μονοθεϊστική θρησκευτική ομάδα βασιζόμενη στην πίστη στον Ιησού ως Υιό του Θεού From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Χριστιανισμός[7] είναι μονοθεϊστική θρησκεία η οποία βασίζεται στη ζωή και τη διδασκαλία του Ιησού Χριστού και συγκαταλέγεται στις αβρααμικές θρησκείες, οι οποίες έλκουν την καταγωγή τους από τη μήτρα του ιουδαϊκού μονοθεΐσμού. Είναι η μεγαλύτερη θρησκεία στον κόσμο αποτελώντας την πλειοψηφούσα πίστη στο μεγαλύτερο μέρος στην Υποσαχάρια Αφρική, τη Νότια και την Κεντρική Αμερική, την Καραϊβική, τις Φιλιππίνες, την Παπούα Νέα Γουινέα, τη Βόρεια Αμερική, τον Καύκασο και σημαντικό κομμάτι της Ευρωπαικής Ηπείρου,[8][9] με περισσότερους από 2,6 δισεκατομμύρια πιστούς,[10][11][12] δηλαδή το ένα τρίτο της ανθρωπότητας. Η θρησκεία έχει εξαπλωθεί από τη Γουατεμάλα στα δυτικά και τα νησιά του Σολομώντα στα ανατολικά, τη Νότια Αφρική και τη Μαδαγασκάρη στα νότια μέχρι τη Ρωσία στον Βορρά. Η Χριστιανική πίστη βασίζεται στην πεποίθηση ότι ο Ιησούς είναι ο υιός του Θεού και ο σωτήρας της ανθρωπότητας, ο οποίος ήρθε στη Γη ως Μεσσίας (Χριστός) όπως προφητεύονταν στην Παλαιά Διαθήκη,[13] δίδαξε και μετά τον μαρτυρικό του θάνατο, αναστήθηκε.
Χριστιανισμός | |
---|---|
Κατηγοριοποίηση | Αβρααμική θρησκεία |
Κείμενο | Αγία Γραφή |
Θεολογία | Μονοθεϊστική |
Ιδρυτής | Ιησούς Χριστός |
Καταβολές | 1ος αιώνας μ.Χ. Ιουδαία, Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία |
Διαχωρισμός | Ιουδαϊσμός (Περίοδος του Δεύτερου Ναού)[note 1] |
Διαχωρισμοί | Ενωτικός Οικουμενισμός[6] |
Κοινότητες | Ανατολικός Χριστιανισμός Δυτικός Χριστιανισμός |
Αριθμός πιστών | π. 2,4 εκατομμύρια (αναφέρονται ως Χριστιανοί) |
Η Χριστιανική θεολογία, η θεμελιώδης δηλαδή αρχή του Χριστιανισμού, περιγράφεται μέσα από το Σύμβολο της Πίστεως, εκτός από κάποιες ριζοσπαστικές προτεσταντικές Εκκλησίες που δεν αποδέχονται το Σύμβολο Πίστεως. Αυτό ουσιαστικά επιβεβαιώνει την Πίστη σε ένα τριαδικό Θεό, ο οποίος είναι ο Θεός-Πατέρας, ο Ιησούς - ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα. Υπάρχουν παραλλαγές του ανάλογα με το δόγμα ή την ιστορική εποχή.
Ο Χριστιανισμός ως μονοθεϊστική θρησκεία πιστεύει πως υπάρχει μόνο ένας Θεός, ο οποίος δημιούργησε τον κόσμο εκ του μη όντος. Ταυτόχρονα, ο Χριστιανισμός πρεσβεύει ότι ως θρησκεία εξ αποκαλύψεως, ο Θεός αποκαλύπτει στην πορεία της ιστορίας το τριαδικό του μυστήριο, δηλαδή την ύπαρξη ενός αλλά τρισυπόστατου Θεού (Πατέρα, Υιό, Άγιο Πνεύμα). Υποστηρίζεται πως η Τριαδικότητα είναι εμφανής σε πολλά σημεία των Ιερών Κειμένων αναφερόμενοι σε χωρία όπως «Και είπεν ο θεός ποιήσωμεν άνθρωπον […]» (Γέν. Α’ 26), «Και είπεν ο θεός ιδού Αδάμ γέγονεν ως εις εξ ημών […]» (Γέν. γ’ 22) που παρουσιάζουν τον Θεό να μιλά για τον εαυτό του στον πληθυντικό ή και άλλα όπως «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος (Ματθ. κη' 19). Κυρίως αυτό το πρόβλημα της ενότητας της μίας θείας φύσης σε τρία Θεία Πρόσωπα αλλά και το Χριστολογικό δόγμα (το πρόβλημα της ένωσης μεταξύ της θείας και ανθρώπινης φύσης του Ιησού Χριστού και της σχέσης αυτού προς τον Θεό Πατέρα) προκάλεσαν οξύτατες διαφωνίες μεταξύ των χριστιανών και οδήγησαν στη διαμόρφωση διάφορων δοξασιών, όπως ο αρειανισμός, ο δοκητισμός, ο μονοφυσιτισμός κ.ά., που χαρακτηρίζουν ιστορικά ολόκληρη αυτή την περίοδο της αρχαίας Εκκλησίας. Τελικά το 451 μ.Χ., κατά την Δ' Οικουμενική Σύνοδο, η αιώνια σχέση των τριών προσώπων ή υποστάσεων αποσαφηνίζεται:
Ο Τριαδικός Θεός είναι μονάδα, γιατί υπάρχει ένα αίτιο και μια ουσία· και είναι Τριαδικός κατά τις υποστάσεις, γιατί υπάρχει η ετερότητα των υποστάσεων. Έτσι ο Πατέρας είναι αγέννητος, ο Υιός γεννητός ακτίστως και το Άγιο Πνεύμα εκπορευτό. Οι ιδιότητες αυτές είναι μεταξύ τους αμεταβίβαστες και ακοινώνητες, δηλαδή δεν τις έχει άλλο πρόσωπο από την Τριάδα.[14]
Τα ιερά κείμενα του Χριστιανισμού ονομάζονται «Αγία Γραφή». Αυτή, αποτελείται από δύο μέρη: Την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη.
Η Παλαιά Διαθήκη, αποτελείται από 49 βιβλία διαφόρων συγγραφέων που γράφτηκαν περίπου από τον 15ο αι. π.Χ. μέχρι και τον 1ο αι. π.Χ. Η Καινή Διαθήκη, αποτελείται από 27 βιβλία, τα 4 από τα οποία ονομάζονται «Ευαγγέλια» (από το ευάγγελος = άγγελος καλών ειδήσεων), επειδή εστιάζονται στο χαρμόσυνο κατά τους Χριστιανούς μήνυμα της ενανθρώπησης του ίδιου του Θεού. Τα τέσσερα Ευαγγέλια δεν αποτελούν βιογραφία του Ιησού, αλλά περιέχουν μόνο εκείνα τα σημεία από τη ζωή και τη διδασκαλία του που είναι σημαντικά για τη διάδοση του μηνύματος της ενανθρώπισης. Αυτό τουλάχιστον βεβαιώνει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης που αναφέρει ότι «υπήρχαν και άλλα πολλά που έκανε ο Ιησούς που θα χρειάζονταν πολλά βιβλία για να χωρέσουν».
Με μικρές παρεκκλίσεις, η πλειονότητα των μελετητών πιστεύει πως το σύνολο των βιβλίων της Καινής Διαθήκης, έχουν γραφτεί σε διάστημα 50 χρόνων, περίπου από το 50 μ.Χ. έως το τέλος του 1ου αι. μ.Χ. Για τη συγγραφή των Ευαγγελίων συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι ξεκινά από το 65 περίπου. Σύμφωνα με τους ειδικούς, κριτικούς ερευνητές που μελετούν τη δομή, τις ομοιότητες, τις διατυπώσεις και ένα πλήθος άλλων στοιχείων που αποτελούν τα Ευαγγέλια, φαίνεται ότι πριν ακόμη τη συγγραφή των Ευαγγελίων, κυκλοφορούσαν εντός της Εκκλησίας για λόγους διδασκαλίας και κατήχησης, γραπτές ενότητες μικρότερου μεγέθους. Στη γλώσσα της θεολογίας, οι προγενέστερες των Ευαγγελίων γραπτές πηγές ορίζονται για ευκολία με το όνομα "Q" από το γερμανικό Quelle (=πηγή). Έτσι, διαπιστώνονται από τους θεωρητικούς, τρία διαφορετικά στάδια στη μετάδοση της προφορικής παράδοσης μέχρι τη σύνταξη του Ευαγγελίου:
α) Ο ιστορικός Ιησούς
β) Ο συλλέκτης (=η Εκκλησία γενικά)
γ) Ο Ευαγγελιστής.
Οι τέσσερις συγγραφείς των Ευαγγελίων είναι οι Ματθαίος, Μάρκος, Λουκάς και Ιωάννης. Οι Ματθαίος και Ιωάννης ισχυρίζονται πως είναι αυτόπτες και αυτήκοοι μάρτυρες των όσων γράφουν ως μαθητές του Ιησού, ενώ ο Ευαγγελιστής Μάρκος ήταν συνοδός του μαθητή και αποστόλου Πέτρου και ο Ευαγγελιστής Λουκάς συνοδός του Αποστόλου Παύλου. Επειδή εκτός από τα Ευαγγέλια υπάρχει και αποδοχή της Παλαιάς Διαθήκης ως ξεκίνημα για τον Χριστιανισμό, έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί αντιρρήσεις, όμως η Χριστιανική Εκκλησία δέχεται ότι μεταξύ των δύο Διαθηκών υπάρχει ενότητα. Σε αντίθεση με τη σημασία που λαμβάνουν τα ίδια βιβλία αυτά μέσα στην Εβραϊκή Συναγωγή, η Χριστιανική Εκκλησία θεωρεί την Παλαιά Διαθήκη ως ένα είδος εισαγωγής στην Καινή Διαθήκη. Έτσι, η Παλαιά Διαθήκη δεν αποτελεί μια αυτοτελή ομάδα βιβλίων, αλλά η διδασκαλία του Ιησού είναι αυτή που ενώνει την Παλαιά με την Καινή Διαθήκη, σαν μια εξιστόρηση της προετοιμασίας για τον ερχομό του Μεσσία. Αυτό είναι και το νόημα με το οποίο ενσωματώνει η Χριστιανική Εκκλησία τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης στη δική της Αγία Γραφή και εκεί διαφέρει με το νόημα που αυτά λαμβάνουν στη Συναγωγή.
Το Χριστιανικό σύστημα πίστης ονομάζει Κανονικά Βιβλία ή Κανόνα, το σύνολο των Ιερών κειμένων που περιέχουν την αυθεντική αποστολική παράδοση και πίστη, όπως αυτή βιώθηκε στην πορεία της Εκκλησίας. Ως κριτήριο για τον έλεγχο της αυθεντικότητας της πίστης χρησιμοποίησαν την Αγία Γραφή και την Εκκλησιαστική Ιερά Παράδοση και όσα σχετικά βιβλία εξαιρέθηκαν από τον Κανόνα, ονομάστηκαν Απόκρυφα. Η ονομασία αυτή, προήλθε κυρίως από κύκλους που τα θεωρούσαν σημαντικά, όπου ο όρος είχε θετική έννοια και δήλωνε τα βιβλία που ήταν προφυλαγμένα από την κοινή χρήση εξαιτίας του βάθους των νοημάτων τους που δεν μπορούσε να συλλάβει ο κοινός αναγνώστης. Οι Εκκλησιαστικοί συγγραφείς χρησιμοποιούσαν τον ίδιο όρο με αρνητική όμως έννοια και ο Κανόνας συντάχθηκε για να αποκλειστούν από την Εκκλησιαστική χρήση, κείμενα του 2ου αιώνα και μετά, τα οποία θεωρούσαν χωρίς Θεολογικό βάθος, αμφίβολης αξίας και προέλευσης (ψευδεπίγραφα ή νόθα) ή προέρχονταν από συγγραφείς που η Εκκλησία θεωρούσε αιρετικούς όπως ήταν οι γνωστικοί (γνωστικισμός). Σε πολλά από αυτά τα κείμενα, οι επιρροές είναι έντονες. Για παράδειγμα, οι στίχοι από το απόκρυφο «Ευαγγέλιο του Θωμά» που περιέχει 114 «Λόγια του Ιησού» δείχνουν ήδη ένα διαφορετικό ύφος από τα κανονικά Ευαγγέλια και μια έφεση στην κρυμμένη γνώση:
«Αυτά είναι τα απόκρυφα λόγια που είπε ο Ιησούς ο ζων και κατέγραψε ο Δίδυμος Ιούδας Θωμάς.
1. Και είπε· Όποιος βρίσκει την ερμηνεία αυτών των λόγων δεν θα γευθεί τον θάνατο.
2. Είπε ο Ιησούς· Αυτός που αναζητά ας μη παύσει να αναζητά έως ότου βρει, και όταν βρει θα εκπλαγεί· και όταν εκπλαγεί θα θαυμάσει και θα κυριαρχήσει επί του παντός. […]»
Με βάση τον ορισμό του γνωστικισμού ως θρησκευτικό φαινόμενο και πνευματικό ρεύμα της ρωμαϊκής εποχής, που επιδίωκε σωτηρία μέσω της γνώσεως, ο γνωστικός χαρακτήρας που περιέχουν τα περισσότερα Λόγια από το Ευαγγέλιο του Θωμά, είναι φανερός. Γενικά, η πρώτη μαρτυρία περί «Κανόνα» εντοπίζεται το 140 και είναι αυτή που έκανε ο αιρετικός Μαρκίων στη Ρώμη. Όμως υπάρχουν και παλαιότερες, έμμεσες, όπως στη Β’ Καθολική επιστολή Πέτρου κεφ. γ’, στ. 15 που αναφέρεται σε επιστολές του Απ. Παύλου: «[…] ο αγαπητός ημών αδελφός Παύλος κατά την δοθείσαν αυτώ σοφίαν έγραψεν υμίν, ως και εν πάσαις επιστολαίς λαλών […]». Τελικός σταθμός στην εξέλιξη και οριστική διαμόρφωση του Κανόνα θεωρείται η 39η Εορταστική Επιστολή του Μ. 'Αθανασίου το 367, στην οποία αναφέρονται ως κανονικά τα 27 βιβλία της Κ.Δ. Τα μη κανονικά ή απόκρυφα βιβλία, διακρίνονται σε απόκρυφα της Παλαιάς Διαθήκης και της Καινής Διαθήκης.
Οι σύγχρονοι μελετητές όπως η «Εταιρεία για τη μελέτη των Απόκρυφων» (AELAC), με έδρα τη Λοζάννη και μέλη από πανεπιστήμια, κυρίως της Ευρώπης και της Αμερικής θεωρούν πιο ορθό τον όρο «Απόκρυφα Χριστιανικά κείμενα» αντί για το «Απόκρυφα της Καινής Διαθήκης», καθώς τα κείμενα αυτά παρόλο που αναπαράγουν συνήθως τα φιλολογικά είδη της Καινής Διαθήκης και βρίσκονται στην προέκταση των θεμάτων της, χρονικά απομακρύνονται από αυτήν και καλύπτουν όλη την πρώτη Χριστιανική χιλιετία. Οι ειδικοί θεωρούν πως τα βιβλία αυτά, αν και για κάποιους παρουσιάζουν μειονεκτήματα ύφους και αξιοπιστίας στα στοιχεία που δίνουν, σε κάθε περίπτωση, αποτελούν σημαντική πηγή για τη μελέτη των τάσεων της εποχής τους. Θα πρέπει επίσης να διευκρινιστεί ότι, μερικά κείμενα από αυτά, η Χριστιανική Εκκλησία δεν τα χαρακτήρισε αιρετικά. Αν και δεν τους απέδιδε τη θεολογική εμβάθυνση των κανονικών κειμένων και έτσι δεν βρέθηκαν ποτέ στο κέντρο της Εκκλησιαστικής ζωής και στα πλαίσια του Κανόνα, ζούσαν ωστόσο ως προσφιλή λαϊκά αναγνώσματα. Έτσι, μερικές αφηγήσεις απόκρυφων Χριστιανικών κειμένων χρησιμοποιήθηκαν στην παράδοση της Θείας Λατρείας και στον εμπλουτισμό των στοιχείων της Χριστιανικής τέχνης. Για παράδειγμα, παραδόσεις στις οποίες στηρίζονται γιορτές της Εκκλησίας, όπως π.χ. το Γενέσιον, τα Εισόδια της Θεοτόκου, κ.ά. προέρχονται από τέτοια κείμενα. Σήμερα, τα απόκρυφα κείμενα, μπορεί εύκολα κάποιος να τα διαβάσει στο διαδίκτυο, σε βιβλιοθήκες ή να τα προμηθευτεί από τα βιβλιοπωλεία. Πολλά από αυτά έχουν κατά καιρούς συγκινήσει συγγραφείς ανά τον κόσμο που έχουν γράψει σημαντικής εμπορικότητας ιστορικά μυθιστορήματα όπως π.χ. το βιβλίο «Κώδικας Da Vinci» του Dan Brown κ.ά.
Στην πορεία τους οι υποστηρικτές του Χριστιανισμού χωρίστηκαν σε διάφορες ομολογίες ή δόγματα. Σήμερα, τα τρία μεγαλύτερα είναι ο Ρωμαιοκαθολικισμός, ο Ανατολικός Ορθόδοξος Χριστιανισμός και ο Προτεσταντισμός.[15][16] Υπάρχουν και άλλα χριστιανικά δόγματα, τα οποία δεν ανήκουν σε αυτές τις τρεις κατηγορίες.[17]
Οι αποφάσεις της Πρώτης Συνόδου της Νίκαιας (325) αποτελούν μέρος της Ρωμαιοκαθολικής και της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, καθώς και των περισσοτέρων κυρίων προτεσταντικών ομολογιών.[18] Κατά την Πρώτη Σύνοδο της Εφέσου, το 431, οι Νεστοριανοί (Ασσυριακή εκκλησία) καταδικάστηκαν ως αιρετικοί από τη Σύνοδο και έτσι αποσχίστηκαν. Κατά τη μετέπειτα Σύνοδο της Χαλκηδόνας (451) έγιναν και οι αποσχίσεις των εκκλησιών της Μέσης Ανατολής (Συριακή ορθόδοξη εκκλησία, Κοπτική, Αρμενική αποστολική εκκλησία).
Υπάρχει πληθώρα άλλων δογμάτων, τα οποία φέρουν τον τίτλο του Χριστιανισμού, τα οποία αρνούνται να κατηγοριοποιηθούν κάτω από ένα συγκεκριμένο κλάδο για θεολογικούς λόγους.[19] Η ευρεία διάκριση μεταξύ Ανατολικού Ορθόδοξου και Δυτικού Χριστιανισμού έχει τις βάσεις της στο Μεγάλο Σχίσμα του 1054, όταν και δημιουργήθηκε η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Όσοι δεν αποκόπηκαν μετονομάστηκαν σε Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία. Το επόμενο μεγάλο σχίσμα συνέβη στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία με τη Θρησκευτική Μεταρρύθμιση του Μαρτίνου Λουθήρου (1517) και τη δημιουργία του Προτεσταντισμού. Ο Προτεσταντισμός με τη σειρά του διαιρέθηκε σε πάρα πολλές μικρότερες ομάδες ομολογιών (denominations).
Αναπαράσταση των κυρίων δογμάτων του Χριστιανισμού.[20][21] Δεν αποτελεί εξαντλητική αναπαράσταση.
Σύμφωνα με τον διαχωρισμό των θρησκειών με βάση την αντίληψη που έχουν για την έννοια του χρόνου διακρίνουμε:
Για τις θρησκείες του «Αιωνίου Νόμου του Κόσμου» ο κόσμος είναι αιώνιος, χωρίς αρχή ή τέλος και ανανεώνεται ασταμάτητα ακολουθώντας μια διαδοχική εναλλαγή από εμφανίσεις και εξαφανίσεις. Εδώ ανήκουν οι θρησκείες του Ινδουισμού, Βουδισμού, Κομφουκιανισμού, Ταοϊσμού.
Ο Χριστιανισμός, είναι μία από τις τρεις θρησκείες της «Ιστορικής Αποκαλύψεως του Θεού» οι οποίες είναι ταυτόχρονα και μονοθεϊστικές, δηλαδή είναι θεμελιωμένες στη λατρεία του ενός και μόνου θεού. Οι άλλες δύο είναι ο Ιουδαϊσμός και ο Ισλαμισμός. Για τις τρεις αυτές θρησκείες, η χρονική έκταση που περιλαμβάνεται ανάμεσα στη δημιουργία και στο τέλος του κόσμου, διαδραματίζεται μία φορά για πάντα και χωρίς δυνατή επανάληψη. Στην πραγματικότητα, η πίστη στον ένα και μοναδικό θεό καθώς και η εβραϊκή αντίληψη περί χρόνου κινούμενου σε γραμμική πορεία, πέρασαν από τον Ιουδαϊσμό στον Χριστιανισμό και κατόπιν στον Ισλαμισμό. Για τις θρησκείες αυτές, σε πρώτο πλάνο είναι πάντα η ιστορία. Ενδεικτικό της αντίληψης αυτής είναι πως στα ιερά κείμενα του Ιουδαϊσμού, ο λαός καλείται να λατρέψει τον θεό όχι για ενέργειες του σε κάποιο αρχέγονο παρελθόν (δημιουργία, κατακλυσμός, συντριβή των δυνάμεων του χάους κτλ.), αλλά για μια συγκεκριμένη επέμβαση, που πίστευαν πως έκανε στο ιστορικό γίγνεσθαι για την προστασία του λαού, κατά τη φυγή του από την Αίγυπτο (Έξοδος κ' 2).
Οι τρεις μονοθεϊσμοί έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα την εσχατολογία (όρος που σημαίνει τη σχετική με τη συντέλεια του αιώνος θεολογία) που προκύπτει ακριβώς από αυτήν τη γραμμική έννοια του χρόνου. Όμως η διαφοροποίηση τους έγκειται στον τρόπο με τον οποίο κατανοούν αυτό το θεμελιακό γεγονός. Ο Χριστιανισμός θεωρεί πως ο Μεσσίας για τον όποιο μίλησαν στο παρελθόν οι προφήτες που υπάρχουν και στον Ιουδαϊσμό, ενσαρκώνεται στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού τον οποίο θεωρούν θεάνθρωπο, δηλαδή τέλειο θεό και τέλειο άνθρωπο και όχι απλά κάποιο πρόσωπο με εξαιρετικές ικανότητες. Επιπλέον, ο Χριστιανισμός πρεσβεύει δύο παρουσίες του Μεσσία. Τη μεν Πρώτη Παρουσία με την Ενσάρκωση και την Ανάσταση, που κατά τα πιστεύω των Χριστιανών ήδη πραγματοποιήθηκαν, και τη Δευτέρα Παρουσία την οποία θα ακολουθήσει η Κρίση της ανθρωπότητας και η αιώνια Βασιλεία του Θεού. Οι δύο άλλοι μονοθεϊσμοί, αρνούνται τον Ιησού Χριστό ως Μεσσία και δέχονται μία μόνο παρουσία κάποιου Μεσσία που θα γίνει στο μέλλον, στα έσχατα της ιστορίας. Έτσι, η διαφορά μεταξύ Ιουδαίων και Χριστιανών είναι ότι οι πρώτοι περιμένουν ακόμα τον ερχομό του Μεσσία, ενώ οι δεύτεροι την επάνοδό του. Όσο για τον Ισλαμισμό, αναγνωρίζει τον Ιησού ως προφήτη, αλλά μένει αδιάφορος για τις έννοιες της Τριάδας και της Ενσάρκωσης, που αποτελούν βασικά στοιχεία της χριστιανικής αποκάλυψης.
Ο Χριστιανισμός ξεκίνησε πριν από περίπου 2.000 χρόνια στην περιοχή της Παλαιστίνης. Η πίστη μεταδόθηκε στη Ρώμη, όπου μετά τους πρώτους διωγμούς καθιερώθηκε ως η επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας. Τα μεσαιωνικά χρόνια επεκτάθηκε σε όλη την Ευρώπη, ενώ υπήρξαν διασπάσεις της εκκλησίας όπου οδήγησαν σε ένα πλήθος εκκλησιών. Εκείνο το διάστημα, η πίστη στον Χριστιανισμό ήταν υποχρεωτική και η απιστία θεωρούταν αμάρτημα το οποίο επέφερε την ποινή του θανάτου. Την Εποχή των Ανακαλύψεων επεκτάθηκε σε όλο τον κόσμο. Μετά τον διαφωτισμό και την πρόοδο της επιστήμης και των γραμμάτων, οι πρώτοι αμφισβητίες του Χριστιανισμού εμφανίζονται και αυξάνονται μετά την εμφάνιση του Δαρβίνου και της θεωρίας της εξέλιξης των Ειδών.
Τα πρώτα χρόνια του Χριστιανισμού χωρίζονται σε δυο περιόδους: την αποστολική περίοδο (όπου οι μαθητές του Ιησού ήταν ζωντανοί) και την επισκοπική περίοδο, όπου σύμφωνα με την εκκλησιαστική παράδοση υπήρξαν έντονοι διωγμοί - αν και η σύγχρονη ακαδημαϊκή έρευνα ισχυρίζεται πως οι διωγμοί ήταν τοπικοί και μεμονωμένοι.[22][23]
Η αποστολική Εκκλησία ξεκίνησε από τους μαθητές του Ιησού και σε κάποιο βαθμό τους συγγενείς του.[24] Παρόλο που η ιστορική αξιοπιστία των Πράξεων των Αποστόλων αμφισβητείται από επιστήμονες, τα βιβλία αυτά είναι η κύρια πηγή πληροφοριών για την εκκλησία της περιόδου αυτής.[25] Οι πρώτοι χριστιανοί ήταν Ιουδαίοι ή προσηλυτισμένοι Εβραίοι. Ωστόσο, ο Ιησούς έδωσε εντολή για να μοιραστεί το μήνυμά του σε όλο τον κόσμο, ακόμη και τους ειδωλολάτρες. Το πρώτο θέμα προέκυψε αν ήτανε υποχρεωτικό να γίνει κάποιος Εβραίος για να θεωρείται Χριστιανός, κυρίως εάν χρειάζεται να υποστεί περιτομή. Τόσο οι Έλληνες όσο και οι Ελληνιστές της εποχής εκείνης, θεώρησαν το έθιμο της περιτομής αποτροπιαστικό.[26] Τότε ο Πέτρος έλυσε το πρώτο ζήτημα, μη υποχρεώνοντας τους μη Εβραίους να υποστούν περιτομή ή να ακολουθούν διατροφικές επιταγές.[25] Οι διδαχές των Αποστόλων τους έφεραν σε σύγκρουση με τις Ιουδαϊκές θρησκευτικές Αρχές. Αυτό οδήγησε στην αποπομπή τους από τις συναγωγές και οι χριστιανοί να αποκτήσουν διαφορετική πολιτισμική ταυτότητα από τους Ιουδαίους.[27]
Η επισκοπική περίοδος ξεκινά με τον θάνατο των Αποστόλων και τελειώνει με τη νομιμοποίηση του Χριστιανισμού από τον αυτοκράτορα Μέγα Κωνσταντίνο. Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, οι διωγμοί κατά των χριστιανών ξεκίνησαν με την έναρξη της ιστορίας του χριστιανισμού. Σύμφωνα με την παράδοση της εκκλησίας, ο Νέρωνας διέταξε τον μαρτυρικό θάνατο των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου στη Ρώμη. Οι πρώτοι χριστιανοί υπέφεραν από σποραδικούς διωγμούς από διάφορους παγανιστικούς πληθυσμός, οι οποίοι πίεζαν τις αρχές να λάβουν μέτρα κατά των χριστιανών.[28][29] Είναι συχνή η λανθασμένη αντίληψη ότι στα πρώτα χριστιανικά χρόνια ο ρωμαϊκός νόμος και οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες καταδίωκαν συστηματικά τους χριστιανούς.[30][31] Νεότερες έρευνες[32] υποστηρίζουν ότι οι εσωτερικές έριδες των πρώτων χριστιανών δημιούργησαν τον μύθο των πρώιμων χριστιανικών μαρτυρίων.[33] Πάντως ο τελευταίος και πιο σκληρός διωγμός κατά των χριστιανών ήταν από τον αυτοκράτορα Διοκλητιανό το διάστημα 303–311.[34]
Παρά τους μερικές φορές έντονους διωγμούς οι Χριστιανοί εξαπλώθηκαν γύρω από τη λεκάνη της Μεσογείου.[35] Οι λόγοι που προτάθηκαν για να εξηγήσουν την επιτυχία του Χριστιανισμού είναι πολλοί.
Μια εξήγηση, ήτανε η βελτίωση της ποιότητας ζωής των Χριστιανών από τη θρησκεία, με διάφορους τρόπους, εισηγήθηκε ο Rodney Stark στο βιβλίο του "Η Άνοδος του Χριστιανισμού".[36] Μια άλλη παράμετρος ήτανε η υπόσχεση για ανάσταση νεκρών, δηλαδή της ψυχής τους, η οποία είναι άσχετη με το νεκρό σώμα.[37] Ο Edward Gibbon στο βιβλίο του: "The History of the Decline and Fall of the Roman Empire" (1776-1788) υποστήριξε πως οι αιτίες της επιτυχίας του Χριστιανισμού ήταν: 1) ο φανατισμός των πρώτων χριστιανών, 2) η υπόσχεση για επόμενη ζωή. 3) η υποτιθέμενη θαυματουργή δύναμη της εκκλησίας 4) Η αυστηρή ηθική των πρώτων χριστιανών. 5) η ενότητα των πρώτων χριστιανικών εκκλησιών.[38] Σύμφωνα με τον Ramsay MacMullen ήταν η προσδοκία στο θαύμα και η κοινωνική ανέλιξη παρά η χριστιανική ηθική του ελέους.[39]
Δημογραφικές μελέτες έδειξαν ότι η πλειοψηφία των πρώτων Χριστιανών ήταν γυναίκες, το οποίο οφείλεται εν μέρει στη ανώτερη status που είχαν οι γυναίκες στους χριστιανικούς κύκλους σε σύγκριση με τους παγανιστικούς. Μεταξύ άλλων, στις παγανιστικές κοινωνίες ήταν συνηθισμένος ο φόνος των θηλυκών βρεφών και οι εκτρώσεις, ενώ μεταξύ των Χριστιανών αυτά απαγορεύονταν. Επίσης, μεταξύ των παγανιστών ήταν συνηθισμένο τα κορίτσια να παντρεύονται ακόμα και πριν την εφηβεία με άνδρες μεγαλύτερης ηλικίας και να ολοκληρώνεται ερωτικά ο γάμος. Αντίθετα, μεταξύ των Χριστιανών δεν συνηθίζονταν οι παιδικοί γάμοι. Στις παγανιστικές κοινωνίες ο άνδρας μπορούσε εύκολα να χωρίσει τη σύζυγο, όχι όμως και το αντίστροφο. Ο Χριστιανισμός απαγόρευε το διαζύγιο, ενώ απαιτούσε και από τους άνδρες την ίδια εγκράτεια όπως και από τις γυναίκες. Επίσης στους Χριστιανούς οι χήρες επιτρεπόταν να μείνουν ανύπαντρες και να διατηρήσουν την περιουσία του συζύγου, ενώ στους παγανιστές αυτό δεν συνηθιζόταν. Στις χριστιανικές κοινωνίες και εκκλησίες οι γυναίκες είχαν ηγετικές θέσεις και αναλάμβαναν και καθήκοντα διακονισσών, προφητών κλπ. Κατά μία άποψη, το απόσπασμα της Α' προς Κορινθίους επιστολής του Παύλου (14:34-36) που επιβάλλει στις γυναίκες να σιωπούν, είναι λανθασμένη ερμηνεία που έρχεται σε αντίθεση με τις υπόλοιπες εντολές του Παύλου περί γυναικών. Στην πραγματικότητα πιστεύεται ότι αυτό το απόσπασμα αποδίδει κάτι που ελέχθη μεταξύ των Κορινθίων βασισμένο στην Ιουδαϊκή παράδοση, το οποίο ο Παύλος αναιρεί.[40][41] Κατ' άλλους μελετητές, οι επιστολές του Παύλου πρέπει να θεωρούνται ad hoc κείμενα που ασχολούνται με συγκεκριμένα προβλήματα συγκεκριμένων εκκλησιών. Αυτό εξηγεί και τις αντικρουόμενες απόψεις που συναντώνται στις επιστολές του Παύλου.[42]
Μέσα σε ένα αιώνα, ο Χριστιανισμός από διωκόμενη θρησκεία μετατρέπεται σε επίσημη θρησκεία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Το 311, ο αυτοκράτορας Αύγουστος Γαλέριος, εξέδωσε το πρώτο διάταγμα υπέρ του Χριστιανισμού, το οποίο θα επισημοποιήσει περαιτέρω ο Κωνσταντίνος Α' ή αλλιώς Μέγας Κωνσταντίνος, με το διάταγμα των Μεδιολάνων. Ενώ με τον Μέγα Κωνσταντίνο η λατρεία ορισμένων θεοτήτων των εθνικών θρησκειών απαγορεύτηκε, όπως για παράδειγμα της Αστάρτης, στην Κύπρο τουλάχιστον ο Χριστιανισμός ευνοήθηκε, αφού μετά τους μεγάλους σεισμούς του 332 και του 342, χρηματοδότησε μόνο την ανοικοδόμηση της Σαλαμίνας, η οποία ήτανε πιο Χριστιανική σε σχέση με την ειδωλολατρική Πάφο[43].
Ο επόμενος αυτοκράτορας της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ο Θεοδόσιος τον Α', άρχισε τις διώξεις κατά των ειδωλολατρών σε όλη την Αυτοκρατορία, οδηγώντας στην επικράτηση του Χριστιανισμού. Στις 27 Φεβρουαρίου του 380 αναγνώρισε τον Χριστιανισμό ως την επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας δηλώνοντας «επιθυμούμε όλα τα διάφορα υπήκοα έθνη [...] να ακολουθούν τη Θρησκεία που παραδόθηκε στους Ρωμαίους από τον άγιο απόστολο Πέτρο» και στις 8 Νοεμβρίου του 392 έθεσε εκτός νόμου τις αρχαίες θρησκείες.[44][45] Στις 2 Μαΐου του 381 εξέδωσε το λεγόμενο «έδικτο κατά των αποστατών».[46] με το οποίο τιμωρούσε με πλήρη στέρηση δικαιωμάτων δικαιοπραξίας όλους τους πρώην χριστιανούς που επέστρεφαν στην Εθνική Θρησκεία. Στις 21 Δεκεμβρίου του 382 απαγόρευσε με ποινή θανάτου και δήμευση της περιουσίας των ενόχων Εθνικών (που χαρακτηρίζονται «παράφρονες» και «ιερόσυλοι»), κάθε μορφή Θυσίας, μαντικής, ψαλμωδιών προς τιμή των θεών ή τις απλές επισκέψεις σε αρχαίους Ναούς.[47] Το 384 διέταξε την κατεδάφιση ή το σφράγισμα ειδωλολατρικών Ιερών[48][49] και υπέγραψε νέα απαγόρευση των θυσιών, ενώ στις 24 Φεβρουαρίου του 391 ανανέωσε την πλήρη απαγόρευση των θυσιών, των επισκέψεων σε ειδωλολατρικούς ναούς: «Κανείς δεν θα μολυνθεί με θυσίες και σφάγια, κανείς δεν θα πλησιάσει ή θα εισέλθει σε Ναούς, ούτε θα σηκώσει τα μάτια σε εικόνες φτιαγμένες από ανθρώπινο χέρι, διαφορετικά θα είναι ένοχος μπροστά στους ανθρώπινους και τους θεϊκούς νόμους».[50] Σταμάτησαν να δίνονται επιχορηγήσεις προς τα παγανιστικά ιερατεία, ενώ αυξήθηκε η οχλοκρατική βια εναντίον των παγανιστικών ναών και ομοιωμάτων με την υποκίνηση των μοναχών.[51] Μέχρι τον 4ο αιώνα, ο Χριστιανισμός γίνεται η επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας και μέχρι το τέλους της, οποιαδήποτε δημόσια εκδήλωση που αφορά άλλη θρησκεία και θεό, θα είναι παράνομη.[52][53]
Σήμερα θεωρείται πολύ δύσκολο να απαντηθεί το ερώτημα πως εκχριστιανίστηκε η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Ναι μεν οι διαταγές του Θεοδοσίου είχαν σκοπό τις διώξεις του παγανισμού, όμως αυτές οι νομοθεσίες μάλλον είχαν περιορισμένη εφαρμογή και εκδίδονταν και επανεκδίδονταν για χάρη κάποιων τοπικών αιτημάτων. Το κράτος σπανίως μπορούσε να επιβάλλει την εφαρμογή τέτοιων νόμων και σπανίως το έκανε. Θεωρούνται αμφιλεγόμενοι οι θρησκευτικοί στόχοι και η σχετική νομοθεσία του Μεγάλου Κωνσταντίνου και μερικοί μελετητές αμφισβητούν την εφαρμογή των φιλοχριστιανικών νόμων.[54] Ο εκχριστιανισμός της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας προχώρησε σταδιακά, χωρίς να μπορεί να εκτιμηθεί ο βαθμός εκχριστιανισμού σε κάθε εποχή. Υπήρχε σημαντική αλληλοεπικάλυψη παγανισμού και χριστιανισμού κατά την ύστερη αρχαιότητα. Ωστόσο, πολλές χριστιανικές πηγές της εποχής κάνουν μια συντονισμένη προσπάθεια να δείξουν έναν σαφή διαχωρισμό μεταξύ των θρησκειών, έχοντας ως στόχο να ισχυριστούν θρίαμβο του χριστιανισμού. Ακόμη, υπήρχε χριστιανική βία τόσο κατά των παγανιστών, όσο και μεταξύ των χριστιανών.[55]
Σύμφωνα με μια άλλη προσέγγιση, πριν έλθει στην εξουσία ο Μ. Κωνσταντίνος ο χριστιανισμός ήταν ήδη ανεπτυγμένος στις ανατολικές επαρχίες. Ήταν η καλύτερα οργανωμένη θρησκευτική και κοινωνική δύναμη, και σημαντικός παράγοντας του ιδιωτικού βίου της ρωμαϊκής κοινωνίας. Επομένως ο αυτοκράτορας έπρεπε να συνυπολογίσει τον χριστιανισμό στη διαμόρφωση της πολιτικής του. Ο αυτοκράτορας Ιουλιανός αναφέρει ότι στην επαρχία Αραβία οι χριστιανοί ήδη αποτελούσαν σχεδόν το ήμισυ του τοπικού πληθυσμού στις αρχές της δεκαετίας του 360.[56]
Κατά τον Μεσαίωνα, η πτώση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, έδωσε πολιτικό ρόλο στον Πάπα, ο οποίος αναπλήρωσε το κενό της. Ενδεικτικά, ο Πάπας συνομιλεί με τους Ούνους και τους Βάνδαλους.[57] Ο Πάπας κατάφερε να εκχριστιανίσει τους Γερμανούς, τους Κέλτες, τους Ούγγρους αλλά και περιοχές στη Βαλτική. Η εκκλησία επίσης εισήλθε σε μια ταραχώδη περίοδο με διαφορετικές ερμηνείες των γραφών, κυρίως από τους Αρειανιστές. Η Εκκλησία έγινε ο πλέον καθοριστικός παράγοντας που σχηματίζει τον Δυτικό πολιτισμό μέχρι τον 4ο αιώνα. Τον 6ο αιώνα τα μοναστήρια απέκτησαν καλύτερη οργάνωση χάρη στις μεταρρυθμίσεις του Αγίου Βενέδεικτου και έγιναν κέντρα πλούτου, διοίκησης και εκπαίδευσης.[58] Ο 8ος αιώνας χαρακτηρίστηκε από το τη μάχη ανάμεσα σε εικονομάχους και εικονολάτρες. Η δεύτερη οικουμενική σύνοδος της Νικαίας έδωσε αμετάκλητα τη λύση υπέρ των εικονολατρών.
Από τον 11ο αιώνα, θρησκευτικά ιδρύματα εξελίσσονται σε πανεπιστήμια (όπως της Οξφόρδης, Παρισιού, Μπολόνιας). Αρχικά, διδάσκουν μόνο Θεολογία, όμως σταδιακά εισάγουν φιλοσοφία, ιατρική και νομική.[59][60]
Το 1095, ξεκίνησαν οι Σταυροφορίες, μια απόπειρα των χριστιανικών κρατών της Δύσης να διώξει τους Άραβες από τους Ιερούς Τόπους του Χριστιανισμού.[61] Οι Σταυροφορίες τελικά δεν κατάφεραν να αντιμετωπίσουν τους μουσουλμάνους, ενώ θα αδυνάτιζαν την Κωνσταντινούπολη, με την κατάληψη της στην 4η σταυροφορία.[62]
Απο τον 7ο εως τον 13ο αιώνα, η χριστιανική εκκλησία θα υποστεί το μεγάλο σχίσμα ανάμεσα στην Καθολική Εκκλησία και την Ορθόδοξη.[63] Το σχίσμα οφείλεται σε μια σειρά από διοικητικούς και δογματικούς λόγους, κυρίως το Παπικό Πρωτείο, δηλαδή την πρωτοκαθεδρία του Πάπα επί των άλλων επισκόπων.[64][65]
Το 1184, η Καθολική Εκκλησία ξεκίνησε την Ιερά Εξέταση, η οποία μέσω διώξεων και θανατικών ποινών σε αιρετικούς, προσπάθησε να μειώσει τους αιρετικούς και να ενώσει πιο στενά τους χριστιανούς σε θέματα πίστης.[66][67] Προγενέστερα, καταπίεζαν τις αιρετικές απόψεις με φυλακίσεις, αλλά χωρίς βασανιστήρια ή εκτελέσεις,[68] Η μεσαιωνική Ιερά εξέταση ξεκίνησε αρχικά από την Επισκοπική Ιερά Εξέταση (1184–γύρω στο 1230) και μετά την Παπική (από το 1230). Ο πάπας Ινοκέντιος ο Δ το 1252 εξουσιοδότησε τη χρήση των βασανιστηρίων σε αιρετικούς.[69] Τον 13ο αιώνα ο Πάπας Γρηγόριος ο Θ' ανέθεσε τη διενέργεια της Ιεράς Εξέτασης στο Τάγμα των Δομινικανών και το Τάγμα των Φραγκισκανών[70] Η ιερά εξέταση διήρκησε μέχρι τον 19ο αιώνα και, ανάλογα με το που εφαρμόστηκε, χωρίστηκε σε Ισπανική, Πορτογαλλική, Ρωμαϊκή, Περουβιανή, Μεξικάνικη. Πέραν από τους αιρετικούς, η εκκλησία κυνήγησε και, αυτή που έλεγε, μαύρη μαγεία, κυρίως μεταξύ 15ου και 19ου αιώνα, γιατί θεωρηθήκαν εν μέρει υπεύθυνες για την αναστάτωση στο κλίμα.[71][72][73]
Μετά τον 19ο αιώνα, οι ιστορικοί έκαναν μελέτες για την επίδραση της Ιεράς Εξέτασης στην κοινωνία. Ο Gustav Henningsen και ο Jaime Contreras μελέτησαν τα αρχεία της Ισπανικής Ιεράς Εξέτασης, η οποία σε 44.674 περιπτώσεις κατέληξε σε 826 εκτελέσεις.[74] Σύγχρονη (20ος αι.) μελέτη της Ισπανικής Ιεράς Εξέτασης έδειξε ότι σε 125.000 δίκες μόνο περίπου 1% κατέληξε σε θανατική καταδίκη. Στην Πορτογαλία του 16ου και 17ου αιώνα, σε πάνω από 13.000 δίκες ενώπιον εκκλησιαστικών δικαστηρίων, το 5,7% των υποδίκων θανατώθηκε. Σε πολλές περιπτώσεις αντί για άνθρωπο ριχνόταν στην πυρά ανδρείκελο, αν ο καταδικασθείς δεν είχε συλληφθεί.[75]
Ο William Monter υπολόγισε πως έγιναν περισσότερες από 1.000 εκτελέσεις μεταξύ 1530–1630 και 250 μεταξυ 1630–1730.[76] Ο Jean-Pierre Dedieu μελέτησε τις δίκες του Τολέδο, όπου δικάστηκαν 12 χιλιάδες άτομα.[77] Για την περίοδο πριν το 1530, ο Henry Kamen υπολόγισε πως υπήρξαν πέραν των 2.000 εκτελέσεων στην Ισπανία από την ισπανική Ιερά εξέταση.[78] Σε ντοκυμαντέρ του BBC που απομυθοποιεί την Ιερά Εξέταση, αναφέρετε ότι στα 350 χρόνια της Ιεράς Εξέτασης τεκμηριώνεται η εκτέλεση 3.000-5.000 ατόμων, το οποίο θεωρεί ασήμαντο μπροστά στις 150.000 εκτελέσεις μαγισσών που έγιναν στην υπόλοιπη Ευρώπη την ίδια εποχή. Ο καθηγητής της Ιταλικής Ιστορίας και ειδικός στην Ιερά Εξέταση Carlo Ginzburg έχει αμφιβολίες αν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε στατιστικά για να κατανοήσουμε τι γινόταν σε εκείνη την περίοδο, καθώς ισχυρίζεται πως σε πολλές περιπτώσεις, τα τεκμήρια έχουν χαθεί.[79]
Σύμφωνα με τον Michael P. Iarocci είναι δύσκολο να προσδιοριστεί που τελειώνει η ιστορική αλήθεια και που ξεκινά ο μύθος, σχετικά με την Ιερά Εξέταση[80] Ένας βασικός μελετητής της ιστορίας της Ιεράς Εξέτασης, ο καθηγητής Κανονικού Δικαίου Edward Peters, αναφέρει ότι η αντίληψη που έχουμε γι' αυτή έχει σχηματιστεί από μύθους και θρύλους.[80] Ο ίδιος αναφέρει ότι τα εκκλησιαστικά δικαστήρια που τεχνικά ονομάζονται "εξεταστήρια" έχουν τις ρίζες τους σε διαδικασίες του Ρωμαϊκού Δικαίου του 1ου αι. π.Χ. Αυτές οι διαδικασίες πέρασαν στο Κανονικό (εκκλησιαστικό) Δίκαιο. Η "Ιερά Εξέταση" σαν ένα πανίσχυρο φοβερό δικαστήριο που καταπίεζε τις πνευματικές και πολιτικές ελευθερίες, είναι ένα φολκλόρ που δεν υπήρξε ποτέ παρά μόνο στην πολεμική και στη λογοτεχνία.[81] Στην Ισπανία οι Ιεροεξεταστές ήταν νομικοί καριέρας με σπουδές στα πανεπιστήμια και όχι απαραίτητα ιερωμένοι.[82] Σε σχέση με την Ισπανική Ιερά Εξέταση, όλες οι καθολικές χώρες ήταν αρνητικές απέναντί της, και ο Νικολό Μακιαβέλι γνώριζε ότι ο βασιλιάς της Ισπανίας χρησιμοποιούσε τη θρησκεία για τα δικά του πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα.[83] Ο αμερικανός καθηγητής ιστορίας Τόμας Μάντεν χαρακτηρίζει τις αφηγήσεις περί την Ιερά Εξέταση "λαϊκό μύθο" και παραπέμπει σε εργασία ομάδας 30 ερευνητών πάνω στα αρχεία του Βατικανού για την Ιερά Εξέταση. Σύμφωνα με αυτή, τα βασανιστήρια ήταν σπάνια και μόνο το 1% από όσους πέρασαν από δίκη εκτελέστηκαν.[84] Στο ντοκυμαντέρ του Stephen Haliczer για την Ισπανική Ιερά Εξέταση (προβλήθηκε στο BBC) ο ιστορικός Henry Kamen ισχυρίζεται ότι οι συνθήκες στις φυλακές της Ιεράς Εξέτασης ήταν καλύτερες από τις πολιτικές φυλακές. Αναφέρεται ότι κρατούμενοι στις κοινές φυλακές βλασφημούσαν σκόπιμα, ώστε να μεταφερθούν στις φυλακές της Ιεράς Εξέτασης.[85]
Με την Αναγέννηση του 15ου αιώνα, υπήρξε ξανά ενδιαφέρον για τις κλασσικές σπουδές. Ένα νέο μεγάλο σχίσμα, της μεταρρύθμισης, οδήγησε σε νέες διασπάσεις της Καθολικής Εκκλησίας.[86] Ο Μαρτίνος Λούθηρος το 1517 θα διαμαρτυρηθεί για την πώληση συγχωροχαρτιών αρχικά και στη συνέχεια θα αμφισβητήσει αρκετές πρακτικές και διδαχές της Καθολικής Εκκλησίας.[87] Τον ακολούθησαν και άλλοι διανοούμενοι στην κριτική του, οι οποίοι εξελίχθηκαν στο κίνημα του προτεσταντισμού, οι οποίοι αμφισβήτησαν το Παπικό Πρωτείο, τον ρόλο της παράδοσης και άλλες πρακτικές.[87] Η κριτική και διάσπαση των Μεταρρυθμιστών, οδήγησε σε μέτρα την καθολική εκκλησία, γνωστά ως Αντιμεταρρύθμιση.[88] Πολιτικές και στρατιωτικές μάχες ξέσπασαν την περίοδο αυτή στην Ευρώπη. Ο Λουθηρανισμός εξαπλώθηκε στη Γερμανία και Σκανδιναβία. Ο Αγγλικανισμός ιδρύθηκε στην Αγγλία το 1534. Ο Καλβινισμός (παρακλάδι του προτεσταντισμού) εξαπλώθηκε στη Σκωτία, Ολλανδία, Ελβετία και Γαλλία. Οι διαχωρισμοί αυτοί οδήγησαν σε ξεσπάσματα βίας όπως ο τριακονταετής πόλεμος, ο αγγλικός εμφύλιος πόλεμος και οι γαλλικοί πολέμου της θρησκείας. Τα γεγονότα αυτά ενέτειναν τη συζήτηση για τον ρόλο των διώξεων και της ανοχής.[89]
Κατά την περίοδο αυτή, οι ανακαλύψεις του Χριστόφορου Κολόμβου και ο αποικισμός της Αμερικής, εξάπλωσαν τον Χριστιανισμό πέρα από τα ευρωπαϊκά σύνορα. Ο Χριστιανισμός επεκτάθηκε στην Αμερική, Αφρική, Ωκεανία και περιοχές της Νοτιοανατολικής Ασίας.
Η εποχή του Διαφωτισμού και των επιστημονικών ανακαλύψεων, έφερε μεγάλες κοινωνικές αλλαγές, μια εκ των οποίων ήταν η αντιμετώπιση του Χριστιανισμού με διάφορες μορφές σκεπτικισμού, τον οποίο υιοθέτησαν ορισμένες σύγχρονες πολιτικές ιδεολογίες, όπως διάφορες εκδοχές του σοσιαλισμού και φιλελευθερισμού.[90] Υπήρξαν γεγονότα όπως αντικληρικά ξεσπάσματα εναντίον του Χριστιανισμού, στη Γαλλική Επανάσταση, στον Ισπανικό Εμφύλιο και σε ορισμένα Μαρξιστικά κινήματα[91][92][93].
Από τον 20ό αιώνα, ο Χριστιανισμός υποχωρεί στη δυτική Ευρώπη καθώς ο μοντερνισμός και η κοσμικότητα αυξάνουν την επιρροή τους[94], ιδίως στην Τσεχία και την Εσθονία.[εκκρεμεί παραπομπή] Το κύριο βάρος του Χριστιανισμού έχει σταδιακά μετατοπιστεί προς την Αμερικανική ήπειρο, την Υποσαχάρια Αφρική και σε άλλες αναπτυσσόμενες χώρες, με την Ευρώπη να μην είναι πλέον ο κύριος φορέας του Χριστιανισμού.[εκκρεμεί παραπομπή]
Η κριτική στον Χριστιανισμό και τους Χριστιανούς ξεκινάει από την Αποστολική περίοδο, με την Καινή Διαθήκη να καταγράφει τις εντάσεις των οπαδών του Ιησού με τους Φαρισαίους και όσους αντέγραφαν τα ιερά κείμενα.[95] Τον 2ο αιώνα, ο Χριστιανισμός έτυχε κριτικής από τους Εβραίους για διάφορους λόγους, π.χ. δεν εκπλήρωσε τις προφητείες της Βίβλου ο Ιησούς, δεδομένου ότι δεν είχε μια επιτυχημένη ζωή.[96] Επιπρόσθετα, η θυσία εκ των προτέρων, για να αφαιρέσει αμαρτήματα που δεν έχουν πραγματοποιηθεί ακόμη, για όλους, δεν ταίριαζε με τις ιουδαϊκές τελετές. Επίσης, ο Θεός σύμφωνα με την Ιουδαϊκή παράδοση, έκρινε τους ανθρώπους για τις πράξεις τους, όχι για τα πιστεύω τους.[97][98]
Η πρώτη κύρια συστηματική επίθεση κατά του Χριστιανισμού, προήλθε από τον Έλληνα φιλόσοφο Κέλσο ο οποίος έγραψε το Αληθής Λόγος μια πολεμική κατά των χριστιανών ως μη χρήσιμα μέλη της κοινωνίας.[99][100] Σε απάντηση, ο Ωριγένης έκδωσε την πραγματεία του «Κόντρα στον Κέλσο», ένα σημαντικό έργο που βοήθησε τον Χριστιανισμό να κερδίσει ακαδημαϊκή αξιοπρέπεια.[100]
Μέχρι τον 3ο αιώνα, η κριτική του Χριστιανισμού είχε γίνει πιο έντονη. Εξαπλώνονταν φήμες πως οι Χριστιανοί ήταν άθεοι, πως στις τελετές τους έτρωγαν ανθρώπινα μωρά και ασχολούνταν με αιμομικτικά όργια.[101][102] Ο Νεοπλατωνιστής φιλόσοφος Πορφύριος στο δεκαπεντάτομο έργο του «Κατά Χριστιανών» έκανε μια συστηματική επίθεση στον Χριστιανισμό, βασιζόμενος κυρίως στις διδαχές του Πλωτίνου.[103][104]
Ως τον 12ο αιώνα, το βιβλίο των Ιουδαίων Τόρα, ασκούσε κριτική στον Χριστιανισμό για ειδωλολατρεία, καθώς οι Χριστιανοί απέδιδαν θεότητα στον Ιησού ο οποίος είχε φυσικά σώμα.[105] Τον 19ο αιώνα, ο Νίτσε ξεκίνησε να γράφει μια σειρά από πολεμικά βιβλία για τις «αφύσικες» διδαχές του Χριστιανισμού (π.χ. τη σεξουαλική αποχή) και συνέχισε την κριτική του ως το τέλος της ζωής του.[106] Τον 20ο αιώνα, ο φιλόσοφος Μπέρτραντ Ράσελ εξέφρασε την κριτική του στον Χριστιανισμό με το έργο Γιατί δεν είμαι Χριστιανός βασίζοντας την κριτική του σε λογικά επιχειρήματα.[107]
Η κριτική του Χριστιανισμού συνεχίζεται ως τις μέρες μας. Για παράδειγμα, οι μουσουλμάνοι θεολόγοι ισχυρίζονται ότι το δόγμα της τριαδικότητας του Θεού είναι αντίθετο στον μονοθεϊσμό.[108] Ο μελετητής της Καινής Διαθήκης Robert M. Price έχει περιγράψει την πιθανότητα πως ορισμένες ιστορίες της Βίβλου είναι βασισμένες σε μύθο, στο βιβλίο «The Christ Myth Theory and its problems» (Η θεωρία του μύθου του Ιησού, και τα προβλήματα της).[109]
Η Χριστιανική απολογητική στοχεύει να διατηρήσει μια λογική βάση για τον Χριστιανισμό. Η χριστιανική απολογητική έχει πάρει διάφορες μορφές κατά τους αιώνες, ξεκινώντας από τον Απόστολο Παύλο. Ο Θωμάς Ακινάτης παρουσίασε πέντε επιχειρήματα για την ύπαρξη του θεού στο έργο του Summa Theologica[110][111] Ο διάσημος απολογιτής G. K. Chesterton, έγραψε στις αρχές του 20ου αιώνα για τα πλεονεκτήματα της θρησκείας και συγκεκριμένα του Χριστιανισμού. Γνωστός για τη χρήση των παραδόξων, ο Chesterton ισχυρίστηκε πως ενώ ο Χριστιανισμός έχει τα περισσότερα μυστήρια, είναι η πιο πρακτική θρησκεία.[112][113] Ο φυσικός και ιερέας John Polkinghorne, στο έργο του (μαζί με άλλους) Ερωτήσεις για την Αλήθεια (Questions of Truth) συζητά τη σχέση θρησκείας και επιστήμης, στο οποίο υπάρχει ο ισχυρισμός πως η διαστολή του σύμπαντος κατά τη θεωρία της Μεγάλης Έκρηξης (big bang) είναι απόδειξη της ύπαρξης του Θεού.[114]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.