έπος του Ομήρου From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Ιλιάδα (Ἰλιάς) είναι ένα από τα ομηρικά έπη, μαζί με την Οδύσσεια και σώζεται ολόκληρη στις μέρες μας. Η σύνθεσή της, που κατά την παράδοση έγινε από τον Όμηρο, τοποθετείται στον 8ο αιώνα π.Χ. και βασίζεται στην παράδοση προφορικής σύνθεσης και απαγγελίας ηρωικών ποιημάτων που είχε αναπτυχθεί τους προηγούμενους αιώνες. Το ποίημα, που περιγράφει κάποια γεγονότα του δέκατου και τελευταίου χρόνου της πολιορκίας της Τροίας (Ιλίου) από τους Αχαιούς (ή Αργείους ή Δαναούς στο έπος), είναι γραμμένο σε δακτυλικό (ή ηρωικό) εξάμετρο σε έντεχνη ποιητική γλώσσα και αποτελείται από 15.693 στίχους.
Συγγραφέας | Όμηρος |
---|---|
Τίτλος | Ἰλιάς |
Γλώσσα | Ομηρική γλώσσα αρχαία ελληνικά |
Ημερομηνία δημιουργίας | 8ος αιώνας π.Χ. |
Μορφή | ποίημα |
Σειρά | Επικός κύκλος |
Χαρακτήρες | Έκτορας, Ανδρομάχη, Έρις, Aphrodite, Apollo, Άρης, Artemis, Διώνη, Λητώ, Σκάμανδρος, Αθηνά, Ποσειδώνας, Ήρα, Ήφαιστος, Ερμής, Θέτις, Δίας, Παιώνας, Ίρις, Ήβη (μυθολογία), Μοίρες, Ύπνος, Αχιλλέας, Αγαμέμνονας, Αίας ο Λοκρός, Αίας ο Τελαμώνιος, Αστεροπαίος, Κάλχας, Κασσάνδρα, Δηίφοβος, Διομήδης, Δόλωνας, Εκάβη, Ελένη, Αινείας, Γλαύκος του Ιππολόχου, Μαχάων, Μενέλαος, Μυρμιδόνες, Νέστωρ, Πάνδαρος, Πάρις, Πάτροκλος, Πολυποίτης, Πρίαμος, Ρήσος, Σσρπηδών, Οδυσσέας, Εύδωρος, Αλκιμέδων, Μενέσθιος, Πείσανδρος και Ιππολοχος και Ακάμας |
LΤ ID | 5057 |
Προηγούμενο | Κύπρια Έπη |
Επόμενο | Αιθιοπίς και Τα μετά τον Όμηρο |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Διδάσκεται στη Β' τάξη του Γυμνασίου, ως αρχαίο κείμενο σε μετάφραση.
Τα γεγονότα του Τρωικού Πολέμου, που αφηγείται η Ιλιάδα, διαδραματίζονται στον δέκατο χρόνο του πολέμου και εκτυλίσσονται σε περίπου 51 ημέρες. Η όλη υπόθεση (οργή του Αχιλλέα) εξελίσσεται σε 51 ημέρες και τρεις νύχτες. Δεν ονομάζεται Ἀχιλληίς αλλά Ἰλιάς, από την πόλη Ἴλιον (Τροία), γύρω από την οποία εξελίσσεται.[2] Αρχή του ποιήματος είναι η μῆνις, η οργή του Αχιλλέα, μετά από διαφωνία με τον Αγαμέμνονα για τη διανομή των λαφύρων από τις μάχες, που οδηγεί στην αποχώρηση του Αχιλλέα από τις πολεμικές επιχειρήσεις. Στην Ιλιάδα περιλαμβάνονται τα γεγονότα που ακολουθούν την αποχώρηση του Αχιλλέα και οι επιτυχίες των Τρώων, η είσοδος του Πατρόκλου στον πόλεμο με τον οπλισμό του Αχιλλέα, ο θάνατος του Πατρόκλου, η επιστροφή του Αχιλλέα στη μάχη για εκδίκηση, ο θάνατος του Έκτορα και η βεβήλωσή του από τον Αχιλλέα. Τέλος, η παράδοση του νεκρού Έκτορα στους Τρώες. Τα επεισόδια που έχουν προηγηθεί στα δέκα χρόνια του πολέμου, καθώς και η προϊστορία του πολέμου, περιγράφονται στα Κύπρια έπη, ενώ τα γεγονότα μετά τον θάνατο του Έκτορα μέχρι και την άλωση της Τροίας περιέχονται στα επόμενα έργα του τρωικού κύκλου, Αἰθιοπίς, Μικρὰ Ἰλιάς, Ἰλίου Πέρσις.
Από τα κύρια χαρακτηριστικά της Ιλιάδας πρέπει ν' αναφερθεί η μεγάλη συμμετοχή των θεών στα δρώμενα με αποτέλεσμα το έπος να αποπνέει μεγάλη θρησκευτικότητα, αφού οι θεοί παρεμβαίνουν στις διαφωνίες των ισχυρών προσώπων. Ο Απόλλωνας υπακούοντας στον αδικημένο Χρύση και ο Δίας στον Αχιλλέα στέλνουν λοιμό στους Αχαιούς. Πρέπει και οι δύο να ικανοποιηθούν.
Οι ήρωες του έπους είναι αληθινοί άνθρωποι, αγαπούν την πατρίδα τους, είναι γενναίοι, έχουν υψηλό φρόνημα, είναι ευσεβείς, πολλές φορές είναι παρορμητικοί και κάποτε ιδιοτελείς και στο έπακρο φιλόδοξοι. Αγαπούν τους οικείους τους, αγαπούν επίσης τις τιμές και τον πλούτο και δεν αρνούνται τις τέρψεις και τις απολαύσεις της ζωής. Καθένας απ΄ αυτούς έχει τη δική του προσωπικότητα και κάποιοι ιδιαίτερο γνώρισμα, όπως συμβαίνει με τον Αχιλλέα, τον Οδυσσέα, τον Αγαμέμνονα ή τον Νέστορα. Σαφώς επίσης διαγράφονται από τον ποιητή και οι γυναικείες μορφές, όπως η Ελένη, η Εκάβη, η Ανδρομάχη.
Τα ομηρικά έπη είναι τα παλαιότερα διασωθέντα κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και ήδη στην αρχαία Ελλάδα θεωρούνταν τα σημαντικότερα έργα και χρησιμοποιούνταν στην εκπαίδευση. Ως κύριο θέμα των ραψωδών, η απαγγελία τους ήταν βασικό μέρος των Ελληνικών θρησκευτικών εορτών.[3] Μαζί με την Οδύσσεια, η Ιλιάδα είναι ένα από τα παλαιότερα έργα της δυτικής λογοτεχνίας σε γραπτή μορφή. Τα ομηρικά έπη αποτελούν έργα μεγάλης λογοτεχνικής δύναμης, αισθητικής ωριμότητας και ουμανιστικής έκφρασης, στοιχεία που άσκησαν τεράστια και διαχρονική επιρροή τόσο στον πνευματικό κόσμο όσο και στους απλούς ανθρώπους. Αποτέλεσαν το πολιτιστικό και εκπαιδευτικό θεμέλιο όλη την περίοδο της κλασικής αρχαιότητας και συνέχισαν να επιδρούν στη διαμόρφωση της λογοτεχνικής και της φιλοσοφικής σκέψης καθόλη τη διάρκεια της ιστορίας του Δυτικού πολιτισμού, κυρίως όμως την περίοδο της Αναγέννησης.[4]
Από τους Γραμματικούς της Αλεξάνδρειας, η Ιλιάδα διαιρέθηκε σε 24 ραψωδίες, σύμφωνα με το κεφαλαιογράμματο ελληνικό αλφάβητο (Α-Ω), ενώ οι ραψωδίες της Οδύσσειας αναφέρονται με πεζά (μικρά) γράμματα.
Η πρώτη ραψωδία χρησιμεύει ως εισαγωγή σε ολόκληρο το έπος, το οποίο αποτελείται από τρία μέρη. Το πρώτο μέρος αρχίζει από τη Β και φτάνει μέχρι τη Ι ραψωδία. Σε αυτό το τμήμα, στο οποίο έχουμε την αποχή του Αχιλλέα, οι Αχαιοί δίνουν μάχες με τους Τρώες, στις οποίες άλλοτε νικούν και άλλοτε νικιούνται, και στο τέλος κινδυνεύουν να καταστραφούν, γιατί οι Τρώες μπήκαν μέσα στο στρατόπεδο των Αχαιών. Με τη ραψωδία Ι έχουμε διακοπή της μάχης και παρακολουθούμε τους ρητορικούς λόγους της πρεσβείας, η οποία ικετεύει τον Αχιλλέα να μπει στη μάχη. Η ραψωδία Ι βρίσκεται μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου μέρους και αποτελεί δείγμα της τέχνης του Ομήρου, ο οποίος την παρενέβαλε σαν γέφυρα για το δεύτερο μέρος, το οποίο αρχίζει από τη ραψωδία Κ και τελειώνει στην Τ. Σ΄ αυτό το μέρος περιγράφονται οι μάχες που δίνουν οι Αχαιοί με τους Τρώες, και συνήθως νικιούνται, μέχρις ότου ο Έκτορας, αφού σκοτώσει τον Πάτροκλο, θ΄ απειλήσει το στρατόπεδο των Αχαιών. Ο θάνατος όμως του Πατρόκλου γίνεται η αιτία να ξαναγυρίσει ο Αχιλλέας στη μάχη. Στο τρίτο και τελευταίο μέρος της Ιλιάδας, το οποίο εξελίσσεται από τη ραψωδία Υ μέχρι το τέλος, με την ταφή (καύση) του Έκτορα.[5]
Ο Χρύσης, ο ιερέας του Απόλλωνα, φθάνει στον ναύσταθμο των Αχαιών, ικετεύοντας τον Αγαμέμνονα για την απελευθέρωση της αιχμάλωτης κόρης του Χρυσηίδας. Διωγμένος από τον αλαζονικό αρχηγό των Δαναών, ζητά από τον Απόλλωνα να στραφεί κατά των Ελλήνων. Όταν τότε ο θεός έστειλε λοιμό και χάθηκαν πολλοί, ο Αχιλλέας κάλεσε συνέλευση του στρατού.
Ο μάντης Κάλχας αποκαλύπτει την πραγματική αιτία του κακού και συμβουλεύει να εξευμενιστεί ο θεός με την απελευθέρωση της Χρυσηίδας. Ο Αγαμέμνονας, οργισμένος, παίρνει από τον Αχιλλέα τη Βρισηίδα, την κοπέλα που του είχε δώσει έπαθλο. Ο Αχιλλέας αντιδρά ανακοινώνοντας την αποχή του από τη μάχη. Η μητέρα του η Θέτιδα, μετά από παράκληση του γιου της, ανεβαίνει στον Όλυμπο και ζητά από τον Δία να βοηθήσει τους Τρώες να νικήσουν τους Αχαιούς. Η Ήρα, όταν το αντιλήφθηκε, φιλονίκησε με τον Δία ωσότου τους συμφιλίωσε ο Ήφαιστος ρίχνοντας κρασί στα ποτήρια τους.
Η Αθηνά σταλμένη από την Ήρα συμβουλεύει τον Αχιλλέα να σταματήσει τη διαμάχη, να πάρει το χέρι του από το σπαθί και να τον ντροπιάσει με τους λόγους του, όπως ακριβώς του αξίζει.[210-211]. Ο Αχιλλέας τον αποκαλεί τιποτένιο βασιλιά, επειδή εξουσιάζει τιποτένιους
«δημοβόρος βασιλεὺς ἐπεὶ οὐτιδανοῖσιν ἀνάσσεις» [A 231]
Ενώ οι άλλοι και οι άνθρωποι κοιμούνταν, ο Δίας σκεπτόμενος την ικεσία της Θέτιδας να δικαιώσει τον γιο του Πηλέα, στέλνει όνειρο στον Αγαμέμνονα· μ΄αυτό του ζητούσε να οδηγήσει σε μάχη όλους τους Αχαιούς και παράλληλα τον συμβούλευε να προτρέψει και τον Αχιλλέα να πολεμήσει. Ο Αγαμέμνονας, επειδή δεν κατάλαβε το όνειρο, το διηγήθηκε στους άρχοντες. Έπειτα συγκάλεσε συνέλευση όλων των Αχαιών με την υποψία μήπως ο Αχιλλέας, που ήταν αρχηγός πάρει με το μέρος του το στράτευμα και του επιτεθεί, προτρέποντάς τους να φύγουν στην πατρίδα. Τους συγκρατεί με πειστικά λόγια ο Οδυσσέας και μιλά με αυστηρότητα στους στρατιώτες. Παύει επίσης και την οργή του Θερσίτη, που με θράσος εναντιώθηκε στον βασιλιά και προτρέπει τους Αχαιούς να μείνουν και να καταλάβουν την Τροία. Ο Νέστορας δίνει στον στρατό τις ίδιες συμβουλές και ο Αγαμέμνονας, αφού θυσίασε στον Δία, συγκέντρωσε τους γέροντες και προέτρεψε όλους τους Έλληνες σε πόλεμο. Στη συνέχεια παρατίθεται κατάλογος των πλοίων και των αρχηγών των Αχαιών καθώς επίσης των Τρώων και των συμμάχων τους. (Β 1-877)
Αὐτὰρ Πυραίχμης ἄγε Παίονας ἀγκυλοτόξους/τηλόθεν ἐξ Ἀμυδῶνος ἀπ' Ἀξιοῦ εὐρὺ ῥέοντος/Ἀξιοῦ οὗ κάλλιστον ὕδωρ ἐπικίδναται αἶαν.(B 848-850)
Οι δύο στρατοί αποφασίζουν να κριθεί η έκβαση της μάχης σε μονομαχία μεταξύ Πάρη και Μενέλαου. Η Ελένη ανεβαίνει στα τείχη για να παρακολουθήσει τη μονομαχία, γοητεύοντας ακόμη και τους γέρους Τρώες με την ομορφιά της (αἰνῶς ἀθανάτηισι θεῆις εἰς ὦπα ἔοικεν – αληθινά μ’ αθάνατης θεάς μοιάζ’ η μορφή της - (Γ 158) και δείχνει στον Πρίαμο τους αρχηγούς των Αχαιών. Στη μονομαχία ο Μενέλαος τραυματίζει τον Πάρη κι ετοιμάζεται να τον εξοντώσει, αλλά η θεά Αφροδίτη επεμβαίνει και τον διασώζει.
Οι αντίπαλοι αποφασίζουν ανακωχή, αλλά η Ήρα επιζητώντας τον όλεθρο της Τροίας πείθει τον Δία που αμφιταλαντεύεται να συναινέσει στα σχέδιά της. Κι έτσι η Αθηνά μεταμορφωμένη σε Τρώα πολεμιστή πείθει τον Πάνδαρο να παραβιάσει την ανακωχή τοξεύοντας τον Μενέλαο που τραυματίζεται αλλά θεραπεύεται από τον Μαχάοντα. Οι Τρώες επιτίθενται, ο Αγαμέμνων συνεγείρει τους Αχαιούς και η μάχη γενικεύεται. Οι θεοί οδηγούν τους πολεμιστές (Δ 439) «ὄρσε δὲ τοὺς μὲν Ἄρης, τοὺς δὲ γλαυκῶπις Ἀθήνη» (Ξεσήκωσε τους Τρώες ο Άρης, ενώ τους Αχαιούς η Αθηνά με τα σπινθηροβόλα μάτια).
Η Αθηνά απομακρύνει τον Άρη από τη μάχη που συνεχίζεται και οι Αχαιοί εξολοθρεύουν τους Τρώες. Ο Διομήδης διακρίνεται εξαιρετικά, σφάζει πλήθος Τρώων κ’ είναι έτοιμος να σκοτώσει και τον Αινεία, που όμως σώζεται με παρέμβαση της μητέρας του Αφροδίτης. Αλλά ο Διομήδης ακολουθώντας τις συμβουλές της Αθηνάς, τραυματίζει και τη θεά. Ο Άρης βοηθά τους Τρώες, η Ήρα ενθαρρύνει τους Αχαιούς (αἰδὼς Ἀργεῖοι – Ε 787), και ο Διομήδης πληγώνει και τον Άρη με υπόδειξη και βοήθεια της Αθηνάς.
Όταν οι θεοί απομακρύνθηκαν από τη μάχη, οι Αχαιοί σκότωσαν πολλούς Τρώες. Με συμβολή του μάντη Έλενου, ο Έκτορας πηγαίνει στην πόλη και παρακαλεί τη μητέρα του Εκάβη να προσευχηθεί στην Αθηνά και να υποσχεθεί στη θεά θυσία δώδεκα βοδιών, ώστε ν΄απομακρύνει τον Διομήδη από τη μάχη. Ενώ βρίσκονταν στο πεδίο της μάχης, ο Γλαύκος και ο Διομήδης θυμήθηκαν την πατρική φιλία και αντάλλαξαν τα όπλα τους. Ο Έκτορας, αφού συνομίλησε με τη μητέρα του και τον άντρα τής Ανδρομάχης, ξεκίνησε με τον αδελφό του Πάρη για το πεδίο της μάχης.
Κι όταν προχωρώντας ο ένας ενάντια στον άλλο, πλησίασαν, πρώτος μίλησε ο βροντόφωνος Διομήδης και είπε : «Ποιος από τους θνητούς ανθρώπους είσαι συ, γενναίε μου; Γιατί δεν σε είδα ποτέ μέσα στη μάχη που δοξάζει τους άντρες πιο πριν, τώρα όμως προχώρησες πολύ πιο μπροστά απ΄όλους τους άλλους με το θάρρος σου, εσύ που βάσταξες να μείνεις μπροστά στο δικό μου μακροήσκιωτο κοντάρι· μόνο των δυστυχισμένων τα παιδιά αντικρίζουν την ορμή μου. Αν όμως κάποιος αθάνατος έχει έρθει από τον ουρανό, εγώ δεν θα πολεμούσα με επουράνιους θεούς· γιατί ούτε και ο γιος του Δρύαντα, ο δυνατός Λυκούργος, που μάλωνε με τους θεούς, έζησε πολύ».
Σ΄αυτόν απάντησε ο λαμπρός γιος του Ιππόλοχου «Γενναίε γιε του Τυδέα, τι τη ρωτάς τη γενιά μου;».
Τυδεΐδη μεγάθυμε τί ἢ γενεὴν ἐρεείνεις; -Γενναίε γιε του Τυδέα, τι τη ρωτάς τη γενειά μου; «Όπως είναι των φύλλων η γενιά, έτσι είναι και των ανθρώπων. Τα φύλλα, άλλα τα ρίχνει ο άνεμος χάμω στη γη κι άλλα βγάζει το ολόχλωρο δάσος, σαν έρθει η εποχή της άνοιξης, Έτσι και των ανθρώπων η γενειά, η μια φυτρώνει και η άλλη τελειώνει». |
—Ιλιάδα Ζ 146-149 |
Αν όμως θέλεις να μάθεις τη δική μας γενιά, γιατί πολλοί άνθρωποι την ξέρουν: Σε μια γωνιά της Πελοποννήσου, που θρέφει άλογα, βρίσκεται μια πολιτεία, η Εφύρα, όπου ζούσε ο Σίσυφος, που στάθηκε ο πιο πονηρός απ΄όλους τους ανθρώπους, ο γιος του Αιόλου. Αυτός λοιπόν γέννησε ένα γιο τον Γλαύκο και ο Γλαύκος γέννησε τον Βελλερεφόντη, που ήταν χωρίς ψεγάδι...Έτσι μίλησε και ο βροντόφωνος Διομήδης χάρηκε· έμπηξε το κοντάρι του στη γη που θρέφει πολλούς και με πρόσχαρα λόγια μίλησε στον κυβερνήτη του στρατού: «Αληθινά, μου είσαι παλιός πατρικός φίλος· γιατί ο θείος Οινέας φιλοξένησε κάποτε στο μέγαρό του τον αψεγάδιαστο Βελλερεφόντη, κρατώντας τον είκοσι μέρες κοντά του· κι έδωσαν ο ένας στον άλλο όμορφα δώρα αγάπης· ο Οινέας έδωσε ένα ζωστήρα που άστραφτε από την πορφύρα, ο Βελλεροφόντης πάλι μια χρυσή κούπα δίγουβη (αμφικύπελλον)· φεύγοντας εγώ για εδώ την άφησα στο σπίτι μου» [Ζ 150-155] και [Z 213-221.]
Όταν τα είπαν αυτά πήδηξαν από τα άρματα και εσφιξαν τα χέρια ο ένας του άλλου και έδωσαν τον λόγο τους πως θα μείνουν φίλοι. Τη στιγμή τούτη ο Δίας, ο γιος του Κρόνου, πήρε τα μυαλά του Γλαύκου, που άλλαξε τα όπλα του με τον Διομήδη, τον γιο του Τυδέα, χρυσά με χάλκινα, αξίας εκατό βοδιών (ἑκατόμβοι) με αξίας εννέα βοδιών (ἐννεαβοίων).Ιλιάδα (Ζ 236)
Έτσι λοιπόν αφού μίλησε, έφυγε ο ορμητικός Έκτορας· αμέσως δε έπειτα έφτασε στο καλοκτισμένο ανάκτορό του, αλλά δεν βρήκε τη λευκόχειρη (λευκώλενον) Ανδρομάχη, αλλά αυτή μαζί με το παιδί της και την καλλίπεπλη υπηρέτρια είχε σταθεί επάνω στο πύργο με θρήνος και κλάματα. Όταν δε ο Έκτορας δεν βρήκε μέσα στο σπίτι την άψογη σύζυγό του, ήρθε και στάθηκε στο κατώφλι και ρώτησε τις δούλες μήπως πήγε σε καμιά κουνιάδα της ή καλοντυμένη συννυφάδα της ή μήπως είχε πάει στον ναό της Αθηνάς, όπου και άλλες καλλιπλόκαμες Τρωάδες ζητούν να εξιλεώσουν τη φοβερή Αθηνά.
Προς αυτό δε απάντησε η πρόθυμη οικονόμος:
«Έκτορα, επειδή έντονα με προστάζεις να πω την αλήθεια ούτε κάπου σε καμιά κουνάδια της ούτε σε καμιά καλοντυμένη συννυφάδα της ούτε για τον ναό της Αθηνάς βγήκε, όπου άλλες καλλίκομες Τρωάδες ζητούν να εξιλεώσουν τη φοβερή θεά, αλλά πήγε στον ψηλό πύργο του Ιλίου, γιατί άκουσε ότι οι Τρώες δεινοπαθούν και ότι η υπεροχή των Αχαιών είναι μεγάλη. Αυτή μεν έχει φτάσει πια στο τείχος τρεχάτη σαν τρελή· μαζί της δε η παραμάνα (τιθήνη ) κρατεί το παιδί». [Z 389].
Όταν ο Έκτορας έφτασε στις Σκαιές πύλες τότε τρεχάτη τον συνάντησε η γυναίκα του Ανδρομάχη με τα πολλά χαρίσματα, η κόρη του Ηετίωνα χύνοντας δάκρυα του έσφιξε το χέρι θερμά και του είπε: (Z 407) «Ευλογημένε (διαμόνιε), η ορμή σου θα σε καταστρέψει και δεν λυπάσαι το ανήλικο τέκνο σου και μένα την άμοιρη (ἄμμορον) που σύντομα χήρα (χήρη) σου θα γίνω· γιατί γρήγορα οι Αχαιοί θα σε σκοτώσουν ορμώντας όλοι επάνω σου· για μένα δε θα ήταν προτιμότερο, εάν σε στερηθώ, να χωθώ στη γη· γιατί πια δεν έχω άλλα παρηγοριά, όταν συ βέβαια πεθάνεις, αλλά βάσανα· ούτε υπάρχει ο πατέρα μου και η σεβαστή μου μητέρα».
Αλήθεια κι εγώ, απάντησε ο Έκτορας, για όλα αυτά φροντίζω, αλλά πάρα πολύ ντρέπομαι τους Τρώες και τις χαριτωμένες Τρωάδες, αν φεύγω σαν δειλός μακριά από τον πόλεμο, ούτε ο χαρακτήρας μου το επιτρέπει, γιατί έμαθα να είμαι γενναίος πάντοτε και να πολεμώ μαζί με τους Τρώες στην πρώτη γραμμή, προσπαθώντας να διαφυλάξω τη μεγάλη δόξα του πατέρα μου και μένα του ίδιου [Z 441-446].
Εγώ με την καρδιά μου και την ψυχή μου αυτό το ξέρω καλά· θα έρθει δηλαδή ημέρα (ἔσσεται ἦμαρ) [Z 448], όταν κάποτε η ιερή Τροία θα έχει χαθεί και ο Πρίαμος και ο λαός του πολεμιστή Πριάμου. Αλλά δεν αισθάνομαι τόσο λύπη για τους Τρώες στο μέλλον ούτε γι΄αυτή την Εκάβη ούτε για τον βασιλιά Πρίαμο ούτε για τους αδελφούς μου, που πολλοί και γενναίοι μπορεί να πέσουν στο χώμα από άντρες εχθρούς όσο για σένα, όταν κάποιος από τους χαλκοθώρακες Αχαιούς κλαμένη θα σε πάρει μαζί του, αφού σου αφαιρέσει την ελεύθερη ημέρα, και, στο Άργος αφού θα είσαι, θα υφαίνεις στον αργαλειό κάτω από τις διαταγές άλλης και ίσως θα μεταφέρεις νερό από τη Μεσσηίδα ή την Υπερία χωρίς καθόλου να το θέλεις, γιατί θα σε πιέζει σκληρή ανάγκη· και κάποτε όταν κανένας σε δει να χύνει δάκρυα θα πει· «αυτή είναι γυναίκα του Έκτορα», που ήταν πρώτος στη μάχη από τους ιπποδαμαστές Τρώες, όταν πολεμούσαν γύρω από την Τροία.Ιλιάδα [Z 441-446].
Ο Έκτωρ επιστρέφει στη μάχη και τώρα υπερισχύουν οι Τρώες, η Αθηνά ξεκινά να βοηθήσει τους Αχαιούς αλλά ο Απόλλωνας τη σταματά και συμφωνούν να εμπνεύσουν την ιδέα μιας νέας μονομαχίας στον Έκτορα. Εννέα Αχαιοί αρχηγοί δέχονται την πρόταση και κληρώνεται ο Αίας ο Τελαμώνιος. Η πάλη διαρκεί μέχρι τη νύχτα χωρίς αποτέλεσμα και οι δύο ήρωες αποτραβιούνται στα στρατόπεδά τους έχοντας ανταλλάξει δώρα. Οι Τρώες κάνουν προτάσεις ειρήνης που απορρίπτονται. Ο Αγαμέμνονας συγκατατίθεται απλώς σε εκεχειρία για την ταφή των νεκρών και οι Αχαιοί ενισχύουν την περιτείχιση του στρατοπέδου τους.
Η ραψωδία αυτή επιγράφεται έτσι γιατί η περιγραφή της μάχης ήταν κολοβή, συντομευμένη, επειδή ο Όμηρος, κατά τον σχολιαστή της Ιλιάδος, «συντέμνει την διήγησιν, συναχθόμενος τοις Αχαιοίς». Ο Δίας απαγορεύει στους θεούς την ανάμιξη στον πόλεμο και ο ίδιος ευνοεί τους Τρώες που πιέζουν έντονα τους Αχαιούς. Η Ήρα και η Αθηνά διαμαρτύρονται και ο Δίας απαντά ότι ενεργεί έτσι για να εξαναγκαστεί να επιστρέψει στη μάχη ο Αχιλλέας. Η νύχτα έρχεται λυτρωτικά για τους Αχαιούς, ενώ οι Τρώες διανυκτερεύουν εκτός των τειχών.
Απογοητευμένος από τις επιτυχίες των Τρώων, ο Αγαμέμνων συγκαλεί συνέλευση των βασιλέων και προτείνει λύση της πολιορκίας. Ο Διομήδης εναντιώνεται και ο Νέστορας προτείνει κατευνασμό του Αχιλλέα. Ο Αγαμέμνων κάνει αυτοκριτική και δέχεται να δώσει πίσω τη Βρισηίδα -ανέγγιχτη ακόμη κατά τα λεγόμενά του- και πολλά άλλα πλούσια δώρα, χρυσάφι, άλογα και γυναίκες. Ο παιδαγωγός του Αχιλλέα Φοίνικας, ο Οδυσσέας και ο Αίας ο Τελαμώνιος εμφανίζονται στη σκηνή του Αχιλλέα για να μεσιτεύσουν, αλλ' αυτός μένει αμετάπειστος. Το μόνο που κατορθώνει ο Αίας με τα λόγια του είναι ν’ αποσπάσει την υπόσχεση του Αχιλλέα ότι θα πολεμήσει όταν ο Έκτορας κάψει τα πλοία των Αχαιών και φέρει τους Τρώες ως τη σκηνή του.
Αγαμέμνων και Μενέλαος κάνουν νυκτερινή επιθεώρηση του στρατοπέδου. Ο Νέστορας προτείνει να κατασκοπεύσουν οι Αχαιοί το στρατόπεδο των Τρώων και ξεκινούν ο Οδυσσέας και ο Διομήδης. Κατάσκοπο όμως είχε στείλει κι ο Έκτορας, τον Δόλωνα, που πέφτει στα χέρια των δύο Αχαιών. Τον ανακρίνουν και τον σκοτώνουν. Ύστερα, εκμεταλλευόμενοι τις πληροφορίες του Δόλωνα, επιπίπτουν στη στρατοπεδία του Ρήσου, βασιλιά των Θρακών και συμμάχου των Τρώων, σφάζουν τους άντρες του και τον ίδιο κι αρπάζουν τα περίφημα λευκά του άλογα –με τη βοήθεια πάντα της Αθηνάς.
Η ραψωδία Λ αρχίζει με νέες μάχες. Αν και αρχικά διακρίνεται ο Αγαμέμνονας και απωθεί τους Τρώες μέχρι τα τείχη τους, οι θεοί ενθαρρύνουν τον Έκτορα και, καθώς στη συνέχεια τραυματίζονται πολλοί αρχηγοί των Αχαιών (Αγαμέμνονας, Διομήδης, ο γιατρός Μαχάονας), οι Τρώες προχωρούν και τους πιέζουν. Ο Νέστορας συμβουλεύει τον Πάτροκλο να ζητήσει από τον Αχιλλέα να του δανείσει την πανοπλία του για να συγκρατήσει τους Τρώες και ν’ ανακουφίσει τους Έλληνες (αἴ κέν τι φόως Δαναοῖσι γένηαι - Λ 797).
Αφού κατέβηκαν οι Τρώες από τους ίππους, περνούν την τάφρο, παρ΄ ότι τους φάνηκε απαίσιος οιωνός. Ο οιωνοσκόπος Πολυδάμας συμβουλεύει τον Έκτορα να μη προχωρήσουν άλλο, αλλ' αυτός απαντά «εἷς οἰωνὸς ἄριστος ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης» [Μ 243] και αφού διαιρέθηκαν σε πέντε ομάδες, προσβάλλουν το τείχος των Ελλήνων, όπου ο Σαρπηδόνας καταστρέφει την έπαλξη, ο δε Έκτορας, αφού χτύπησε με λίθο τις πύλες, επιτέθηκε εναντίον των πλοίων κι όλοι οι Τρώες μαζί μ΄αυτόν.
Ο Δίας, ευνοώντας τους Τρώες για να δοξάσει τελικά τον Αχιλλέα, και βέβαιος ότι κανείς θεός δεν θα τολμούσε ν’ αγνοήσει τη διαταγή του περί μη επέμβασης, έστρεψε αλλού την προσοχή του. Τότε ο Ποσειδών παίρνει τη μορφή του Κάλχαντα και ενθαρρύνει τους Αχαιούς. Παρ’ όλα αυτά οι Τρώες περνούν το τείχος και εισβάλλουν στο στρατόπεδο απειλώντας τα πλοία.
Σε πρόχειρη σύσκεψη των τραυματισμένων αρχηγών ο Αγαμέμνων προτείνει πάλι λύση της πολιορκίας. Οι Οδυσσέας και Διομήδης διαφωνούν κι ο Ποσειδώνας εξακολουθεί να ενθαρρύνει τους Αχαιούς, παρά την απαγόρευση του Δία. Για να κάνει αποτελεσματικότερη την παρέμβαση του Ποσειδώνα, η Ήρα εξαπατά την Αφροδίτη, της παίρνει τη ζώνη με τα ερωτικά φίλτρα (φιλότητα καὶ ἵμερον [Ξ 198] και προκαλεί τον πόθο του Δία. Μετά την περίπτυξη ο Δίας κοιμάται βαθιά, γιατί η Ήρα είχε δωροδοκήσει τον Ύπνο. Ο Αίας τραυματίζει τον Έκτορα και η επίθεση των Τρώων αποκρούεται.
Ο Δίας αφού σηκώθηκε (εγερθείς), επειδή είδε (θεασάμενος) τους Τρώες να νικιούνται, καταφέρεται (επιπλήσει) κατά της Ήρας και στέλνει την ανεμοπόδαρη γρήγορη Ίριδα (ποδήνεμος ὠκέα Ἶρις) [Ο 168] στον Ποσειδώνα, διατάζοντάς τον να απομακρυνθεί από τον πόλεμο. Τον Απόλλωνα δε, να εμψυχώσει τον Έκτορα, ο οποίος, αφού παρέλαβε την αιγίδα, τρέπει τους Έλληνες σε φυγή, ο οποίοι όταν έφτασαν στα πλαίσια καταδιωκόμενοι, ο Αίας ο Τελαμώνιος πολλούς σκοτώνει από τους εχθρούς, απ΄αυτούς που έριχναν φωτιά στα πλοία [Ο 1 -746].
Ο Πάτροκλος χύνοντας πικρά δάκρυα ζητά από τον Αχιλλέα να του δώσει τα όπλα του για να νομίσουν οι Τρώες ότι ξαναμπήκε στον πόλεμο. Ο Αχιλλέας δέχεται και δίνει τα όπλα με τη ρητή εντολή στον Πάτροκλο, να σώσει τα πλοία από τη φωτιά και να μη περάσει τον περίβολο του στρατοπέδου των Αχαιών. Ο Πάτροκλος μπήκε στη μάχη όταν ο Αίας κατέρρεε πια και κάποια πλοία είχαν αρχίσει να καίγονται. Οι Τρώες τρέπονται σε φυγή, ο Πάτροκλος ανδραγαθεί, αλλά ξεχνά την εντολή του Αχιλλέα και βγαίνει στην πεδιάδα. Ο Απόλλων φανερώνει στον Έκτορα ότι κάτω από την πανοπλία του Αχιλλέα είναι ο Πάτροκλος και τον βοηθά να τον σκοτώσει.
Πραγματοποιείται μάχη για το σώμα του Πάτροκλου στην οποία διακρίνεται ο Μενέλαος. Τελικά ο Αίας καταφέρνει να αποσπάσει τον νεκρό από τους Τρώες, αλλά ο Έκτορας κρατά τον οπλισμό του Αχιλλέα. Φορώντας τον πλέον, επιχειρεί ξανά να πάρει το σώμα του Πατρόκλου. Οι Αργείτες εναλλάσσονται στη μάχη με τους Τρώες, πότε έχουν οι πρώτοι το προβάδισμα και πότε οι δεύτεροι. Όταν πια είναι φανερό ότι ο Δίας έχει δώσει τη μάχη στους Τρώες, ο Μενέλαος μαζί με τον Μυρώνη καταφέρνουν να αποσπάσουν το σώμα του Πατρόκλου, το μεταφέρουν στους ώμους τους και τρέχουν. Προκαλούν τον θυμό όλου του στρατού των Τρώων.
Ίσως, φίλε μου (Κέλσε), να μη φανώ φορτικός παραθέτοντας ένα ακόμη εδάφιο από τον ποιητή, από εκείνα που αφορούν έργα ανθρώπων και τούτο για να καταλάβεις ότι αυτός συνήθως συμβαδίζει με τις ηρωικές αφηγήσεις του. Ομίχλη ξαφνικά και νύχτα αδιάβατη στο ποίημά του εμποδίζει τους Έλληνες μαχητές· τότε λοιπόν, ο Αίας μη ξέροντας τι να κάνει: «ποίησον δ' αἴθρην, δὸς δ' ὀφθαλμοῖσιν ἰδέσθαι·ἐν δὲ φάει καὶ ὄλεσσον, ἐπεί νύ τοι εὔαδεν οὕτως».(Ρ 645-647)
Δία πατέρα λέει, σώσε απ΄την ομίχλη τους γιούς
των Αχαιών,
κάνε αιθρία κι άφησέ μας να δούμε με τα μάτια μας·
και σ΄ αιθρία μέσα να μας καταστρέψεις.Πάθος αντάξιο του Αίαντα, στ' αλήθεια, γιατί δεν προσεύχεται να ζήσει (τέτοιο αίτημα θα ήταν κατώτερο του ήρωα), αλλά επειδή μέσα στην απραξία του σκοταδιού δεν μπορεί να διοχετεύσει την ανδρεία του σε καμιά ευγενή πράξη και γι΄αυτό αγανακτεί που μένει άπραγος για τη μάχη και παρακαλεί να έρθει το φως το συντομότερο, ώστε οπωσδήποτε να βρει θάνατο αντάξιο της ανδρείας του, έστω κι αν αντίπαλός του είναι ο Δίας.
Όταν ο Αχιλλέας έμαθε τον θάνατο του Πατρόκλου κλαίει· αφού βγήκε η Θέτιδα από τη θάλασσα, τον παρηγορεί και τον συμβουλεύει να απομακρυνθεί από τον πόλεμο, μέχρις ότου του φέρει όπλα από τον Ήφαιστο· με παρακίνηση όμως της Ήρας, άοπλος πλησίασε την τάφρο και παρουσιάζεται στους εχθρούς και, επειδή τον φοβήθηκαν, τρέπονται σε φυγή· και κατά τη φυγή πολλοί σκοτώνονται. Το δε σώμα του Πατρόκλου αφού διέσωσαν οι Μυρμιδόνες, το πλένουν. Ο Ήφαιστος δε για τον Αχιλλέα κατασκευάζει πανοπλία. Οι Τρώες εν τω μεταξύ έχουν εντείνει τις προσπάθειές τους για να πάρουν τον νεκρό κι ο Αχιλλέας, ειδοποιημένος από την Ήρα και σκεπασμένος με την εκτυφλωτική αιγίδα της Αθηνάς, προβάλλει στην τάφρο. Κραύγασε τρεις φορές και οι Τρώες πανικόβλητοι υποχώρησαν.[7] Η ραψωδία ολοκληρώνεται με την εκτενή περιγραφή της ασπίδας του Αχιλλέα που κατασκεύασε ο Ήφαιστος.
Έτσι αφού είπε πήγε στα φυσερά που τα έστρεψε στη φωτιά και τα τα διέταξε να εργάζονται· τα δε φυσερά, είκοσι συνολικά, φυσούσαν στα χωνευτήρια, αφού έβγαζαν κάθε είδους πνοή που φυσούσε ωραία, ώστε άλλοτε μεν, όταν αυτός έσπευδε, να είναι πρόχειρα σ΄ αυτόν, άλλοτε δε πάλι όπως ο Ήφαιστος ήθελε, και συμπληρωνόταν το έργο. Τοποθέτησε δε μέσα στη φωτιά σκληρό χαλκό και κασσίτερο και πολύτιμο χρυσάφι και ασήμι· έπειτα δε τοποθέτησε στον ακμοθέτη μεγάλο αμόνι, πήρε δε στο χέρι του μεγάλο σφυρί και με το άλλο χέρι έπιασε την πυράγρα [Σ 468-477]..
Και πρώτα πρώτα κατασκεύασε μεγάλη και γερή ασπίδα
τοποθέτησε δε γύρω στεφάνι λαμπρό τρίδιπλο, γυαλιστερό,
από την ασπίδα δε κρέμασε αργυρό τελαμώνα·
Σ 483-617 πέντε δ' ἄρ' αὐτοῦ ἔσαν σάκεος (πτυχές)] πάνω δε σ΄αυτή
χάραξε πολλά τεχνικά ανάγλυφα με τον καλλιτεχνικό του νου...
Ο Αχιλλέας παραλαμβάνει τα νέα όπλα του και συγκαλεί συνέλευση των Αχαιών. Συμφιλιώνεται με τον Αγαμέμνονα, αφού και οι δύο παραδέχονται ότι οδηγήθηκαν σε σύγκρουση από θεϊκές παρεμβάσεις και επιστρέφεται η Βρισηίδα, την οποία ο Αγαμέμνονας ορκίζεται ότι δεν είχε αγγίξει. Μετά τη συνέλευση ξαναρχίζει και γενικεύεται ο θρήνος για τον Πάτροκλο. Τέλος ο Αχιλλέας φορά την καινούρια πανοπλία του και ανεβαίνει στο άρμα. Ένα από τα άλογα του προλέγει ότι θα σκοτωθεί από θεό και από άνθρωπο (μόρσιμόν ἐστι θεῶι τε καὶ ἀνέρι ἶφι δαμῆναι - Τ 417).
Ο Αχιλλέας οδηγεί τους Αχαιούς στη μάχη, στην οποία ο Δίας επιτρέπει να πάρουν μέρος και οι θεοί. Ήρα, Αθηνά, Ποσειδώνας, Ερμής και Ήφαιστος έσπευσαν στα στρατόπεδο των Αχαιών ενώ Άρης, Αφροδίτη, Απόλλων και Άρτεμις τάχθηκαν στο πλευρό των Τρώων. Ο Αχιλλέας μονομαχεί με τον Αινεία, τον οποίο σώζει ο Ποσειδώνας για να μη θυμώσει ο Δίας. Στη συνέχεια ο Αχιλλέας σκορπά τον όλεθρο στους Τρώες και βρίσκεται αντιμέτωπος με τον Έκτορα. Αλλά η Αθηνά και ο Απόλλων αποτρέπουν ένα μοιραίο αποτέλεσμα της μονομαχίας.
Ο Αχιλλέας εξακολουθεί να εξολοθρεύει τους Τρώες και πολεμά και με τον ποτάμιο θεό Σκάμανδρο που το ρεύμα του είχε γεμίσει με σώματα ζωντανών και νεκρών Τρώων. Σώζεται χάρη στην παρέμβαση του Ποσειδώνα και της Αθηνάς στην αρχή και στη συνέχεια από την Ήρα και τον Ήφαιστο που συγκρούονται στη συνέχεια μεταξύ τους. Η Αθηνά τραυματίζει τον Άρη και χτυπά την Αφροδίτη που ήρθε να τον βοηθήσει και η Ήρα δέρνει την Άρτεμη. Τελικά οι Τρώες, καταδιωκόμενοι από τον Αχιλλέα, κλείνονται στα τείχη.
Ενώ οι υπόλοιποι Τρώες αναχώρησαν για την Τροία, μόνος ο Έκτορας μένει έξω· αν και τον παρακαλούν οι γονείς του να μπει στην πόλη, αρνείται· κι αυτός μεν, αφού ήρθε εναντίον τρεις φορές καταδιώκεται γύρω από τα τείχη, ο Δίας δε αμφιταλαντεύει τη μοίρα και των δυο· και η μεν μοίρα του Έκτορα προχωρεί στη γη, η δε του Αχιλλέα φέρεται άνω· κι έτσι ο Δίας διατάζει τον Απόλλωνα να αποχωρήσει από τη μάχη· κι αυτός μεν υποχωρεί, η δε Αθηνά, αφού εξομοιώθηκε με τον Δηίφοβο, τον γιο του Πριάμου, παρακινεί τον Έκτορα να αντιταχθεί στον Αχιλλέα· αυτός δε, αφού πείστηκε, αντιπαρατάσσεται και σκοτώνεται, αφού δέθηκε δε κάτω από το άρμα του Αχιλλέα, σέρνεται στο στρατόπεδο των Αχαιών.[1-515]. Έτσι το κεφάλι αυτού ολόκληρο ήταν σκονισμένο· η μητέρα του δε, όπως ήταν επόμενο, ξερίζωσε τις τρίχες από τα μαλλιά της, πέταξε δε μακριά το ωραίο μαντήλι (καλύπτρην), αναλύθηκε δε σε θρήνους πολύ μεγάλους, όταν είδε τον γιο της, πολύ δε θλιβερά θρήνησε ο πατέρας του, γύρω δε οι άλλοι κατέχονταν από θρήνους και οιμωγές στην πόλη [Χ 405-409]. Μεταξύ δε των Τρωάδων η Εκάβη έκανε την αρχή γοερού θρήνου.
«Παιδί, εγώ η άθλια γιατί λοιπόν να ζήσω αφού με το δικό σου θάνατο έπαθα φοβέρα; Εσύ που νύχτα και μέρα ήσουνα καύχημα για μένα στην πόλη και ωφέλεια σε όλους, στους Τρώες και στις Τρωάδες που σαν θεό σε χαιρετούσαν· γιατί βέβαια και ήσουνα γι΄αυτούς πολύ μεγάλη δόξα και όταν ζούσες· τώρα όμως σ΄ έχει καταλάβει ο θάνατος και η μοίρα» [Χ 431-436].
Ο Αχιλλέας επιστρέφει στο στρατόπεδο με τον νεκρό του Έκτορα. Ο Πάτροκλος, που το σώμα του είχε φροντίσει η Θέτις να διατηρηθεί ανέπαφο, εμφανίζεται στον ύπνο του Αχιλλέα και ζητά να τον θάψουν επί τέλους γιατί δεν μπορεί να μπει στον Άδη. Και προμαντεύει κι αυτός τον θάνατο του Αχιλλέα κάτω από τα τείχη της Τροίας. Ύστερα το σώμα του Πατρόκλου αποτεφρώνεται και ακολουθούν επιτάφιοι αγώνες εις μνήμην του, με πλούσια βραβεία που αθλοθέτησε ο Αχιλλέας.
Ο Δίας ενδιαφερόμενος για τον Έκτορα, στέλνει τη Θέτιδα στον Αχιλλέα, για ν΄ αποδώσει το σώμα του ήρωα. Την Ίριδα δε προς τον Πρίαμο στέλνει για να προσφέρει λύτρα στον Αχιλλέα και να παραλάβει το σώμα του νεκρού παιδιού του. Αυτός δε, αφού οδηγήθηκε από τον Ερμή, ο οποίος αποκοίμησε τους φύλακες, φτάνει κοντά στον Αχιλλέα παρακαλώντας τον με τα παρακάτω λόγια:
«Θυμήσου τον πατέρα σου, όμοιε με τους θεούς, Αχιλλέα, που είναι τόσο γέρος όπως ακριβώς εγώ, στο καταραμένο σκαλοπάτι των γερατιών. Και αλήθεια και εκείνον οι γύρω κάτοικοι που τον περιστοιχίζουν τον βασανίζουν και δεν υπάρχει κανένας για να απομακρύνει το κακό και τον όλεθρο. Αλλά εκείνος τουλάχιστον ακούγοντας πως αυτός είναι ζωντανός και χαίρεται στην ψυχή του και ελπίζει μέρα με τη μέρα ότι θα δει τον γιο του τον αγαπητό να γυρίζει πίσω από την Τροία».[Ω 485-492].
Με τις ικεσίες του παραλαμβάνει τον γιο του, και, αφού τον μετέφερε στην πόλη, τον θάπτει και στη μνήμη του παραθέτει δείπνο.[Ω 1-804]. Ακολουθούν δώδεκα ημέρες θρήνων και προετοιμασιών και τέλος γίνεται η καύση και η ταφή του Έκτορα. Η Ιλιάδα τελειώνει με τον στίχο: ὣς οἵ γ᾽ ἀμφίεπον τάφον Ἕκτορος ἱπποδάμοιο (έτσι έκαναν αυτοί την ταφή του ιπποδαμαστή Έκτορα).
Αρχαίο κείμενο | Μετάφραση |
---|---|
μήτηρ γάρ τέ μέ φησι θεὰ Θέτις ἀργυρόπεζα |
Γιατί η μητέρα, η θεά Θέτιδα με τα κάτασπρα πόδια |
ἔνθα δέ μοι μάλα πολλὸν ἐπέσσυτο θυμὸς ἀγήνωρ
γήμαντα μνηστὴν ἄλοχον ἐϊκυῖαν ἄκοιτιν
κτήμασι τέρπεσθαι τὰ γέρων ἐκτήσατο Πηλεύς·
οὐ γὰρ ἐμοὶ ψυχῆς ἀντάξιον οὐδ' ὅσα φασὶν
Ἴλιον ἐκτῆσθαι εὖ ναιόμενον πτολίεθρον
τὸ πρὶν ἐπ' εἰρήνης, πρὶν ἐλθεῖν υἷας Ἀχαιῶν,
οὐδ' ὅσα λάϊνος οὐδὸς ἀφήτορος ἐντὸς ἐέργει
Φοίβου Ἀπόλλωνος Πυθοῖ ἔνι πετρηέσσῃ.
ληϊστοὶ μὲν γάρ τε βόες καὶ ἴφια μῆλα,
κτητοὶ δὲ τρίποδές τε καὶ ἵππων ξανθὰ κάρηνα,
ἀνδρὸς δὲ ψυχὴ πάλιν ἐλθεῖν οὔτε λεϊστὴ
οὔθ' ἑλετή, ἐπεὶ ἄρ κεν ἀμείψεται ἕρκος ὀδόντων.
Κι εκεί πεθύμησε η γενναία μου καρδιά,
αφού πάρω νόμιμη σύζυγο που μου ταιριάζει,
να ευχαριστιέμαι με τα κτήματα που απέκτησε ο γερο-Πηλέας.
Γιατί για μένα δεν είναι αντάξιο της ψυχής ούτε όσα λένε ότι ο Ίλιος,
η καλοκατοικημένη πόλη, είχε πριν,
στη ειρηνική περίοδο, πριν έρθουν οι γιοι των Αχαιών,
ούτε όσα κλείνει μέσα στο πέτρινο κατώφλι του τοξότη,
του Φοίβου Απόλλωνα, στην Πετρώδη Πυθώ.
Διότι λαφυραγωγούνται βόδια και παχιά πρόβατα
και αποκτιούνται τρίποδες και ξανθά άλογα.
Αλλά η ψυχή του ανθρώπου δεν λαφυραγωγείται ούτε πιάνεται,
ώστε να ξαναγυρίσει, όταν περάσει το φραγμό των δοντιών.
[I 398-409] μτφ. φιλολογική ομάδα Κάκτου
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.