Ο χορός του Ζαλόγγου είναι θρύλος με πυρήνα ιστορικό γεγονός που συνέβη μετά την οριστική κατάληψη του Σουλίου από τα στρατεύματα του Αλή πασά, τον Δεκέμβριο του 1803. Στις 18 Δεκεμβρίου του 1803 (παλαιό ημερολόγιο), στη κορυφή του όρους Ζάλογγο, εξελίχθηκαν γεγονότα τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα μια ομάδα Σουλιωτισσών και Σουλιωτών με τα παιδιά τους να αποφασίσουν να πεθάνουν ελεύθεροι παρά να πέσουν στα χέρια των Τουρκαλβανών. Έτσι, προτίμησαν, με μία πράξη αυτοθυσίας, αντί να ατιμαστούν από τον αιώνιο εχθρό τους, να πέσουν από την άκρη του γκρεμού. Ορισμένες πηγές της εποχής, ή μεταγενέστερες, αναφέρουν πως οι Σουλιώτισσες έπεσαν «εν χορώ» και τραγουδώντας.[1]
Η περίπτωση του Ζαλόγγου γρήγορα έγινε γνωστή όχι μόνο στον τουρκοκρατούμενο ελληνικό χώρο αλλά και στην Ευρώπη, κατά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, προκαλώντας ιδιαίτερη συγκίνηση και θαυμασμό.[1]
Το 1802, ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων επανέλαβε τις προσπάθειές του να καταβάλει τους Σουλιώτες. Ήδη στις αρχές του 1803 η κατάσταση των πολιορκημένων είχε γίνει δύσκολη, καθώς άρχισαν να λείπουν οι τροφές και τα πολεμοφόδια. Επιπλέον, για να διασπάσει τους αντιπάλους του, έστειλε στο Σούλι τον Κίτσο Μπότσαρη (ο Αλή Πασάς είχε ήδη καταφέρει, χρησιμοποιώντας και πάλι την τακτική του «διαίρει και βασίλευε», η φάρα των Μποτσαραίων το Σούλι και να έρθει με το μέρος του) με προτάσεις ειρήνης αλλά με τον όρο να γίνει ο τελευταίος αρχηγός, στη θέση του Φώτου Τζαβέλλα. Η πονηρή τακτική του Αλή είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο να αποτύχουν οι διαπραγματεύσεις αλλά να αρχίσουν και διαμάχες μεταξύ των Σουλιωτών. Αποτέλεσμα των διαμαχών αυτών ήταν να φύγουν, θυμωμένοι, από το Σούλι και ο Μπότσαρης και ο Τζαβέλλας. Έτσι το Σούλι έχασε τους δύο πιο ικανούς πολέμαρχούς του.[2]
Στο τέλος, μετά την προδοσία του Πήλιου Γούση, ο Αλής κατέλαβε το Αβαρίκο, κυκλώνοντας τους Σουλιώτες, φέρνοντάς τους σε τραγική θέση. Στις αρχές Δεκεμβρίου του 1803, μερικοί από αυτούς κατάφεραν να διασπάσουν τον κλοιό και να σωθούν ενώ οι υπόλοιποι παραδόθηκαν, στις 12 Δεκεμβρίου, με τη συμφωνία να αφεθούν να φύγουν με τα όπλα τους, όπου αυτοί ήθελαν. Όμως στο Κούγκι, αποθήκη τροφών και πολεμοφοδίων των Σουλιωτών, ο καλόγερος Σαμουήλ με πέντε συντρόφους του απέρριψαν την παράδοση και ανατινάχθηκαν, σκοτώνοντας πολλούς άνδρες του Αλή. Τότε ο Αλή πασάς θεώρησε πως έπαυσε να ισχύει η συνθήκη του με τους Σουλιώτες και τους επιτέθηκε ενώ αυτοί όδευαν προς την Πάργα και το Ζάλογγο.[2] Όσοι κατευθύνονταν προς την Πάργα μπόρεσαν, πολεμώντας σκληρά, να ξεφύγουν από τη μανία των Αλβανών και να περάσουν στην Κέρκυρα καθώς οι Παργινοί δεν τους δέχθηκαν, μετά από διαταγή του Αλή. Αντιθέτως, οι 100 οικογένειες που είχαν καταφύγει στο Ζάλογγο βρέθηκαν πολιορκημένες. Ένα μέρος τους, με αρχηγό τον Κίτσο Μπότσαρη, κατάφερε διενεργώντας έξοδο να ξεφύγει αλλά οι υπόλοιποι Σουλιώτες σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν. Τότε 22 γυναίκες και 6 άνδρες αυτοκτόνησαν πηδώντας, μαζί με τα παιδιά τους, από το ψηλότερο σημείο του βουνού σε ένα βάραθρο.[2] Κατά τα ίδια γεγονότα η κόρη του Νότη Μπότσαρη, ενώ μετέφερε στους ώμους της την τραυματισμένη μητέρα της, βλέποντας ότι κινδύνευαν να συλληφθούν, έριξε τη μητέρα από έναν βράχο στον ποταμό Αχέροντα και έπεσε και η ίδια.[3]
Ο ερευνητής του δημοτικού τραγουδιού, Αλέξης Πολίτης απορρίπτει τον θρύλο για το τραγούδι και τον χορό των γυναικών που έπεσαν στο Ζάλογγο και, εξετάζοντας τις διαθέσιμες ελληνικές και ξένες πηγές για το γεγονός, διαπιστώνει πως το περιστατικό έχει ιστορικό πυρήνα, διανθίστηκε όμως από τους μεταγενέστερους με λεπτομέρειες από φήμες τις οποίες είχαν ακούσει, χωρίς να τις ελέγξουν αυστηρά. Επίσης παραδίδει και μία εκδοχή, την οποία συνέλεξε ο Περικλής Ζερλέντης το 1866, στο γειτονικό χωριό Καμαρίνα. Κατ' αυτήν στη Μονή Ταξιαρχών, στη ρίζα του βράχου του Ζαλόγγου, είχαν καταφύγει 300 Σουλιώτες κατά των οποίων επιτέθηκε δύναμη 2.000 διωκτών τους και τους περικύκλωσε. Οι Σουλιώτες όρμησαν προς την κορυφή του βράχου για να περάσουν στην άλλη πλευρά και να γλυτώσουν. Την κορυφή όμως είχαν καταλάβει ήδη οι εχθροί τους με αποτέλεσμα οι Σουλιώτες να βρεθούν ανάμεσα σε δύο πυρά. Τότε οι τελευταίοι πέταξαν τα παιδιά τους στον γκρεμό και πολέμησαν, άντρες και γυναίκες, με τα σπαθιά τους εναντίον των Αλβανών. Μέσα στη μάχη, άλλοι γκρεμοτσακίστηκαν και άλλοι πήδησαν για να γλυτώσουν ή έστω να σκοτωθούν. Οι περισσότεροι από αυτούς σκοτώθηκαν αλλά μερικοί έπεσαν σε θάμνους και γλύτωσαν. Οι άνδρες του Αλή Πασά καταδίωξαν τους διασωθέντες οι οποίοι έπνιξαν τα παιδιά που φώναζαν, προκειμένου να μη γίνουν αντιληπτοί.[4]
Κατά τον Αλέξη Πολίτη επίσης, το δημοτικό τραγούδι «Έχε γειά καημένε κόσμε», που αναφέρεται στο περιστατικό, δεν είναι βέβαιης γνησιότητας και η πρωιμότερη καταγραφή του είναι από το 1908[5].
Ιάκωβος Μπαρτόλντυ
Πρώτος που κατέγραψε το γεγονός αυτό, ήταν ο Πρώσος περιηγητής και διπλωμάτης Ιάκωβος Μπαρτόλντυ, που έτυχε την εποχή εκείνη (1803-1804) να βρίσκεται στα Ιωάννινα. Η έστω και πολύ περιληπτική αναφορά του στο γεγονός κρίνεται περισσότερο αντικειμενική, με δεδομένο ότι δεν ήταν και τόσο ευνοϊκός προς τους Έλληνες, ούτε όμως και με τον Αλή Πασά, που όμως δεν τον εμπόδισε να τονίσει τη γενναιότητα των Σουλιωτών, αλλά και την αγριότητα των τμημάτων του Αλή Πασά. Στην αναφορά του εκείνη στο έργο του Ταξίδιον εις την Ελλάδα 1803 - 1804, (δημοσιεύτηκε στη γερμανική το 1805, και σε γαλλική μετάφραση το 1807), σημειώνει (σε ελεύθερη μετάφραση):
«Καμιά εκατοστή απ' αυτούς τους δυστυχισμένους είχαν αποτραβηχτεί βόρεια της Πρέβεζας στο Μοναστήρι του Ζαλόγγου. Τους επιτέθηκαν εκεί θεωρώντας ότι τάχα αυτή η τοποθεσία, πράγματι ισχυρή, θα μπορούσε να τους προσφέρει ένα νέο τόπο μόνιμης διαμονής, όπου και η σφαγή που ακολούθησε υπήρξε φρικτή. Τριάντα εννέα γυναίκες γκρεμίστηκαν από τα βράχια με τα παιδιά τους που μερικά ακόμη βύζαιναν».
Ο Μπαρτόλντυ δεν διευκρινίζει αν ο θάνατος των γυναικόπαιδων ήταν αποτέλεσμα αυτοκτονίας ή θηριωδίας.
Ουίλιαμ Μάρτιν Ληκ
Δεύτερος που κατέγραψε το γεγονός, περισσότερο λεπτομερώς, ήταν ο Άγγλος στρατιωτικός, περιηγητής και αρχαιολόγος, Ουίλιαμ Μάρτιν Ληκ, από πληροφορίες που συνέλεξε το 1805, ως αντιπρόσωπος της Αγγλίας στα Ιωάννινα, τις οποίες συμπεριέλαβε στο σύγγραμμά του Περιήγηση στη Βόρεια Ελλάδα. Στην αναφορά του αυτή σημειώνει:
«Περίπου 100 οικογένειες είχαν αποτραβηχτεί στο μέρος αυτό από το Σούλι και την Κιάφα, με συνθήκες και ζούσαν στο λόφο ανενόχλητες ώσπου έπεσε το Κούγκι. Τότε επειδή τάχα η περιοχή αυτή ήταν περισσότερη οχυρή ξαφνικά τους επιτέθηκαν με διαταγή του Βεζίρη. Όταν η κατάσταση έγινε απελπιστική ο Κίτσος Μπότσαρης και ένα τμήμα του διέφυγαν. Από τους υπολοίπους, 150 σκλαβώθηκαν και 25 κεφάλια στάλθηκαν στον Αλβανό Μπουλούκμπαση στην Καμαρίνα που διεύθυνε τις επιχειρήσεις, 6 άνδρες και 22 γυναίκες ρίχτηκαν από τα βράχια από το ψηλότερο σημείο του γκρεμνού, προτιμώντας έτσι παρά να πέσουν ζωντανοί στα χέρια των εχθρών τους. Πολλές γυναίκες που είχαν παιδιά τις είδαν να τα ρίχνουν με δύναμη προτού εκείνες κάνουν το μοιραίο πήδημα ».[6]
Στη δεύτερη ιστορικά αυτή αναφορά γίνεται σαφής λόγος για αυτοκτονία και βρεφοκτονία, ενώ προστίθενται 6 άνδρες, ο δε αριθμός των γυναικών περιορίζεται στις 22, χωρίς να γίνεται και εδώ μνεία για χορό. Σημειώνεται όμως ότι το σύγγραμμα αυτό δημοσιεύτηκε 33 χρόνια αργότερα, το 1835, επί βασιλείας του Όθωνα.
Χ. Χόλαντ
Το 1815 ο Χ. Χόλαντ[ασαφές] εκδίδει σύγγραμμα με εντυπώσεις του από την Ελλάδα του 1812-13, κάνοντας επιγραμματικά λόγο μόνο για τη βρεφοκτονία στο σχετικό περιστατικό:
«...λέγεται σαν πραγματική ιστορία, πως μια ομάδα Σουλιώτισσες, μαζεύτηκαν σ' ένα από τα κοντινά στο Σαράι βάραθρα και έριξαν εκεί τα βρέφη τους για να μη γίνουν σκλάβοι του εχθρού».
Στη τρίτη αυτή αναφορά του περιστατικού, αναφέρεται μόνο η βρεφοκτονία. Με το όνομα Σαράι φέρεται ένα παλαιό πυργόκαστρο που ύπήρχε στη περιοχή, κοντά στη Μονή του Ζαλόγγου.
Χριστόφορος Περραιβός
Τον ίδιο όμως χρόνο, το 1815, δημοσιεύεται και η πρώτη ελληνική αναφορά στο περιστατικό που περιλαμβάνεται στη δεύτερη έκδοση της Ιστορίας του Σουλίου και της Πάργας του Χριστόφορου Περρραιβού που τυπώθηκε στη Βενετία, που αποτελεί και την πρώτη ουσιαστικά ελληνική πηγή του γεγονότος.
Κατ' αυτή, όταν τα στρατεύματα του Αλή απέτυχαν και τη φορά αυτή να αιχμαλωτίσουν τους Σουλιώτες που όδευαν προς την Πάργα, και παρά τις συνομολογήσεις που είχαν κάνει μαζί τους, αφού ξεκουράστηκαν επί τριήμερο, επιτέθηκαν ξαφνικά στο Ζάλογγο όπου διαβιούσαν όσοι Σουλιώτες είχαν συνθηκολογήσει νωρίτερα με τον Αλή Πασά, αναφέροντας σχετικά…
«τότε εγνώρισαν ο Κουτσιονίκας και ο Κίτσιο Μπότσαρης την συνηθισμένην αντιπληρωμήν όπου δίδει ο Βεζίρης εις τους πιστούς του προδότας, πλην η μετάνοια τότε ήτο ανωφελής. Άρχισαν μ' όλον τούτο και αντεμάχοντο μεγαλοψύχως, δεν είχαν όμως τα αναγκαία ν' αντισταθούν περισσότερον από δύο ημέρας. Αι γυναίκες δε κατά την δευτέραν ημέραν βλέπουσαι ταύτην τη κτηνώδη περίστασιν, εσυνάχθησαν έως εξήκοντα, επάνω εις έναν πετρώδη κρημνόν. Εκεί εσυμβουλεύθησαν και απεφάσισαν ότι καλύτερα να ριφθούν κάτω από τον κρημνόν διά να αποθάνουν, πάρεξ να παραδοθούν διά σκλάβες εις χείρας των Τούρκων. Όθεν αρπάξαντες με τας ιδίας των χείρας τα άκακα και τρυφερά βρέφη, τα έρριπτον κάτω εις τον κρημνόν. Έπειτα αι μητέρες πιάνοντας η μία με την άλλη τα χέρια τους άρχισαν και εχόρευαν, χορεύουσαι δε επηδούσαν ευχαρίστως μίαν κατόπιν της άλλης από τον κρημνόν. Μερικαί όμως δεν απέθανον, επειδή έπιπτον επάνω εις τα παιδία των και τους συντρόφους, των οποίων τα σώματα ήταν καρφωμένα πάνω εις τες μυτερές πέτρες του κρημνού».
Στην πρώτη αυτή ελληνική καταγραφή του περιστατικού σημειώνεται αφενός ο αριθμός των γυναικών, στο περίπου, «έως 60», και ότι προηγουμένως «εσυμβουλεύθησαν», (με την κυριολεκτική ερμηνεία της λέξης), όπου κατόπιν συμβουλίου αποφάσισαν πλέον συνειδητά τη βρεφοκτονία και τη δική τους στη συνέχεια αυτοκτονία. Και ενώ αναφέρεται εδώ πρώτη φορά ο «χορός», δεν προσδιορίζεται η ημερομηνία. Πάράλληλα γίνεται μνεία περί της προδοσίας που είχε σχετικά σημειωθεί, για την οποία οι προδότες αναγνωρίζουν το σφάλμα τους, πολεμώντας γενναία, πλην όμως αυτό όπως αποδείχθηκε το πλήρωσαν περισσότερο τα γυναικόπαιδα. Στην επόμενη έκδοση του έργου αυτού, το 1857, απαλείφθηκε το περιστατικό της προδοσίας και η λεπτομέρεια του χορού, η δε αναφορά στο γεγονός είναι ψυχρή χωρίς συναισθηματικά στοιχεία.[7]
Φρανσουά Πουκεβίλ κ.ά.
Το 1820 ο Γάλλος περιηγητής Πουκεβίλ που διέμενε 10 σχεδόν χρόνια στην αυλή του Αλή Πασά, εκδίδει τους 3 πρώτους τόμους του έργου του Ταξίδι στην Ελλάδα. Στο 3ο τόμο περιλαμβάνει το επεισόδιο ως ακολούθως (ελεύθερη απόδοση)
«...τις γυναίκες τις γκρέμισαν από τα ύψη των βουνών στις αβύσσους του Αχέροντα, τα παιδιά πουλήθηκαν στα παζάρια».
Εδώ γίνεται σαφής αναφορά για θηριωδία και όχι για βρεφοκτονία ούτε και για αυτοκτονία. Τον επόμενο όμως χρόνο που εκδίδονται οι άλλοι τόμοι περιλαμβάνεται το γεγονός με περισσότερη λεπτομέρεια:
«Ηρωικό θάρρος εξήντα γυναικών, που κινδύνευαν να παραδοθούν στη σκλαβιά των Τούρκων. Ρίχνουν τα παιδιά τους πάνω στους πολιορκητές σαν να ήταν πέτρες έπειτα, πιάνοντας το τραγούδι του θανάτου και κρατώντας η μιά το χέρι της άλλης, ρίχτηκαν στο βάθος της αβύσσου, όπου τα κομματιασμένα πτώματα των παιδιών τους δεν άφηναν μερικές να συναντήσουν το Χάρο, όπως θα το ήθελαν».
Στη νεότερη αυτή αναφορά περιλαμβάνεται πλέον ο χορός 60 γυναικών καθώς και η βρεφοκτονία και αυτοκτονία τους, που ταυτίζεται με την αναφορά του Περραιβού, με επιπλέον μια σημείωση ημερομηνίας στο περιθώριο: 22 Δεκεμβρίου 1803 (π. ημερ.).
Το ίδιο έτος, το περιστατικό δημοσίευσε ο Βρετανός ιερέας T. S.Hughes στο "Travels in Sicily, Greece and Albania".[8]
Κλωντ Φωριέλ
Το 1823 ο Γάλλος ιστορικός ακαδημαϊκός και φιλέλληνας Κλωντ Φωριέλ συγκεντρώνει τα υπομνήματα των τραγουδιών που θα εκδώσει το επόμενο καλοκαίρι του 1824. Σ' αυτά ο Φωριέλ αναφερόμενος στη 2η μέρα εκείνης της μάχης φαίνεται ν' ακολουθεί πιστά τον Περραιβό προσθέτοντας πολλές παραστατικές λεπτομέρειες:
«..ήταν ακόμα αβέβαιη, όταν εξήντα γυναίκες, βλέποντας πως στο τέλος θα σκοτώνονταν οι δικοί τους, μαζεύονται σ' ένα απότομο ψήλωμα στον γκρεμό, που στη μία πλευρά του ανοιγόταν ένα βάραθρο και στο βάθος του το ρέμα άφριζε ανάμεσα στους μυτερούς βράχους που γέμιζαν τις όχθες και τη κοίτη του. Εκεί αναλογίζονται τι έχουν να κάνουν, για να μη πέσουν στα χέρια των Τούρκων, που τους φαντάζονται κιόλας να τις κυνηγούν. Αυτή η απελπισμένη συζήτηση στάθηκε σύντομη, και η απόφαση που ακολούθησε ήταν ομόγνωμη. Οι περισσότερες απ' αυτές τις γυναίκες ήταν μητέρες, αρκετά νέες, και είχαν μαζί τα παιδιά τους, άλλες στο βυζί ή στην αγκαλιά, άλλες τα κρατούσαν από το χέρι. Η κάθε μια πήρε το δικό της, το φίλησε για τελευταία φορά και το έριξε ή το έσπρωξε γυρνώντας το κεφάλι στον διπλανό γκρεμό. Όταν δεν είχαν πια παιδιά να γκρεμίσουν, πιάστηκαν από τα χέρια και άρχισαν ένα χορό, γύρω – γύρω, όσο πιο κοντά γινόταν στην άκρη του γκρεμού και η πρώτη απ' αυτές, αφού χόρεψε μια βόλτα φτάνει στην άκρη, ρίχνεται και κυλιέται από βράχο σε βράχο ως κάτω στο φοβερό βάραθρο. Ωστόσο ο κύκλος, ή ο χορός συνεχίζει να γυρνάει, και σε κάθε βόλτα μια χορεύτρια αποκόβεται με τον ίδιο τρόπο, ως την εξηκοστή. Λένε πως από κάποιο θαύμα, μία απ' αυτές τις γυναίκες δεν σκοτώθηκε πέφτοντας».[9]
Η λεπτομερής αυτή περιγραφή του χορού του Ζαλόγγου, με τις εξήντα γυναίκες, προκάλεσε τη συγκίνηση και τον θαυμασμό, προσέδωσε στο περιστατικό διεθνή πλέον εμβέλεια και κυριάρχησε σ' όλες τις μετέπειτα ιστορικές αναφορές.
Ιμπραήμ Μανζούρ εφέντη
Ο Γάλλος εξωμότης Ιμπραήμ Μανζούρ εφέντη (Ibrahim Manzour efendi), αξιωματικός του μηχανικού στις υπηρεσίες του Αλή πασά Τεπελενλή, στο έργο του Απομνημονεύματα από την Ελλάδα και την Αλβανία στα χρόνια της διακυβέρνησης του Αλή πασά, που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1827, διασώζει τη μαρτυρία του Σουλεϊμάν αγά, Αλβανού αξιωματικού στις υπηρεσίες του Αλή πασά και αυτόπτη μάρτυρα του ιστορικού γεγονότος στο Ζάλογγο..[10]
Η λεπτομερής αυτή περιγραφή του χορού του Ζαλόγγου δεν έχει γίνει ιδιαίτερα γνωστή, παρά το γεγονός ότι καταγράφει πως οι Σουλιώτισσες προτίμησαν τον θυσιαστικό θάνατο με χορό και τραγούδι από την ατίμωση. Κατά τον Αλέξη Πολίτη, στην πραγματικότητα ο Μανζούρ χρησιμοποίησε την εκδοχή του Πουκεβίλ, τροποποιώντας τη και διανθίζοντάς τη με λυρικές λεπτομέρειες για να γίνει πιο συγκινητική[11]. Ακολουθεί το σχετικό κείμενο σε πιστή φιλολογική μετάφραση:
«Τον Δεκέμβριο του 1803, οι Σουλιώτες συνθηκολόγησαν. Η συνθήκη τούς παραχωρούσε το δικαίωμα να εγκατασταθούν παντού όπου έκριναν πρόσφορο, εκτός από τα βουνά τους. Οι ατυχείς αποφάσισαν να μοιραστούν σε δύο ομάδες, από τις οποίες η μία θα πήγαινε στην Πρέβεζα, η άλλη στην Πάργα. Είχαν δοθεί διαταγές να τις σφάξουν και τη μία και την άλλη ομάδα. Ξεκίνησαν γι' αυτή την αξιοθρήνητη μετανάστευση. Οι Αλβανοί εμφανίζονται στην ομάδα της Πάργας με σκοπό να τους ξεκάνουν˙ το ένστικτο αναπλήρωσε την εμπειρία˙ σχηματίζοντας τετράγωνα τάγματα, κλείνουν στο κέντρο τις γυναίκες, τους γέροντες, τα παιδιά και τα κοπάδια και υπό την προστασία αυτού του σχηματισμού, εξαιρετικά πολεμικού, εισήλθαν στην Πάργα, μπροστά στα μάτια των σφαγέων, που είχαν λάβει την ανταμοιβή του αίματός τους.
Η ομάδα της Πρέβεζας δεν είχε την ίδια τύχη. Είτε γιατί η επίθεση ήταν ακαριαία, είτε γιατί καταπτοήθηκε, δεν κατέστη δυνατόν να προβάλει αντίσταση, και σε άτακτη υποχώρηση, κατέφυγε σε ένα ελληνικό μοναστήρι, που λέγεται Ζάλογγο. Ανώφελο καταφύγιο! Οι Μωαμεθανοί, σπάζοντας την πόρτα, περικύκλωσαν τα θύματά τους ...˙ ο βιασμός, ο φόνος, οι φρικαλεότητες μιας σφαγής, βεβηλώνουν αυτόν τον χώρο και εξολοθρεύουν τα λείψανα των δυστυχισμένων Σουλιωτών.
Εκατό γυναίκες που έμεναν με μια ομάδα παιδιών, βρέθηκαν χωρισμένες από αυτούς και ψηλά από ένα βράχο στον οποίο είχαν σκαρφαλώσει, έγιναν μάρτυρες της φρικτής μοίρας των συντρόφων τους˙ τους απείλησαν με τη σειρά τους! αλλά μια ξαφνική απόφαση τους υποσχέθηκε μια βοήθεια ενάντια στην ατίμωση και τη ντροπή των βασάνων. Έδωσαν τα χέρια και στο πλάτωμα του βράχου αρχίζουν ένα χορό του οποίου ένας ανήκουστος ηρωισμός ενέπνεε τα βήματα, και του οποίου η αγωνία του θανάτου επέσπευδε την πτώση. Πατριωτικά τραγούδια την συνόδευαν˙ οι επωδοί τους αντηχούσαν στα αυτιά των Μωαμεθανών ... Ο ουρανός χωρίς αμφιβολία τις άκουγε! Στο τέλος των επωδών τους, οι εκατό γυναίκες έβγαλαν μια διαπεραστική και παρατεταμένη κραυγή, της οποίας ο ήχος έσβησε στο βάθος ενός τρομερού βάραθρου όπου παρασύρθηκαν μαζί με κείνες όλα τα παιδιά».
Στο τέλος της διήγησης ο Ιμπραήμ Μανζούρ μας πληροφορεί, επίσης, για το ποιος ήταν ο εξιστορών το γεγονός:
«Ο Σουλεϊμάν αγάς, Αλβανός αξιωματικός, περίλυπος μάρτυρας αυτής της αξιομνημόνευτης τραγωδίας, μου διηγήθηκε όλες τις λεπτομέρειες. Κατά τη διήγηση αυτού του γεγονότος δάκρυα έβρεξαν τα βλέφαρά του˙ εντούτοις ανήκε στο στρατό του Αλή».
Στη Νάουσα Ημαθίας το 1822, κατά την πολιορκία και την καταστροφή της πόλης από τους Τούρκους, αρκετές Ναουσαίες με τα παιδιά και τα βρέφη τους, πήδηξαν στα αφρισμένα νερά του ποταμού Αράπιτσα, από τον γκρεμό, βρίσκοντας ηρωικό θάνατο για να γλιτώσουν από τη σκλαβιά και την ατίμωση.[12]
Κατά τις επιχειρήσεις του Ελληνοτουρκικού Πολέμου στην Ήπειρο το 1897, στην ίδια περιοχή, λίγο έλειψε να επαναληφθούν σκηνές Ζαλόγγου στις 24 Απριλίου (παλ. ημ/γιο). Τότε οι κάτοικοι του χωριού Καμαρίνα είχαν οπλιστεί και κατέλαβαν το παλαιό οχυρό κοντά στο χωριό Ιμάμ Τσαούς, ελέγχοντας το δρόμο από Πρέβεζα προς Λούρο. Εναντίον τους εστάλη ισχυρή δύναμη αρχικά 2 λόχων και 30 έφιππων χωροφυλάκων, αργότερα δε από την Πρέβεζα δύο τάγματα και 300 εθελοντές. Οι κάτοικοι της Καμαρίνας, μαζί με γυναίκες και παιδιά, αποσύρθηκαν από το φρούριο και υποχώρησαν αρχικά προς το χωριό τους, το οποίο όμως πυρπολήθηκε και πολλοί σκοτώθηκαν.[13] Κατά τη μαρτυρία κατοίκου της Καμαρίνας που διασώθηκε, οι κάτοικοι κατέφυγαν κοντά στη μονή του Ζαλόγγου, περίπου μισής ώρας απόσταση από το χωριό. Εκεί συγκεντρώθηκαν περίπου 130 Καμαρινιώτες, άνδρες και γυναικόπαιδα, μαζί με περίπου 20 εθελοντές από άλλα μέρη, εκ των οποίων 14 Λευκαδίτες. Περικυκλώθηκαν από τις τουρκικές δυνάμεις και από εκατοντάδες ατάκτων Αλβανών που είχαν συγκεντρωθεί με την προοπτική της λείας. Προς στιγμήν από τους Έλληνες μαχητές αποφασίστηκε ένα νέο Ζάλογγο και μάλιστα μια γυναίκα έπεσε από τα βράχια και σκοτώθηκε. Οι Τούρκοι εξεπλάγησαν από το γεγονός και σταμάτησαν το πυρ, και έτσι έγινε δυνατό να διαφύγουν οι περισσότερες γυναίκες με την κάλυψη του σκότους.[14]
Κατά την απόβαση των Τούρκων στα Ψαρά το 1824 και την καταστροφή του νησιού, έγινε επίσης αυτο-ανατίναξη μιας ομάδας αμυνομένων, με τη σύμφωνη γνώμη των γυναικών, όταν συνειδητοποίησαν ότι δεν μπορούν πλέον να αντισταθούν και ότι οι Τούρκοι είναι έτοιμοι να προχωρήσουν στην αρπαγή των γυναικών και παιδιών. Επίσης νέες γυναίκες αυτοκτόνησαν πέφτοντας στη θάλασσα για να μη συλληφθούν ζωντανές.[15]
Στις 5 Μαΐου του 1826 εκατοντάδες κάτοικοι της περιοχής των Καλαβρύτων που βρίσκονταν οχυρωμένοι στη θέση "Καστράκι" στους πρόποδες του Χελμού, δέχτηκαν σφοδρή επίθεση από τα στρατεύματα του Ιμπραήμ. Μετά από σκληρή μάχη, οι Έλληνες αναγκάσθηκαν να οπισθοχωρήσουν, με αποτέλεσμα οι άμαχοι να βρεθούν στο έλεος του εχθρού. Εκτός από αυτούς που σφαγιάστηκαν από τους Τούρκους, άλλοι 500 - 600 προτίμησαν να πέσουν στα βάραθρα του Χελμού για να μην πιαστούν αιχμάλωτοι.[16][17]
To 1826, κατά την εκστρατεία του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, και στην προσπάθειά του να διεισδύσει στη Μεσσηνία, βρήκε αντίσταση στην περιοχή Χορηγόσκαλα. Εκεί πολλές γυναίκες έπεσαν στον γκρεμό όταν διαπίστωσαν ότι κινδυνεύουν να συλληφθούν. Το γεγονός αναφέρεται σε επιστολή του Θ. Κολοκοτρώνη, τα απομνημονεύματα του Σπηλιάδη[18] και άλλες πηγές της εποχής, γραπτές και προφορικές.
Τον Ιούνιο του 1920 κεμαλικές συμμορίες οργάνωσαν εκστρατεία για να πυρπολήσουν το χωριό Φούλατζικ της Μικράς Ασίας (περιοχή Βιθυνίας), που το αποκαλούσαν «Κιουτσούκ Γιουνανιστάν» (Μικρή Ελλάδα), να σφαγιάσουν τους κατοίκους του και να ληστέψουν τις περιουσίες τους. Για το σκοπό αυτό συγκεντρώθηκαν περίπου εξακόσιοι άτακτοι οπλοφόροι (τσέτες), αλλά και τακτικός στρατός. Σκότωσαν τριακόσιους άνδρες στον ναό του χωριού και συνέχισαν τις σφαγές. Είκοσι μητέρες του χωριού για να γλιτώσουν από την ατίμωση, έπεσαν μαζί με τα παιδιά τους στον παρακείμενο γκρεμό.[19]
Κατά την Καταστροφή της Σμύρνης τον Σεπτέμβριο του 1922, αρκετές γυναίκες με τα παιδιά τους έπεσαν από ψηλούς βράχους στη θάλασσα κοντά στην περιοχή Πετρωτά της Σμύρνης, για να γλυτώσουν από τους Τούρκους τσέτες. Τα γεγονότα διασώθηκαν από τη μαρτυρία του Έλληνα από τη Σμύρνη, Αλέξη Αλεξίου, που ήταν αυτόπτης μάρτυρας.[20]
Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι περί το τέλος του 20ού και αρχές του 21ου αιώνα η αποσύνθεση των εθνικών ταυτοτήτων, μέσω της αποσύνθεσης των εθνικών «αφηγήσεων», έγινε κυρίαρχο πρόταγμα της δυτικής ιστορικής και κοινωνιολογικής σκέψης, ιδιαίτερα σε ότι αφορά τα έθνη της περιφέρειας (Καραμπελιάς 2011, σελ. 10). Γίνεται λόγος για «σχολή» που έχει ως κύριο στόχο σημεία π.χ. της ελληνικής ιστορίας, όπως η περίπτωση των Σουλιωτών, που καταλαμβάνουν κεντρικό ρόλο στην ελληνική ιστορική συνείδηση, και το Ζάλογγο, το Κούγκι, το κρυφό σχολειό, η Αγία Λαύρα κ.ά., καταδεικνύονται ως σημαίνοντα στο υποσυνείδητο των Ελλήνων και ταυτίζονται με μια εθνική αγωνιστική διάθεση. Η άποψη αυτή καταγγέλλει πως για τον λόγο αυτόν επιχειρείται να πληγεί η αληθοφάνεια των γεγονότων αυτών και ο ηρωικός χαρακτήρας των ατόμων που σχετίστηκαν με αυτά.[21][22]
Κοτζιάς, Νικόλαος, Επανόρθωσις των εν τη Σ. Τρικούπη Ιστορία περί των Ψαριανών πραγμάτων ιστορουμένων, Αθήνησιν, 1857. σελ. 48, 49Αρχειοθετήθηκε 2016-03-04 στο Wayback Machine.: «Ο δε Πασάς διέταξε να κυριεύσωσιν αυτό (το Παλαιόκαστρο) αυθημερόν. ... Οι δε πολιορκούμενοι βλέποντες, ότι επί πολύ να ανθέξωσι δεν ηδύναντο, απεφάσισαν, δόντος το σχέδιον τούτο του Δ. Κοτζιά, να πολεμήσωσι προς τους Τούρκους στήθος με στήθος, και όταν όλοι φονευθώσι, οι δε Τούρκοι εισέλθωσι, τότε ο μεν Α. Βρατζάνος έξω της πυριτιδαποθήκης μένων, τούτο να σημάνη, ο δε Ι. Σίδερος εν τη πυριτιδαποθήκη να θέση το πυρ εν αυτή, ως και εγένετο. Πάντων λοιπόν προαποφασισμένων όντων εις τούτο και των γυναικών συγκατανευσάντων, οι μεν Έλληνες εφώρμησαν την επιούσαν ξιφήρεις κατά των Τούρκων, και μαχόμενοι προς αυτούς άπαντες εφονεύθησαν, οι δε Τούρκοι εισελθόντες ώρμησαν εις αφαρπαγήν των γυναικοπαίδων. Τότε ο μεν Α. Βρατζάνος την δεξιάν του πατρός αυτού Δ. Βρατζάνου, ... , ασπασθείς, έδωκε το σημείον των Ι. Σιδέρω, ο δε Ι. Σιδέρος θέσας το πυρ ανέτρεψε τους πάντας υπό τους βράχους και συνεταφίασεν, εξαιρουμένης μόνον της γυναικός του προξένου Δαρμάρα, ... και ελευθερωθείσα εκ της αιχμαλωσίας κατά τα τέλη του 1824 διηγείτο ταύτα, τα οποία πρέπει να ώσιν αληθή, διότι όλοι οι ειρημένοι άνδρες Ψαριανοί και Ρουμελιώται ευρέθησαν υπό των μετ' ολίγας ημέρας επανελθόντων Ελλήνων έξω του τείχους φονευμένοι».
Σελίς 50, 51: «Αι δεν γυναίκες, τινές μεν ιδίως αι νέαι, επνίγοντο, εν αίς του συγγραφέως αι αδελφαί, εκτός της συζύγου Ν. Γιαννίτζη, συλληφθείσης ημιθανούς, εκουσίως, ίνα μη εις χείρας των Τούρκων πέσωσι ...»