From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο αεροπορικός οπλισμός του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου αποτελούσε κύρια συνιστώσα σε όλες τις μάχες και, μαζί με τον αντιαεροπορικό οπλισμό, κατανάλωσαν μεγάλο μέρος της βιομηχανικής παραγωγής των μεγάλων δυνάμεων. Η Γερμανία και η Ιαπωνία στηριζόταν σε εναέριες δυνάμεις που ήταν σε στενή συνεργασία με τις χερσαίες και τις ναυτικές δυνάμεις. Υποβάθμισαν τα πλεονεκτήματα των στόλων των αεροσκαφών στρατηγικού βομβαρδισμού, και καθυστέρησαν στην εκτίμηση της ανάγκης να αμυνθούν απέναντι στον στρατηγικό βομβαρδισμό των Συμμάχων. Εν αντιθέσει, η Βρετανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν μια προσέγγιση που έδινε έμφαση στον στρατηγικό βομβαρδισμό, και σε μικρότερο βαθμό, στον τακτικό έλεγχο του πεδίου της μάχης από αέρος, και τις επαρκείς αεράμυνες. Και οι δύο δημιούργησαν μια στρατηγική δύναμη μεγάλων βομβαρδιστικών μεγάλης εμβέλειας τα οποία μπορούσαν να μεταφέρουν τις αερομαχίες στη βάση του εχθρού τους. Ταυτόχρονα, δημιουργούσαν μοίρες τακτικής αεροπορίας που μπορούσαν να αποκτήσουν εναέρια υπεροχή πάνω από τα πεδία των μαχών, και ως εκ τούτου έδιναν ζωτικής σημασίας βοήθεια στα χερσαία στρατεύματα. Και οι δύο μονάδες δημιούργησαν μια ισχυρή ναυτική δύναμη που είχαν τη βάση τους σε αεροπλανοφόρα, όπως έκανε και η Ιαπωνία. Αυτά έπαιξαν τον κύριο ρόλο στον πόλεμο στη θάλασσα.[1]
Πριν από το 1939, όλες οι πλευρές χρησιμοποιούσαν τελείως θεωρητικά μοντέλα αεροπορικού οπλισμού. Ο Ιταλός θεωρητικός Τζούλιο Ντουέ κατά τη δεκαετία του 1920 συνόψισε την πίστη πως οι αεροπόροι κατά τη διάρκεια και μετά από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο εξελίχθηκαν στην αποτελεσματικότητα του στρατηγικού βομβαρδισμού. Πολλοί ανέφεραν πως μόνοι τους μπορούσαν να κερδίσουν πολέμους,[2] μιας και «το βομβαρδιστικό θα τα καταφέρνει πάντα». Οι Αμερικάνοι ήταν βέβαιοι πως το βομβαρδιστικό Boeing B-17 Flying Fortress θα μπορούσε να πλησιάσει σε στόχους, που προστατευόταν από ίδια όπλα και να τον βομβαρδίσουν, με τη χρήση της συσκευής βομβαρδισμού Norden, με καταπληκτική ακρίβεια.[3] Οι Ιάπωνες πρωτοπόροι της αεροπορίας θεώρησαν πως είχαν αναπτύξει την καλύτερη αεροπορία ναυτικού στον κόσμο.
Η Luftwaffe ήταν η Γερμανική Πολεμική Αεροπορία. Η υπερηφάνεια της Ναζιστικής Γερμανίας υπό τον καθοδηγητή της Χέρμαν Γκαίρινγκ, διδάχθηκε νέες τεχνικές πολέμου στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο και θεωρήθηκε από τον Αδόλφο Χίτλερ ως το καθοριστικό στρατηγικό όπλο που χρειαζόταν.[4] Η προχωρημένη τεχνολογία της και η ραγδαία ανάπτυξη οδήγησαν σε υπερβολικούς φόβους τη δεκαετία του 1930 που βοήθησαν στον εξαναγκασμό των Βρετανών και των Γάλλων σε εκτόνωση. Στον πόλεμο η Luftwaffe είχε θετική παρουσία την περίοδο 1939–41, καθώς τα βομβαρδιστικά κατάδυσης Stuka τρομοκράτησαν τις μονάδες πεζικού του εχθρού. Αλλά η Luftwaffe δεν ήταν επαρκώς συντονισμένη με τη συνολική Γερμανική στρατηγική, και ποτέ δεν έφτασε στο επιθυμητό μέγεθος και έκταση που χρειαζόταν στον πόλεμο, εν μέρει κυρίως λόγω έλλειψης υποδομής παραγωγής πολεμικών αεροσκαφών για αμφότερα τα ολοκληρωμένα μοντέλα της καθώς και εργοστασίων συγκριτικά είτε με τη Σοβιετική Ένωση είτε με τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Η Luftwaffe ήταν ατελής αναφορικά με τη τεχνολογία των ραντάρ εκτός από τη χρήση αρχικά της μπάντας συχνοτήτων UHF και αργότερα VHF για τα ραντάρ αέρος της όπως τα συστήματα Lichtenstein και Neptun για τα μαχητικά νυχτερινής πτήσης. Το αεριωθούμενο μαχητικό Messerschmitt Me 262 δεν εισήλθε στον πόλεμο μέχρι τον Ιούλιο του 1944, και το ελαφροβαρές Heinkel He 162 έκανε την εμφάνιση του μόνο κατά τους τελευταίους μήνες του πολέμου στην Ευρώπη. Η Luftwaffe δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει τα γρηγορότερο συνοδευτικά μαχητικά P-51 Mustang μετά το 1943, ή τα εξαιρετικά θανατηφόρα αμυντικά μαχητικά της Βρετανίας μετά τη Μάχη της Αγγλίας.
Όταν οι προμήθειες καυσίμων της Luftwaffe τελείωσαν το 1944 εξαιτίας της πετρελαϊκής εκστρατείας του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, περιορίστηκε σε αντιαεροπορικό ρόλο, και πολλοί από τους στρατιώτες της μεταφέρθηκαν στις μονάδες πεζικού. Μέχρι το 1944 τέθηκαν σε υπηρεσία 39.000 αντιαεροπορικές πυροβολαρχίες επανδρωμένες με εκατομμύρια ανθρώπους, τόσο άνδρες όσο και γυναίκες.
Η Luftwaffe είχε έλλειψη σε δυνάμεις βομβαρδιστικών για στρατηγικό βομβαρδισμό, μιας και θεωρήθηκε πως αυτού του είδους ο βομβαρδισμός δεν άξιζε, ειδικά μετά τον θάνατο του κύριου υποστηρικτή του στρατηγικού βομβαρδισμού στη Luftwaffe, του Στρατηγού Βάλτερ Βέφερ στις 3 Ιουνίου 1936. Επιχείρησαν κάποιου είδους στρατηγικό βομβαρδσιμό στα ανατολικά με το προβληματικό Heinkel He 177A. Η μοναδική τους επιτυχία ήταν η καταστροφή της αεροπορικής βάσης της Πολτάβα στην Ουκρανία κατά την Επιχείρηση Frantic των Συμμάχων, στην οποία χρησιμοποιήθηκαν 43 νέα βομβαρδιστικά B-17 και εκατομμύρια τόνοι αεροπορικού καυσίμου.[5]
Η είσοδος στα αεριωθούμενα πολεμικά αεροσκάφη, κυρίως με το δικινητήριο μαχητικό Messerschmitt Me 262, το ελαφρύ μαχητικό Heinkel He 162 και το αναγνωριστικό-βομβαρδιστικό Arado Ar 234 έγινε από τη Luftwaffe, αλλά η καθυστερημένη περίοδος (1944–45) της εισόδου τους – η οποία οφειλόταν κατά πολύ στη χρονοβόρα εξέλιξη για τα σχέδια αεριωθούμενων κινητήρων BMW 003 και Junkers Jumo 004 — καθώς και η αποτυχία παραγωγής χρηστικών μοντέλων για τους δύο εξελιγμένους κινητήρες υψηλής ισχύος, τον 24-κύλινδρο κινητήρα πιστονιών περίπου 2.500 αλόγων Junkers Jumo 222, και τον εξελιγμένο τούρμποτζετ βάρους σχεδόν 1.200 κιλών Heinkel HeS 011, με τον καθένα να τροφοδοτεί πολλά εξελιγμένα Γερμανικά αεροσκάφη κατά τα τελευταία χρόνια του πολέμου — σήμαινε πως εισήλθαν «πολύ αργά, για κάτι μεγάλο», όπως σε πολλά άλλα εξελιγμένα Γερμανικά μοντέλα αεροσκαφών (και πράγματι, πολλά άλλα Γερμανικά συστήματα οπλισμού) που έγιναν τα τελευταία χρόνια του πολέμου.
Αν και οι σύμμαχοι της Γερμανίας, κυρίως η Ιταλία και η Φινλανδία, είχαν δικές τους πολεμικές αεροπορίες, υπήρχε ελάχιστος συντονισμός μεταξύ τους. Μέχρι λίγο πριν το τέλος του πολέμου η Γερμανία δεν είχε μοιραστεί τα αεροσκάφη, τα σχέδια ροής καυσίμου και την τεχνολογία της με τη σύμμαχό της Ιαπωνία. Όταν αυτό έγινε, είχε ως αποτέλεσμα το αεριωθούμενο μαχητικό Nakajima Kikka και το πυραυλοκίνητο μαχητικό Mitsubishi Shusui, που βασιζόταν αντίστοιχα στα Me 262A και Me 163B — και τα δύο, παρομοίως, ήλθαν πολύ αργά για την Ιαπωνία ώστε αυτή να βελτιώσει τα αμυντικά αεροπορικά συστήματα της, ή να κατασκευάσει εναλλακτικά καύσιμα και λιπαντικά.[6]
Οι Βρετανοί είχαν τη δική τους καλά ανεπτυγμένη θεωρία περί στρατηγικού βομβαρδισμού, και κατασκεύασαν βομβαρδιστικά μεγάλης εμβέλειας για να την υλοποιήσουν.[7]
Όταν έγινε ξεκάθαρο πως η Γερμανία αποτελούσε απειλή, η Βασιλική Πολεμική Αεροπορία (Royal Air Force, RAF) ξεκίνησε μια μεγάλη επέκταση, με τη χωροθέτηση πολλών αεροδρομίων καθώς και τη δημιουργία μοιρών. Από τις 42 μοίρες με 800 αεροσκάφη το 1934, η RAF έφτασε στις 157 μοίρες με 3.700 αεροσκάφη μέχρι το 1939.[8] Συνδύασαν τα προσφάτως εξελιγμένα ραντάρ με τα επικοινωνιακά κέντρα ώστε να κατευθύνουν την αεράμυνα τους. Τα μεσαία βομβαρδιστικά τους είχαν τη δυνατότητα να φτάνουν μέχρι το Γερμανικό βιομηχανικό κέντρο του Ρουρ, ενώ τα μεγαλύτερα ήταν ακόμη υπό ανάπτυξη.
Η RAF πραγματοποίησε ραγδαία επέκταση μετά το ξέσπασμα του πολέμου απέναντι στη Γερμανία το 1939. Σε αυτήν περιλαμβανόταν η εκπαίδευση σε άλλα έθνη της Κοινοπολιτείας (ειδικότερα τον Καναδά) πληρωμάτων κατά το ήμισυ από τη Βρετανία και από την Κοινοπολιτεία, συνολικά περίπου 167.000 ανδρών. Ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη δύναμη στην Ευρώπη. Η RAF ενσωμάτωσε επίσης Πολωνούς και άλλους αεροπόρους οι οποίοι είχαν ξεφύγει από την Ευρώπη του Χίτλερ. Στην Ευρώπη, η RAF κατείχε τον λειτουργικό έλεγχο των πληρωμάτων από την Κοινοπολιτεία, αν και οι μοίρες της Κοινοπολιτείας είχαν μια κάποιου είδους ανεξαρτησία (όπως η σύνθεση του 6ου Σώματος της RAF που διέθετε Καναδικές μοίρες και αποτελούσε μια εθνικά αναγνωρίσιμη μονάδα).
Η RAF διέθετε τρεις κύριες διοικήσεις μάχης που είχαν ως βάση τους το Ηνωμένο Βασίλειο: τη Διοίκηση Μαχητικών της RAF (RAF Fighter Command) επιφορτισμένη με την άμυνα του Ηνωμένου Βασιλείου, τη Διοίκηση Βομβαρδιστικών της RAF (RAF Bomber Command, που συγκροτήθηκε το 1936) η οποία χειριζόταν τα βομβαρδιστικά τα οποία θα ήταν επιθετικά κατά του εχθρού, και την Παράκτια Διοίκηση της RAF (RAF Coastal Command) η οποία προστάτευε τα πλοία των Συμμάχων και πραγματοποιούσε επιθέσεις σε εχθρικά πλοία. Ο Στόλος του Βραχίονα Αέρος του Βασιλικού Ναυτικού χειριζόταν μαχητικά που είχαν ως βάση τους στη στεριά ως άμυνα των ναυτικών εγκαταστάσεων και αεροσκάφη που βρισκόταν σε αεροπλανοφόρα. Αργότερα στον πόλεμο η δύναμη των μαχητικών της RAF διαχωρίστηκε στη Διοίκηση Αεράμυνας της Μεγάλης Βρετανίας (Air Defence of Great Britain, ADGB) για την προστασία του Ηνωμένου Βασιλείου και το Δεύτερο Τακτικό Σώμα Αεροπορίας (Second Tactical Air Force) για την υποστήριξη των χερσαίων δυνάμεων στην εκστρατεία της Βορειοδυτικής Ευρώπης.
Η Διοίκηση Βομβαρδιστικών συμμετείχε σε δύο μέρη της επίθεσης – την εκστρατεία στρατηγικού βομβαρδισμού κατά της Γερμανικής πολεμικής παραγωγής, και στον λιγότερο γνωστό βομβαρδισμό των παράκτιων υδάτων της Γερμανίας για την αναχαίτιση των ναυτικών επιχειρήσεων της και την παρεμπόδιση των πλοίων U να επιχειρούν ελεύθερα απέναντι στα πλοία των Συμμάχων. Με σκοπό την επίθεση στις Γερμανικές βιομηχανίες το βράδυ η RAF ανέπτυξε βοηθήματα πλοήγησης, τακτικές καταβολής των Γερμανικών συστημάτων άμυνας, τακτικές έναντι στα νυχτερινά μαχητικά της Γερμανίας, τεχνικές ιχνηλάτησης στόχων, αρκετά ηλεκτρονικά βοηθήματα για άμυνα και επίθεση και υποστήριξη των αεροσκαφών ηλεκτρονικού οπλισμού. Η παραγωγή των βαρέων αεροσκαφών ανταγωνιζόταν με τους πόρους του Στρατού και του Ναυτικού, και αποτελούσε πηγή διαφωνίας για το αν η προσπάθεια θα μπορούσε να επεκταθεί επ' ωφελεία και προς τις άλλες κατευθύνσεις.
Οι αυξημένες απώλειες κατά το τελευταίο μέρος του 1943 εξαιτίας του αναδιοργανωμένου συστήματος νυχτερινών μαχητικών της Luftwaffe και των αποτυχημένων προσπαθειών του Σερ Άρθουρ Χάρις να καταστρέψει το Βερολίνο οδήγησαν σε σοβαρές αμφιβολίες για το αν η Διοίκηση Βομβαρδιστικών χρησιμοποιούνταν πλήρως και την άνοιξη του 1944 τέθηκε υπό την πλήρη έλεγχο του Αϊζενχάουερ και έπαιξε ζωτικής σημασίας ρόλο στην προετοιμασία της Εισβολής στο Όβερλορντ.[9][10]
Μέχρι το τέλος του πολέμου, η ετήσια Σοβιετική παραγωγή αεροσκαφών είχε αυξηθεί κατακόρυφα, φτάνοντας το 1944 στα 40.000 αεροσκάφη. Κατασκευάστηκαν περίπου 157.000 αεροσκάφη συνολικά, από τα οποία τα 126.000 ήταν μαχητικά για την Voyenno-Vozdushnye Sily ή VVS (όπως ονόμαζε η Σοβιετική Ένωση την αεροπορία της), ενώ τα υπόλοιπα ήταν μεταγωγικά και εκπαιδευτικά.[11][12] Η κρίσιμη σημασία του ρόλου της χερσαίας επίθεσης στην υπεράσπιση της Σοβιετικής Ένωσης στην Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα του Άξονα προς την τελική ήττα της Ναζιστικής Γερμανίας με τη Μάχη του Βερολίνου είχαν ως αποτέλεσμα η αεροπορική βιομηχανία των Σοβιετικών να παραγάγει πολλά μοντέλα του Ilyushin Il-2 Shturmovik κατά τη διάρκεια του πολέμου, πολλά περισσότερα από οποιοδήποτε μοντέλο αεροσκάφους στην ιστορία της αεροπορίας, με την παραγωγή 36.000 αντιγράφων.[13]
Κατά τη διάρκεια του πολέμου οι Σοβιετικοί χρησιμοποίησαν 7.500 βομβαρδιστικά και έριξαν περίπου 30 εκατομμύρια βόμβες σε Γερμανικούς στόχους, με πυκνότητα που έφτανε πολλές φορές τους 100–150 τόννους/ τετραγωνικό χιλιόμετρο.[14][15]
Πριν από την επίθεση στο Περλ Χάρμπορ και κατά την περίοδο στην οποία το προκάτοχο Σώμα Αεροπορίας Στρατού των Ηνωμένων Πολιτειών έγινε η Αμερικανική Στρατιωτική Αεροπορία (American Army Air Force, AAAF) στα τέλη Ιουνίου του 1941, ο Πρόεδρος Φραγκλίνος Ρούζβελτ έδωσε σε έναν αεροπόρο του Ναυτικού, τον Ναύαρχο Έρνεστ Κινγκ, την εντολή ο πόλεμος στον Ειρηνικό να είναι προσανατολισμένος στην αεροπορία. Ο Ρούζβελτ επέτρεψε στον Κινγκ να δημιουργήσει δύναμη ναυτικής αεροπορίας με βάση στη στεριά, και να αποκτήσει έλεγχο των βομβαρδιστικών μεγάλης εμβέλειας που χρησιμοποιούνταν στις περιπολίες εναντίον των υποβρυχίων στον Ατλαντικό. Ο Ρούζβελτ βασικά συμφώνησε με τον Ρόμπερτ Λόβετ, τον πολιτικό υφυπουργό Αεροπορίας, ο οποίος ισχυρίστηκε πως «Ενώ δεν θεωρώ πως η αεροπορία από μόνη της μπορεί να κερδίσει τον πόλεμο, ισχυρίζομαι πως ο πόλεμος δεν μπορεί να ολοκληρωθεί επιτυχώς χωρίς αυτή.»[16]
Ο Επικεφαλής του προσωπικού του Στρατού, Τζορτζ Μάρσαλ απέρριψε τις εκκλήσεις για πλήρη ανεξαρτησία του Σώματος Αεροπορίας, επειδή οι στρατηγοί των χερσαίων δυνάμεων και του Ναυτικού ήταν πλήρως αντίθετοι. Στον συμβιβασμό που επετεύχθη συμφωνήθηκε πως μετά τον πόλεμο, η αεροπορία θα ανεξαρτητοποιούνταν. Την ίδια στιγμή, το Σώμα Αεροπορίας Στρατού μεταβλήθηκε σε Στρατιωτική Αεροπορία (Army Air Forces, AAF) τον Ιούνιο του 1941, συνδυάζοντας όλο το προσωπικό και τις μονάδες κάτω από έναν γενικό επικεφαλής, έναν αεροπόρο. Το 1942 ο Στρατός αναδιοργανώθηκε σε τρία ίσα τμήματα, εκ των οποίων το ένα ήταν η AAF, η οποία τότε είχε σχεδόν εξολοκλήρου ελευθερία στην εσωτερική της διοίκηση. Έτσι η AAF οργάνωσε τη δική της ιατρική υπηρεσία ανεξάρτητη από το Γενικό Χειρουργείο (Surgeon General), τις δικές τις μονάδες του Γυναικείου Σώματος Στρατού (Women's Army Corps, WAC), και το δικό της σύστημα επιμελητείας. Είχε πλήρη έλεγχο πάνω στον σχεδιασμό και την προμήθεια αεροπλάνων και των σχετικών ηλεκτρονικών μηχανισμών και οπλισμού. Οι αγορές της έλεγχαν το 15% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος. Μαζί με την αεροπορία του ναυτικού, επιστράτευσαν τους καλύτερους νέους του έθνους. Ο Στρατηγός Χένρι Άρνολντ ήταν επικεφαλής της AAF. Ένας από τους πρώτους ανθρώπους του στρατού που πέταξε, και ο νεότερος σμήναρχος στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, επέλεξε για τις σημαντικότερες μάχες άνδρες που ήταν δέκα χρόνια νεότεροι από τους αντίστοιχους του Στρατού, συμπεριλαμβανομένων των Άιρα Ίκερ (γεν. 1896), Τζίμι Ντουλίτλ (γενν. 1896), Χόιτ Βάντενμπεργκ (γενν. 1899), Έλγουντ «Πιτ» Κεσάντα (γενν. 1904), και, τον νεότερο από όλους, Κέρτις Λεμέι (γενν. 1906). Αν και ήταν απόφοιτος της Ανωτάτης Στρατιωτικής Ακαδημίας, δεν στράφηκε αποκλειστικά σε αποφοίτους της για τις υψηλές θέσεις. Από τη στιγμή που ήταν ανεξάρτητος στα πεδία των μαχών, ο Άρνολντ μπόρεσε, να μετακινήσει τους στρατηγούς, και να αντικαθιστά γρήγορα αυτούς που δεν ανταποκρινόταν στους στόχους.[17]
Έχοντας επίγνωση της ανάγκης για γνώσεις μηχανικής, ο Άρνολντ στράφηκε έξω από τον στρατό και ανέπτυξε στενούς δεσμούς με κορυφαίους μηχανικούς και τον ειδικό σε πυραύλους Θίοντορ φον Κάρμεν στο Κάλτεχ. Ο Άρνολντ κατείχε θέσεις στο Αμερικανικό Γενικό Επιτελείο Στρατού και το Αμερικανο-βρετανικό Μικτό Επιτελείο Στρατού. Ο Άρνολντ, ωστόσο, ήταν επισήμως υπαρχηγός του Επιτελείου Στρατού, έτσι στις επιτροπές ήταν κάτω από τον αρχηγού του, Στρατηγό Μάρσαλ. Έτσι ο Μάρσαλ λάμβανε όλες τις στρατηγικές αποφάσεις, οι οποίες επεξεργαζόταν από το «Σώμα Πολεμικού Σχεδιασμού» (War Plans Division, WPD, μεταγενέστερη ονομασία του Σώματος Επιχειρήσεων). Οι ηγέτες του WPD ήταν από το πυροβολικό ή μηχανικοί, ενώ αρκετοί αεροπόροι βρισκόταν σε ενδεικτικές θέσεις.[18]
Η AAF διέθετε ένα νεοσύστατο τμήμα σχεδιασμού, του οποίοι οι αποφάσεις αγνοούνταν σε μεγάλο βαθμό από το WPD. Οι αεροπόροι είχαν επίσης μικρή συμμετοχή στα τμήματα σχεδιασμού του Γενικού Επιτελείου Στρατού και του Μικτού Επιτελείου. Οι αεροπόροι επίσης σιωπούνταν σε μεγάλο βαθμό κατά τη διάρκεια λήψης αποφάσεων και τις διαδικασίες σχεδιασμού λόγω έλλειψης πρεσβύτητας στο σύστημα. Το πάγωμα αυτό ενέτεινε τα αιτήματα για ανεξαρτησία, και αναζωπύρωσε το πνεύμα για «απόδειξη» της υπεροχής του δόγματος της εναέριας δύναμης. Εξαιτίας της νεαρής, δογματικής ηγεσίας στην κορυφή, και την καθολική αίγλη που χαρακτήριζε τους αεροπόρους, το ηθικό στην AAF ήταν αρκετά ψηλότερα από οπουδήποτε αλλού (με εξαίρεση ίσως την αεροπορία του Ναυτικού).
Η AAF παρείχε εκτεταμένη τεχνική εκπαίδευση, προωθούσε αξιωματικούς και στρατολογούσε γρηγορότερα, παρείχε άνετους στρατώνες και καλό φαγητό, ενώ ήταν ασφαλής, με ένα υποστηριζόμενο από την Αμερικανική κυβέρνηση πρόγραμμα εκπαίδευσης πιλότων που έγινε το 1938, το οποίο έγινε σε συνεργασία, όταν κρίθηκε απραίτητο, με το αντίστοιχο πρόγραμμα της Βρετανικής Κοινοπολιτείας στη Βόρεια Αμερική. Οι μοναδικές επικίνδυνες δουλειές ήταν οι εθελοντικές ως πλήρωμα σε μαχητικά και βομβαρδιστικά—ή μη εθελοντικές στις απόμακρες βάσεις του Νοτιοδυτικού Ειρηνικού. Ο Μάρσαλ, άνθρωπος από το πυροβολικό που δεν ενδιαφερόταν για την αεροπορία πριν από το 1939, τροποποίησε την άποψη του προς όφελος της αεροπορίας και έδωσε στους αεροπόρους περισσότερη αυτονομία. Ενέκρινε μεγάλες δαπάνες για αεροπλάνα, και επέμενε πως οι Αμερικανικές δυνάμεις έπρεπε να κατέχουν την εναέρια υπεροχή προτού επιτεθούν. Ωστόσο, ανέτρεψε επανειλλημένα τον Άρνολντ συμφωνώντας με τις απαιτήσεις του Ρούζβελτ την περίοδο 1941–42 για την αποστολή των μισών εκ των νέων ελαφρών βομβαρδιστικών και μαχητικών στους Βρετανούς και τους Σοβιετικούς, καθυστερώντας έτσι την ανάπτυξη της Αμερικανικής αεροπορίας.[19]
Οι κύριες εντολές στα πεδία των μαχών διδόταν από τους Ντάγκλας Μακάρθουρ και Ντουάιτ Αϊζενχάουερ του πεζικού. Κανένας του δεν έδινε σημασία στην αεροπορία πριν από τον πόλεμο. Ωστόσο ο υπέρμαχος της εναέριας δύναμης Τζίμι Ντουλίτλ διαδέχθηκε τον Ίκερ στο 8ο Σώμα Αεροπορίας στη θέση του διοικητή στην αρχή του 1944. Ο Ντουλίτλ πραγματοποίησε κρίσιμες αλλαγές στην τακτική στρατηγικής των μαχητικών και οι εκστρατείες των βομβαρδιστικών του 8ου Σώματος αντιμετώπιζαν ολοένα και λιγότερα αμυντικά μαχητικά της Luftwaffe για το υπόλοιπο του πολέμου.
Τα επιθετικά αντιαεροπορικά, που ξεκαθάριζαν τον χώρο για τα αεροσκάφη στρατηγικού βομβαρδισμού και εν τέλει είχαν καθοριστικό ρόλο στην εισβολή στη Μάγχη, ήταν μέρος στρατηγικής αποστολής που καθοδηγούνταν από μαχητικά συνοδείας που συνοδευόταν από βαριά βομβαρδιστικά. Η τακτική αποστολή, ωστόσο, ήταν της δικαιοδοσίας των μαχητικών-βομβαρδιστικών, υποβοηθούμενα από μεσαία βομβαρδιστικά.
Οι διοικητές των Αμερικανικών στρατευμάτων έγιναν υποστηρικτές της αεροπορίας, και έστησαν τις στρατηγικές τους γύρω από την ανάγκη για τακτική εναέρια υπεροχή. Ο Μακάρθουρ ηττήθηκε στις Φιλιππίνες το 1941–42 κυρίως επειδή οι Ιάπωνες έλεγχαν τους αιθέρες. Τα αεροπλάνα του ήταν λιγότερα και δεν υπερτερούσαν, τα αεροδρόμια του είχαν βομβαρδιστεί, τα ραντάρ του είχαν καταστραφεί ενώ η γραμμή προμηθειών είχε αποκοπεί. Το πεζικό του δεν είχε καμία ευκαιρία. Ο Μακάρθουρ δεν δεσμεύτηκε ποτέ ξανά. Η εκστρατεία του στη νήσο στηριζόταν στη στρατηγική της απομόνωσης των Ιαπωνικών οχυρών ενώ τα κατέστρεφε. Το κάθε βήμα του εξαρτιόταν από την εμβέλεια της αεροπορίας του, και ο πρώτος του στόχος του ήταν να εξασφαλίσει χώρο για να κατασκευάσει ένα αεροδρόμιο και να προετοιμαστεί για το επόμενο χτύπημα.[20][21] Ο αναπληρωτής του Αϊζενχάουερ στο Ανώτατο Στρατηγείο Συμμαχικών Εξερευνητικών Δυνάμεων (Supreme Headquarters Allied Expeditionary Force, SHAEF) ήταν ο πτέραρχος Άρθουρ Τέντερ ο οποίος ήταν διοικητής της Συμμαχικής Διοίκησης Αέρος της Μεσογείου όταν ο Αϊζενχάουερ ήταν υπεύθυνος των Συμμαχικών επιχειρήσεων στη Μεσόγειο.
Οι Σύμμαχοι απέκτησαν εναέρια υπεροχή στο πεδίο της μάχης στον Ειρηνικό το 1943 και την Ευρώπη το 1944. Αυτό σήμαινε πως οι προμήθειες και οι ενισχύσεις τους θα περνούσαν από το μέτωπο της μάχης, αλλά όχι από τον εχθρό. Σήμαινε πως οι Σύμμαχοι θα μπορούσαν να συγκεντρώσουν τις δυνάμεις κρούσης τους οπουδήποτε επιθυμούσαν, και να συντρίψουν τον εχθρό με υπεροχή της δύναμης πυρός. Υπήρχε ειδική εκστρατεία, εντός της στρατηγικής επίθεσης, για καταστολή της εχθρικής αεράμυνας, ή ειδικότερα, των μαχητικών της Luftwaffe.
Ενώ οι Ιάπωνες ξεκίνησαν τον πόλεμο με ένα υπέροχο σύνολο αεροπόρων του ναυτικού, που εκπαιδεύτηκαν στον πειραματικό αεροσταθμό Μίστι Λαγκούν, η εκπαίδευση τους, ίσως επηρεασμένη από την παράδοση των μαχητών, έλεγε πως οι πιλότοι θα έπρεπε να είναι σε ενεργή δράση μέχρι να πεθάνουν. Η Αμερικανική θέση, τουλάχιστον για την αεροπορία του ναυτικού, ήταν μια αυστηρή εναλλαγή μεταξύ των θαλάσσιων εγκαταστάσεων και καθηκόντων στη στεριά, με το τελευταίο να περιλαμβάνει μετεγκαταστάσεις εκπαίδευσης, προσωπική εκπαίδευση και συμμετοχή στη θεωρητική εξέλιξη. Η Αμερικανική εκστρατεία στρατηγικού βομβαρδισμού στην Ευρώπη είχε αυτήν την αρχή, αλλά σχετικά ελάχιστα πληρώματα επιβίωσαν στις 25 αποστολές. Στις 27 Δεκεμβρίου 1938 οι Ηνωμένες Πολιτείες εισήγαγαν το Πρόγραμμα Εκπαίδευσης Πολιτών Πιλότων για να αυξήσουν σε μεγάλο βαθμό των αριθμό των φαινομενικών Αμερικανών «πολιτών» πιλότων, αλλά αυτό το πρόγραμμα είχε επίσης το αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένας μεγάλος αριθμός εκπαιδευμένων πιλότων έτοιμων για πτήση για μελλοντική στρατιωτική χρήση στην ανάγκη που προέκυψε.
Άλλες χώρες είχαν διαφορετική προσέγγιση. Σε μερικές χώρες, ήταν προσωπική επιλογή αν κάποιος παρέμενε στη μάχη ή βοηθούσε στη δημιουργία της επόμενης γενιάς. Ακόμη εκεί υπήρχε πολιτική χρήσης δυνατοτήτων πέρα από τη μάχη, μερικές προσωπικότητες, π.χ. ο Γκι Γκίμπσον επέμενε στην επιστροφή στη μάχη μετά από έναν χρόνο. Και οι δύο διάδοχοι του Γκίμπσον στη Μοίρα 617 είχαν εντολή να παραμείνουν μόνιμα – ο Λέοναρτν Κέσαϊρ μετά από 102 επιχειρήσεις, ο Γουίλι Τέιτ (DSO & 3 Bars) μετά από 101 – αντανακλώντας την πίεση των παρατεταμένων επιχειρήσεων.
Το Σχέδιο Εναέριας Εκπαίδευσης της Βρετανικής Κοινοπολιτείας (και τα συναφή σχήματα) εκτός από την εκπαίδευση των Βρετανικών πληρωμάτων στη Βόρειο Αμερική συνέβαλε σε μεγάλο αριθμό στα πληρώματα εκτός Ηνωμένου Βασιλείου υπό τον επιχειρησιακό έλεγχο της RAF. Ενώ η Διοίκηση Βομβαρδιστικών της RAF επέτρεπε στον καθένα να σχηματίζει ομάδες με φυσικό τρόπο και τα πληρώματα των βομβαρδιστιτικών ήταν γενικά ετερογενή από πλευράς καταγωγής, η Καναδική κυβέρνηση ώθησε τα πληρώματα της να οργανωθούν σε ένα Σώμα για μεγαλύτερη αναγνώριση – το 6ο Σώμα της RAF.
Ο Άρνολντ ορθώς προέβλεψε πως οι Ηνωμένες Πολιτείες θα κατασκεύαζαν αεροδρόμια σε αφιλόξενες θέσεις. Εργαζόμενος στενά με το Σώμα Μηχανικών του Στρατού, δημιούργησε Τάγματα Μηχανικών Αεροπορίας τα οποία μέχρι το 1945 αριθμούσαν 118.000 άνδρες. Διάδρομοι προσγείωσης, υπόστεγα, σταθμοί ραντάρ, γεννήτριες ισχύος, στρατώνες, δεξαμενές αποθήκευσης καυσίμων και χώροι απόθεσης πυρομαχικού υλικού έπρεπε να κατασκευαστούν τάχιστα σε μικρά κοραλλιογενή νησιά, λασπώδεις εκτάσεις, αφιλόξενες ερήμους, απόμακρες ζούγκλες ή τοποθεσίες εκτεθιμένες στο πυροβολικό του εχθρού. Ο βαρύς εξοπλισμός της κατασκευής έπρεπε να μεταφερθεί, μαζί με τους μηχανικούς, τα προσχέδια, τους τάπητες προσγείωσης από πλέγμα χάλυβα, τα προκατασκευασμένα υπόστεγα, τα καύσιμα, τις βόμβες και τα πυρομαχικά, καθώς και όλες τις απαραίτητες προμήθειες. Όσο συντομότερα ολοκληρωνόταν μια κατασκευή το τάγμα φόρτωνε τον εξοπλισμό του και προχωρούσε στην επόμενη πρόκληση, ενώ η διοίκηση διέθετε ακόμη ένα αεροδρόμιο στον χάρτη.[22]
Οι μηχανικοί κατασκεύαζαν ένα νέο αεροδρόμιο στη Νότιο Αφρική κάθε μέρα για επτά συνεχόμενους μήνες. Όταν οι ραγδαίες βροχοπτώσεις στις ακτές μείωναν τη χωρητικότητα των παλιών αεροδρομίων, δύο εταιρείες Αερομεταφερόμενων Μηχανικών, φόρτωναν μικρό εξοπλισμό σε 56 μεταγωγικά, πετούσαν αρκετά χιλιόμετρα πάνω από τοποθεσίες της Σαχάρα, έριχναν τα υλικά, και μετά από 24 ώρες τα αεροδρόμια μπορούσαν να υποδεχθούν το πρώτο B-17. Συχνά οι μηχανικοί έπρεπε να επιδιορθώσουν και να χρησιμοποιήσουν αεροδρόμια που είχαν καταληφθεί από τους εχθρούς. Τα Γερμανικά αεροδρόμια ήταν κατασκευασμένα για επιχειρήσεις παντός καιρού.[23]
Μερικά από τα νησιά-βάσεις της Ιαπωνίας, που είχαν κατασκευαστεί πριν από τον πόλεμο, είχαν εξαιρετικά αεροδρόμια. Οι περισσότερες νέες εγκαταστάσεις στον Ειρηνικό, όμως, ήταν ετοιμόρροπα κτίσματα με κακή διαρρύθμιση, κακή αποστράγγιση, ελάχιστη προστασία, και στενούς, ανώμαλος διαδρόμους. Η μηχανική δεν ήταν στις υψηλές προτεραιότητες για την Ιαπωνία που ήταν στραμμένη στην επίθεση, και διαχρονικά είχε ελλείψεις σε επαρκή εξοπλισμό και φαντασία. Σε λίγα νησιά, οι τοπικοί διοικητές βελτίωσαν τα υπόστεγα των αεροσκαφών και τη γενική βιωσιμότητα των εγκαταστάσεων, μιας και είχαν ορθώς προβλέψει τον κίνδυνο των επερχόμενων εκστρατειών ή εισβολών.[24] Στο ίδιο μέτωπο τα «τάγματα κατασκευής» του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ, τα οποία συλλογικά ονομαζόταν "Seabees" από το ακρονύμιο CB που υιοθετήθηκε κατά την ημερομηνία σχηματισμού τους τον Μάρτιο του 1942, θα κατασκεύαζε εκατοντάδες διαδρόμους προσγείωσης και σε σημαντικό βαθμό τις υποδομές στρατιωτικής υποστήριξης της εκστρατείας του Ειρηνικού για του Συμμάχους κατά τον πόλεμο του Ειρηνικού το 1945, καθώς και οπουδήποτε αλλού στον κόσμο κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Η τακτική αεροπορία εμπλέκει την απόκτηση ελέγχου στον εναέριο χώρο πάνω από το πεδίο της μάχης, υποστηρίζοντας άμεσα τις χερσαίες μονάδες (μέσω επιθέσεων στα τανκς των εχθρών και το πυροβολικό), και πραγματοποιώντας επιθέσεις στις γραμμές προμηθειών του εχθρού, καθώς και τα αεροδρόμια. Κατά κανόνα, τα μαχητικά αεροπλάνα χρησιμοποιούνται για την απόκτηση εναέριας υπεροχής, και τα ελαφριά βομβαρδιστικά για τις αποστολές υποστήριξης.[25]
Η θεωρία της τακτικής αεροπορίας αναφέρει πως η πρωταρχική αποστολή είναι η μετατροπή της τακτικής υπεροχής σε πλήρη εναέρια υπεροχή—στον πλήρη κατακερματισμό της εχθρικής αεροπορίας κατά την απόκτηση ελέγχου στον δικό της εναέριο χώρο. Αυτό μπορούσε να γίνει άμεσα μέσω αερομαχιών, και επιδρομών σε αεροδρόμια και σταθμούς ραντάρ, ή έμμεσα με την καταστροφή εργοστασίων αεροσκαφών και χώρων αποθήκευσης καυσίμων. Το αντιαεροπορικό πυροβολικό (που ονομαζόταν "ack-ack" από τους Βρετανούς, "flak" από τους Γερμανούς, και "Archie" από την Αεροπορική Υπηρεσία των Ηνωμένων Πολιτειών στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο) έπαιζε επίσης κάποιο ρόλο, αλλά αυτός υποβαθμιζόταν από τους περισσότερους αεροπόρους. Οι Σύμμαχοι απέκτησαν την εναέρια υπεροχή στον Ειρηνικό το 1943 και στην Ευρώπη το 1944.[26] Αυτό σήμαινε πως οι προμήθειες και οι ενισχύσεις των Συμμάχων θα περνούσαν από το πεδίο της μάχης, αλλά όχι από εχθρικό έδαφος. Οι Σύμμαχοι θα μπορούσαν να επικεντρωθούν στις δυνάμεις κρούσης τους όπου επιθυμούσαν, και να καταβάλλουν τον εχθρό με την υπεροχή της δυνάμεως πυρός. Αποτέλεσε τη βασική στρατηγική των Συμμάχων, και είχε αποτέλεσμα.
Μια από τις αποτελεσματικότερες επιδείξεις της εναέριας υπεροχής από τους Δυτικούς Συμμάχους πάνω από την Ευρώπη έγινε στις αρχές του 1944, όταν ο Πτέραρχος Τζίμι Ντουλίτλ, ο οποίος διοικούσε το 8ο Σώμα Αεροπορίας από τον Ιανουάριο του 1944, λίγους μόνο μήνες αργότερα θα «απελευθέρωνε» τη δύναμη των P-51 Mustang από την αποστολή που τους είχε ανατεθεί, ώστε να συνοδεύουν στενά τα βαρέα βομβαρδιστικά του 8ου Σώματος, αφότου έλαβαν βοήθεια από Βρετανούς αεροπόρους στην επιλογή για τον καλύτερο τύπο αεροσκάφους για τον σκοπό αυτό. Οι μοίρες με Mustang της USAAF είχαν πλέον καθήκοντα να πετούν μπροστά από τους αμυντικούς σχηματισμούς των βομβαρδιστικών που ήταν σε σχηματισμό κουτιού κατά περίπου 120–160 χλμ (75–100 μίλια) ώστε να καθαρίζουν βασικά τους αιθέρες, κατά τον σκοπό μιας αρκετά μεγάλης αποστολής εναέριας υπεροχής με «μαχητικά σκουπίσματος», σε κάθε αμυντική παρουσία του Τρίτου Ράιχ μέσω των μονοθέσιων μαχητικών Jagdgeschwader της Luftwaffe. Αυτή η σημαντική αλλαγή καταδίκασε συμπτωματικά τόσο τα δικινητήρια βαρέα βομβαρδιστικά Zerstörer και τα αναπληρωματικά τα βαρέως οπλισμένα σώματα Focke-Wulf Fw 190A Sturmbock που χρησιμοποιούνταν ως βομβαρδιστικά καταστροφής. Αυτή η αλλαγή στην τακτική των Αμερικανικών μαχητικών άρχισε να έχει πιο άμεσα αποτελέσματα με την απώλεια ολοένα και περισσότερου προσωπικού των Jagdflieger της Luftwaffe,[27] και λιγότερων απωλειών βομβαρδιστικών από τη Luftwaffe από το 1944 και έπειτα.
Η εναέρια υπεροχή στηριζόταν στην παρουσία των γρηγορότερων και πιο ευέλικτων μαχητικών, σε επαρκή ποσότητα, τα οποία είχαν ως βάση πλήρως εξοπλισμένα αεροδρόμια εντός της εμβέλειας της. Η RAF επέδειξε τη σημασία της ταχύτητας και της ευελιξίας στη Μάχη της Αγγλίας (1940), όταν τα γρήγορα μαχητικά Spitfire και Hawker Hurricane της ξεφορτώθηκαν με ευκολία τα αδέξια Stukas καθώς αυτά ανερχόταν από τις βουτιές που επιχειρούσαν. Ο αγώνας να κατασκευαστεί το γρηγορότερο μαχητικό έγινε ένα από τα κεντρικά θέματα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Όταν αποκτούνταν η πλήρης εναέρια υπεροχή σε ένα μέτωπο, η δεύτερη αποστολή ήταν η απαγόρευση της ροής των εχθρικών προμηθειών και ενισχύσεων σε ζώνη οκτώ με ογδόντα χιλιόμετρα πίσω από το μέτωπο. Οτιδήποτε κινούνταν ήταν εκτεθιμένο σε επιθέσεις από αέρος, ή αλλιώς περιοριζόταν σε νύχτες χωρίς φεγγάρι. (Τα ραντάρ δεν ήταν ακόμη αρκετά καλά για τις νυχτερινές τακτικές αποστολές απέναντι σε χερσαίους στόχους.) Ένα μεγάλο μέρος της δύναμης εστίαζε σε αυτή την αποστολή.
Η τρίτη και χαμηλότερης προτεραιότητας (από την πλευρά της AAF) αποστολή ήταν η «στενή εναέρια υποστήριξη» ή η άμεση βοήθεια στις χερσαίες μονάδες στο μέτωπο της μάχης που αποτελούνταν από τον βομβαρδισμό στόχων που ταυτοποιούνταν από τις χερσαίες δυνάμεις και η σφυροκόπηση του εκτιθέμενου πυροβολικού.[28] Η αποστολή αυτή δεν άρεσε στους αεροπόρους μιας και ο εναέριος πόλεμος εξαρτιόταν από τον χερσαίο. Επιπλέον, οι στενές τάφροι, το καμουφλάζ και ο αντιαεροπορικός οπλισμός συχνά περιόριζαν την αποτελεσματικότητα της στενής εναέριας υποστήριξης. Η «Επιχείρηση Κόμπρα» στον Ιούλιο του 1944, είχε ως στόχο μια κρίσιμη λωρίδα 12 τετραγωνικών χιλιομέτρων που κατείχαν οι Γερμανοί και παρεμπόδιζε την προέλαση των Αμερικανών πέρα από τη Νορμανδία.[29] Ο Στρατηγός Ομάρ Μπράντλεϊ, του οποίου οι χερσαίες δυνάμεις περιοριζόταν, εναπόθεσε τις ελπίδες του στην εναέρια δύναμη. 1.500 βαρέα, 380 μεσαία βομβαρδιστικά και 550 μαχητικά βομβαρδιστικά έριξαν 4.000 τόννους ισχυρής εκρηκτικής ύλης. Ο Μπράντλεϊ τρομοκρατήθηκε όταν 77 αεροπλάνα έριξαν την εκρηκτική ύλη λίγο πέρα από τον στόχο τους:
Οι Γερμανοί ήταν έκπληκτοι και αναίσθητοι, με τα τανκς τους αναποδογυρισμένα, τα τηλεφωνικά καλώδια αποκομμένα, οι διοικητές τους αγνοούνταν, και ένα τρίτο από τα στρατεύματα τους είχε σκοτωθεί ή τραυματιστεί. Η γραμμή άμυνας είχε διασπαστεί. Ο Λόουτον Κόλινς κινήθηκε τάχιστα με το 7ο Σώμα προς τα μπροστά. Οι Γερμανοί υποχώρησαν σε πανωλεθρία, η Μάχη της Γαλλίας είχε κερδηθεί και η εναέρια δύναμη φαινόταν αήτητη. Ωστόσο, το θέαμα ενός ανωτέρου αξιωματικού νεκρού κατά λάθος ήταν αποθαρρυντικό, και μετά την ολοκλήρωση της επιχείρησης Κόμπρα, οι στρατηγοί ήταν απρόθυμοι να ρισκάρουν για απώλειες «φίλιων πυρών» που συχνά συνέβαιναν παρά τις εξαιρετικές ευκαιρίες επίθεσης που γινόταν μόνο με εναέρια υποστήριξη. Οι φαντάροι, από την άλλη, ήταν εκστασιασμένοι από την αποτελεσματικότητα της στενής εναέριας υποστήριξης:
Μερικά σώματα, ειδικά το Σώμα Πεζοναυτών των ΗΠΑ, έδιναν έμφαση στην ομάδα αέρος-εδάφους. Οι αεροπόροι, σε αυτή την προσέγγιση, είναι επίσης στρατιώτες που κατανοούν τις ανάγκες και την προοπτική των χερσαίων δυνάμεων. Υπήρχε περισσότερη κοινή εκπαίδευση αέρος-εδάφους, και μια συγκεκριμένη μονάδα αέρος θα είχε μακροχρόνια σχέση με μια συγκεκριμένη μονάδα εδάφους, βελτιώνοντας την κοινή τους επικοινωνία.[32]
Στη Βορειοδυτική Ευρώπη, οι Σύμμαχοι χρησιμοποιούσαν ένα σύστημα «πιάτσας ταξί» για την υποστήριξη των χερσαίων επιθέσεων. Μαχητικά βομβαρδιστικά, όπως το Hawker Typhoon ή το P-47 Thunderbolt, εξοπλισμένα με κανόνια, βόμβες και ρουκέτες θα βρισκόταν 10.000 πόδια στον αέρα πάνω από το πεδίο της μάχης. Όταν χρειαζόταν υποστήριξη θα μπορούσαν να κληθούν τάχιστα από έναν επίγειο παρατηρητή. Ενώ συχνά οι ρουκέτες ήταν άστοχες ενάντια σε οπλισμένα οχήματα, είχαν ψυχολογική επίδραση στο στράτευμα ενώ ήταν αποτελεσματικές στα φορτηγά που μετέφεραν προμήθειες στις δεξαμενές των Γερμανών.
Τόσο η Luftwaffe όσο και η USAAF πρωτοστάτησαν στη χρήση αυτού που έγινε γνωστού ως κατευθυνόμενο πυρομαχικό ακριβείας κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Luftwaffe χρησιμοποίησε πρώτη τέτοια όπλα με την πρωτοποριακή χρήση του μη τροφοδοτούμενου διατρητικού πυρομαχικού κατά πλοίων Fritz X στις 9 Σεπτεμβρίου 1943 κατά του Ιταλικού θωρηκτό Roma, με μεσαία βομβαρδιστικά Dornier Do 217 της μονάδας III.Gruppe/KG 100 να πετυχαίνουν δύο βολές, προκαλώντας την έκρηξη των πυριτιδαποθηκών του πλοίου βουλιάζοντας το. Τόσο τα Fritz X και τα αθωράκιστα ωθούμενα από ρουκέτα Henschel Hs 293 που καθοδηγούσαν βόμβες ολίσθησης χρησιμοποιήθηκαν με επιτυχία κατά των πλοίων των Συμμάχων στη Συμμαχική εισβολή στην Ιταλία, μετά από τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας στους Συμμάχους νωρίτερα τον Σεπτέμβριο του 1943, με τα δύο όπλα να χρησιμοποιούν τον ίδιο συνδυασμό ραδιοφωνικού πομπού καθοδήγησης εξοπλισμένο με χειριστήριο Funkgerät FuG 203 Kehl MCLOS σε ένα αεροσκάφος, με τον αντίστοιχο δέκτη στο πυροβολικό για την καθοδήγηση του.[33]
Η Αεροπορία Στρατού των Ηνωμένων Πολιτειών χρησιμοποίησε καθοδηγούμενες βόμβες Azon που δημιουργήθηκαν από μετατροπή εξαιρετικά εκρηκτικών κανονικών βομβών βάρους 453 κιλών με ειδικό σύνολο κάθετων ουραίων πτερυγίων ελεγχόμενων μέσω MCLOS τα οποία χειριζόταν την πλευρική διαδρομή μέχρι τον στόχο. Αποστολές πραγματοποιούνταν τόσο στη Δυτική Ευρώπη το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1944, και στο μέτωπο Κίνας-Βιρμανίας-Ινδίας στις αρχές του 1945, με δύο ξεχωριστές μοίρες με B-24 Liberator, μία σε κάθε μέτωπο, που είχαν περιορισμένη επιτυχία με τη συσκευή.[34] Το μη τροφοδοτούμενο πυρομαχικό κατά πλοίων του Αμερικανικού Ναυτικού Bat στηριζόταν στην ίδια βόμβα με την Azon, αλλά στην ίδια βόμβα υπήρχε περισσότερος αεροδυναμικός σχεδιασμός, και χρησιμοποιούνταν ένα πλήρως αυτόνομο σύστημα καθοδήγησης ραντάρ για τον έλεγχο της πορείας, αντί για μια εξωτερική πηγή ελέγχου όπως στις Azon.[35]
Η Βρετανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες κατασκεύασαν μεγάλο αριθμό τετρακινητήριων βαρέων βομβαρδιστικών μεγάλης εμβέλειας. Η Γερμανία, η Ιαπωνία και η Σοβιετική Ένωση δεν έκαναν κάτι τέτοιο. Η απόφαση ελήφθη το 1933 από το Γερμανικό γενικό επιτελείο, το τεχνικό επιτελείο και την αεροπορική βιομηχανία από την οποία έλειπαν εργατικό δυναμικό, κεφάλαια και πρωτογενή υλικά.[36] Ένας κορυφαίος στρατηγός της Luftwaffe, ο Βάλτερ Βέφερ, προσπάθησε να συνθέσει μια δομή για στρατηγικό βομβαρδισμό ως προτεραιότητα στη νεοσυσταθείσα Luftwaffe το 1935 και το 1936, αλλά ο πρόωρος θάνατός του τον Ιούνιο του 1936 έθεσε τέλος στις ελπίδες ανάπτυξης μιας τέτοιας δύναμης με «βαρέα» βομβαρδιστικά, μιας και το πρόγραμμα βομβαρδισμού της Ουραλίας για τέτοιου είδους τετρακινητήρια αεροσκάφη, συγκρινόταν με αυτό στο οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες ήδη πρωτοστατούσαν, κυριολεκτικά πέθαναν μαζί του. Κατά τον πόλεμο ο Χίτλερ επέμενε πως τα βομβαρδιστικά θα έπρεπε να έχουν τακτική ικανότητα, το οποίο εκείνη την εποχή σήμαινε βομβαρδισμός βουτιάς, ένας ελιγμός ο οποίος ήταν αδύνατος για κάθε βαρύ βομβαρδιστικό. Το αεροσκάφος του είχε περιορισμένη επίδραση στη Βρετανία για πολλούς λόγους, αλλά το χαμηλό φορτίο ήταν μεταξύ αυτών. Μη έχοντας κάποια θεωρία για τον στρατηγικό βομβαρδισμό, ούτε του Υπουργείο Αεροπορίας του Ράιχ ούτε η Luftwaffe παρήγγειλαν ικανοποιητική ποσότητα κατάλληλων βαρέων βομβαρδιστικών από τη Γερμανική αεροπορική βιομηχανία, διαθέτοντας μόνο το Heinkel He 177A Greif για τέτοια καθήκοντα, ένα μοντέλο που μαστιζόταν από πολλά τεχνικά προβλήματα, στα οποία περιελαμβανόταν μια ατελείωτη σειρά από πυρκαγιές σε κινητήρες, με περίπου 1.200 μοντέλα να έχουν κατασκευαστεί. Στις αρχές του πολέμου, η Luftwaffe διέθετε εξαιρετική τακτική αεροπορία, αλλά όταν αντιμετώπισε το εξελιγμένο σύστημα αεράμυνας της Βρετανίας, τα μεσαία βομβαρδιστικά τα οποία σχεδιάστηκαν, παρήχθησαν και τέθηκαν σε μάχη – εννοείται ότι περιλαμβανόταν τα υψηλής ταχύτητας μεσαία Schnellbomber, και τους σκοπίμως βαρύτερους διαδόχους τους, τη σειρά Bomber B — δεν διέθεταν τον αρκετό αριθμό ή φορτίο πυρομαχικών για να προκαλέσουν αντίστοιχες καταστροφές με αυτές που προκαλούσαν η RAF και η USAAF στις Γερμανικές πόλεις.[37]
Ο Χίτλερ θεωρούσε πως τα νέας τεχνολογίας «μυστικά όπλα» θα έδιναν στη Γερμανία τη δυνατότητα για στρατηγικό βομβαρδισμό και θα βοηθούσαν στην αντιστροφή του αποτελέσματος του πολέμου. Οι πρώτες από τις 9.300 ιπτάμενες βόμβες V-1 χτύπησαν το Λονδίνο στα μέσα Ιουνίου του 1944, και μαζί με 1.300 ρουκέτες V-2 προκάλεσαν τον θάνατο 8.000 πολιτών και τον τραυματισμό 23.000. Αν και δεν υπέσκαψαν το ηθικό των Βρετανών ή την παραγωγή πυρομαχικών, ενόχλησαν σε σημαντικό βαθμό τη Βρετανική κυβέρνηση—Η Γερμανία είχε πλέον το δικό της αναπάντητο σύστημα οπλισμού. Χρησιμοποιώντας πυροσωλήνες εγγύτητας, οι οπλίτες του Βρετανικού αντιαεροπορικού πυροβολικού έμαθαν πως να καταρρίπτουν τις κινούμενες με 640 χλμ/ώρα V-1, τίποτα όμως δεν μπορούσε να σταματήσει τις υπερηχητικές V-2. Η Βρετανική κυβέρνηση, σχεδόν σε κατάσταση πανικού, απαίτησε πάνω από το 40% των εξορμήσεων των βομβαρδιστικών να στοχεύουν στις εχθρικές θέσεις εκτόξευσης, κάτι που έγινε μέσω της «Επιχείρησης ΤΟΞΟ» (Operation CROSSBOW). Οι επιθέσεις ήταν μάταιες, και ο αντιπερισπασμός αποτέλεσε μεγάλη επιτυχία για τον Χίτλερ.[38][39]
Κάθε επιδρομή έναντι των σημείων εκτόξευσης των V-1 ή V-2 ήταν μια αποτυχημένη επιδρομή ενάντια στο Τρίτο Ράιχ. Συνολικά, ωστόσο, τα μυστικά όπλα ήταν ακόμη μια υπόθεση καθυστερημένης αντίδρασης. Η Luftwaffe έτρεξε το πρόγραμμα των V-1, οι οποίες χρησιμοποιούσαν κινητήρες αεριώθησης, αλλά απαιτούσαν σπάνιο ταλέντο μηχανικής και κατασκευαστικές ικανότητες οι οποίες επειγόντως χρειαζόταν για τη βελτίωση των Γερμανικών ραντάρ, της αεράμυνας και των αεριωθούμενων μαχητικών. Ο Γερμανικός Στρατός έτρεξε το πρόγραμμα V-2. Οι ρουκέτες ήταν τεχνολογικός θρίαμβος, και ενόχλησαν τη Βρετανική ηγεσία ακόμη περισσότερο από τις V-1. Αλλά ήταν πολύ άστοχες και σπάνια χτυπούσαν σε σημαντικούς στρατιωτικούς στόχους.[40]
Η Ιαπωνία δεν διέθετε ξεχωριστή πολεμική αεροπορία. Οι μονάδες αεροπορίας της υπαγόταν στον Στρατό και το Ναυτικό, που είχαν προβλήματα συντονισμού μεταξύ τους. Η ιαπωνική παραγωγή πολεμικών αεροσκαφών κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο παρήγαγε 76.000 πολεμικά αεροπλάνα, εκ των οποίων τα 30.000 ήταν μαχητικά και τα 15.000 ήταν ελαφρά βομβαρδιστικά.[12]
Η Ιαπωνία ξεκίνησε πόλεμο πλήρους κλίμακας στην Κίνα το 1937 και σύντομα άρχισε να ελέγχει τις κύριες πόλεις και τις ακτές. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έστειλαν βοήθεια μέσω της Βιρμανίας, και μετά το 1942 άρχισαν να συνεισφέρουν πάνω από την «Καμπούρα» ("The Hump", τα Ιμαλάια) από την Ινδία.
Την περίοδο 1940–41, πολύ πριν από το Περλ Χάρμπορ, οι Ηνωμένες Πολιτείες αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν επιθετικές εναέριες εκστρατείες κατά της Ιαπωνίας χρησιμοποιώντας τις Κινεζικές βάσεις ενώ οι Αμερικανοί πιλότοι φορούσαν Κινέζικες στολές.[41] Οι Ηνωμένες Πολιτείες δημιούργησαν, χρηματοδότησαν και παρείχαν πληρώματα στις «Ιπτάμενες Τίγρεις» ("Flying Tigers"), μια ονομαστικά Κινεζική Πολεμική Αεροπορία η οποία όμως σχεδόν κατ' ολοκληρίαν αποτελούνταν από Αμερικανούς, καθοδηγούμενους από τον Στρατηγό Κλερ Λι Σενό.[42] Οι Ιπτάμενες Τίγρεις πέτυχαν μεγάλο ρεκόρ σε τακτικές επιθέσεις κατά της Ιαπωνικής Πολεμικής Αεροπορίας. Ο Σενό ζήτησε τον στρατηγικό βομβαρδισμό κατά Ιαπωνικών πόλεων, χρησιμοποιώντας τα Αμερικανικά βομβαρδιστικά που είχαν ως βάση την Κίνα. Το σχέδιο εγκρίθηκε από τον Ρούζβελτ και άλλους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής στην Ουάσινγκτον, και ο εξοπλισμός άρχισε να αποστέλεται τον Δεκέμβριο του 1941. Αποδείχθηκε μάταιος. Ο Αμερικανικός στρατηγικός βομβαρδισμός της Ιαπωνίας από τις Κινεζικές βάσεις ξεκίνησε το 1944, με τη χρήση B-29 υπό την καθοδήγηση του Στρατηγού Κέρτις Λεμέι, αλλά οι αποστάσεις και η επιμελητεία κατέστησαν μια αποτελεσματική εκστρατεία, αδύνατη.[43]
Η Ουάσινγκτον προσπάθησε να εμποδίσει την είσοδο των Ιαπώνων στον πόλεμο με την απειλή του βομβαρδισμού πυρός Ιαπωνικών πόλεων με τη χρήση των αεροσκαφών στρατηγικού βομβαρδισμού B-17 που είχαν βάση στις Φιλιππίνες. Οι Ηνωμένες Πολιτείες καθυστέρησαν, μιας και οι Ιάπωνες κατέβαλλαν με ευκολία την Αμερικανική «Δύναμη της Άπω Ανατολής» τη μέρα μετά το Περλ Χάρμπορ.[44]
Η δύναμη της αεροπορίας του ναυτικού της Ιαπωνίας αποδείχθηκε απροσδόκητα ισχυρή, βυθίζοντας τον στόλο των Αμερικανικών θωρηκτών στο Περλ Χάρμπορ τον Δεκέμβριο του 1941, και στη συνέχεια μαινόταν ευρύτατα στον Ειρηνικό και Ινδικό ωκεανό ώστε να καταβάλλει τις Βρετανικές, Αμερικανικές, Ολλανδικές και Αυστραλιανές δυνάμεις. Η χερσαία αεροπορική δύναμη συντονίστηκε αποτελεσματικά με τις χερσαίες δυνάμεις, επιτρέποντας στην Ιαπωνία να κάνει επιδρομή στη Μαλάγια της Σιγκαπούρης,[45] και τις Φιλιππίνες μέχρι την άνοιξη του 1942.[46]
Η Επιδρομή Ντουλίτλ χρησιμοποίησε 16 βομβαρδιστικά B-25 (που βρισκόταν σε αεροπλανοφόρα[47]) για τον βομβαρδισμό του Τόκιο τον Απρίλιο του 1942. Πραγματοποιήθηκαν ελάχιστες φυσικές καταστροφές, αλλά το επεισόδιο εξέπληξε τους Ιάπωνες και την ηγεσία τους.[48]
Στη Μάχη της Θάλασσας της Ιάβας, στις 27 Φεβρουαρίου 1942, το Ιαπωνικό Ναυτικό κατέστρεψε την κύρια ναυτική δύναμη της ABDA (Αμερικανική, Βρετανική, Ολλανδική και Αυστραλιανή). Η Ολλανδική εκστρατεία των Ανατολικών Ινδιών είχε ως αποτέλεσμα την παράδοση των Συμμαχικών δυνάμεων στην Ιάβα. Την ίδια στιγμή, Ιαπωνικά αεροσκάφη είχαν εξολοθρεύσει τη δύναμη της αεροπορίας των Συμμάχων στη Νοτιοανατολική Ασία και ξεκίνησαν να επιτίθενται στην Αυστραλία, με μια μεγάλη επιδρομή στο Ντάργουιν στις 19 Φεβρουαρίου. Μια επιδρομή από ισχυρά αεροσκάφη του Ιαπωνικού Ναυτικού που μετέφεραν δύναμη στον Ινδικό Ωκεανό είχε ως αποτέλεσμα τη Μάχη του Κέιλον και τη βύθιση του μοναδικού Βρετανικού αεροπλανοφόρου στο μέτωπο, HMS Hermes, καθώς και 2 καταδρομικά και άλλα πλοία που οδηγούσαν αποτελεσματικά τον Βρετανικό στόλο στον Ινδικό Ωκεανό και παρεμπόδιζαν τον δρόμο των Ιαπώνων στην κατάκτηση της Βιρμανίας και τη συνέχεια προς την Ινδία.[49]
Οι Ιάπωνες φαινόταν ασταμάτητοι. Ωστόσο, η Επιδρομή Ντουλίτλ προκάλεσε ταραχή στις διοικήσεις του Ιαπωνικού Στρατού και Ναυτικού—και οι δύο ντροπιάστηκαν που επέτρεψαν την πραγματοποίηση απειλής κατά του Αυτοκράτορα. Ως συνέπεια, ο Στρατός μετατόπισε τα υπερπόντια σώματα μαχητικών αεροσκαφών στην Ιαπωνία, όπου χρειαζόταν περισσότερο. Ακόμη πιο σημαντικό, η διοίκηση του Ναυτικού θεώρησε πως έπρεπε να διευρύνει την ανατολική περίμετρο άμυνας, και εστίασαν στο Μίντγουεϊ ως την επόμενη βάση τους.
Μέχρι τα μέσα του 1942, ο Μικτός Ιαπωνικός Στόλος κατείχε μια τεράστια περιοχή, αν και είχε έλλειψη σε αεροπλανοφόρα, αεροσκάφη, και πλήρωμα για να αμυνθεί, και φορτηγά πλοία, δεξαμενόπλοια και αντιτορπιλικά για υποστήριξη. Επιπλέον, το δόγμα του στόλου δεν προέβλεπε την εκτέλεση της προτεινόμενης άμυνας «εμπόδιο» του στόλου.[50] Αντ' αυτού, αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν επιπλέον επιθέσεις τόσο στο νότιο όσο και στον κεντρικό Ειρηνικό. Στη Ναυμαχία της Θάλασσας των Κοραλλίων, που έγινε μεταξύ 4 και 8 Μαΐου 1942, μακριά από τις ακτές της Αυστραλίας, οι δύο αντιμαχόμενοι στόλοι δεν είδαν ποτέ ο ένας τον άλλον. Πρόκειται για εναέριες ρίψεις. Ενώ οι Αμερικάνοι είχαν μεγαλύτερες απώλειες και τακτική ήττα, κέρδισαν μια στρατηγική νίκη, μιας και η Ιαπωνία ακύρωσε μια προγραμματισμένη επίθεση.[51]
Στη Ναυμαχία του Μίντγουεϊ, οι Ιάπωνες χώρισαν τον στόλο τους, στέλνοντας μεγάλη δύναμη και αντιπερισπασμό προς την Αλάσκα. Οι Αμερικανοί αντιλήφθηκαν πως η Αλάσκα δεν ήταν ο κύριος στόχος, και απεγνωσμένα συγκέντρωσαν τις δυνάμεις τους στην άμυνα του Μίντγουεϊ. Η Ιαπωνία διέθετε 272 αεροπλάνα που επιχειρούσαν από τέσσερα αεροπλανοφόρα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες διέθεταν 348 από τα οποία τα 115 ανήκαν στις χερσαίες δυνάμεις της AAF και τα υπόλοιπα επιχειρούσαν από τρία αεροπλανοφόρα. Σε μια εξαιρετικά κλειστή μάχη, οι Ιάπωνες έχασαν ξαφνικά τα τέσσερα κύρια αεροπλανοφόρα τους, και αναγκάστηκαν να επιστρέψουν. Έκτοτε δεν πραγματοποίησαν κάποια μεγάλη επίθεση στον Ειρηνικό.[52]
Οι Ιάπωνες είχαν κατασκευάσει μια μείζονος σημασίας αεροπορική βάση στο νησί Ραμπαούλ, αλλά ήταν δύσκολο να μεταφέρουν τις προμήθειες σε αυτή. Το Αμερικανικό ναυτικό και αεροπορία Πεζοναυτών έθεσαν το Ραμπαούλ ως συχνό στόχο βομβαρδισμών.
Στο Γκουανταλκανάλ παρατηρήθηκε η κατασκευή ενός αεροδρομίου από τους Ιάπωνες. Οι Αμερικανοί πραγματοποίησαν μια αμφίβια προσγείωση τον Αύγουστο του 1942 για να το καταλάβουν, έστειλαν την Αεροπορία Κάκτους και άρχισαν να αντιστρέφουν το ρεύμα των Ιαπωνικών κατακτήσεων. Ως αποτέλεσμα, οι Ιάπωνες και οι Σύμμαχοι κατείχαν διάφορα μέρη του Γουανταλκανάλ. Μέσα στους επόμενους έξι μήνες, αμφότερες οι πλευρές κρατούσαν τις δυνάμεις τους σε μια κλιμακούμενη μάχη φθοράς στο νησί, τη θάλασσα και τον ουρανό, με τη νίκη τελικά να πηγαίνει στους Αμερικανούς τον Φεβρουάριο του 1943. Επρόκειτο για εκστρατεία στην οποία οι Ιάπωνες είχαν ελάχιστα περιθώρια. Η πλειονότητα των Ιαπωνικών αεροσκαφών από ολόκληρο το Νότιο Ειρηνικό είχε διοχετευθεί στην άμυνα του Γουανταλκανάλ από τους Ιάπωνες. Η Ιαπωνική επιμελητεία, όπως συνέβη τότε αλλά και αργότερα, απέτυχε. Μόνο το 20% των προμηθειών που μεταφέρθηκε από το Ραμπαούλ στο Γουανταλκανάλ, έφτασε εκεί.[53]
Μετά το 1942, οι Ηνωμένες Πολιτείες πραγματοποίησαν μαζική προσπάθεια για την εγκατάσταση αεροπορικής δύναμης στον Ειρηνικό, και άρχισαν τη μεταφορά από νησί σε νησί ερχόμενοι ολοένα και πιο κοντά στο Τόκιο. Οι μπροστινές νησιωτικές βάσεις ήταν δύσκολο να ανεφοδιαστούν—συνήθως τα υποβρύχια τα κατάφερναν—και ο Ιαπωνικός στρατός λειτούργησε χωρίς αναπληρωματικούς ή ξεκούραση για τους στρατιώτες και συχνά με ανεπαρκές φαγητό και φάρμακα. Το ηθικό και οι επιδόσεις τους σταδιακά μειωνόταν. Ο λιμός έγινε ζήτημα σε πολλές βάσεις.[54]
Οι Αμερικανοί αεροπόροι τρεφόταν καλά και είχαν επαρκή εξοπλισμό, αλλά δεν υπήρχε κάποια εναλλαγή μεταξύ τους και αντιμετώπιζαν ολοένα και περισσότερο άγχος το οποίο χειροτέρευε την επίδοση τους. Πετούσαν πολύ πιο συχνά στο Νοτιοδυτικό Ειρηνικό από ότι στην Ευρώπη, και αν και οι ώρες ξεκούρασης ήταν προγραμματισμένες στην Αυστραλία, δεν υπήρχε συγκεκριμένος αριθμός αποστολών, έπειτα από τις οποίες θα επέστρεφαν στις ΗΠΑ. Σε συνδυασμό με το μονότονο, ζεστό, νοσηρό περιβάλλον, το αποτέλεσμα ήταν κακό ηθικό το οποίο κούραζε γρήγορα τους βετεράνους και μεταβιβαζόταν πολύ γρήγορα και στους νεοσύλλεκτους.[55] Μετά από λίγους μήνες, επιδημία καταπόνησης από τις μάχες μείωσε δραστικά την αποτελεσματικότητα των μονάδων. Οι άνδρες που ήταν σε αεροδρόμια σε περιοχές με ζούγκλες, σύμφωνα με αναφορές των ιατρών, ήταν στη χειρότερη κατάσταση:
Η ευφλεκτότητα των μεγάλων πόλεων της Ιαπωνίας, και η συγκέντρωση της παραγωγής πυρομαχικών εκεί, έκανε τον στρατηγικό βομβαρδισμό την προτεινόμενη στρατηγική από τους Αμερικανούς. Οι πρώτες προσπάθειες έγιναν από τις βάσεις στην Κίνα. Οι τεράστιες προσπάθειες (που κόστισαν $4,5 δισεκατομμύρια) για την εγκατάσταση βάσεων αεροσκαφών B-29 απέτυχαν όταν το 1944 ο Ιαπωνικός Στρατός κινήθηκε δια ξηράς και τις κατέλαβε. Οι νήσοι Μαριάννες (ειδικά τα νησιά Σαϊπάν και Τίνιαν), κατελήφθησαν τον Ιούνιο του 1944, έδωσαν μια κοντινή, ασφαλή βάση για τα πολύ μεγάλης εμβέλειας B-29. Τα "Superfortress" (όπως ονομαζόταν τα B-29) αντιπροσώπευσαν το υψηλότερο επίτευγμα της παραδοσιακής (πριν τα αεριωθούμενα) αεροναυτικής. Οι τέσσερις τους υπερτροφοδοτούμενοι κινητήρες Wright R-3350 ισχύος 2.200 αλόγων μπορούσαν να ανυψώσουν τέσσερις τόνους βομβών σε απόσταση 5.000 χιλιομέτρων και ύψος 33.000 ποδιών (πάνω από τα αντιαεροπορικά ή τα μαχητικά των Ιαπώνων). Μηχανογραφημένοι μηχανισμοί ελέγχου του πυρός έκαναν τα 13 όπλα εξαιρετικά θανατηφόρα κατά των μαχητικών. Ωστόσο, οι συστηματικές επιδρομές που ξεκίνησαν τον Ιούνιο του 1944, δεν ήταν ικανοποιητικές, επειδή η AAF είχε μάθει πάρα πολλά στην Ευρώπη. Έδινε υπερβολική έμφαση στην αυτοάμυνα. Ο Άρνολντ, που είχε την προσωπική χρέωση της εκστρατείας (ξεπερνώντας τους διοικητές του μετώπου) έφερε έναν νέο προϊστάμενο, τον Στρατηγό Κέρτις Λεμέι. Στις αρχές του 1945, ο Λεμέι διέταξε μια ριζική αλλαγή στην τακτική: απομάκρυνση των πολυβόλων και των οπλιτών, και χαμηλές πτήσεις κατά τη νύχτα. (Χρησιμοποιούνταν μεγάλη ποσότητα καυσίμου για να φτάσουν στα 30.000 πόδια, τα οποία πλέον μπορούσαν να αντικατασταθούν από περισσότερες βόμβες.) Τα Ιαπωνικά ραντάρ, μαχητικά και αντιαεροπορικά συστήματα δεν ήταν τόσο αποτελεσματικά ώστε να μπορέσουν να καταρρίψουν τα βομβαρδιστικά. Ξέσπασαν πυρκαγιές στις πόλεις, και εκατομμύρια πολιτών έφυγαν για τα βουνά.
Το Τόκιο χτυπήθηκε επανειλημμένα και υπέφερε από το πρώτο χτύπημα της επιδομής της Επιχείρησης Meetinghouse[57] τη νύχτα μεταξύ 9 και 10 Μαρτίου 1945, μια πυρκαγιά που κατέστρεψε σχεδόν 270.000 κτίρια σε περιοχή 41 τετραγωνικών χιλιομέτρων, σκοτώνοντας τουλάχιστον 83.000 ανθρώπους, και θεωρείται από πολλούς ως η πιο καταστροφική επιδρομή βομβαρδισμού στη στρατιωτική ιστορία. Στις 5 Ιουνίου, 51.000 κτίρια σε περιοχή 6 χιλιομέτρων στο Κόμπε κατακάηκαν από 473 B-29. Η Ιαπωνική αντίσταση ήταν μανιώδης, μιας και 11 B-29 καταρρίφθησαν και 176 υπέστησαν ζημιές. Η Οσάκα, όπου παραγόταν το ένα έκτο των πυρομαχικών της Αυτοκρατορίας, χτυπήθηκε από 1.733 τόνους εμπρηστικών βομβών που ερρίφθησαν από 247 B-29. Μια θύελλα πυρός κατέκαψε 21 τετραγωνικά χιλιόμετρα, συμπεριλαμβανομένων 135.000 οικιών, ενώ 4.000 άνθρωποι σκοτώθηκαν.[58][59] Οι Ιαπωνικές αρχές ανέφεραν:
Ο Ιαπωνικός στρατός, ο οποίος δεν είχε τις βάσεις του στις πόλεις, δεν επλήγη σε μεγάλο βαθμό από τις επιδρομές. Από τον Στρατό έλειπαν τρόφιμα και καύσιμα, αλλά, όπως απέδειξαν τα γεγονότα σε Ίβο Ζίμα και Οκινάουα, είχαν τη δυνατότητα για θηριώδη αντίσταση. Οι Ιάπωνες διέθεταν επίσης μια νέα τακτική, η οποία ήλπιζαν πως θα τους έδινε την απαραίτητη δύναμη ώστε να λάβουν μια ικανοποιητική ειρήνη, τους Καμικάζι.
Στο τέλος του 1944, οι Ιάπωνες εφηύραν μια απρόσμενη και εξαιρετικά αποτελεσματική νέα τακτική, το αεροπλάνο δολοφονίας των Καμικάζι στόχευε ως καθοδηγούμενο βλήμα προς τα Αμερικανικά πλοία. Καμικάζι σημαίνει «θεϊκοί άνεμοι». Οι επιθέσεις ξεκίνησαν τον Οκτώβριο του 1944 και συνεχίστηκαν μέχρι το τέλος του πολέμου. Τα περισσότερα αεροσκάφη που χρησιμοποιήθηκαν στις επιθέσεις καμικάζι ήταν απαρχαιωμένα μαχητικά και βομβαρδιστικά τα οποία είχαν υποστεί μετατροπές. Η ποιότητα της κατασκευής τους ήταν πολύ κακή, και πολλά κατέπεσαν κατά την εκπαίδευση ή προτού φτάσουν στους στόχους τους. Χρησιμοποιήθηκαν έμπειροι πιλότοι για να καθοδηγήσουν τις αποστολές επειδή μπορούσαν να πιλοτάρουν. Δεν ήταν Καμικάζι, και επέστρεφαν στη βάση τους για την επόμενη αποστολή. Οι πιλότοι Καμικάζι δεν είχαν εμπειρία και είχαν εκπαιδευτεί ελάχιστα. Ωστόσο οι περισσότεροι ήταν καλά μορφωμένοι και έντονα προσηλωμένοι στον Αυτοκράτορα.[60][61]
Οι επιθέσεις των Καμικάζι είχαν μεγάλη αποτελεσματικότητα στη μάχη της Οκινάουα την άνοιξη του 1945. Κατά τη διάρκεια της τρίμηνης μάχης, 4.000 εξορμήσεις καμικάζι βύθισαν 38 Αμερικανικά πλοία και προκάλεσαν φθορές σε 368, σκοτώνοντας 4.900 ναύτες του 5ου Αμερικανικού Στόλου. Τα αντιτορπιλικά και τα συνοδευτικά τους, που είχαν καθήκοντα ραντάρ, χτυπήθηκαν πολύ, μιας και οι μη έμπειροι πιλότοι πραγματοποίησαν βουτιές στα πρώτα Αμερικανικά πλοία που έβρισκαν και δεν περίμεναν τα μεγάλα αεροπλανοφόρα.[62] Η Task Force 58 ανέλυσε την Ιαπωνική τακτική στην Οκινάουα τον Απρίλιο του 1945:
Οι Αμερικανοί αποφάσισαν πως η καλύτερη άμυνα τους κατά των Καμικάζι ήταν να τους χτυπήσουν στο έδαφος, ή διαφορετικά στον αέρα πολύ πριν πλησιάσουν στον στόλο. Το Ναυτικό ζήτησε περισσότερα μαχητικά, και περισσότερη προσοχή. Τα αεροπλανοφόρα αντικατέστησαν το ένα τέταρτο των ελαφριών βομβαρδιστικών τους με ναυτικά μαχητικά. Στις ΗΠΑ η εκπαίδευση των πιλότων μαχητικών είχε επιταχυνθεί. Περισσότερες περίπολοι μαχητικών περικύκλωναν τα μεγάλα πλοία, περισσότερα πλοία ραντάρ (τα οποία έγιναν στόχος), και περισσότερες επιθέσεις στις βάσεις και τις δεξαμενές καυσίμων είχαν αποτέλεσμα εν τέλει. Η Ιαπωνία έπαυσε τις επιθέσεις των Καμικάζι τον Μάιο του 1945, μιας και συσσώρευε καύσιμα και έκρυβε τα αεροπλάνα της για την προετοιμασία νέων επιθέσεων αυτοκτονίας σε περίπτωση που οι Συμμαχικές δυνάμεις προσπαθούσαν να εισβάλουν στα νησιά της.
Η στρατηγική των Καμικάζι επέτρεπε τη χρήση ανεκπαίδευτων πιλότων και παλαιών αεροπλάνων, και όταν δεν μπορούσαν να γίνουν ελιγμοί αποφυγής και δεν υπήρχε δρόμος επιστροφής, η ανεπαρκής διαθεσιμότητα καυσίμου μπορούσε να επεκταθεί. Μιας και οι πιλότοι καθοδηγούσαν τα αεροπλάνα τους ως καθοδηγούμενα βλήματα προς τον στόχο, η αναλογία των χτυπημάτων ήταν μεγαλύτερος από τον κανονικό βομβαρδισμό, και εν τέλει οδήγησε στην εισαγωγή των ειδικού σκοπού, πυραυλοκίνητων αεροσκαφών δολοφονίας εκκινούμενων μέσω αέρος σε μικρή ποσότητα ώστε να επιτευχθούν τέτοιες αποστολές κατά πλοίων του Αμερικανικού ναυτικού. Η βιομηχανία της Ιαπωνίας κατασκεύαζε 1.500 νέα αεροπλάνα κάθε μήνα το 1945.
Προς το τέλος του πολέμου, ο Ιαπωνικός τύπος ενθάρρυνες τους πολίτες να μιμηθούν τους πιλότους καμικάζι οι οποίοι έδιναν τη ζωή τους με προθυμία ώστε να σταματήσουν τις Αμερικανικές ναυτικές δυνάμεις. Έλεγαν στους πολίτες πως η ανταμοιβή για μια τέτοια συμπεριφορά ήταν η κατοχύρωση της ιδιότητας του μαχητή-θεού και η πνευματική προστασία μετά θάνατον.[64]
Περιμένοντας αυξημένη αντίσταση, συμπεριλαμβανομένων περισσότερων επιθέσεων Καμικάζι όταν τα κύρια νησιά της Ιαπωνίας κατελήφθησαν, η ανώτατη διοίκηση των ΗΠΑ αναθεώρησε τη στρατηγική της και χρησιμοποίησε ατομικές βόμβες για να τελειώσει τον πόλεμο, ελπίζοντας πως δεν θα χρειαζόταν μια κοστοβόρα εισβολή.[65]
Οι εναέριες επιθέσεις στην Ιαπωνία είχαν περιορίσει τη δυνατότητα της να πραγματοποιήσει πόλεμο αλλά οι Ιάπωνες δεν παραδόθηκαν. Στις 26 Ιουλίου 1945, ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Χάρυ Τρούμαν, ο Πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου Ουίνστον Τσώρτσιλ, και ο Πρόεδρος της Κινεζικής Εθνικής Κυβέρνησης Τσιανγκ Κάι Σεκ εξέδωσαν τη Διακήρυξη του Πότσδαμ, η οποία περιέγραφε τους όρους της υποχώρησης για την Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας, όπως συμφωνήθηκαν στη διάσκεψη του Πότσδαμ. Το τελεσίγραφο ανέφερε πως αν η Ιαπωνία δεν παραδιδόταν, θα αντιμετώπιζε την «προθυμία και την απόλυτη καταστροφή.»[66] Η Ιαπωνική κυβέρνηση αγνόησε το τελεσίγραφο (Mokusatsu, «σκοτωθείτε με σιωπή»), και ορκίστηκε να συνεχίσει να αντιστέκεται σε μια αναμενόμενη εισβολή των Συμμάχων στην Ιαπωνία. Στις 6 Αυγούστου 1945 η ατομική βόμβα εμπλουτισμένου ουρανίου "Little Boy" ερρίφθη στη Χιροσίμα, και στις 9 Αυγούστου ακολούθησε η ατομική βόμβα πυρήνα πλουτωνίου "Fat Man" που ερρίφθη στο Ναγκασάκι. Και οι δύο πόλεις καταστράφηκαν και υπήρξε τέραστια απώλεια ζωών και ψυχολογικό σοκ. Στις 15 Αυγούστου, ο Αυτοκράτορας Χιροχίτο ανακοίνωσε την παράδοση της Ιαπωνίας, δηλώνοντας:
«Επιπλέον, ο εχθρός άρχισε να χρησιμοποιεί ένα νέο και πιο βίαιο όπλο, η δύναμη του οποίου προκαλεί ανυπολόγιστη καταστροφή, σκοτώνοντας πολλές αθώες ζωές. Αν συνεχίζαμε να πολεμούμε, θα είχε ως μοναδικό αποτέλεσμα την απόλυτη κατάρρευση και εξάλειψη του Ιαπωνικού έθνους, αλλά επίσης θα οδηγούσε και στην απόλυτη εξαφάνιση του ανθρώπινου πολιτισμού. Όπως είναι η περίσταση, πως μπορούμε να σώσουμε τα εκατομμύρια των υποκειμένων μας, ή να εξαγνίσουμε τα τα καθαγιασμένα πνεύματα των Αυτοκρατορικών Προγόνων Μας; Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον διατάξαμε την αποδοχή των προβλέψεων της Κοινής Διακήρυξης των Δυνάμεων.»
Η Luftwaffe απέκτησε σημαντική εμπειρία σε μάχες στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο, όπου παρείχε στενή εναέρια υποστήριξη στις μονάδες πεζικού. Η επιτυχία των βομβαρδιστικών κατάδυσης Ju-87 Stuka της Luftwaffe στο πεδίο της μάχης που συνέτριψε την Πολωνία του 1939 και τη Γαλλία του 1940, έδωσε στο Βερολίνο υπερβολική αυτοπεποίθηση αναφορικά με την αεροπορία του.
Οι στρατιωτικοί ειδικοί δεν μπορούσαν να αγνοήσουν την αποτελεσματικότητα των Stuka, αλλά παρατήρησαν ακόμη πως η Γαλλία και η Πολωνία διέθεταν μια μικρή αποτελεσματική αεράμυνα. Έξω από τη Βρετανία, η ιδέα ενός ολοκληρωμένου συστήματος αεράμυνας δεν ήταν επείγουσα. Οι περισσότεροι στρατιωτικοί ήταν σε διένεξη με τους υποστηρικτές των αντιαεροπορικών τμημάτων πεζικού και τον μαχητικών αεροσκαφών για άμυνα, μη αναγνωρίζοντας πως μπορούσαν να είναι συμπληρωματικά, υπό ένα κοινό σύστημα διαταγών και ελέγχου. Ένα σύστημα που διέθετε μια κοινή επιχειρησιακή εικόνα της μάχης που ήταν σε εξέλιξη.
Τα αεροσκάφη της Luftwaffe υποστήριζαν στενά την πρόοδο των μηχανοκίνητων μονάδων του Στρατού, κυρίως με βομβαρδιστικά κατάδυσης, αλλά και με ελαφρά αεροσκάφη παρατήρησης όπως το Fieseler Storch, το οποίο διόρθωνε τάχιστα τον στόχο του πεζικού, και έδινε στους διοικητές μια κατά γράμμα άποψη της μάχης. Οι αναλυτές των Συμμάχων ανέφεραν πως η Πολωνία είχε έλλειψη σε μια αποτελεσματική αεράμυνα, και προσπαθούσε να προστατέψει μια πολύ μεγάλη περιοχή.[67]
Ο συντονισμός μεταξύ αέρος και εδάφους της Γερμανίας ήταν χαρακτηριστικό της Γερμανικής εκστρατείας στις Κάτω Χώρες και τη Γαλλία το 1940. Οι ηπειρωτικές αεράμυνες δεν ήταν καλά οργανωμένες.[68]
Οι Γερμανοί παρέταξαν μεταξύ άλλων το τρικινητήριο μεταγωγικό Ju 52 για την αερομεταφορά στρατευμάτων στην επίθεση της Ολλανδίας στις 10 Μαΐου 1940. Η πρώτη μεγάλης κλίμακας αεροπορική επίθεση με αλεξιπτωτιστές στην ιστορία έγινε ακολούθως κατά τη Μάχη της Χάγης. Χάθηκαν 295 Ju 52 σε αυτή την επιχείρηση και σε άλλα σημεία της χώρας, εξαιτίας διάφορων περιστάσεων, μεταξύ των οποίων ήταν οι ακριβείς και αποτελεσματικές Ολλανδικές αεράμυνες και τα λάθη της Γερμανίας στη χρήση αεροδρομίων με υγρό έδαφος που δεν μπορούσαν να υποστηρίξουν βαρέα αεροσκάφη.[69] Έτσι, η παραγωγή σχεδόν ολόκληρης της χρονιάς χάθηκε στην Ολλανδία. Αυτές οι απώλειες δεν ξεπεράστηκαν σε καμία άλλη αερομαχία στην ιστορία. Η έλλειψη επαρκούς αριθμού αεροσκαφών ήταν ο πιο πιθανός λόγος που η Γερμανία δεν εισέβαλε στην Αγγλία μετά τη Μάχη της Αγγλίας.[69] Συνολικά, οι Ναζί έχασαν πάνω από 2.000 αεροπλάνα στις συνεχείς αερομαχίες πάνω από την Ολλανδία.[70] Ο μεγάλος αυτός αριθμός μπορεί επίσης να αποδοθεί στους κύριους αεροδιαδρόμους των Συμμάχων στη Γερμανία, που οδηγούσαν ευθέως στην Ολλανδία. Συνολικά, χάθηκαν πάνω από 5.000 αεροσκάφη στην Ολλανδία (Συμμάχων και Ναζί), και πάνω από 20.000 άτομα πληρώματος έχασαν τις ζωές τους σε αυτά τα δυστυχήματα. Οι περισσότεροι από αυτούς ετάφησαν στον τόπο που σκοτώθηκαν, και έτσι η Ολλανδία διαθέτει 600 τοποθεσίες όπου υπάρχουν θαμμένοι αεροπόροι των Συμμάχων και των Ναζί. Αυτό κάνει τη χώρα τον πυκνότερο χώρο ταφής για αεροπόρους σε όλη την Ευρώπη.
Απώλειες στην Ολλανδία 1939–1945 | Σύμμαχοι | Ναζί |
---|---|---|
Μαχητικά | 1.273 | 1.175 |
Βομβαρδιστικά | 2.164 | 454 |
Υδροπλάνα | 88 | 85 |
Μεταγωγικά | 132 | 286* |
ΣΥΝΟΛΟ (συμπ. διαφ.) | 3.667 | 2.017 (συνολικά 5.684) |
(*: 274 από αυτά στις 10 Μαΐου 1940)
Ενώ τα Γερμανικά αεροσκάφη κατάφερναν μεγάλες απώλειες στη Μάχη της Δουνκέρκης, και οι στρατιώτες περίμεναν την εκκένωση, ενώ βρισκόταν υπό επίθεση, ρωτούσαν με πικρία «Που είναι η RAF;», η RAF είχε πιο αποτελεσματική αεράμυνα στο πεδίο, προλαβαίνοντας τις Γερμανικές επιθέσεις προτού φτάσουν σε αυτό.[71]
Η εναέρια υπεροχή και ανωτερότητα ήταν το προαπαιτούμενο της Επιχείρησης Θαλάσσιος Λέων, της σχεδιασμένης εισβολής της Γερμανίας στη Βρετανία. Ο πρωταρχικός σκοπός της Luftwaffe στόχευε στην καταστροφή της Βασιλικής Πολεμικής Αεροπορίας (Royal Air Force, RAF). Τα πολεμικά αεροπλάνα και των δύο πλευρών ήταν συγκρίσιμα. Η Γερμανία διέθετε περισσότερα αεροπλάνα, αλλά κατανάλωναν πολλά καύσιμα για να φτάσουν στη Βρετανία, έτσι είχαν περιορισμένο χρόνο για μάχη.[72]
Η Luftwaffe χρησιμοποίησε 1.300 μεσαία βομβαρδιστικά που προστατευόταν από 900 μαχητικά. Πραγματοποιούσαν 1.500 εξορμήσεις ημερησίως από βάσεις στη Γαλλία, το Βέλγιο και τη Νορβηγία. Οι Γερμανοί αντιλήφθησαν πως τα Ju-87 Stuka και Heinkel He 111 τους ήταν πολύ ευάλωτα απέναντι στα σύγχρονα Βρετανικά μαχητικά. Η RAF διέθετε 650 μαχητικά, ενώ παράγονταν μεγάλος αριθμός νέων καθημερινά. Τρεις είναι οι τύποι μαχητικών που ενεπλάκησαν στη μάχη – το Γερμανικό Messerschmitt Bf 109E, και τα Βρετανικά Hawker Hurricane και Supermarine Spitfire. Το Hurricane ήταν υπεύθυνο για τις περισσότερες δολοφονίες κατά τη μάχη επειδή αποτελούσε την πλειονότητα του στόλου των μαχητικών της RAF – ωστόσο, η αναλογία δολοφονιών-απωλειών ήταν κατώτερη από αυτή του αντίστοιχού του, Spitfire. Από αυτά τα τρία αεροσκάφη, το Hurricane είχε σχεδιαστεί πολύ νωρίτερα και θεωρούνταν γενικά το λιγότερο ικανό για μάχη. Παρά τα καλά στατιστικά των Hurricane στη RAF την εποχή αυτή, το Spitfire έγινε συνώνυμο της Μάχης της Αγγλίας και κατά κάποιο τρόπο έγινε σύμβολο της αντίστασης στο νου της Βρετανικής κοινωνίας κατά τη διάρκεια της μάχης. Ο υποτύπος Bf 109E είχε μικρή ακτίνα μάχης στα 330 χλμ. (205 μίλια)[73] – εξαιτίας περιορισμένης χωρητικότητας καυσίμων όπως είχε σχεδιαστεί — και το απέτρεψε από το να «συνοδεύει» επαρκώς τα μεσαία βομβαρδιστικά Kampfgeschwader στην Αγγλία, περιορίζοντας το μόνο σε περίπου δέκα λεπτά αερομαχιών πάνω από το Ηνωμένο Βασίλειο προτού επιστρέψει με ασφάλεια στη βόρεια Γαλλία — αυτή η σοβαρή έλλειψη δεν διορθώθηκε μέχρι την ολοκλήρωση των κύριων αερομαχιών πάνω από την Αγγλία, τον Σεπτέμβριο του 1940, όταν αυτές ολοκληρώθηκαν.
Η Βασιλική Πολεμική Αεροπορία διέθετε επίσης ένα περίπλοκο και ολοκληρωμένο δίκτυο σταθμών αναφοράς και αιθουσών επιχειρήσεων που ενσωμάτωναν τη νέα καινοτομία των Ραντάρ. Γνωστό και ως σύστημα Ντάουντινγκ (από τον Χιου Ντάουντινγκ, τον διοικητή του σώματος μαχητικών της RAF κατά τη μάχη και αυτόν που διέταξε τη χρησιμοποίηση του), του πιστώνεται συχνά η απόκτηση της δυνατότητας στη RAF να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις Γερμανικές επιδρομές χωρίς την ανάγκη τέλεσης περιπολιών από μαχητικά αεροσκάφη, αυξάνοντας την αποτελεσματικότητα με την οποία μπορούσε να επιχειρήσει η μονάδα μαχητικών της RAF. Ως εκ τούτου, το σύστημα Ντάουντινγκ πιστώνεται επίσης συχνά τον σημαντικό ρόλο στο συνολικό αποτέλεσμα της μάχης, και τις συγκρίσεις με τον αεροπορικό οπλισμό που υπήρχε στη Γαλλία την άνοιξη και τις αρχές του καλοκαιριού του 1940, όπου δεν υπήρχε κάποιο τέτοιο σύστημα και όπου η αεροπορία των συμμάχων ηττήθηκε συνολικά, και θα μπορούσε να την υποστηρίξει.
Αρχικά οι Γερμανοί εστίαζαν στα αεροδρόμια της RAF και τους σταθμούς ραντάρ. Ωστόσο, όταν οι μονάδες βομβαρδιστικών της RAF (εντελώς διαφορετικές από τις μονάδες μαχητικών) επιτέθηκαν στο Βερολίνο, ο Χίτλερ υποσχέθηκε εκδίκηση και διέταξε τη Luftwaffe να επιτεθεί στο Λονδίνο. Χρησιμοποιώντας περιορισμένους πόρους για να επιτεθεί σε πολίτες αντί για τα αεροδρόμια και τα ραντάρ αποδείχθηκε μεγάλο σφάλμα μιας και τα χτυπήματα στους πολίτες ήταν λιγότερο κρίσιμης σημασίας από τα αεροδρόμια και τα ραντάρ τα οποία πλέον αγνοούνταν. Το Λονδίνο δεν ήταν βιομηχανική πόλη και η Βρετανική παραγωγή αεροσκαφών δεν επηρεάστηκε. Αντιθέτως αυξήθηκε. Η τελευταία Γερμανική επιδρομή που έγινε κατά τη διάρκεια της ημέρας έγινε στις 30 Σεπτεμβρίου. Η Luftwaffe αντιλήφθηκε πως είχε απαράδεκτες απώλειες και διέκοψε την επίθεση. Περιστασιακές αιφνιδιαστικές επιδρομές χτύπησαν το Λονδίνο και άλλες περιοχές κατά καιρούς. Συνολικά σκοτώθηκαν 43.000 πολίτες. Η Luftwaffe έχασε 1.887 αεροπλάνα, και οι Βρετανοί 1.547. Η νίκη των Βρετανών ήταν αποτέλεσμα της καλύτερης συγκέντρωσης, των καλύτερων ραντάρ και του καλύτερου χερσαίου ελέγχου.
Η Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα ξεκίνησε τον Ιούνιο του 1941, έχοντας αρχικά επιτυχίες για τη Γερμανία.[74] Στον αέρα, πολλά από τα αεροσκάφη των Σοβιετικών ήταν κατώτερα, ενώ η ανισότητα στην ποιότητα των πιλότων ίσως ήταν πολύ μεγαλύτερη. Οι εκκαθαρίσεις στη στρατιωτική ηγεσία κατά τη Μεγάλη Εκκαθάριση επηρέασαν σημαντικά τη διοίκηση και τον έλεγχο σε όλες τις ένοπλες δυνάμεις.
Η Luftwaffe επιχειρούσε από βάσεις στη Νορβηγία κατά των φαλαγγών της Ρωσίας. Τα μεγάλης εμβέλειας αναγνωριστικά αεροσκάφη, περικύκλωναν τις φάλαγγες πέρα από την εμβέλεια του αντιαεροπορικού πεζικού, καθοδηγούμενα από επιθετικά αεροσκάφη, υποβρύχια και πλοία επιφανείας.[75]
Στο ξέσπασμα του πολέμου η VVS (Σοβιετική Αεροπορία) είχε μόλις πραγματοποιήσει εκκαθάριση στους περισσότερους από τους κορυφαίους αξιωματικούς της και ήταν ανέτοιμη, ο Στάλιν την περίοδο 1939–41 ακύρωσε τις προσπάθειες προετοιμασίας για πόλεμο με τη Γερμανία, μιας και δεν πίστευε πως θα συνέβαινε κάτι τέτοιο. Μέχρι το 1945 η ετήσια Σοβιετική παραγωγή αεροσκαφών ξεπέρασε αυτή του Γερμανικού Ράιχ, φτάνοντας τα 157.000 αεροσκάφη συνολικά.[11]
Στις πρώτες μέρες της Επιχείρησης Μπαρμπαρόσα τον Ιούνιο του 1941, η Luftwaffe κατέστρεψε 2.000 Σοβιετικά αεροσκάφη, με τα περισσότερα από αυτά να είναι στο έδαφος, έχοντας απώλεια μόνο 35 αεροσκαφών.[76] Η κύρια αδυναμία που είχε ως αποτέλεσμα τη μεγάλη απώλεια αεροσκαφών το 1941 ήταν η έλλειψη εξειδικευμένων στρατηγών, πιλότων και υποστηρικτικού προσωπικού εδάφους, η καταστροφή πολλών αεροσκαφών στους διαδρόμους εξαιτίας της αποτυχημένης εντολής να διασκορπιστούν, και η ταχεία πρόοδος των χερσαίων στρατευμάτων της Βέρμαχτ, που εξανάγκαζε τους Σοβιετικούς πιλότους σε άμυνα κατά τη διάρκεια της Επιχείρησης Μπαρμπαρόσα, ενώ αντιμετώπιζαν πιο σύγχρονα Γερμανικά αεροσκάφη.[77][78]
Οι Σοβιετικοί στηριζόταν πολύ στο αεροσκάφος επίθεσης εδάφους Ilyushin Il-2 Shturmovik — το στρατιωτικό αεροσκάφος όλων των εποχών με τις περισσότερες παραγωγές φτάνοντας στις 36.183, και το μαχητικό Yakovlev Yak-1, το πρώτο μέλος της οικογένειας των μαχητικών από το γραφείο σχεδιασμού του Αλεξάντερ Γιακόβλεφ με τις πολλές παραλλαγές του και πάνω από 34.500 αεροσκάφη Yak-1, Yak-3, Yak-7 και Yak-9 να κατασκευάζονται συνολικά.[78] Καθένα από αυτά έγινε το περισσότερο παρασκευασμένο αεροσκάφος της σειράς όλων των εποχών στις αντίστοιχες κατηγορίες τους, αποτελώντας συνολικά περίπου το μισό της δύναμης της VVS στο μεγαλύτερο μέρος του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου. Το Yak-1 ήταν ένα σύγχρονο μοντέλο του 1940 και είχε περιθώρια για βελτιώσεις, αντιθέτως με το παρόμοιο μοντέλο του Messerschmitt Bf 109, που χρονολογούνταν από το 1935. Το Yak-9 έφερε την VVS σε ισότητα με τη Luftwaffe, και εν τέλει της επέτρεψε να πάρει το πάνω χέρι από τη Luftwaffe μέχρι το 1944, όταν πολλοί πιλότοι της Luftwaffe απέφευγαν σκοπίμως τη μάχη.
Ο επικεφαλής Στρατάρχης της Αεροπορίας Αλεξάντερ Νοβικόφ διοίκησε την VVS από το 1942 έως το τέλος του πολέμου, και του πιστώθηκε η εισαγωγή αρκετών νέων καινοτομιών και οπλικών συστημάτων. Τον τελευταίο χρόνο του πολέμου ο Γερμανικός στρατός και οι πολίτες υποχωρούσαν προς το Βερολίνο μιας και κυνηγούνταν από το συνεχές σφυροκόπημα και τον ελαφρύ βομβαρδισμό. Σε μια στρατηγική επιχείρηση, τη Στρατηγική Επίθεση Γιάσυ-Κισίνεφ, το 5ο και το 17ο Σώμα Αεροπορίας Στρατού της Ναυτικής Αεροπορίας του Στόλου της Μαύρης Θάλασσας πέτυχε υπεροχή 3,3:1 σε αεροσκάφη επί της Luftflotte 4 και της Βασιλικής Ρουμανικής Πολεμικής Αεροπορίας, επιτρέποντας σχεδόν την ελευθερία από την εναέρια παρενόχληση των χερσαίων στρατευμάτων του 2ου και 3ου Ουκρανικού Μετώπου.[79]
Η Αγγλο-Αμερικανική εισβολή στην ελεγχόμενη από τη Γαλλία του Βισύ βορειοδυτική Αφρική έγινε υπό τη διοίκηση του Στρατηγού Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, το Νοέμβριο του 1942, μια εποχή όπου η Luftwaffe ήταν ακόμη δυνατή. Οι εναέριες επιχειρήσεις ήταν διαχωρισμένες – μία υπό τον έλεγχο των Ηνωμένων Πολιτειών και μία υπό τον έλεγχο της Βρετανίας. Ένας από τους διοικητές των σωμάτων του Άικ, ο Στρατηγός Λόιντ Φρέντενταλ, χρησιμοποιούσε τα αεροπλάνα του ως «μαχητική εναέρια περιπολία» που περικύκλωναν χωρίς τέλος τις μπροστά γραμμές του μετώπου και ήταν έτοιμα να αμυνθούν στις επιθέσεις της Luftwaffe. Όπως οι περισσότεροι αξιωματικοί του πεζικού, ο Φρέντενταλ θεώρησε πως ολόκληρη η δύναμη θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί προς βοήθεια των χερσαίων δυνάμεων. Δείχνοντας περισσότερο ενδιαφέρον για την άμυνα παρά την επίθεση, ο Φρέντενταλ σύντομα αντικαταστάθηκε από τον Τζορτζ Πάτον.[80]
Παρομοίως η Luftwaffe έκανε το σφάλμα διαχωρίζοντας την εναέρια δύναμη της, και απέτυχε να αποκτήσει έλεγχο του αέρα και να περιορίσει τις προμήθειες των Συμμάχων. Η RAF στη Βόρειο Αφρική, υπό τον Στρατηγό Άρθουρ Τέντερ, συγκέντρωσε την αεροπορική δύναμη του και υποχρέωσε τη Luftwaffe σε ήττα. Η RAF διέθετε ένα εξαιρετικό πρόγραμμα εκπαίδευσης (που χρησιμοποιούσε βάσεις στον Καναδά), διατηρούσε υψηλό το ηθικό των πληρωμάτων, και εμφυσούσε μαχητικό πνεύμα. Οι ανώτεροι αξιωματικοί παρακολουθούσαν τις μάχες μέσω ραντάρ, και κατεύθυναν τα αεροπλάνα μέσω ραδιοασυρμάτου όταν ήταν αναγκαίο.
Η επιτυχία της RAF έπεισε τον Αϊζενχάουερ πως το σύστημα της μεγιστοποιούσε την αποτελεσματικότητα στην τακτική αεροπορία, και ο Άικ έγινε πιστός σε αυτό. Το χαρακτηριστικό του ήταν πως η αεροπορική δύναμη θα έπρεπε να παγιωθεί σε ύψιστο επίπεδο, και πως θα έπρεπε να επιχειρεί σχεδόν αυτόνομα. Διοικητές ταξιαρχιών, μεραρχιών και σωμάτων έχασαν τον έλεγχο των εναέριων δυνάμεων (εκτός από λίγες μη οπλισμένες μικρές «ακρίδες», αεροσκάφη παρατήρησης που ανέφεραν την αποτυχία των οβίδων του πυροβολικού ούτως ώστε οι οπλίτες να διορθώσουν τον στόχο). Με έναν αεροπόρο να έχει τον πλήρη έλεγχο, οι εναέριες μονάδες μπορούσαν να συγκεντρωθούν στη μέγιστη επιθετική δυνατότητα, και να μην τεμαχίζονται σε μη αποτελεσματικά τμήματα. Ο Αϊζενχάουερ—μέλος πληρώματος τανκ το 1918 ο οποίος σχημάτισε τη θεωρία της συγκέντρωσης θωράκισης—αναγνώρισε την αναλογία. Οι διαχωρισμένοι ρόλοι στην υποστήριξη του πεζικού ήταν άχρηστοι. Έτσι συγκέντρωσε μια ισχυρή δύναμη που μπορούσε να θέσει τους όρους της μάχης.[81]
Η θεμελιώδης παραδοχή του δόγματος της αεροπορικής δύναμης ήταν πως οι αερομαχίες ήταν εξίσου σημαντικές με τις χερσαίες μάχες. Πράγματι, οι κύριες λειτουργίες των θαλάσσιων και χερσαίων δυνάμεων, όπως ισχυρίζονταν οι υποστηρικτές των εναερίων μέσων, ήταν η κατάληψη των αεροπορικών βάσεων. Το Field Manual 100–20, το οποίο τυπώθηκε τον Ιούλιο του 1943, έγινε η βίβλος του αεροπόρου για το υπόλοιπο του πολέμου και δίδαξε τη θεωρία της ισότητας μεταξύ του εναερίου και του χερσαίου πολεμικού εξοπλισμού. Η ιδέα μικτών επιχειρήσεων (αέρας, στεριά, θάλασσα) επικαλούνταν συχνά από τον Αϊζενχάουερ και τον Ντάγκλας Μακάρθουρ. Ο Αϊζενχάουερ εισέβαλλε μόνο αφότου διαβεβαιώθηκε για την εναέρια υπεροχή, και έθεσε την εγκαθίδρυση αεροπορικών βάσεων ως μέγιστη προτεραιότητα. Οι κινήσεις του Μακάρθουρ αντικατόπτριζαν το ίδιο δόγμα. Σε κάθε μέτωπο η θέση του ανώτερου διοικητή ήταν θέση διοικητή αεροπορίας. Τα αιτήματα από τη πρώτη γραμμή του μετώπου κατευθυνόταν στην κορυφή της ηγεσίας, όπου ο διοικητής της αεροπορίας αποφάσιζε για το εάν θα έπραττε κάτι, πότε και πως. Αυτό καθυστερούσε τον χρόνο αντίδρασης—ίσως χρειαζόταν 48 ώρες για την έναρξη μιας επίθεση—και περιελάμβανε την απόρριψη πολυάριθμων αιτημάτων από το πυροβολικό για λίγη βοήθεια εδώ, ή μια μικρή παρέμβαση εκεί.[82]
Οι Γερμανικές πτήσεις αναγνώρισης κατά των φαλαγγών των χωρών του Βορείου Ατλαντικού και της Ρωσίας αυξήθηκαν, με τα μαχητικά CAM να είναι ακόμη το κύριο μέσο άμυνας. Η πρώτη μεγάλη επίθεση της Luftwaffe στις φάλαγγες ξεκίνησε στις 25 Απριλίου 1942, όταν έγινε επίθεση στην 34 πλοίων φάλαγγα PQJ6. Η PQ17 προς το Μουρμάνσκ ξεκίνησε με 36 πλοία. Μόνο δύο τα κατάφεραν όταν η Ναυαρχία, θεωρώντας εσφαλμένα πως η Γερμανία επιτίθονταν με θωρηκτό, διέταξε τη φάλαγγα, και τη συνοδεία της, να διασκορπιστούν. Δεν υπήρχε πολεμικό πλοίο, αλλά η Luftwaffe βύθισε ένα καταδρομικό, ένα αντιτορπιλικό, δύο περιπολικά σκάφη (4.000 τόννων), και 22 μεταγωγικά πλοία (139.216 τόννων). Παρ' όλα αυτά, οι περισσότερες φάλαγγες τα κατάφεραν.[83]
Σε μερικές περιπτώσεις, όπως στο πιο έντονο μέρος της Μάχης του Ατλαντικού, οι Γερμανοί απόλαυσαν τις αεροπορικές επιτυχίες τους. Οι εξαντλητικές επιχειρήσεις ταλαιπώρησαν τη Luftwaffe στο ανατολικό μέτωπο μετά από το 1942.[84]
Στις αρχές του 1943 τα Συμμαχικά στρατηγικά βομβαρδιστικά κατευθύνθηκαν κατά των βάσεων των Γερμανικών πλοίων U, τα οποία ήταν εύκολο να προσεγγιστούν και τα οποία αποτελούσαν κύρια στρατηγική απειλή για την επιμελητεία των Συμμάχων. Ωστόσο, οι βάσεις ήταν χτισμένες συμπαγώς—τους πήρε 7.000 ώρες πτήσης να καταστρέψουν ένα υποβρύχιο, ενώ με την ίδια προσπάθεια θα μπορούσαν να καταστρέψουν το ένα τρίτο της Κολωνίας.[85]
Η Ιαπωνία επίσης επανέκαμπτε από τη Ναυμαχία του Μίντγουεϊ. Συνέχισε να παράγει αεροπλάνα αλλά πραγματοποίησε μερικές καινοτομίες και η ποιότητα των νέων πιλότων της χειροτέρευε σταδιακά. Οι ελλείψεις καυσίμων περιόρισαν την εκπαίδευση και τη χρήση της αεροπορίας.
Στη Μεσόγειο, η Luftwaffe προσπάθησε να σταματήσει τις εισβολές στη Σικελία και την Ιταλία με τακτικό βομβαρδισμό. Απέτυχαν μιας και οι Συμμαχικές αεροπορικές δυνάμεις κατέστρεφαν συστηματικά τα αεροδρόμια τους. Οι Γερμανοί αντιτέθηκαν άγρια στην Αμερικανική αποβίβαση στο Άντσιο τον Φεβρουάριο του 1944, αλλά η Luftwaffe είχε λιγότερα αεροσκάφη με αναλογία 5 προς 1 και ήταν τελείως ξεπερασμένη στον εξοπλισμό ο οποίος κατάφερνε μικρές ζημιές. Ο Ιταλικός εναέριος χώρος ανήκε στους Συμμάχους, και η στρατηγική ικανότητα της Luftwaffe μηδενική. Η Luftwaffe χρησιμοποίησε ότι είχε στη διάθεση της στο προγεφύρωμα του Σαλέρνο, αλλά οι Σύμμαχοι υπερείχαν με αναλογία δέκα προς ένα, και επίσης έχασε τα ζωτικής σημασίας αεροδρόμια στη Φότζα.
Η Φότζα έγινε η κύρια βάση του 15ου Σώματος Αεροπορίας. Τα 2.000 βαρέα βομβαρδιστικά της χτύπησαν τη Γερμανία από το νότο ενώ τα 4.000 βαρέα του 8ου Σώματος Αεροπορίας χρησιμοποιούσαν βάσεις στη Βρετανία, μαζί με 1.300 βαρέα της RAF. Ενώ ο κακός καιρός στον βορρά ακύρωνε συχνά τις επιδρομές, ο ηλιόλουστος Ιταλικός ουρανός επέτρεψε περισσότερη δράση. Μετά από αυτό η Luftwaffe είχε μόνο μια επιτυχία στην Ιταλία, μια καταστροφική επιδρομή στο Αμερικανικό λιμάνι του Μπάρι, τον Δεκέμβριο του 1943. Μόνο 30 από τα 100 βομβαρδιστικά κατάφεραν να γλιτώσουν, αλλά ένα από αυτά χτύπησε ένα πλοίο πυρομαχικών που μετέφερε κρυφά αποθέματα αερίου μουστάρδας για χρήση αντιποίνων εάν οι Γερμανοί άρχιζαν να χρησιμοποιούν αέριο. Νέφη του Αμερικανικού αερίου μουστάρδας προκάλεσαν 2.000 απώλειες Συμμάχων και πολιτών.[86]
Στις αρχές του 1944, οι Σύμμαχοι συνέχισαν να βομβαρδίζουν τη Γερμανία, ενώ επιτίθονταν προσεκτικά σε στόχους στη Γαλλία οι οποίοι θα μπορούσαν να συγκρουστούν με την εισβολή, που είχε προγραμματιστεί για τον Ιούνιο.
Στα τέλη του 1943 η AAF ξαφνικά αντελήφθη την ανάγκη αναθεώρησης του βασικού δόγματός της: ο στρατηγικός βομβαρδισμός ενάντια σε έναν τεχνολογικά εξελιγμένο εχθρό όπως η Γερμανία ήταν αδύνατος χωρίς εναέρια υπεροχή. (Τα B-29 δεν χρειαζόταν συνοδεία κατά της Ιαπωνιάς στο βαθμό που τα B-17 και B-24 χρειαζόταν στη Γερμανία. Ωστόσο, υπήρχαν απώλειες B-29 λόγω των αμυνών των Ιαπωνικών μαχητικών. Αυτό κατέστησε αναγκαία την εισβολή στην Ίβο Τζίμα από τους Αμερικανούς πεζοναύτες η οποία έγινε η βάση για τα P-51 Mustang που μπορούσαν να συνοδεύουν τα B-29 στην Ιαπωνία.) Ο Στρατηγός Άρνολντ αντικατέστησε τον Ίρα Ίκερ με τον Καρλ Σπάατζ και, πιο κρίσιμα, τον Αρχιστράτηγο Τζίμι Ντουλίτλ, ο οποίος επικροτούσε πλήρως τη νέα πραγματικότητα. Παρείχαν συνοδευτικά μαχητικά σε όλη τη διαδρομή μέχρι τη Γερμανία και πίσω, και χρησιμοποίησαν έξυπνα τα B-17 ως δόλωμα για τα αεροπλάνα της Luftwaffe, τα οποία κατέρριπταν τα συνοδευτικά. Το σλόγκαν του Ντουλίτλ ήταν «Το Πρώτο Καθήκον της 8ης Μονάδας Μαχητικών της Αμερικανικής Αεροπορίας είναι η Καταστροφή των Γερμανικών Μαχητικών.», μια όψη της σύγχρονης «Επιθετικής Εναέριας Αντεπίθεσης» (Offensive Counter-Air, OCA). Σε μια «Μεγάλη Εβδομάδα» τον Φεβρουάριο του 1944, τα Αμερικανικά βομβαρδιστικά προστατεύτηκαν από εκατοντάδες μαχητικών, πραγματοποιώντας 3.800 εξορμήσεις, ρίχνοντας 10.000 τόνους ισχυρών εκρηκτικών στα βασικά εργοστάσια παραγωγής αεροσκαφών και ρουλεμάν της Γερμανίας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες υπέστησαν 2.600 ανθρώπινες απώλειες, με απώλειες 137 βομβαρδιστικών και 21 μαχητικών αεροσκαφών. Η παραγωγή ρουλεμάν δεν επηρεάστηκε, μιας και ο πολεμικός επικεφαλής των Ναζί Άλμπερτ Σπέερ αντικατέστησε τη ζημιά σε λίγες εβδομάδες. Ακόμη, κατάφερε να διπλασιάσει την παραγωγή αεροσκαφών. Διαισθανόμενος τον κίνδυνο, ο Σπέερ ξεκίνησε να διασκορπίζει την παραγωγή σε πολυάριθμα μικρά, κρυμμένα εργοστάσια.[87][88]
Μέχρι το 1944 οι Σύμμαχοι κατείχαν συντριπτικά πλεονεκτήματα. Η Luftwaffe θα μπορούσε να επιτεθεί ή να παρακολουθεί τα αεροπλάνα της να καταστρέφονται στο εργοστάσιο. Προτού αντιμετωπίσουν τα βομβαρδιστικά, ιδανικά με τα δικινητήρια βαρέα βομβαρδιστικά Zerstörer που χρησιμοποιούνταν για τον σκοπό αυτό, οι Γερμανοί έπρεπε να αντιμετωπίσουν τα πολυάριθμα Αμερικανικά μαχητικά αεροσκάφη. Το βαρέως εξοπλισμένο Messerschmitt Bf 110 μπορούσε να καταρρίψει ένα βομβαρδιστικό, ειδικά αυτά που ήταν εξοπλισμένα με μια τετράδα μεγάλου διαμετρήματος μη καθοδηγούμενων ρουκετών αέρος-αέρος BR 21, αλλά η αργή ταχύτητά τους τα έκανε εύκολο στόχο για τα Thunderbolt και Mustang. Τα μεγάλα, αργά δικινητήρια Junkers Ju 88C, χρησιμοποιούνταν για καθήκοντα βομβαρδιστικών καταστροφής την περίοδο 1942-3 μιας και οι επιχειρήσεις των Αμερικανικών βαρέων βομβαρδιστικών ξεκίνησαν τον Αύγουστο του 1942, ήταν επικίνδυνα εξαιτίας της δυνατότητας τους να σταθούν περισσότερο και να ανοίξουν πυρ με τα αυτόματα κανόνια τους στις σχηματισμούς των B-17, μερικές φορές με τα εξειδικευμένα βομβαρδιστικά καταστροφής Ju 88P που ήταν εξοπλισμένα με τα μεγάλου διαμετρήματος Bordkanone, αλλά κυνηγούνταν εξίσου. Την ίδια μοίρα είχαν και τα μονοκινητήρια μαχητικά που διέθεταν ζεύγη ρουκετών BR 21 το καθένα. Αργότερα χρησιμοποιήθηκαν, τα βαρέως οπλισμένα με τα βαρέα αυτόματα κανόνια Sturmbock βομβαρδιστικά καταστροφής Focke Wulf Fw 190A-8 τα οποία αντικατέστησαν τα δικινητήρια βομβαρδιστικά καταστροφής. Η σοβαρή έλλειψη καυσίμων της Γερμανίας περιέκοψε απότομα την εκπαίδευση των νέων πιλότων, και οι περισσότεροι εκπαιδευτές εστάλησαν στη μάχη. Οι αρχάριοι πιλότοι στάλθηκαν γρήγορα στη μάχη έχοντας μόνο 160 ώρες πτήσης σε σύγκριση με τις 400 ώρες στην AAF, 360 στη RAF και 120 των Ιαπώνων. Η χαμηλή ποιότητα των Γερμανών πιλότων σε αυτό το τελευταίο στάδιο του πολέμου δεν τους έδωσε καμία ευκαιρία απέναντι στους πολυάριθμους και καλύτερα εκπαιδευμένους πιλότους των Συμμάχων.[89]
Οι Γερμανοί άρχισαν να χάνουν χίλια αεροπλάνα κάθε μήνα στο δυτικό μέτωπο (και άλλα 400 στο ανατολικό μέτωπο). Αντιλαμβανόμενος πως ο καλύτερος τρόπος να επικρατήσει της Luftwaffe δεν ήταν να προσκολληθεί στα βομβαρδιστικά αλλά να αναζητεί επιθετικά τον εχθρό, ο Ντουλίτλ διέταξε μέχρι τον Μάρτιο του 1944 τα Mustang να «κυνηγούν τα Jerries. Να τα καθαρίζουν στον αέρα και να τα χτυπούν στο έδαφος καθώς επιστρέφουν.»,[90] καθώς πλέον τα Mustang είχαν διαταχθεί να πετούν σε μαζικά «σαρώματα μαχητικών» πολύ μπροστά από τους σχηματισμούς «κουτιού μάχης» των Αμερικανικών βαρέων βομβαρδιστικών, ως μια καθοριστικής μορφής προσπάθεια για εναέρια υπεροχή, καθαρίζοντας τους ουρανούς από οποιασδήποτε παρουσία των μαχητικών Jagdflieger της Luftwaffe μπροστά από τα βομβαρδιστικά. Μέχρι τις αρχές του 1944, τα κινούμενα με κινητήρες Zerstörergeschwader βαρέα Bf 110G και δικινητήρια μαχητικά Me 410A Hornisse είχαν αποδεκατιστεί από τα Mustang όποτε αυτά εμφανιζόταν, και οι άμεσες επιθέσεις κατά των βομβαρδιστικών γινόταν ανταυτού από τους σχηματισμούς Gefechtsverband της Luftwaffe που διέθεταν βαρέως οπλισμένα Fw 190A που συνοδευόταν από Bf 109G σε μεγάλο υψόμετρο όταν πετούσαν κατά των σχηματισμών κουτιού μάχης της USAAF. Ωστόσο, η νέα στρατηγική εναέριας υπεροχής του Ντουλίτλ ακύρωσε μοιραία σχεδόν κάθε αμυντική προσπάθεια της Luftwaffe κατά το 1944. Σε μια περίπτωση οι εναέριοι ελεγκτές της Γερμανίας εντόπισαν μια μεγάλη δύναμη αεροσκαφών B-17 να πλησιάζει, και έστειλαν και τα 750 μαχητικά της Luftwaffe να επιτεθούν. Τα αεροσκάφη ήταν όλα τους Mustang που πετούσαν μπροστά από τα Αμερικανικά βομβαρδιστικά, και τα οποία κατέρριψαν 98 αναχαιτιστικά χάνοντας 11. Τα B-17 ήταν πολύ πίσω από τα Mustang, και ολοκλήρωσαν την αποστολή τους χωρίς απώλειες. Τον Φεβρουάριο του 1944, η Luftwaffe έχασε το 33% των πρώτης γραμμής μαχητικών της καθώς και το 18% των πιλότων της. Τον επόμενο μήνα έχασε το 56% των μαχητικών και το 22% των πιλότων. Ο Απρίλιος ήταν εξίσου κακός, 43% και 20% αντίστοιχα, και ο Μάιος ο χειρότερος από όλους, με ποσοστά 50% και 25%. Οι Γερμανικές βιομηχανίες συνέχισαν να παράγουν πολλά νέα αεροπλάνα, και οι άπειροι πιλότοι τελούσαν τα καθήκοντα τους. Αλλά το προσδόκιμο ζωής τους είχε πέσει σε ελάχιστες αερομαχίες. Σταδιακά η Luftwaffe στράφηκε στο κρυφτό. Με απώλειες 1% σε κάθε αποστολή, τα βομβαρδιστικά είχαν πλέον τελειώσει.[91]
Από τον Απρίλιο του 1944, η τακτική αεροπορία της Luftwaffe είχε εξαφανιστεί, και ο Αϊζενχάουερ αποφάσισε πως θα μπορούσε να προχωρήσει στην εισβολή στη Νορμανδία. Εγγυήθηκε στους στρατιώτες πως «εάν δείτε μαχητικό αεροσκάφος πάνω σας, θα είναι δικό μας.»[92]
Καθώς η Luftwaffe αποσυντίθονταν το 1944, η συνοδεία έγινε λιγότερο αναγκαία και σταδιακά οριζόταν αποστολές τακτικών χερσαίων επιθέσεων στα μαχητικά, μαζί με τα μεσαία βομβαρδιστικά. Για να αποφύγουν τα θανάσιμα πυρά των Γερμανικών τετραπλών αντιαεροπορικών όπλων 20 χιλιοστών, οι πιλότοι πετούσαν γρήγορα και χαμηλά (εντός του ραντάρ του εχθρού), έτρεχαν τάχιστα και μετά εξαφανιζόταν προτού οι οπλίτες αντιδράσουν. Οι κύριες αποστολές τους ήταν να διατηρήσουν τη Luftwaffe υπό πίεση ανοίγοντας πυρ κατά των αεροδρομίων, και να απαγορεύσουν την κίνηση των πυρομαχικών, του πετρελαίου και των στρατευμάτων πραγματοποιώντας επιθέσεις σε σιδηροδρομικές γέφυρες και σήραγγες, δεξαμενές καυσίμων, μαούνες στα κανάλια, φορτηγά και κινούμενα τρένα. Περιστασιακά η επιλογή στόχου γινόταν μέσω των πληροφοριών. Τρεις μέρες μετά την απόβαση, η ομάδα πληροφόρησης Ultra έδειξε το σημείο της έδρας της 5ης Μεραρχίας της Γερμανίας. Μια γρήγορη επιδρομή από Βρετανικά αεροσκάφη κατέστρεψε τον μηχανισμό ραδιοεπικοινωνίας και σκότωσε πολλούς σημαντικούς αξιωματικούς, καταστρέφοντας τη δυνατότητα της Γερμανίας να συντονίσει μια αντεπίθεση στα προγεφυρώματα.
Την ημέρα της απόβασης, τα αεροσκάφη των Συμμάχων πραγματοποίησαν 14.000 εξορμήσεις, ενώ η Luftwaffe κατάφερε μόνο 260, κυρίως αμυνόμενη τα αεροδρόμια της. Δύο εβδομάδες μετά την απόβαση, η Luftwaffe έχασε τα 600 από τα 800 αεροπλάνα που διατηρούσε στη Γαλλία. Από τον Απρίλιο μέχρι τον Αύγουστο του 1944, τα αεροσκάφη στρατηγικού βομβαρδισμού τόσο της AAF όσο και της RAF βρισκόταν υπό τις διαταγές του Αϊζενχάουερ, και χρησιμοποιήθηκαν τακτικά για να υποστηρίξουν την απόβαση. Οι άνδρες της αεροπορίας αντέδρασαν έντονα απέναντι σε αυτό τον συντονισμό της αεροπορικής δύναμης στη χερσαία εκστρατεία, αλλά ο Αϊζενχάουερ έθεσε το ζήτημα επί τάπητος και χρησιμοποίησε τα βομβαρδιστικά να πνίξουν ταυτόχρονα το σύστημα προμηθειών της Γερμανίας, να κάψουν τα διυλιστήρια πετρελαίου της, και να καταστρέψουν τα πολεμικά αεροπλάνα της. Αφού αυτά ολοκληρώθηκαν, ο Αϊζενχάουερ εγκατέλειψε τον έλεγχο των βομβαρδιστικών τον Σεπτέμβριο.[93]
Στην Ευρώπη το καλοκαίρι του 1944 η AAF ξεκίνησε να επιχειρεί από βάσεις στη Γαλλία. Διέθετε περίπου 1.300 άτομα πλήρωμα ελαφρών βομβαρδιστικών και 4.500 πιλότους μαχητικών. Ισχυρίζονται ότι κατέστρεψαν 86.000 βαγόνια, 9.000 ατμομηχανές, 68.000 φορτηγά, και 6.000 τανκς και τμήματα οπλισμού του πεζικού. Τα P-47 Thunderbolt μόνα τους έριξαν 120.000 τόννους βομβών και χιλιάδες δεξαμενές ναπάλμ, εκπυρσοκρότησαν 135 εκατομμύρια σφαίρες και 60.000 ρουκέτες, και πέτυχαν την καταστροφή 3.916 εχθρικών αεροπλάνων. Πέρα από την ίδια την καταστροφή, η εμφάνιση χωρίς αντίσταση των Συμμαχικών μαχητικών-βομβαρδιστικών κατέστρεψε το ηθικό, καθώς στρατιώτες και στρατηγοί βουτούσαν στα χαντάκια. Ο Αρχιστράτηγος Έρβιν Ρόμελ, για παράδειγμα, τραυματίστηκε σοβαρά τον Ιούλιο του 1944, όταν επιχείρησε να πραγματοποιήσει περιπολία στη Γαλλία κατά τη διάρκεια της ημέρας. Ο Διοικητής της 2ης Μεραρχίας ανέφερε:[94]
Στη Μάχη των Αρδεννών τον Δεκέμβριο του 1944, οι Σύμμαχοι αιφνιδιάστηκαν από τη μεγάλης κλίμακας επίθεση των Γερμανών. Τις πρώτες μέρες οι κακές καιρικές συνθήκες δεν επέτρεψαν σε αεροπλάνα να πετάξουν. Όταν όμως οι ουρανοί καθάρισαν, άρχισαν αμέσως 52.000 εξορμήσεις της AAF και 12.000 της RAF κατά Γερμανικών θέσεων και γραμμών τροφοδοσίας καταδικάζοντας την τελευταία επίθεση του Χίτλερ. Ο Στρατηγός Τζορτζ Πάτον ανέφερε πως η συνεργασία της 19ης Αεροπορικής Δύναμης TAC ήταν «το καλύτερο παράδειγμα μικτής χρήσης εναέριων και χερσαίων στρατευμάτων που έχω δει.»[95]
Μια πλήρους 24ώρου εκστρατεία χτύπησε τη Γερμανία, με τα Βρετανικά βομβαρδιστικά να επιχειρούν τη νύχτα και τα Αμερικανικά κατά τη διάρκεια της μέρας. Τα αεροσκάφη, η τακτική και τα δόγματα ήραν διαφορετικά. Υπάρχει διαφωνία στο πόσο συμπληρωματικά ήταν μεταξύ τους στην επίτευξη στρατηγικού αποτελέσματος.
Η Luftwaffe έφτασε το μέγιστο της με 1,9 εκατομμύρια αεροπόρους το 1942. Οι εξαντλητικές επιχειρήσεις τους μαράζωσαν στο Ανατολικό Μέτωπο μετά το 1942.[96] Έχασε τα περισσότερα από τα μαχητικά της αεροσκάφη εξαιτίας των Mustang το 1944 ενώ προσπαθούσε να αμυνθεί κατά των μαζικών Αμερικανικών και Βρετανικών αεροπορικών επιδρομών, και πολλοί από τους άνδρες στάλθηκαν στο πεζικό. Η Luftwaffe την περίοδο 1944–45 επικεντρώθηκε στις αντιαεροπορικές άμυνες, ειδικά στις αντιαεροπορικές πυροβολαρχίες[97] που περιέβαλαν όλες τις μεγάλες Γερμανικές πόλεις και τα πολεμικά εργοστάσια. Κατανάλωσαν μεγάλο μέρος της Γερμανικής παραγωγής πυρομαχικών στον τελευταίο χρόνο του πολέμου.[98] Οι αντιαεροπορικές μονάδες χρησιμοποιούσαν εκατοντάδες χιλιάδων γυναικών, οι οποίες ασχολούνταν με τις μάχες κατά των Συμμαχικών βομβαρδιστικών.[99]
Τα Γερμανικά αεριωθούμενα Messerschmitt Me-262 Schwalbe υπερτερούσαν κατά πολύ των καλύτερων μαχητικών με κινητήρες πιστονιών των Συμμάχων σε ατομική βάση.[note 1] Ωστόσο, η παρατεταμένη ιστορία ανάπτυξης (συμπεριλαμβανομένων και παραγόντων όπως η ουσιώδης περικοπή στη χρηματοδότηση της έρευνας για την αεριώθηση την κρίσιμη περίοδο ανάπτυξης 1941–42, η έλλειψη πρόσβασης της Γερμανίας σε εξωτικά πρωτογενή υλικά απαραίτητα για την παραγωγή ανθεκτικών κινητήρων αεριώθησης, οι στρατηγικοί βομβαρδισμοί των Συμμάχων στις γραμμές παραγωγής των κινητήρων αεριώθησης, αλλά και ο Χίτλερ προσωπικά που διέταξε τις τροποποιήσεις στα σχέδια για να κάνει τα αεροσκάφη λειτουργικά ως μαχητικά-βομβαρδιστικά) επιβεβαίωσε πως η παραγωγή των Me-262 είχε καθυστερήσει και ήταν μικρή για να ανακόψει το Συμμαχικό ρεύμα. Οι Γερμανοί επίσης ανέπτυξαν πυραύλους αέρος-επιφάνειας (Fritz X, Hs 293,) πυραύλους εδάφους-αέρος (Wasserfall,) καθοδηγούμενους πυραύλους (V-1) και βαλλιστικούς πυραύλους (V-2,) και άλλες ανεπτυγμένες τεχνολογίες αεροπορικού οπλισμού, με λίγα όμως στρατηγικά αποτελέσματα. Κατειλημμένα παραδείγματα αυτού του οπλισμού, αλλά ειδικότερα οι σχεδιαστές τους, συνεισέφεραν στις στρατιωτικές τεχνολογίες των Συμμάχων και των Σοβιετικών στον Ψυχρό Πόλεμο, και στον αγώνα της διαστημικής εξερεύνησης.
Εκτός από τη χαριστική βολή στη Luftwaffe, το δεύτερο σημαντικότερο επίτευγμα της εκστρατείας στρατηγικού βομβαρδισμού ήταν η καταστροφή του δικτύου παροχής πετρελαίου της Γερμανίας. Το πετρέλαιο ήταν ουσιώδους σημασίας για τα πλοία U και τα τανκς, ενώ υψηλής ποιότητας καύσιμα αεροπορίας ήταν ουσιώδη για τα αεροσκάφη με κινητήρες πιστονιών.[note 2] Η Γερμανία διέθετε ελάχιστα κοιτάσματα, και εξαρτιόταν από εισαγωγές από τη Ρωσία (πριν από το 1941) και τη σύμμαχο των Ναζί Ρουμανία, και από εργοστάσια συνθετικού πετρελαίου που χρησιμοποιούσαν άνθρακα και τον μετέτρεπαν σε πετρέλαιο μετά από χημικές διαδικασίες. Αδιαφορώντας για τον κίνδυνο του Συμμαχικού βομβαρδισμού, οι Γερμανοί συγκέντρωσαν το 80% της παραγωγής συνθετικού πετρελαίου σε μόνο 20 εργοστάσια. Αυτά έγιναν μέγιστη προτεραιότητα για την AAF και τη RAF το 1944, και έγιναν στόχος 210.000 τόννων βομβών. Το χτύπημα σε εργοστάσια πετρελαίου ήταν δύσκολο, όπως ήταν και η επισκευή τους. Οι βομβαρδισμοί στέρευσαν όλα τα αποθέματα πετρελαίου το καλοκαίρι του 1944. Ακολούθησε κατάσταση έκτακτης ανάγκης για το πετρέλαιο, που χειροτέρευε μήνα με μήνα.[100]
Το τρίτο πιο αξιοσημείωτο επίτευγμα της εκστρατείας βομβαρδισμού ήταν η υποβάθμιση του Γερμανικού συστήματος μεταφορών—των σιδηροδρόμων και των καναλιών (οι δρόμοι δεν χρησιμοποιούνταν συχνά.) Στους δύο μήνες πριν αλλά και μετά από την απόβαση στη Νορμανδία, τα Αμερικανικά B-24 Liberator, B-17 Flying Fortress και τα Βρετανικά βαρέα βομβαρδιστικά όπως τα Lancaster σφυροκόπησαν το Γαλλικό σύστημα σιδηροδρόμων. Αντιστάτες μαχητές πραγματοποιούσαν δολιοφθορές σε 350 ατμομηχανές και 15.000 βαγόνια κάθε μήνα. Κρίσιμης σημασίας γέφυρες και σήραγγες είχαν αποκοπεί από βομβαρδισμούς ή δολιοφθορές. Το Βερολίνο αντέδρασε με την αποστολή 60.000 εργατών του σιδηροδρόμου, αλλά τους έπαιρνε δύο ή τρεις μέρες για να θέσουν σε λειτουργία ξανά τις γραμμές μετά από ισχυρές επιδρομές. Το σύστημα χειροτέρευε γρήγορα, και αποδεικνυόταν μη ικανό να μεταφέρει ενισχύσεις και προμήθειες για την αντίσταση στην απόβαση της Νορμανδίας. Στο μέτρο αυτό η ανατεθειμένη αποστολή απαγόρευσης στα αεροσκάφη στρατηγικού βομβαρδισμού ήταν επιτυχής. Όταν η Διοίκηση Βομβαρδιστικών χτύπησε Γερμανικές πόλεις, χτύπησε αναπόφευκτα και μάντρες σιδηροδρομικού υλικού. Η AAF έθεσε αυτές τις μάντρες ως υψίστης σημασίας, και έδωσε αξιοσημείωτη προσοχή και στις γέφυρες, τα κινούμενα τρένα, τα πλοία και άλλα σημαντικά σημεία. Η «πολιτική μεταφορών» της στόχευσης στο σιδηροδρομικό σύστημα έγινε πεδίο έντονης μάχης μεταξύ των στρατηγών των Συμμάχων. Το γεγονός πως ο εχθρός είχε το πυκνότερο και καλύτερα οργανωμένο σιδηροδρομικό δίκτυο στον κόσμο αμφισβητήθηκε, και μάλιστα με μεγάλη χαλαρότητα. Οι Ναζί λεηλατούσαν συστηματικά τροχιαίο υλικό από τα κατεχόμενα έθνη, έτσι διέθεταν πληθώρα ατμομηχανών και βαγονιών. Επιπλέον, η περισσότερη κίνηση ήταν «πολιτική», και έτσι η έκτακτη κίνηση τρένων για τη μεταφορά στρατιωτικών θα μπορούσε να περάσει. Οι επικριτές μεγιστοποίησαν την ελαστικότητα του Γερμανικού συστήματος. Καθώς όμως κύματα βομβαρδιστικών πραγματοποιούσαν επιθέσεις, οι επιδιορθώσεις έπαιρναν ολοένα και περισσότερο χρόνο. Οι καθυστερήσεις γινόταν μεγαλύτερες και πιο απογοητευτικές. Τα στρατιωτικά τρένα συνήθως τα κατάφερναν, αλλά η «πολιτική» κίνηση που περιελάμβανε τροφή, στολές, ιατρικό εξοπλισμό, άλογα, ζωοτροφές, τανκς, καύσιμα, ολμοβόλα, αντιαεροπορικά καλύμματα και πυροβόλα όπλα για τις γραμμές του μετώπου, άνθρακα, ατσάλι, ανταλλακτικά, υποεξαρτήματα και σημαντικά υλικά για τα εργοστάσια πυρομαχικών δεν τα κατάφερνε. Μέχρι τον Ιανουάριο του 1945, το σύστημα μεταφορών είχε ρωγμές σε πολλά σημεία, και οι μονάδες της πρώτης γραμμής ήταν τυχερές αν μπορούσαν να αρπάξουν όπλα των Συμμάχων παρά να περιμένουν για προμήθειες.[101]
Η Γερμανία και η Ιαπωνία καταστράφηκαν και έχασαν τον πόλεμο σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας του στρατηγικού βομβαρδισμού.[102] Η στόχευση έγινε πιο εύστοχη το 1944, αλλά η λύση στις άστοχες βόμβες ήταν η χρήση περισσότερων. Η AAF έριξε 3,5 εκατομμύρια βόμβες (500.000 τόννοι) κατά της Ιαπωνίας, και 8 εκατομμύρια (1,6 εκατομμύρια τόννοι) κατά της Γερμανίας. Η RAF ανάλωσε περίπου τον ίδιο όγκο κατά της Γερμανίας. Δεν συμπεριλαμβάνονται οι βόμβες του Ναυτικού και των Πεζοναυτών των ΗΠΑ, ούτε και οι δύο ατομικές βόμβες.
Το κόστος του Αμερικανικού τακτικού και στρατηγικού εναέριου πολέμου κατά της Γερμανίας ήταν 18.400 χαμένα αεροσκάφη στη μάχη, 51.000 νεκροί, 30.000 αιχμάλωτοι πολέμου, και 13.000 τραυματίες. Κατά της Ιαπωνίας, η AAF έχασε 4.500 αεροπλάνα, 16.000 νεκρούς, 6.000 αιχμαλώτους πολέμου, και 5.000 τραυματίες. Η Αεροπορία του Σώματος Πεζοναυτών έχασε 1.600 νεκρούς και είχε 1.100 τραυματίες. Η αεροπορία του Ναυτικού έχασε μερικές χιλιάδες νεκρούς.[103]
Το ένα τέταρτο της Γερμανικής πολεμικής οικονομίας εξουδετερώθηκε εξαιτίας των άμεσων καταστροφών των βομβών, τις επακόλουθες καθυστερήσεις, ελλείψεις και τις έμμεσες λύσεις, και τα έξοδα στα αντιαεροπορικά όπλα, την πολιτική άμυνα, τις αντικαταστάσεις και τις μεταφορές των εργοστασίων σε ασφαλέστερες τοποθεσίες. Οι επιδρομές ήταν τόσο μεγάλες και συχνά επαναλαμβανόταν από πόλη σε πόλη, και έτσι το σύστημα επιδιορθώσεων κατέρρευσε. Οι βομβαρδισμοί εμπόδισαν την πλήρη κινητοποίηση του Γερμανικού οικονομικού δυναμικού.[104] Ο υπουργός Συντονισμού Άλμπερτ Σπέερ και το επιτελείο του ήταν αποτελεσματικοί στον αυτοσχεδιασμό λύσεων και εργασιών, αλλά η πρόκληση τους γινόταν πιο δύσκολη κάθε εβδομάδα καθώς το ένα μετά το άλλο τα εφεδρικά συστήματα κατέρρεαν.[105] Μέχρι τον Μάρτιο του 1945, το μεγαλύτερο μέρος των Γερμανικών εργοστασίων, σιδηροδρόμων και τηλεφώνων είχε σταματήσει να λειτουργεί. Στρατεύματα, τανκς, τρένα και φορτηγά είχαν ακινητοποιηθεί. Περίπου 25.000 πολίτες σκοτώθηκαν στη Δρέσδη στις 13 και 14 Φεβρουαρίου όταν πραγματοποιήθηκε βομβαρδισμός.[106] Ο Όβερι υπολόγισε το 2014 πως συνολικά σκοτώθηκαν περίπου 353.000 πολίτες από τους Βρετανικούς και Αμερικανικούς Βομβαρδισμούς σε Γερμανικές πόλεις.[107]
Ο Γιόζεφ Γκαίμπελς, ο υπουργός προπαγάνδας του Χίτλερ, ήταν απαρηγόρητος όταν τα όμορφα κτίρια του υπουργείου του κατακάηκαν: «Ο εναέριος πόλεμος μετατράπηκε σε ένα τρελό όργιο. Είμαστε τελείως ανυπεράσπιστοι. Το Ράιχ θα μετατραπεί σταδιακά σε μια πραγματική έρημο.»[108]
Ο βομβαρδισμός της Δρέσδης επισκιάστηκε από αυτό έγινε στην Ιαπωνία λιγότερο από ένα μήνα αργότερα — όταν ξεκίνησε από τον Στρατηγό Κέρτις Λεμέι μια σειρά από επιδρομές βομβαρδισμού, που ξεκίνησε με 334 Αμερικανικά βαρέα βομβαρδιστικά B-29 Superfortress τη νύχτα 9 με 10 Μαρτίου 1945, και είχε την κωδική ονομασία Επιχείρηση Meetinghouse, έκαψε 41 τετραγωνικά χιλιόμετρα (16 τετραγωνικά μίλια) της πρωτεύουσας της Ιαπωνίας και έγινε η πιο καταστροφική επιδρομή βομβαρδισμού σε ολόκληρη την αεροπορική ιστορία, μεγαλύτερη ακόμη και από τις απώλειες ζωής (100.000 νεκροί τουλάχιστον, και 1,5 εκατομμύρια άστεγοι) των επιδρομών στις 6 και 9 Αυγούστου, υπολογίζοντας αυτά ως ξεχωριστά γεγονότα.[109]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.