Ιταλός δικτάτορας From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Μπενίτο Αμίλκαρε Αντρέα Μουσολίνι (ιταλικά: Benito Amilcare Andrea Mussolini · 29 Ιουλίου 1883 – 28 Απριλίου 1945) ήταν Ιταλός πολιτικός, ιδρυτής και ηγέτης του φασιστικού κόμματος. Κυβέρνησε την Ιταλία από το 1922 έως το 1943 ως δικτάτορας, μετατρέποντάς τη σε φασιστική πολιτεία. Υπήρξε σύμμαχος του Αδόλφου Χίτλερ και οδήγησε τη χώρα του, ως δύναμη της συμμαχίας του Άξονα, στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετά την είσοδο των συμμαχικών στρατευμάτων στην Ιταλία το 1943, κατέφυγε στο βόρειο τμήμα της χώρας, όπου με τη βοήθεια της ναζιστικής Γερμανίας ίδρυσε την επονομαζόμενη «Ιταλική Κοινωνική Δημοκρατία» ή «Δημοκρατία του Σαλό». Το καθεστώς του κατέρρευσε οριστικά το 1945 και ο ίδιος εκτελέστηκε τον Απρίλιο του ίδιου έτους από Ιταλούς αντάρτες.
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Γεννήθηκε στις 29 Ιουλίου του 1883 στην κωμόπολη Βαρνάνο ντέι Κόστα (Varnano dei Costa) κοντά στο Πρεντάπιο, ένα χωριό της βορειοανατολικής Ιταλίας, όπου διέμενε η οικογένειά του, στην περιφέρεια του Φορλί της επαρχίας Εμίλια-Ρομάνια. Ο πατέρας του, Αλεσάντρο, ήταν σιδηρουργός και ανήκε στον σοσιαλιστικό συνδικαλιστικό χώρο. Η μητέρα του, Ρόζα Μαλτόνι, ήταν δασκάλα. Έλαβε το όνομα Μπενίτο (υποκοριστικό του ονόματος Βενέδικτος), λόγω του θαυμασμού του πατέρα του προς τον σοσιαλιστή πρόεδρο του Μεξικού Μπενίτο Χουάρες. Σε ηλικία οκτώ ετών εκδιώκεται από την εκκλησία, στην οποία πήγαινε η μητέρα του, ενώ δύο χρόνια αργότερα αποβάλλεται από το σχολείο επειδή τραυμάτισε κάποιον συμμαθητή του στο χέρι και πέταξε ένα μελανοδοχείο στον δάσκαλό του. Σε γενικές γραμμές, όμως, υπήρξε καλός μαθητής και στα 1901 έλαβε το δίπλωμα του δημοδιδάσκαλου από το διδασκαλείο του Φορλιμπόπολι. Τον ίδιο χρόνο διορίσθηκε δάσκαλος στο Γκουαλτιέρι, σε ηλικία μόλις 18 ετών, πλην όμως, αισθανόμενος αποστροφή για τον μονότονο χαρακτήρα του επαγγέλματός του, παραιτήθηκε.
Αναζητώντας ευρύτερους ορίζοντες, με ανυπότακτη ιδιοσυγκρασία και φλογερό πείσμα να δράσει και να αναδειχθεί, σχεδιάζει να πάει στην Αμερική. Η ως τότε ανάμειξή του στο σοσιαλιστικό κίνημα προκαλεί διάφορες διώξεις εναντίον του και τον επόμενο χρόνο (1902) μεταναστεύει. Τα χρήματά του δεν φθάνουν για την Αμερική, κι έτσι πηγαίνει στην Ελβετία, προκειμένου να αποφύγει τη στρατιωτική θητεία. Εκεί προσπαθεί να παρακολουθήσει μαθήματα γαλλικής φιλολογίας στα Πανεπιστήμια της Γενεύης, της Λωζάνης, και αργότερα στη Βέρνη, εργαζόμενος στην αρχή ως κτίστης και οργανώνοντας απεργίες Ιταλών μεταναστών συναδέλφων του. Συλλαμβάνεται για αλητεία και αναρχική δράση και απελαύνεται από τη χώρα το 1904. Αφού ολοκληρώνει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις στην Ιταλία, επιστρέφει στην Ελβετία. Αποπέμπεται με την παρέμβαση των σοσιαλιστών βουλευτών από τη Βέρνη στη Γενεύη ως ανεπιθύμητος από όλα τα καντόνια της χώρας.
Η αρρώστια της μητέρας του τον αναγκάζει να επιστρέψει στην Ιταλία. Και πάλι όμως κυνηγημένος από τις αρχές καταφεύγει το 1908 στην υπό αυστριακή κατοχή περιοχή του Τιρόλου και εκδίδει μια τοπική σοσιαλιστική εφημερίδα. Τότε δημοσιεύει, μεταφρασμένο στα αγγλικά, και το έργο του Claudia Particella, l'amante del Cardinal Madruzzo (Κλάουντια Παρτιτσέλα, η ερωμένη του Καρδιναλίου Μαντρούτσο). Εκδιώκεται και από τις αυστριακές αρχές και καταλήγει στο Φορλί, όπου εκδίδει την εφημερίδα La Lotta di Classe (Ταξική Πάλη) και το 1910 εκλέγεται γραμματέας της τοπικής οργάνωσης του σοσιαλιστικού κόμματος. Την ίδια χρονιά νυμφεύεται τη Ρακέλε Γκουίντι (Rachele Guidi) με την οποία απέκτησε πέντε παιδιά.
Στις αρχές του πολέμου της Ιταλίας κατά της Τουρκίας το 1911 βρίσκεται φυλακισμένος για αντιπολεμική δράση, εξαιτίας των ειρηνιστικών του απόψεων. Με την αποφυλάκισή του διορίζεται αρχισυντάκτης της επίσημης εφημερίδας του ιταλικού σοσιαλιστικού κόμματος Avanti! (Εμπρός!) και μετακομίζει στο Μιλάνο. Τον καιρό εκείνο στις πολιτικές του απόψεις υποχωρεί η ριζοσπαστική φιλοσοφία του Καρλ Μαρξ και αρχίζει να κερδίζει έδαφος η φιλοσοφία του Φρειδερίκου Νίτσε, οι επαναστατικές πεποιθήσεις του Γάλλου ριζοσπάστη διανοητή Ωγκύστ Μπλανκί (Auguste Blanqui) και η συνδικαλιστική θεωρία του Ζωρζ Σορέλ (Georges Sorel).
Με την κήρυξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου το σοσιαλιστικό κόμμα τάσσεται κατηγορηματικά κατά οποιασδήποτε επεκτατικής πολεμικής επιχείρησης από πλευράς του Ιταλικού Βασιλείου. Με αυτή τη γραμμή συντάσσεται και ο Μουσολίνι. Μερικούς μήνες αργότερα, όμως, αλλάζει άποψη και συμπαρατίθεται με ένα τμήμα των συνδικαλιστών του κόμματος που υποστήριζε την είσοδο της Ιταλίας στον πόλεμο. Αυτοί διαμόρφωσαν μια ομάδα αποκαλούμενη Φάσι Επαναστατικής Διεθνιστικής Δράσης (Fasci d'azione rivoluzionaria internazionalista) και εξέδωσαν ένα μανιφέστο στις 5 Οκτωβρίου 1914.[22] Η εμμονή του στην υποστήριξη του επεμβατισμού οδηγεί στην αποπομπή του από τη θέση του αρχισυντάκτη της Avanti!.
Το Νοέμβριο του 1914 στο Μιλάνο, με την υποστήριξη της μετέπειτα ερωμένης του Μαργαρίτας Σαρφάττι (Margherita Sarfatti), ιδρύει την εφημερίδα Il popolo d' Italia (Ο λαός της Ιταλίας) και την ομάδα Fasci Autonomi d'Azione Rivoluzionaria (Αυτόνομες Φάσι Επαναστατικής Δράσης).[23] Η πληροφορία ότι η εφημερίδα του χρηματοδοτείται από τους Γάλλους, οι οποίοι επιθυμούσαν την είσοδο της Ιταλίας στον πόλεμο, και από βιομηχάνους, που ήθελαν να αποδυναμώσουν το σοσιαλιστικό κόμμα, έχει ως αποτέλεσμα τη διαγραφή του από αυτό. Τελικά, η Ιταλία εισέρχεται στον πόλεμο τον Μάιο του 1915 και τον Σεπτέμβριο ο Μουσολίνι επιστρατεύεται. Τραυματίζεται από θραύσματα χειροβομβίδας το 1917, αποστρατεύεται και επιστρέφει στο Μιλάνο όπου συνεχίζει την έκδοση της εφημερίδας του.
Σύμφωνα με έγγραφα που μελέτησε ο ιστορικός Πίτερ Μάρτλαντ (Cambridge), από το 1917 ο Μουσολίνι πληρωνόταν 100 στερλίνες την εβδομάδα από τη Βρετανική Μυστική Υπηρεσία ΜΙ5, τουλάχιστον επί ένα χρόνο. Αυτό το ποσό ισοδυναμεί με £6,000 στη σύγχρονη εποχή (2009). Τα χρήματα εγκρίνονταν από τον σερ Σάμιουελ Χόαρ, Βρετανό βουλευτή και άνθρωπο της ΜΙ5 που βρισκόταν στη Ρώμη και ήταν τότε επικεφαλής ομάδας 100 Βρετανών πρακτόρων. Εκτός από την έκδοση της εφημερίδας Il Popolo d'Italia, ο Χόαρ ενημερωνόταν και για τη δράση φασιστικών ομάδων που χτυπούσαν διαδηλωτές υπέρ της ειρήνης. Όπως εξηγεί ο Μάρτλαντ, "Το τελευταίο πράγμα που ήθελε τότε η Βρετανία ήταν να σταματήσουν να δουλεύουν τα εργοστάσια του Μιλάνου από απεργούς υπέρ της ειρήνης. Ήταν πολλά τα χρήματα για κάποιον που ήταν δημοσιογράφος τότε [Μουσολίνι], άλλα ήταν ψίχουλα μπροστά τα 4 εκατομμύρια λίρες που ξόδευε η Βρετανία κάθε μέρα για τον πόλεμο". Αργότερα, το 1935, ο Χόαρ (αργότερα λόρδος Τέμπλγουντ) είχε και πάλι επαφές με τον Μουσολίνι, όταν υπέγραψε τη συμφωνία Χόαρ-Λαβάλ με την οποία δόθηκε η Αβησσυνία στην Ιταλία.[24]
Στις 23 Φεβρουαρίου 1919 ιδρύει το κόμμα Fasci di Combattimento (Σύνδεσμοι Αγώνα), αλλά αποτυγχάνει να εισέλθει στο κοινοβούλιο. Η ομάδα του, κατά τη διάρκεια του μεγάλου απεργιακού κύματος του 1920 – 1921, δρα εναντίον των εργατών, οργανώνοντας εκστρατείες τιμωρίας. Έτσι κερδίζει τη συμπάθεια και τη στήριξη των βιομηχάνων. Το 1921 συμμετέχει στις εκλογές, κερδίζει 37 βουλευτικές έδρες και μετονομάζει το κόμμα του σε Partito Nazionale Fascista PNF (Εθνικό Φασιστικό Κόμμα). Η πολιτική θεώρηση του Μουσολίνι στηριζόταν στην υποτιθέμενη υπέρβαση των κατεστημένων πολιτικών οριοθετήσεων, της αριστεράς, της δεξιάς και του κέντρου, θέτοντας τον φασισμό πέρα και πάνω από αυτές. Επαγγελλόταν ριζοσπαστικές αλλαγές, χωρίς όμως ποτέ να παρουσιάζει επίσημο πρόγραμμα και τρόπους εφαρμογής τους. Γενικότερα, η πρακτική του είχε να κάνει με έντονο θεατρινισμό, οξεία ρητορεία, και τάσεις υπερβολής και εντυπωσιασμού. Η είσοδός του στο ιταλικό κοινοβούλιο σήμανε την αρχή του τέλους για τον εύθραυστο ιταλικό κοινοβουλευτισμό. Σε μία επιδεικτική κίνηση υπέρβασης των πολιτικών ορίων, παρέταξε τους βουλευτές του τοξοειδώς στα τελευταία έδρανα.
Οι φασιστικές ομάδες Μελανοχιτώνων, που είχε οργανώσει, δρούσαν τρομοκρατικά σε όλη τη χώρα. Στις 3 και 4 Οκτωβρίου του 1922 εισβάλλουν στις πόλεις της Γένοβας, του Λιβόρνο και της Ανκόνα και εγκαθιδρύουν τοπικές φασιστικές διοικήσεις. Στη χώρα επικρατεί αναταραχή, που προοιωνίζεται εμφύλιο πόλεμο, ενώ οι διαδοχικές κυβερνήσεις των Τζοβάνι Τζιολίτι (Giovanni Giolitti), Ιβανόε Μπονόμι (Ivanoe Bonomi) και Λουίτζι Φάκτα (Luigi Facta) αδυνατούν να ανακόψουν την ολίσθηση προς την αναρχία και την εκτροπή. Στις 28 Οκτωβρίου ο Μουσολίνι οργανώνει την Πορεία προς τη Ρώμη (Marcia su Roma) και στις 31 Οκτωβρίου 100.000 Μελανοχίτωνες, (αριθμός που σήμερα αμφισβητείται)[25] μέλη των Φασιστικών Φαλάγγων, εισέρχονται στη Ρώμη και παρατάσσονται απέναντι από την αστυνομία και τους Κυανοχίτωνες του βασιλικού στρατού. Ο Βασιλιάς Βίκτωρ Εμμανουήλ Γ΄ (Vittorio Emanuele III), αδυνατώντας να ελέγξει την κατάσταση και με την απειλή του εμφυλίου να επικρέμαται πάνω από τη χώρα, παραδίδει την εξουσία στον Μουσολίνι, ορίζοντάς τον πρωθυπουργό.
Αρχικά στο κοινοβούλιο υποστηρίχθηκε από τους φιλελεύθερους. Με τη βοήθειά τους ο Μουσολίνι εισήγαγε διατάξεις λογοκρισίας και τροποποίησε το εκλογικό σύστημα έτσι ώστε το 1925 ήταν σε θέση να αναλάβει δικτατορικές εξουσίες και να διαλύσει όλα τα άλλα πολιτικά κόμματα και τα μη φασιστικά συνδικάτα. Κατόπιν, διέλυσε το κοινοβούλιο και ίδρυσε, από τις εφεδρείες των Μελανοχιτώνων, τη Φασιστική Αστυνομία, με ευρείες αρμοδιότητες καταστολής. Ο κρατικός μηχανισμός, ευρισκόμενος πλέον πλήρως στα χέρια του, χρησίμευε ως μέσο προπαγάνδας και ανάσχεσης κάθε αντιπολιτευόμενης φωνής. Η δολοφονία, το 1924, από φασίστες, του σοσιαλιστή βουλευτή Τζάκομο Ματτεότι (Giacomo Matteotti), που επιχείρησε να καταγγείλει τη δράση του Μουσολίνι, υπήρξε η αρχή μιας παρατεταμένης πολιτικής κρίσης στην Ιταλία, που οδήγησε, στις αρχές του 1925, στην εγκαθίδρυση υπό τον Μουσολίνι προσωποπαγούς ολοκληρωτικής δικτατορίας.
Ο Μουσολίνι απέδιδε τεράστια σημασία στην προπαγάνδα εντός και εκτός Ιταλίας. Ο τύπος, το ραδιόφωνο, η εκπαίδευση και η κινηματογραφική παραγωγή εποπτεύονταν προσεκτικά, έτσι ώστε να καλλιεργήσουν την αντίληψη ότι ο φασισμός ήταν το δόγμα του 20ού αιώνα που αντικαθιστούσε τον φιλελευθερισμό και τη δημοκρατία, και να υποστηρίξουν τον μύθο του ντούτσε (Ηγέτη), όπως ο Μουσολίνι αρεσκόταν να αποκαλείται. Το 1929 υπέγραψε την πρώτη συμφωνία (κονκορδάτο) αλληλοαναγνώρισης μεταξύ του Παπικού Κράτους του Βατικανού και του Βασιλείου της Ιταλίας.
Στην εξωτερική πολιτική, ο Μουσολίνι μετατοπίστηκε σύντομα από τον ειρηνόφιλο αντιιμπεριαλισμό της σοσιαλιστικής του περιόδου, σε μια ακραία μορφή επιθετικού εθνικισμού. Ένα πρώιμο παράδειγμα αυτού ήταν ο βομβαρδισμός της Κέρκυρας, το 1923, με αφορμή δολοφονίες από αγνώστους Ιταλών στρατιωτών στα ελληνοαλβανικά σύνορα, οι οποίοι είχαν αποσταλεί προκειμένου να συμμετάσχουν ως μέλη της Διεθνούς Επιτροπής για τη διευθέτηση προβλήματος μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας. Ο Ιταλός δικτάτορας θεώρησε υπεύθυνη την ελληνική κυβέρνηση και απαίτησε ικανοποίηση ηθική και οικονομική. Όταν η κυβέρνηση αρνήθηκε να παράσχει οποιαδήποτε ικανοποίηση, δηλώνοντας ότι η Ελλάδα δεν έχει καμία σχέση με το γεγονός, ο Μουσολίνι διέταξε τον ιταλικό στόλο να βομβαρδίσει την Κέρκυρα. Και όταν η Κοινωνία των Εθνών καταδίκασε το γεγονός, απείλησε με αποχώρηση της Ιταλίας από τον Οργανισμό.
Λίγο αργότερα κατάφερε να εγκαθιδρύσει ένα καθεστώς φερέφωνων στην Αλβανία, υπάγοντάς την, ουσιαστικά, υπό ιταλική διοίκηση, ενώ στη Λιβύη, που βρισκόταν σε κατάσταση χαλαρής αποικιακής εξάρτησης από την Ιταλία από το 1912, επέβαλε πλήρη διοικητικό έλεγχο.
Το 1935, στη Διάσκεψη της Στρέζα (Stresa), βοήθησε στη δημιουργία ενός αντιχιτλερικού μετώπου, με σκοπό να υπερασπιστεί την ανεξαρτησία της Αυστρίας. Αλλά η καταδίκη της ιταλικής κατάληψης της Αβησσυνίας το 1935 από την Κοινωνία των Εθνών, τον οδήγησε στη σύναψη συμμαχίας με τον Γερμανό Φύρερ.
Το 1936 ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος δίνει στον Μουσολίνι μια καλή ευκαιρία να πετύχει πολλά κέρδη: Γίνεται πρωταγωνιστής του αντικομμουνιστικού αγώνα στην Ευρώπη, εγκαθιστά αεροναυτική βάση στις Βαλεαρίδες νήσους ελέγχοντας έτσι τη Δυτική Μεσόγειο και κάνει επίδειξη στρατιωτικής δύναμης εκφοβίζοντας τους μελλοντικούς του αντιπάλους. Είναι ο πρώτος που προσφέρει βοήθεια στους στρατηγούς της ισπανικής Χούντας και, μάλιστα, δεν θέτει καν όρους αποπληρωμής του κόστους για το τεράστιο σε όγκο υλικού που αποστέλλει, ενώ ακολουθούν και ιταλικά στρατεύματα, δήθεν εθελοντών, που παίρνουν μέρος στις μάχες αμέσως μετά την αποβίβασή τους στη Σεβίλλη. Η Γαλλία και παράλληλα και οι ΗΠΑ κρατούν ουδέτερη στάση, η δε Βρετανία τάσσεται προκλητικά υπέρ των φρανκιστών. Ιταλοί αιχμάλωτοι χρησιμοποιούνται ως πειστήριο εισβολής ξένης χώρας στην Ισπανία, αλλά παρά τις αποδείξεις η Κοινωνία των Εθνών, κάτω από την αφόρητη πίεση της Βρετανίας, αρνείται να εξετάσει τα στοιχεία που προσκομίζονται. Οι Ιταλοί διπλωμάτες βρίσκονται στο απόγειό τους: Έχουν κάνει τη διεθνή διπλωματία υποχείριό τους και δηλώνουν στον Μουσολίνι ότι μπορούν να πραγματοποιήσουν οποιαδήποτε αξίωσή τους. Η Γαλλία, από την πλευρά της, προτιμά να προσποιείται ότι προς καμία κατεύθυνση βλέπει. Ιταλικά βομβαρδιστικά υπερίπτανται των εδαφών των γαλλικών αποικιών Μαρόκου και Αλγερίας, υποστηρίζοντας τον Φράνκο, χωρίς να εμποδίζονται ή να τους ζητείται άδεια διέλευσης, ενώ στα Πυρηναία οι λαθρέμποροι οδηγούν μέσα από στενά μονοπάτια εθελοντές που θέλουν να πολεμήσουν για τη Δημοκρατία. Οι ΗΠΑ με τη σειρά τους εφοδιάζουν με πετρέλαιο τον Μουσολίνι, δηλώνοντας ότι πρόκειται για απλό «φωτιστικό υλικό, που δεν έχει σχέση με τον πόλεμο», κι αυτό καταλήγει στα μηχανοκίνητα των Ιταλογερμανών.
Οι Ιταλοί στρατιώτες, αν και δεν περιμένουν να βρουν σοβαρή αντίσταση, χάνουν αρκετές μάχες, ειδικά εκείνη στη Γουαδαλαχάρα, που ο Μουσολίνι πίστευε ότι θα του ανοίξει τον δρόμο για τη Μαδρίτη. Πρόκειται για τον πρώτο θρίαμβο των Δημοκρατικών, για τον οποίο έγραψε με θερμά λόγια ο ανταποκριτής Έρνεστ Χέμινγουεϊ. Είναι αξιοσημείωτο ότι στην Ισπανία είχαν καταφύγει πολλοί αριστεροί Ιταλοί, το σώμα των «Γκαριμπάλντι» των Διεθνών Ταξιαρχιών, οι οποίοι πολέμησαν γενναία κι αποτελεσματικά εναντίον των φασιστών Ιταλών, έχοντας ανάμεσά τους πολλούς πρώην συναδέλφους του Μουσολίνι από την εποχή που ο τωρινός Ντούτσε βρισκόταν στις τάξεις των σοσιαλιστών. Προς το τέλος του ισπανικού εμφυλίου έχουν αναπτυχθεί ισχυρά αισθήματα μίσους μεταξύ Μουσολίνι και Φρανθίσκο Φράνκο, που επέρριπταν ο ένας στον άλλο την ευθύνη για πολλές αποτυχίες, αλλά ο Μουσολίνι πρόκειται να κερδίσει ακόμα ένα διπλωματικό χαρτί με τις εξελίξεις του 1938 και 1939. Το 1938 προσποιείται τον αδιάφορο, όταν ο Αδόλφος Χίτλερ εισέρχεται στην Αυστρία, την οποία κάποτε θεωρούσε χώρα της ιταλικής σφαίρας επιρροής, και ξεχνά ότι είχε απειλήσει με πόλεμο τον Χίτλερ σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Όταν ο Χίτλερ ζητά ακόμα περισσότερα από τους Αγγλογάλλους, απειλώντας με πόλεμο στην αντίθετη περίπτωση, στο παρασκήνιο οι Άγγλοι ζητούν από τον Μουσολίνι να επέμβει και να πείσει τον Χίτλερ να δεχτεί έναν τελευταίο συμβιβασμό.
Η Διάσκεψη του Μονάχου τον Σεπτέμβριο του 1938 εξελίσσεται σε ένα υπερθέαμα: Ο Μουσολίνι κερδίζει τη φήμη του μεγάλου ειρηνοποιού, επειδή «πείθει» τον Χίτλερ, ενώ ο Άγγλος πρωθυπουργός Νέβιλ Τσάμπερλεν πιστεύει ότι κέρδισε μια ειρήνη διαρκείας ξεπουλώντας μία μικρή χώρα, την Τσεχοσλοβακία, στον Χίτλερ. Στην πραγματικότητα πρόκειται για τραγικό σφάλμα της αγγλικής διπλωματίας, γιατί ο Μουσολίνι και ο Χίτλερ είχαν προσυνεννοηθεί και είχαν από κοινού καταρτίσει τους όρους της Συμφωνίας εν αγνοία, φυσικά, των Αγγλογάλλων. Ουσιαστικά, οι τέσσερις ηγέτες, Γερμανίας, Ιταλίας, Αγγλίας και Γαλλίας δεν διαπραγματεύθηκαν τίποτα. Απλώς υπέγραψαν όσα οι Μουσολίνι και Χίτλερ είχαν προετοιμάσει. Επιπλέον, ο Μουσολίνι εξέφρασε υποκριτικά τη δυσαρέσκειά του στον Άγγλο πρωθυπουργό Τσάμπερλεν, επειδή η Ιταλία δεν είχε κανένα όφελος από την όλη συμφωνία, παρά την καλή θέληση που επέδειξε. Υπάρχει σχόλιο σε αυτό το σημείο από τον Τσάμπερλεν, ο οποίος δήλωσε: «Ναι, μοιάζει σαν να ανταμείψαμε το κακό παιδί (εννοεί τον Χίτλερ) και στο καλό (εννοεί τον Μουσολίνι) δεν δώσαμε τίποτε». Η αλήθεια, όμως είναι ότι ο Μουσολίνι ήταν έτοιμος να διεκδικήσει τις βλέψεις του στο πλευρό εκείνου που υποσχόταν περισσότερα. Χωρίς αμφιβολία, η υποχωρητικότητα των Αγγλογάλλων ενίσχυσε την απόφαση των δύο δικτατόρων να δράσουν περαιτέρω και τον Μάιο του 1939 εξαγγέλλεται το Χαλύβδινο Σύμφωνο με τον Χίτλερ. Μέσα σε ένα χρόνο ο Μουσολίνι είχε ήδη οριστικοποιήσει τα μέρη που ήθελε να κατακτήσει. Η Ελλάδα βρισκόταν, φυσικά, στην πρώτη σειρά. Οι δύο δικτάτορες είχαν μάλιστα αποφασίσει τον διαμελισμό της Μακεδονίας σε Ανατολική και Δυτική, που θα έλεγχαν Γερμανοί και Ιταλοί αντίστοιχα, χρησιμοποιώντας σαν δυνάμεις τήρησης της τάξης Βούλγαρους και Αλβανούς που θα συγκατείχαν την περιοχή. Αυτό μαθεύτηκε δια μέσου των Ελλήνων πρεσβευτών στη Μαδρίτη, πιθανόν από την υπηρεσία Αμπβέρ του Βίλελμ Κανάρις, ο οποίος επί χρόνια συνεργάζονταν με την Αγγλική Αντικατασκοπεία και είχε ήδη βοηθήσει σε απόπειρα δολοφονίας κατά του Χίτλερ. Μία παραχώρηση του Μουσολίνι στον Χίτλερ ήταν, επίσης, η δίωξη των Εβραίων και η δημιουργία καθεστώτος φυλετικών διακρίσεων στην ιταλική αυτοκρατορία. Πριν από αυτό, οι Εβραίοι δεν διώκονταν από την κυβέρνηση του Μουσολίνι, ενώ επιτρεπόταν να κατέχουν υψηλές θέσεις στο φασιστικό κόμμα. Τα μέλη της TIGR, μιας σλοβενικής αντιφασιστικής ομάδας, σχεδίαζαν να δολοφονήσουν τον Μουσολίνι στο Κόμπαριντ το 1938, αλλά απέτυχαν. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ιταλός βασιλιάς, Βίκτωρ Εμμανουήλ Γ΄, αν και σοκαρίστηκε από αυτήν την πράξη, δεν τόλμησε να αρνηθεί την υπογραφή του σχετικού νόμου, απόδειξη ότι η ισχύς του Μουσολίνι δεν αμφισβητήθηκε ποτέ από την άρχουσα ιταλική τάξη.
Καθώς πλησίαζε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ο Μουσολίνι εξήγγειλε την πρόθεσή του για προσάρτηση της Μάλτας, της Κορσικής και της Τυνησίας. Τον Απρίλιο του 1939, μετά από έναν σύντομο πόλεμο, κατέλαβε την Αλβανία. Ωατόσο, παρ' όλο που επί 15 έτη υποστήριζε τις αρετές του πολέμου και διαβεβαίωνε για τη στρατιωτική ετοιμότητα της Ιταλίας, οι δυνάμεις του ήσαν απολύτως απροετοίμαστες όταν ο Χίτλερ οδήγησε, με την εισβολή του στην Πολωνία, ολόκληρη την Ευρώπη στον νέο Πόλεμο.
Ο Μουσολίνι αποφάσισε να παραμείνει εκτός πολέμου έως ότου βεβαιωθεί ποια πλευρά θα κέρδιζε. Μόνο μετά την πτώση της Γαλλίας τον Ιούνιο του 1940 κήρυξε τον πόλεμο κατά της Γαλλίας και της Βρετανίας, ελπίζοντας ότι ο πόλεμος θα διαρκούσε μόνο μερικές εβδομάδες ακόμη. Εντούτοις, δεν πρέπει να λησμονείται ότι είχε ήδη βλέψεις για τα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο, έχοντας σκοπό να φθάσει στις πετρελαιοπηγές του Κόλπου, πράγμα που αποτελούσε μυστικό μέρος του «Χαλύβδινου Συμφώνου». Πριν την εισβολή στην Πολωνία, ο Χίτλερ είχε εκκινήσει εντατικές διαβουλεύσεις με τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία για να τον δεχτούν ως σύμμαχο, κάτι που εκ των πραγμάτων δεν απέφυγαν οι χώρες αυτές. Φυσικά οι Βούλγαροι ανταμείφθηκαν με το Ελληνικό τμήμα της Θράκης - την οποία τελικά καταπάτησαν - και οι Ρουμάνοι με τη Μολδαβία, που ήταν ως τότε Ρωσική περιοχή. Ο Μουσολίνι τότε κατάλαβε ότι είχε τεθεί σε εφαρμογή ένα σχέδιο διανομής σημαντικών μερών της Ευρώπης, ενώ εκείνος, παρά τη συμμετοχή του στον Άξονα, δεν είχε καν ενημερωθεί για την επίθεση στην Πολωνία. Αισθάνθηκε εξαπατημένος. Αποφάσισε ότι δεν είχε άλλο χρόνο να χάσει και προσπάθησε ταχύτατα να θέσει σε εφαρμογή το μέρος της συμφωνίας που του αντιστοιχούσε. Διέταξε την επίθεση εναντίον της Ελλάδας εσπευσμένα και χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του Επιτελείου του, για τον Σεπτέμβριο του 1940. Οι επιτελείς του με δυσκολία κέρδισαν ένα μήνα παράταση.
Η επίθεσή του αυτή στην Ελλάδα στις 28 Οκτωβρίου 1940 αποκάλυψε τη γύμνια της πολεμικής του μηχανής, η οποία, αν και σαφώς ισχυρότερη από εκείνες των μικρότερων χωρών, είχε πολλά οργανωτικά και ανεφοδιαστικά κενά, ενώ τα μηχανοκίνητα και η αεροπορία του είχαν τεχνικές επιδόσεις καλές μάλλον για το διάστημα του Μεσοπολέμου παρά για το 1940. Οι δυνάμεις του υπέστησαν πανωλεθρία και εξωθήθηκαν στην αλβανική ενδοχώρα. Από αυτή του την ενέργεια απώλεσε το 1/3 της Αλβανίας και μόνο η επέμβαση των γερμανικών στρατευμάτων κατάφερε να κάμψει τις ελληνικές δυνάμεις τον Απρίλιο του 1941.
Μετά από αυτό δεν είχε άλλη επιλογή παρά να ακολουθήσει τον Χίτλερ στην κήρυξη του πολέμου κατά της Σοβιετικής Ένωσης τον Ιούνιο του 1941 και των Ηνωμένων Πολιτειών τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους. Ως προς τις ΗΠΑ, διέπραξε ένα σοβαρό διπλωματικό λάθος: οι πολυπληθείς ιταλοαμερικανοί μετανάστες, που ήταν σχεδόν ολόψυχα υποστηρικτές του, μετά την απόφασή του αυτή στράφηκαν εναντίον του, κάτι που, εν πολλοίς, θα του στοίχιζε και την πτώση της ιταλικής χερσονήσου το 1944.
Μετά τις στρατιωτικές αποτυχίες σε Ελλάδα, Γιουγκοσλαβία και Σοβιετική Ένωση, η δημοφιλία του Μουσολίνι άρχισε να καταβαραθρώνεται ακόμα και εντός του κόμματός του. Η αποβίβαση των συμμαχικών στρατευμάτων στη Σικελία το 1943 έστρεψε εναντίον του το σύνολο των συντρόφων του. Στις 24 Ιουλίου 1943 το Gran Consiglio del Fascismo (Μεγάλο Φασιστικό Συμβούλιο) ψήφισε τη μεταβίβαση της εκτελεστικής εξουσίας στον Βασιλιά Βιττόριο Εμμανουέλε ΙΙΙ. Ο Βασιλιάς κάλεσε τον Μουσολίνι στα Ανάκτορα και του αφαίρεσε κάθε εξουσία, ενώ κατά την έξοδό του συνελήφθη και εξορίστηκε στο Γκραν Σάσο (Gran Sasso), στα Αβρούζια Όρη της κεντρικής Ιταλίας, σε πλήρη απομόνωση.
Η υπογραφή παράδοσης από μέρους της νέας ιταλικής κυβέρνησης οδήγησε στην εισβολή από βορρά των ναζιστικών στρατευμάτων και στην κατάληψη μέρους της βόρειας Ιταλίας. Με μία εντυπωσιακή επιχείρηση Γερμανοί αλεξιπτωτιστές με διοικητή τον Ότο Σκορτσένυ, απελευθέρωσαν τον Μουσολίνι και τον φυγάδευσαν στα γερμανοκρατούμενα εδάφη. Εκεί τέθηκε επικεφαλής της επονομαζόμενης Repubblica Sociale Italiana (Ιταλικής Κοινωνικής Δημοκρατίας) ή όπως επικράτησε να λέγεται Δημοκρατία του Σαλό, από το όνομα της πόλης όπου έδρευε η κυβέρνηση. Ο ρόλος του ήταν μάλλον διακοσμητικός, αφού ουσιαστικά κυβερνούσαν οι Γερμανοί, ωστόσο είχε την ευκαιρία να εξοντώσει αρκετούς από αυτούς που απομακρύνθηκαν από κοντά του, όπως τον γαμπρό του Γκαλεάτσο Τσιάνο. Τότε συνέγραψε και την αυτοβιογραφία του με τίτλο «Η άνοδος και η πτώση μου».
Στις 27 Απριλίου 1945, λίγο πριν την είσοδο των συμμαχικών στρατευμάτων στο Μιλάνο, κι ενώ ο Μουσολίνι κατευθυνόταν στην πόλη Κιαβένα μαζί με την ερωμένη του Κλαρέττα Πετάτσι με σκοπό τη διαφυγή τους στην Ελβετία, συνελήφθησαν από Ιταλούς παρτιζάνους. Την επόμενη μέρα δικάστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες από το ανώτατο αρχηγείο των "εθελοντικών σωμάτων Ελευθερίας"[26] και εκτελέστηκαν μαζί με 16 ακόμη άτομα, τα περισσότερα μέλη της κυβέρνησης του Σαλό. Τα πτώματά τους μεταφέρθηκαν και κρεμάστηκαν στην Πιατσάλε Λορέτο (Piazzale Loreto) του Μιλάνου. Αξίζει να σημειωθεί ότι το πτώμα του παρέμεινε εκεί για αρκετό διάστημα, όπου και εξευτελιζόταν από τους περαστικούς.
Η επίσημη εκδοχή για το θάνατο του Μουσολίνι βασίζεται στην αφήγηση του Walter Audisio, πρώην κομμουνιστή αντάρτη, η οποία δημοσιεύτηκε στο 1947. Ενωρίτερα, το 1945, είχε δημοσιευθεί στην κομμουνιστική εφημερίδα L'Unita ότι τον Μουσολίνι σκότωσε ο αντάρτης "συνταγματάρχης Βαλέριο", χωρίς να αναφέρεται το πραγματικό του όνομα. Η άποψη αυτή της εκτέλεσης γίνεται γενικά αποδεκτή, αλλά μέσα στην Ιταλία έχουν κυκλοφορήσει και άλλες εκδοχές. Σύμφωνα με μια από αυτές, που στηρίζεται σε μαρτυρία Ιταλού πρώην αντάρτη που ήταν παρών, ο Μουσολίνι εκτελέστηκε από Βρετανούς πράκτορες πριν παραδοθεί στους αντάρτες. Την εκδοχή αυτή επιβεβαιώνει ένας πρώην Βρετανός πράκτορας, ο Πίτερ Τόμκινς. Αυτό φέρεται ότι έγινε κατά διαταγή του Ουίνστον Τσώρτσιλ ο οποίος αγωνιούσε να μην έρθουν στο φως έγγραφα που κατείχε ο Μουσολίνι και έδειχναν την επικοινωνία του με τον Τσώρτσιλ. Δεν έχουν βρεθεί έγγραφα που να επιβεβαιώνουν τέτοια επικοινωνία, εκτός από δύο επιστολές με τις οποίες ο Τσώρτσιλ ζητά από τον Μουσολίνι να μην εισέλθει στον πόλεμο.[27] Η θεωρία αυτή διατυπώνεται και από τον ειδικό στο φασισμό Pierre Milza, στο βιβλίο του Οι τελευταίες μέρες του Μουσολίνι.[28]
Ο Μουσολίνι αποκρυσταλλώνοντας τη νέα φασιστική θεωρία του στάθηκε εχθρικός προς τον μαρξισμό, τον φιλελευθερισμό και τον συντηρητισμό, δανειζόμενος, όμως, έννοιες και πρακτικές και από τις τρεις ιδεολογίες. Ο φασισμός απέρριπτε τις αρχές της ταξικής πάλης και του διεθνισμού των εργαζομένων ως απειλές κατά της εθνικής ενότητας, και ταυτόχρονα εκμεταλλεύθηκε συχνά τις διαμαρτυρίες ενάντια στους κεφαλαιοκράτες και τους μεγαλοκτηματίες δημιουργώντας από αυτές θεωρίες συνωμοσίας. Απέρριπτε τα φιλελεύθερα δόγματα της προσωπικής ελευθερίας και των ατομικών δικαιωμάτων, του πολιτικού πλουραλισμού και της αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης, όμως, υποστήριζε την ευρεία συμμετοχή στην πολιτική και μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα κοινοβουλευτικά κανάλια ως κινητήριους μοχλούς ενίσχυσης της δυναμικής του.
Επιπλέον χρησιμοποιήθηκε από τη μεγαλοαστική και τη μέση οικονομική τάξη ως μέσο ανάσχεσης της επαναστατικής και συνδικαλιστικής δράσης των χαμηλόμισθων εργατών. Εκμεταλλευόμενος τις αδυναμίες της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και υποσχόμενος στους βιομηχάνους εισαγόμενες επενδύσεις και στρατιωτικά προγράμματα, ανέλαβε τον κρατικό έλεγχο της οικονομίας προκειμένου να μειώσει την κοινωνική τριβή.
Σαν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της φασιστικής διακυβέρνησης αναδείχθηκαν οι διαχωρισμοί και η δίωξη ή άρνηση της ισότητας για συγκεκριμένα τμήματα της κοινωνίας, επί τη βάσει επιφανειακών ιδιοτήτων ή συστημάτων πεποιθήσεων.
Μια φασιστική κυβέρνηση έχει πάντα μια κατηγορία πολιτών που θεωρείται ανώτερη και χρηστή εν αντιθέσει προς την άλλη, αυτή των παριών του συστήματος, που διαχωρίζονται κατά τις ανάγκες της εξουσίας με βάση τη φυλή, τη θρησκεία ή την προέλευση. Είναι δυνατό ταυτόχρονα η περιούσια τάξη να απολαμβάνει τη δημοκρατία και παράλληλα η καταπιεσμένη τάξη να υφίσταται το φασιστικό κράτος.
Στην Ιταλία του Μουσολίνι το ρόλο των παριών είχαν αρχικά οι αριστεροί και δημοκρατικοί πολίτες. Τουλάχιστον αυτοί, που ανοικτά εξέφραζαν την αποδοκιμασία τους στο καθεστώς. Διώκονταν συστηματικά και τους αποδιδόταν ο ρόλος του εσωτερικού εχθρού ή του αποδιοπομπαίου τράγου για κάθε αποτυχία που δεν έπρεπε να χρεωθεί στην ανικανότητα του καθεστώτος.
Αργότερα, ως απότοκο της συμμαχίας με τη ναζιστική Γερμανία, στους παρίες και τους εχθρούς περιελήφθησαν και οι Ιουδαίοι στο θρήσκευμα πολίτες. Η γιγαντιαία προπαγανδιστική εκστρατεία των ναζιστών εναντίον των Εβραίων μεταφυτεύθηκε και στην Ιταλία.
Είναι πάντως χαρακτηριστικό το γεγονός της πλάνης μέρους του πνευματικού και πολιτικού κόσμου, που έτεινε να βλέπει τον Μουσολίνι σα χαρισματικό οραματιστή πολιτικό. Η ρητορεία του για την υπέρβαση των παλαιών πολιτικών και η επαγγελία του για ένα νέο σύστημα αξιών έδειχνε να πείθει μέρος της ιντελιγκέντσιας. Από τον Γκαμπριέλε Ντ' Ανούντσιο, τον Ουίνστον Τσώρτσιλ έως και τον κορυφαίο Έλληνα λογοτέχνη Νίκο Καζαντζάκη εκφράζεται θαυμασμός προς το πρόσωπο του Μουσολίνι. Ο Καζαντζάκης μάλιστα σε μια επιστολή προς τη σύζυγό του Γαλάτεια αναφέρει: «Ανυπομονώ να δω πού βρίσκεται τώρα η Ιταλία, τι πνεματικά ρέματα, τί ανησυχίες, τί προσπάθειες στην τέχνη και στη σκέψη. Ένα κανείς διακρίνει: την κυριαρχία του φασισμού. Και φασισμός είναι ένα μεγάλο κοινωνικό (όχι μονάχα πολιτικό) ρέμα που παρασύρει τη νεολαία όλης της Ιταλίας. Όπως είναι ο μπολσεβικισμός ένα σύνθημα πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό, πνεματικό κλπ. όμοια κι ο Φασισμός. Νέοι από 15 χρονών γυρίζουν τους δρόμους με τα μάβρα τους πουκάμισα, μάβρους σκούφους, σε διαρκή επιστράτεψη. Περιοδικά τέχνης πλήθος εκδίδονται με φασιστικό ιδανικό. Ίσως αφτό να μελετήσω είναι το κλειδί της σύχρονης πνεματικής Ιταλίας. Μπολσεβικισμός και φασισμός είναι οι δυο σύγχρονοι πόλοι που περιστρέφεται η Ευρώπη. Ο Μουσολίνι είναι ίσως πολύ μεγαλύτερος απ' ό,τι ως τώρα συνηθίσαμε να θαρούμε. Πάντως αργότερα θα μπορέσω να κρίνω° τώρα Σου γράφω απλώς την πρώτη μου εντύπωση».
Στις 26 Σεπτεμβρίου 1936, ο Τσώρτσιλ, χαρακτήριζε τον Μουσολίνι ως μεγάλο άνδρα και σώφρονα ηγέτη. Στις 10 Οκτωβρίου 1937 έγραφε σε άρθρο του στην εφημερίδα News of the World ότι θα ήταν απερισκεψία να υποτιμήσει η Αγγλία τον παγκόσμιο ρόλο του Μουσολίνι. Ο Άγγλος πολιτικός Λόιντ Τζωρτζ, ο Τζορτζ Μπέρναρντ Σω, ο Αμερικανός πρόεδρος Θεόδωρος Ρούζβελτ συγκαταλέγονταν μεταξύ των θαυμαστών του.[29]
Για όλα αυτά ευθυνόταν βέβαια η καλοστημένη προπαγανδιστική μηχανή του φασισμού. Όταν ο Ντούτσε εισήλθε σε τροχιά πολέμου, πρώτα με την κατάληψη της Αβησσυνίας[29], και έπειτα με τη συμμετοχή στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τότε μόνο φάνηκαν οι διαθέσεις αλλά και η ένδεια του φασιστικού καθεστώτος του. Το τελικό χτύπημα στο εναπομείναν γόητρό του θα επιφέρει η συμμετοχή του στην κυβέρνηση ανδρεικέλων του Σαλό. Η πλήρης διαφθορά και η έλλειψη στοιχειωδών πολιτικών και ηθικών αρχών θα σταθούν η οριστική ταφόπλακα του φασιστικού πειράματος.
Οι σχέσεις του Μουσολίνι με την Ελλάδα ανάγονται στην πρώτη περίοδο διακυβέρνησής του και ειδικότερα το 1923, όταν σε μία επίδειξη δύναμης και επιδιώκοντας να εμφανιστεί σαν ήρωας – ηγέτης, για εσωτερική κατανάλωση, προέβη στο βομβαρδισμό της Κέρκυρας. Το επεισόδιο έληξε με την καταδίκη της Ιταλίας από την Κοινωνία των Εθνών και έκτοτε οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών βρίσκονται σε κατάσταση ομαλής γειτονίας, παρά την ιταλική κατοχή της Δωδεκανήσου.
Το κατακτητικό ενδιαφέρον του ξυπνά όταν, εισερχόμενος στη Συμμαχία του Άξονα, στέκει απλός παρατηρητής των πολεμικών επιτυχιών του Χίτλερ και αισθάνεται σε μειονεκτική θέση έναντι του συμμάχου του. Τότε αποφασίζει να αιφνιδιάσει το Χίτλερ προβαίνοντας με ένα πόλεμο – αστραπή στην κατάκτηση της Ελλάδας. Φαίνεται μάλιστα να λέει ότι: «Ο Χίτλερ με φέρνει πάντα προ τετελεσμένων γεγονότων. Αυτή τη φορά θα τον πληρώσω με το ίδιο νόμισμα. Θα πληροφορηθεί ότι κατέλαβα την Ελλάδα από τις εφημερίδες.» Η αρχική του σκέψη ήταν η κατάκτηση των νησιών του Ιονίου μετά την είσοδό του στην Αλβανία αλλά προσέκρουσε στην άρνηση του Χίτλερ για μία τέτοια επιχείρηση.
Η πρώτη εχθρική πράξη γίνεται στις 15 Αυγούστου 1940, όταν ιταλικό υποβρύχιο τορπιλίζει το ελληνικό καταδρομικό Έλλη στην Τήνο, όπου είχε μεταβεί για τις εορτές της Μεγαλόχαρης. Η ελληνική κυβέρνηση, προσπαθώντας να αποτρέψει τη σύγκρουση, αποδίδει τον τορπιλισμό σε άγνωστης ταυτότητας υποβρύχιο. Από τη στιγμή εκείνη οι δύο χώρες εισέρχονται σε πολεμική τροχιά.
Το αλβανικό κράτος ήδη από τον Απρίλιο του 1939 βρισκόταν υπό ιταλική κατοχή, οπότε έγινε η βάση συγκέντρωσης των φασιστικών στρατευμάτων. Ο Μουσολίνι βιαζόταν να επιτεθεί στην Ελλάδα, θεωρώντας βέβαιη την κατάκτησή της σε μικρό χρονικό διάστημα, αλλά και χολωμένος από την εισβολή του Χίτλερ στη Ρουμανία στις 12 Οκτωβρίου. Έτσι τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940, την ημέρα της 18ης επετείου της πορείας προς τη Ρώμη, ο Ιταλός πρέσβης κόμης Εμμανουέλε Γκράτσι παρουσιάζεται στον Ιωάννη Μεταξά κομίζοντάς του τελεσίγραφο παράδοσης. Η αρνητική απάντηση του Μεταξά με τη γαλλική φράση «Alors, c'est la guerre» (Λοιπόν, έχουμε πόλεμο) υπήρξε η αρχή του ελληνικού έπους του 1940 που πέρασε στη λαϊκή συνείδηση ως ΟΧΙ.
Πριν ακόμη λήξει το τελεσίγραφο, οι ιταλικές δυνάμεις άρχισαν να εισβάλλουν στα ελληνικά εδάφη. Η επίθεση αυτή, που θεωρήθηκε άνανδρη και απρόκλητη από τον ελληνικό λαό, γέννησε ένα κύμα μαζικού ενθουσιασμού, το οποίο μεταφέρθηκε στο μέτωπο από τους Έλληνες στρατιώτες και συνέτεινε στην υψηλή μαχητικότητα του στρατεύματος.
Ο Ιταλός δικτάτορας γίνεται σατιρικό θέμα σε μουσικές επιθεωρήσεις, γελοιογραφίες και τραγούδια αποτελώντας ίσως το πλέον σατιρισμένο πρόσωπο στη νεότερη ελληνική ιστορία. Στο μέτωπο τα ελληνικά στρατεύματα αντιστρέφουν τους όρους και από την άμυνα περνούν στην επίθεση καταλαμβάνοντας μέρος της ιταλοκρατούμενης αλβανικής ενδοχώρας. Η προέλαση των Ελλήνων αποτελεί την πρώτη ήττα του έως τότε θεωρούμενου άτρωτου Άξονα. Ο διεθνής τύπος εκθειάζει την ελληνική μαχητικότητα και το στρατιωτικό φιάσκο αναγκάζει τον Ντούτσε να αποζητήσει τη γερμανική βοήθεια. Ο Χίτλερ αντιμετωπίζει με απογοήτευση την κατάσταση και σε επιστολή του επιπλήττει το Μουσολίνι για την προχειρότητα της ενέργειάς του.[30] Τελικά όμως, χάριν του γοήτρου του Άξονα, τα ναζιστικά στρατεύματα επιτίθενται και εισβάλουν στην Ελλάδα, σηματοδοτώντας την απαρχή μιας επώδυνης τριπλής κατοχής.
Τον Οκτώβρη του 2009, η εφημερίδα Guardian, από στοιχεία των μυστικών υπηρεσιών που αποχαρακτηρίστηκαν, ανέφερε ότι ο Μουσολίνι υπήρξε, στην εποχή του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, πράκτορας της αγγλικής Μυστικής Υπηρεσίας ΜΙ6[31]. Η Αγγλία, φοβούμενη την έξοδο της Ρωσίας από τον 1ο ΠΠ, πράγμα που θα καταργούσε το Ανατολικό Μέτωπο για τη Γερμανία, προσπάθησε να σύρει την Ιταλία σ' αυτόν ανοίγοντας ένα άλλο μέτωπο στον Νότο. Το σοσιαλιστικό κόμμα στο οποίο ανήκε ο Μουσολίνι ήταν εναντίον του πολέμου, αλλά ο Μουσολίνι διέθετε ειδικές ομάδες κρούσης για την προστασία των απεργών στις διαδηλώσεις, που από τότε είχε ονομάσει fasci (συνδέσμους) και τα μέλη τους «φασίστες». Έναντι αμοιβής που, κατά την εφημερίδα, ανερχόταν μόνον σε 400 σημερινά ευρώ το μήνα, ο Μουσολίνι, που όντως ζούσε πολύ φτωχά, δέχτηκε να αλλάξει τοποθέτηση και να υποστηρίξει τον πόλεμο χρησιμοποιώντας τους «φασίστες» για τον αντίθετο λόγο από τον οποίο τους είχε οργανώσει. Φυσικά δέχτηκε την αντίδραση πολλών μελών του κόμματός του αλλά υπέρ του πολέμου είχαν ήδη ταχθεί και όλα τα αντίπαλα κόμματα, μαζί και το ιταλικό βιομηχανικό λόμπι.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.