Αθηναίος στρατηγός From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Ιφικράτης ήταν Αθηναίος στρατηγός καταγόμενος από πτωχή οικογένεια, εκ του δήμου Ραμνούντος. Έζησε στο πρώτο μισό του 4ου π.Χ. αιώνα. Διακρίθηκε όχι μόνο για τη γενναιότητά του και την πολεμική του ικανότητα, αλλά πολύ περισσότερο, για την επιτυχή εφαρμογή στρατιωτικών μεταρρυθμίσεων τακτικής και οπλισμού, τις οποίες επέβαλε ύστερα από την αποκτηθείσα εμπειρία και ανάλυση των διδαγμάτων του Πελοποννησιακού πολέμου.
Ιφικράτης | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 419 π.Χ.[1] Αθήνα |
Θάνατος | 353 π.Χ.[1] Θράκη |
Χώρα πολιτογράφησης | Αρχαία Αθήνα |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | αρχαία ελληνικά |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | στρατιωτικός |
Οικογένεια | |
Τέκνα | Μενεσθέας Ιφικράτης ο νεότερος |
Στρατιωτική σταδιοδρομία | |
Βαθμός/στρατός | στρατηγός και στρατιώτης |
Πόλεμοι/μάχες | Κορινθιακός Πόλεμος |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | στρατηγός |
Ο Ιφικράτης εμφανίστηκε στο ιστορικό προσκήνιο κατά τον Κορινθιακό Πόλεμο. Διακρίθηκε αρχικά στις ναυμαχίες στο Αιγαίο που είχαν ως συνέπεια τη μερική αποκατάσταση της αθηναϊκής ναυτικής ισχύος. Έπειτα, ως διοικητής μισθοφορικού σώματος, που ο στρατηγός Κόνων οργάνωσε με περσικά χρήματα (τέλη του 393 π.Χ.), εστάλη στη συμμαχική Κόρινθο για να ενισχύσει την άμυνα τής πόλης εναντίον ενδεχόμενης επίθεσης του λακωνικού συνασπισμού. Το σώμα αυτό αποτελείτο κυρίως από ελαφρά οπλισμένους άνδρες, σε μια παραλλαγή των Θρακών πελταστών-ακοντιστών. Οργανώθηκε, εκπαιδεύτηκε και ενεργούσε σύμφωνα με τις ιδέες και απόψεις του διοικητή του. Σύντομα οι «ιφικράτειοι» πελταστές, όπως ονομάστηκαν, θα δικαίωναν τις επιλογές του νεαρού στρατηγού.
Το 392 π.Χ. μέρος των μακρών τειχών της Κορίνθου (που ένωναν την πόλη με το δυτικό λιμάνι της, Λέχαιο) κατελήφθη από τους Σπαρτιάτες. Λόγω της αντίστασης του Ιφικράτους η Κόρινθος παρέμεινε στα χέρια των δημοκρατικών. Το 391 π.Χ. οι εξόριστοι Κορίνθιοι ολιγαρχικοί, που είχαν καταφύγει στο Λέχαιο, προσπάθησαν να καταλάβουν την Κόρινθο αλλά ηττήθηκαν από τις δυνάμεις του Ιφικράτους. Αργότερα το ίδιο έτος, κατέλαβε το ίδιο το Λέχαιο και με ορμητήριο την πόλη αυτή επέδραμε κατά των περιοχών της Φλειούντας, Σικυώνος και Αρκαδίας. Οι δύο πρώτες πόλεις που επιδίωξαν να αντιμετωπίσουν τους πελταστές του Ιφικράτους υπέστησαν διαδοχικά συντριπτικές ήττες, με αποτέλεσμα οι φημισμένοι Αρκάδες πολεμιστές να μην τολμήσουν να αντιμετωπίσουν τους εχθρούς τους που ανενόχλητοι δήωσαν τη χώρα τους. Οι πελταστές είχαν ήδη αρχίσει να αποκτούν φήμη, όπως και ο αρχηγός τους, τόσο λόγω των εντυπωσιακών νικών που πέτυχαν όσο και των ελάχιστων απωλειών τους.
Οι επιτυχίες αυτές αύξησαν την αθηναϊκή δύναμη και επιρροή και ακολούθως ανησύχησαν τους Σπαρτιάτες οι οποίοι αντέδρασαν πιο δυναμικά στέλνοντας τον βασιλιά τους Αγησίλαο Β΄ με στρατό και στόλο. Ο τελευταίος πραγματοποίησε δύο εκστρατείες στην περιοχή της Κορίνθου κατά τα έτη 391 και 390 π.Χ. καταλαμβάνοντας αρκετές θέσεις και οικισμούς γύρω από την Κόρινθο, μεταξύ των οποίων και το Λέχαιο. Η επικράτηση του Αγησίλαου φαινόταν αδιαμφισβήτητη και οι Βοιωτοί, σύμμαχοι των Αθηναίων, έσπευσαν να ζητήσουν ειρήνη. Τότε ακριβώς οι πελταστές του Ιφικράτους κατατρόπωσαν μία σπαρτιατική μόρα (600 άνδρες) προκαλώντας απώλειες 250 νεκρών και αγνώστου αριθμού τραυματιών (μάχη του Λεχαίου). Η μόρα αυτή επέστρεφε από τη Σικυώνα στο Λέχαιο αφού πρώτα είχε συνοδεύσει κάποιους συμπατριώτες τους, κατοίκους των Αμυκλών, που πήγαιναν στην πατρίδα τους για να συμμετάσχουν σε μια τοπική γιορτή. Ο Ιφικράτης και ο Καλλίας παρατήρησαν ότι η μόρα δεν είχε «ψιλούς», ούτε επαρκή κάλυψη ιππικού και αποφάσισαν να την προσβάλουν με τους ευκίνητους πελταστές. Ο Καλλίας με τους οπλίτες του έμεινε κοντά στην Κόρινθο ως εφεδρεία που τελικά δεν χρειάστηκε. Οι πελταστές με αλλεπάλληλες προσβολές και υποχωρήσεις κατάφεραν να αποσυντονίσουν και να καταπονήσουν τους πιο δυσκίνητους αντιπάλους, που τελικά υποχώρησαν άτακτα προς το Λέχαιο.
Η αναπάντεχη ήττα αλλά και το μέγεθος της συμφοράς (η Σπάρτη έχασε το ένα δέκατο των πολιτών της) των μέχρι τότε αήττητων Σπαρτιατών προκάλεσε μεγάλη εντύπωση στην Ελλάδα και ιδιαίτερα μεταξύ των Λακεδαιμονίων βαθύ πένθος, κλονίζοντας σοβαρά το κύρος τής σπαρτιατικής στρατιωτικής ισχύος. Μάλιστα, ο Αγησίλαος επιστρέφοντας στη Σπάρτη μετά το συμβάν, φρόντισε ώστε ο στρατός του να μπαίνει στις πόλεις, όπου επρόκειτο να διανυκτερεύσει, αφού νυχτώσει και να βγαίνει από αυτές όσο το δυνατόν νωρίτερα το πρωί, ενώ στη Μαντίνεια δεν διανυκτέρευσε καν, αλλά τη διέσχισε μέσα στη νύχτα για να μην δουν οι στρατιώτες του τους Μαντινείς να χαίρονται από την ήττα των Σπαρτιατών.[2] Οι περισσότερες από τις θέσεις που είχε καταλάβει ο Αγησίλαος ανακατελήφθησαν από τον Ιφικράτη εκτός από το Λέχαιο, αλλά σύντομα ο Ιφικράτης ανακλήθηκε στην Αθήνα καθώς κάποιες πρωτοβουλίες του δεν άρεσαν στους συμμάχους και κυρίως στους Αργείους. Τη θέση του πήρε ο στρατηγός Χαβρίας επικεφαλής άλλου μισθοφορικού τμήματος.
Το 388 π.Χ. εστάλη με οχτώ τριήρεις και 1.200 πελταστές στον Ελλήσποντο εναντίον του σπαρτιατικού στόλου και των συμμάχων του. Οι περισσότεροι των πολεμιστών του ήταν παλαίμαχοι των επιχειρήσεων στην Πελοπόννησο κατά τα προηγούμενα χρόνια. Το καλοκαίρι του ιδίου έτους κατατρόπωσε ξανά (με τέχνασμα) τους Σπαρτιάτες και τους συμμάχους τους, Αβυδινούς υπό τον Αναξίβιο ο οποίος έπεσε στη μάχη. Με τις επόμενες επιχειρήσεις στον Ελλήσποντο, φάνηκε ότι η αθηναϊκή ισχύς θα μπορούσε να αποκατασταθεί πλήρως στην περιοχή, αλλά το επόμενο έτος ο Ιφικράτης και άλλοι τέσσερις Αθηναίοι στρατηγοί παραπλανήθηκαν από τον Σπαρτιάτη Ανταλκίδα και αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν (Βασίλειος ή Ανταλκίδειος ειρήνη, 387 π.Χ.).
Με τη λήξη του Κορινθιακού Πολέμου, ο Ιφικράτης δεν επέστρεψε στην Αθήνα αλλά μετέβη με τους πελταστές του στη Θράκη όπου υπήρχαν πολλές ευκαιρίες πλουτισμού και διάκρισης για έναν έμπειρο στρατιωτικό ηγέτη, λόγω της αστάθειας που επικρατούσε στην περιοχή. Αρχικά προσέφερε τις υπηρεσίες του στον Σεύθη Β΄, βασιλιά του ισχυρού φύλου των Οδρυσών Θρακών και έπειτα στον διάδοχό του, Εβρύζελμι. Σύντομα όμως εγκατέλειψε τον τελευταίο και τάχθηκε με τον αντίπαλό του, Κότυ Α΄ (384 π.Χ.-359 π.Χ.). Με αρχιστράτηγο τον Ιφικράτη οι δυνάμεις του Κότυος νίκησαν τον Εβρύζελμι (385 π.Χ.) και στη συνέχεια ένωσαν τους Οδρύσες Θράκες υπό το σκήπτρο του νέου βασιλιά τους, δημιουργώντας ένα ισχυρό κράτος από τον Έβρο ποταμό μέχρι την Οδησσό. Ως ανταμοιβή, ο Αθηναίος στρατηγός έλαβε μια κόρη του εργοδότη του ως σύζυγο και τις πόλεις Δρυ και Άντισσα του θρακικού βασιλείου (382 π.Χ.).
Ο Ιφικράτης δεν έμεινε πολύ στη Θράκη αλλά αναζήτησε και αλλού ευκαιρίες για να προσφέρει τις πολύτιμες υπηρεσίες του. Το χειμώνα του 380/379 π.Χ. ταξίδεψε στην Αίγυπτο όπου συνέπραξε με τους Πέρσες εναντίον των επαναστατημένων Αιγυπτίων. Αν και η Αθήνα αρχικά είχε ταχθεί με το μέρος των εξεγερθέντων, στην πορεία άλλαξε πολιτική, για να μην δυσαρεστήσει περισσότερο του Πέρσες και ανακάλεσε τον στρατηγό Χαβρία που βοηθούσε τους Αιγυπτίους. Επίσης ενέκρινε την απόφαση του Ιφικράτους κι έτσι αυτός ενεργούσε πλέον ως εντολοδόχος της πατρίδας του. Μέχρι το 373 π.Χ. υπηρέτησε στο μέτωπο αυτό ως αρχηγός των μισθοφόρων (12.000 – 20.000), συμβάλλοντας σε σημαντικό βαθμό στον περιορισμό των επαναστατών. Όμως παρά τις επιτυχίες του, ήρθε σε ρήξη με τον Φαρνάβαζο, αρχηγό των περσικών στρατευμάτων, και για να μην χρεωθεί την αποτυχία των επιχειρήσεων, έφυγε κρυφά και επέστρεψε στην Αθήνα.[3]
Εν τω μεταξύ στη μητροπολιτική Ελλάδα μαίνονταν οι εμφύλιες συγκρούσεις χωρίς κάποια παράταξη να μπορέσει να πάρει ουσιαστικό προβάδισμα. Η ισχύς της Σπάρτης, που μετά την Ανταλκίδειο ειρήνη φαινόταν αδιαμφισβήτητη, δέχτηκε ανεπανόρθωτα πλήγματα με την ανεξαρτητοποίηση και την άνοδο της Θήβας (378 π.Χ.) και την ίδρυση της Β΄ Αθηναϊκής Συμμαχίας (377 π.Χ.). Το 375 π.Χ. συνήφθη για πολλοστή φορά ειρήνη, η οποία σύντομα παραβιάστηκε και από τις δυο πλευρές. Το 373 ο αθηναϊκός δήμος ανέθεσε στον στρατηγό Τιμόθεο την προστασία και ενίσχυση των συμμάχων τους στο Ιόνιο. Δεν διέθεσε όμως τα ανάλογα οικονομικά μέσα στον στρατηγό με συνέπεια αυτός να κωλυσιεργεί προσπαθώντας να βρει τους απαραίτητους πόρους. Οι πολιτικοί αντίπαλοι του Τιμοθέου, Ιφικράτης (που μόλις είχε επιστρέψει μετά την πολυετή απουσία του) και Καλλίστρατος εκμεταλλεύτηκαν τη δυσφορία των Αθηναίων και πέτυχαν την καθαίρεση του Τιμοθέου αναλαμβάνοντας οι ίδιοι την αρχηγία της εκστρατείας. Ο Ιφικράτης και ο Καλλίστρατος ήταν πλέον οι ισχυρότεροι άνδρες του «κλεινού άστεως» κι έτσι ο Ιφικράτης επιδόθηκε με ζήλο στην οργάνωση της εκστρατείας στο Ιόνιο. Συγκέντρωσε μεγάλο αριθμό πλοίων (70) και κατευθύνθηκε χωρίς καθυστέρηση προς την Κέρκυρα, η οποία πολιορκούνταν από τον Σπαρτιάτη Μνάσιππο. Κατά τη διάρκεια του περίπλου της Πελοποννήσου υπέβαλε τα πληρώματά του σε εντατικές ασκήσεις, π.χ. ελιγμούς, ασκήσεις ταχύτητας κ.λπ. Με τον τρόπο αυτό επέτυχε τη συνεχή εγρήγορση και ετοιμότητα αλλά και επιπλέον εκπαίδευση των ναυτών του χωρίς να καθυστερήσει. Εν τω μεταξύ ο Μνάσιππος σκοτώθηκε στις συγκρούσεις έξω από την πολιορκούμενη Κέρκυρα και ο στρατός του επιβιβάστηκε όπως-όπως στα πλοία και έφυγε. Όταν ο Ιφικράτης έφτασε στην Κέρκυρα έμαθε ότι πλησίαζε στόλος των Συρακουσίων προς ενίσχυσιν των Σπαρτιατών. Αφού μελέτησε καλά την περιοχή ο Αθηναίος στρατηγός κατάφερε να αιχμαλωτίσει το σύνολο των εχθρικών πλοίων. Στα πλοία αυτά ο τύραννος των Συρακουσών Διονύσιος ο Πρεσβύτερος είχε φορτώσει και πλούσια αναθήματα για τα ιερά των Δελφών και της Ολυμπίας. Ο Ιφικράτης αφαίρεσε τα αναθήματα και εισέπραξε 60 τάλαντα από την εκποίησή τους, με το οποίο πλήρωσε μέρος των εξόδων της εκστρατείας. Επίσης φορολόγησε τις πόλεις της Κεφαλονιάς, την οποία είχε κυριεύσει κατά τον πλου προς την Κέρκυρα, ενώ επέβαλε στους ναύτες του υποχρεωτική επ’ αμοιβή εργασία στους αγρούς των Κερκυραίων καθώς δεν είχε αρκετά χρήματα για την καταβολή των μισθών. Παράλληλα, αποβιβάστηκε με τους πελταστές του στην Ακαρνανία και βοήθησε τις εκεί συμμαχικές πόλεις. Ο στόλος του τώρα αριθμούσε 90 πλοία αφού είχε ενωθεί μαζί του και ο στόλος των Κερκυραίων. Όμως τα έξοδα ήταν μεγάλα και ο Ιφικράτης έθεσε στην Εκκλησία του Δήμου το δίλημμα είτε να βρει πόρους για τη συνέχιση των επιχειρήσεων είτα να κλείσει ειρήνη με τη Σπάρτη. Η Αθήνα επέλεξε τη δεύτερη λύση. Ήθελε να διατηρήσει τα κέρδη που είχε αποκομίσει μέχρι στιγμής, ενώ ανησυχούσε για την αυξανόμενη δύναμη των Θηβαίων οι οποίοι συμμετέχοντας μόνον περιστασιακά στις συγκρούσεις ήταν οι ουσιαστικώς κερδισμένοι.[4]
Με την υπογραφή της ειρήνης, ο Ιφικράτης ανακλήθηκε από το Ιόνιο (371 π.Χ.). Η Αθήνα και η Σπάρτη θεωρώντας πλέον ως κοινό κίνδυνο τη Θήβα ανέπτυξαν στενές σχέσεις. Το ίδιο έγινε η μάχη των Λεύκτρων στην οποία ο θηβαϊκός στρατός υπό τον Επαμεινώνδα συνέτριψε του Λακεδαιμονίους και τους συμμάχους τους. Έπειτα εξεστράτευσε στην Πελοπόννησο όπου αποδυνάμωσε περαιτέρω τους Σπαρτιάτες. Οι Αθηναίοι τότε ψήφισαν γενική επιστράτευση και έθεσαν τον Ιφικράτη επικεφαλής του στρατού. Ο τελευταίος κατάλαβε τα περάσματα του Ισθμού με σκοπό να αποκόψει την οδό επιστροφής των Θηβαίων. Ο Επαμεινώνδας όμως κατάφερε με τέχνασμα να αποφύγει τον αθηναϊκό στρατό και να επιστρέψει στη Θήβα χωρίς απώλειες.
Το 368 π.Χ. ο Ιφικράτης εστάλη στη Χαλκιδική, οι πόλεις της οποίας είχαν αποστατήσει από τη Β Αθηναϊκή Συμμαχία και είχαν συμμαχήσει με την Αμφίπολη. Ο Ιφικράτης επέκτεινε την επιρροή της Αθήνας στο Μακεδονικό βασίλειο (ήταν προσωπικός φίλος της βασίλισσας Ευρυδίκης) αλλά απέτυχε να καταλάβει την Αμφίπολη, παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες. Έτσι το 365 π.Χ. καθαιρέθηκε και τη θέση του έλαβε ο πολιτικός του αντίπαλος Τιμόθεος. Δυσαρεστημένος από αυτήν την εξέλιξη ο Ιφικράτης πήγε ξανά στη Θράκη όπου πρόσφερε τις υπηρεσίες του στον βασιλιά Κότυ εναντίον της πατρίδας του. Κυρίευσε τη Σηστό του Ελλήσποντου, αθηναϊκή κτήση, αλλά όταν ο Κότυς Α΄ θέλησε να καταλάβει και τις υπόλοιπες αθηναϊκές κτήσεις της περιοχής, ο Ιφικράτης τον εγκατάλειψε και γύρισε στην Αθήνα, μη θέλοντας να προκαλέσει κι άλλο κακό στην πατρίδα του.[5]
Εκεί κατάφερε να ανακτήσει την προηγούμενη πολιτική του επιρροή και θέση, παρά τις ενέργειές του στη Θράκη. Μάλιστα συμφιλιώθηκε με τον παλιό αντίζηλό του, Τιμόθεο και μαζί κυριάρχησαν για κάποιο διάστημα στην εσωτερική πολιτική σκηνή.
Επόμενη ενέργεια του Ιφικράτους ήταν η εκστρατεία στο Βυζάντιο μαζί με τον γιο του και τον Τιμόθεο, προς ενίσχυση του στρατηγού Χάρητα, ο οποίος αγωνιζόταν εναντίον των αποστατών συμμάχων της Αθήνας. Όμως η εκστρατεία δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα, παρά τις μεγάλες δυνάμεις που κινητοποίησε η Αθήνα (120 τριήρεις, ο μεγαλύτερος στόλος μετά τη ναυμαχία των Αργινουσών). Αφού επανέφεραν στη συμμαχία κάποιες πόλεις, ο στόλος των Ιφικράτους και Τιμοθέου ενώθηκε με τις δυνάμεις του Χάρητα, κοντά στη Χίο. Όμως λόγω θαλασσοταραχής στην περιοχή, οι Ιφικράτης και Τιμόθεος δίστασαν να εμπλακούν με τον αντίπαλο στόλο. Ο Χάρης τους κατηγόρησε ως προδότες και έσπευσε μόνος του να αντιμετωπίσει τους αντιπάλους. Όπως ήταν αναμενόμενο, ηττήθηκε. Όταν επέστρεψαν στην Αθήνα, ο Χάρης κατηγόρησε τους συστρατήγους του ως προδότες. Τελικά μετά από δίκη, ο Ιφικράτης και ο γιος του Μενεσθέας αθωώθηκαν, ενώ στον Τιμόθεο επιβλήθηκε πρόστιμο (355 π.Χ.). Με τα γεγονότα αυτά, ο Ιφικράτης έχασε την πολιτική του επιρροή και οι πηγές δεν ξανακάνουν λόγο γι’ αυτόν. Άγνωστος παραμένει και ο ακριβής χρόνος του θανάτου του. Συνήθως τοποθετείται περί το 350 π.Χ. ή λίγο αργότερα.
Κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, ιδίως δε κατά την τελευταία φάση, η πολεμική τέχνη των Ελλήνων άρχισε να αλλάζει και να απομακρύνεται από την κλασική εικόνα της σύγκρουσης μεταξύ οπλιτικών φαλαγγών, που είχε επικρατήσει από τον 7ο π.Χ. αι. Ο ατομικός οπλισμός, κυρίως ο αμυντικός, άρχισε να μειώνεται ενώ οι τακτικές έτειναν να γίνουν πιο πολύπλοκες και ρευστές. Ως εκ τούτου, από την εποχή αυτή κι έπειτα τα ελαφρά τμήματα, οι λεγόμενοι ψιλοί (ακοντιστές, τοξότες, σφενδονίτες κ.ά.), αποκτούν όλο και μεγαλύτερη σημασία και δεν περιορίζονται απλώς σε επικουρικούς ρόλους.
Αξιοποιώντας τα διδάγματα του πολέμου αυτού, ο Ιφικράτης εισήγαγε καθοριστικές καινοτομίες στον οπλισμό των στρατιωτών, την εκπαίδευση, τις τακτικές μάχης και γενικότερα στην πολεμική τέχνη. Ειδικότερα εισήγαγε έναν νέο τύπο πεζικού, τους πελταστές. Αρχικά οι πελταστές αποτελούσαν έναν από τους παραδοσιακούς τύπους πολεμιστή των θρακικών φυλών και ήταν γνωστοί στη Νότιο Ελλάδα, όπου υπηρετούσαν ως μισθοφόροι, αρκετά πριν την εποχή του Ιφικράτους. Οι «ιφικράτιοι» πελταστές αποτελούσαν έναν ενδιάμεσο τύπο μεταξύ των παλαιών πελταστών και των κλασσικών οπλιτών. Συγκεκριμένα εξοπλίστηκαν με ακόντιο διπλάσιου μήκους και ξίφος μεγαλύτερου των αντίστοιχων κλασσικών, ελαφρύ θώρακα από λινό ή δέρμα, ενώ για ασπίδα υιοθετήθηκε η «πέλτη» των Θρακών ομολόγων τους, πολύ ελαφρύτερη της οπλιτικής. Επίσης οι χάλκινες περικνημίδες αντικαταστάθηκαν με δερμάτινα υποδήματα, τις περίφημες «ιφικρατίδες υποδέσεις», που ήταν ελαφρύτερα, πρακτικά και πιο εύχρηστα.[6]
Οι αλλαγές στον οπλισμό συνοδεύτηκαν από αντίστοιχες καινοτομίες σε τακτικό επίπεδο. Οι «ιφικράτειοι» πελταστές, συγκέντρωναν στον καλύτερο δυνατό συνδυασμό τα πλεονεκτήματα τόσο των πελταστών όσο και των οπλιτών. Λόγω του βαρύτερου οπλισμού τους, υπερείχαν σαφώς των υπολοίπων ψιλών στρατευμάτων, ενώ υπό κάποιες συνθήκες μπορούσαν να αντιπαραταχθούν και σε οπλιτική φάλαγγα. Συνήθως βέβαια απέφευγαν την άμεση επαφή με φάλαγγα, ιδίως σε πεδινές περιοχές, και ακολουθούσαν τακτικές διαδοχικών προσβολών και υπαναχωρήσεων, που συνήθως είχαν ως αποτέλεσμα τον αποσυντονισμό και τελικά την καταστροφή της αντίπαλης παράταξης (χαρακτηριστικό παράδειγμα η κατανίκηση των Σπαρτιατών στο Λέχαιο). Επίσης η μείωση του βαρέως οπλισμού έδινε τη δυνατότητα μεταφοράς περισσότερων προμηθειών, σε σχέση με τους οπλίτες. Έτσι οι πελταστές μπορούσαν να πραγματοποιούν μεγαλύτερες πορείες και σε δύσβατο έδαφος, κάτι που πολλές φορές τούς έδινε το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού. Με άλλα λόγια οι μισθοφόροι του Ιφικράτους ακολουθούσαν τακτικές καταδρομών ενώ με την ευκινησία τους, αναλάμβαναν τον ρόλο του ιππικού σε εδάφη που αυτό δεν μπορούσε να ενεργήσει.
Ο Ιφικράτης διακρίθηκε και ως διοικητής, τόσο του νέου σώματος των πελταστών που ο ίδιος δημιούργησε, όσο και κάθε σχηματισμού ή στρατεύματος που του ανατέθηκε. Η ταραχώδης και ασταθής εποχή στην οποία έζησε και έδρασε, απαιτούσε πλέον τον επαγγελματισμό στον στρατιωτικό τομέα και ο Ιφικράτης ανταποκρίθηκε στην ανάγκη αυτή με αναλόγου επιπέδου υπηρεσίες.
Από τους ιστορικούς, και κυρίως από τον βιογράφο του Κορνήλιο Νέπω, χαρακτηρίζεται ως ένας από τους ευφυέστερους στρατηγούς της εποχής του, από τους οποίους μάλιστα ούτε οι μεγαλύτεροι σε ηλικία δεν μπορούν να τον ξεπεράσουν. Είχε την ικανότητα να επιβάλλεται αλλά και να εμπνέει τους υφισταμένους του, ώστε τα στρατεύματά του να διακρίνονται από αυστηρή πειθαρχία και συνοχή. Τον σεβασμό των στρατιωτών του τον κέρδιζε και με το προσωπικό του παράδειγμα, καθώς ήταν ο ίδιος γενναίος, ριψοκίνδυνος και μοιραζόταν τις κακουχίες που ταλαιπωρούσαν τους άνδρες του. Προσιτός και αυστηρός, αναλόγως των περιστάσεων, δίκαιος σε ουσιώδη ζητήματα όπως η διανομή των λαφύρων, «εργασία εξίσου σπουδαία με τη μισθοδοσία για τους στρατούς της εποχής του».[7] Επίσης η ικανότητά του να κερδίζει τις μάχες με ελάχιστο κόστος τού εξασφάλιζε την εμπιστοσύνη των ανδρών του.
Επέβαλε συνεχή και εντατική εκγύμναση στους στρατιώτες του εκπαιδεύοντάς τους για την αντιμετώπιση διαφόρων περιπτώσεων (ενέδρες, αιφνιδιασμούς, επιθέσεις, τακτικές υποχωρήσεις κ.α.). Δεν επέτρεπε την αδράνεια, ακόμα και σε καιρό ειρήνης, πολλές φορές δε έβρισκε πρωτότυπους τρόπους για να το πετύχει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο πλους του αθηναϊκού στόλου προς την Κέρκυρα το 373 π.Χ.. Για να κερδίσει χρόνο αλλά και για να διατηρεί σε εγρήγορση και όσο το δυνατόν καλύτερη φυσική κατάσταση τα πληρώματα, οργάνωνε αγώνες ταχύτητας μεταξύ των πλοίων. Επίσης κατά τις απαραίτητες στάσεις για ανεφοδιασμό στην ξηρά, τα εφόδια δεν συγκεντρώνονταν ώστε να μοιραστούν δίκαια σε όλους, αλλά κάθε πλήρωμα είχε δικαίωμα να αρπάξει όσα ήθελε. Έτσι «βραβεύονταν» πάλι οι γρηγορότεροι. Με τον τρόπο αυτό ο στόλος κάλυψε την απόσταση μέχρι την Κέρκυρα κωπηλατώντας και σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα.
Συχνά εφάρμοζε ευφυή τεχνάσματα και στρατηγήματα για να παραπλανήσει και αιφνιδιάσει τους αντιπάλους και πάντα λάμβανε αυξημένα μέτρα για να μην βρεθεί προ απροόπτου ο ίδιος. Ωστόσο, όταν το έκρινε απαραίτητο, τα τεχνάσματα στόχευαν στους υφισταμένους του, ώστε να διαλυθεί τυχόν ηττοπάθεια και να διατηρηθεί ακμαίο το ηθικό. Σε μια περίπτωση που ο στρατός του υστερούσε αριθμητικά, φρόντισε να διαδοθούν στους άνδρες του φήμες περί δωροδοκίας εχθρικών τμημάτων, ώστε αυτά να αυτομολήσουν πριν την επικείμενη μάχη. Η υποτιθέμενη προδοσία όπλισε το στράτευμα του Ιφικράτη με περισσό θάρρος και πίστη στη νίκη. Έδινε μεγάλη βαρύτητα στην ψυχολογία των εμπλεκομένων, ματαιώνοντας κάποιες φορές τη σύγκρουση την τελευταία στιγμή, αν έβλεπε ότι δεν μπορούσε να αναστρέψει την ηττοπάθεια των δικών του ή την αισιοδοξία των αντιπάλων. Γενικά προσπαθούσε να εκβιάσει προς όφελός του το αποτέλεσμα της μάχης, χρησιμοποιώντας κάθε διαθέσιμο μέσο. Αυτό άλλωστε επίτασσε και η εποχή του. Οι συγκρούσεις στον ελλαδικό χώρο ήταν πλέον συνεχείς, με αποτέλεσμα η οικονομία δυνάμεων και πόρων να είναι κεφαλαιώδους σημασίας.
Ο Ιφικράτης υπήρξε από τους κορυφαίους και ευφυέστερους στρατιωτικούς της Αρχαίας Ελλάδας, με πολυετή δράση σε διάφορα μέτωπα της ανατολικής μεσογειακής λεκάνης. Συνέλαβε και εφήρμοσε ποικίλους νεωτερισμούς, συμβάλλοντας καταλυτικά στην εξέλιξη της ελληνικής πολεμικής τέχνης. Συχνά χαρακτηρίζεται ως ένας από τους τρεις μεγάλους στρατιωτικούς μεταρρυθμιστές του 4ου π.Χ. αι., ακολουθούμενος από τον Επαμεινώνδα και τον Φίλιππο Β΄ της Μακεδονίας. Πέραν όμως από το στρατιωτικό έργο, έχει να επιδείξει αξιόλογη δράση και στον πολιτικό τομέα. Για σημαντικό διάστημα κυριάρχησε στον πολιτικό στίβο της πατρίδας του, κατευθύνοντας την αθηναϊκή εξωτερική πολιτική. Μαζί με τους άλλους συμπατριώτες του στρατηγούς κατόρθωσαν να διατηρήσουν την επιρροή της Αθήνας στα ελληνικά πράγματα, παρά το γεγονός ότι η πάλαι θαλασσοκράτειρα πόλη της Παλλάδας είχε πλέον εισέλθει οριστικά σε τροχιά πολιτικής και οικονομικής παρακμής. Ο Αριστοτέλης του αποδίδει δύο ρητορικούς λόγους, τον «Προς Αρμόδιον» και «Υπέρ Ιφικράτους απολογία». Στους λόγους αυτούς, όπως και αλλού (Πολυαίνου) διακρίνεται η ρητορική δεινότητα και η ευστροφία του, αφού τα επιχειρήματα και οι απαντήσεις που προτάσσει σε αντιδίκους, πολιτικούς αντιπάλους ή συνομιλητές είναι συχνά ευφυείς και αποστομωτικές.
Παρόλα αυτά, ο Ιφικράτης διακρίθηκε κυρίως στο στρατιωτικό πεδίο, απ’ όπου και απέσπασε τη μεγάλη φήμη και υστεροφημία. Ανήκε στη γενιά αυτή των Ελλήνων στρατιωτικών, που ο πόλεμος αποτελούσε την κύρια ασχολία τους. Κατείχαν την τέχνη του πολέμου σε σχεδόν επαγγελματικό επίπεδο και εκεί παρουσίαζαν εφευρετικότητα και δυναμισμό. Δεν ήταν σπάνιο το φαινόμενο, αυτοί οι άνδρες να εγκαταλείπουν την πόλη τους όταν η επιρροή τους μειωνόταν, με σκοπό να προσφέρουν αλλού τις στρατιωτικές τους υπηρεσίες και να επανέρχονται όταν μπορούσαν να έχουν πρωταρχικό λόγο. Στον αντίποδα βρίσκονταν οι πολιτικοί που προσπαθούσαν να επηρεάζουν τις εξελίξεις και την πορεία του τόπου τους, αλλά απέφευγαν να αναλάβουν στρατιωτικά πόστα.[8]
Εν κατακλείδι, η προσωπικότητα και τα κατορθώματα του Ιφικράτους απέσπασαν το σεβασμό και την αναγνώριση τόσο των συγχρόνων του Αθηναίων όσο και μεταγενέστερων επιφανών ανδρών, Ελλήνων και μη.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.