβιδέο. Εκεί, ο Ζίκο αποφασισμένος να μη χάσει τον τίτλο, σκόραρε ξανά δύο φορές και έφτασε τα 11 γκολ στη διοργάνωση αναδεικνυόμενος πρώτος σκόρερ. Το παιχνίδι έληξε με 2–0 κι η Φλαμένγκο πανηγύρισε το πρώτο της Κόπα Λιμπερταδόρες. Η διοργάνωση του 1981 ήταν μία από τις πιο σκληρές, πιο αμφισβητούμενες αλλά και ιστορικές του Κόπα Λιμπερταδόρες.[24][25]
Στον τελικό του Διηπειρωτικού ο Ζίκο κατέκτησε τον υψηλότερο τίτλο του κάνοντας έξοχη εμφάνιση στη νίκη επί της Λίβερπουλ με 3–0 δίνοντας τελικές πάσες (ασίστ) και για τα τρία γκολ. Το αποτέλεσμα διαμορφώθηκε στο πρώτο ημίχρονο με τον αγγλικό σύλλογο να θεωρείται φαβορί πριν την έναρξη της συνάντησης του Τόκιο.[20][26][27] Παρά το γεγονός ότι δεν σκόραρε, η εμφάνισή του παραμένει από τις πιο αξιοσημείωτες στην ιστορία του θεσμού.[28] Οι ατομικές διακρίσεις δεν έλειπαν καθώς τρεις φορές αναδείχθηκε κορυφαίος ποδοσφαιριστής στη Νότιο Αμερική, ενώ δύο φορές ήταν δεύτερος σε διάστημα έξι ετών (1976–1982).[29] Συνολικά για τη Φλαμένγκο σημείωσε 568 τέρματα σε 765 επίσημους και φιλικούς αγώνες.[14]
Το καλοκαίρι του 1983 η απελευθέρωση της αγοράς στο ιταλικό ποδόσφαιρο οδήγησε τους κορυφαίους του αθλήματος εκεί και ο Βραζιλιάνος αγωνίστηκε με τη φανέλα της μικρομεσαίας Ουντινέζε.[30] Η μεταγραφή ήταν περιπετειώδης καθώς ο παίκτης αρνήθηκε πρόταση της Μίλαν που χρονολογούταν από το 1981,[13] η ομάδα του Ούντινε είχε νέα διοίκηση με μεγαλεπήβολα σχέδια και οι μεγαλύτεροι σύλλογοι πίεσαν την Ιταλική Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου (FIGC) που αρχικά εμπόδισε τη μεταφορά ζητώντας οικονομικές εγγυήσεις. Αυτό προκάλεσε αναταραχή στο Ούντινε καθώς οι εξοργισμένοι φίλαθλοι βγήκαν στους δρόμους διαμαρτυρόμενοι ενάντια στην Ιταλική Ομοσπονδία και την ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Ιστορικοί λόγοι τους οδήγησαν να φωνάζουν Ο Zico, ο Austria! ("Είτε Ζίκο, είτε Αυστρία"). Στο τέλος της διαμάχης, η συμφωνία εγκρίθηκε. Στην Ιταλία έμεινε για ενάμισι χρόνο, σημειώνοντας 22 γκολ σε 39 αγώνες πρωταθλήματος και 8 γκολ σε 14 αγώνες κυπέλλου.[31][32] Την πρώτη αγωνιστική περίοδο σημείωσε 19 τέρματα και ήταν δεύτερος σκόρερ του πρωταθλήματος, όμως η ομάδα κατατάχθηκε μόλις ένατη, τρεις θέσεις χαμηλότερα από την προηγούμενη χρονιά, αν και σημείωσε σχεδόν διπλάσια γκολ. Η ομάδα επίσης για πρώτη φορά στην ιστορία της βρέθηκε στους ομίλους του Κυπέλλου Ιταλίας, όμως η δημοφιλία που απέκτησε χάρη στο Βραζιλιάνο την έκανε περιζήτητη για φιλικούς αγώνες σε Ηνωμένες Πολιτείες και Αυστραλία. Ο Ζίκο αγωνίστηκε σε πολλές φιλικές συναντήσεις, που οδήγησαν σε μια σειρά τραυματισμών που ήταν καθοριστικοί για την απόδοσή του και η έλλειψη υψηλών στόχων από την ιταλική ομάδα του έδειξε το δρόμο της επιστροφής στην πατρίδα του.[31][33]
Μετά την ιταλικό κομμάτι της καριέρας επέστρεψε στη Φλαμένγκο το 1985 και την ίδια χρονιά τραυματίστηκε σοβαρά στο αριστερό του γόνατο και χρειάστηκαν τέσσερις επεμβάσεις για να ανακάμψει και χρονικό διάστημα σχεδόν ενός έτους. Όταν επανήλθε δεν ήταν στην προγενέστερη κατάσταση παρά το εξαιρετικά ντεμπούτο σε ντέρμπι με τη Φλουμινένσε (σημειώνοντας χατ τρικ) και την κατάκτηση του εθνικού πρωταθλήματος το 1987. Το Δεκέμβριο του 1989 ο 37χρονος πια Ζίκο αποχώρησε από την ενεργό δράση, έχοντας ένα θριαμβευτικό 5–0 του συλλόγου του επί της αιώνιας αντιπάλου Φλουμινένσε ως τελευταία μεγάλη επιτυχία της καριέρας του πετυχαίνοντας ένα γκολ με απ' ευθείας φάουλ.[25][34] Θεωρούμενος ως ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής στην ιστορία του συλλόγου έκανε την αποχαιρετηστήρια εμφάνισή του στις 6 Φεβρουαρίου 1990.[35] Κλείνοντας την καριέρα του στην πατρίδα του ήταν ο παίκτης που είχε πετύχει τα περισσότερα γκολ στο Στάδιο Μαρακανά, 333 σε 435 αγώνες.[11][36]
Το 1991 αποδέχθηκε την πρόταση να παίξει για την ιαπωνική Σουμιτόμο Μέταλς. Στην Ιαπωνία έμεινε τέσσερα χρόνια και σημείωσε συνολικά 56 γκολ σε 75 αγώνες, ενώ κατά την παραμονή του η ομάδα έγινε επαγγελματική και μετονομάσθηκε σε Κασίμα Άντλερς. Το 1993 κατέκτησε το Πρωτάθλημα Ιαπωνίας[37] και σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για τη μεγάλη συνεισφορά του στην ανάπτυξη του αθλήματος στη χώρα, η διοίκηση τοποθέτησε στο γήπεδο το άγαλμά του, ενώ τιμήθηκε και από τον Αυτοκράτορα της Ιαπωνίας.[10][14][38]
Αποχώρησε οριστικά από την ενεργό δράση το 1994, σε ηλικία 41 ετών,[39] έχοντας τα ιδιαίτερα πετυχημένα στοιχεία των 192 τερμάτων σε 334 αγώνες εθνικών πρωταθλημάτων (μ.ό. 0,58 ανά αγώνα) και συνολικά 410 σε πρωταθλήματα επιπέδου πρώτης κατηγορίας.[40] Συνολικά κατά τη διάρκεια της καριέρας του σημείωσε 854 γκολ σε 1.199 επίσημους και φιλικούς αγώνες, ενώ σε επίσημους αγώνες σημείωσε 546 σε 798 επίσημους.[25][41] Τα 62 από αυτά ήταν με απ' ευθείας εκτελέσεις φάουλ, στοιχείο που εξακολουθεί να τον διατηρεί στους 10 καλύτερους όλων των εποχών.[42] Αν συμπεριληφθούν και οι φιλικοί αγώνες, τότε είναι κάτοχος του ρεκόρ κόσμου με 101 γκολ με απ' ευθείας εκτελέσεις φάουλ.[43][44]
Το 1996 τιμήθηκε από τη FIFA για την προσφορά του με την ανώτατη διάκριση του αθλήματος, το Τάγμα Αξίας.[45]
Από τις 25 Φεβρουαρίου 1976, όταν χρίστηκε για πρώτη φορά διεθνής στο Μοντεβιδέο (Ουρουγουάη - Βραζιλία 1–2, σημείωσε ένα γκολ) και για μία δεκαετία, ο Ζίκο υπήρξε αναντικατάστατο στέλεχος της Σελεσάο στις μεγάλες διοργανώσεις. Συνολικά φόρεσε τη φανέλα με το εθνόσημο σε 71 αναμετρήσεις και πέτυχε 48 τέρματα.[46] 14 συμμμετοχές και 5 γκολ είναι σε Παγκόσμια Κύπελλα (Αργεντινή '78, Ισπανία '82, Μεξικό '86), δεν κατάφερε όμως να στεφθεί παγκόσμιος πρωταθλητής, έχοντας ως καλύτερη την τρίτη του 1978. Στον εναρκτήριο αγώνα εκείνης της διοργάνωσης με αντίπαλο τη Σουηδία, ο Ζίκο δέχθηκε τη μπάλα μετά από εκτέλεση κόρνερ στο τελευταίο λεπτό του αγώνα, και με σουτ πέτυχε τέρμα και ενώ το αποτέλεσμα ήταν 1–1. Ωστόσο, ο Ουαλός διαιτητής ακύρωσε το γκολ, λέγοντας ότι είχε σφυρίξει τη λήξη του αγώνα ενώ η μπάλα ήταν ακόμα στον αέρα.[47][48][49] Στο δεύτερο γύρο, σκόραρε με πέναλτι στη νίκη με 3–0 επί του Περού.[50] Στον κρίσιμο αγώνα με την Αργεντινή οι επιθετικές γραμμές σίγησαν και η γηπεδούχος ομάδα προκρίθηκε στον τελικό με διαφορά τερμάτων. Η Βραζιλία ήταν η μόνη αήττητη στο τέλος της διοργάνωσης.[13] Σύμφωνα με τον ίδιο, η ομάδα του 1978 ήταν είχε εντυπωσιαστεί από τις εμφανίσεις της Ολλανδίας στη διοργάνωση του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1974 και ο προπονητής Κλαούντιο Κουτίνιο ήθελε ανάλογο τρόπο αγωνιστικής τακτικής. «Οι παίκτες, ανυπομονώντας να αντιγράψουν τους Ολλανδούς, κατέληξαν να ξεχάσουν την τεχνική, την ποιότητα και τον αυτοσχεδιασμό που είναι το βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο» επισήμανε.[51]
Στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1982 της Ισπανίας, η ομάδα της Βραζιλίας ήταν φαβορί διαθέτοντας μία από τις θεωρούμενες ως καλύτερες ομάδες όλων των εποχών σε διοργανώσεις Παγκοσμίου Κυπέλλου[52][53][54] ο Ζίκο ήταν σε εξαιρετική κατάσταση, αποδεικνύοντας ότι ήταν σε θέση να κάνει τα πάντα μέσα στο γήπεδο, θεωρούμενος δίκαια ο καλύτερος ποδοσφαιριστής του κόσμου.[55][56] Με προπονητή τον Τέλε Σαντάνα, η Βραζιλία ανέκτησε τον τρόπο παιχνιδιού που εγκαινίασαν στα τέλη της δεκαετίας του 1950 οι Πελέ και Γκαρίντσα, γνωστό ως futebol-arte: ένας τρόπος χαράς που στην ποδοσφαιρική πραγματικότητα θα μπορούσε να αποδοθεί ως «μία μάχη μεταξύ αισθητικής και αποτελεσμάτων». Στην πραγματικότητα ήταν το ginga, ένας τρόπος ποδοσφαίρου βασισμένος στις βραζιλιάνικες παραδόσεις της σάμπα και της καποέιρα, που συνδυάζει πολεμικές τέχνες και χορό. Ο τρόπος αυτός είχε χαθεί στη Βραζιλία μετά το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970 πνιγμένος από το ύφος της στρατιωτικής δικτατορίας της χώρας και αναβίωσε χάρη στους εξαιρετικούς τεχνικά παίκτες της ομάδας της διοργάνωσης του 1982. Ο Ζίκο, ο Σώκρατες και οι συμπαίκτες τους στην εθνική του 1982 θα τιμούνται πάντα από τους Βραζιλιάνους ως πραγματικοί εκπρόσωποι του τρόπου αυτού παιχνιδιού.[30][57][58] Ο Ζίκο σημείωσε τέσσερα τέρματα στους πέντε πρώτους αγώνες της εθνικής, είχε συμμετοχή και στα οκτώ πρώτα γκολ της ομάδας, πετυχαίνοντας ένα γκολ στην εύκολη νίκη επί της Αργεντινής με 3–1 στη φάση των "16" αλλά στις 5 Ιουλίου η ομάδα ηττήθηκε από τη μετέπειτα πρωταθλήτρια Ιταλία με τρία γκολ του Πάολο Ρόσι και σκορ-έκπληξη 3–2 σε ένα από τους συγκλονιστικότερους αγώνες στην ιστορία των διοργανώσεων του Κυπέλλου χάνοντας την πρόκριση στους "4".[51][59][60] Σε όλο τον αγώνα ήταν στενά μαρκαρισμένος από τον προσωπικό του φρουρό Κλαούντιο Τζεντίλε αλλά κατάφερε να δώσει την ασίστ στο Σώκρατες για το πρώτο γκολ της Βραζιλίας.[17][61] «Πριν την έναρξη του αγώνα, στα αποδυτήρια, είπαμε ότι μπαίνουμε για να νικήσουμε. Δεν σκεφτόμασταν καν την ισοπαλία. Και δεν την σκεφτόμασταν ούτε μετά το 2-2. Λάθος; Λάθος. Αυτό ήταν το ποδόσφαιρό μας όμως, παίζαμε πάντα για τη νίκη, πάντα επιθετικά, πάντα μπροστά», θα πει χρόνια μετά ο Ζίκο, προσπαθώντας να εξηγήσει το πώς η Βραζιλία δέχθηκε και τρίτο γκολ από τον Ρόσι στο 74ο λεπτό, με αποτέλεσμα να αποκλειστεί.[62] Ο Ζίκο ψηφίστηκε τρίτος καλύτερος παίκτης και στην καλύτερη ομάδα της διοργάνωσης.[63]
Στην επόμενη παγκόσμια διοργάνωση ήταν ήδη τραυματίας και αγωνίστηκε τρεις φορές ως αλλαγή. Τελευταία του εμφάνιση ήταν ο προημιτελικός του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1986 απέναντι στην πρωταθλήτρια Ευρώπης Γαλλία στο στάδιο της Γουαδαλαχάρας και έχει συνδεθεί με τη μοιραία απώλεια ενός πέναλτι κατά την κανονική διάρκεια του αγώνα που έληξε με 1–1 (η συνάντηση οδηγήθηκε στα πέναλτι, ο Ζίκο ευστόχησε στο δικό του αλλά η Βραζιλία αποκλείστηκε). [51][60][64] Το πέναλτι αυτό ήταν ένα από τα τρία που είχε χάσει σε όλη του την καριέρα του ο Βραζιλιάνος (73 στα 76).[65] Ο Ζίκο σημείωσε από ένα γκολ και στους δύο αγώνες της Μικτής Κόσμου με την οποία αγωνίστηκε, το 1979 με αντίπαλο την Αργεντινή (νικήτρια η δεύτερη με 2–1) και το 1982 απέναντι στη Μικτή Ευρώπης (νίκη της πρώτης με 3–2).[66]
Στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Γαλλίας το 1998, ο Ζίκο ήταν μέλος της βραζιλιάνικης αποστολής, ως βοηθός του προπονητή Μάριο Ζαγκάλο με την εθνική Βραζιλίας να φτάνει μέχρι τον τελικό.[67]
Το 2002, αμέσως μετά το Παγκόσμιο Κύπελλο των Ν. Κορέας - Ιαπωνίας, ανέλαβε πρώτος προπονητής της Εθνικής Ιαπωνίας. Μετά τον αποκλεισμό στον πρώτο γύρο του Κυπέλλου Συνομοσπονδιών του 2003, ήρθε η κορυφαία στιγμή του με την κατάκτηση του Ασιατικού Κυπέλλου το 2004 και ακολούθησε η πρόκριση στο Παγκόσμιο Κύπελλο το 2006. Η αποτυχία της ομάδας του να καταφέρει κάτι καλό στη Γερμανία (αποκλείσθηκε στη φάση των ομίλων με μία ισοπαλία και δύο ήττες) τον οδήγησε στην παραίτηση.[68] Παρά το γεγονός ότι δεν πέτυχε τα ίδια αποτελέσματα με τον προκάτοχό του, η δουλειά του αναγνωρίστηκε καθώς ενέπνευσε καλύτερη στάση σώματος στους Ιάπωνες παίκτες, διδάσκοντάς τους να έχουν περισσότερη αυτοπεποίθηση και την ικανότητα να αυτό σχεδιάζουν έχοντας ως κυριότερη επιρροή του τον τέως προπονητή του Τέλε Σαντάνα.[69]
Τον Ιούλιο του 2006 υπέγραψε διετές συμβόλαιο στην τουρκική Φενερμπαχτσέ. Την πρώτη χρονιά στέφθηκε πρωταθλητής Τουρκίας, ενώ τη δεύτερη οδήγησε την ομάδα για πρώτη φορά στα προημιτελικά του Τσάμπιονς Λιγκ, όπου αποκλείσθηκε απ' την Τσέλσι. Για τις επιτυχίες του οι οπαδοί τον αποκαλούν Κραλ Αρτούρ, δηλ. Βασιλιά Αρθούρο.[70] Μολονότι η τουρκική ομάδα ήθελε να ανανεώσει τη συνεργασία μαζί του, ο Ζίκο προτίμησε να αποχωρήσει το καλοκαίρι του 2008.[71] Μετακόμισε στην Τασκένδη του Ουζμπεκιστάν, ανέλαβε τη Μπουνιοντκόρ μεσούσης της σεζόν και κατέκτησε το νταμπλ της περιόδου 2008, ενώ έφτασε ως τα ημιτελικά του Ασιατικού Τσάμπιονς Λιγκ.[72]
Στις 12 Ιανουαρίου 2009 υπέγραψε στη ρωσική ΤΣΣΚΑ Μόσχας, αλλά τα αποτελέσματα υπήρξαν πενιχρά και στις 10 Σεπτεμβρίου αντικαταστάθηκε.[73][74]
Έξι ημέρες αργότερα, ο Ζίκο προσλήφθηκε από τον Ολυμπιακό Πειραιώς στη θέση του απολυμένου Τιμούρ Κετσπάγια.[75] Μολονότι η ομάδα αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα με τραυματισμούς βασικών παικτών, υπό τις οδηγίες του Βραζιλιάνου τερμάτισε άνετα στη δεύτερη θέση του ομίλου της στο Τσάμπιονς Λιγκ 2009–10 και κέρδισε την πρόκριση στην επόμενη φάση. Όμως στο ελληνικό πρωτάθλημα η πορεία δεν ήταν ανάλογη: μετά από ένα καλό φθινοπωρινό ξεκίνημα, το χειμώνα ο Ολυμπιακός απώλεσε 12 βαθμούς σε μόλις εννέα αγωνιστικές, πέφτοντας στη δεύτερη θέση της βαθμολογίας με 7 βαθμούς διαφοράς από τον προπορευόμενο Παναθηναϊκό. Ο Βραζιλιάνος βρέθηκε στο επίκεντρο πολύ σκληρής κριτικής από τον τύπο και τους οπαδούς, τόσο για την κακή απόδοση της ομάδας,[76] όσο και για κάποιες δυσνόητες αποφάσεις του, όπως το να δώσει ρεπό εννέα ημερών στους ποδοσφαιριστές την περίοδο της Πρωτοχρονιάς. Τελικά, στις 19 Ιανουαρίου 2010 η διοίκηση του Ολυμπιακού τον απέπεμψε, αντικαθιστώντας τον με το δίδυμο Μπόζινταρ Μπάντοβιτς - Ανδρέα Νινιάδη.[77] Τον Αύγουστο του 2011 ανέλαβε προπονητής στην εθνική ομάδα ποδοσφαίρου του Ιράκ, όπου παρέμεινε για ένα χρόνο. Είχε για την ευθύνη για πρώτη φορά της ομάδας σε έναν αγώνα εναντίον της Ιορδανίας στις 2 Σεπτεμβρίου 2011. Παραιτήθηκε στις 27 Νοεμβρίου 2012, λέγοντας ότι η Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία της χώρας δεν είχε εκπληρώσει τους όρους του συμβολαίου του. Είχε δέκα νίκες, έξι ισοπαλίες και πέντε ήττες σε 21 παιχνίδια με το Ιράκ.[78] Από το 2018 είναι τεχνικός διευθυντής της Κασίμα Άντλερς.[79] Τη θέση αυτή είχε και το χρονικό διάστημα 1996–2002.[80]
Για ένα σύντομο διάστημα ασχολήθηκε και με την πολιτική, διατελώντας Υπουργός Αθλητισμού της Βραζιλίας από το 1990. Κράτησε αυτή τη θέση για περίπου ένα χρόνο. Το πιο γνωστό του έργο ήταν ο «Νόμος Ζίκο», ο οποίος άλλαξε τη δομή του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου, μειώνοντας τη δύναμη των συλλόγων σε σχέση με τους παίκτες. Μεταξύ των θεμάτων που ρυθμίστηκαν από τον νόμο είναι, για παράδειγμα, η δημιουργία του Ανώτερου Αθλητικού Συμβουλίου - μιας οντότητας που έχει σχεδιαστεί για να επιβάλλει τον ίδιο τον νόμο - και την οργάνωση της αθλητικής δικαιοσύνης. [81]
Ομάδα | Αγωνιστική Χρονιά |
Εθνικό Πρωτάθλημα |
Πολιτειακό Πρωτάθλημα |
Κύπελλο | Κόπα Λιμπερταδόρες |
Σύνολο | |||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Αγώνες | Γκολ | Αγώνες | Γκολ | Αγώνες | Γκολ | Αγώνες | Γκολ | Αγώνες | Γκολ | ||
Φλαμένγκο α' περίοδος |
1971 | 15 | 2 | - | - | - | - | - | - | 15 | 2 |
1972 | 4 | 0 | 2 | 0 | - | - | - | - | 6 | 0 | |
1973 | 26 | 8 | 9 | 0 | - | - | - | - | 35 | 8 | |
1974 | 19 | 12 | 31 | 20 | - | - | - | - | 50 | 32 | |
1975 | 27 | 10 | 28 | 30 | - | - | - | - | 55 | 40 | |
1976 | 20 | 14 | 27 | 18 | - | - | - | - | 47 | 32 | |
1977 | 18 | 10 | 29 | 27 | - | - | - | - | 47 | 37 | |
1978 | 0 | 0 | 22 | 19 | - | - | - | - | 22 | 19 | |
1979 | 8 | 5 | 43 | 60 | - | - | - | - | 51 | 65 | |
1980 | 19 | 21 | 26 | 19 | - | - | - | - | 45 | 40 | |
1981 | 8 | 3 | 33 | 25 | - | - | 13 | 11 | 55 | 39 | |
1982 | 23 | 21 | 21 | 21 | - | - | 4 | 2 | 48 | 44 | |
1983 | 25 | 17 | - | - | - | - | 4 | 3 | 29 | 20 | |
Σύνολο | 212 | 123 | 271 | 239 | - | - | 21 | 16 | 504 | 378 | |
Ουντινέζε | 1983-4 | 24 | 19 | - | - | 9 | 5 | - | - | 33 | 24 |
1984-5 | 16 | 3 | - | - | 5 | 3 | - | - | 20 | 6 | |
Σύνολο | 40 | 22 | - | - | 14 | 8 | - | - | 54 | 30 | |
Φλαμένγκο β' περίοδος | |||||||||||
1985 | 3 | 1 | 3 | 2 | - | - | - | - | 6 | 3 | |
1986 | 0 | 0 | 4 | 3 | - | - | - | - | 4 | 3 | |
1987 | 12 | 5 | 5 | 1 | - | - | - | - | 17 | 6 | |
1988 | 14 | 4 | 6 | 0 | - | - | - | - | 20 | 4 | |
1989 | 8 | 2 | 11 | 2 | 7 | 2 | 1 | 0 | 27 | 6 | |
Σύνολο | 37 | 12 | 29 | 8 | 7 | 2 | 1 | 0 | 74 | 22 | |
Σουμιτόμο | |||||||||||
1991-2 | 22 | 21 | - | - | - | - | - | - | 22 | 21 | |
Κασίμα | |||||||||||
1992 | - | - | - | - | 12 | 7 | - | - | 12 | 7 | |
1993 | 17 | 9 | - | - | 7 | 3 | - | - | 24 | 12 | |
1994 | 7 | 5 | - | - | - | - | - | - | 7 | 5 | |
Σύνολο | 46 | 35 | - | - | 19 | 10 | - | - | 65 | 45 | |
Σύνολο καριέρας | 335 | 192 | 300 | 247 | 40 | 20 | 22 | 16 | 697 | 475 |
Εθνική ομάδα | Έτος | Συμμ. | Γκολ |
---|---|---|---|
Βραζιλία | 1976 | 9 | 6 |
1977 | 7 | 6 | |
1978 | 11 | 3 | |
1979 | 5 | 5 | |
1980 | 5 | 4 | |
1981 | 12 | 10 | |
1982 | 11 | 8 | |
1983 | 1 | 0 | |
1984 | 0 | 0 | |
1985 | 5 | 3 | |
1986 | 5 | 3 | |
Σύνολο | 71 | 48 |
Φλαμένγκο
Κασίμα Άντλερς
Βραζιλία
Φενερμπαχτσέ
Μπουνιοντκόρ ΠΦΚ
ΤΣΣΚΑ Μόσχα
Ιαπωνία
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.