Ωκεανογραφία (επίσης γνωστή ως ωκεανολογία) είναι η επιστήμη που μελετά τις βιολογικές, γεωλογικές, φυσικές και χημικές παραμέτρους των ωκεανών, των θαλασσών και των υδάτινων οικοσυστημάτων με στόχο τη προστασία και τη διατήρησή τους. Οι ωκεανογράφοι μελετούν και διεξάγουν έρευνες για θέματα που σχετίζονται με τη θάλασσα και τους ωκεανούς. Οι ωκεανογράφοι διακρίνονται σε διαφορετικές κατηγορίες ανάλογα με το πεδίο έρευνάς τους: φυσικοί ωκεανογράφοι οι οποίοι ερευνούν τα κύματα και τις παλίρροιες, χημικοί ωκεανογράφοι οι οποίοι μελετούν τη χημική σύσταση των θαλάσσιων υδάτων και γεωλόγοι ωκεανογράφοι οι οποίοι ερευνούν τον βυθό της θάλασσας και τις πλάκες του.[1]
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν.
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές ορθογραφικής και συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. Αίτιο: bold χαρακτήρες
Για περαιτέρω βοήθεια, δείτε τα λήμματα πώς να επεξεργαστείτε μια σελίδα και τον οδηγό μορφοποίησης λημμάτων.
Η Παλαιοωκεανογραφία μελετά την εξέλιξη και ιστορία των ωκεανών στο γεωλογικό χρόνο. Η Παλαιοωκεανογραφία είναι ο επιστημονικός κλάδος που μελετά τις μεταβολές που έχουν υποστεί το σχήμα, η σύσταση και γενικά ο χαρακτήρας των ωκεανών. Οι μεταβολές αυτές είναι το αποτέλεσμα των παλαιογεωγραφικών μεταβολών.
Η Γένεση της Ωκεανογραφίας
Ο πλοίαρχος James Cook θεωρείται ο πρώτος θαλασσοπόρος επιστήμονας. Σε αυτόν οφείλεται η πρώτη χαρτογράφηση του Ειρηνικού Ωκεανού. Ο Κάρολος Δαρβίνος συμμετείχε ως άμισθος φυσιογνώστης στον ερευνητικό πλόα του H.M.S. Beagle που διήρκεσε 4,4 χρόνια. Το 1842 δημοσίευσε το "Περί της δομής και κατανομής των Κοραλλιογενών Υφάλων", ενώ το 1859 δημοσίευσε το "Περί της Καταγωγής των Ειδών". Η αποστολή του ερευνητικού πλοίου H.M.S. Challenger (1872-1876), αποτέλεσε τη γένεση της Ωκεανογραφίας και ο ερευνητικός πλόας είχε σκοπό τη διαπίστωση ύπαρξης ή όχι ζωής στα βάθη των ωκεανών. Η αποστολή χρηματοδοτήθηκε από την Royal Society of London η οποία ήθελε τα αποτελέσματα σχετικά με: i) τη χημική σύσταση του θαλάσσιου νερού, ii) τη κατανομή της ζωής με το βάθος, iii) τα παράκτια και τα ωκεάνια ρεύματα και iv) τα ιζήματα των ωκεάνιων βαθών.
Η Ωκεανογραφία στη Σύγχρονη Εποχή
Στον 20ό αιώνα η μελέτη του θαλάσσιου περιβάλλοντος επιβάλλεται από ανάγκες: i) Πρακτικές: στρατιωτικές, μελέτη ανέμου και ρευμάτων για ασφαλέστερη ναυσιπλοΐα, ii) Οικονομικές: αλιεία, εξόρυξη πετρελαίου και ορυκτών υλών, iii) Ακαδημαϊκές: επιστημονική γνώση του θαλάσσιου μέσου (ιδιότητες, κυκλοφορία, προσομοίωση κ.λπ.).
Νέες τεχνολογίες
Τηλεπισκόπηση (Δορυφορική Ωκεανογραφία): Συλλογή στοιχείων από αεροπλάνα ή δορυφόρους. Επιτρέπει μεγάλης κλίμακας (παγκόσμια) εποπτεία σε πραγματικό χρόνο. Εφαρμογές των δορυφόρων στην Ωκεανογραφία: Προσδιορισμός επιφανειακών θερμοκρασιών θάλασσας, Παρακολούθηση πάγων, Θαλάσσια Τοπογραφία, Εκτίμηση βάθους θάλασσας, Μέτρηση κυμάτων - ρευμάτων - παλιρροιών - ανέμου, Ανίχνευση πετρελαιοκηλίδων, Εμπορική αλιεία, Μέτρηση χλωροφύλλης, Παρακολούθηση πορείας πλοίων.
Ενεργητικοί αισθητήρες: Εκπέμπουν και προσλαμβάνουν σήματα (ακτινοβολία).
Παθητικοί αισθητήρες: Προσλαμβάνουν τη φυσική ακτινοβολία.
Η Ωκεανογραφία, είναι σχετικά σύγχρονη επιστήμη αν και έχουν βρεθεί καταγραφές παλιρροιών από τον Αριστοτέλη και τον Στράβωνα. Εξετάζει:
τη διαμόρφωση των μεγάλων ωκεάνιων λεκανών αλλά και όλων των θαλασσών, τα υποθαλάσσια ηφαίστεια, τα υποθαλάσσια ρήγματα, τις μεσο-ωκεάνιες ράχες, τα αβυσσικά πεδία και τις ωκεάνιες τάφρους (όπως η Τάφρος των Μαριανών: το βαθύτερο σημείο των ωκεανών της Γης), τους ορυκτούς πόρους στο θαλάσσιο πυθμένα, τη χαρτογράφηση υποθαλάσσιων και παράκτιων γεω-επικινδυνοτήτων (όπως σε λιμένες), τη διάβρωση των ακτών από την επίδραση των κυμάτων και των ρευμάτων σε συνδυασμό με τις παράκτιες και υποθαλάσσιες κατασκευές,
τρόπους μετάβασης στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας προερχόμενες από το θαλάσσιο και παράκτιο περιβάλλον, τη βιώσιμη ανάπτυξη του θαλασσίου και παράκτιου περιβάλλοντος και τη «Γαλάζια Ανάπτυξη» (δηλαδή τη μακροπρόθεσμη στρατηγική για τη στήριξη της βιώσιμης ανάπτυξης του θαλάσσιου και ναυτιλιακού τομέα).
Η Ωκεανογραφία διακρίνεται σε τέσσερις βασικές ειδικότητες:
Βιολογική ωκεανογραφία, η οποία παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον λόγω της συνεισφοράς της στην αλιεία, τα ιχθυαποθέματα και την καταγραφή - χαροτγράφηση των αλιευτικών πεδίων, τα οποία αποτελούν πηγή οικονομικού και περιβαλλοντικού πλούτου για πολλές χώρες, αλλά και στην επίλυση του παγκόσμιου προβλήματος της υπεραλίευσης ειδών (ιχθύες, οστρακοειδή, δίθυρα, μαλάκια) και της μείωσης των απορριπτόμενων ειδών. Επίσης περιλαμβάνεται, η καταγραφή και παρακολούθηση των θαλασσίων θηλαστικών και των λειμώνων (λιβάδια) Ποσειδωνίας (Posidonia oceanica), όπου και υπάρχει πλούσια θαλάσσια βιοποικιλότητα, καθώς είναι προστατευόμενα ενδιαιτήματα οργανισμών (όπως εχινόδερμα, δακτυλιοσκώληκες, αρθρόποδα, γυμνοβράγχια) και περιοχές αυξημένης οικολογικής σημασίας. Ο κλάδος γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση μετά την επινόηση της αυτόνομης καταδυτικής συσκευής (αυτόνομη κατάδυση) από τον Ζάκ Υβ Κουστώ το 1943, η οποία επιτρέπει τη καταγραφή και παρακολούθηση των θαλασσίων οργανισμών στο φυσικό τους περιβάλλον (μη καταστρεπτική μέθοδος).
Γεωλογική ωκεανογραφία, δηλαδή τη μελέτη της γεωλογίας και της δομής του θαλάσσιου πυθμένα και των ορυκτών πόρων που βρίσκονται σε αυτόν. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η τεκτονική γεωλογία του πυθμένα των ωκεανών και η μελέτη της ηφαιστειακής δραστηριότητας στα μεγάλα βάθη (υποθαλάσσια ηφαίστεια, υδροθερμικές αναβλύσεις), όπως και η μελέτη των θαλασσίων ιζημάτων (χαλίκια, άμμος, πηλός, άργιλος) και των τρόπων μεταφοράς τους.
Φυσική ωκεανογραφία (διακρίνεται σε Περιγραφική Φυσική Ωκεανογραφία και Δυναμική Φυσική Ωκεανογραφία), που ασχολείται με την καταγραφή της θερμοκρασίας, πυκνότητας, αγωγιμότητας και αλατότητας των υδάτων, τα ρεύματα, τις παλίρροιες και την κυματική δράση. Ειδικοί κλάδοι ασχολούνται με την διάδοση ηχητικών κυμάτων, φωτός και ραδιοηλεκτρικών κυμάτων στο θαλάσσιο περιβάλλον και έχουν αναπτυχθεί λόγω της μεγάλης σημασίας των φαινομένων αυτών στις ναυτικές πολεμικές επιχειρήσεις.
Χημική ωκεανογραφία, δηλαδή τη μελέτη της χημικής συμπεριφοράς των θαλασσίων υδάτων (θαλάσσιο νερό) και την αλληλεπίδραση τους με την ατμόσφαιρα και τον θαλάσσιο πυθμένα. Συνήθως οι καταγραφές των χημικών χαρακτηριστικών των θαλασσίων υδάτων διεξάγονται παράλληλα με αυτές της φυσικής ωκεανογραφίας. Η χημική ωκεανογραφία επίσης μας παρέχει πληροφορίες σχετικά με τη ρύπανση των θαλασσών από ανθρώπινες δραστηριότητες (ρύπανση των υδάτων, πλαστική θαλάσσια ρύπανση - μικροπλαστικά, πετρελαιοκηλίδες).
Ορισμένοι συγγραφείς ομαδοποιούν τις διάφορες εφαρμογές της ωκεανογραφίας στην επίλυση συγκεκριμένων πρακτικών προβλημάτων στην Εφαρμοσμένη ωκεανογραφία. Ο κλάδος συνεχώς επεκτείνεται καθώς συνεχώς εμφανίζονται νέες εμπορικές και στρατιωτικές εφαρμογές.
Με τον ειδικότερο όρο Υδρογραφία σήμερα χαρακτηρίζεται η συστηματική εργασία που περιλαμβάνει γεωδαιτικές αποτυπώσεις, βαθυμετρήσεις και μετρήσεις παλιρροιών και ρευμάτων με έμφαση στη παραγωγή δημοσιεύσεων χρήσιμων για τη ναυσιπλοΐα. Το μεγαλύτερο μέρος των υδρογραφικών εργασιών διεξάγεται σε παράκτιες ζώνες και σε αβαθή ύδατα, στα οποία και υπάρχουν γεω-επικινδυνότητες για τη ναυσιπλοΐα.
Η Ωκεανογραφία χρησιμοποιεί μεγάλη ποικιλία τεχνικών μέσων, τα οποία περιλαμβάνουν:
Ειδικά πλοία, είτε εκ κατασκευής είτε εκ μετατροπής μεγάλων αλιευτικών. Χαρακτηρίζονται ως Ωκεανογραφικά, Υδρογραφικά ή Ερευνητικά. Πληρούν κατάλληλες προϋποθέσεις για πρόσθετο επιστημονικό και τεχνικό προσωπικό, χώρους για εργαστήρια, βαρούλκα, ειδικό εξοπλισμό αποστολής για συλλογή δεδομένων (όπως χαρτογραφήσεις), αλιευτικά εργαλεία, κλπ.
Τοπογραφικά όργανα και συστήματα προσδιορισμού θέσης (π.χ. GPS, DGPS).
Εργαστηριακό εξοπλισμό (εξέταση φυσικών, χημικών και μικροβιολογικών παραμέτρων σε δείγματα, εργαστήρια βιολογίας).
Καταδυτικός εξοπλισμός, ιδιαίτερα χρήσιμος για επιστημονική κατάδυση στη Θαλάσσια Βιολογία.
Υποβρύχιες φωτογραφικές μηχανές και μηχανές εικονοληψίας.
Στην Ελλάδα με την επιστήμη της Ωκεανογραφίας και τις Θαλάσσιες Επιστήμες ασχολούνται:
Η Υδρογραφική Υπηρεσία Πολεμικού Ναυτικού[2]. Η Υδρογραφική Υπηρεσία (ΥΥ) είναι ο επίσημος υδρογραφικός φορέας της Ελλάδας. Αποτελεί ανεξάρτητη Υπηρεσία του Πολεμικού Ναυτικού (ΠΝ) η οποία εδρεύει στο νομό Αττικής και υπάγεται απ΄ ευθείας στον Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού (ΓΕΝ). Έχει τη δική της σφραγίδα και έμβλημα, τα οποία φέρονται επί των εκδόσεων της. Τα στελέχη της ΥΥ εκπροσωπούν τη χώρα στoν Διεθνή Υδρογραφικό Οργανισμό (ΙΗΟ - International Hydrographic Organization), συμμετέχουν σε επιτροπές και διεθνείς πολιτικούς και στρατιωτικούς οργανισμούς, για θέματα που έχουν σχέση με το έργο και την αποστολή της. Σκοπός της Υδρογραφικής Υπηρεσίας είναι η σπουδή των Ελληνικών και ξένων θαλασσών και ακτών, η μελέτη των συνθηκών της ναυσιπλοΐας, η συμβολή στην ανάπτυξη και προαγωγή επιστημών και τεχνών που συνδέονται με τη ναυσιπλοΐα, τη ναυτιλία και τη ναυτική μετεωρολογία. Στην αποστολή της ΥΥ εντάσσονται, μεταξύ άλλων, η σχεδίαση και παραγωγή ναυτικών χαρτών και ναυτιλιακών εκδόσεων, καθώς και η δημιουργία προϊόντων που προέρχονται από την μελέτη των παραμέτρων του θαλασσίου περιβάλλοντος, την ανάπτυξη των γεωεπιστημών (Υδρογραφία, Τοπογραφία, Ωκεανογραφία, Γεωγραφία) και της επιστήμης της Ναυτιλίας. Ειδικότερα η ΥΥ συλλέγει, επεξεργάζεται και αξιοποιεί πληροφορίες και δεδομένα για την παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών που σχετίζονται με τους τομείς της Υδρογραφίας, της Ναυτικής Χαρτογραφίας, της Ναυτιλίας και της Στρατιωτικής Ωκεανογραφίας, με σκοπό: i) Την υποστήριξη και κάλυψη των επιχειρησιακών απαιτήσεων του ΠΝ και γενικότερα της Εθνικής Άμυνας, σε θέματα αρμοδιότητάς της, ii) Τη συμβολή στην ασφάλεια των ναυτιλλομένων στις Ελληνικές και γειτνιάζουσες θάλασσες, iii) Τη προστασία του θαλασσίου περιβάλλοντος, iv) Τη συμβολή στην ανάπτυξη της οικονομίας της νησιωτικής χώρας, v) Τη συνδρομή και υποστήριξη του έργου δημοσίων υπηρεσιών, νομικών ή φυσικών προσώπων και ιδιωτικών φορέων εφόσον απαιτηθεί. Επικεντρώνεται στις υδρογραφικές και χαρτογραφικές εργασίες. Η Υδρογραφική Υπηρεσία είναι ο αρμόδιος κρατικός φορέας που έχει την αποκλειστική δικαιοδοσία και πιστοποίηση για την σύνταξη, έκδοση, συμπλήρωση και διόρθωση των επίσημων ναυτικών χαρτών της Ελλάδας και των ενημερώσεων αυτών, καθώς και για την έκδοση, συμπλήρωση και διόρθωση των επίσημων ναυτιλιακών εκδόσεων. Επίσης, η ΥΥ εκδίδει σε έντυπη ή/ και ηλεκτρονική μορφή, ναυτιλιακά βοηθήματα και οδηγίες, αγγελίες, μηνύματα και ανακοινώσεις, κυματικές προγνώσεις και ωκεανογραφικές πληροφορίες, συμβάλλοντας στην προαγωγή και ανάπτυξη της ναυτιλίας και στην ασφάλεια της ναυσιπλοΐας. Τέλος, η ΥΥ αποτελεί τον Εθνικό Συντονιστή για τη διαχείριση και λειτουργία του Συστήματος NAVTEX, σύμφωνα με όσα ορίζουν η εθνική και διεθνής νομοθεσία και πρακτική. Διαθέτει τρία υδρογραφικά-ωκεανογραφικά πλοία, τα: Υ/Γ-ΩΚ «Ναυτίλος», Υ/Γ-ΩΚ «Πυθέας», Υ/Γ «Στράβων» και την Υδρογραφική «Άκατο-14».
Το Λιμενικό Σώμα - Ελληνική Ακτοφυλακή (Λ.Σ.- ΕΛ.ΑΚΤ.)[3], είναι Σώμα Ασφαλείας στρατιωτικά συγκροτημένο. Σκοπός του είναι η φρούρηση και ο έλεγχος των λιμένων της χώρας, των πάσης φύσεως λιμενικών έργων και εγκαταστάσεων, εκτός ναυστάθμων και ναυτικών οχυρών, η προστασία της θαλάσσιας αλιείας, η διάσωση κινδυνευόντων στη θάλασσα, η αντιμετώπιση διαφόρων εκτάκτων γεγονότων που αφορούν την θαλάσσια συγκοινωνία, την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας και γενικά ο έλεγχος των χωρικών υδάτων της Ελλάδας. Το Λιμενικό Σώμα υπάγεται διοικητικά στο Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής.
Το Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών (ΕΛ.ΚΕ.Θ.Ε.)[4], είναι κρατικός ερευνητικός οργανισμός που λειτουργεί υπό την εποπτεία της Γενικής Γραμματείας Έρευνας και Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ) του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων. Το ΕΛ.ΚΕ.Θ.Ε. αποτελείται από τρία ερευνητικά Ινστιτούτα: το Ινστιτούτο Θαλάσσιας Βιολογίας, το Βιοτεχνολογίας και Υδατοκαλλιεργειών, Ινστιτούτο Θαλάσσιων Βιολογικών Πόρων και Εσωτερικών Υδάτων και το Ινστιτούτο Ωκεανογραφίας. Αποστολή του ΕΛ.ΚΕ.Θ.Ε.: i) Διατήρηση της υγείας της υδρόσφαιρας έτσι ώστε τα υδάτινα οικοσυστήματα να εξακολουθήσουν να παρέχουν τις υπηρεσίες τους (ρυθμιστικές, αισθητικές, πολιτιστικές) στις μελλοντικές γενιές, ii) Προαγωγή της βιώσιμης εκμετάλλευσης των θαλάσσιων βιολογικών και άλλων πόρων, συμπεριλαμβανομένης της θαλάσσιας ενέργειας στα πλαίσια της Γαλάζιας Ανάπτυξης (πρόγραμμα «HORIZON 2020»), iii) Υποστήριξη της περιφερειακής ανάπτυξης, iv) Προαγωγή της βιώσιμης υδατοκαλλιέργειας, v) Ευαισθητοποίηση του κοινού σε θέματα που σχετίζονται με την υδρόσφαιρα και την προστασία της, και vi) Παροχή συμβουλών σε εθνικά, μεσογειακά και ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα σε θέματα περιβαλλοντικής βιωσιμότητας και διαχείρισης. Διαθέτει δύο πλοία, το Ω/Κ «ΑΙΓΑΙΟ» και το Ερευνητικό Αλιευτικό πλοίο «ΦΙΛΙΑ» και το βαθυσκάφος «ΘΕΤΙΣ». Επίσης διαθέτει το κτιριακό συγκρότημα «Θαλασσόκοσμος», ένα υπερσύγχρονο σύμπλεγμα κτιρίων για τις θαλάσσιες επιστήμες, το οποίο βρίσκεται στις Γούρνες, στο 15ο χιλ. από την πόλη του Ηρακλείου, το Ενυδρείο Κρήτης - CRETAquarium το οποίο είναι ενα από τα μεγαλύτερα και πλέον σύγχρονα ενυδρεία της Ευρώπης και λειτούργησε το Δεκέμβριο του 2005, καθώς και τον Υδροβιολογικό Σταθμό της Ρόδου (ΥΣΡ) που λειτουργεί ως Ενυδρείο-Μουσείο και Ερευνητικός Σταθμός υπό την παρούσα ονομασία του από το 1963.
Το Ινστιτούτο Αλιευτικής Έρευνας (ΙΝ.ΑΛ.Ε.)[5], ανήκει στον Ελληνικό Γεωργικό Οργανισμό ΔΗΜΗΤΡΑ (ΕΛ.Γ.Ο. – ΔΗΜΗΤΡΑ) ο οποίος, εποπτεύεται από το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων. Το Ινστιτούτο εδρεύει στη Νέα Πέραμο Καβάλας και λειτουργεί από το 1995 με κύρια αντικείμενα έρευνας την αλιεία, το υδάτινο περιβάλλον (παράκτια, μεταβατικά και εσωτερικά ύδατα), την αξιοποίηση των αλιευτικών προϊόντων και τις υδατοκαλλιέργειες. Σκοπός: Το Ινστιτούτο Αλιευτικής Έρευνας (ΙΝΑΛΕ) εδρεύει στη Νέα Πέραμο Καβάλας. Η ευρύτερη περιοχή είναι ένα από τα μεγαλύτερα αλιευτικά κέντρα της χώρας μας, διαθέτοντας τον δεύτερο σε μέγεθος αλιευτικό στόλο του Βορείου Αιγαίου, μετά από αυτόν του Θερμαϊκού. Η αλιευτική παραγωγή του Βορείου Αιγαίου από τον Θερμαϊκό έως τον Έβρο, ξεπερνά το 50% της συνολικής εγχώριας αλιευτικής παραγωγής. Στο Ινστιτούτο εργάζονται πάνω από 50 άτομα (συμπεριλαμβανομένων των ερευνητών, του τεχνικού και διοικητικού προσωπικού, των συνεργαζόμενων επιστημόνων, των εκπαιδευόμενων φοιτητών και των εξωτερικών συνεργατών). Πρόκειται για Επιστημονικό Ίδρυμα που εκπονεί έρευνα στα οικοσυστήματα του θαλασσίου περιβάλλοντος και των εσωτερικών και μεταβατικών υδάτων. Ειδικότερα, μέσω των τριών Τμημάτων που λειτουργούν (Τμήμα Θαλάσσιας Αλιείας, Τμήμα Εσωτερικών Υδάτων και Λιμνοθαλασσών και Τμήμα Υδατοκαλλιεργειών) υλοποιεί εθνικά και διεθνή ερευνητικά έργα που στοχεύουν στη θαλάσσια αλιεία και την περιβαλλοντική της διαχείριση, στη μεταποίηση αλιευτικών προϊόντων, στη καλλιέργεια/εκτροφή φυτοπλακτού, φυτοβένθους, ασπόνδυλων και ιχθύων, στη μελέτη και καταγραφή της βιοποικιλότητας, στη προστασία και ανάδειξη των οικοσυστημάτων των εσωτερικών και μεταβατικών υδάτων, στη μελέτη της ποιότητας των υδάτινων πόρων, στη δημιουργία νέων τεχνολογιών υποστήριξης του υδάτινου περιβάλλοντος και τέλος στην αειφόρο διαχείριση των υδάτινων συστημάτων και των πόρων που απορρεόυν από αυτά. Το ΙΝΑΛΕ δημοσιμοποιεί όλα τα αποτελέσματα της έρευνας που διεξάγει, καθώς επίσης συμβάλλει στην εκλαϊκευμένη προσέγγιση και κατανόηση της έρευνας ως κοινωνικό ανταποδοτικό όφελος και αγαθό. Για το λόγο αυτό, διοργανώνει επιστημονικά συνέδρια και συμπόσια, σεμινάρια εκπαίδευσης παραγωγών, τεχνικού προσωπικού, ερευνητών αλλά και φοιτητών με άμεση στόχευση τη διάχυση επιστημονικών πληροφοριών, την υψηλού επιπέδου κατάρτιση και την επικοινωνία του ερευνητικού του έργου. Τέλος, το εκδοτικό του έργο περιλαμβάνει περιοδικές ετήσιες εκθέσεις πεπραγμένων, επιστημονικές εκθέσεις ερευνητικών έργων, εκδόσεις συγγραμμάτων και επιστημονικές δημοσιεύσεις.
Το Τμήμα Ωκεανογραφίας και Θαλασσίων Βιοεπιστημών (ΤΩΘΒΕ)[6], της Σχολής Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αιγαίου.
Ο Σύλλογος Πτυχιούχων Ωκεανογράφων και Θαλασσίων Βιοεπιστημόνων Ελλάδας (ΣΠΩΘΒΕ)[7].