πόλη της Αλβανίας From Wikipedia, the free encyclopedia
Το Ελμπασάν ή Ελβασάν (αλβανικά: Elbasan ή Elbasani) είναι πόλη στην κεντρική Αλβανία. Το Ελμπασάν είναι μια από τις μεγαλύτερες πόλεις της χώρας, με 128.150 κατοίκους σύμφωνα με την απογραφή του 2011, ενώ η μητροπολιτική περιοχή της πόλης έχει 296.082 κατοίκους. Η πόλη είναι κτισμένη στις βόρειες όχθες του ποταμού Σκούμπιν, 32 χιλιομέτρα νοτιοανατολικά των Τιράνων και είναι πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού και επαρχίας. Ονομαζόταν Νεόκαστρον στα Ελληνικά, Νόβιγκραντ (Νέα Πόλη) στα Σλαβικά και Terra Nuova στα Ιταλικά. Το σύγχρονο όνομα προέρχεται από το τουρκικό ιλ-μπασάν ("αυτός που πάτησε το χέρι").
Ελμπασάν | ||
---|---|---|
| ||
Χώρα | Αλβανία | |
Διοικητική υπαγωγή | Δήμος του Ελμπασάν | |
Υψόμετρο | 140 μέτρα | |
Πληθυσμός | 78.703 (1 Οκτωβρίου 2011)[1] | |
Ταχ. κωδ. | 3001–3006 | |
Ζώνη ώρας | UTC+01:00 (επίσημη ώρα) UTC+02:00 (θερινή ώρα) | |
Ιστότοπος | Επίσημος ιστότοπος | |
Σχετικά πολυμέσα | ||
Τον Αύγουστο του 2010 αρχαιολόγοι ανακάλυψαν δύο ιλλυρικούς τάφους κοντά στα τείχη του κάστρου του Ελμπασάν.[2] Κοντά στη θέση του σύγχρονου Ελμπασάν το 2ο αιώνα π.Χ. αναπτύχθηκε ένας εμπορικός σταθμός, κτισμένο ονόματι Μάνσιο Σκάμπα, κοντά σε ένα κόμβο δύο κλάδων ενός σημαντικού Ρωμαϊκού δρόμου, της Εγνατίας Οδού, που συνέδεε τις ακτές της Αδριατικής με το Βυζάντιο. Μέχρι τον 3ο και το 4ο αιώνα μ.Χ., η πόλη είχε αναπτυχθεί και προστατευόταν από ένα κάστρο με πύργους.[3] Η πόλη εμφανίζεται στις διαδρομές της ύστερης αρχαιότητας όπως η Tabula Peutingeriana ή το Itinerarium Burdigalense ως Scampis ή Hiscampis.[4]
Συμμετείχε στη διάδοση του Χριστιανισμού κατά μήκος της Εγνατίας και είχε επίσκοπο, καθεδρικό ναό και βασιλικές ήδη από τον πέμπτο αιώνα. Ως πόλη σε πλατειά ποτάμια κοιλάδα ήταν ευάλωτη σε επιθέσεις από τη στιγμή που αποχώρησαν οι λεγεώνες αποχώρησαν, αλλά ο Αυτοκράτορας Ιουστινιανός προσπάθησε να ενισχύσει τις οχυρώσεις. Η πόλη μνημονεύεται στο έργο του Προκόπιου και επιβίωσε από επιθέσεις Οστρογότθων και Πρωτοβουλγάρων.
Η θέση φαίνεται να είχε εγκαταλειφθεί μέχρι που ο Οθωμανικός στρατός έκανε εκεί ένα στρατόπεδο, που το ακολούθησε αστική ανοικοδόμηση επί Σουλτάνου Μωάμεθ Β΄ το 1466. Ο Μωάμεθ κατασκεύασε ένα ογκώδες τετράπλευρο κάστρο με βαθειά τάφρο και τρεις πύλες. Το ονόμασε Ελμπασάν που σημαίνει 'αυτός που πάτησε (με το χέρι του) το κάστρο΄, 'αυτός που έβαλε το χέρι του', κ.α. στα Τούρκικα. Έχτισε το κάστρο για να πολεμήσει το Σκεντέρμπεη, λόγω της συνεχιζόμενης σύγκρουσης μεταξύ Οθωμανών και Αλβανών. Έγινε έδρα του ομώνυμου σαντζακίου, κέντρου του Οθωμανικού αστικού πολιτισμού για τα επόμενα 445 χρόνια. Αν και ο Χαλίλ Ιναλτσίκ (Τούρκος ιστορικός γεν. 1916) αναφέρει ότι το Σαντζάκι του Ελμπασάν ιδρύθηκε συγχρόνως με την κατασκευή του φρουρίου το 1466, με βάση καταγραφή του Τουρσούν Μπεγκ (Οθωμανού χρονικογράφου του 15ου αιώνα) είναι πιθανόν το Ελμπασάν να ήταν αρχικά τμήμα του Σαντζακίου της Οχρίδας.[5] Το 1467 εκτοπίστηκαν με τη βία στο Ελμπασάν πολλοί Χριστιανοί από τα Σκόπια, την Οχρίδα, τις Σέρρες και την Καστοριά.[6] Στο τέλος του 17ου αιώνα είχε 2.000 κατοίκους. Το τείχος κατεδαφίστηκε από τον Κιουταχή το 1832. Το 1864 το Σαντζάκι του Ελμπασάν έγινε τμήμα του Βιλαετίου του Μοναστηρίου. Στην αρχή του 20ού αιώνα εκτιμάται ότι ζούσαν στο Ελμπασάν 15.000 άνθρωποι.[7]
Το 1909, μετά την επανάσταση των Νεότουρκων στην Κωνσταντινούπολη, συνήλθε στο Ελμπασάν ένα Αλβανικό Εθνικό Συνέδριο για να μελετήσει εκπαιδευτικά και πολιτιστικά θέματα. Οι αντιπρόσωποι, όλοι από την κεντρική και τη νότια Αλβανία, ενέκριναν την απόφαση του Συνεδρίου του Μοναστηρίου (1908), που είχε συνέλθει στο Μοναστήρι (σημερινό Μπίτολα, στη Βόρεια Μακεδονία) να χρησιμοποιείται το λατινικό αλφάβητο αντί της αραβικής γραφής στα γραπτά αλβανικά.
Η πρώτη παιδαγωγική σχολή στην Αλβανία, η "Shkolla Normale e Elbasanit" ιδρύθηκε στο Ελμπασάν (1909). Πριν το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το Ελμπασάν ήταν μια πόλη με ένα μείγμα ανατολικών και μεσαιωνικών κτιρίων, καλντερίμια και ένα μεγάλο παζάρι. Υπήρχε ένας σαφώς καθορισμένος Χριστιανικός οικισμός μέσα στα τείχη του κάστρου, μια Βλάχικη συνοικία στις παρυφές της πόλης και αρκετά ωραία τζαμιά και Ισλαμικά κτίρια. Τότε ο πληθυσμός ήταν περίπου 15.000 κάτοικοι.
Ο Αγγλος δημοσιογράφος Τζέιμς Ντέιβιντ Μπούρτσιερ, ανταποκριτής τότε των The Times στα Βαλκάνια, αναφέρει ότι σε μια επίσκεψη το 1911 είδε :
"Ο πληθυσμός γιόρταζε το Μπαϊράμ σε ένα κεντρικό χώρο : έφερναν γύρο με πρωτογονική ευθυμία με τσιγγάνους τροβαδούρους (με κλαρίνα και τύμπανα) ... πεχλιβάνηδες πάλευαν, κυρίως πρόσφυγες από τη Δίβρη, βγάζοντας έτσι επισφαλώς τα προς το ζην.
Κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο καταλήφθηκε από Σερβικά στρατεύματα στις 29 Νοεμβρίου 1912, που αποχώρησαν στις 25 Οκτωβρίθου 1913 μετά από τελεσίγραφο του Ηνωμένου Βασίλειου και της Αυστροουγγαρίας.
Η Μουσουλμανική πλειοψηφία του Ελμπασάν ήταν αντίθετη με την τοπθέτηση του Πρίγκιπα Βιντ το 1914. Το Ελμπασάν καταλήφθηκε διαδοχικά από Σέρβους, Βούλγαρους, Αυστριακούς και Ιταλούς μεταξύ 1915 και 1918. Ο Βουλγαρικός στρατός κατέλαβε το Ελμπασάν στις 29 Ιανουαρίου 1916, κατά τη Βουλγαρική κατοχή της Αλβανίας (1915-1917).[8] Το Μάρτιο του 1916 ο στρατός της Αυστροουγγαρίας κατέλαβε το Ελμπασάν.[8] Από τον Ιούνιο του 1916 ως το Μάρτιο του 1917 ο Στάνισλαβ Κόστκα Νόιμαν πολέμησε εκεί με τον Αυστριακό στρατό και περιγράφει τα πολεμικά του απομνημονεύματα για την κατοχή στο έργο του «Ελμπασάν».[9] Η βιομηχανική ανάπτυξη άρχισε την περίοδο του Ζόγου, οπότε ιδρύθηκαν εργοστάσια καπνού και οινοπνεύματος.
Η πόλη διέθετε επίσης ωραία δημόσια κτίρια, αναπτυγμένες εκπαιδευτικές υποδομές, δημόσιους κήπους και καταστήματα από ξύλο. Υπέστη σοβαρές ζημιές κατά τον πόλεμο, αλλά ακολούθησε ένα εντατικό πρόγραμμα οικονομικής ανάπτυξης κατά την Κομμουνιστική περίοδο, που αύξησε τον πληθυσμό της πόλης σε περίπου 75.000 κατοίκους. Αποκορύφωμα αυτής της ανάπτυξης ήταν η κατασκευή του τεράστιου μεταλλουργικού συγκροτήματος Ατσάλι του Κόμματος (στα Αλβανικά Çeliku i Partisë) με κινεζική βοήθεια το 1971-1974. Χαρακτηρίστηκε από τον Ενβέρ Χότζα "Δεύτερη Εθνική Απελευθέρωση της Αλβανίας". Οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις του συγκροτήματος ήταν σοβαρές για την κοιλάδα του Σκούμπιν και εγκαταλείφθηκε μετά την πτώση του κομμουνισμού.[10]
Το Ελμπασάν έχει καταληφθεί μεταξύ άλλων από Σέρβους, Βούλγαρους, Αυστριακούς και Ιταλούς. Η πόλη παρέμεινε κέντρο του Ισλάμ στην Αλβανία ακόμη και μετά την Οθωμανική κατάκτηση. Μετά την απόφαση του Συνέδριου του Μοναστηρίου (1908), (στο σημερινό Μπίτολα, στη Βόρεια Μακεδονία) να χρησιμοποιείται το Λατινικό αλφάβητο για τη γραπτή Αλβανική γλώσσα, Μουσουλμάνοι κληρικοί επηρεαζόμενοι από τους Νεότουρκους έκαναν αρκετές διαδηλώσεις υπέρ της Αραβικής γραφής στο Ελμπασάν.
Στο κέντρο της πόλης βρίσκεται η Ορθόδοξη Εκκλησία της Αγίας Μαρίας. Η εκκλησία χτίστηκε το 1830 στα θεμέλια μιας άλλης παλαιότερης εκκλησίας, που είχε εν μέρει καεί το 1819. Μπορεί κανείς ακόμη να δει ζωγραφική και τοιχογραφίες του Ονούφρι (16ος αιώνας), αποκαταστημένες από το Νταβίντ Σελενιτσάσι (1700) και τον Κοσταντίν Σελκάνι. Η εκκλησία υπήρξε σημαντικό κέντρο θρησκευτικό και πολιτιστικό για την Αλβανική γλώσσα. Σε αυτήν έχουν υπηρετήσει οι Θεόδωρος Χατζηφιλίππης, Κωνσταντίνος Χριστοφορίδης (1826-1895, σπούδασε στη Ζωσιμαία Σχολή των Ιωαννίνων και μεταφράζοντας την Καινή Διαθήκη τόσο στα Γκεγκικά Αλβανικά όσο και στα Τοσκικά Αλβανικά πιστώνεται με τη θεμελίωση της βάσης για την ενοποίηση των δύο διαλέκτων σε μια εθνική γλώσσα) και ο Αλεξάντερ Τζουβάνι (1889-1961, σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και το Πανεπιστήμιο του Ελμπασάν φέρει το όνομά του). Είναι οι συγγραφείς ή μεταφραστές πολλών ψαλμών στα Αλβανικά. Η εκκλησία λειτούργησε ως το πρώτο Αλβανικό σχολείο του Ελμπασάν στη νεότερη εποχή, που άνοιξε το 1908.
Αλλες Ορθόδοξες εκκλησίες στην Επαρχία του Ελμπασάν είναι η εκκλησία Μαμέλι (17ος αιώνας), η εκκλησία του Αγίου Νικολάου (Αλβανικά : Shen Kolli) στο Σελκάν (1554), η εκκλησία του Αγίου Νικολάου στο Βάλες (1604), η εκκλησία των Αγίων Κοσμά και Δαμιανού στο Στερστάν (18ος αιώνας), η εκκλησία του Αγίου Μιχαήλ (Αλβανικά : Shen Mehilli) στο Σαλές (17ος αιώνας), η εκκλησία της Αγίας Μαρίας στο Ντράγκοτ (18ος αιώνας), η εκκλησία του Αγίου Νικολάου του Ελμπασάν (17ος αιώνας) και η εκκλησία του Αγίου Αθανασίου του Ελμπασάν (1554).
Περίπου 7 χιλιόμετρα από το Ελμπασάν υπάρχει ένα παλιό μοναστήρι και ορθόδοξη εκκλησία, όπου ειδικότερα ήταν θαμμένος ως το 1995 ο Άγιος Ιωάννης Βλαδίμηρος, οπότε τα λείψανά του μεταφέρθηκαν στην Ορθόδοξη Μητρόπολη στα Τίρανα και επιστρέφονται στο μοναστήρι μόνο κατά τις ημέρες που εορτάζει.
Το Ελμπασάν είναι έδρα της Εθνικής Αυτοκέφαλης Αλβανικής Εκκλησίας (Αλβανικά : Kisha Autoqefale Kombetare), μια σχετικά νέα ορθόδοξη αυτοκέφαλη εκκλησία, που αποσχίσθηκε από την Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας το 1995. Ηγέτης της είναι ο Πατέρας Νικόλε Μάρκου. Το Ελμπασάν έχει ακόμη μια Καθολική εκκλησία.
Η πόλη έχει τέσσερα μουσεία :
Η πόλη είναι γνωστή για τα ανατολίτικα κτίρια της. Από τα πολλά τζαμιά που βρίσκονταν στη πόλη σήμερα σώζεται λίγα, όπως το βασιλικό τζαμί, κατασκευασμένο το 1492. Εντός των τειχών της πόλης βρίσκεται και το γυναικείο χαμάμ, το οποίο σήμερα έχει μετατραπεί σε μπαρ. Ένα άλλο αξιοθέατο της πόλης είναι ο πύργος του ρολογιού που χρονολογείται από το 1899, ο τρίτος στη σειρά μετά την κατάρρευση των δύο προηγούμενων.[11]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.