From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ (γεννημένος ως Γκομπίντ Ράι: 5 Ιανουαρίου 1666 – 7 Οκτωβρίου 1708),[4][5] ήταν ο δέκατος από τους συνολικά δέκα Γκουρού του Σιχισμού, πνευματικός δάσκαλος, πολεμιστής, ποιητής και φιλόσοφος. Όταν ο πατέρας του, Γκουρού Τεγκ Μπαχαντούρ, αποκεφαλίστηκε λόγω της άρνησής του να ασπαστεί το Ισλάμ,[6][7] ο Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ τον διαδέχθηκε επίσημα ως ο ηγέτης των Σιχ στην ηλικία των εννέα ετών.[8] Οι τέσσερις γιοι του πέθαναν κατά τη διάρκεια της ζωής του - δύο στη μάχη και δύο εκτελέστηκαν από τον στρατό των Μουγκάλ.[9][10][11]
Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Προφορά | |
Γέννηση | Γκομπίντ Ράι 5 Ιανουαρίου 1666 Πάτνα Σαχίμπ (σημερινή Πάτνα, Ινδία) |
Θάνατος | 7 Οκτωβρίου 1708 (42 ετών) Χαζούρ Σαχίμπ (σημερινή Ινδία) |
Αιτία θανάτου | Πληγές από μαχαίρι |
Θρησκεία | Σιχισμός |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Παντζάμπι γλώσσα[1] |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | Γκουρού |
Γνωστός για |
|
Τίτλος | Σιχ-Γκουρού |
Περίοδος | 1675-1708 |
Προκάτοχος | Γκουρού Τεγκ Μπαχαντούρ |
Διάδοχος | Γκουρού Γκραντ Σαχίμπ |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Μάα Τζίτο Μάτα Σουντάρι Μάτα Σαχίμπ Καούρ[3] |
Τέκνα | Ατζίτ Σινγκ Τζουχάρ Σινγκ Ζοραβάρ Σινγκ Φατέχ Σινγκ |
Γονείς | Γκουρού Τεγκ Μπαχαντούρ Μάτα Γκουζρί |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ανάμεσα στις αξιοσημείωτες συνεισφορές του στον Σιχισμό αποτελούν η ίδρυση της Σιχ πολεμικής κοινότητας με το όνομα Χάλσα το 1699[2][12][13] και η εισαγωγή των πέντε Κ, τα πέντε άρθρα της πίστης που πάντα φοράνε οι Χάλσα Σιχ. Συνέχισε επίσης την τυποποίηση της θρησκείας, έγραψε σημαντικά Σιχ κείμενα[14][15] και κατοχύρωσε τα ιερά κείμενα, το Γκουρού Γκραντ Σαχίμπ, ως τον αιώνιο Γκουρού του Σιχισμού.[16]
Ο Γκομπίντ Σινγκ ήταν ο μοναδικός γιος του Γκουρού Τεγκ Μπαχαντούρ, του ένατου Σιχ-Γκουρού, και της Μάτα Γκουζρί. Καταγόταν από Σόντχι Χάτρι οικογένεια, κι ενώ ο πατέρας του επισκεπτόταν τη Βεγγάλη και την Άσαμ, ο Γκόμπιντ Σινγκ γεννήθηκε στην Πάτνα, την πρωτεύουσα της Ινδικής πολιτείας Μπιχάρ.[17][4] Το όνομα που του δόθηκε στη γέννηση ήταν Γκομπίντ Ράι κι ένα μαυσωλείο με το όνομα Ταχτ Σρι Πάτνα Σαχίμπ, σηματοδοτεί την τοποθεσία του σπιτιού όπου γεννήθηκε και πέρασε τα πρώτα τέσσερα χρόνια της ζωής του.[4] Το 1670, η οικογένειά του επέστρεψε στο Παντζάμπ και τον Μάρτιο του 1672 μετακόμισαν στο Τσακ Νάνακι στους πρόποδες των Ιμαλαΐων στη Βόρεια Ινδία (έκταση Σίβαλικ), όπου και διαπαιδαγωγήθηκε.[4][12]
Το 1675, ο πατέρας του έκανε αίτηση για προστασία των Κασμίρι Πάντιτς από τη φανατική καταδίωξη του Ιφτικάρ Χαν, του Μουγκάλ κυβερνήτη του Κασμίρ, υπό τον Αυτοκράτορα Αοραντζέμπ.[18][4] Ο Γκουρού Τεγκ Μπαχαντούρ μελετούσε μια ειρηνική επίλυση με το να συναντήσει τον Αοραντζέμπ, αλλά οι σύμβουλοί του τον προειδοποίησαν πως η ζωή του μπορεί να βρίσκεται σε κίνδυνο. Ο νεαρός Γκομπίντ Ράι - έγινε γνωστός ως Γκομπίντ Σινγκ μετά το 1699[5] – συμβούλεψε τον πατέρα του πως κανείς άλλος δεν ήταν πιο άξιος από εκείνον να ηγηθεί και να θυσιαστεί.[4] Ο πατέρας του έκανε μια προσπάθεια, αλλά συνελήφθη και στις 11 Νοεμβρίου 1675 αποκεφαλίστηκε δημοσίως στο Δελχί υπό τις διαταγές του Αυτοκράτορα Αοραντζέμπ, για την άρνησή του να ασπαστεί το Ισλάμ και τις συνεχείς αντιπαραθέσεις μεταξύ των Σιχ και της Ισλαμικής Αυτοκρατορίας.[19][20] Μετά τη μαρτυρία του, στις 29 Μαρτίου 1676 ο νεαρός Γκομπίντ Ράι χρίστηκε ως ο δέκατος Σιχ-Γκουρού.[21]
Η εκπαίδευση του Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ συνεχίστηκε και μετά τη χρίση του ως δέκατος Σιχ-Γκουρού, τόσο στην ανάγνωση όσο και στη γραφή, καθώς επίσης και στις πολεμικές τέχνες, την ιππασία και την τοξοβολία. Το 1684, συνέθεσε το Τσάντι ντι Βαρ στη γλώσσα Παντζάμπι - ένας μυθικός πόλεμος μεταξύ καλού και κακού, όπου το καλό αντιστέκεται στην αδικία και την τυραννία, όπως περιγράφεται στο αρχαίο Σανσκριτικό κείμενο Μαρκαντέγια Πουράνα.[4] Παρέμεινε στην πόλη Παόντα, κοντά στις όχθες του ποταμού Γιαμούνα (παραπόταμος του Γάγγη) μέχρι το 1685.[4]
Ο Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ είχε τρεις συζύγους:[3][22]
Το παράδειγμα ζωής και η ηγεσία του Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ έχουν ιστορική σημασία για τους Σιχ. Ήταν αυτός που θεσμοθέτησε την Χάλσα (κυριολεκτική σημασία, οι «Αγνοί»), η οποία έπαιξε ρόλο κλειδί στην προστασία των Σιχ ακόμα κι αρκετό καιρό μετά τον θάνατό του, όπως κατά τη διάρκεια των εννέα εισβολών στο Παντζάμπ και του ιερού πολέμου με το Αφγανιστάν μεταξύ 1747-1769.[5]
Το 1699, ο Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ απαίτησε από τους Σιχ να συναθροιστούν στο Βαϊσάχι (το ετήσιο ανοιξιάτικο φεστιβάλ συγκομιδής), στην πόλη Αναντπούρ Σαχίμπ.[26] Σύμφωνα με την παράδοση των Σιχ, ζήτησε έναν εθελοντή από το συγκεντρωμένο πλήθος, έναν εθελοντή που θα ήταν πρόθυμος να θυσιάσει το κεφάλι του. Ένας έκανε ένα βήμα μπροστά και οι δυο τους πήγαν μέσα σε μία σκηνή. Λίγο αργότερα, ο Γκουρού επέστρεψε στο πλήθος χωρίς τον εθελοντή και κρατώντας ένα ματωμένο ξίφος.[26] Ζήτησε για έναν δεύτερο εθελοντή κι επανέλαβε την ίδια διαδικασία που ακολούθησε με τον πρώτο εθελοντή, πέντε συνολικά φορές. Αφού και ο πέμπτος εθελοντής μπήκε μαζί του στη σκηνή, ο Γκουρού επέστρεψε στο πλήθος έχοντας μαζί του και τους πέντε εθελοντές, σώους και αβλαβείς. Τους απεκάλεσε Παντζ Πιάρι («οι πέντε αγαπημένοι»), δημιουργώντας την πρώτη Χάλσα στην παράδοση των Σιχ.[26]
Έπειτα από αυτό, ο Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ ανέμειξε νερό και ζάχαρη μέσα σε ένα σιδερένιο μπολ, ανακατεύοντάς τα με ένα δίκοπο ξίφος και προετοιμάζοντας αυτό που εκείνος απεκάλεσε Αμρίτα («νέκταρ»). Έπειτα, το χορήγησε στους Παντζ Πιάρι, με τη χορήγηση να συνοδεύεται από απαγγελίες από το Αντί Γκραντ, θεμελιώνοντας με αυτό τον τρόπο την χάντι κα παούλ (τελετή βάφτισης) ενός μέλους της Χάλσα - μιας πολεμικής κοινότητας.[26][27] Ο Γκουρού έδωσε επίσης στα μέλη της Χάλσα καινούριο επώνυμο, το «Σινγκ» (λιοντάρι). Μετά το τέλος της βάφτισης των πρώτων πέντε μελών, ο Γκουρού ζήτησε από τους πέντε να βαφτίσουν κι εκείνον, γινόμενος το έκτο μέλος της Χάλσα και αλλάζοντας και το δικό του όνομα από Γκουρού Γκομπίντ Ράι σε Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ.[26]
Ο Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ εισήγαγε την παράδοση των πέντε Κ της Χάλσα:[28]
Ο Γκουρού Γκόμπιντ Σινγκ ανακοίνωσε επίσης έναν κώδικα πειθαρχίας για τους πολεμιστές της Χάλσα. Το κάπνισμα, το να τρώνε 'χαλάλ' κρέας (κρέας που προέρχεται από ένα είδος σφαγής, όπου ο λάρυγγας του ζώου σχίζεται και το ζώο αφήνεται να αιμορραγήσει μέχρι θανάτου πριν σφαγιαστεί), η συνουσία ενώ δεν υπάρχει γάμος και η μοιχεία, απαγορεύονταν.[28][29] Οι Χάλσας συμφώνησαν επίσης να μην αλληλεπιδρούν με τους ακόλουθους των αντιπάλων ή των διαδόχων τους.[28] Η μύηση αντρών και γυναικών από διαφορετικές κάστες στις τάξεις της Χάλσα ήταν επίσης θεσμοθετημένη από την αρχή της ισότητας του Σιχισμού και γινόταν ανεξαιρέτως κάστας ή φύλου.[29] Η σημαντικότητα του Γκουρού Γκορμίντ Σινγκ στην παράδοση των Σιχ ήταν μεγάλη, καθώς πέραν του ότι θεσμοθέτησε την Χάλσα, αντιστάθηκε στις συνεχιζόμενες διώξεις της Μογγολικής Αυτοκρατορίας και συνέχισε «την προάσπιση του Σιχισμού και του Ινδουισμού εναντίον της Μουσουλμανικής επίθεσης του Αυτοκράτορα Αοραντζέμπ».[30]
Εισήγαγε ιδέες που έμμεσα αμφισβήτησαν τους φόρους διάκρισης που επέβαλαν οι Ισλαμικές αρχές. Για παράδειγμα, ο Αοραντζέμπ είχε επιβάλει φόρους στους μη Μουσουλμάνους, όπως τον jizya (φόρος κάλπης για τους μη Μουσουλμάνους), καθώς και φόρο προσκυνητών και φόρο Bhaddar (φόρος που πληρωνόταν από οποιονδήποτε ακολουθούσε το Ινδουιστικό τελετουργικό του ξυρίσματος του κεφαλιού μετά τον θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου και την αποτέφρωσή του).[2] Ο Γκουρού Γκόμπιντ Σινγκ διακήρυσσε πως η Χάλσα δεν χρειαζόταν να συνεχίσει αυτή την πρακτική, επειδή ο Bhaddar δεν είναι ντάραμ, αλλά μια μπάραμ (ψευδαίσθηση).[2][31] Το μη ξύρισμα του κεφαλιού σήμαινε επίσης πως οι Σιχ που διέμεναν στο Δελχί και άλλα μέρη της Μογγολικής Αυτοκρατορίας, δε θα έπρεπε να πληρώνουν τον αντίστοιχο φόρο.[2] Ωστόσο, κατά τον 18ο αιώνα, αυτός ο νέος κώδικας συμπεριφοράς οδήγησε σε εσωτερικές διαφωνίες μεταξύ των Σιχ, ειδικά ανάμεσα στους Νανακπάντι και τη Χάλσα.[2]
Ο Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ έτρεφε βαθύ σεβασμό για τη Χάλσα και δήλωσε πως δεν υπήρχε διαφορά μεταξύ του Αληθινού Γκουρού και του σάνγκατ.[32] Πριν την ίδρυση της Χάλσα το κίνημα των Σιχ χρησιμοποιούσε τη Σανσκριτική λέξη sisya (οπαδός ή μαθητής), όρος που στη συνέχεια άλλαξε κι έγινε Χάλσα.[33] Επιπρόσθετα, πριν τη Χάλσα, οι Σιχ συναθροίσεις στην επικράτεια της Ινδίας ακολουθούσαν το σύστημα των μάσαντ, οι οποίοι διορίζονταν από τους Σιχ-Γκουρού. Οι μάσαντ λειτουργούσαν ως τοπικοί ηγέτες στις Σιχ κοινότητες και συνέλεγαν χρήματα και δωρεές για Σιχ σκοπούς, όπως το χτίσιμο ναών.[33] Ο Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ είχε καταλήξει στο συμπέρασμα πως το σύστημα μάσαντ είχε καταστραφεί (λόγω διαφθοράς), έτσι το κατάργησε και εισήγαγε ένα πιο συγκεντρωτικό σύστημα με τη βοήθεια της Χάλσα, το οποίο βρισκόταν υπό την άμεση εποπτεία του.[33] Αυτές οι εξελίξεις δημιούργησαν δύο ομάδες Σιχ, αυτούς που βαφτίστηκαν κι έγιναν μέλη της Χάλσα και τους άλλους που παρέμειναν Σιχ, αλλά δεν εντάχθηκαν βαφτιζόμενοι σε αυτήν.[33] Οι Χάλσα Σιχ έβλεπαν τους εαυτούς τους ως μια ξεχωριστή θρησκευτική οντότητα, ενώ οι Νάνακ ακόλουθοι διατήρησαν τη δική τους διαφορετική προοπτική.[34][35]
Η παράδοση της πολεμικής κοινότητας της Χάλσα, η οποία ξεκίνησε από τον Γκουρού Γκορμπίντ Σινγκ, συνέβαλε στη σύγχρονη επιστημονική συζήτηση για τον πλουραλισμό μέσα στο Σιχισμό. Η παράδοσή της επιβιώνει μέχρι και τη σύγχρονη εποχή, με τους μυημένους σε αυτήν Σιχ να αναφέρονται ως Χάλσα Σιχ, ενώ αυτοί που δεν βαφτίζονται αναφέρονται ως Σαχαζντάρι Σιχ.[36][37][38]
Τον 16ο και 17ο αιώνα, άρχισαν να κυκλοφορούν διάφορες εκδοχές των ιερών κειμένων των Σιχ γραμμένα από άγνωστους συγγραφείς, με ισχυρισμούς ωστόσο πως όλα ήταν βασισμένα σε λόγια του Γκουρού Νάνακ Ντεβ. Ο Γκουρού Αρντζάν (1563-1606) επιχείρησε να ξεδιαλύνει το ποιοι ύμνοι ήταν διαστρεβλωμένοι και ψεύτικοι, αφαιρώντας τους στη συνέχεια από τα κείμενα και συντάσσοντας μια πιο αγνή εκδοχή του Αντί Γκραντ.[41] Τον 17ο αιώνα τα κείμενα ονομάστηκαν Πότι, και υποστηρίζεται πως υπήρχαν τρία αυθεντικά χειρόγραφα. Υπήρχε μία Καρταρπούρ εκδοχή (χρονολογημένη το 1604), μία ελαφρώς μεγαλύτερη Χάρα Μανγκάτ εκδοχή (χρονολογημένη το 1642) και μια τρίτη (αρκετά διαφορετική) Λαχόρη εκδοχή (άγνωστης ημερομηνίας).[42]
Ο Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ πιστώνεται στις καταγραφές των Σιχ με την οριστικοποίηση του Καρταρπούρ Πότι μέσα στο Γκουρού Γκραντ Σαχίμπ, και την κυκλοφορία του το 1706.[42] Η τελική εκδοχή δεν έκανε αποδεχτούς εξωτερικούς ύμνους από άλλες εκδοχές και συμπεριελάμβανε τις συνθέσεις του πατέρα του, Γκουρού Τεγκ Μπαχαντούρ.[42] Ο Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ ανήγγειλε αυτό το κείμενο, το Γκουρού Γκραντ Σαχίμπ, ως τον αιώνιο Σιχ-Γκουρού.[16]
Ο Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ συνέθεσε επίσης και άλλα κείμενα, και ειδικά το Ντασάμ Γκραντ, το οποίο αρκετοί Σιχ το θεωρούν να είναι το δεύτερο σε σημαντικότητα ιερό κείμενο μετά το Γκουρού Γκραντ Σαχίμπ.[43][44] Το Ντασάμ Γκραντ περιέχει συνθέσεις όπως οι Τζαπ Σαχίμπ, Αμρίτ Σαβαϊγιέ και Μπέντι Τσαουπάι, οι οποίες είναι μέρη των καθημερινών προσευχών/μαθημάτων των Σιχ.[45]
« | Όταν όλα τα άλλα μέσα έχουν αποτύχει, είναι νόμιμο το να πάρεις στα χέρια το σπαθί. |
» |
Η περίοδος που ακολούθησε την εκτέλεση του Γκουρού Τεγκ Μπαχαντούρ, του πατέρα του Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ, ήταν μια περίοδος όπου η Αυτοκρατορία των Μουγκάλ υπό τον Αοραντζέμπ γινόταν όλο και περισσότερο εχθρική προς τους Σιχ.[48] Οι Σιχ, με ηγέτη τον Γκουρού Γκομπίντ Σιχ, αντιστάθηκαν και οι διαμάχες μεταξύ Μουσουλμάνων και Σιχ κορυφώθηκαν.[48] Τόσο η διοίκηση των Μουγκάλ όσο και ο στρατός του Αοραντζέμπ, έδειχναν έντονο ενδιαφέρον προς το πρόσωπο του Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ, και ο Αοραντζέμπ εξέδωσε εντολή εξόντωσης τόσο του ιδίου όσο και της οικογένειάς του.[49]
Ο Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ πίστευε στο Ντάραμ Γιουντ (πόλεμος για την υπεράσπιση της δικαιοσύνης), κάτι στο οποίο κατέφευγε ως έσχατη λύση κι όχι επειδή επιθυμούσε εκδίκηση, ούτε από απληστία ούτε για οποιονδήποτε καταστροφικό στόχο.[50] Για τον Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ, κάποιος έπρεπε να είναι έτοιμος να πεθάνει για να σταματήσει την τυραννία, για να δώσει τέλος στις διώξεις και για να υπερασπιστεί τις δικές του θρησκευτικές αξίες.[50] Έχοντας αυτούς τους στόχους, ηγήθηκε 14 πολέμους, αλλά δεν πήρε ποτέ αιχμαλώτους, ούτε κατέστρεψε τους τόπους λατρείας κανενός.[50]
Ο Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ πολέμησε σε 13 μάχες εναντίον της Αυτοκρατορίας των Μουγκάλ και των βασιλιάδων των λόφων Σίγουαλικ.
Το 1693, ο Αοραντζέμπ πολεμούσε τους Ινδουιστές Μαράθας στην περιοχή Ντέκαν της Ινδίας, και εξέδωσε εντολή να αποτρέπονται οι μεγάλες συγκεντρώσεις στην Αναντπούρ από τον Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ και τους Σιχ.[51][54]
Η μητέρα του Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ, Μάτα Γκουζρί, και οι δύο μικρότεροι γιοι του πιάστηκαν αιχμάλωτοι από τον Γουαζίρ Καν, τον Μουσουλμάνο διοικητή της Σιρχίντ. Οι γιοι του, ηλικίας 5 και 8 ετών, βασανίστηκαν και στη συνέχεια θάφτηκαν ζωντανοί σε έναν τοίχο, μετά την άρνησή τους να ασπαστούν το Ισλάμ. Η Μάτα Γκουζρί κατέρρευσε στην είδηση του θανάτου των δύο εγγονών της.[71]
Οι δύο μεγαλύτεροι γιοι του Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ, ηλικίας 13 και 17 ετών, σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια της δεύτερης μάχης της Τσαμκαούρ τον Δεκέμβριο του 1704, πολεμώντας εναντίον του στρατού των Μουγκάλ.[59]
Οι Μουσουλμάνοι ιστορικοί που προέρχονταν από τη μεριά των Μουγκάλ, έγραψαν για τον Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ καθώς και για τη γεωπολιτική της εποχής που έζησε. Αυτές οι επίσημες Περσικές καταγραφές ήταν και οι άμεσα διαθέσιμες και η βάση της περιγραφής της Σιχ ιστορίας σε αγγλική γλώσσα για εκείνη την περίοδο.[72][73]
Σύμφωνα με τον Νταβάν, τα Περσικά κείμενα τα οποία συνέταξαν Μουγκάλ ιστορικοί κατά τη διάρκεια της ζωής του Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ ήταν εχθρικά προς αυτόν, αλλά παρουσίαζαν τη δική τους οπτική πλευρά.[72] Πίστευαν πως η θρησκευτική παράδοση των Σιχ είχε διαφθαρεί από τον Γκουρού μέσω της δημιουργίας του στρατιωτικού τάγματος με σκοπό να αντισταθεί στον Αυτοκρατορικό στρατό.[72] Ο Νταβάν γράφει πως κάποιοι Πέρσες συγγραφείς, οι οποίοι έγραψαν κείμενα δεκάδες χρόνια ή ακόμα κι έναν αιώνα μετά τον θάνατο του Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ, σταμάτησαν να βασίζονται εξ'ολοκλήρου στις καταγραφές των Μουγκάλ οι οποίες δυσφημούσαν τον Γκουρού, αλλά στα δικά τους κείμενα συμπεριέλαβαν και ιστορίες από τα Σιχ γκουρμπίλας κείμενα, τα οποία τον επαινούσαν.[72][74]
Μετά τη δεύτερη μάχη στην Αναντπούρ το 1704, ο Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ και οι εναπομείναντες στρατιώτες του μετακινήθηκαν και παρέμειναν σε διαφορετικά σημεία, συμπεριλαμβανομένου και να κρύβονται σε σημεία όπως η ζούγκλα της Ματσιβάρα στο νότιο Παντζάμπ.[63]
Μερικά από τα διάφορα σημεία στη βόρεια, δυτική και κεντρική Ινδία στα οποία έζησε ο Γκουρού μετά το 1705, συμπεριλαμβάνουν τα Χάχερ με τον Κιρπάλ Ντας (θείος από τη μεριά της μητέρας του), Μανούκι, Μεντιάνα, Τσακάρ, Ταχτουπούρα και Μάντι και Ντίνα (περιοχή Μάλγουα). Έμενε σε συγγενείς ή έμπιστους Σιχ όπως οι τρεις εγγονοί του Ράι Τζοντ, ενός πιστού ακόλουθου του Γκουρού Χάργκομπιντ.[75]
Ο Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ είδε την πολεμική συμπεριφορά του Αοραντζέμπ και του στρατού του εναντίον της οικογένειας και των ανθρώπων του ως προδοσία μιας υπόσχεσης, ανήθικη, άδικη και ασεβή.[63] Μετά τον θάνατο όλων των παιδιών του από τον στρατό των Μουγκάλ και τη μάχη της Μουκτσάρ, ο Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ έγραψε μια προκλητική επιστολή προς τον Αοραντζέμπ στα Περσικά, ονομάζοντάς την Ζαφαρνάμα (κυριολεκτική σημασία «επιστολή νίκης»). Μια επιστολή την οποία η Σιχ παράδοση θεώρησε σημαντική προς το τέλος του 19ου αιώνα.[63][76][77]
Η επιστολή του Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ προς τον Αορατζέμπ ήταν αυστηρή αλλά συμφιλιωτική. Απήγγειλε κατηγορίες στον Αυτοκράτορα των Μουγκάλ και τους διοικητές του με πνευματικούς όρους, ενώ τους κατηγόρησε και για έλλειψη ηθικής, τόσο στη διακυβέρνηση όσο και στη διεξαγωγή του πολέμου.[78] Η επιστολή προέβλεψε πως σύντομα η Αυτοκρατορία των Μουγκάλ θα έφτανε στο τέλος της, επειδή διώκει και είναι γεμάτη από κακοποίηση, ψεύδος και ανηθικότητα. Το περιεχόμενο της επιστολής πηγάζει από τα πνευματικά πιστεύω του Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ περί δικαιοσύνης και αξιοπρέπειας χωρίς φόβο.[78]
Ο αυτοκράτορας Αοραντζέμπ πέθανε το 1707 και αμέσως άρχισε μια διαμάχη ανάμεσα στους γιους του για τη διαδοχή, οι οποίοι επιτίθονταν ο ένας στον άλλον.[79] Ο επίσημος διάδοχος ήταν ο Μπαχαντούρ Σαχ, ο οποίος κάλεσε τον Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ και τον στρατό του για μία κατ'ιδίαν συνάντηση στην περιοχή Ντεκάν της Ινδίας με σκοπό τη συμφιλίωση, αλλά ο Μπαχαντούρ Σαχ καθυστέρησε τις οποιεσδήποτε συζητήσεις για μήνες.[59][79]
Ο Γουαζίρ Καν, ο Μουσουλμάνος διοικητής του οποίου ο στρατός ήρθε πολλές φορές αντιμέτωπος με αυτόν του Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ,[69] ανέθεσε σε δύο Αφγανούς, τους Τζαμσέντ Καν και Γουασίλ Μπεγκ, να ακολουθήσουν τον στρατό του Γκουρού καθώς αυτός όδευε προς τη συνάντηση με τον Μπαχαντούρ Σαχ και να δολοφονήσουν τον Γκουρού. Οι δυο τους καταδίωξαν κρυφά τον στρατό και όταν οι Σιχ στάθμευσαν κοντά στον ποταμό Γκοντάβαρι για μήνες, μπήκαν στον καταυλισμό.[80] Κατάφεραν να αποκτήσουν πρόσβαση στον Γκουρού και ο Τζαμσέντ Καν τον μαχαίρωσε θανάσιμα.[59][81] Κάποιοι μελετητές δηλώνουν πως ο δολοφόνος που σκότωσε τον Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ μπορεί να μην στάλθηκε από τον Γουαζίρ Καν, αλλά από τον στρατό των Μουγκάλ που βρισκόταν σε κοντινή περιοχή.[69]
Σύμφωνα με το Sri Gur Sobha του Σεναπάτι, έναν συγγραφέα του 18ου αιώνα, το θανάσιμο χτύπημα καταφέρθηκε κάτω από την καρδιά. Ο Γκουρού αντιστάθηκε και σκότωσε τον δολοφόνο, ενώ ο συνεργός του σκοτώθηκε από τους Σιχ φρουρούς κατά την προσπάθειά του να το σκάσει.[80]
Ο Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ πέθανε λίγες μέρες αργότερα, στις 7 Οκτωβρίου 1708, υποκύπτοντας στα τραύματά του, με τον Χαρντίπ Σινγκ Σιάν να δίνει ως ημερομηνία θανάτου τις 18 Οκτωβρίου 1708.[80] Ο θάνατός του πυροδότησε έναν μακρύ και πικρό πόλεμο μεταξύ των Σιχ και των Μουγκάλ,[80] με τον αγώνα να συνεχίζεται από τον Μπάντα Σινγκ Μπαχαντούρ μαζί με τους Μπαζ Σινγκ, Μπινόντ Σινγκ και άλλους.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.