From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Κρητικός είναι αφηγηματικό ποίημα του Διονυσίου Σολωμού σε πέντε μέρη και γράφτηκε την περίοδο 1833-1834. Ποίημα της ωριμότητας του ποιητή με το οποίο «η ελληνική ποίηση μπαίνει θριαμβευτικά στον πνευματικό χώρο της Ευρώπης και παίρνει τη θέση της πλάι στα υψηλότερα υποδείγματα της ευρωπαϊκής ποίησης».[1] Συνδυάζει το επικό, το δραματικό και το λυρικό στοιχείο. Θεωρείται, σύμφωνα και με τον Λίνο Πολίτη,[2] «σταθμός στην ποιητική πορεία του Σολωμού, το πρώτο από τα μεγάλα έργα της εντελώς ώριμης περιόδου του» και «ποίημα-κλειδί, που ανοίγει και μας οδηγεί προς τα ώριμα πνευματικά πεδία του, αλλά πριν από όλα μας εισάγει στη δική του αυτοδύναμη περιοχή» κατά τον Γιάννη Δάλλα.[3] «Η αξία του Κρητικού έγκειται στην απαράμιλλη λυρικότητά του και στην υποβολή που ασκούν μέχρι σήμερα στον αναγνώστη τα υψηλά, αν και κρυπτικά νοήματά του».[4] Πρώτη φορά το ποιητικό αυτό έργο εκδόθηκε από τον Ιάκωβο Πολυλά το 1859 (έκδοση των Ευρισκομένων). Οι στίχοι είναι ιαμβικοί δεκαπεντασύλλαβοι με ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία, όπως ακριβώς οι στίχοι του Ερωτόκριτου, ενώ επίσης παρατηρείται τομή στην 8η συλλαβή κάθε στίχου, χωρίζοντας τον σε δύο ημιστίχια. Το ποίημα δεν είναι οργανωμένο σε στροφές. Αξίζει να γίνει αναφορά στις πολλές συνιζήσεις που δένουν ηχητικά τους στίχους και τελικά το ποίημα αλλά και στο «φαινόμενο της συναισθησίας».[5] Το ποίημα δεν τιτλοφορήθηκε από τον ίδιο τον ποιητή, όπως και Η γυναίκα της Ζάκυθος.[6]
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές ορθογραφικής και συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. Αίτιο: μη εγκυκλοπαιδική γραφή |
Το ποίημα πραγματεύεται την περιπέτεια ενός ναυαγού (που δεν κατονομάζεται) από την Κρήτη, απ' όπου έχει αναγκασθεί να φύγει ύστερα από την καταστολή της επανάστασης και τις διώξεις των Τούρκων το 1823-1824. Το πλοίο βυθίζεται και ο Κρητικός βρίσκεται στη θάλασσα, προσπαθώντας μάλιστα να σώσει την αγαπημένη του από τα άγρια κύματα, την οποία και κρατά στο ένα του χέρι. Από εκείνο το σημείο ξεκινάει η αφήγηση με την τεχνική του εγκιβωτισμού (in medias res), απ' το μέσο δηλαδή της υπόθεσης.
Ο ήρωας-ναυαγός στην πορεία, σε ένα άνοιγμα του χωροχρόνου, βιώνει με ρεαλισμό δοσμένα φανταστικά επεισόδια. Ακούει τη σάλπιγγα, τινάζει τα σάβανα και τρέχει για να συναντήσει την αγαπημένη του· συναντά άλλους νεκραναστημένους και τους ρωτά για εκείνην. Ομολογεί την αιώνια αγάπη και τη θέλησή του να κριθεί μαζί της. Πληροφορείται πως και εκείνη τον αναζητά, με ανυπομονησία μάλιστα, ενώ ο κόσμος καίγεται ολόγυρα τους. Τα επεισόδια αυτά δεν δίνονται από τον ποιητή συνειδητά ως προϊόντα παραισθήσεων, ούτε ως παράγωγα παράκρουσης, έτσι ώστε η λογική τάξη και η συνοχή του κόσμου να διασαλεύται αλλά και να αμφισβητείται. Στην περίπτωση του Κρητικού, κατά τον Γιάννη Δάλλα, «τα οράματα υλοποιούνται, γίνονται προσλήψιμα λογικά συστατικά της περιπέτειας και της σχετικής πλοκής του μύθου. Τα φανταστικά επεισόδια αποδίδονται ως ισότιμα των άλλων και έτσι αντιμετωπίζονται: ως τμήματα αναπόσπαστα της μίας και αυτής πραγματικότητας».[7] Δεν είναι δηλαδή εκδοχές του θαυμαστού και του παράδοξου, αλλά αποκαλύψεις της «κρυφής ή άγνωστης πλευράς αυτού του κόσμου». Πρόκειται λοιπόν για ένα δραματικό κυρίως μονόλογο με λυρικά, αφηγηματικά αλλά πρωτίστως φανταστικά στοιχεία. Μια αυτοψία μάλιστα στα Αυτόγραφα του Κρητικού (ΑΕ 354-363 ως προς την ζύμωση και 363-380 ως προς τη συγκρότησή του) μαρτυρεί για τα πρωτεία του φανταστικού κάτι που φαίνεται και στη δομή και την ακολουθία των επεισοδίων του έργου.
Το ποίημα βέβαια δεν παύει να είναι εμπνευσμένο από τους αγώνες των Κρητικών για ανεξαρτησία κατά την περίοδο 1823-1824, τις κακουχίες των προσφύγων, καθώς και από την απώτερη καταγωγή του ίδιου αφού η οικογένεια του Σολωμού (Πέτρος και Νικόλαος Σολωμός) είχε καταφύγει στη Ζάκυνθο το 1669 προκειμένου να γλιτώσει από τις διώξεις των Τούρκων. Ειδικότερα, στο χρονικό επίπεδο της αφήγησης, οι Τούρκοι είχαν πετύχει την κατάληψη της Μεσαράς και των Σφακίων (1823-1824). Ως επακόλουθο πολλές χιλιάδες χριστιανών από τη νότια και δυτική Κρήτη κατέφυγαν με πλοία προς τα Κύθηρα, τα Αντικύθηρα και την Δυτική Πελοπόννησο και τα Επτάνησα.
Το ίδιο θέμα πραγματεύεται και το ποίημα-μπαλάντα Hero und Leander (Ηρώ και Λέανδρος) του Γερμανού ποιητή Φρίντριχ Σίλερ, όπως και η τραγωδία του Γκριλπάρτσερ Τα κύματα της θάλασσας και του έρωτα, όπως και του Μισέλ ντε Μονταίν:
Ένα βράδυ, από κύματα ισχυρά νικημένος,
και βλέποντας, ο γενναίος ερωτευμένος,
και φυλάξτε μου τον θάνατο, όταν γυρίσω.[8]
ότι, κυρίαρχο το πέλαγος, έπαιζε μαζί του,
μίλησε στα κύματα, και είπε η φωνή του:
Αφήστε με τώρα να σας διασχίσω
αλλά και η σύνθεση του λόρδου Βύρωνα «Η νύμφη της Αβύδου». Η αφετηρία των ποιημάτων εντοπίζεται στην ύστερη αρχαιότητα, τον 5ο με 6ο αιώνα μ.Χ, στο ομώνυμο επύλλιο του Μουσαίου «Τα καθ' Ηρώ και Λέανδρον».[9] Ο Σολωμός στον Κρητικό όχι μόνο πλάθει τον αφηγηματικό του κορμό με κατακτημένο αισθητικά τρόπο που του δίνει μια νέα και πρωτότυπη διάσταση, συναιρώντας διαφορετικές παραδόσεις και οπτικές, αλλά και αλλάζει το περιεχόμενο, αφού στην περίπτωση του Κρητικού ο ήρωας δεν πνίγεται όπως στον Σίλερ, αλλά είναι ένας ναυαγός που παλεύει με τα κύματα μαζί με την «καλή» του. Μετά το όραμα της φεγγαροντυμένης, ο Κρητικός επίσης φτάνει στην ακτή και την αποθέτει πεθαμένη. Τέλος, δεν ακολουθεί ο θάνατος του ήρωα, αλλά αντίθετα συνεχίζει στην Κέρκυρα ως πρόσφυγας πλέον, όπου και αναβιώνει την εμπειρία αφηγούμενος την: «Πιστέψετε που ό,τι θα πω είναι ακριβή αλήθεια». Τέλος, η πρόλευση του μύθου ενώ στον Σίλερ είναι φιλολογική, το ποίημα του Μουσαίου, στον Κρητικό έχει δειχθεί πως στηρίζεται σε μια αφόρμηση ιστορική.[10]
Μπορεί να θεωρηθεί ως μία γενικότερη αλληγορική παράσταση των δοκιμασιών της Κρήτης, των αγώνων των κατοίκων της να απελευθερωθούν και να ενωθούν με τη μικρή τότε ελεύθερη Ελλάδα. Επίσης αλληγορικά μπορεί να συσχετιστεί με τη λογοτεχνική παράδοση του νησιού. Η περιπέτεια του ήρωα παραλληλίζεται με την πορεία που ακολούθησαν τα χειρόγραφα των σπουδαίων έργων της κρητικής λογοτεχνίας, αφότου η νήσος κατελήφθη από τους Τούρκους (1669). Όπως ο ήρωας Κρητικός καταλήγει ζητιάνος στη νέα του πατρίδα, έτσι και τα έργα της κρητικής λογοτεχνίας είχαν καταλήξει περιφρονημένα λαϊκά ακούσματα στα Επτάνησα.[11]
Το ποίημα λειτουργεί επίσης και ως πρόδρομη αφήγηση της ημέρας της κρίσης συνδυάζοντας ιδιότυπα την πλατωνική και τη χριστιανική παράδοση, γυρνώντας μας πίσω σ' έναν ιδιότυπο ορφισμό-πυθαγορισμό που απηχεί όμως και τον Μαρσίλιο Φιτσίνο αλλά και τον Γκέοργκ Βίλχελμ Φρίντριχ Χέγκελ:[12] Αυτό το επίπεδο βρίσκεται στο απώτατο μέλλον και υπερβαίνοντας τον φυσικό χρόνο είναι υπερβατικό και μεταφυσικό, αφού αναφέρεται στην ανάσταση των νεκρών και στην ημέρα της κρίσης. Αφορά την οραματική συνάντηση του Κρητικού με τις ψυχές των νεκρών και την εμφάνιση της αγαπημένης του στις πύλες του Παραδείσου. Θέμα που τον απασχολεί ξανά έντονα στο τέλος της ζωής του, στα λεγόμενα «Ώριμα ιταλικά ποιήματα» και συγκεκριμένα στη «Γυναίκα με το βελούδο» (κατά τη μετάφραση του Γεωργίου Καλοσγούρου) "La Donna Velata".
Ο ποιητής μάλιστα φαίνεται να συναιρεί τις δύο προαναφερθείσες οπτικές, το ιστορικό με το ιδεαλιστικό, στον ενδεικτικό στίχο: «Κι εφώναζα: ω θεϊκιά κι όλη αίματα Πατρίδα!», όπου η πατρίδα λειτουργεί ως διπλός τόπος, τόσο δηλ. ως ο πραγματικός ιστορικός τόπος, στον εθνικοκρατικό του σχηματισμό, όσο και στο επέκεινα.
Ο ποιητής που σημειώνει βιαστικά στο περιθώριο του χειρογράφου: «Il tuono fondamentale tenga fermo il centro profondo della Nazionalita e si sollevi perpendicolarmente [...]»[13] δηλ. «Ο βασικός τόνος ας μένει σταθερά στο βαθύ κέντρο της Εθνικότητας και ας υψώνεται κατακόρυφα», σύμφωνα με την μετάφραση του Στυλιανού Αλεξίου.[14] Λέει μάλιστα σε γράμμα του προς τον Γέωργιο Τερτσέτη: «Κι όσο για την ποίηση, πρόσεξε καλά, Γιώργη μου, γιατί βέβαια καλό είναι να ρίχνει κανείς τις ρίζες του πάνω σ' αυτά τ' αχνάρια [τα δημοτικά, τα κλέφτικα τραγούδια], δεν είναι όμως καλό να σταματά εκεί. Πρέπει να υψώνεται κατακόρυφα ["perpendicolarmente"]. [...] Η κλέφτικη ποίηση είναι όμορφη και ενδιαφέρουσα καθώς μ' αυτήν παράστησαν ανεπιτήδευτα οι κλέφτες τη ζωή τους, τις ιδέες τους και τα αισθήματα τους. Δεν έχει το ίδιο ενδιαφέρον στο δικό μας στόμα. Το έθνος ζητά από μας το θησαυρό της δικής μας διάνοιας, της ατομικής, ντυμένον εθνικά».[15]
«Τα υψηλά, αν και κρυπτικά νοήματά του»,[16] που σημειώνουν οι Γαραντούδης και Παραδείση, μας παραπέμπουν και στον πρώην υμνητή και οικογενειακό φίλο του Διονυσίου Σολωμού, Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο, ο οποίος μετατρέπεται σε μεταθανάτιο επικριτή του με το φυλλάδιό του Πόθεν η κοινή λέξις «τραγουδώ»; Σκέψεις περί της ελληνικής ποιήσεως (1859), όπου και κατηγορεί τον ποιητή πως αυτομόλησε στον γερμανικό μυστικισμό και, παιρνώντας μας και στο ζήτημα της αποσπασματικότητας, πως η κουρασμένη μούσα του ουδέν «άφισεν εις κληρονομίαν ολομελές και πλήρες επικόν δοκίμιον».[17]
Η Φεγγαροντυμένη είναι, όπως και Η γυναίκα της Ζάκυθος και η Donna Velata (Η Γυναίκα με το μαγνάδι κατά τον Γ. Καλοσγούρο), η γυναικεία μορφή του σολωμικού έργου που προκάλεσε και προκαλεί διαφορετικές ερμηνείες και διαφωνίες ως προς την ταυτότητά της. Ενώ κατά την επικρατέστερη -σε πρώτο επίπεδο- εκδοχή, πρόκειται για την ίδια την αρραβωνιαστικιά του Κρητικού, την ψυχή δηλ. της μνηστής που φεύγει,[18] η μορφή αυτή ανοίγεται σαφώς και σε άλλες λειτουργίες. Κατά τον Ερατοσθένη Καψωμένο πρόκειται για μια παγανιστική «επιφάνεια».[19] Κατά τον Σάββα Μιχαήλ πρόκειται για μια Μητρική Μορφή, με τα κεφαλαία γράμματα να παραπέμπουν προφανώς σε μια πρωταρχική θεία μορφή. Συγκεκριμένα ο Μιχαήλ σημειώνει: «Ο ναυαγός Κρητικός κι ο Σολωμός κι όλοι οι ναυαγισμένοι της Ιστορίας μπορούν να δουν να επανέρχεται ανοίκεια, φεγγαροντυμένη, πανέμορφη, η οικεία Μητρική Μορφή, όπως τότε [κατά τους στίχους του ποιήματος] «πολύν καιρό οπίσω», στα πρώτα όνειρα, «[σ] τ' όνειρο, όταν με έθρεφε το γάλα της μητρός μου».[20] Όπως και να έχει «η υποβολή μιας σκηνής με την ξαφνική εμφάνιση της «Φεγγαροντυμένης», που αναδύεται από τη θάλασσα και καθαγιάζει όλη τη φύση, είναι εντυπωσιακή»[21] κατά τον Μάριο Βίττι.
Το ποίημα έχει δεχθεί επιρροές, συμπλέοντας αλλά και λειτουργώντας αυτοδύναμα, τόσο από την επτανησιακή σχολή και τα δημοτικά τραγούδια, όσο και από την κρητική λογοτεχνία και τον ευρωπαϊκό ρομαντισμό, κυρίως στη φιλοσοφική του εκδοχή.
Η αρίθμηση των ενοτήτων ξεκινά από τον αριθμό 18, γεγονός που προβληματίζε τους μελετητές του έργου αν είναι αποσπασματικό ή όχι. Ο Ιάκωβος Πολυλάς θεωρούσε το έργο αποσπασματικό (1859), εωσότου ο Λίνος Πολίτης, ήδη από το 1948, «έδειξε» ότι είναι ποίημα ολοκληρωμένο με αρχή, μέση και τέλος.[22] Κατά τη θεώρησή του λοιπόν είναι το «ποίημα απόλυτα ολοκληρωμένο, με εσωτερική ενότητα και συνοχή».[2] Ο Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, το 1975, επίσης υπογραμμίζει πως «το ποίημα δεν είναι απόσπασμα, αλλά σύνολος λόγος».[23] Ο Στυλιανός Αλεξίου ισχυρίστηκε επίσης πως «το έργο είναι πλήρες. Λείπουν μονάχα τέσσερα ημιστίχια κι ένας στίχος».[24]
Ενώ βέβαια θα μπορούσε κανείς να συμφωνήσει εύκολα για τον αριθμό των τεσσάρων ημιστιχίων που λείπουν, δεν ισχύει το ίδιο για τον αριθμό των στίχων που λείπουν καθώς φαίνεται να λείπουν περισσότεροι, απόφανση που στηρίζεται τόσο στις ομοιοκαταληξίες όσο και στην αφηγηματική πλοκή του ποιήματος. Χωρίς βέβαια να μειώνει κάτι αυτό από την αξία του έργου. Ο Στέφανος Ροζάνης περνάει στο άλλο άκρο υποστηρίζοντας πως «είναι φανερό ότι για τον Σολωμό (όπως και για τους Coleridge και Holderlin) ο υπέρτατος σκοπός της τέχνης είναι το απόσπασμα»,[25] θεώρηση τουλάχιστον υπερβολική αν όχι ανεδαφική, δεδομένης της ισόβιας αγωνίας του ποιητή να ολοκληρώσει τα έργα του. Ο ποιητής καταλήγει ο Γιώργος Βελουδής ότι «δεν είχε μόνο απόλυτη συνείδηση της αποσπασματικότητας του ώριμου έργου του, αλλά και ότι αυτή η αποσπασματικότητα αντικατοπτρίζει την καλλιτεχνική βούληση της ωριμότητας του»,[26] θεώρηση επίσης με ψήγματα τουλάχιστον υπερβολής η οποία θα μπορούσε να γίνει κατανοητή στα πλαίσια της ακαδημαϊκής κόντρας, των λεγόμενων «αποσπασματικών», των οποίων ο Βελουδής υπήρξε και η προεξάρχουσα μορφή. Στο αντίπαλο στρατόπεδο θα μπορούσε κανείς να τοποθετήσει τον Στυλιανό Αλεξίου ο οποίος και στο κύκνειο άσμα του, λίγο πριν τον θάνατο του, κατηγορηματικά επέμεινε στο «πλήρες» του έργου.[27]
Κανείς βέβαια δεν μπορεί να απαντήσει οριστικά και με βεβαιότητα, αν και η άποψη ότι το ποίημα αποτελεί ένα ολοκληρωμένο αυτοτελές επεισόδιο ενός μεγάλου επικολυρικού ποιήματος που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, φαίνεται να βρίσκεται πιο κοντά στην πραγματική τουλάχιστον βούληση του ποιητή, αφού φυσικά υποθέσουμε πως ο ποιητής έρρεπε προς μια ευρύτερη ή και συνολική σύνθεση του όλου έργου του. Γράφει ο Κωστής Παλαμάς: «Το ότι ο Σολωμός δεν ηυτύχησε να συντελέση τους Ελεύθερους Πολιορκημένους και τα άλλα των κρίσιμων ωρών του δημιουργήματα, καθώς το εσχεδίαζεν, είναι εις το παθητικόν του, όσον και αν τα αποκόμματα αυτά μεγαλοφωνούν ότι εγεννήθησαν από τα σπλάχνα μεγάλου ποιητού».[28] Η απάντηση φαίνεται πως θα μεταβάλλεται από εποχή σε εποχή αφήνοντας ανοιχτό αυτό το σολωμικό ζήτημα. Το πολύτιμο του όλου πράγματος είναι δεδομένο, ωστόσο το αν πρόκειται για συντρίμμια ή για ένα ολοκληρωμένο έργο φαίνεται πως θα παραμένει ένα ανοιχτό ζήτημα.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.