βυζαντινός αξιωματούχος From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Λουκάς Νοταράς (5 Απριλίου 1402 - 3 Ιουνίου 1453) ήταν Έλληνας αξιωματούχος, ο τελευταίος Μέγας Δουξ (12 Ιουλίου 1450 - 29 Μαΐου 1453) και Μεσάζων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Λουκάς Νοταράς | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Λουκάς Νοταράς (Ελληνικά) |
Γέννηση | 5 Απριλίου 1402 Μονεμβασία |
Θάνατος | 3 Ιουνίου 1453 ή 4 Ιουνίου 1453 Κωνσταντινούπολη |
Αιτία θανάτου | αποκεφαλισμός |
Χώρα πολιτογράφησης | Βυζαντινή Αυτοκρατορία |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | αξιωματικός |
Οικογένεια | |
Τέκνα | Άννα Νοταρά |
Στρατιωτική σταδιοδρομία | |
Βαθμός/στρατός | Μέγας δουξ |
Καταγόταν από οικογένειά που είχε μετοικήσει στην Κωνσταντινούπολη από την Μονεμβασιά της Πελοποννήσου πριν περίπου 100 χρόνια. Είχε αποκτήσει σημαντική περιουσία μέσω του εμπορίου παστών ψαριών.
Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, αν και ανθενωτικός[lower-greek 1], προσπάθησε να συμφιλιώσει τους θρησκευτικά διχασμένους Βυζαντινούς πριν την επικείμενη οθωμανική πολιορκία, πρότεινε τον διορισμό του στη θέση του Μεγάλου Δούκα, αξίωμα με ευρύτατες εξουσίες, οικονομικές, πολιτικές και στρατιωτικές, πρόταση που ο Νοταράς αποδέχτηκε. Ο διορισμός του απέτυχε να κατευνάσει τους ανθενωτικούς οι οποίοι είδαν την αποδοχή του ως εξαγορασθείσα προδοσία με αποτέλεσμα να αποκτήσει πλέον εχθρούς και στα δύο στρατόπεδα. Έλαβε μέρος στις διαπραγματεύσεις με τους απεσταλμένους του Πάπα και τον καρδινάλιο Ισίδωρο, αλλά και αυτοί αμφέβαλλαν για την ειλικρίνεια του. Όταν ο ηγέτης των ανθενωτικών Γεννάδιος αποσύρθηκε στο κελί της μονής του Παντοκράτορα, αφού θυροκόλλησε διακήρυξη με την οποία προειδοποιούσε το λαό για τα δεινά της Ένωσης των Εκκλησιών ο Λουκάς Νοταράς φέρεται να του έγραψε ότι η αντίδρασή του ήταν μάταιη, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Βεβαίως, 25 ημέρες μετά περίπου, στις 27 Νοεμβρίου[4], ο ίδιος ο Σχολάριος πικραμένος, με επιστολή την οποία μοίρασε σε όλη την Πόλη ("Ταύτη τη ημέρα διεδόθη το παρόν εις όλην την πόλιν"), αφήνει οριστικά το πεδίο ελεύθερο στους Ενωτικούς: "από ταύτης της ημέρας εγώ σιωπώ, και υμείς ποιείτε ως βούλεσθε. Η πίστις ελευθέρα εστί [...] συμβεβούλευκα, αλλ' ουκ έπεισα". Στην επιστολή αυτή δίνεται και η σημαντική μαρτυρία ότι, ίσως εξαιτίας του φόβου για την οθωμανική επίθεση, οι Ενωτικοί πλέον κυριαρχούν -τουλάχιστον ιδεολογικά-: "αι συμβουλαί μου ... πανταχού διεδόθησαν [...] [όμως] οι πολλοί νομίζουσι συμφέρον όπερ εγώ πολλάκις ... έδειξα είναι ασύμφορον".
Κατά την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης αναφέρεται ότι ο αυτοκράτορας του ανέθεσε την άμυνα του νοτιοδυτικού τομέα του θαλάσσιου τείχους. Κατά τον Φραντζή ήταν επικεφαλής μόνο ενός εφεδρικού τμήματος ιππέων και τοξοτών τηρούμενου στο βόρειο άκρο του δυτικού τείχους. Ωστόσο ο Ενετός γιατρός Νικολό Μπάρμπαρο ο οποίος κατέγραψε ως αυτόπτης μάρτυρας το χρονικό της Άλωσης της Κων/λης, αναφέρει ότι ο Νοταράς ήταν ο επικεφαλής αυτών που είχαν αναλάβει να βρίσκουν και να καταστρέφουν τα τούνελ των Τούρκων υπό την καθοδήγηση του Γερμανού μηχανικού Γιοχάνες Γκράντ. 14 τέτοια τούνελ κατέστρεψε και οι Τούρκοι απογοητευμένοι τα παράτησαν. Επίσης αναφέρει ότι, ο Νοταράς το εφεδρικό σώμα το είχε δίπλα στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων όπου διοικούσε ένα σώμα 100 ιππέων. Ωστόσο η πραγματικότητα είναι ότι κατά τη διάρκεια της πολιορκίας έγιναν πολλές μετακινήσεις των διάφορων ανωτάτων διοικήσεων.
Ο Δούκας, ο άλλος ένας από τους 4 Έλληνες ιστορικούς της Άλωσης, αναφέρει σχετικά με τον Νοταρά: «Ο Μέγας Δούκας Λουκάς Νοταράς μαζί με πεντακόσιους άνδρες περιπολούσε εμψύχωνε τους στρατιώτες παντού όπου κι αν ήσαν, κι εντόπιζε αυτούς που παραμελούσαν το καθήκον τους. Καθημερινά συνέβαινε αυτό.»
Ο Κριτόβουλος και αυτός από τους 4 Έλληνες ιστορικούς της Άλωσης, αναφέρει ότι μετά την άλωση του φρουρίου της Πριγκίπου, από τον αντιναύαρχο του Μωάμεθ Μπατόγλου, ο εξωμότης Βούλγαρος κατόπιν εντολής του σουλτάνου (που επειδή γνώριζε ότι το τείχος κατά μήκος του Κεράτιου ήταν πολύ τρωτό και ευάλωτο, ήταν πεπεισμένος ότι οι υπερασπιστές εκεί εξαιτίας του μικρού τους αριθμού δε θα μπορούσαν να αντισταθούν) προσπάθησε να καταλάβει το λιμάνι του Κεράτιου κόλπου με κάθε τρόπο. Οι Τούρκοι όμως νικήθηκαν από τα πληρώματα των χριστιανικών πλοίων που είχαν εκπαιδευτεί από το μεγάλο Λουκά Νοταρά που ήταν διοικητής τους και είχε αναλάβει τη φρούρηση του θαλασσίου τείχους.
Μεταξύ όμως του Νοταρά και του διοικητή της άμυνας της πόλης Ιουστινιάνη αναπτύχθηκε συγκρουσιακή σχέση όταν στις 24 Μαϊου ο Νοταράς αρνήθηκε να του στείλει ως ενίσχυση πυροβόλα για να αμυνθεί στην κοιλάδα του Λύκου, επειδή τα χρειαζόταν ο ίδιος, ο οποίος πίστευε και όχι χωρίς λόγο, ότι θα δέχονταν και άλλη επίθεση τα τείχη του λιμανιού τα οποία ήταν ήδη ανεπαρκώς επανδρωμένα, γεγονός που προκάλεσε την έκρηξη θυμού του που συνοδεύτηκε από βαρείς χαρακτηρισμούς: "Ο traditor et che me tien che adesso non te scanna cum questo pugnal” Ω προδότη, δεν ξέρω τι με κρατεί και δεν σε σφάζω μ’ αυτό το μαχαίρι."
Κατά μία άλλη εκδοχή ο Νοταράς αρνήθηκε και η παραπάνω διαφωνία οφείλεται στην αντιπάθεια του αρχιεπίσκοπου Χίου Λεονάρδου προς το Νοταρά, ο οποίος και διασώζει το περιστατικό. Το διασώζει όμως κι ο Φραντζής, λέγοντας οτι ο Γενουάτης αποκαλεσε το Νοταρά "ανωφελή, αλάστορα κι εχθρό της πατρίδας" και το Νοταρά να απαντά με "ύβρεσι ετέραις". Την επικίνδυνη κατάσταση κατεύνασε πυροσβεστικά ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος θυμίζοντας την κοινή αποστολή. Ωστόσο οι σχέσεις των δύο αντρών παρέμειναν τεταμένες μέχρι τέλους (ο Ιουστινιάνης τραυματίστηκε θανάσιμα στη διάρκεια μάχης γύρω από ένα ρήγμα του τείχους).
Σύμφωνα με μία εκδοχή του Δούκα, ο Νοταράς συνελήφθη σε κάποιο οχυρωμένο Πύργο, όπου και παραδόθηκε καταλαβαίνοντας ότι η αντίσταση είναι μάταιη. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στον Μωάμεθ στο Κοσμήδι. Εκεί κατ' εντολή του σουλτάνου μετέφεραν αφού συνέλαβαν τη γυναίκα του και τα παιδιά του, εκτός των δύο μεγαλύτερων γιων του που είχαν ήδη σκοτωθεί κατά τη διάρκεια των μαχών και μιας κόρης του η οποία είχε φυγαδευτεί πριν την έναρξη των εχθροπραξιών. Ύστερα έτυχε ευνοϊκής μεταχείρισης από τον Σουλτάνο ο οποίος του δήλωσε μάλιστα ότι είχε σκοπό να τον διορίσει διοικητή της Κωνσταντινούπολης. Τους έδωσε μάλιστα από 1.000 άσπρα στον καθένα με την άδεια να πάνε όλοι σπίτι τους.
Την επομένη ο Νοταράς δέχτηκε την τιμητική επίσκεψη του σουλτάνου στην οικία του, όπου έγινε αποδέκτης των τυπικών βασιλικών τιμών εκ μέρους της οικογένειας καθ' οδόν προς τα αυτοκρατορικά ανάκτορα για τον εορτασμό των επινίκιων. Το ίδιο απόγευμα όμως ο Νοταράς αποκεφαλίστηκε μαζί με το γαμπρό του και το μικρότερο γιό του. Κατά την επικρατέστερη άποψη αρνήθηκε να παραχωρήσει οικειοθελώς τον τρίτο και νεώτερο γιο του ηλικίας 14 ετών στο σουλτανικό χαρέμι[5] κατόπιν υπερβολικής οινοποσίας κατά τη διάρκεια της γιορτής. Όλοι οι ευγενείς οι αναφερόμενοι στον κατάλογο που συντάχθηκε κατόπιν αναφοράς του Νοταρά στον Μωάμεθ συνελήφθησαν ή εξαγοράστηκαν από τους δεσμώτες τους αντί χιλίων άσπρων και καρατομήθηκαν τα δε παιδιά τους μοιράστηκαν την τραγική τύχη των γιων του Νοταρά.
Η δεύτερη εκδοχή του Δούκα αναφέρει ότι ο Μωάμεθ επέπληξε αυστηρά το μεγάλο Δούκα που δεν του παρέδωσε την Πόλη. Ο Νοταράς για να δικαιολογηθεί είπε ότι ούτε ο βασιλιάς ούτε εκείνος μπορούσαν να κάνουν κάτι τέτοιο. Πρόσθεσε μάλιστα ότι από κάποιες επιτακτικές επιστολές που προέρχονταν από το άμεσο περιβάλλον του σουλτάνου και που έλεγαν ότι ο σουλτάνος δεν είχε καμία ελπίδα να νικήσει, έπαιρναν θάρρος, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να ενισχυθεί το μίσος και οι υπόνοιες που είχε ο Μώαμεθ για τον μεγάλο βεζίρη Τσανταρλή Χαλίλ πασά.
Μια τρίτη εκδοχή για την εκτέλεση του Νοταρά αναφέρει ο Βυζαντινός ιστορικός της εποχής Φραντζής στο "Χρονικόν Majus" (ο οποίος όμως στο μοναδικό θεωρούμενο γνήσιο έργο του "Χρονικόν Minus" γενικά απέχει από οποιαδήποτε αιχμή κατά του Νοταρά). Αναφέρει λοιπόν ότι ο Νοταράς ως διαχειριστής του αυτοκρατορικού ταμείου φρόντισε να αποκρύψει από τον Παλαιολόγο ένα σημαντικό ποσό χρημάτων με το οποίο προσπάθησε στη συνέχεια να εξαγοράσει την ευμένεια του Μωάμεθ παραδίδοντάς το στον σουλτάνο με την κατάληψη της πόλης. Η ενέργειά του δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα αφού ο σουλτάνος θεώρησε την πράξη ως προδοσία προς τον αυθέντη του δεδομένου ότι τα αποκρυβέντα χρήματα που κανονικά θα διατίθονταν για την άμυνα της πόλης περιόρισαν σημαντικά τα ήδη πενιχρά μέσα άμυνάς της. Άλλοι μελετητές αμφισβητούν τα τυχόν ευγενή κίνητρα πίσω από την εκτέλεση του Νοταρά σημειώνοντας ότι ο Μωάμεθ στη προσωπική του διαδρομή ουδέποτε επέτρεψε στον εαυτό του αισθήματα ευγνωμοσύνης και σε κάθε περίπτωση δεν ήταν η προσωπικότητα που θα δεχόταν να μοιραστεί τη νίκη του με άλλα πρόσωπα σκιάζοντας τον θρίαμβό του.
Μετά την εκτέλεσή του η περιουσία του Νοταρά στη Κωνσταντινούπολη κατασχέθηκε και η σύζυγος του Παλαιολογίνα πουλήθηκε και πέθανε ως σκλάβα στον δρόμο για την Αδριανούπολη. Πριν τα γεγονότα δύο μέλη της οικογένειας είχαν καταφέρει να διαφύγουν με γενουατικά πλοία, η κόρη του Άννα[6] και η θεία της, οι οποίες κατέληξαν στην Βενετία όπου ο Νοταράς είχε μεταφέρει πριν την άλωση το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του. Γρήγορα έγιναν το κέντρο της αυξανόμενης Βυζαντινής παροικίας της πόλης διευκολύνοντας σημαίνοντες πρόσφυγες στις πρώτες ανάγκες τους ή πληρώνοντας λύτρα για την απελευθέρωσή τους όπως στη περίπτωση του Φραντζή.
Ο ιστορικός του Μωάμεθ του Πορθητή Κριτόβουλος ο Ίμβριος ο οποίος βεβαιώνει ότι πέθανε με αξιοπρέπεια και λεβεντιά, χωρίς να παρακαλέσει κανένα να σώσει τη ζωή του, γράφει επίσης αναφερόμενος στον Νοταρά ότι ήταν:
«από τους σπουδαίους άντρες που ο σουλτάνος διάλεξε γιατί διέφεραν από τους άλλους εξαιτίας της γενιάς, της φρόνησης και της αρετής τους. Και μάλιστα τον Νοταρά, άνδρα από τους δυνατούς και σπουδαίους στη σύνεση, στον πλούτο, στην αρετή και στην πολιτική δύναμη. Τον υποδέχτηκε με τιμές και του μίλησε με καλοσύνη, για να δώσει ελπίδες σε αυτόν και στους άλλους που ήταν μαζί του. Λυπήθηκε για όσα έτυχαν σε αυτούς τους άνδρες και για τη δυστυχία που τους βρήκε. Κατανόησε πως από κακή τύχη βρέθηκαν σε αυτή τη θέση και είπε ότι σκέφτεται να τους αξιοποιήσει πολύ καλά. Ύστερα όμως εξαιτίας του φθόνου δεν έγινε τίποτα απ όλα αυτά... γιατί αυτός ο άνθρωπος ο Νοταράς ήταν ευσεβής, πιστός στο Θεό και διακρινόταν για τη σύνεσή του. Τους ξεπερνούσε όλους στη σοφία, διέθετε παρρησία γνώμης και ελευθερία ψυχής, ήταν ρωμαλέος, αγέρωχος και με ψυχική αγαθότητα σε όλες του τις πράξεις, γι αυτό και διατηρήθηκε στις θέσεις της πολιτείας, αποκτώντας μεγάλη πολιτική δύναμη δόξα και πλούτο...»
Ο ιστορικός της Άλωσης Δούκας διασώζει τα λόγια του Νοταρά προς τα παιδιά του και τον γαμπρό του λίγο πριν τους αποκεφαλίσει ο δήμιος:
«Πού είναι ο βασιλιάς μας; Χθες δεν δολοφονήθηκε; Πού είναι ο συμπέθερός μου και πατέρας σου, ο Μέγας Δομέστικος; Πού είναι ο Μέγας σταυλάρχης Παλαιολόγος με τους δύο γιους του; Δεν σφάχτηκαν χθες στον πόλεμο; Μακάρι να είχαμε πεθάνει κι εμείς μαζί τους. Ωστόσο και τούτη δω η ώρα είναι η κατάλληλη. Μην αμελούμε άλλο. Γιατί ποιος γνωρίζει τα όπλα του διαβόλου; Αν καθυστερήσουμε, μπορεί να χτυπηθούμε από τα δηλητηριασμένα βέλη του. Να, τώρα είναι η ευκαιρία. Να, ας πεθάνουμε κι εμείς στο όνομα Αυτού, που για το χατίρι μας σταυρώθηκε, θανατώθηκε και αναστήθηκε, για να γευτούμε μαζί του τα αγαθά Του».
Στο έργο του Γάλλου βυζαντινολόγου Γουσταύου Σλουμπερζέ αναφέρονται τα ακόλουθα για τον Λουκά Νοταρά και το μαρτυρικό του τέλος:
«Στις διηγήσεις για το μαρτύριο του μεγάλου Δούκα από τον αρχιεπίσκοπο Λεονάρδο και των Πούσκουλο, βλέπουμε να υπάρχει η ίδια σφραγίδα της μεγάλης εχθρότητας (με τον Φραντζή), ακριβώς επειδή ο Νοταράς ήταν πάντοτε σθεναρά αντίθετος με την Ένωση των Εκκλησιών. Ο Λεονάρδος κατηγορεί τον παλιό του αντίπαλο ότι συκοφάντησε τον Χαλήλ πασά, που έδειξε πάντοτε φιλία προς τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο και πως είχε κακολογήσει επίσης τους Βενετούς και τους Γενουάτες. Όμως όλ' αυτά, λέει ο Pears, είναι απλά δυσφημιστικά λόγια, που βγαίνουν μέσα από τα έντονα πάθη των οπαδών της Ένωσης και συκοφαντίες που ο Λεονάρδος και ο Φραντζής δεν θα μπορούσαν να αποδείξουν.»
«…Στις διηγήσεις για το μαρτύριο του μεγάλου Δούκα από τον αρχιεπίσκοπο Λεονάρδο και των Πούσκουλο, βλέπουμε να υπάρχει η ίδια σφραγίδα της μεγάλης εχθρότητας (με τον Φραντζή), ακριβώς επειδή ο Νοτάρας ήταν πάντοτε σθεναρά αντίθετος με την Ένωση των Εκκλησιών. Ο Λεονάρδος κατηγορεί τον παλιό του αντίπαλο ότι συκοφάντησε τον Χαλίλ πασά, που έδειξε πάντοτε φιλία προς τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο και πως είχε κακολογήσει επίσης τους Βενετούς και τους Γενουάτες. Όμως όλ’ αυτά, λέει ο Pears, «είναι απλά δυσφημιστικά λόγια, που βγαίνουν μέσα από τα έντονα πάθη των οπαδών της Ένωσης και συκοφαντίες που ο Λεονάρδος και ο Φραντζής δεν θα μπορούσαν να αποδείξουν.»[7]
Το έργο του Φραντζή επιβιώνει πλέον σε δύο μορφές, ένα Χρονικό Μικρό που διαπραγματεύεται την περίοδο από το 1453 έως το 1477, δηλαδή την περίοδο που καλύπτει η ζωή του, και ένα Χρονικό Μεγάλο που εκθέτει ολόκληρη την ιστορία της οικογένειας των Παλαιολόγων και προσθέτει υλικό στο μικρό χρονικό. Κατά τους ειδικούς το μεγάλο χρονικό συντέθηκε τον επόμενο αιώνα από κάποιον Μακάριο Μελισσηνό.
Μεταξύ Φραντζή και Νοταρά υπήρχε από παλιά προσωπική εμπάθεια, και μάλιστα όταν ο πρώτος ζήτησε και έλαβε το οφφίκιο του μεγάλου λογοθέτη από τον αυτοκράτορα, ο δούκας Νοταράς αντέδρασε σ' αυτό. Μεταξύ των δύο ανδρών υπήρχε πάντα ανταγωνισμός για τα οφφίκια που επεδίωκαν όχι μόνο γι' αυτούς αλλά και για τα παιδιά τους, και γι' αυτό το λόγο είχαν έρθει πολλές φορές σε σύγκρουση.[8]
Είναι πιθανόν οι χαρακτηρισμοί για τις αιτίες που επιφύλαξαν ένα τόσο τραγικό τέλος στο Νοταρά, να προέρχονται από τον Μακάριο Μελισσηνό, που μπορεί να παρερμήνευσε τα κείμενα για λόγους πολιτικούς και γιατί είχε μεγάλη αντιπάθεια στους απογόνους της οικογένειας Νοταρά.[9]
Επίσης είναι χαρακτηριστικό ότι μεταξύ αυτών που κατέγραψαν τους κώδικες του Μεγάλου Χρονικού, συγκαταλέγεται και ο γνωστός νοτάριος (συμβολαιογράφος) Ανδρέας Δαρμάριος από την Μονεμβασία, καθώς και ο Ιωάννης Δαρμάριος της ίδιας οικογένειας. Και οι δύο ανήκαν στην ακολουθία του Μακαρίου Μελισσινού. Είναι γνωστό ότι ο Ανδρέας συγκολλούσε άσχετα μεταξύ τους κομμάτια και δημιουργούσε αμφιβόλου υποστάσεως συγγραφές. Επειδή όμως οι παραποιήσεις γίνονταν συστηματικά, άλλος πρέπει να ήταν ο ιθύνων νους της υπόθεσης. Όλα τα χειρόγραφα γράφτηκαν στους τόπους που έζησε ο Μακάριος Μελισσηνός (Ισπανία, Νεάπολη Ιταλίας). [10]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.