From Wikipedia, the free encyclopedia
Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία είναι το πολίτευμα όπου κυβερνούν οι αντιπρόσωποι του λαού. Ο λαός μπορεί και εκλέγει ανά τακτά χρονικά διαστήματα, αναλόγως με τον ακριβή τύπο του πολιτεύματος, πρόεδρο, πρωθυπουργό, βουλευτές κλπ. Οι αντιπρόσωποι πρέπει να υπηρετούν τα συμφέροντα των πολιτών και να ασκούν είτε την εκτελεστική, είτε τη νομοθετική εξουσία. Οι εκλογές ανάδειξης αντιπροσώπων αποτελούν συνήθως την κύρια μέθοδο συμμετοχής των πολιτών στη λήψη αποφάσεων, σε αντιδιαστολή με την άμεση δημοκρατία.
Υπάρχουν οι εξής τύποι αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας:
Όλοι οι παραπάνω είναι τύποι φιλελεύθερης δημοκρατίας. Ωστόσο, έχουν υπάρξει κατά καιρούς και άλλες μορφές κρατικής διακυβέρνησης στηριγμένες σε κάποιον βαθμό σε εκλογές ανάδειξης αντιπροσώπων, όπως π.χ. οι λενινιστικές λαϊκές δημοκρατίες. Οι διαφορές τους πάντως από τις φιλελεύθερες δημοκρατίες είναι πολύ περισσότερες από τις ομοιότητες.
Ιστορικά σημαντικό παράδειγμα αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, σε κάποιον περιορισμένο βαθμό, αποτελεί η ρωμαϊκή δημοκρατία (res publica), μία αριστοκρατία με λαϊκή επικύρωση. Το πολίτευμα αυτό τερματίστηκε με την εμφάνιση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας κατά τον πρώτο αιώνα π.Χ.
Κατά τον 18ο αιώνα στην ευρωπαϊκή διανόηση άρχισε να επικρατεί ο φιλελευθερισμός, ένα φιλοσοφικό κίνημα το πολιτικό σκέλος του οποίου υποστήριζε μία συνταγματική μοναρχία, με τους πολίτες να αποτελούν φορείς προκαθορισμένων ατομικών δικαιωμάτων, με τη δυνατότητα παρέμβασης του κράτους στον βίο τους να είναι περιορισμένη και με ισορροπημένη διάκριση των εξουσιών μεταξύ διαφορετικών πολιτικών οργάνων. Εν μέσω του Διαφωτισμού, πρώτα με την Αμερικανική και στη συνέχεια με τη Γαλλική Επανάσταση, τέθηκε σε φιλελεύθερο πλαίσιο το αίτημα της κατάργησης της μοναρχίας και της διακυβέρνησης από πολιτικούς αντιπροσώπους, εκλεγμένους από μία μερίδα του λαού με δικαίωμα ψήφου. Οι εν λόγω αντιπρόσωποι θα μπορούσαν να εκφράζουν ανταγωνιζόμενα συμφέροντα και αντιλήψεις στο εσωτερικό της κοινωνίας, μέσω της προσκόλλησής τους σε διαφορετικά πολιτικά κόμματα.
Πλάθοντας το σύστημα αυτό, οι θεμελιωτές του κράτους των ΗΠΑ απέρριψαν ρητά την άμεση δημοκρατία ως επιλογή, πιστεύοντας ότι θα οδηγούσε στην υπερίσχυση των πολυπληθέστερων κατώτερων κοινωνικών τάξεων ή σε χαοτική αταξία[1], και διαμόρφωσαν την αντιπροσωπευτική δημοκρατία ονομάζοντας το νέο πολίτευμα «ρεπουμπλικανικό» και όχι «δημοκρατικό», ώστε να παραπέμπει στο ρωμαϊκό κράτος της ελληνιστικής περιόδου[2][3]. Καθώς παράλληλα εξαπλωνόταν και ο εθνικισμός, στη Γαλλική Επανάσταση η επίσης αντιπροσωπευτικού χαρακτήρα Εθνοσυνέλευση προβλήθηκε ως ενσάρκωση της βούλησης του έθνους. Στη συνέχεια, καθ' όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, υπό την πίεση εθνικιστικών, σοσιαλιστικών, φεμινιστικών και άλλων κινημάτων, το δικαίωμα ψήφου για ανάδειξη αντιπροσώπων επεκτάθηκε σταδιακά σχεδόν στο σύνολο του πληθυσμού μίας χώρας, με κατάργηση περιορισμών κατώτατου ορίου εισοδήματος, φύλου, καταγωγής κλπ.[3] Το τελικό αποτέλεσμα ήταν η αντιπροσωπευτική σύνθεση που επικράτησε κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα στον δυτικό κόσμο και καλείται σήμερα φιλελεύθερη δημοκρατία[3].
Λίγο καιρό μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία, υπό αντίξοες συνθήκες έλλειψης καταναλωτικών αγαθών και εμφυλίου πολέμου, οι Μπολσεβίκοι μέχρι το 1922 είχαν αλλάξει τη δομή και λειτουργία των αμεσοδημοκρατικού χαρακτήρα[4] σοβιέτ, μετατρέποντάς τα κατ' ορισμένους σε εντολοδόχους της κεντρικής κυβέρνησης που, σταδιακά, τέθηκαν υπό τον πλήρη έλεγχο του Κομμουνιστικού Κόμματος[5][6]. Το νέο κράτος που προέκυψε, η Σοβιετική Ένωση, ιδρύθηκε ως ένας καινούργιος τύπος αντιπροσωπευτικής αλλά μη φιλελεύθερης δημοκρατίας: μία λαϊκή δημοκρατία. Το γεγονός αυτό οι ελευθεριακοί σοσιαλιστές (και αργότερα ορισμένοι τροτσκιστές) το επέκριναν δριμύτατα· εκεί εντοπίζεται η οριστική απομάκρυνσή τους από τους λενινιστές. Οι φιλελεύθεροι από την πρώτη στιγμή θεώρησαν τη Σοβιετική Ένωση ψευδεπίγραφη δημοκρατία λόγω του μονοκομματικού της χαρακτήρα και της έλλειψης πλήρων εγγυήσεων για φιλελεύθερου τύπου ατομικά δικαιώματα.
Παρά τη σαφή ιστορική σύνδεση μεταξύ φιλελευθερισμού και αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο έχουν κάνει την εμφάνισή τους προσπάθειες για εισαγωγή αμεσοδημοκρατικών μέτρων σε πλαίσιο φιλελεύθερης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, καθώς έχουν εκφραστεί φόβοι για την αυξανόμενη επαγγελματοποίηση των εκλεγμένων αντιπροσώπων και αδιαφορία της ευρύτερης κοινωνίας για την πολιτική[7]. Οι προσπάθειες αυτές στοχεύουν στη λεγόμενη συμμετοχική δημοκρατία, αν και συνήθως δεν θεωρείται εφικτή η ευρεία εισαγωγή στοιχείων άμεσης δημοκρατίας σε ένα φιλελεύθερο κράτος[2].
Πολλές χώρες πάντως όπου εφαρμόζεται αντιπροσωπευτική δημοκρατία επιτρέπουν τρεις τύπους πολιτικής δράσης που παρέχουν περιορισμένη πρόσβαση στην άμεση δημοκρατία: νομοθετική πρωτοβουλία (κατόπιν συλλογής υπογραφών), δημοψήφισμα και ανάκληση αιρετών. Τα δημοψηφίσματα μπορούν να παρέχουν τη δυνατότητα για δεσμευτικές αποφάσεις, κατά πόσο δηλαδή ένας νόμος θα απορριφθεί ή όχι. Αυτό δίνει στον λαό ένα αποτελεσματικό μέσο για άσκηση βέτο στη νομοθεσία της κυβέρνησης. Οι νομοθετικές πρωτοβουλίες, που προωθούνται πολλές φορές από τον λαό, εξαναγκάζουν τις κυβερνήσεις στην αναθεώρηση των νόμων και των τροποποιήσεων (συνήθως με ένα δημοψήφισμα που επακολουθεί), χωρίς τη συναίνεση των εκλεγμένων αξιωματούχων και πολλές φορές ενάντια στη θέλησή τους. Οι ανακλήσεις δίνουν στον λαό το δικαίωμα να απομακρύνει εκλεγμένους αξιωματούχους από τη θέση τους πριν από το τέλος της θητείας τους, αν και αυτό είναι πολύ σπάνιο στις σύγχρονες φιλελεύθερες δημοκρατίες. Στοιχειώδες παράδειγμα συμμετοχικής δημοκρατίας αποτελεί κατ' ορισμένους η Ελβετία[8].
Η κριτική που έχει ασκηθεί στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία μπορεί να διαιρεθεί σε τρεις κατηγορίες. Την κριτική των συντηρητικών και των οπαδών του παλαιού φεουδαρχικού κατεστημένου (η οποία είχε σημαντική απήχηση περίπου από τις αρχές του 19ου αιώνα ως τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο), την κριτική των φιλελεύθερων από τη σκοπιά της συμμετοχικής δημοκρατίας, και την κριτική των σοσιαλιστών. Οι συντηρητικοί θεωρούσαν συνήθως πως η δημοκρατία αποτελούσε σύμπτωμα εκφυλισμού του κράτους, ενώ οδηγούσε σε χαοτική αταξία και ανικανότητα σταθερής διακυβέρνησης λόγω της διαρκούς διένεξης μεταξύ αντικρουόμενων συμφερόντων. Κατά τον Μεσοπόλεμο πολλοί είχαν μία τεχνοκρατική, απολιτική και νομικίστικη αντίληψη για το κοινοβουλευτικό κράτος την οποία ελάχιστοι έβρισκαν ελκυστική, ενώ σε ορισμένες χώρες χωρίς παράδοση κομματικού κοινοβουλευτικού διαλόγου οι πολιτικές παρατάξεις έφταναν στα άκρα προκειμένου να υπερασπίσουν αντίθετα ταξικά ή εθνικά συμφέροντα (ενδεικτικά, στη Γερμανία της δεκαετίας του 1920 τα περισσότερα πολιτικά κόμματα διατηρούσαν παράνομες παραστρατιωτικές οργανώσεις με τις οποίες τρομοκρατούσαν τους πολιτικούς τους αντιπάλους, ενώ το επίσημο κράτος αναγκαζόταν συνήθως να περιορίζεται στον ρόλο του διαιτητή)[9]. Αυτή η αντίληψη για την κοινοβουλευτική δημοκρατία, ανάμεσα σε άλλους παράγοντες, οδήγησε στην άνοδο του φασισμού.
Ορισμένοι φιλελεύθεροι, υποστηρικτές συνήθως της συμμετοχικής δημοκρατίας, έχουν κατά καιρούς χαρακτηρίσει ανεπαρκή την κλασική αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Οι λόγοι είναι κυρίως δύο: α) της αποδίδουν ότι δεν είναι δυνατόν οι αντιπρόσωποι να χαρακτηρίζουν χιλιάδες - και πολλές φορές εκατομμύρια - ψηφοφόρους χωρίς να επικρατεί υπεργενίκευση θέσεων ή απομάκρυνση θέσεων. β) Ο νεποτισμός και κατά δεύτερο λόγο το ρουσφέτι αποδίδονται πολλές φορές στο περιβάλλον που αναπτύσσεται γύρω από ιεραρχικά καθεστώτα όπως της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Οι υποστηρικτές της προς απάντηση τέτοιων επιχειρημάτων, συνήθως προσφέρουν δύο απαντήσεις: πως α) είναι αδύνατον να λειτουργήσει η άμεση δημοκρατία στις σύγχρονες κοινωνίες των εκατομμυρίων (τουλάχιστον χωρίς περαιτέρω ανάπτυξη της τεχνολογίας), άρα μια εκδοχή του μη χείρον βέλτιστο και β) κάποιοι υποστηρίζουν πως ο μέσος πολίτης ίσως να μην είναι ικανός να αποφασίσει χωρίς την βοήθεια κάποιου ειδικού-αντιπροσώπου. Οι υποστηρικτές της συμμετοχικής δημοκρατίας ανταπαντούν ότι α) δεν έχει ελεγχθεί στη σύγχρονη κοινωνία αν ο απλός πολίτης είναι ικανός να αποφασίσει άμεσα άρα ισχυρισμοί για το αντίθετο παραμένουν εικασίες, β) είναι δυνατόν το ίδιο το περιβάλλον άμεσης δημοκρατίας να κάνει τον πολίτη ωριμότερο πολιτικά μιας και τώρα δεν είναι υποχρεωμένος αφού ειδικοί είναι στο τιμόνι, γ) είναι δυνατόν η τεχνολογία του αύριο να επιτρέψει φθηνότερη, πιο οργανωμένη και ασφαλέστερη διαδικασία άμεσης δημοκρατίας, άρα να είναι όντως η αντιπροσωπευτική δημοκρατία το μη χείρον βέλτιστο μα μόνο προς το παρόν.
Οι σοσιαλιστές, από τον 19ο αιώνα ακόμη, θεωρούν τη φιλελεύθερη αντιπροσωπευτική δημοκρατία «δικτατορία της αστικής τάξης», η οποία θα αντικατασταθεί χάρη σε μία σοσιαλιστική επανάσταση από μία «πραγματική δημοκρατία», εστιασμένη συνήθως σε κατανεμημένα, αμεσοδημοκρατικά εργατικά συμβούλια τα οποία θα διευθύνουν πλήρως την οικονομική παραγωγή και θα λαμβάνουν όλες τις πολιτικές αποφάσεις[10][11]. Μετά τον ρωσικό εμφύλιο πόλεμο οι λενινιστές πρότειναν εναλλακτικά την πιο συγκεντρωτική λαϊκή δημοκρατία ως μοντέλο μετεπαναστατικής σοσιαλιστικής δημοκρατίας, την οποία οι φιλελεύθεροι θεωρούν συνήθως ολοκληρωτικό καθεστώς. Ωστόσο οι παλαιότεροι σοσιαλδημοκράτες (αργότερα και οι ευρωκομμουνιστές) υποστήριζαν πως μία πραγματική σοσιαλιστική δημοκρατία μπορούσε να εγκαθιδρυθεί σταδιακά και χωρίς επανάσταση, δίχως επομένως απότομες ρήξεις με το αντιπροσωπευτικό φιλελεύθερο σύστημα. Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο οι σοσιαλδημοκράτες εγκατέλειψαν πλήρως κάθε ιδέα σταδιακού μετασχηματισμού του τελευταίου (στο πλαίσιο της οριστικής ρήξης τους με τον μαρξισμό), ενώ από την άλλη ο ελευθεριακός σοσιαλιστής Κορνήλιος Καστοριάδης χαρακτήρισε την αντιπροσωπευτική δημοκρατία φιλελεύθερη ολιγαρχία[12].
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.