Ρώσος συγγραφέας ουκρανικής καταγωγής From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Νικολάι Βασίλιεβιτς Γκόγκολ (ουκρανικά: Мико́ла Васи́льович Го́голь, ρωσικά: Николай Васильевич Гоголь, σύμφωνα με το ΔΦΑ προφέρεται [nʲɪkɐˈlaj vɐˈsʲilʲjɪvʲɪtɕ ˈgogəlʲ], 1 Απριλίου [ Π.Η. 20 Μαρτίου] 1809 – 4 Μαρτίου [Π.Η. 21 Φεβρουαρίου] 1852) ήταν Ρώσος θεατρικός συγγραφέας, μυθιστοριογράφος και διηγηματογράφος ουκρανικής καταγωγής. Έγραψε πολλά διηγήματα, ένα -το κορυφαίο του έργο - μυθιστόρημα, τις Νεκρές ψυχές, θεατρικά έργα - από τα καλύτερα του παγκόσμιου δραματολογίου, όπως Ο επιθεωρητής, καθώς και κάποια ποιήματα. Τα έργα του συγκαταλέγονται στα αριστουργήματα της ρεαλιστικής ρωσικής λογοτεχνίας του 19ου αιώνα και θεωρείται εφάμιλλος μεγάλων συγγραφέων όπως οι Λέων Τολστόι, Ιβάν Τουργκένιεφ, Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι κι ο ποιητής Αλεξάντρ Πούσκιν.[14]
Ο Νικολάι Βασίλιεβιτς Γκόγκολ γεννήθηκε την 1η Απρίλη του 1809[15], στο κοζάκικο χωριό Σορότσινσκι της (τότε επαρχίας Πολτάβα) στην κεντρική Ουκρανία, (τότε Ρωσική Αυτοκρατορία) στο προγονικό υποστατικό της οικογένειας Γκόγκολ – Γιαννόφσκι. [16]
Ήταν ο μοναχογιός του Κοζάκου Βασίλι Αφανάσοβιτς Γκόγκολ- Γιαννόφσκι – γαιοκτήμονα και μέλους της τοπικής αριστοκρατίας – που ασχολούνταν με την ποίηση και την θεατρογραφία και ο οποίος πέθανε το 1824, όταν ο Γκόγκολ ήταν 15 χρονών. Ο πατέρας του ασχολούνταν με το θέατρο ερασιτεχνικά, γράφοντας διάφορα εργάκια που τα έπαιζαν στο αυτοσχέδιο θέατρο της οικογένειας. Σίγουρα, εδώ μπορούμε να βρούμε τις ρίζες της λογοτεχνικής ενασχόλησης του Γκόγκολ καθώς και την αγάπη του για το θέατρο.
Από τη μητέρα του πάλι, τη Μαρία Ιβάνοβνα Κοσιαρόφσκαγια- επίσης κοζάκικης καταγωγής και μέλος οικογένειας τοπικών αξιωματούχων - βαθιά θρησκευόμενη, σχεδόν θρησκόληπτη, φαίνεται να κληρονόμησε τον θρησκευτικό μυστικισμό που τόσο τον ταλαιπώρησε τα τελευταία κυρίως χρόνια της ζωής του.[17]
Μετά το πέρας της βασικής εκπαίδευσης, ο Γκόγκολ από τα 11 μέχρι και τα 19, (1820 – 1828) σπούδασε στο ανώτερο γυμνάσιο της πόλης Νιζίν της Ουκρανίας. Στο Γυμνάσιο είχε διακριθεί σαν ηθοποιός στις σχολικές παραστάσεις αλλά και ως μίμος αφού μπορούσε να υποδυθεί καταπληκτικά διάφορους χαρακτηριστικούς τύπους. Αυτή η ικανότητα όμως, δεν τον έκανε – όπως ίσως θα περίμενε κανείς – δημοφιλή. Αντίθετα, ήταν απομονωμένος, και οι φίλοι του ήταν ελάχιστοι.
Το 1828 αφού τέλειωσε το Γυμνάσιο, μετακόμισε στην Αγία Πετρούπολη και αναζήτησε δουλειά στο «Αυτοκρατορικό Θέατρο του Χραποβίτσκι». Έδωσε εξετάσεις μπροστά στον διευθυντή του θεάτρου της πόλης αλλά απορρίφθηκε. Μετά την απόρριψη του εγκατέλειψε αυτό το όνειρο, πικραμένος. [18]
Ταυτόχρονα, ασχολούνταν με τη λογοτεχνία και δημοσίευσε ανώνυμα πρώτα ένα ποίημα με τον τίτλο «Ιταλία», που δεν το πρόσεξε κανείς και έπειτα, με το ψευδώνυμο Β. Αλώφ, ένα έμμετρο ειδύλλιο που είχε γράψει στα γυμνασιακά του χρόνια, το «Χανς Κιούχελγκάρντεν». Το ποίημα επικρίθηκε από μερικούς κριτικούς και ο Γκόγκολ μάζεψε όλα τα κυκλοφορούντα αντίτυπα και τα έκαψε. Ωστόσο δεν απογοητεύτηκε τόσο ώστε να σταματήσει κάθε ενασχόληση. Συνέχισε να δημοσιεύει, σποραδικά, κάποια διηγήματά του σε λογοτεχνικά περιοδικά ενώ παράλληλα βρήκε μια θέση γραμματέα στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας από την οποία κέρδιζε τα προς το ζην.[19]
Το 1831 είναι η χρονιά που ο Γκόγκολ θα γνωρίσει την επιτυχία. Η δημοσίευση του πρώτου τόμου των διηγημάτων από την ουκρανική γη, με τίτλο «Βραδιές στο μετόχι κοντά στη Ντινάνκα» ή «Βραδινές συντροφιές στο χωριό» θα τον κάνει γνωστό και αποδεκτό στον πνευματικό κόσμο της χώρας. Θα προκαλέσει μέχρι και τα ευνοϊκότατα σχόλια του μεγάλου Πούσκιν αλλά και του κορυφαίου κριτικού του καιρού του, του Βισαριόν Μπελίνσκι. Στα 23 του χρόνια, ο Γκόγκολ ήταν πλέον μια προσωπικότητα των ρωσικών γραμμάτων.
Το 1832 έγραψε και το πρώτο του θεατρικό έργο «Το παράσημο του Βλαδίμηρου γ' τάξης», που δεν το ολοκλήρωσε όμως, φοβούμενος ότι η λογοκρισία δεν θα του επέτρεπε να το ανεβάσει. (Την εποχή του τσάρου Νικόλαου του Α΄, εποχή κατά την οποία έζησε ο Γκόγκολ αλλά και ο Πούσκιν, η Αυτοκρατορική Επιτροπή Λογοκρισίας ήταν παντοδύναμη, και έλεγχε όλη την πνευματική παραγωγή της χώρας.)
Το 1833 αρχίζει να γράφει την κωμωδία του «Τα Παντρολογήματα», αλλά την αφήνει στη μέση, για να αφοσιωθεί στην επόμενη που σχεδίαζε, τον περίφημο «Επιθεωρητή». [20]
Με τη βοήθεια των καινούριων φίλων του διορίζεται καθηγητής σε ένα παρθεναγωγείο, θέση που αφήνει το 1834 για να δουλέψει ως υφηγητής στο Κρατικό πανεπιστήμιο της Αγίας Πετρούπολης στο μάθημα της Μεσαιωνικής Ιστορίας. Όμως και αυτή η απασχόλησε δεν του ταίριαζε και παραιτήθηκε.
Το 1835 δημοσίευσε την επόμενη συλλογή διηγημάτων του, το «Μιργκορόντ» (Η πόλη της ειρήνης), με θέματα από την αγαπημένη του Ουκρανία από την οποία διάσημο θα γίνει το διήγημά του «Ταράς Μπούλμπα». [21]Στη συλλογή Αραβουργήματα περιλαμβάνει άρθρα του για την παιδαγωγική, τη λογοτεχνία και την τέχνη καθώς και νουβέλες από την καθημερινή ζωή της Αγίας Πετρούπολης, μεταξύ των οποίων το επίσης διάσημο, «Ημερολόγιο ενός τρελού».[22]
Λίγους μήνες μετά τη δημοσίευση του «Μιργκορόντ», τελείωσε τη συγγραφή του θεατρικού έργου Ο Επιθεωρητής, το οποίο πρωτοπαίχτηκε τον Απρίλιο του 1836. Το έργο τάραξε τα λιμνάζοντα νερά και της θεατρικής γραφής αλλά και της κοινωνίας. Διαφεύγοντας από την λογοκρισία, η οποία θεωρώντας το έργο μια εύθυμη κωμωδία δεν κατάλαβε την πραγματική σημασία, σατιρίζει αμείλικτα όλη τη γραφειοκρατική δομή της αυτοκρατορίας. [23]Μια πολεμική ξεκίνησε εναντίον του από τους δημόσιους υπάλληλους, που τον αναγκάζει -πικραμένο- να φύγει από τη Ρωσία.
Πρώτος σταθμός η Ζυρίχη, μετά το Παρίσι. Εγκαθίσταται μόνιμα στη Ρώμη, και αρχίζει να γράφει τις «Νεκρές Ψυχές» ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα στην παγκόσμια λογοτεχνία. [24]Το εξαιρετικό χιούμορ της ιστορίας προέρχεται από μοναδική και σαρδόνια σε σύλληψη ιδέα: Ένας φιλόδοξος, πονηρός κι αδίστακτος τυχοδιώκτης, πηγαίνει από μέρος σε μέρος, αγοράζοντας ή κλέβοντας από τους ιδιοκτήτες τους, τους τίτλους των... νεκρών δουλοπαροίκων. Με αυτήν την «ιδιοκτησία» ως ασφάλεια, προγραμματίζει να πάρει δάνεια με τα οποία θα αγοράσει ένα κτήμα με... ζωντανές ψυχές. Το βιβλίο αυτό είναι εμπνευσμένο από τη ζωή των δουλοπάροικων της εποχής του. Οι δουλοπάροικοι ήταν σκλάβοι που ανήκαν στη γη, που τους αγόραζαν και τους πουλούσαν μαζί με τα κτήματα. Το μυθιστόρημα αντανακλά τη σχέση μεταξύ κολίγων κι αφεντάδων και φυσικά την ιδέα που είχαν οι δεύτεροι για τους πρώτους, καθώς επίσης κι ένα μεγάλο αριθμό εξόχως απεικονισμένων ρωσικών επαρχιακών χαρακτήρων. Με το τελείωμα του πρώτου μέρους του βιβλίου, το 1841 ξαναγυρίζει στη Ρωσία. Ύστερα από 3 μήνες αγώνα με την επιτροπή λογοκρισίας, το μυθιστόρημα δημοσιεύεται τον Μάιο του 1842. Ο επόμενος σεισμός που επιφύλαξε ο Γκόγκολ στον πνευματικό κόσμο της χώρας είχε γίνει. Το έργο έκανε τεράστια εντύπωση, συγκλόνισε ολόκληρη τη Ρωσία και όχι μόνο τον πνευματικό κόσμο. Δίχασε ακόμα μια φορά, το κοινό (άλλοι το αγάπησαν, άλλοι το μίσησαν) ενώ ο Γκόγκολ, που ίσως περίμενε πανεθνική ομόφωνη αναγνώριση, θα εγκαταλείψει και πάλι τη Ρωσία.[25]
Θα ξαναγυρίσει στην αγαπημένη του Ρώμη. Τον ίδιο χρόνο θα τελειώσει το θεατρικό του έργο «Τα Παντρολογήματα» και τα στέλνει να παρουσιαστούν στο θέατρο της Ρωσίας. Το έργο πρωτοπαίχτηκε τον Δεκέμβρη του 1842.
Τελειώνει επίσης και την άλλη κωμωδία του, τους «Παίκτες», που την είχε αρχίσει το 1836. Το έργο ανέβηκε τον Φεβρουάριο του 1843.
Την ίδια χρονιά θα δημοσιεύσει και το διήγημά του, το περίφημο «Παλτό», ένα έργο που θα κάνει τεράστια εντύπωση στους συγχρόνους του και θα επηρεάσει και τους μεταγενέστερους. Χαρακτηριστική της επίδρασης στην ρωσική πεζογραφία του διηγήματος αυτού είναι η φράση του Ντοστογιέφσκι: «Όλοι βγήκαμε από το Παλτό του Γκόγκολ».[26]
Στη Ρώμη η ζωή του δεν είναι καθόλου εύκολη. Η ψυχική αρρώστια που ο ίσκιος της απλωνόταν πάντα στη ζωή του, αρχίζει να κάνει την εμφάνισή της πιο ευδιάκριτα. Νευρικοί πόνοι στο στομάχι τυραννούν το σώμα του, ενώ τύψεις τυραννούν την ψυχή του.[27] Νιώθει ότι με τις «Νεκρές Ψυχές» αδίκησε τη Ρωσία, ότι δεν την αγαπάει όσο θα όφειλε, ότι της έκανε κακό και θέλει τώρα να επανορθώσει. Αποφασίζει να προσθέσει ακόμα δύο μέρη στο έργο, για να συμπληρώσει την πραγματική εικόνα της χώρας. Θα ονομάσει το δεύτερο βιβλίο «Αφυπνιζόμενες Ψυχές» και το τρίτο, «Ξυπνημένες ψυχές». Και αρχίζει την προσπάθεια.
Όμως δεν είναι ευχαριστημένος από το γράψιμό του, γράφει και σβήνει συνέχει και μάλιστα καίει τα χειρόγραφά του δύο φορές: το 1843 και ύστερα το 1845.
Πιστεύει τότε οτι δεν τα καταφέρνει γιατί είναι αμαρτωλός. Δεν μπορεί να αποδώσει στο χαρτί αυτό που σκέφτεται και νιώθει γιατί τον τιμωρεί ο Θεός. [28]
Η ψυχική αρρώστια έχει πλέον το πάνω χέρι. Η μόνη διέξοδος που βρίσκει όχι μόνο για τον εαυτό του αλλά για όλη τη ρωσική κοινωνία, είναι το πισωγύρισμα, η επιστροφή στα πατροπαράδοτα θεμέλια της Ρωσίας: η απόλυτη υποταγή στον Τσάρο και στην Ορθόδοξη εκκλησία.
Το 1847 μάλιστα θα παρουσιάσει αυτές τις σκέψεις του, στο «Διαλεγμένα αποσπάσματα από γράμματα σε φίλους μου», που υπό τη μορφή αλληλογραφίας (διαλόγου) μεταξύ φίλων παρουσιάζει τα καινούρια πιστεύω του. Μόνο η διατήρηση της παλιάς κατάστασης είναι η λύση. Ολη η χώρα πρέπει να αφοσιωθεί στον Τσάρο και στην Ορθοδοξία. Κάθε νεωτερισμός είναι έργο του Σατανά, ακόμα και η γνώση γραφής και ανάγνωσης κάνουν κακό στον αγνό Ρώσο χωριάτη.
Το βιβλίο αυτό συγκλονίζει ακόμα μια φορά τη Ρωσία, για τους αντίθετους ακριβώς λόγους από τα προηγούμενα. Όλοι μένουν έκπληκτοι από τη στροφή αυτή του μέχρι τότε πρωτοπόρου συγγραφέα.
Ο Γκόγκολ δεν μπορεί να ξαναβρεί τον παλιό εαυτό του.
Πηγαίνει για ένα προσκύνημα στους Αγίους Τόπους και τον Απρίλη του 1848 ξαναγυρίζει στην πατρική του γη. Αφού επισκέπτεται το πατρικό του σπίτι, πάει στην Αγία Πετρούπολη και από εκεί στη Μόσχα, όπου θα εγκατασταθεί μόνιμα το φθινόπωρο του 1851. Θρησκομανής πλέον, τη χαριστική βολή θα του τη δώσει η γνωριμία του, με τον πατέρα (στάρετς) Ματβέι Κονσταντινόφσκυ, έναν αμόρφωτο καλόγερο, εξορκιστή δαιμονίων. Υπό την καθοδήγηση του πατέρα Ματβέι, και για να σώσει την ψυχή του, καίει τα χειρόγραφα του σχεδόν τελειωμένου δεύτερου τόμου, των «Νεκρών Ψυχών» στις 24 Φεβρουαρίου του 1852. [29]
Στο τέλος, -σαν ένα είδος αυτοκτονίας – σταματά να τρώει. Θα πεθάνει από ασιτία στις 4 Μαρτίου του 1852 σε ηλικία μόλις 43 ετών.
Ο συγγραφέας που την κηδεία του θα παρακολουθήσει ένα τεράστιο πλήθος ανθρώπων, θα ταφεί στο Μοναστήρι Ντανίλωφ, στα περίχωρα της Μόσχας. Όταν το 1931 η σοβιετική κυβέρνηση αποφασίζει να γκρεμίσει το μοναστήρι, τα οστά του μεταφέρθηκαν στον σημερινό τόπο ανάπαυσής του, στο νεκροταφείο Νοβοντέβιτσι. Όμως όταν ανοίχθηκε ο τάφος για τη μεταφορά, το πτώμα βρισκόταν ξαπλωμένο μπρούμυτα. Η υπόθεση ότι ο Γκόγκολ τάφηκε ενώ ήταν ακόμα ζωντανός κυριαρχεί μέχρι σήμερα.[30][31]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.