αρχαίο ωδείο στην Ακρόπολη Αθηνών From Wikipedia, the free encyclopedia
Το Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, περισσότερο γνωστό ως Ηρώδειο, είναι αρχαίο ρωμαϊκό θέατρο ανεγερθέν το 161 μ.Χ. στους πρόποδες του βράχου της Ακροπόλεως των Αθηνών, από τον Ηρώδη τον Αττικό, εις μνήμην της συζύγου του, Ρηγίλλης, αποβιώσασας το 160. Κατεστραμμένο, περίπου, εκατό χρόνια μετά την ολοκλήρωση των εργασιών ανέγερσής του, το ωδείο, στη συνέχεια, ενσωματώθηκε εντός του συστήματος οχυρώσεων της πόλης των Αθηνών. Εκ νέου ανακαλυφθέν κατά τη διάρκεια της πρώιμης νεότερης περιόδου, αποτέλεσε αντικείμενο αρχαιολογικών ανασκαφών, ενώ, παράλληλα, υπέστη εργασίες αναστήλωσης, κατά τη διάρκεια της περιόδου μεταξύ των μέσων του 18ου αιώνα και των μέσων του αμέσως επόμενου αιώνα. Εμβληματική τοποθεσία του Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου, το ωδείο φιλοξενεί ετησίως πολιτισμικές εκδηλώσεις παγκόσμιας εμβέλειας.
Ωδείο Ηρώδου του Αττικού | |
---|---|
Ωδείο Ηρώδου του Αττικού και Ηρώδειο | |
Είδος | ωδείο και αρχαιολογική θέση |
Αρχιτεκτονική | αρχαία ρωμαϊκή αρχιτεκτονική |
Γεωγραφικές συντεταγμένες | 37°58′15″N 23°43′28″E |
Διοικητική υπαγωγή | Δήμος Αθηναίων |
Τοποθεσία | Οδός Διονυσίου Αρεοπαγίτου[1] |
Χώρα | Ελλάδα[2] |
Έναρξη κατασκευής | 161[3] |
Ολοκλήρωση | 161[4] |
Ιδιοκτήτης | Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού |
Μήκος | 92 μέτρα |
Ύψος | 28 μέτρα |
Όροφοι | 3 |
Χωρητικότητα | 4.680 |
Υλικά | μάρμαρο και πέτρα |
Χρηματοδότης | Ηρώδης ο Αττικός |
Προστασία | αρχαιολογικός χώρος στην Ελλάδα |
Πολυμέσα | |
δεδομένα (π) |
Ο Ηρώδης ο Αττικός, αρχαίος Έλληνας ρήτορας γνωστός για το μέγεθος της περιουσίας του, καθώς και για τις αγαθοεργίες και τις δημόσιες δωρεές του, χρηματοδότησε την ανέγερση του ωδείου, περίπου, κατά το 160 μ.Χ.. Παρά το γεγονός πως η ακριβής ημερομηνία ανέγερσης δεν είναι γνωστή, ωστόσο, θεωρείται βέβαιο πως η τελευταία έλαβε χώρα μεταξύ του θανάτου της Ρηγίλλης, το 160 μ.Χ., και της επίσκεψης του Παυσανία, το 174 μ.Χ.[5][6]. Το Ωδείο Ηρώδου του Αττικού αποτελεί το τρίτο παρόμοιου είδους κτίριο το οποίο ανεγέρθηκε εντός της πόλεως των Αθηνών, έπειτα από εκείνα του Περικλέους και του Αγρίππα. Η κατάρρευση της οροφής του τελευταίου, περίπου, κατά το 150 μ.Χ., πιθανολογείται πως κατέστησε περαιτέρω αναγκαία την ανέγερση νέου κτιρίου αφιερωμένου στις μουσικές τέχνες[7]. Παλαιότερα, στη συγκεκριμένη τοποθεσία η οποία επελέγη για την ανέγερσή του, επί των νοτιοδυτικών προπόδων της ακροπόλεως, φαίνεται πως βρισκόταν ιερό αφιερωμένο σε νύμφη, συνδεόμενη κατά τη διάρκεια της ελληνιστικής και της ρωμαϊκής περιόδου με τη λατρεία της Αφροδίτης Πανδήμου[8].
Το μνημείο έχει χαρακτηριστεί από τον Παυσανία ως το πλέον επιβλητικό ωδείο της Ελλάδας[9][10]. Από την πλευρά του, ο Φιλόστρατος έχει εκφράσει τον θαυμασμό του για την ξύλινη οροφή του, η οποία αποτελείτο από κέδρο[11]. Παράλληλα, η συγκεκριμένη τοποθεσία, περιλαμβάνεται, επίσης, εντός της Σούδας[12].
Κατά τη διάρκεια της επιδρομής και της επακόλουθης λεηλασίας της πόλεως των Αθηνών από τους Έρουλους, μεταξύ του 267 και 268 μ.Χ., το ωδείο πυρπολήθηκε, περίπου, εκατό χρόνια μετά την ανέγερσή του[13].
Κατά τα τέλη της ρωμαϊκής περιόδου, τα ερείπια του μνημείου φαίνεται να ενσωματώθηκαν εντός του συστήματος οχυρώσεων της πόλεως, ενώ, στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια του 11ου αιώνα, εντός ύστερης ημερομηνίας οχυρώσεως, γνωστής ως Ριζόκαστρο[14]. Κατά τη διάρκεια της οθωμανικής περιόδου, το μνημείο ενσωματώθηκε εντός του τείχους του Σερπεντζέ, ως τμήμα του οποίου και μετατράπηκε σε προκεχωρημένο οχύρωμα[15][16]. Κατά τη διάρκεια αρχαιολογικών ανασκαφών που πραγματοποιήθηκαν εντός του ωδείου, ανευρέθηκαν, μεταξύ άλλων, κατάλοιπα οικιών, καθώς και εκκλησίας, χρονολογούμενα από τη συγκεκριμένη περίοδο[17].
Σε μεγάλο βαθμό κατεστραμμένο, εν μέρει επιχωμένο και με την εμφάνισή του να έχει υποστεί σημαντικές τροποποιήσεις, το ωδείο, πλέον, είχε καταστεί μη αναγνωρίσιμο. Κατά τη διάρκεια του 14ου αιώνα, μάλιστα, Ιταλός περιηγητής γνωστός ως Νικκολό ντα Μαρτίνι το θεώρησε ως κατάλοιπο παλαιάς γέφυρας[13]. Το 1460, επισκέπτης της συγκεκριμένης τοποθεσίας το ταυτοποίησε ως ανάκτορο του Λεωνίδα και του Μιλτιάδη, καθώς και ως σχολής του Αριστοτέλη. Το 1575, ο Βυζαντινός αξιωματούχος Θεοδόσιος Ζυγομαλάς ταυτοποίησε τα ερείπια του ωδείου ως σχολή του Αριστοτέλη και του Μιλτιάδη. Από την πλευρά του, κάποιος επονομαζόμενος Σιμόν Ραμπέν, κατά τη διάρκεια επισκέψεως του ιδίου στην Αθήνα το 1665, ταυτοποίησε τα ερείπια του ωδείου ως εκείνα του Αρείου Πάγου. Δέκα χρόνια αργότερα, ο Άγγλος περιηγητής Ρέρναμ υπήρξε ο πρώτος ο οποίος διατύπωσε την εικασία σύμφωνα με την οποία τα συγκεκριμένα ερείπια ανήκαν σε χώρο θεάτρου. Ωστόσο, αριθμός περιηγητών όπως, μεταξύ άλλων, οι Ζακόμπ Σπον, Τζορτζ Ουέλερ, Φραντσέσκο Φανέλι, Ζακ-Γκιγιώμ Λεγκράν, Νίκολας Ρέβετ, Ρίτσαρντ Πόκοκ, Τζέιμς Στιούαρτ[18][19][20], Ζωρζ Γκιγιέ ντε Σαιν-Ζωρζ και Φράνσις Βέρνον[21], ακολουθώντας το παράδειγμα του Ρέρναμ, οδηγήθηκαν σε σύγχυση μεταξύ των ερειπίων του Ωδείου του Ηρώδη του Αττικού και του Θεάτρου του Διονύσου. Καθώς το συγκεκριμένο μνημείο, ακόμη, δεν είχε ανακαλυφθεί, ο Ζυλιέν-Νταβίντ Λε Ρουά οδηγήθηκε, επίσης, στην ίδια σύγχυση[19] κατά τη διάρκεια επισκέψεώς του στην Ελλάδα κατά την περίοδο μεταξύ Απριλίου 1754 και Απριλίου 1755. Παράλληλα, ο Γάλλος αρχιτέκτονας προχώρησε στη φιλοτέχνηση σχεδίων, καθώς και στην καταγραφή περιγραφών του μνημείου, εντός βιβλιογραφικού έργου του ιδίου, το οποίο και αποτελεί το πλέον γνωστό εξ'αυτών, υπό τον τίτλο Les Ruines des plus beaux monuments de la Grèce, το οποίο και εξέδωσε το 1758, έπειτα από την επιστροφή του στη Γαλλία[22]. Κατά τα τέλη του 18ου αιώνα, από την πλευρά του, ο Λουί-Φρανσουά Κασάς φιλοτέχνησε, επίσης, σχεδιαστικές αναπαραστάσεις του μνημείου[23]. Πρώτη χρονικά ορθή αναφορά του ωδείου ως του Ηρώδη του Αττικού ήταν εκείνη εκ μέρους του Βρετανού αρχαιολόγου Ρίτσαρντ Τσάντλερ, ο οποίος ωστόσο, υπέπεσε σε σφάλμα ταυτοποίησης, καθώς προχώρησε στην ταυτοποίηση του μνημείου στην τοποθεσία του Ωδείου του Περικλέους[18].
Κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, πιο συγκεκριμένα κατά την τρίτη πολιορκία της ακροπόλεως, ο συνταγματάρχης Σαρλ Νικολά Φαβιέ πέτυχε να τροφοδοτήσει με πολεμοφόδια τους πολιορκημένους Έλληνες παρακάμπτοντας το μνημείο[16][24].
Το 1849, ξεκίνησαν οι πρώτες οργανωμένες αρχαιολογικές ανασκαφές στη συγκεκριμένη τοποθεσία[25]. Το 1856, ο Χαράλαμπος Χριστόπουλος, Υπουργός των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως, ξεκίνησε ευρείας κλίμακας εργασίες κατά τη διάρκεια των δύο αμέσως επόμενων ετών, τα οποία και κατέστησαν δυνατή την ανασκαφή των κερκίδων του ωδείου[26][27]. Υπό τη διεύθυνση του Κυριακού Πιττάκη, οι συγκεκριμένες εργασίες επέτρεψαν, παράλληλα, την ανεύρεση αριθμού επιγραφών, οβίδας η οποία είχε χρησιμοποιηθεί κατά την πολιορκία της ακροπόλεως από τον Φραντσέσκο Μοροζίνι το 1687, καθώς και πληθώρα τέχνεργων τα οποία, κατά καιρούς, είχαν πέσει από τον ιερό βράχο[17]. Παράλληλα, κατά τη διάρκεια των ίδιων εργασιών, ανευρέθηκε, επίσης, κεφαλή γυναικείου αγάλματος[28].
Το 1867, έλαβε χώρα παράσταση προς τιμήν της νεοστεφθείσας βασίλισσας Όλγας[26]. Κατά τη διάρκεια της άνοιξης του 1920, περίπου ενάμισι χρόνο προ του θανάτου του, ο Καμίγ Σαιν-Σανς έδωσε συναυλία. Έξι χρόνια αργότερα, ο Ρίχαρντ Στράους, με τη σειρά του, έδωσε τρεις συναυλίες[29].
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, το Ηρώδειο υπέστη σημαντικές εργασίες αναστήλωσης των κερκίδων, καθώς και των εξωτερικών χώρων του, υπό την εποπτεία και διεύθυνση του Αναστάσιου Ορλάνδου, οι οποίες και επέτρεψαν, στην πορεία, την φιλοξενία μεγαλύτερου αριθμού θεατών. Η ίδρυση του Φεστιβάλ Αθηνών το 1955[30] κατέστησε το Ωδείο Ηρώδου του Αττικού ως επίκεντρο της ελληνικής πολιτισμικής σκηνής. Από την πλευρά της, η Μαρία Κάλλας πραγματοποίησε ζωντανές εμφανίσεις στο Ηρώδειο το 1944[31], καθώς και το 1957[32]. Κατά τη διάρκεια του ίδιου έτους, η Έντιθ Χάμιλτον παρουσίασε ζωντανά εντός του ίδιου χώρου μία μετάφρασή της του θεατρικού έργου Προμηθεύς Δεσμώτης του Αισχύλου. Για το συγκεκριμένο έργο της, ο Χρυσός Σταυρός του Τάγματος της Ευποιΐας, εκ των υψηλότερων τιμητικών βραβεύσεων της Ελλάδας, της απονεμήθηκε από τον βασιλέα Παύλο Α΄ της Ελλάδας. Από την πλευρά του, ο Δήμαρχος Αθηναίων την κατέστησε, επίσης, επίτιμη δημότισσα της πόλεως[33][34][35]. Κατά τη διάρκεια του Μαΐου του 1962, ο Φρανκ Σινάτρα έδωσε δύο συναυλίες φιλανθρωπικής φύσεως στο Ηρώδειο[36]. Παράλληλα, εντός των χώρων του ωδείου έλαβε χώρα η διαδικασία εκλογής της Μις Υφήλιος 1973[37]. Στις 22 Αυγούστου 1976, έλαβε χώρα ζωντανή εμφάνιση της Εθνικής Συμφωνικής Ορχήστρας Ηνωμένων Πολιτειών, υπό τη διεύθυνση του Αντάλ Ντοράτι[38]. Παράλληλα, η Νάνα Μούσχουρη πραγματοποίησε, επίσης, αριθμό ζωντανών εμφανίσεων, όπως, μεταξύ άλλων, το 1984, το 2008[39], καθώς και το 2014[40]. Κατά καιρούς, η σκηνή του Ωδείου Ηρώδου του Αττικού έχει φιλοξενήσει αριθμό δημοφιλών καλλιτεχνών, όπως, μεταξύ άλλων, οι Στινγκ, Yanni, Μονσεράτ Καμπαγιέ, Λάιζα Μινέλι, Έλτον Τζον, Πλάθιντο Ντομίνγκο, Νταϊάνα Ρος[41], Μαργκότ Φοντέιν, Λουτσιάνο Παβαρότι, Ρουντόλφ Νουρέγιεφ, Μάρθα Γκράχαμ, Σβιατοσλάβ Ρίχτερ, Χοσέ Καρρέρας, η Φιλαρμονική Ορχήστρα της Νέας Υόρκης, υπό τη διεύθυνση του Λέοναρντ Μπερνστάιν[42], καθώς και η Πάτι Σμιθ[43].
Το Ωδείο Ηρώδου του Αττικού θεωρείτο ως εκ των πλέον επιβλητικών ωδείων κατά την περίοδο ανέγερσής του, με κερκίδες της τάξεως των 81 μέτρων διαμέτρου[44] ευρισκόμενες επί της νότιας πλαγιάς του λόφου της ακροπόλεως. Το ωδείο φαίνεται να ήταν σε θέση να φιλοξενήσει συνολικό αριθμό, περίπου, 5.000 θεατών[45]. Οι, συνολικά, 32 σειρές εδωλίων[46] είναι μεταξύ τους χωρισμένες σε δύο επίπεδα μέσω ενδιάμεσου διαζώματος πλάτος 1,2 μέτρων. Επί της κορυφής των κερκίδων ευρισκόταν στοά[13]. Οι ανώτερες σειρές εδωλίων, κατασκευασμένες από μάρμαρο, επαναχρησιμοποιήθηκαν έπειτα από την εγκατάλειψη του ωδείου, ενώ αναδιαμορφώθηκαν εκ νέου κατά τη διάρκεια των εργασιών αναστήλωσης οι οποίες έλαβαν χώρα κατά τα μέσα του 20ού αιώνα[17]. Ο χώρος της ορχήστρας, διαμέτρου της τάξεως των 19 μέτρων, ήταν στρωμένος με μαρμάρινες πλάκες. Παράλληλα, μωσαϊκά δάπεδα χαρακτηριζόμενα από γεωμετρικά μοτίβα διακόσμου κάλυπταν τις εισόδους των εσωτερικών κλιμακοστασίων[13], ενώ οι τοίχοι ήσαν καλυμμένοι από μαρμάρινη επένδυση[45]. Από την πλευρά του, το προσκήνιο, κατασκευασμένο από συνδυασμό λευκού μαρμάρου και μαρμάρου Καρύστου, ήταν πλάτους της τάξεως των 35 μέτρων. Το τείχισμα της σκηνής του ωδείου διατηρείται έως σήμερα σε, συνολικά, δύο εκ των αρχικών τριών ορόφων και σε ύψος της τάξεως των 28 μέτρων [46]. Η πρόσοψη του Ηρωδείου φαίνεται να στέγαζε αγάλματα μελών της οικογένειας του Ηρώδου του Αττικού, της συζύγου του, Ρηγίλλης, καθώς και της αυτοκρατορικής δυναστείας[46]. Εντός του εσωτερικού των χώρων του ωδείου διατηρείται ακέφαλο άγαλμα ανδρός το οποίο φέρει ιμάτιο[47].
Παρά το μεγάλο μέγεθός του, παρ' όλα αυτά, το Ωδείο Ηρώδου του Αττικού φαίνεται να ήταν καλυμμένο. Πέραν των χρονολογούμενων από την αρχαιότητα αναφορών περί της ύπαρξης στεγάστρου, οι αρχαιολογικές ανασκαφές οι οποίες έλαβαν χώρα κατά τα μέσα του 20ού αιώνα οδήγησαν στην ανεύρεση λεπτής στρώσεως στάχτης εντός του χώρου των κερκίδων[12]. Ιδιαιτέρως δαπανηρή[13], η ανέγερση του ωδείου, ωστόσο, φαίνεται να ήταν ιδιαιτέρως βιαστική, γεγονός το οποίο αντικατοπτρίζεται ως προς το αρχιτεκτονικό σκέλος από την έλλειψη λεπτομερειών των διακόσμων, καθώς και την προτεραιότητα στην επιβλητικότητα, συνολικά, της κατασκευής[48].
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.