Γεωγραφική περιοχή From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Παταγονία (ισπανικά: Patagonia) προσδιορίζεται ως γεωγραφική περιοχή που καταλαμβάνει το νοτιότερο τμήμα της Νότιας Αμερικής και βρίσκεται στις νότιες περιοχές της Αργεντινής και της Χιλής. Δυτικά και νότια περιλαμβάνει την οροσειρά των Άνδεων, ενώ ανατολικά τα υψίπεδα και τις πεδιάδες των αργεντινών πεδιάδων (πάμπας).
Το όνομα Παταγονία προέρχεται, με βάση ορισμένους ερευνητές, από τη λέξη «παταγών» (patagon),[1] την οποία αρχικά χρησιμοποίησε ο Μαγγελάνος για να περιγράψει τους ιθαγενείς που συνάντησε κατά την εκστρατεία του, και θεώρησε ότι είχαν γιγάντιες διαστάσεις. Σήμερα, πιστεύεται ότι οι Παταγόνες ήταν Ινδιάνοι Τεουέλτσες, οι οποίοι είχαν μέσο ύψος 1,80 εκ. σε σύγκριση με το μέσο ύψος των 1,55 εκ. των Ισπανών εξερευνητών, εκείνη την εποχή.[2]
Ανατολικά από τις Άνδεις η Παταγονία εκτείνεται βόρεια από τους ποταμούς Νεουκέν και Κολοράδο στην Αργεντινή, ενώ δυτικά των Άνδεων εκτείνεται νότια από το γεωγραφικό πλάτος 39° Ν, χωρίς να περιλαμβάνει το Αρχιπέλαγος Τσιλοέ.[3] Το τμήμα της Παταγονίας που ανήκει στην Αργεντινή περιλαμβάνει τις επαρχίες Νεουκέν, Ρίο Νέγρο, Τσουμπούτ, Σάντα Κρους και Γη του Πυρός, καθώς και νότιες εκτάσεις των επαρχιών του Μπουένος Άιρες, της Μεντόσα και της Λα Πάμπα. Η χιλιανή Παταγονία περιλαμβάνει το νότιο τμήμα της περιφέρειας Λος Λάγος, και το σύνολο της έκτασης των περιφερειών Αϊσέν και Μαγαγιάνες, εκτός των τμημάτων της Ανταρκτικής που διεκδικούν οι δύο χώρες.
Η συνολική έκταση που καλύπτει η περιοχή της Παταγονίας ανέρχεται σε 1.043.076 τ.χλμ., ενώ ο συνολικός της πληθυσμός σε περίπου 2 εκατομμύρια κατοίκους με μέση πληθυσμιακή πυκνότητα 1,9 κατοίκους ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο. Από αυτούς περίπου το 1,7 εκατομμύριο διαμένουν στο τμήμα που ανήκει στην Αργεντινή, ενώ οι υπόλοιποι 300.000 στη Χιλιανή Παταγονία. Η αργεντινή Παταγονία έχει έκταση 786.983 τετραγωνικά χιλιόμετρα, ενώ η χιλιανή 256.093 τετραγωνικά χιλιόμετρα.
|
Η περιοχή της Παταγονίας στην Αργεντινή αποτελείται στο μεγαλύτερο μέρος της από πεδιάδες με χαμηλή αραιή βλάστηση, που εκτείνονται σε επίπεδα με απότομες αναβάσεις ύψους μέχρι και 100 μέτρων.[3] Στις περιοχές διαφορετικών επιπέδων υπάρχουν συχνά λίμνες. Το έδαφος αποτελείται από ένα τεράστιο στρώμα ψαμμίτη, ενώ προς τις Άνδεις υπάρχει πορφυρίτης, γρανίτης και βασαλτικά εδάφη λάβας. Με την αύξηση του υψομέτρου η πανίδα είναι πιο φτωχή και η χλωρίδα πλούσια, προσεγγίζοντας τα χαρακτηριστικά των δυτικών Άνδεων με κύρια στοιχεία τα κωνοφόρα και τις οξιές. Τα υψηλά ποσοστά βροχόπτωσης στις δυτικές Άνδεις και οι χαμηλές θερμοκρασίες της επιφάνειας της θάλασσας ευνοούν τον σχηματισμό ψυχρών υγρών αέριων μαζών, που με τη σειρά τους συντελούν στη διατήρηση των μεγαλύτερων παγετωνικών πεδίων στο Νότιο Ημισφαίριο μετά την Ανταρκτική.[3]
Τα χαρακτηριστικά σημεία των πεδιάδων της Παταγονίας είναι οι περιοχές εγκάρσιας ανάβασης μεταξύ τους, πιο γνωστές από τις οποίες είναι το Γκουαλίτσου, νότια από τον ποταμό Ρίο Νέγρο, το Μακιντσάο και Βαλτσέτα (που παλαιότερα γέμιζε με τα νερά της λίμνης Ναουέλ Ουαπί, τροφοδοτώντας τον ποταμό Λιμάι), το Σενγκέρ και ο ποταμός Ντεσεάδο. Εκτός από αυτά τα εγκάρσια βαθύπεδα, πολλά από τα οποία αναγνωρίζονται ως αρχαϊκές διαωκεάνιοι δίαυλοι, υπάρχουν και άλλα που καλύπτονται από λίμνες, όπως τα Γιαγκαγκτού, Μάστερς και Κολουέ Ουαπί, καθώς και ορισμένα στο κέντρο της χώρας, νότια του Πουέρτο Ντεσεάδο. Στις κεντρικές περιοχές επικρατούν εδάφη βασαλτικής λάβας που προέρχονται από ηφαιστειακές εκρήξεις, οι οποίες συντέλεσαν στον σχηματισμό του παταγονικού υψιπέδου από την τριτογενή περίοδο μέχρι και σήμερα. Στο δυτικότερο 1/3 της περιοχής η λάβα καλύπτεται από πιο πρόσφατες παγετωνικές αποθέσεις. Εκεί, σε επαφή με μεταμορφωμένα κρητιδικά πετρώματα που ανήλθαν από τον γρανίτη της τριτογενούς περιόδου, η διάβρωση από την ξαφνική τήξη και υποχώρηση των παγετώνων και τις τεκτονικές κινήσεις έχει σχηματίσει ένα μεγάλο διάμηκες βαθύπεδο, το οποίο διαχωρίζει την πεδιάδα από τους πρώτους λόφους. Αντίστοιχο βαθύπεδο σχηματίζεται στους πρόποδες των Άνδεων, το οποίο και περιέχει τα πιο πλούσια και γόνιμα εδάφη της Παταγονίας. Επίσης, οι λιμνολεκάνες κατά μήκος των Άνδεων έχουν σχηματιστεί από μικρούς παγετώνες, όπως για παράδειγμα οι λίμνες Αρχεντίνο και Φανιάνο, καθώς και ο παράκτιος κόλπος της Μπαΐα Ινούτιλ.[3]
Η γεωλογική σύνθεση της ευρύτερης περιοχής ακολουθεί την ορογραφική φυσιογνωμία της ηπείρου της Νότιας Αμερικής. Τα τριτογενή υψίπεδα, επίπεδα στα ανατολικά και με σταδιακή ανάβαση προς τα δυτικά, έχουν στη βάση τους εδάφη των Ανώτερου Κρητιδικού, ενώ λόφοι του Πρώτου και Κατώτερου Κρητιδικού εμφανίζονται επίσης, με γρανιτική και διοριτική προέλευση. Στη συνέχεια, στα δυτικά εμφανίζονται μεταμορφωμένοι σχιστόλιθοι απροσδιόριστης περιόδου, και ακολουθούν γρανίτες και γνεύσιοι, οι οποίοι και σχηματίζουν τον βασικό άξονα των Άνδεων. Στα σχιστολιθικά πετρώματα υπάρχουν περιστασιακά και πορφυρόλιθοι, ενώ τα ιζήματα του Κρητιδικού ποικίλουν.
Το κλίμα της Παταγονίας δεν είναι τόσο ακραίο, όσο είχε υποτεθεί από τους πρώτους εξερευνητές της. Η ανατολική πλευρά είναι πιο θερμή από τη δυτική, ειδικότερα το καλοκαίρι, καθώς οι ακτές της προσεγγίζονται από το νότιο ισημερινό θαλάσσιο ρεύμα. Η μέση ετήσια θερμοκρασία είναι 11 °C, ενώ η μέση μέγιστη 25,5 °C και η μέση ελάχιστη −1,5 °C σε ετήσια βάση. Συγκριτικά, οι αντίστοιχες τιμές στη Μπάια Μπλάνκα στην Ατλαντική ακτή των βόρειων ορίων της Παταγονίας είναι για τη μέση ετήσια θερμοκρασία 15 °C, ενώ το εύρος των ακραίων τιμών πολύ μεγαλύτερο. Στο Πούντα Αρένας της χιλιανής Παταγονίας η μέση ετήσια θερμοκρασία είναι 6 °C και το μέσο εύρος κυμαίνεται μεταξύ 24,5 °C και −2 °C.
Οι επικρατέστεροι άνεμοι είναι οι δυτικοί, ενώ παράλληλα η δυτική Παταγονία (δυτικά των Άνδεων) έχει μεγαλύτερα ποσοστά βροχόπτωσης από τις ανατολικές βροχοσκεπείς περιοχές. Ενδεικτικά, τα νησιά νοτιοδυτικά του Πουέρτο Νατάλες, Χιλή, δέχονται 4.000 έως 7.000 mm ετήσιας βροχόπτωσης, ενώ η αντίστοιχη τιμή για τους ανατολικότερους λόφους της περιοχής είναι 800 mm και τα ανατολικά υψίπεδα έως και 200 mm.[3]
Σημαντικό χαρακτηριστικό στη νότια Παταγονία και τη Γη του Πυρός, αναφορικά με την ανθρώπινη υγεία και τη διατήρηση των τοπικών οικοσυστημάτων, είναι η ένταση της καταστροφής της στοιβάδας του όζοντος, γνωστή και ως τρύπα του όζοντος, η οποία είναι έντονη στην Ανταρκτική και επηρεάζει και τις περιοχές αυτές.[6]
Οι μεγάλες διακυμάνσεις στη θερμοκρασία, τη βροχόπτωση και το υψόμετρο ανά περιοχή της Παταγονίας έχουν διαμορφώσει χαρακτηριστικές διακριτές ζώνες βλάστησης. Η νοτιοδυτική ακτή κυριαρχείται από βαλτότοπους με χαμηλούς θάμνους ή θάμνους νάνους, τύπος χλωρίδας που χαρακτηρίζεται και ως Μαγγελανικοί βαλτότοποι, και οφείλεται κύρια στους ισχυρούς ανέμους και την βροχόπτωση στην περιοχή. Στις γειτονικές περιοχές των παγετώνων η υψηλή βροχόπτωση επιτρέπει την ανάπτυξη εύκρατου αειθαλούς μικτού δάσους βροχής, γνωστό ως υποπολικό μαγγελανικό δάσος, με κύριο στοιχείο τη νότια οξιά (Nothofagus betuloides). Μικτά φυλλοβόλα δάση (εύκρατα δάση βροχής της Βαλντίβια) εμφανίζονται σε περιοχές με χαμηλότερη βροχόπτωση, ενώ περιλαμβάνουν τα Nothofagus pumilio, Berberis και την Gunnera magellanica.[3]
Στις ανατολικές πλευρές των Άνδεων εμφανίζονται επίσης δάση βροχής σε περιοχές με υψηλή βροχόπτωση. Μετά από αυτή τη στενή δασική ζώνη εκτείνεται η παταγονική στέπα με χαμηλή θαμνώδη βλάστηση, κυρίως αγρωστώδη όπως η Festuca, ανθεκτικά στην έλλειψη βροχής και τους ισχυρούς ανέμους[3]. Την άνοιξη και το καλοκαίρι, η στέπα καλύπτεται από χαμηλά φυτά με ανθούς[7].
Ο θάμνος Calafate (Berberis buxifolia) θεωρείται το σύμβολο της Παταγονίας. Είναι αειθαλής και οι καρποί τους χρησιμοποιούνται στην παρασκευή τοπικής χαρακτηριστικής μαρμελάδας. Σύμφωνα με θρύλο της περιοχής, όταν κάποιος φάει από τους καρπούς του, έχει την επιθυμία να ξαναγυρίσει στην Παταγονία[7]. Χαρακτηριστικό δέντρο της περιοχής είναι και η Alerce, μεγάλη και μακρόβια, και συναντάται στην περιοχή των λιμνών στην Αργεντινή, στο εθνικό πάρκο Λος Αλέρσες[7].
Τα πιο χαρακτηριστικά θηλαστικά της πεδινής περιοχής της Παταγονίας είναι το γουανάκο, το κούγκαρ, η Βραζιλιάνικη αλεπού ή ζόρρο (Canis azarae), το Παταγονικό κουνάβι ή ζορρίνο και το τούκο-τούκο ή Ctenomys magellanicus (ένα είδος τρωκτικού). Τα γουανάκο ζουν σε κοπάδια και κινούνται νομαδικά, ενώ μαζί με τα ρέα (Rhea americana ή Rhea darwinii) αποτελούσαν βασική πηγή τροφής για τους αυτόχθονες παλαιότερα. Σε βορειότερα σημεία της πάμπας συναντάει κανείς και τα είδη τρωκτικών Βισκάτσα(Lagidum spp.) και Μάρα (Dolichotis).
Επίσης πλούσιος είναι ο πληθυσμός των πτηνών στην περιοχή. Το καράντσο (Polyborus tharus), ένα είδος γερακιού, είναι χαρακτηριστικό ιθαγενές είδος, ενώ σημαντική είναι η παρουσία πράσινων παπαγάλων μέχρι και τις νότιες ακτές των Στενών. Υδρόβια πτηνά της περιοχής είναι τα φλαμίνγκο, η χερσαία χήνα, καθώς και η πάπια στίμερ.
Η θαλάσσια πανίδα περιλαμβάνει τη χαρακτηριστική ορθόπτερη φάλαινα των νοτίων θαλασσών, τον Μαγγελανικό πιγκουίνο, τη φάλαινα όρκα και τον θαλάσσιο ελέφαντα. Η χερσόνησος Βαλντές αποτελεί περιοχή ιδιαίτερης φυσικής κληρονομιάς της UNESCO και αποτελεί προστατευόμενη περιοχή.
Η πρώτη ανθρώπινη παρουσία στην περιοχή χρονολογείται αρκετές χιλιάδες χρόνια πριν, καθώς πρώιμα αρχαιολογικά ευρήματα έχουν εκτιμηθεί ότι προέρχονται από ακόμα το διάστημα 13000 ως 10000 έτη π.Χ.. Ευρήματα δραστηριότητας έχουν βρεθεί στο Μόντε Βέρδε στη Χιλιανή επαρχία Γιανκίουε, χρονολογημένα το 12500 π.Χ.[3]. Οι παγετώνες της περιόδου εκείνης όμως δεν ευνοούσαν τη συστηματική εγκατάσταση των ανθρώπων.
Η περιοχή φαίνεται να είναι κατοικημένη συνεχώς από το 10000 π.Χ. με εναλλασσόμενους πολιτισμούς και μεταναστευτικά ρεύματα, για τους οποίους δεν υπάρχουν λεπτομερή στοιχεία. Υπάρχουν αρκετοί χώροι ερευνητικών εκσκαφών, κυρίως σπήλαια, όπως η «Σπηλιά του Μυλόδοντα» (Cueva del Milodon)[8] στον κόλπο της Ούλτιμα Εσπεράνσα στη νότια χιλιανή Παταγονία, καθώς και η τοποθεσία Τρες Αρόγιος στη Γη του Πυρός[3]. Αντίστοιχα, η «Σπηλιά των Χεριών» (Cueva de las Manos) στη Σάντα Κρους της Αργεντινής είναι ένα σπήλαιο στη βάση ενός βράχου με τοιχογραφίες εκατοντάδων χεριών, οι οποίες χρονολογούνται από το 8000 π.Χ.[3]
Γενικά, η θήρα του γουανάκο αποτελούσα την κυριότερη διατροφική δραστηριότητα, όπως αποδεικνύεται από ευρήματα. Δεν είναι σαφές όμως, αν η αρχαία πανίδα της περιοχής, που περιλάμβανε άλογα και βραδύποδες, εξαφανίστηκε πριν την άφιξη των ανθρώπων. Επίσης, δεν έχει γίνει γνωστό αν τα κατοικίδια σκυλιά χρησιμοποιούνταν στο κυνήγι, καθώς βασικά εργαλεία για τη θήρα του γουανάκο φαίνονται να είναι τα μπόλας, ένα είδος λάσσου με ελεύθερες απολήξεις, στο άκρο καθεμιάς από τις οποίες τοποθετείται ένα βαρίδι[3]. Επίσης, υπάρχουν ενδείξεις αλιείας στην περιοχή Γιάμανα, νότια του καναλιού Μπιγκλ στη Γη του Πυρός.
Οι αυτόχθονες κάτοικοι της περιοχής ήταν κύρια ινδιάνοι Τεουέλτσες, η κοινωνία των οποίων αποδεκατίστηκε γρήγορα μετά την πρώτη επαφή με τους Ευρωπαίους. Οι φυλές των Τεουέλτσες περιλάμβαναν τους Γκουνουνακένα στον βορρά, τους Μετσαρνουεκένκ στη νότια κεντρική Παταγονία και τους Αονικένκ στον απώτερο νότο, βόρεια από τα στενά του Μαγγελάνου. Στη Γη του Πυρός υπήρχαν οι φυλές Σελκνάμ ή Όνα και Χάους ή Μανεκένκ, στο βόρειο και νοτιοανατολικό τμήμα αντίστοιχα, ενώ στο αρχιπέλαγος νότια της Γης του Πυρός κατοικούσαν οι φυλές Γιάμανα και Καγουέσκαρ. Όλες αυτές οι ομάδες, που ήρθαν σε επαφή με τους πρώτους εξερευνητές, είχαν διαφορετικούς τρόπους διαβίωσης, πολιτισμό και γλώσσα. Γύρω στο 1000 π.Χ. οι γεωργικές φυλές των ινδιάνων Μαπούτσε διέσχισαν τις δυτικές Άνδεις και εξαπλώθηκαν στις ανατολικές πεδιάδες και στον νότο. Σταδιακά κυριάρχησαν στις άλλες φυλές της περιοχής, και σήμερα αποτελούν τον κύριο αυτόχθονα πληθυσμό[3].
Η περιοχή της Παταγονίας γίνεται γνωστή για πρώτη φορά στην Ευρώπη το 1520 από την αποστολή του Φερδινάνδου Μαγγελάνου, ο οποίος αναφέρει τα γεωγραφικά χαρακτηριστικά των ακτών της, όπως, μεταξύ άλλων, τον κόλπο Σαν Ματίας και το Ακρωτήριο των 11.000 Παρθένων (σήμερα γνωστό ως Ακρωτήριο των Παρθένων - Cape Virgenes). Είναι όμως πιθανό οι ακτές να είχαν προσεγγιστεί και από προγενέστερους εξερευνητές, όπως ο Αμέρικο Βεσπούτσι, ο οποίος, σύμφωνα με το ημερολόγιό του ταξίδεψε στα αντίστοιχα γεωγραφικά πλάτη, αλλά η αποτυχία του να καταγράψει με ακρίβεια την περιοχή αμφισβητεί την αξιοπιστία του.
Ο πρώτος Ευρωπαίος που θεωρείται ότι διέσχισε τις πεδιάδες της Παταγονίας ήταν ο Ροδρίγο ντε Ίσλα, κατά την αποστολή που του ανέθεσε ο Σιμόν ντε Αλκασάμπα Σοτομαγιόρ το 1535. Η ανταρσία των μελών της ομάδας του, τον ανάγκασε να σταματήσει πριν τις Άνδεις και τη δίοδο στη Χιλή. Ο Πέδρο ντε Μεντόσα, εθνική φυσιογνωμία της Αργεντινής, ίδρυσε το Μπουένος Άιρες, αλλά δεν συνέχισε την εξερεύνηση στο νότο. Ο Αλόνσο ντε Καμάργο (1539), ο Χουάν Λαδριγιέρος (1557) και ο Ουρτάδο ντε Μεντόσα (1558) συνέβαλαν στην ανακάλυψη των δυτικών ακτών, ενώ το ταξίδι του Σερ Φράνσις Ντρέικ το 1577 κατά μήκος της ανατολικής ακτής της Παταγονίας και ο περίπλους προς τη Χιλή και το Περού χαρακτηρίζεται σημαντικό ορόσημο στην εξερεύνηση της περιοχής. Η γεωγραφική όμως καταγραφή της Παταγονίας οφείλεται στις διεξοδικές αποστολές του Πέδρο Σαρμιέντο ντε Γκαμπόα στη νοτιοδυτική χώρα το διάστημα 1579-1580. Οι οικισμοί που ίδρυσε στο Νόμπρε ντε Ντιός και στο Σαν Φελίπε εγκαταλείφθηκαν στη συνέχεια από την Ισπανική κυβέρνηση, με αποτέλεσμα ο Τόμας Κάβεντις να ονομάσει τον τελευταίο οικισμό «Λιμάνι της Πείνας», όταν τον επισκέφτηκε το 1587 και τον βρήκε σχεδόν ερημωμένο. Η περιοχή γύρω από το Πουέρτο Ντεσεάδο που εξερευνήθηκε από τον Τζον Ντέιβις περίπου την ίδια περίοδο, δωρήθηκε από τον Τζον Ναρμπορόου στο βασιλιά της Αγγλίας Κάρολο τον Β΄ το 1669.
Το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα η Ευρωπαϊκή παρουσία στην Παταγονία εδραιώθηκε με τα ταξίδια του Τζον Μπάιρον (1764-1765), του Σάμιουελ Γουάλις (1766) και του Λουίς Αντουάν ντε Μπουζανβίλ (1766). Ο Τόμας Φάλκνερ δημοσίευσε το «Περιγραφή της Παταγονίας» το 1774, ενώ ο Φρανσίσκο Βιέδμα ίδρυσε το Ελ Κάρμεν και ο Αντόνιο Βιέδμα εξερεύνησε το εσωτερικό προς τις Άνδεις (1782). Τέλος, το 1782 επίσης ο Μπασίλιο Βιγιαρίνο διέσχισε τον ποταμό Ρίο Νέγρο.
Δύο υδρογραφικές εξερευνητικές αποστολές των ακτών ήταν ιδιαίτερης σημασίας: η πρώτη αποστολή (1826–1830) με αρχηγό τον Φίλιπ Πάρκερ Κινγκ και τα βρετανικά πλοία Αντβέντσουρ και Μπιγκλ, και η δεύτερη το 1832–1836 με το Μπιγκλ και αρχηγό τον Ρόμπερτ Φιτζρόι. Η τελευταία είναι γνωστή για τη συμμετοχή του Κάρολου Δαρβίνου στο πλήρωμα, ο οποίος μελέτησε διεξοδικά τις παταγονικές ακτές και την ενδοχώρα, πλέοντας επίσης τους ποταμούς Ρίο Νέγρο και Σάντα Κρους.
Ο Χιλιανός πρόεδρος Μανουέλ Μπούλνες, μετά από τις οδηγίες του Μπερνάρδο Ο' Χίγκινς, υποστήριξε μία αποστολή στα Στενά του Μαγγελάνου και ίδρυσε το Φουέρτε Μπούλνες το 1843. Πέντε χρόνια αργότερα, η χιλιανή κυβέρνηση μετέφερε τον οικισμό στη σημερινή θέση του Πούντα Αρένας, τοποθεσία που αποτελεί και τον παλαιότερο μόνιμο οικισμό στη νότια Παταγονία. Η ίδρυση του Πούντα Αρένας ήταν αποφασιστική για την παγίωση των διεκδικήσεων της Χιλής στα Στενά του Μαγγελάνου.
Στα μέσα του 19ου αιώνα, τα νεοϊδρυθέντα κράτη της Αργεντινής και της Χιλής εισήλθαν σε μία επιθετική φάση επέκτασης προς το νότο, συγκρουόμενα με τους αυτόχθονες πληθυσμούς. Το 1860, ο Γάλλος τυχοδιώκτης Ορελί Αντουάν ντε Τουνέν αυτοανακηρύχθηκε βασιλιάς του Βασιλείου της Αραουκανίας και της Παταγονίας των Μαπούτσε. Ο πλοίαρχος Τζορτζ Μάστερς περιπλανήθηκε το 1869 με ομάδες ιθαγενών ινδιάνων σε όλη την περιοχή από τα Στενά μέχρι το Μανσανέρος βορειοδυτικά, καταγράφοντας και συλλέγοντας στοιχεία για τους αυτόχθονες πληθυσμούς και τον τρόπο ζωής τους. Τη δεκαετία του 1870, ξεκίνησε η κατάκτηση της ερήμου, μία αμφιλεγόμενη επέκταση της Αργεντινής κυβέρνησης, με διοικητή τον στρατηγό Χούλιο Αρχεντίνο Ρόκα και στόχο την εξολόθρευση των ινδιάνων του νότου. Η επιτυχία της επεκτατικής εκστρατείας ήταν ολική μέχρι το 1885.
Εκείνη την περίοδο, ο Ρουμάνος τυχοδιώκτης Τζούλιους Πόπερ έφτασε στη νότια Παταγονία σε αναζήτηση χρυσού, βρίσκοντας τελικά κοιτάσματα στη Γη του Πυρός, ξεκινώντας ένα ρεύμα μεταναστών προς εκεί. Αντίστοιχα, Ευρωπαίοι ιεραπόστολοι και μετανάστες κατέφτασαν τον 19ο και 20ό αιώνα, με κυριότερους τους Ουαλούς στην κοιλάδα Τσουμπούτ. Στις αρχές του 20ού αιώνα, τα σύνορα μεταξύ Αργεντινής και Χιλής στην Παταγονία καθορίστηκαν με την παρέμβαση του Βρετανικού Στέμματος. Από τότε έχουν επέλθει πολλές μετατροπές, ενώ ακόμα υπάρχει μία ζώνη μήκους 50 χλμ στον παγετώνα της νότιας Παταγονίας, όπου τα σύνορα δεν είναι καθορισμένα. Μέχρι το 1902, το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής κατοικούταν από Χιλιανούς που ασχολούνταν με την κτηνοτροφία. Με τον καθορισμό των συνόρων, πολλοί απελάθηκαν από την πλευρά της Αργεντινής και ίδρυσαν την Μπαλμασέδα στην τώρα χιλιανή περιφέρεια του Αϊσέν[9][10].
Οι οικονομικές δραστηριότητες της ευρύτερης περιοχής περιλαμβάνουν την εξόρυξη ορυκτών, τη φαλαινοθηρία, την κτηνοτροφία (κυρίως προβάτων), τη γεωργία (σιτάρι και στο βόρειο τμήμα στις υπόρροιες των Άνδεων φρούτα), καθώς και εξόρυξη πετρελαίου μετά την ανακάλυψη κοιτασμάτων κοντά στο Κομοδόρο Ριβαδάβια το 1907. Η παραγωγή ενεργειας αποτελεί επίσης σημαντικό τομέα της τοπικής οικονομίας. Η ανάπτυξη της σιδηροδρομικής σύνδεσης του Σαν Κάρλος δε Μπαριλότσε με το Μπουένος Άιρες έγινε για να εξυπηρετήσει τη βιομηχανία πετρελαίου και ενέργειας, τα ορυχεία και την αγροτική παραγωγή. Αν και άλλα δίκτυα είχαν κατασκευαστεί νοτιότερα, σήμερα παραμένει σε λειτουργία μόνο οι γραμμές της Λα Τροτσίτα στο Εσκέλ, της Ουσουάια γνωστή ως «Το τρένο του τέλους του κόσμου»[11], και μία μικρή ιστορική διαδρομή στο Περίτο Μορένο.
Η κτηνοτροφία εισήχθη στην Παταγονία στο τέλος του 19ου αιώνα και ήταν μία βασική πηγή εισοδήματος. Μετά τη μέγιστη ανάπτυξή της κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, η πτώση στις τιμές μαλλιού παγκόσμια επηρέασε τις δραστηριότητες στην Αργεντινή. Σήμερα, περίπου το μισό από τα 15 εκατ. πρόβατα της Αργεντινής βρίσκονται στην Παταγονία, ενώ το ποσοστό μεγαλώνει καθώς η κτηνοτροφία εκλείπει σταδιακά στο βορρά και τις πάμπας. Το Τσουμπούτ έχει την πρώτη θέση στην παραγωγή μαλλιού, ενώ ακολουθείται από τη Σάντα Κρους. Η κτηνοτροφία προβάτων αναβίωσε το 2002 με την υποτίμηση του πέσο και την αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης (κυρίως από την Κίνα και την Ευρωπαϊκή Ένωση). Το ποσοστό των επενδύσεων παραμένει μικρό για νέες μονάδες και συχνά υπάρχουν αρκετοί υγειονομικοί περιορισμοί για την εξαγωγή πρόβειου κρέατος. Το δυναμικό της κτηνοτροφίας στην Παταγονία περιλαμβάνει, εκτός από πρόβατα, μικρότερους αριθμούς βοοειδών, χοίρων και αλόγων.
Το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, ο τουρισμός αποτέλεσε ένα ακόμα σημαντικό τομέα της τοπικής οικονομίας. Αν και αρχικά η Παταγονία αποτελούσε έναν περιπετειώδη τουριστικό προορισμό, η περιοχή έχει προσελκύσει σημαντικούς αριθμούς τουριστών υψηλού εισοδήματος, κρουαζιερόπλοια που περιπλέουν το Ακρωτήριο Χορν και την Ανταρκτική, καθώς και οργανωμένες εξορμήσεις περιπέτειας και δραστηριοτήτων. Βασικοί τουριστικοί προορισμοί είναι ο Παγετώνας Περίτο Μορένο, η Χερσόνησος Βαλντές, το Εθνικό πάρκο Τόρρες ντελ Πάινε, η περιοχή των λιμνών στην Αργεντινή και η Ουσουάια στη Γη του Πυρός. Η τουριστική κίνηση δημιούργησε νέες αγορές και αντίστοιχες εξαγωγές τοπικής τέχνης, όπως χειροτεχνήματα των Μαπούτσε, υφάσματα από γουανάκο, και τοπικά φυσικά προϊόντα.[7]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.