Έλληνας συγγραφέας From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας (Λεχαινά, 12 Μαρτίου 1865 – Μαρούσι, 24 Οκτωβρίου 1922) ήταν Έλληνας λογοτέχνης. Υπήρξε ένας από τους τρεις μεγάλους εκπροσώπους της ηθογραφίας, μαζί με τους Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και Γεώργιο Βιζυηνό και ο κατ' εξοχήν εκπρόσωπος του νατουραλισμού στη νεοελληνική λογοτεχνία.
Ανδρέας Καρκαβίτσας | |
---|---|
Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας στο Εθνικόν Ημερολόγιον του Κωνσταντίνου Σκόκου του 1889 | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Ανδρέας Καρκαβίτσας (Ελληνικά) |
Γέννηση | 12 Μαρτίου 1865 Λεχαινά Ηλείας |
Θάνατος | 24 Οκτωβρίου 1922 Μαρούσι |
Αιτία θανάτου | φυματίωση |
Συνθήκες θανάτου | φυσικά αίτια |
Χώρα πολιτογράφησης | Ελλάδα |
Σπουδές | Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών |
Ιδιότητα | ιατρός, μυθιστοριογράφος, δημοσιογράφος και συγγραφέας |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Καρκαβίτσας ασχολήθηκε με επιτυχία με όλα τα είδη του γραπτού λόγου εκτός από θεατρικά έργα: διηγήματα, μυθιστορήματα, ποίηση, μελέτες, χρονογραφήματα, ιστορικά σημειώματα, ιστορικά ανέκδοτα, παιδικά βιβλία. Επίσης, συνεργάστηκε με τα μεγαλύτερα λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής του, καθώς και με εφημερίδες στις οποίες προμήθευε πλήθος άρθρα που αφορούσαν τις συνήθειες και τα γνωρίσματα των διαφόρων τόπων της Ελλάδας.
Τα πιο διάσημα έργα του είναι το μυθιστόρημα Ο ζητιάνος, και η συλλογή διηγημάτων Λόγια της πλώρης, δυο έργα με τα οποία ο Καρκαβίτσας κατέκτησε μια θέση στους κορυφαίους της νεοελληνικής πεζογραφίας. Αυτά τα δυο έργα έχουν μεταφραστεί και εκδοθεί σε πολλές χώρες του εξωτερικού, αυτοτελώς καθώς και σε ανθολογίες νεοελληνικής πεζογραφίας.
Στρατιωτικός γιατρός στο επάγγελμα, αποστρατεύτηκε λόγω σοβαρών προβλημάτων υγείας — έπασχε στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του από φυματίωση — το 1920, με τον βαθμό του αρχίατρου. Ασχολήθηκε ενεργά και με την πολιτική ζωή του τόπου, συμμετέχοντας στο εκστρατευτικό σώμα που πήγε στην Κρήτη κατά την Κρητική Επανάσταση του 1897, στους Βαλκανικούς πολέμους του 1912–1913, στο Κίνημα στο Γουδί, κ.α.
Πέθανε από φυματίωση του λάρυγγα τον Οκτώβρio του 1922, στην Αθήνα, σε ηλικία 57 ετών, πικραμένος για την κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας με τη Μικρασιατική καταστροφή, που την είδε να συμβαίνει λίγο πριν πεθάνει[1].
Πρωτότοκος γιος του Δημήτρη Καρκαβίτσα και της Άννας Σκαλτσά, γεννήθηκε το 1865 στα Λεχαινά της Ηλείας, και είχε συνολικά έντεκα αδέρφια από τα οποία επέζησαν μόνο τα οχτώ (τέσσερα αγόρια και τέσσερα κορίτσια). Έλαβε τη βασική εκπαίδευση στην ιδιαίτερη πατρίδα του, έπειτα στο Α΄ Γυμνάσιο Πατρών. Στην Πάτρα, πόλη με σημαντική πνευματική κίνηση, ο Καρκαβίτσας γνώρισε τους Επτανήσιους λόγιους και συνδέθηκε με τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη.
Το 1883 τελειώνοντας το γυμνάσιο γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, περισσότερο λόγω της ανάγκης του για ένα σταθερό και προσοδοφόρο επάγγελμα παρά λόγω έφεσης προς αυτήν την επιστήμη[2].
Εξάλλου εκείνα τα χρόνια, σφοδρά ερωτευμένος με μια συντοπίτισσά του, τη Γιούλη, έπρεπε να έχει ένα επάγγελμα που θα εξασφάλιζε τη ζωή της Γιούλης για να μπορέσει να την παντρευτεί.[3] Κατά τη διάρκεια της φοιτητικής του ζωής στην Αθήνα, εισχώρησε στον πνευματικό κόσμο της εποχής και γνωρίστηκε με λογοτέχνες όπως τον Παλαμά και τον Ξενόπουλο. Από το 1885 άρχισε να δημοσιεύει διηγήματα και νουβέλες σε λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες, αλλά και άρθρα, ταξιδιωτικές εντυπώσεις και λαογραφικά κείμενα».[4]
Το πρώτο διήγημά του που δημοσιεύτηκε ήταν «Η Ασήμω» το 1885, στο περιοδικό Εβδομάς του Δ. Καμπούρογλου. Τότε άρχισε και τη συνεργασία του με τα περιοδικά Εβδομάς του Καμπούρογλου, Εκλεκτά Μυθιστορήματα του Χιώτη και την Εστία, πολυπόθητος στόχος κάθε νέου συγγραφέα. Το καλοκαίρι του 1886 όταν βρισκόταν στα Λεχαινά αρρώστησε από πνευμονία και ελονοσία, αρχή της εύθραυστης υγιείας του, που συχνά στο εξής του δημιουργούσε προβλήματα.
Το φθινόπωρο του 1887 επισκέφθηκε τη Ζάκυνθο και έγραψε άρθρα για το Αρχειοφυλάκιο και τη Βιβλιοθήκη της Ζακύνθου που δημοσιεύτηκαν στη Νέα εφημερίδα. Το 1888 έμαθε ότι η αγαπημένη του Γιούλη τελικά παντρεύτηκε κάποιον πλούσιο Αθηναίο, και από τότε δεν ξαναερωτεύτηκε ούτε και παντρεύτηκε ποτέ του.[5]
Το καλοκαίρι του 1888 επισκέφθηκε τη Δωρίδα και την Παρνασσίδα. Επισκέφθηκε και τη γνωστή κωμόπολη Χρυσό, όπου αρρώστησε και πάλι από πνευμονία, ενώ παράλληλα συνέλεγε λαογραφικό υλικό για τα μετέπειτα διηγήματά του.
Τα Χριστούγεννα του 1888 αποφοίτησε από την Ιατρική Σχολή με «Λίαν Καλώς». Συνέχισε να δημοσιεύει διηγήματα σε περισσότερα τώρα περιοδικά, όπως στο Ημερολόγιο του Σκόκου και στο Ημερολόγιο «Ποικίλη Στοά», καθώς και σε εφημερίδες, όπως στην Ακρόπολη, την Καθημερινή και την Εφημερίδα.
Στις αρχές του 1889 προσλήφθηκε ως αρθρογράφος στην Εφημερίδα με μισθό 100 δρχ. (σημαντικός μισθός εκείνη την εποχή) και παρέδωσε πολλά άρθρα λαογραφικού περιεχομένου, ενώ ταυτόχρονα άρχισε να μαθαίνει Γαλλικά. Όμως η κατάταξη στον στρατό, από τον οποίο είχε ήδη πάρει αναβολή το 1889 τον ανάγκασε να ακυρώσει αυτές τις δραστηριότητες. Υπηρέτησε μεταξύ άλλων στην Αθήνα, στη Λάρισα και από το 1890 στο Μεσολόγγι ως ανθυπίατρος της φρουράς της πόλης. Από εκείνη την περίοδο της παραμονής του στο Μεσολόγγι θα επισκεφτεί πολλές φορές τα Κράβαρα, και θα μαζέψει το υλικό που θα χρησιμοποιήσει αργότερα, στο Ζητιάνο. Μάλιστα, τις πρώτες εντυπώσεις του από το φαινόμενο της ζητιανιάς τις δημοσίευσε αμέσως στην Εφημερίδα προκαλώντας σφοδρές αντιδράσεις από τους απανταχού Κραβαρίτες, που θυμωμένοι κάποιοι τον κάλεσαν σε μονομαχία, ενώ κάποιοι άλλοι έστειλαν επιστολές διαμαρτυρίας στην εφημερίδα του.[6]
Τον Ιούνιο του 1891 μετατέθηκε στη Λάρισα. Η ζωή εκεί θα του προμηθεύσει και το υπόλοιπο υλικό για το Ζητιάνο του. Το 1891 τελείωσε τη θητεία του, και άρχισε περιοδεία στην Πελοπόννησο. Από εκεί έγραψε για το περιοδικό Εστία τα άρθρα του για τις φυλακές του Ναυπλίου, παρουσιάζοντας μια ολοκληρωμένη εικόνα για το τότε σωφρονιστικό σύστημα της Ελλάδας.
Τον Οκτώβριο του 1891 διορίστηκε γιατρός στο ατμόπλοιο Αθηνά της Πανελληνίου Ατμοπλοϊκής Εταιρείας. Οι εμπειρίες από αυτά τα τέσσερα χρόνια συνεχών ταξιδιών καταγράφηκαν αρχικά στο ταξιδιωτικό ημερολόγιο του, με τον τίτλο Σ' Ανατολή και Δύση και στη συνέχεια τροφοδότησαν τη συλλογή διηγημάτων Λόγια της πλώρης.[7]
Το καλοκαίρι του 1895 και έχοντας ήδη φύγει από τη θαλασσινή ζωή, επισκέφθηκε ξανά την ορεινή Ναυπακτία και τα Κράβαρα ενόσω διατελούσε ιατρός στην κοινότητα Άμπλιανη Ευρυτανίας. Εκεί τελείωσε τον Ζητιάνο του και άρχισε τον Αρματωλό.
Τον Αύγουστο του 1896 κατατάχθηκε στον Στρατό ως μόνιμος στρατιωτικός γιατρός, αφού πρώτα είχε δημοσιεύσει τον Ζητιάνο του, σε συνέχειες στην εφημερίδα Εστία. Τον Ιανουάριο 1897 έφυγε με το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα για την Κρήτη, για να βοηθήσει στην Επανάσταση που είχε ξεσπάσει εκεί, και κατόπιν ακολούθησε το εκστρατευτικό σώμα και στη Θεσσαλία. Την αμέσως επόμενη χρονιά κέρδισε το πρώτο βραβείο στον διαγωνισμό διηγήματος της Εστίας, με το διήγημα «Πάσχα στα πέλαγα».[7]
Η υγεία του εξακολούθησε να μην είναι καλή, ενώ άρχισαν να τον ταλαιπωρούν και ρευματισμοί. Σιγά-σιγά, η λογοτεχνική του παραγωγή στέρευε, για να σταματήσει τελείως το 1910. Ασχολούνταν περισσότερο με την πολιτική και την επιβολή της δημοτικής γλώσσας. Αρθρογραφούσε στον Νουμά, που ήταν το όργανο των δημοτικιστών, στην Ακρόπολη και στον Χρόνο, καταφερόμενος εναντίον του Διληγιάννη και άλλων που τους θεωρούσε εμπόδιο στην προκοπή του έθνους.
Το 1908 έγινε μέλος της Λαογραφικής Εταιρείας του Νικολάου Πολίτη. Το 1909 ξαναπήγε με τη στρατολογική επιτροπή στη Θεσσαλία, και σε ένα γρήγορο ταξίδι στη Σκιάθο, συνάντησε τον Παπαδιαμάντη. Το 1910 συμμετείχε στην ίδρυση του Εκπαιδευτικού Ομίλου, μαζί με τον Ίωνα Δραγούμη, τον Λορέντζο Μαβίλη και άλλους που αγωνίζονταν για την αναμόρφωση της Παιδείας πάνω σε καινούριες βάσεις. Το 1911, μαζί με άλλους συγγραφείς, τιμήθηκε με το παράσημο του Αργυρού Σταυρού για τη λογοτεχνική του προσφορά[8].
Ενεργό μέλος του Στρατιωτικού Συνδέσμου, υποστήριξε το Κίνημα στο Γουδί και ταυτόχρονα το κίνημα των δημοτικιστών εναντίον των «προγονόπληκτων», ως ενεργό μέλος της Εταιρείας της Εθνικής Γλώσσας που αγωνίζονταν για την καθιέρωση της δημοτικής σε όλες τις δημόσιες πλευρές της ζωής του έθνους.
Πήρε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912–1913. Το 1916 αντέδρασε στο κίνημα του Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη και γι' αυτό φυλακίστηκε για λίγους μήνες στη Θεσσαλονίκη και μετά τέθηκε αυτεπάγγελτα σε αποστρατεία. Κατόπιν περιορίστηκε πρώτα στην πατρίδα του, τα Λεχαινά και έπειτα στη Γέρα στη Μυτιλήνη[9].
Στις αρχές του 1917 νοσηλεύθηκε για φυματίωση στο σανατόριο της Πεντέλης και όταν βγήκε εγκαταστάθηκε μόνιμα πλέον στο Μαρούσι, το οποίο θεωρείτο κατάλληλος τόπος διαμονής για φυματικούς[10].
Το 1920 επανήλθε στο στράτευμα με τον βαθμό του γενικού αρχιάτρου, για να αποστρατευτεί μετά από δική του αίτηση οριστικά το 1922. Το 1920 ανέλαβε &mdash τελευταία του δουλειά — τη συγγραφή και επιμέλεια του Αναγνωστικού της Γ΄, της Δ΄, και της Ε΄ Δημοτικού μαζί με τον Επαμεινώνδα Παπαμιχαήλ. Τον τελευταίο χρόνο της ζωής του, το 1922, εργάσθηκε πάνω στη συγκέντρωση σε δύο τόμους των παλαιότερων διηγημάτων του, τα Διηγήματα των παλικαριών μας και τα Διηγήματα του γυλιού»[9].
Πέθανε στις 24 Οκτωβρίου του 1922, από φυματίωση του λάρυγγα, με την πικρή γεύση της Μικρασιατικής καταστροφής, που αποτέλεσε το τέλος των ονείρων όχι μόνο του Καρκαβίτσα αλλά και μιας ολόκληρης γενιάς Ελλήνων. Άφησε τις εισπράξεις από τα δικαιώματα των έργων του στη σύντροφο των τελευταίων χρόνων της ζωής του και τα χειρόγραφά του στον Γιάννη Βλαχογιάννη, διευθυντή τότε των Αρχείων του Κράτους.
Ο Καρκαβίτσας άρχισε να γράφει στην καθαρεύουσα αλλά από τη δεκαετία του 1890 και μετά την εγκατέλειψε για τη δημοτική, που συγκινούσε όλο και περισσότερα πνεύματα την εποχή εκείνη. Γράφει για την καθαρεύουσα, το 1892: «Της ρίχνεις χρυσάφι και σου βγάζει κάρβουνο· της ρίχνεις φωτιά και σου βγάζει στάχτη· της ρίχνεις αίμα και σου βγάζει λαχανόζουμο.» Ωστόσο δεν θα επικροτήσει ούτε τις ακρότητες της γλώσσας του Ψυχάρη, υποστηρίζοντας σε πολλά άρθρα του ότι ήταν μια γλώσσα το ίδιο εργαστηριακή και επινοημένη όσο σχεδόν και η γλώσσα των καθαρευουσιάνων.[4]
Η δημοτική του Καρκαβίτσα όμως είναι μια γλώσσα όλο δύναμη και παραστατικότητα που αντλεί το λεξιλόγιο και το συντακτικό της κατευθείαν από τη λαϊκή ψυχή. Σύμφωνα με τον Πέτρο Χάρη, η δημοτική του Καρκαβίτσα στο σύνολό της και στο δέσιμό της, στην αφήγηση όσο και στον διάλογο είναι ένα από τα δυο τρία υποδειγματικά κείμενα πεζού λόγου στη δημοτική.[11] Μάλιστα, επεξεργάστηκε στη δημοτική πολλά διηγήματα που τα είχε πρωτογράψει στην καθαρεύουσα.
Κατά τον Αντώνη Καραντώνη, «ο Καρκαβίτσας στάθηκε ο νευρώδης και ρεαλιστής ραψωδός της υπαίθριας ζωής του ελληνικού λαού. Του Καρκαβίτσα η γλώσσα, λαϊκή, τραχιά, παραστατική, μυρίζει θυμάρι και βροντά σα νερό που κατρακυλάει από τα βράχια.»[12]
Σύμφωνα με τον Νίκο Παππά, ο Καρκαβίτσας είναι συγγραφέας με κοινωνικό περιεχόμενο. Ολόκληρη η νεοελληνική κριτική τον καταγράφει σαν ένα περιγραφικό στυλίστα, που έδωσε σπουδαίες εικόνες από την ελληνική ζωή, ενώ ταυτόχρονα πρόκειται για μια ενσυνείδητη συγγραφική διείσδυση στα κακώς κείμενα της ελληνικής ζωής και της κοινωνίας γενικότερα, και τα οποία καυτηριάζει και σατυρίζει κριτικά, ή τα προβάλλει με προστατευτική συμπάθεια προς όλους εκείνους, που μοχθούν δίχως ανταμοιβή, φθείρονται δίχως αναγνώριση και σπαράσσονται από τον αγώνα τους προς τα στοιχεία της φύσης και προς τις κοινωνικές αντιξοότητες. Ο Καρκαβίτσας είναι μια φωνή ανθρωπιστική, ένας ουμανιστής χωρίς ιδεολογικές περιχαρακώσεις και πάντα κοντά στον άνθρωπο του λαού[9].
Ο Αλέξης Ζήρας, βιογραφώντας τον Καρκαβίτσα, σημειώνει ότι «άσκησε με έμμεσο τρόπο δριμύτατη κριτική στα ήθη και στις νοοτροπίες των ανθρώπων της υπαίθρου: στη βαναυσότητα απέναντι στις γυναίκες, στην έλλειψη αξιών, στην απανθρωπιά, στον μέχρι εξοντώσεως του αντιπάλου αγώνα της επιβίωσης, φαινόμενα που πίστευε ότι γίνονται πιο αντιληπτά κοντά στο φυσικό περιβάλλον, καθώς εκεί οι νόμοι των ενστίκτων μάχονται και εκτοπίζουν τους κοινωνικούς κανόνες, αλλά και λυγίζουν τη θέληση των προσώπων».[13]
Κατά τον Κώστα Στεργιόπουλο, «στο αφηγηματικό του έργο ο Καρκαβίτσας κινείται γύρω από τη ζωή των ανθρώπων του βουνού και του κάμπου, από τη μια, και της θάλασσας από την άλλη, και — ηθογραφικός κατά βάση — συνδυάζει συνήθως τον ρεαλισμό με τη ποίηση. Με ύφος στέρεο και ρωμαλέο σε ότι έγραψε στη δημοτική που το φτερώνει στις καλές του στιγμές μια πηγαία περιγραφική διάθεση, συνθέτει ζωντανές εικόνες των χωριών και της σκληρής ζωής των θαλασσινών. Ρητορικός, γεμάτος επίθετα, και σχήματα λόγου παρουσιάζει την ελληνική επαρχία της εποχής του, ψυχογραφώντας τους ξωμάχους και τους ναυτικούς ή ζωντανεύει ιστορίες από τους ελληνικούς αγώνες. Μα, πίσω από τις διηγήσεις του, υπάρχει πάντα η ιδέα της δημιουργίας ενός νεοελληνικού μύθου και μιας νέας ελληνικής πραγματικότητας.»[14]
Πιο επικριτικός απέναντι στον Καρκαβίτσα στάθηκε ο Άλκης Θρύλος: «Ο Καρκαβίτσας για την αντίληψή μου, δεν αδικήθηκε από την εποχή του, […] τουναντίον αναδείχτηκε από την εποχή του. Το χαμηλότατο επίπεδό της επέτρεψε να ξεχωρίσουν και συγγραφείς απλά ευσυνείδητοι, προπάντων όταν υπηρετούσαν τον δημοτικιστικό αγώνα που παραμένει η μεγαλύτερη τιμή τους […] κανένα σχεδόν διήγημά του δεν προκαλεί γόνιμη του συνέχεια μέσα στην ψυχή του αναγνώστη, κανένα σχεδόν διήγημά του δεν έχει προέκταση. Κανένα διήγημά του δεν παρουσιάζει ανθρώπους ολοκληρωμένους […] δε διέπλασε κανένα χαρακτήρα. Όλα τα πρόσωπα που παρουσιάζει είναι μονοκόμματα, ρηχά και συμβατικά.»[15]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.