Remove ads
Άγγλος συγγραφέας (1785-1859) From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Τόμας ντε Κουίνσι (αγγλικά: Thomas De Quincey) (15 Αυγούστου 1785 στο Μάντσεστερ – 8 Δεκεμβρίου 1859 στο Εδιμβούργο ) ήταν Βρετανός μυθιστοριογράφος, δοκιμιογράφος και δημοσιογράφος της ρομαντικής εποχής. Πιο γνωστό είναι το αυτοβιογραφικό του βιβλίο Εξομολογήσεις ενός Άγγλου οπιομανούς (1821).[13]
Τόμας ντε Κουίνσι | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 15 Αυγούστου 1785[1][2][3] Μάντσεστερ[4] |
Θάνατος | 8 Δεκεμβρίου 1859[1][2][3] Εδιμβούργο[5] |
Τόπος ταφής | Σεντ Κάθμπερτς (Εδιμβούργο) |
Χώρα πολιτογράφησης | Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Ιρλανδίας Ηνωμένο Βασίλειο |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Αγγλικά[6][7] |
Σπουδές | Κολλέγιο Μπρεϊζνόουζ της Οξφόρδης Κολλέγιο Γούστερ Manchester Grammar School King Edward's School |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | γλωσσολόγος δημοσιογράφος[8] συγγραφέας[8][9] μυθιστοριογράφος μεταφραστής αυτοβιογράφος[10] πεζογράφος δοκιμιογράφος κριτικός λογοτεχνίας[8] φιλόσοφος[8] |
Οικογένεια | |
Τέκνα | Paul Frederick de Quincey[11] Florence Elizabeth De Quincey |
Γονείς | Thomas Quincey και Elizabeth Penson |
Αδέλφια | Henry de Quincey[12] |
Υπογραφή | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο ντε Κουίνσι γεννήθηκε 1785 στο Μάντσεστερ και ήταν γιος επιτυχημένου εμπόρου υφασμάτων με πάθος για τη λογοτεχνία που πέθανε το 1793. Το 1796 μετακόμισαν με τη μητέρα του στο Μπαθ, όπου παρακολούθησε το γυμνάσιο. Ήταν άριστος μαθητής και αρίστευσε στα Λατινικά και στα Ελληνικά. Το 1800, παρακολούθησε σχολείο στο Μάντσεστερ και ετοιμαζόταν να σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, αλλά αντ' αυτού το 1802 έφυγε κρυφά και έζησε για κάποιο διάστημα άστεγος σε μεγάλη φτώχεια, πρώτα στην Ουαλία και μετά στο Λονδίνο. Εκείνη την εποχή είχε ήδη επηρεαστεί από τη ρομαντική λογοτεχνία, ιδιαίτερα τις Λυρικές Μπαλάντες του Γουίλιαμ Γουόρντσγουορθ και του Σάμουελ Τέηλορ Κόλεριτζ. Στο Λονδίνο έγινε φίλος με μια ιερόδουλη, αργότερα περιέγραψε τις περιπλανήσεις εκείνης της εποχής στις Εξομολογήσεις. Γνωστοί τον ανακάλυψαν τυχαία στο Λονδίνο και τον έφεραν πίσω στην οικογένειά του. Τελικά, αφού συμφιλιώθηκε με τη μητέρα και τον κηδεμόνα του, φοίτησε στο Worcester College της Οξφόρδης από τον Δεκέμβριο του 1803.[14]
Αδύναμος και συχνά άρρωστος, στο κολέγιο ήταν μοναχικός προτιμώντας την παρέα των βιβλίων από τους ανθρώπους. Πήγαινε τακτικά στο Λονδίνο για κάποιο διάστημα, όπου, πάσχοντας από σοβαρή νευραλγία, πήρε όπιο για πρώτη φορά το 1804. Το 1803 είχε ξεκινήσει αλληλογραφία με τον Γουόρντσγουορθ, που συνεχίστηκε το 1805 και το 1806. Ήθελε να τον επισκεφτεί, ωστόσο, η μεγάλη του συστολή τον έκανε την τελευταία στιγμή να γυρίσει πίσω. Το 1806 σε ηλικία 21 ετών έλαβε τη μικρή κληρονομιά του πατέρα του, την οποία ξόδεψε κυρίως σε βιβλία. Ήταν παράλογα γενναιόδωρος με τα χρήματά του, κάνοντας δάνεια που δεν θα εξοφλούνταν, όπως ένα δάνειο 300 λιρών στον Κόλεριτζ, που θαύμαζε. Το 1807 έκανε τελικά την προσωπική γνωριμία πρώτα με τον Κόλεριτζ και μετά τον Γουόρτσγουορθ, κάνοντας ευχάριστη εντύπωση και στους δύο. Στις αρχές του 1808 ολοκλήρωσε τις σπουδές του, αλλά λίγο πριν τις εξετάσεις του και προφανώς χωρίς λόγο, εγκατέλειψε τις σπουδές του χωρίς πτυχίο. Το 1809 εγκαταστάθηκε στο Γκράσμιρ, στην περιοχή των λιμνών βορειοδυτική Αγγλία, και βρέθηκε στον κύκλο των Ποιητών της Λίμνης, κοντά στον Γουόρντσγουορθ. Τα επόμενα χρόνια, κατά τα οποία ήταν συχνά άρρωστος - κάτι που αύξησε τον εθισμό του στο όπιο - διάβαζε και συνεργάστηκε για τους Κόλεριτζ και Γουόρντσγουορθ. Ωστόσο, ο αυξανόμενος εθισμός του στο όπιο τον αποξένωσε από τους ποιητές. Άρχισε μια σχέση με την κόρη αγρότη Μάργκαρετ Σίμσον. Το 1816 γεννήθηκε ένας πρώτος γιος και το 1817 παντρεύτηκαν. Από τον γάμο επρόκειτο να προκύψουν συνολικά οκτώ παιδιά.[15]
Καθώς είχε σπαταλήσει την προσωπική του περιουσία και έπρεπε επίσης να συντηρήσει μια οικογένεια, άρχισε να ασχολείται με τη συγγραφή. Τα επόμενα χρόνια εργάστηκε κυρίως ως δημοσιογράφος σε περιοδικά. Τα κείμενά του ήταν διαφόρων ειδών, κυρίως κριτικές και δοκίμια. Έγραψε για τον Γκαίτε, τον Τόμας Μάλθους και τον Ιμμάνουελ Καντ. Δημοσίευσε επίσης πρωτότυπα δοκίμια όπως το Η δολοφονία ως μια εκ των καλών τεχνών. Το 1821 δημοσίευσε σε περιοδικό του Λονδίνου το πιο διάσημο έργο του, Εξομολογήσεις ενός Άγγλου οπιομανούς, που προκάλεσε πάταγο και τον έκανε διάσημο.[16]
Παρά τη μεγάλη του εργατικότητα, ο Τόμας ντε Κουίνσι και η οικογένειά του ζούσαν πάντα σε μεγάλη φτώχεια. Το 1832 φυλακίστηκε για μικρό χρονικό διάστημα για χρέη και το 1833 κήρυξε πτώχευση. Το 1826 εγκαταστάθηκε στο Εδιμβούργο όπου συνέχισε να εργάζεται σε περιοδικά. Μετά το θάνατο της συζύγου του το 1837, η κατανάλωση οπίου αυξήθηκε (όπως συνηθιζόταν εκείνη την εποχή, έπαιρνε από τα φαρμακεία το όπιο σε διαλυμένη μορφή). Ωστόσο, συνέχισε να γράφει πολυάριθμα άρθρα και βιβλία. Μεταξύ 1835 και 1849, δημοσίευσε μια σειρά από αναμνήσεις του από τους Γουόρντσγουορθ, Κόλεριτζ, Ρόμπερτ Σάουδι και άλλες μορφές μεταξύ των Ποιητών της λίμνης - μια σειρά που αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά έργα του. [17]
Η οικονομική του κατάσταση βελτιώθηκε μόνο αργότερα στη ζωή του. Ο θάνατος της μητέρας του το 1846 του απέφερε εισόδημα 200 λιρών ετησίως και όταν οι κόρες του μεγάλωσαν, διαχειρίστηκαν τα χρήματα πολύ πιο υπεύθυνα από ό,τι ο ίδιος.
Το έργο του Τόμας ντε Κουίνσι είχε άμεση επιρροή σε συγχρόνους του συγγραφείς, όπως οι Έντγκαρ Άλαν Πόε, Φιτς Χιου Λάντλοου, Σαρλ Μπωντλαίρ, Ζορίς-Καρλ Υσμάν και Νικολάι Γκόγκολ αλλά ακόμη και σημαντικοί συγγραφείς του 20ού αιώνα, όπως ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες, θαύμασαν και ισχυρίστηκαν ότι επηρεάστηκαν εν μέρει από το έργο του. Ο Μπερλιόζ στήριξε επίσης τη Φανταστική Συμφωνία στις Εξομολογήσεις ενός Άγγλου οπιοφάγου, βασιζόμενος στο θέμα της εσωτερικής πάλης του ανθρώπου με τον εαυτό του. Ο Ντάριο Αρτζέντο Suspiria (1977).
Ο Χιούστον Στιούαρτ Τσάμπερλεν τον αποκάλεσε «ένα από τα πλουσιότερα ταλέντα της διανόησης, γνώσης, μνήμης και δύναμης που παρήγαγε ποτέ η Αγγλία».
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.