Παραστρατιωτικές οργανώσεις στην Ελλάδα κατά την γερμανική κατοχή From Wikipedia, the free encyclopedia
Τα Τάγματα Ασφαλείας, επισήμως Τάγματα Ευζώνων (ευρέως γνωστά ως Γερμανοτσολιάδες, εξ αιτίας του δωσιλογισμού τους, ή αλλιώς, Ράλληδες) ήταν παραστρατιωτικές μονάδες που έδρασαν στην Ελλάδα κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, σε συνεργασία με τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής.[3] Ο συνολικός αριθμός αυτών των ενόπλων είναι συγκρίσιμος με αυτόν του ΕΛΑΣ.[4]
Τάγματα Ασφαλείας | |
---|---|
Συμμετείχαν στην κατοχή και στα Δεκεμβριανά | |
Ιδεολογία | Αντικομμουνισμός Αντί - Μοναρχισμός |
Ηγέτες | Γιούργκεν Στρόοπ Βάλτερ Σιμάνα |
Περιοχή | Ελλάδα |
Υπαγωγή | Ελληνική Πολιτεία |
Σύμμαχοι | Βέρμαχτ [1] SS Ελληνική Χωροφυλακή Μηχανοκίνητο Τμήμα της Ειδικής Ασφάλειας Εθνική Ενωση Βασιλοφρόνων ΕΔΕΣ Αθηνών (μέρος αυτού)[2] ΕΕΕ |
Αντίπαλοι |
Δημιουργήθηκαν από την κατοχική κυβέρνηση του Ιωάννη Ράλλη με σαφή αντικομμουνιστική στόχευση[5][6][7] και οπλίστηκαν από τη Βέρμαχτ αφού εξοικονομούσαν γερμανικό αίμα, αλλα και επειδή τα υπάρχοντα σώματα ασφαλείας δεν έδειχναν τον απαιτούμενο ζήλο να χτυπήσουν το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ.[1] Τα τάγματα αυτά δημιουργήθηκαν δια του Νόμου 260/1943 που εκδόθηκε στις 18 Ιουνίου του 1943, αν και η δράση τους εντάθηκε μετά το Σεπτέμβρη του '43, μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, όταν μικρό τμήμα του οπλισμού των Ιταλών κατέληξε στα χέρια του ΕΑΜ[1], μέχρι και το τέλος της κατοχής, κυρίως στη βόρεια Πελοπόννησο, τη δυτική Στερεά Ελλάδα, ιδίως στην Αιτωλοακαρνανία, την Εύβοια και την Αθήνα.
Ανώτατος αρχηγός των Ταγμάτων Ασφαλείας ήταν ο Γερμανός στρατηγός των Waffen SS Γιούργκεν Στρόοπ, ο οποίος αντικαταστάθηκε στις 28 Οκτωβρίου του 1943 από τον υποστράτηγο Βάλτερ Σιμάνα[8].
Παρόλο που ήδη εν μέσω της κατοχής στη Συμφωνία της Πλάκας - Μυρόφυλλου (Φεβρουάριος του '44) είχαν χαρακτηριστεί ως δωσιλογικά από το σύνολο των αντιστασιακών οργανώσεων εντός και εκτός Ελλάδας,[9] χαραχτηρισμός που επαναβεβαιώθηκε στη συμφωνία της Καζέρτας αμέσως πριν την απελευθέρωση, το Σεπτέμβρη του '44, και ενώ ένας σημαντικός αριθμός των μελών τους είχε ήδη συλληφθεί πριν την απελευθέρωση, ελάχιστοι τελικώς καταδικάστηκαν.[10] Για παράδειγμα, ενώ ο Ιωάννης Ράλλης καταδικάστηκε σε ισόβια για προδοσία και πέθανε στη φυλακή το '46, ο ίδιος και οι υπόλοιποι εισηγητές [εκκρεμεί παραπομπή] της δημιουργίας των Ταγμάτων Ασφαλείας αθωώθηκαν για τα εγκλήματά τους. Το ίδιο συνέβη με τους περισσότερους ηγέτες των τμημάτων αυτών. Ο βασικός λόγος ήταν πως μέχρι τις δίκες τους είχαν μεσολαβήσει τα Δεκεμβριανά και πολλά μέλη τους, με προτροπή των Βρετανών, στρατολογήθηκαν από την κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας ως αντίβαρο στo EAM, ενώ οι λιγότερο εμπειροπόλεμοι στελέχωσαν χαμηλόβαθμες διοικητικές θέσεις στην κρατική μηχανή.[7][11]
Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας και τον αφοπλισμό των εαμικών οργανώσεων στις αρχές του '45, και μέχρι την έναρξη του Εμφυλίου στα μέσα του '46, αρκετά πρώην μέλη των Ταγμάτων Ασφαλείας διακρίθηκαν στην καταδίωξη αριστερών, κομμουνιστών, μέχρι και αντιβασιλικών[12] σε μια περίοδο που έμεινε γνωστή ως «λευκή τρομοκρατία». Οι ικανότεροι θα διακρίθούν και στον Εμφύλιο, ενώ οι σκληρότεροι θα επανδρώσουν τα Εκτελεστικά Αποσπάσματα εκείνα που θα κόβουν κεφάλια ανταρτών του ΔΣΕ.[13] Τέλος, πρώην ταγματασφαλίτες αλλά και πολιτικά πρόσωπα, συνεργάτες των Γερμανών, εμφανίζονται τα 30 μεσολαβούντα χρόνια μέχρι την πτώση της Χούντας των Συνταγματαρχών σε διάφορα υψηλόβαθμα κρατικά πόστα,[14] με σκιές να πέφτουν ακόμα και στον πρωτεργάτη της, Γεώργιο Παπαδόπουλο.[15]
Η ιστορική μελέτη των Ταγμάτων Ασφαλείας ήταν νομικά απαγορευμένη μέχρι τη Μεταπολίτευση, με τη νομοθεσία περί αναμόχλευσης παθών. Μέχρι την αναγνώριση των εαμικών οργανώσεων από το ΠΑΣΟΚ το 1982, οι μόνες αντιστασιακές οργανώσεις αναγνωρισμένες από το Κράτος ήταν οι δεξιές (ΕΔΕΣ, ΕΚΚΑ, κ.α.), καθώς και όσες είχε αναγνωρίσει η χούντα πως πολέμησαν τον κομμουνισμό μετά όμως την απελευθέρωση του '44 (π.χ. Οργάνωση Χ) - τα Τάγματα Ασφαλείας ποτέ δεν αναγνωρίστηκαν ως αντιστασιακές οργανώσεις, παρόλο που η Χούντα χορήγησε συντάξεις στα πρώην μέλη τους με το διάταγμα 179 το '69.[1][16] Κατά τον ιστορικό Στράτο Δαρδανά, είναι πολλοί οι Έλληνες που συνεργάστηκαν με τον γερμανικό στρατό και τα SS στη διάρκεια του πολέμου, και για διάφορους λόγους. Για μερικούς ήταν μια νέα περιπέτεια και η ευκαιρία να κερδίσουν χρήματα ή άλλα ωφέλη, για άλλους ήταν ένας τρόπος επιβίωσης στις δύσκολες συνθήκες της κατοχής, και για άλλους ο μόνος τρόπος να προστατεύσουν τις οικογένειες και τα χωριά τους από τις επιθέσεις των ανταρτών. Κοινός παράγων πίσω από αυτό το φαινόμενο ήταν ο αντικομμουνισμός, ο οποίος εντεινόταν από τα αντισλαβικά και ειδικά τα αντι-βουλγαρικά αισθήματα.[17]
Με την κατάληψη της Ελλάδας από τους Γερμανούς το Μάιο του 1941 οι παραμένουσες στη Χώρα στρατιωτικές δυνάμεις (κυρίως του στρατού ξηράς), μετά την παράδοση του οπλισμού τους διαλύθηκαν. Τα δε υπάρχοντα τότε Σώματα Ασφαλείας που ήταν η Βασιλική Χωροφυλακή, με έδρα την Αθήνα και υποδιοικήσεις σ΄ όλη τη Χώρα, η Αστυνομία Πόλεων, που είχε την ευθύνη ασφάλειας των πόλεων Αθήνας, Πειραιά, Πάτρας και Κέρκυρας, με βασικά καθήκοντα που της είχαν ανατεθεί, μεταξύ άλλων, και η δίωξη των κομμουνιστών, το Λιμενικό Σώμα (διατηρουμένων σ' αυτό μόνο των αξιωματικών και υπαξιωματικών), με έδρα τον Πειραιά, και τα άοπλα σώματα Πυροσβεστική Υπηρεσία και Αγροφυλακή δεν καταργήθηκαν.
Οι κατακτητές αποφάσισαν σύμφωνα με το δίκαιο του πολέμου τη διατήρησή τους για την εσωτερική ασφάλεια με μειωμένη όμως δύναμη. Η πρώτη κατοχική κυβέρνηση που συστάθηκε από Έλληνες δωσίλογους στρατιωτικούς, με πρωθυπουργό τον αντιστράτηγο Γεώργιο Τσολάκογλου, πρώην διοικητή του Γ΄ Σώματος Στρατού, μέσα σε δύο χρόνια έχασε σταδιακά τον έλεγχο της υπαίθρου καθώς άρχισαν ν΄ αναπτύσσονται ομάδες αντιστασιακών που δρούσαν στις ορεινές περιοχές. Τότε οι Ιταλοί και οι Βούλγαροι που είχαν υπό έλεγχο το μεγαλύτερο μέρος της Χώρας εξανάγκασαν την κυβέρνηση να μεταθέσει δυνάμεις της Χωροφυλακής στις μεγάλες πόλεις θεωρώντας τες ύποπτες για συνεργασία με αντάρτες. Εξέλιξη αυτών ήταν στη συνέχεια η κατάργηση της Αγροφυλακής. Στις δε πόλεις, τρία χρόνια μετά την έναρξη της Κατοχής, και μετά τις παρακινδυνευμένες αλλά μεγαλειώδεις απεργίες του 1943 στην Αθήνα, η αστυνομία πόλεων είχε αρχίσει πλέον να συγκλίνει προς την πλευρά του EAM σε τέτοιο βαθμό που στις 23 Ιουνίου του 1943 και οι ίδιοι οι αστυνομικοί κήρυξαν απεργία.[1]
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Στις 2 Δεκεμβρίου του 1942 παραιτείται ο Γ. Τσολάκογλου και πρωθυπουργός αναλαμβάνει ο μέχρι τότε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Παιδείας και Πρόνοιας, (ιατρός - μαιευτήρας) Κωνσταντίνος Λογοθετόπουλος. Οι γερμανικές Αρχές πολύ γρήγορα όμως διαπίστωσαν ότι ο Λογοθετόπουλος παρά το επιστημονικό του κύρος δεν είχε ικανές δυνάμεις επιβολής στο διαμορφωμένο πολιτικό σκηνικό και σε διάστημα μόλις λίγων μηνών αναζητούσαν τον αντικαταστάτη του.
Την ίδια εκείνη εποχή, κάποιοι απόστρατοι αξιωματικοί, επικεφαλής των οποίων φέροταν ο στρατηγός Θεόδωρος Πάγκαλος, άρχισαν ν΄ ανησυχούν από την εντεινόμενη δραστηριότητα του ΕΑΜ και ειδικότερα μετά τη δημιουργία του στρατιωτικού του σκέλους, ΕΛΑΣ, θεωρώντας ότι αυτές οι οργανώσεις, με το πρόσχημα της αντίστασης κατά των κατακτητών, είχαν ήδη αρχίσει να παίρνουν με το μέρος τους το λαό της υπαίθρου, υπολογίζοντας ακόμα πως με τον εφοδιασμό τους με οπλισμό από τους Άγγλους θα επικρατούσαν τελικά μετά την απελευθέρωση.
Έτσι, μετά από πολλές συζητήσεις, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι θα πρέπει η ίδια η Κυβέρνηση ν΄ αναπτύξει μια ανεξαρτησία κινήσεων και δράσης επ' αυτού του ζητήματος ώστε να ματαιωθούν οι πόθοι αυτών των κομμουνιστικών οργανώσεων που έτσι κι αλλιώς παρέμεναν εκτός νόμου. Παράλληλα, ανέθεσαν στο φίλο του Πάγκαλου, Ιωάννη Βουλπιώτη, ν΄ ανιχνεύσει επ' αυτού τις διαθέσεις των Γερμανών μέσω της φιλίας που διατηρούσε με τον πρώην στρατιωτικό ακόλουθο της Γερμανίας στην Αθήνα Κρίστιαν Φον Κλεμ. Όταν ο συνταγματάρχης Φον Κλεμ ενημερώθηκε σχετικά, και δι' αυτού ο Αρχηγός των Ες-Ες Ελλάδος, φέρεται να μετέφερε θετική απάντηση. Στη συνέχεια ο Πάγκαλος, με σύμφωνη γνώμη και των άλλων αποστράτων, έσπευσε να ενημέρωσει σχετικά τον Ιωάννη Ράλλη, πείθοντάς τον τελικά ν΄ αναλάβει πρωθυπουργός. Επίσης του δήλωσε και την ακαταλληλότητα εαυτού για τη συγκεκριμένη θέση εξαιτίας της προηγούμενης δικτατορίας του για την οποία και είχε διαβληθεί.
Στο σημείο αυτό φαίνεται αφενός μεν πως η επιλογή του Ιωάννη Ράλλη έγινε λόγω της σχετικής απήχησης που είχε ως παλαιός αντιβενιζελικός πολιτικός τόσο στην πρωτεύουσα, όπου χρόνια πολιτευόταν υπό τη σκιά του πατέρα του, όσο και στην επαρχία. Εκρίθη ότι ο αποτρεπτικός του λόγος για σύμπραξη των πολιτών με το ΚΚΕ και τις οργανώσεις του θα ήταν περισσότερο αποτελεσματικός. Την ίδια εποχή η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση του Καΐρου και πρωτίστως οι Άγγλοι, για ίδιο όφελος, επιζητούσαν αντίσταση στους ναζί κατακτητές απ΄ όπου και αν προέρχεται.
Ως αρχικοί σκοποί της ίδρυσης των Ταγμάτων αναφέρθηκαν η τήρηση της τάξης σε περίπτωση κομμουνιστικών ενεργειών, καθώς και η παρεμπόδιση της επιστροφής του βασιλιά.[18]
Η προσέλευση εθελοντών στα Τάγματα ήταν αρχικά ελάχιστη, κι έτσι πυρήνα της νέας δύναμης αποτέλεσε η φρουρά των ευζώνων του Άγνωστου Στρατιώτη, τον Ιούνιο του 1943. Μέχρι το φθινόπωρο του 1943, η ύπαρξη του Τάγματος ήταν μάλλον τυπική, εν μέρει λόγω και του δισταγμού Γερμανών και Ιταλών να δώσουν όπλα. Με τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας όμως, το Σεπτέμβριο του 1943, οι Γερμανοί απέκτησαν διπλό πρόβλημα καθώς αφενός πολλά όπλα έπεσαν στα χέρια των αντιστασιακών οργανώσεων, κυρίως του ΕΛΑΣ, με αποτέλεσμα την κλιμάκωση της αντίστασης, αφετέρου τα ιταλικά στρατεύματα δεν αποτελούσαν πλέον φίλιες δυνάμεις και οι ζώνες ευθύνης τους έπρεπε να ελέγχονται από γερμανικά στρατεύματα. Επίσης, μετά τις ήττες σε Αφρική και Ιταλία, η Ελλάδα έγινε ευάλωτη σε πιθανή συμμαχική απόβαση[19]. Έτσι, εντάθηκαν οι προσπάθειες για τη δημιουργία ντόπιων στρατιωτικών τμημάτων που θα πολεμούσαν την αντίσταση. Τον Ιανουάριο του 1944 η πίεση αυξήθηκε προς τους αξιωματικούς, που κλήθηκαν να καταταγούν υποχρεωτικά στα Τάγματα Ασφαλείας με κυρώσεις, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, τη διακοπή χορήγησης κουπονιών διατροφής και την απώλεια του δικαιώματος σύνταξης, αλλά και προς τους αστυνομικούς, με μαζικές απολύσεις από το Σώμα [20].
Το πρώτο Τάγμα Ασφαλείας, ή 1ο Τάγμα Ευζώνων, συγκροτήθηκε το Μάιο του 1943 και διοικητής του ανέλαβε ο στρατιωτικός Δημοσθένης Διαλέτης. Όμως, περί τα μέσα Ιουνίου, αποφασίστηκε η συγκρότηση τεσσάρων ακόμη ταγμάτων. Έτσι τον Ιούνιο, Σεπτέμβριο, Οκτώβριο και μέχρι το Δεκέμβριο του ίδιου έτους δημιουργήθηκαν στην Αθήνα άλλα τέσσερα, με δυναμικό 300 οπλίτες και 20 αξιωματικούς έκαστο.[21]:98 Η επάνδρωσή τους γινόταν με αξιωματικούς του στρατού, με υποχρεωτική κλήτευση νέων σειρών και αποστράτων αξιωματικών. Η φρουρά του Αγνώστου αποτέλεσε το φυτώριο και για τα επόμενα τακτικά "ευζωνικά τάγματα", καθώς η βασική εκπαίδευση δινόταν εκεί και στη συνέχεια έφευγαν για την ύπαιθρο, κυρίως δυτική Ελλάδα και Πελοπόννησο, όπου επιμέρους τμήματά τους ίδρυσαν τοπικά Τάγματα. Για κάθε τάγμα ευζώνων προβλεπόταν δύναμη 600 ανδρών και 50 αξιωματικών, καθώς και ενός Γερμανού αξιωματικού.[21]:106
Στα Τάγματα κατατάσσονταν κυρίως εξαθλιωμένοι άνθρωποι που προσπαθούσαν έτσι να επιβιώσουν, καθώς η υπηρεσία συνοδευόταν με καλό για την εποχή μισθό και άλλα προνόμια και διευκολύνσεις, εγκληματίες και καταζητούμενοι,[18] αντικομμουνιστές αξιωματικοί, ανάμεσα στους οποίους και αξιωματικοί του ΕΔΕΣ Αθήνας, τους οποίους ο Ζέρβας καταδίκασε το Δεκέμβριο του 1943 και αποκήρυξε περί το Φεβρουάριο του 1944,[9] πολιτικοί καιροσκόποι, καθώς και μέλη οργανώσεων που είχαν έρθει σε σύγκρουση με τον ΕΛΑΣ ή είχαν διαλυθεί από αυτόν, με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα αυτά των 200 ανδρών της ΕΚΚΑ και μελών ομάδων του "Εθνικού Στρατού" που είχαν έρθει στην ύπαιθρο της Πελοποννήσου σε σύγκρουση με τον ΕΛΑΣ και κατέφυγαν στις πόλεις, όπως και άτομα που είχαν χάσει συγγενείς τους εξαιτίας της δράσης των ανταρτών και ζητούσαν εκδίκηση.
"Ορκίζομαι εις τον Θεόν τον άγιον τούτον όρκον, ότι θα υπακούω απολύτως εις τας διαταγάς του ανωτάτου αρχηγού του γερμανικού στρατού Αδόλφου Χίτλερ. Θα εκτελώ πιστώς απάσας τας ανατεθησομένας μοι υπηρεσίας και θα υπακούω άνευ όρων εις τας διαταγάς των ανωτέρων μου. Γνωρίζω καλώς ότι διά μιαν αντίρρησιν εναντίον των υποχρεώσεών μου, τας οποίας διά του παρόντος αναλαμβάνω, θέλω τιμωρηθή παρά των γερμανικών στρατιωτικών νόμων". |
Ο δεύτερος εκ των δύο όρκων του Τ.Α. Σπάρτης "Λεωνίδας"[22] |
Από τα παραπάνω συγκροτημένα τάγματα, το 2ο Τάγμα, που συγκροτήθηκε τον Ιούνιο, μετακινήθηκε στην Πάτρα προκειμένου εκεί να αποτελέσει τον πυρήνα του 2ου Συντάγματος Ευζώνων. Τα υπόλοιπα τέσσερα στην Αθήνα συγκρότησαν το 1ο Σύνταγμα Ευζώνων Αθηνών, επικεφαλής του οποίου τέθηκε ο Ι. Πλυτζανόπουλος. Οι μονάδες αυτές καθώς και όσες δημιουργήθηκαν στη συνέχεια τέθηκαν υπό την Ανωτάτη Διοίκηση Ευζωνικών Ταγμάτων του υπουργείου Εθνικής Αμύνης. Επικεφαλής όλων αυτών ανέλαβε στις 25 Νοεμβρίου ο προαχθείς σε υποστράτηγο Βασίλειος Ντερτιλής.
Η στολή των τακτικών Ταγμάτων ήταν αυτή των Ευζώνων του Άγνωστου Στρατιώτη, για αυτό το λόγο έμειναν γνωστοί και ως γερμανοτσολιάδες. Από τον Ιανουάριο του 1944 φόρεσαν χιτώνια του πρώην ελληνικού στρατού και γερμανικά άρβυλα. Στη στολή τους τα ελληνικά εθνόσημα και το στέμμα είχαν αντικατασταθεί με ένα δάφνινο στεφάνι. Στον όρκο που έδιναν οι αξιωματικοί και οπλίτες των Ταγμάτων ορκίζονταν απόλυτη υπακοή στον Αδόλφο Χίτλερ και υπάγονταν στη δικαιοδοσία των γερμανικών στρατιωτικών νόμων.[εκκρεμεί παραπομπή]
Σχηματισμοί και ομάδες που έγιναν γνωστά ως «Τάγματα Ασφαλείας» είναι οι εξής:
Ο όρος "Τάγματα Ασφαλείας" χρησιμοποιείται συνήθως ανακριβώς για να περιγράψει, όχι μόνο αυτές που δημιούργησε η κυβέρνηση Ράλλη, αλλά το σύνολο των σωμάτων που οπλίστηκαν από τους Γερμανούς στη διάρκεια της Κατοχής[εκκρεμεί παραπομπή]. Σε αυτές συμπεριλαμβάνονται εθελοντικές ομάδες που οργανώθηκαν αυτοβούλως από πρώην αξιωματικούς του στρατού (κυρίως στην Πελοπόννησο), είτε άλλες που δρούσαν εκτός των ορίων του κατοχικού κράτους, όπως οι πολιτοφυλακές της Μακεδονίας, μειονοτικά σώματα (Τσάμηδες, Σλαβομακεδόνες, Πόντιοι, Βλάχοι), ή ομάδες πλήρως ενταγμένες στο γερμανικό στρατό, που συνολικώς πιθανώς να ξεπερνούσαν τους 20.000 άνδρες.[7][25]
Για την ιστορική ακρίβεια, Τάγματα Ασφαλείας της ίδιας περιόδου ήταν και άλλα που δημιούργησαν οι Γερμανοί για τον αστυνομικό έλεγχο του ελληνικού χώρου. Αυτά ήταν το Ι και ΙΙΙ Αστυνομικά Τάγματα Εθελοντών που συγκροτούνταν από Ιταλούς πλαισιωμένους από Γερμανούς και επάνδρωναν την Ειδική Υπηρεσία Ασφαλείας στην οποία υπαγόταν το περιβόητο κτίριο στην οδό Μέρλιν (χαρακτηριζόμενο "ανακριτικό άντρο") και το στρατόπεδο Χαϊδαρίου. Επίσης υπήρξαν τα Τάγματα Βέρνερ (3 στον αριθμό) που συγκροτούνταν από Έλληνες σλαβόφωνους της Μακεδονίας (κομιτατζήδες), όπως και άλλα 19 τμήματα εθελοντών που τοποθετήθηκαν σε διάφορες πόλεις εκτός από νησιά. Τα δε Τάγματα Ευζώνων οι Γερμανοί τα αποκαλούσαν στις επίσημες αναφορές τους "ευζωνικά τμήματα". Μάλιστα, τα τελευταία ήταν τα μόνα στα οποία οι Γερμανοί αναγνώρισαν αξιοσημείωτες επιτυχίες κατά του κομμουνισμού, σύμφωνα με την από 2 Νοεμβρίου 1944 έκθεση Σιμάνα, του Ανώτερου Διοικητού των Ες-Ες (SS) στην Ελλάδα.
Σημαντικοί σύμμαχοι των ΤΑ στις πόλεις υπήρξαν επίσης και τα φιλογερμανικά και φασιστικά κόμματα που λειτούργησαν αυτή την περίοδο, όπως το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΕΚΕ), η Εθνική-Σοσιαλιστική Πατριωτική Οργάνωση (ΕΣΠΟ), η Οργάνωσις Εθνικών Δυνάμεων Ελλάδος (ΟΕΔΕ) και η Εθνική Ένωσις Ελλάδος (ΕΕΕ), ενώ στην επαρχία έδρασε πληθώρα δοσιλογικών οργανώσεων σε στενή συνεργασία με τους Γερμανούς, όπως ο Εθνικός Αγροτικός Σύνδεσμος Αντικομμουνιστικής Δράσεως(ΕΑΣΑΔ)[26] στη Θεσσαλία.[14]
Τέλος, η συλλογική μνήμη έχει εστιάσει σχεδόν αποκλειστικά στον προδοτικό ρόλο των Ταγμάτων Ασφαλείας και των συνεργατών τους, αφήνοντας στο απυρόβλητο τον επίσης προδοτικό χαρακτήρα της δράσης της Χωροφυλακής, της Ειδικής Ασφάλειας που διοικούσε ο Αλέξανδρος Λάμπου, και του Μηχανοκίνητου Τμήματος της Αστυνομίας Πόλεων, γνωστοί ως "Μπουραντάδες", που είχε στελεχώσει με φανατικούς αντικομμουνιστές προ πολέμου, επί Μεταξά, ο Νικόλαος Μπουραντάς.[1] Προς το τέλος της Κατοχής, το Μάιο του 1944, η Κρύα Βρύση έγινε η επιχειρησιακή έδρα του δοσιλογικού, οπλισμένου από τους Γερμανούς κατακτητές, τάγματος του Γεωργίου Πούλου, του λεγόμενου «Ελληνικού Εθελοντικού Σώματος».
Παράλληλα στην Πελοπόννησο ιδρύθηκαν επιπλέον Τάγματα, ως Πρότυπα Τάγματα Χωροφυλακής, που ουδεμία όμως σχέση είχαν με τα τάγματα Ευζώνων τόσο στη στελέχωση όσο και στην οργάνωση. Μετά από μακρές διαπραγματεύσεις του συνταγματάρχη Διονυσίου Παπαδόγγονα με τους Ιταλούς και κατόπιν με τους Γερμανούς[27], οι μονάδες αυτές σιτίζονταν και εξοπλίζονταν από τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής, ενώ τυπικά υπάγονταν στο Υπουργείο Εσωτερικών και το "Β' Αρχηγείο Χωροφυλακής". Αρχικά διστακτικοί οι Γερμανοί, επέτρεψαν τη δημιουργία των Ταγμάτων αυτών μετά και από προσωπική έγκριση του Χίτλερ, προκειμένου "να γλιτώσουν γερμανικό αίμα".[28] Ο Παπαδόγγονας, καθώς θεωρούταν βρετανόφιλος, προσέφερε τη γυναίκα και την κόρη του ως ομήρους στους Γερμανούς για να τους πείσει ότι δεν προτίθεται να τους πολεμήσει, προσφορά που οι Γερμανοί αρνήθηκαν δείχνοντας εμπιστοσύνη.[29] Δυο μέρες μετά την έγκριση του Χίτλερ, την 1η Νοεμβρίου του 1943, ιδρύθηκε στη Λακωνία το «Τάγμα Λεωνίδας», με όπλα από τους Γερμανούς[30]:529 και επικεφαλής το Λεωνίδα Βρεττάκο, αδερφό του Τηλέμαχου Βρεττάκου, που είχε συγκροτήσει προηγούμενα δύναμη στην Πελοπόννησο και δολοφονήθηκε από τον ΕΛΑΣ.
Τα Τάγματα της Πελοποννήσου, που συγκροτήθηκαν σε χαλαρότερη βάση, φορούσαν στολές χωροφύλακα, πολιτικά ή παλιές γερμανικές και ιταλικές στολές.[21]:107 Ανώτατος διοικητής των Ταγμάτων ήταν ο αντιστράτηγος -διοικητής των SS και της αστυνομίας στην Ελλάδα- Βάλτερ Σιμάνα. Διοικητές των Ευζωνικών Ταγμάτων χρημάτισαν ο Βασίλειος Ντερτιλής και στη συνέχεια ο αντισυνταγματάρχης Ιωάννης Πλυτζανόπουλος.
Η δράση των Ταγμάτων Ασφαλείας ήταν κατά βάση αντι-εαμική και αντικομμουνιστική. Αν και έγινε προσπάθεια να εξαπλωθούν σε ολόκληρη τη χώρα, κύριοι χώροι δράσης τους ήταν η Στερεά Ελλάδα (Αγρίνιο και Ναύπακτος) και η Πελοπόννησος (Τρίπολη, Πάτρα, Ναύπλιο, Γύθειο, Καλαμάτα, Σπάρτη κλπ ), καθώς και η Αθήνα, η Εύβοια και κατά καιρούς ορισμένες περιοχές της Θεσσαλίας.[30]:518 Στη γερμανοκρατούμενη Κεντρική και Δυτική Μακεδονία έδρασαν ένοπλοι χωρικοί, μέλη των εθνικιστικών οργανώσεων ΥΒΕ, ΕΚΑ και ΠΑΟ, οι οποίοι κατέφυγαν στους Γερμανούς έπειτα από απηνείς διώξεις του ΕΛΑΣ σχηματίζοντας τον Εθνικό Ελληνικό Στρατό (ΕΕΣ).
Φορώντας πολιτικά ρούχα λειτουργούσαν ουσιαστικά ως φρουρές των χωριών τους, με γνωστότερους αρχηγούς τον Κυριάκο Παπαδόπουλο ή Κισά Μπατζάκ (Πιερία) και το Μιχαήλ Παπαδόπουλο (Μιχάλαγα) στην Κοζάνη. Οι δυνάμεις αυτές δεν υπάγονταν στα Τάγματα Ασφαλείας, ωστόσο ακολουθούσαν τους Γερμανούς σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις και φρουρούσαν μαζί τους διάφορα στρατηγικής σημασίας σημεία (γέφυρες, περάσματα). Στην Κρήτη η συγκρότηση δωσιλογικής στρατιωτικής δύναμης σε γενικές γραμμές απέτυχε.[21]
Η συνολική δύναμη των Ταγμάτων έφτασε τις 22.000 στο τέλος της Κατοχής, μοιρασμένη σε 9 ευζωνικά και 22 εθελοντικά τάγματα, και κατά τους υποστηρικτές της αναθεωρητικής σχολής, η μαζικότητά τους συγκρινόταν με του ΕΛΑΣ[7].
Η πρώτη αυτόνομη ενέργεια των Ταγμάτων Ασφαλείας στην Αθήνα ήταν η επιδρομή, στις 27 Νοεμβρίου 1943, στα στρατιωτικά νοσοκομεία και η εκκαθάρισή τους από κομμουνιστές. Διενεργούσαν επίσης ελέγχους σε σπίτια, οι οποίοι αποτελούσαν αφορμή για λεηλασίες και εκφοβισμό των πολιτών.[21]:109 Σε άλλες περιπτώσεις, ξυλοκοπούνταν και βιάζονταν γυναίκες που είχαν συγγενείς στον ΕΛΑΣ, και τα σπίτια τους καίγονταν.[31] Το πρώην ορφανοτροφείο Χατζηκώνστα αποτέλεσε φυλακή όπου τα Τάγματα κρατούσαν όσους αιχμαλώτους τους δεν έπαιρναν οι Γερμανοί στο Στρατόπεδο συγκέντρωσης Χαϊδαρίου ή δε στέλνονταν για καταναγκαστική εργασία στη Γερμανία. Τα Τάγματα συμμετείχαν επίσης ενεργά στα μπλόκα, όπως στο πρώτο και δεύτερο μπλόκο της Κοκκινιάς, στο μπλόκο της Καισαριανής, σε επιδρομές μαζί με τα SS στην Καισαριανή, το Βύρωνα και αλλού,[32] καθώς και στην πολιορκία και τη μάχη στο λεγόμενο "Κάστρο του Υμηττού". Φρουρούσαν επίσης τα πτώματα όσων κρεμούσαν οι Γερμανοί έτσι ώστε να μην τα απομακρύνουν οι συγγενείς τους και να παραμένουν σε δημόσια θέα προς εκφοβισμό.[33]
Τόσο τα Τάγματα Ευζώνων όσο και αυτά του Παπαδόγγονα συμμετείχαν σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον των ανταρτών μαζί με το γερμανικό στρατό. Τον Ιανουάριο του 1944, το Τάγμα Βρεττάκου συμμετείχε στην εκκαθαριστική "Επιχείρηση Κότσυφας" σε συνεργασία με Γερμανούς[34]. Στις 26 Φεβρουαρίου '44 τα Τάγματα συμμετείχαν σε επιδρομή στην Αχαΐα, το Μάρτιο του ίδιου χρόνου στις Λακωνία και Μεσσηνία, όπου δεν έδειξαν κανένα οίκτο για τον πληθυσμό, και τον Απρίλιο πάλι σε Αχαία και Ηλεία όπου φέρθηκαν με μεγάλη βαρβαρότητα.[21]:114 Οι επιχειρήσεις συνεχίστηκαν στην Πελοπόννησο και κατά το καλοκαίρι. Τα Τάγματα Ασφαλείας βοήθησαν επίσης στη φύλαξη των Εβραίων της Πάτρας, που στάλθηκαν στο Άουσβιτς,[35] και συμμετείχαν στην προετοιμασία της "Επιχείρησης Καλάβρυτα", που κατέληξε στη Σφαγή των Καλαβρύτων, συλλέγοντας πληροφορίες στα Καλάβρυτα και τις γύρω περιοχές για λογαριασμό των Γερμανών.[36] Στην Εύβοια το εκεί Τάγμα έγινε διαβόητο για την απειθαρχία και τη βιαιότητά του, επιδιδόμενο επίσης σε εκβιασμούς και μαύρη αγορά.[37]
Τα Τάγματα Ασφαλείας έκαναν και αρκετές εκτελέσεις ως αντίποινα για τους φόνους Γερμανών από αντάρτες. Στις 15 Μαρτίου του 1944 στην Πάτρα εκτελέστηκαν 200 κομμουνιστές υπό γερμανική επιτήρηση, 40 το Μάρτιο του '44 από το Τάγμα Καλαμάτας[21]:115, ενώ τον Απρίλιο τουφεκίστηκαν 100 κομμουνιστές και ύποπτοι αντάρτες με πρωτοβουλία του Παπαδόγγονα, χωρίς να έχει ζητήσει την άδεια του υπουργείου εσωτερικών ή του Σπάιντελ ή του Σιμάνα που το ήλεγχαν, σε αντίποινα για τη δολοφονία στις 27 Απριλίου του Γερμανού υποστρατηγού Κρεχ, τον οποίο εκτιμούσε[38]. Παράλληλα, στις 31 Ιουλίου, άντρες του Τ.Α. Αγρινίου κρέμασαν στα Καλύβια 60 αιχμάλωτους ΕΛΑΣίτες και ΕΑΜίτες. Επίσης και αντίστροφα, οι γερμανικές αρχές τιμωρούσαν με αντίποινα (εκτελέσεις) το φόνο μελών των Ταγμάτων Ασφαλείας, μέτρο που ίσχυε και για τα δικά τους στρατεύματα.[39] Όταν το Μάιο του '44 οι Γερμανοί κήρυξαν την Πελοπόννησο ζώνη πολέμου και απαγόρευσαν την επικοινωνία, τις συγκεντρώσεις, τις μετακινήσεις καθώς και την κυκλοφορία τα βράδια, με την ποινή σύλληψης ή θανάτου, τα Τάγματα Ασφαλείας ανέλαβαν την τήρηση του μέτρου αυτού.[40]
Τα Τάγματα Ασφαλείας συνεργάζονταν στενά με τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής,[41] τόσο ως μάχιμη δύναμη σε επιχειρήσεις όσο και σα σώμα φύλαξης αιχμαλώτων, υποστηρικτική δύναμη, και ως αποσπάσματα θανάτου. Η συνεργασία τους χαρακτηριζόταν από τους ίδιους τους Γερμανούς σε αναφορές τους ως εξαιρετική. Είχαν επίσης συμμετοχή στις γιορτές για τα γενέθλια του Χίτλερ και για την 25η Μαρτίου που διοργάνωσαν οι Γερμανοί.[21] Μετά την απόπειρα δολοφονίας του Χίτλερ, στις 20 Ιουλίου 1944, ο Παπαδόγγονας του έστειλε συγχαρητήριο τηλεγράφημα για τη διάσωσή του. Στο τηλεγράφημα απάντησε ο Χάινριχ Χίμλερ, αρχηγός των SS, ευχαριστώντας εκ μέρους του Φύρερ και υποσχόμενος επιπλέον εξοπλισμό για τα Τάγματα[29]. Η συγκρότηση των στρατιωτικών αυτών σωμάτων αποτέλεσε και αντικείμενο προπαγάνδας για τη ναζιστική πολεμική προσπάθεια. Προβλήθηκαν από το Υπουργείο Προπαγάνδας του Βερολίνου ως τα "σκληροτράχηλα παλικάρια στο πλευρό της Βέρμαχτ".[42]
Από την άλλη, καθώς πλησίαζε η γερμανική αποχώρηση, τα Τάγματα Ασφαλείας στην περιοχή της πρωτεύουσας έδειχναν σημάδια μερικής διαλλακτικότητας. Σε κάποια από τα μπλόκα της Κοκκινιάς, άνδρες των Τ.Α. προχωρούσαν σε απελευθερώσεις κρατουμένων εν αγνοία των Γερμανών. Επιπλέον σε ένα από αυτά τα περιστατικά ξέσπασε ανταλλαγή πυροβολισμών ανάμεσα σε ταγματασφαλίτες και άνδρες των SS όταν οι τελευταίοι αντιλήφθηκαν τις απελευθερώσεις κρατουμένων με αποτέλεσμα να σκοτωθούν τρεις ταγματασφαλίτες, ένας Γερμανός και αρκετοί αιχμάλωτοι.[43]
Την ίδια περίοδο, ο διοικητής των ευζωνικών Ταγμάτων, Πλυτζανόπουλος, υποστήριξε σε ομιλία του σε Έλληνες αιχμαλώτους ότι οι Γερμανοί έπρεπε να αποχωρήσουν από την Ελλάδα χωρίς προβλήματα, για να αποφευχθεί περαιτέρω αιματοκύλισμα. Παράλληλα, με ενέργειες του ιδίου απελευθερώθηκαν περίπου 3000-4000 άτομα που είχαν αιχμαλωτιστεί στις 28 Αυγούστου σε κοινό μπλόκο Γερμανών και Τ.Α. στο Κουκάκι και τη Νέα Σμύρνη. Ακόμα πραγματοποιήθηκαν συζητήσεις μεταξύ μεμονωμένων ομάδων ταγματασφαλιτών και ανταρτών για κοινή δράση, οι οποίες όμως προσέκρουσαν στους όρους που έθεσε το ΕΑΜ. Ακολούθως οι συγκρούσεις στην Αθήνα συνεχίστηκαν με μεγαλύτερη ένταση.[44]
Τα Τάγματα Ασφαλείας κάλυψαν την αποχώρηση των Γερμανών, εντυπωσιάζοντας το Σιμάνα με την πίστη και την αγωνιστικότητά τους.[45] Στην Πάτρα, ένας από τους όρους που έθεσε ο διοικητής του εκεί Τάγματος Κουρκουλάκος, προκειμένου να παραδοθεί, ήταν να αφεθούν οι Γερμανοί να αποχωρήσουν ανενόχλητοι.[46]
Λίγο πριν την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων Κατοχής από την Ελλάδα τα Τάγματα πολιορκήθηκαν σε διάφορες πόλεις (Ναύπλιο, Αγρίνιο, Τρίπολη, Κόρινθο, Πάτρα) από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ και παραδόθηκαν είτε σε αυτόν είτε σε βρετανικές δυνάμεις που κατέφθαναν στη χώρα. Ο διοικητής των Ταγμάτων της Πελοποννήσου Διονύσιος Παπαδόγγονας, μετά την άρνησή του να συμπτυχθεί στην Αθήνα, περικυκλώθηκε στην Τρίπολη από τις δυνάμεις του Άρη Βελουχιώτη, στα τέλη Σεπτεμβρίου του '44. Αφού πρώτα απέκρουσε επίθεση του ΕΛΑΣ, έσπειρε την τρομοκρατία στην πόλη,[47] και τελικά παραδόθηκε την 1η Οκτωβρίου σε βρετανικό απόσπασμα μετά από μεσολάβηση του Παναγιώτη Κανελλόπουλου και τις εγγυήσεις των Άγγλων αξιωματικών[48] και μεταφέρθηκε αρχικά στις Σπέτσες και από εκεί στην Αθήνα.
Το Τάγμα Ασφαλείας Μελιγαλά, μαζί με τους εναπομείναντες Ταγματασφαλίτες της Καλαμάτας, εξολοθρεύθηκε από τον ΕΛΑΣ μέσα στην κωμόπολη ύστερα από τριήμερη μάχη (13-15 Σεπτεμβρίου) την οποία ακολούθησε εκτέλεση των κατηγορουμένων αιχμαλώτων Ταγματασφαλιτών για εγκλήματα κατά του λαού της Μεσσηνίας. Κατόπιν σε ανοικτό Λαϊκό Δικαστήριο στην Καλαμάτα, κρίθηκε ένοχος και εκτελέστηκε στην κεντρική πλατεία της πόλης ο νομάρχης Περρωτής, επικεφαλής των Ταγμάτων Ασφαλείας της Μεσσηνίας και άλλοι 17 επιφανείς πολίτες ως κύριοι υποστηρικτές των Ταγμάτων.[49] Εκτελέσεις δωσίλογων έγιναν και στους Γαργαλιάνους και στον Πύργο. Το Τάγμα Ασφαλείας της Πάτρας με διοικητή τον Κουρκουλάκο αποχώρησε από την πόλη και οι άντρες του απομακρύνθηκαν από τους Βρετανούς και κλείστηκαν στο στρατόπεδο του Αράξου[50]. Το Τάγμα Ασφαλείας Αγρινίου παραδόθηκε, στις 14 Σεπτεμβρίου, στον ΕΛΑΣ έπειτα από τριήμερη αντίσταση. Στην Αθήνα τα Τάγματα Ευζώνων αφοπλίστηκαν και οδηγήθηκαν στο στρατόπεδο του Γουδή.
Δυνάμεις των Ταγμάτων Ασφαλείας παρέμειναν επιτηρούμενες στο στρατόπεδο στου Γουδή, απελευθερώθηκαν όμως από εκεί από την κυβέρνηση Παπανδρέου, οπλίστηκαν και πολέμησαν στο πλευρό της και των Βρετανών κατά τα Δεκεμβριανά, την ένοπλη σύρραξη στην Αθήνα που σηματοδότησε την αρχή του Ελληνικού Εμφύλιου. Αρκετά μέλη τους δε, ενσωματώθηκαν στα Τάγματα Εθνοφυλακής, το στρατό που δημιουργήθηκε μετά την Κατοχή, επιδιδόμενα σε βιαιότητες και εκδικητικές πράξεις εναντίον των αριστερών[51]. Στη λογική της συμμετοχής τους στον εμφύλιο με την πλευρά του κυβερνητικού στρατού, αμνηστεύθηκαν πολλοί από τους καταδικασθέντες, μερικοί από τους οποίους ακολούθησαν καριέρα στον Εθνικό Στρατό[52]. Ο Παπαδόγγονας, που σκοτώθηκε κατά τα Δεκεμβριανά, προάχθηκε μετά θάνατον με βάση κατοχικούς νόμους, ωστόσο η προαγωγή αποσύρθηκε ως "λάθος" μετά την κατακραυγή που ακολούθησε από τον τύπο της εποχής.[53] Ο εμπνευστής των Ταγμάτων, Ιωάννης Ράλλης, αν και αθωώθηκε από το δικαστήριο των δοσίλογων για τη δημιουργία των Ταγμάτων, όπως και ο Πάγκαλος, κρίθηκε ένοχος εσχάτης προδοσίας και πέθανε το 1946 στη φυλακή[54].
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.